1200 ΧΟ. δεῖξόν νυν, ὦ τάλαινα, σὴν νικηφόρον
ἀστοῖσιν ἄγραν ἣν φέρουσ᾽ ἐλήλυθας.
ΑΓ. ὦ καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίας χθονὸς
ναίοντες, ἔλθεθ᾽ ὡς ἴδητε τήνδ᾽ ἄγραν
Κάδμου θυγατέρες θηρὸς ἣν ἠγρεύσαμεν,
1205 οὐκ ἀγκυλωτοῖς Θεσσαλῶν στοχάσμασιν,
οὐ δικτύοισιν, ἀλλὰ λευκοπήχεσιν
χειρῶν ἀκμαῖσι. κἆιτ᾽ ἀκοντίζειν χρεὼν
καὶ λογχοποιῶν ὄργανα κτᾶσθαι μάτην;
ἡμεῖς δέ γ᾽ αὐτῆι χειρὶ τόνδε θ᾽ εἵλομεν
1210 χωρίς τε θηρὸς ἄρθρα διεφορήσαμεν.
ποῦ μοι πατὴρ ὁ πρέσβυς; ἐλθέτω πέλας.
Πενθεύς τ᾽ ἐμὸς παῖς ποῦ ᾽στιν; αἰρέσθω λαβὼν
πηκτῶν πρὸς οἴκους κλιμάκων προσαμβάσεις,
ὡς πασσαλεύσηι κρᾶτα τριγλύφοις τόδε
1215 λέοντος ὃν πάρειμι θηράσασ᾽ ἐγώ.
ΚΑ. ἕπεσθέ μοι φέροντες ἄθλιον βάρος
Πενθέως, ἕπεσθε, πρόσπολοι, δόμων πάρος,
οὗ σῶμα μοχθῶν μυρίοις ζητήμασιν
φέρω τόδ᾽, εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς
1220 διασπαρακτὸν κοὐδὲν ἐν ταὐτῶι πέδου
λαβών, ἐν ὕληι κείμενον δυσευρέτωι.
ἤκουσα γάρ του θυγατέρων τολμήματα,
ἤδη κατ᾽ ἄστυ τειχέων ἔσω βεβὼς
σὺν τῶι γέροντι Τειρεσίαι βακχῶν πάρα·
1225 πάλιν δὲ κάμψας εἰς ὄρος κομίζομαι
τὸν κατθανόντα παῖδα μαινάδων ὕπο.
καὶ τὴν μὲν Ἀκταίων᾽ Ἀρισταίωι ποτὲ
τεκοῦσαν εἶδον Αὐτονόην Ἰνώ θ᾽ ἅμα
ἔτ᾽ ἀμφὶ δρυμοὺς οἰστροπλῆγας ἀθλίας,
1230 τὴν δ᾽ εἶπέ τίς μοι δεῦρο βακχείωι ποδὶ
στείχειν Ἀγαυήν, οὐδ᾽ ἄκραντ᾽ ἠκούσαμεν·
λεύσσω γὰρ αὐτήν, ὄψιν οὐκ εὐδαίμονα.
***
ΧΟΡΟΣ
1200 Δείξε τώρα στους πολίτες, άμοιρη,
το νικηφόρο κυνήγι που έφερες.
ΑΓΑΥΗ
Εσείς που κατοικείτε την πόλη της Θήβας με τους ωραίους πύργους,
δράμετε να δείτε τούτο το κυνήγι,
το αγρίμι που πιάσαμε οι κόρες του Κάδμου,
1205 χωρίς ακόντια Θεσσαλών και χωρίς δίχτυα,
μόνο με τις λευκές αιχμές των γυμνών χεριών.
Και ύστερα τολμούν να κομπάζουν
και να οπλίζονται με λόγχες και με δόρατα; Προς τί;
1210 Εμείς, με το χέρι και μόνο,
και το πιάσαμε το αγρίμι και το διαμελίσαμε.
Πού είναι ο πατέρας μου ο γέροντας;
Να έλθει κοντά μου.
Και ο Πενθέας, ο γιος μου, πού είναι;
Ας πάρει να υψώσει στο σπίτι
το ανέβασμα στέρεης σκάλας,
να καρφώσει στα τρίγλυφα τούτο το κεφάλι του λιονταριού,
1215 που το κυνήγησα και το έφερα εγώ.
ΚΑΔΜΟΣ
Ακολουθείστε με, δούλοι που σηκώνετε το θλιβερό βάρος του Πενθέα.
Ακολουθείστε με μπροστά στο σπίτι.
Φέρνω το σώμα του.
Το βρήκα σπαραγμένο στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος.
Με μόχθο το αναζήτησα
1220 σε χίλιους τόπους.
Ένα κομμάτι του δε βρέθηκε μαζί με άλλο.
Με τον γέροντα Τειρεσία είχαμε ήδη επιστρέψει από τις βάκχες
και είχαμε μπει στα τείχη,
όταν άκουσα κάποιον να λέει
τί αποτόλμησαν οι θυγατέρες μου.
1225 Γύρισα πίσω στο βουνό και φέρνω το παιδί μας
που το σκότωσαν οι Μαινάδες.
Την Αυτονόη, που κάποτε με τον Αρισταίο γέννησε τον Ακτέωνα,
μαζί με την Ινώ, τις είδα μέσα στους δρυμούς,
χτυπημένες από τη μανία,
άθλιες.
Η Αγαύη μού είπε κάποιος ότι βαδίζει προς την πόλη
1230 με τον ρυθμό του Βάκχου στο βήμα της.
Και αυτό που άκουσα δεν ήταν ψέμα·
την βλέπω —νά την!— θέαμα θλιβερό.
ἀστοῖσιν ἄγραν ἣν φέρουσ᾽ ἐλήλυθας.
ΑΓ. ὦ καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίας χθονὸς
ναίοντες, ἔλθεθ᾽ ὡς ἴδητε τήνδ᾽ ἄγραν
Κάδμου θυγατέρες θηρὸς ἣν ἠγρεύσαμεν,
1205 οὐκ ἀγκυλωτοῖς Θεσσαλῶν στοχάσμασιν,
οὐ δικτύοισιν, ἀλλὰ λευκοπήχεσιν
χειρῶν ἀκμαῖσι. κἆιτ᾽ ἀκοντίζειν χρεὼν
καὶ λογχοποιῶν ὄργανα κτᾶσθαι μάτην;
ἡμεῖς δέ γ᾽ αὐτῆι χειρὶ τόνδε θ᾽ εἵλομεν
1210 χωρίς τε θηρὸς ἄρθρα διεφορήσαμεν.
ποῦ μοι πατὴρ ὁ πρέσβυς; ἐλθέτω πέλας.
Πενθεύς τ᾽ ἐμὸς παῖς ποῦ ᾽στιν; αἰρέσθω λαβὼν
πηκτῶν πρὸς οἴκους κλιμάκων προσαμβάσεις,
ὡς πασσαλεύσηι κρᾶτα τριγλύφοις τόδε
1215 λέοντος ὃν πάρειμι θηράσασ᾽ ἐγώ.
ΚΑ. ἕπεσθέ μοι φέροντες ἄθλιον βάρος
Πενθέως, ἕπεσθε, πρόσπολοι, δόμων πάρος,
οὗ σῶμα μοχθῶν μυρίοις ζητήμασιν
φέρω τόδ᾽, εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς
1220 διασπαρακτὸν κοὐδὲν ἐν ταὐτῶι πέδου
λαβών, ἐν ὕληι κείμενον δυσευρέτωι.
ἤκουσα γάρ του θυγατέρων τολμήματα,
ἤδη κατ᾽ ἄστυ τειχέων ἔσω βεβὼς
σὺν τῶι γέροντι Τειρεσίαι βακχῶν πάρα·
1225 πάλιν δὲ κάμψας εἰς ὄρος κομίζομαι
τὸν κατθανόντα παῖδα μαινάδων ὕπο.
καὶ τὴν μὲν Ἀκταίων᾽ Ἀρισταίωι ποτὲ
τεκοῦσαν εἶδον Αὐτονόην Ἰνώ θ᾽ ἅμα
ἔτ᾽ ἀμφὶ δρυμοὺς οἰστροπλῆγας ἀθλίας,
1230 τὴν δ᾽ εἶπέ τίς μοι δεῦρο βακχείωι ποδὶ
στείχειν Ἀγαυήν, οὐδ᾽ ἄκραντ᾽ ἠκούσαμεν·
λεύσσω γὰρ αὐτήν, ὄψιν οὐκ εὐδαίμονα.
***
ΧΟΡΟΣ
1200 Δείξε τώρα στους πολίτες, άμοιρη,
το νικηφόρο κυνήγι που έφερες.
ΑΓΑΥΗ
Εσείς που κατοικείτε την πόλη της Θήβας με τους ωραίους πύργους,
δράμετε να δείτε τούτο το κυνήγι,
το αγρίμι που πιάσαμε οι κόρες του Κάδμου,
1205 χωρίς ακόντια Θεσσαλών και χωρίς δίχτυα,
μόνο με τις λευκές αιχμές των γυμνών χεριών.
Και ύστερα τολμούν να κομπάζουν
και να οπλίζονται με λόγχες και με δόρατα; Προς τί;
1210 Εμείς, με το χέρι και μόνο,
και το πιάσαμε το αγρίμι και το διαμελίσαμε.
Πού είναι ο πατέρας μου ο γέροντας;
Να έλθει κοντά μου.
Και ο Πενθέας, ο γιος μου, πού είναι;
Ας πάρει να υψώσει στο σπίτι
το ανέβασμα στέρεης σκάλας,
να καρφώσει στα τρίγλυφα τούτο το κεφάλι του λιονταριού,
1215 που το κυνήγησα και το έφερα εγώ.
ΚΑΔΜΟΣ
Ακολουθείστε με, δούλοι που σηκώνετε το θλιβερό βάρος του Πενθέα.
Ακολουθείστε με μπροστά στο σπίτι.
Φέρνω το σώμα του.
Το βρήκα σπαραγμένο στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος.
Με μόχθο το αναζήτησα
1220 σε χίλιους τόπους.
Ένα κομμάτι του δε βρέθηκε μαζί με άλλο.
Με τον γέροντα Τειρεσία είχαμε ήδη επιστρέψει από τις βάκχες
και είχαμε μπει στα τείχη,
όταν άκουσα κάποιον να λέει
τί αποτόλμησαν οι θυγατέρες μου.
1225 Γύρισα πίσω στο βουνό και φέρνω το παιδί μας
που το σκότωσαν οι Μαινάδες.
Την Αυτονόη, που κάποτε με τον Αρισταίο γέννησε τον Ακτέωνα,
μαζί με την Ινώ, τις είδα μέσα στους δρυμούς,
χτυπημένες από τη μανία,
άθλιες.
Η Αγαύη μού είπε κάποιος ότι βαδίζει προς την πόλη
1230 με τον ρυθμό του Βάκχου στο βήμα της.
Και αυτό που άκουσα δεν ήταν ψέμα·
την βλέπω —νά την!— θέαμα θλιβερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου