ΗΜΙΧ. ἰὼ Ζεῦ, τίς ἂν [πῶς] πᾷ πόρος κακῶν [στρ.]
γένοιτο καὶ λύσις τύχας
ἃ πάρεστι κοιράνοις;
215ΗΜΙΧ. αἰαῖ· εἶσί τις; ἢ τέμω τρίχα,
καὶ μέλανα στολμὸν πέπλων
ἀμφιβαλώμεθ᾽ ἤδη;
ΗΜΙΧ. δῆλα μέν, φίλοι, δῆλά γ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως
θεοῖσιν εὐχώμεσθα· θεῶν
γὰρ δύναμις μεγίστα.
220ΧΟ. ὦναξ Παιάν,
ἔξευρε μηχανήν τιν᾽ Ἀδμήτῳ κακῶν.
πόριζε δὴ πόριζε· καὶ πάρος γὰρ
†τοῦδ᾽ ἐφεῦρες†, καὶ νῦν
λυτήριος ἐκ θανάτου γενοῦ,
225φόνιον δ᾽ ἀπόπαυσον Ἅιδαν.
ΗΜΙΧ. παπαῖ ‹. . . › [ἀντ.]
ὦ παῖ Φέρητος, οἷ᾽ ἔπρα-
ξας δάμαρτος σᾶς στερείς.
ΗΜΙΧ. αἰαῖ· ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε,
καὶ πλέον ἢ βρόχῳ δέρην
230οὐρανίῳ πελάσσαι;
ΗΜΙΧ. τὰν γὰρ οὐ φίλαν ἀλλὰ φιλτάταν
γυναῖκα κατθανοῦσαν εἰν
ἄματι τῷδ᾽ ἐπόψῃ.
ΧΟ. ἰδοὺ ἰδού,
ἥδ᾽ ἐκ δόμων δὴ καὶ πόσις πορεύεται.
βόασον ὦ, στέναξον, ὦ Φεραία
235χθών, τὰν ἀρίσταν
γυναῖκα μαραινομέναν νόσῳ
κατὰ γᾶς χθόνιον παρ᾽ Ἅιδαν.
***
ΧΟΡ., σε λυρικό διάλογο
― Δία, ω Δία, πού θα βρεθεί ένας λυτρωμός,
μια φυγή μέσ᾽ απ᾽ τη μοίρα τη βαριά
που χτυπά τους βασιλιάδες;
― Συφορά! Θα ᾽ρθει κανείς, ή τα μαλλιά μου
πια θα κόψω κι από τώρα εγώ στα μαύρα
να ντυθώ;
― Φανερό, καλοί μου φίλοι, φανερό,
πάλι ωστόσο στους θεούς μας ας δεηθούμε·
220ω, μεγάλη η δύναμη είναι των θεών.
ΚΟΡ. Παιάνα λυτρωτή, έναν τρόπο σκέψου,
απ᾽ το κακό τον Άδμητο να σώσεις.
ΧΟΡ. Δώσε εσύ τη σωτηρία· κι άλλη φορά
βρήκες λύση· έτσι και τώρα
απ᾽ το θάνατο εσύ γίνε λυτρωτής,
το φονιά τον Άδη εσύ σταμάτησέ τον.
ΧΟΡ., σε λυρικό διάλογο.
― Άδμητέ μας, γιε του Φέρη, βασιλιά μας,
τη γυναίκα σου να χάνεις! Συμφορά
φοβερή σ᾽ έχει χτυπήσει.
― Συμφορά, που λες καλύτερ᾽ ας πεθάνω·
θα ᾽ναι λίγο το λαιμό μου να περάσω
σε θηλειά.
230― Τη γυναίκα, τη γυναίκα π᾽ αγαπάς
—π᾽ αγαπάς; που τη λατρεύεις— ήρθε η μέρα
που τα μάτια σου νεκρή πια θα τη δουν.
ΚΟΡ. Κοιτάξτε, γιά κοιτάξτε, απ᾽ το παλάτι
εκείνη βγαίνει, κι ο Άδμητος μαζί της.
Βγαίνει η Άλκηστη με κλονισμένα βήματα· τη συγκρατεί ο Άδμητος· ακολουθούν τα δυο παιδιά της, αγόρι και κορίτσι, κι έπειτα δούλοι και δούλες· αυτοί φέρνουνε ένα στρωσίδι κι απάνω του γέρνει αργά η βασίλισσα.
ΧΟΡ. Κλάψε· θρήνησε, εσύ χώρα των Φερών,
για την έξοχη γυναίκα
που τη σέρνει μαραμένη το κακό
προς τον Άδη, μες στης μαύρης γης τον κόρφο.
γένοιτο καὶ λύσις τύχας
ἃ πάρεστι κοιράνοις;
215ΗΜΙΧ. αἰαῖ· εἶσί τις; ἢ τέμω τρίχα,
καὶ μέλανα στολμὸν πέπλων
ἀμφιβαλώμεθ᾽ ἤδη;
ΗΜΙΧ. δῆλα μέν, φίλοι, δῆλά γ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως
θεοῖσιν εὐχώμεσθα· θεῶν
γὰρ δύναμις μεγίστα.
220ΧΟ. ὦναξ Παιάν,
ἔξευρε μηχανήν τιν᾽ Ἀδμήτῳ κακῶν.
πόριζε δὴ πόριζε· καὶ πάρος γὰρ
†τοῦδ᾽ ἐφεῦρες†, καὶ νῦν
λυτήριος ἐκ θανάτου γενοῦ,
225φόνιον δ᾽ ἀπόπαυσον Ἅιδαν.
ΗΜΙΧ. παπαῖ ‹. . . › [ἀντ.]
ὦ παῖ Φέρητος, οἷ᾽ ἔπρα-
ξας δάμαρτος σᾶς στερείς.
ΗΜΙΧ. αἰαῖ· ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε,
καὶ πλέον ἢ βρόχῳ δέρην
230οὐρανίῳ πελάσσαι;
ΗΜΙΧ. τὰν γὰρ οὐ φίλαν ἀλλὰ φιλτάταν
γυναῖκα κατθανοῦσαν εἰν
ἄματι τῷδ᾽ ἐπόψῃ.
ΧΟ. ἰδοὺ ἰδού,
ἥδ᾽ ἐκ δόμων δὴ καὶ πόσις πορεύεται.
βόασον ὦ, στέναξον, ὦ Φεραία
235χθών, τὰν ἀρίσταν
γυναῖκα μαραινομέναν νόσῳ
κατὰ γᾶς χθόνιον παρ᾽ Ἅιδαν.
***
ΧΟΡ., σε λυρικό διάλογο
― Δία, ω Δία, πού θα βρεθεί ένας λυτρωμός,
μια φυγή μέσ᾽ απ᾽ τη μοίρα τη βαριά
που χτυπά τους βασιλιάδες;
― Συφορά! Θα ᾽ρθει κανείς, ή τα μαλλιά μου
πια θα κόψω κι από τώρα εγώ στα μαύρα
να ντυθώ;
― Φανερό, καλοί μου φίλοι, φανερό,
πάλι ωστόσο στους θεούς μας ας δεηθούμε·
220ω, μεγάλη η δύναμη είναι των θεών.
ΚΟΡ. Παιάνα λυτρωτή, έναν τρόπο σκέψου,
απ᾽ το κακό τον Άδμητο να σώσεις.
ΧΟΡ. Δώσε εσύ τη σωτηρία· κι άλλη φορά
βρήκες λύση· έτσι και τώρα
απ᾽ το θάνατο εσύ γίνε λυτρωτής,
το φονιά τον Άδη εσύ σταμάτησέ τον.
ΧΟΡ., σε λυρικό διάλογο.
― Άδμητέ μας, γιε του Φέρη, βασιλιά μας,
τη γυναίκα σου να χάνεις! Συμφορά
φοβερή σ᾽ έχει χτυπήσει.
― Συμφορά, που λες καλύτερ᾽ ας πεθάνω·
θα ᾽ναι λίγο το λαιμό μου να περάσω
σε θηλειά.
230― Τη γυναίκα, τη γυναίκα π᾽ αγαπάς
—π᾽ αγαπάς; που τη λατρεύεις— ήρθε η μέρα
που τα μάτια σου νεκρή πια θα τη δουν.
ΚΟΡ. Κοιτάξτε, γιά κοιτάξτε, απ᾽ το παλάτι
εκείνη βγαίνει, κι ο Άδμητος μαζί της.
Βγαίνει η Άλκηστη με κλονισμένα βήματα· τη συγκρατεί ο Άδμητος· ακολουθούν τα δυο παιδιά της, αγόρι και κορίτσι, κι έπειτα δούλοι και δούλες· αυτοί φέρνουνε ένα στρωσίδι κι απάνω του γέρνει αργά η βασίλισσα.
ΧΟΡ. Κλάψε· θρήνησε, εσύ χώρα των Φερών,
για την έξοχη γυναίκα
που τη σέρνει μαραμένη το κακό
προς τον Άδη, μες στης μαύρης γης τον κόρφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου