236. ΣΦΗΞ ΚΑΙ ΟΦΙΣ [236.1] σφὴξ ἐπὶ κεφαλὴν ὄφεως καθίσας καὶ συνεχῶς τῷ κέντρῳ πλήσσων ἐχείμαζε. ὁ δὲ περιώδυνος γενόμενος καὶ τὸν ἐχθρὸν οὐκ ἔχων ἀμύνεσθαι ἐξελθὼν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ἰδὼν ἅμαξαν ἐρχομένην τὴν κεφαλὴν τῷ τροχῷ ὑπέθηκε καὶ οὕτω τῷ σφηκὶ συναπέθανεν [φάσκων· «συναπόλλυμαι τῷ ἐχθρῷ μου».]
ὁ μῦθος πρὸς τοὺς συναποθνῄσκειν τοῖς ἐχθροῖς ὑπομένοντας.
237. ΣΚΩΛΗΞ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
[237.1] συκέα παρ᾽ ὁδὸν ἦν. σκώληξ δὲ θεασαμένη δράκοντα κοιμώμενον ἐζήλωσεν αὐτοῦ τὸ μῆκος. βουλομένη δὲ αὐτῷ ἐξισωθῆναι παραναπεσοῦσα ἐπειρᾶτο ἑαυτὴν ἐκτείνειν, μέχρις οὗ ὑπερβιαζομένη ἔλαθε ῥαγεῖσα.
τοῦτο πάσχουσιν οἱ τοῖς κρείττοσιν ἀνθαμιλλώμενοι· θᾶττον γὰρ αὐτοὶ διαρρήγνυνται ἢ ἐκείνων ἐφικέσθαι δύνανται.
238. ΣΥΣ, ΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΚΥΝΗΓΕΤΗΣ
[238.1] σῦς ἄγριος καὶ ἵππος ἐν ταὐτῷ ἐνέμοντο. τοῦ δὲ συὸς παρ᾽ ἕκαστα τὴν πόαν διαφθείροντος καὶ τὸ ὕδωρ θολοῦντος ὁ ἵππος βουλόμενος αὐτὸν ἀμύνασθαι ἐπὶ κυνηγέτην σύμμαχον κατέφυγε. κἀκείνου εἰπόντος μὴ ἄλλως δύνασθαι αὐτῷ βοηθεῖν, ἐὰν μὴ χαλινόν τε ὑπομείνῃ καὶ αὐτὸν ἐπιβάτην δέξηται, ὁ ἵππος πάντα ὑπέστη. καὶ ὁ κυνηγέτης ἐποχηθεὶς αὐτῷ καὶ τὸν σῦν κατηγωνίσατο καὶ τὸν ἵππον προσαγαγὼν τῇ φάτνῃ προσέδησεν.
οὕτω πολλοὶ δι᾽ ἀλόγιστον ὀργὴν ἕως τοὺς ἐχθροὺς ἀμύνασθαι θέλουσιν, ἑαυτοὺς ἑτέροις ὑπορρίπτουσιν.
239. ΔΕΝΔΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΣ
[239.1] τὰ δένδρα ποτὲ κατεασσόμενα ὑπὸ τῶν ἀνέμων ὡς ἑώρα τοὺς καλάμους ἀβλαβεῖς διαμένοντας, ἐπυνθάνετο αὐτῶν, πῶς αὐτὰ μὲν ἰσχυρὰ καὶ ἐμβριθῆ ὄντα οὕτως κατακλᾶται, οἱ δὲ λεπτοὶ καὶ ἀσθενεῖς ὄντες οὐδὲν πάσχουσι. κἀκεῖνοι ἔφασαν ὅτι «ἡμεῖς συνειδότες ἑαυτοῖς ἀσθένειαν εἴκομεν τῇ τῶν ἀνέμων προσβολῇ καὶ οὕτω τὰς ὁρμὰς ἐκκλίνομεν· ὑμεῖς δὲ πεποιθότες τῇ ἰδίᾳ δυνάμει ἀντιτείνετε καὶ διὰ τοῦτο κατεάσσεσθε».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πρὸς τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων τὸ εἴκειν τοῦ ἀντιτάσσεσθαι ἀσφαλέστερον.
240. ΥΑΙΝΑΙ
[240.1] τὰς ὑαίνας φασὶν παρ᾽ ἐνιαυτὸν ἀλλάττειν τὴν φύσιν καὶ ποτὲ μὲν ἄρρενας γίνεσθαι, ποτὲ δὲ θηλείας. καὶ δήποτε ὕαινα ἄρσην θηλείᾳ παρὰ φύσιν διελέχθη. ἡ δὲ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, οὕτω ταῦτα πρᾶττε, ὡς ἐγγὺς τὰ αὐτὰ πεισόμενος».
τοῦτο εἰκότως εἴποι ἂν πρὸς τὸν ἤδη ἄρχοντα ὁ μετ᾽ ἐκεῖνον μέλλων, εἰ πλημμελές τι πάσχοι.
***
236. Η σφήκα και το φίδι.
[236.1] Μια φορά η σφήκα πήγε και την άραξε πάνω στο κεφάλι του φιδιού. Από εκεί πάνω το τσίμπαγε συνέχεια με το κεντρί της και το ταλαιπωρούσε. Το φίδι, που λέτε, κόντευε να τρελαθεί από τους πόνους· δεν έβρισκε όμως τρόπο να αντιμετωπίσει τον εχθρό του. Στο τέλος, λοιπόν, σύρθηκε έξω στον δρόμο· και μόλις πήρε το μάτι του μιαν άμαξα να κυλάει καταπάνω του, πήγε και έχωσε το κεφάλι του κάτω από τις ρόδες της. Έτσι σκοτώθηκε, ξεπαστρεύοντας μαζί και τη σφήκα. Καταπώς είπε μάλιστα: «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά του εχθρού μου».
Ο μύθος απευθύνεται προς όσους υπομένουν τον θάνατο παίρνοντας μαζί και τους αντιπάλους τους.
237. Το σκουλήκι και το δρακοντόφιδο.
[237.1] Ήταν μια συκιά που φύτρωνε στην άκρη του δρόμου. Εκεί πέρα, που λέτε, το είχε ρίξει στον ύπνο ένα μεγάλο δρακοντόφιδο, ώσπου το πρόσεξε ο σκούληκας. Τούτος ζήλεψε παρευθύς το πελώριο μήκος του ερπετού και το έβαλε στόχο να γίνει και ο ίδιος εξίσου μακρύς. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε και ξάπλωσε πλάι στο φίδι και βάλθηκε να τεντώνεται όσο μπορούσε. Τεντωνόταν και τεντωνόταν, μέχρι βέβαια που ζορίστηκε τόσο πολύ ώστε έσπασε στα δύο δίχως να το καλοκαταλάβει.
Το ίδιο παθαίνει όποιος πάει να συναγωνιστεί τους ανώτερούς του. Προτού να καταφέρει να τους φτάσει, διαλύεται ο ίδιος.
238. Ο αγριόχοιρος, το άλογο και ο κυνηγός.
[238.1] Μια φορά και έναν καιρό το αγριογούρουνο και το άλογο έβοσκαν πλάι-πλάι στο ίδιο μέρος. Εντούτοις, ο αγριόχοιρος μαγάριζε καθημερινά το χορτάρι και βρόμιζε τα νερά. Γι᾽ αυτό το άλογο ήθελε να τον εκδικηθεί, και με αυτήν την πρόθεση κατέφυγε στον κυνηγό και γύρεψε τη δική του συμμαχία. Ο άνθρωπος τότε έθεσε σαν όρο στο ζώο να υπομείνει τα χαλινάρια και να σηκώσει τον ίδιον στη ράχη του σαν αναβάτη· αλλιώς δεν θα ήταν σε θέση να το βοηθήσει. Το άλογο, που λέτε, συναίνεσε σε όλα. Έτσι λοιπόν ο κυνηγός το καβαλίκευσε και φυσικά νίκησε κατά κράτος τον αγριόχοιρο. Ξέρετε όμως τί έκανε μετά με το άλογο: Το έφερε και το έδεσε στο παχνί.
Το ίδιο παθαίνουν πολλοί: Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους όπως θέλουν, υποτάσσονται από μόνοι τους σε άλλους — τόσο απερίσκεπτους τους κάνει η λύσσα τους.
239. Τα δέντρα και η καλαμιά.
[239.1] Μια φορά τα δέντρα τσακίζονταν από τους σφοδρούς ανέμους. Την ίδια στιγμή, όμως, έβλεπαν τα καλάμια να παραμένουν αλώβητα. Τους εξέφρασαν λοιπόν την απορία τους: «Καλά, πώς γίνεται να κομματιαζόμαστε έτσι εμείς, που είμαστε τόσο γερά και ογκώδη, ενώ εσείς τα λεπτοκαμωμένα, τα τόσο αδύναμα, δεν παθαίνετε το παραμικρό;». Ιδού τί αποκρίθηκαν τότε τα καλάμια: «Ξέρετε, εμείς έχουμε επίγνωση της αδυναμίας μας. Συνεπώς, υποχωρούμε μπροστά στην επίθεση των ανέμων, και με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουμε το χτύπημα από την ορμή τους. Εσείς, αντίθετα, έχετε τέτοια αυτοπεποίθηση για τη δύναμή σας που τους προβάλλετε αντίσταση. Γι᾽ αυτό σας τσακίζουν».
Το δίδαγμα του μύθου: Στις αντίξοες περιστάσεις είναι πιο ασφαλές να υποχωρείς παρά να ορθώνεις ανάστημα.
240. Οι ύαινες.
[240.1] Καθώς λέγεται, οι ύαινες αλλάζουνε το φύλο τους χρόνο με τον χρόνο: πότε γίνονται αρσενικές και πότε θηλυκές. Κάποια φορά, που λέτε, ένας αρσενικός του είδους έβαλε κάτω τη θηλυκή και συνουσιαζόταν μαζί της παρά φύσιν. Το θηλυκό όμως δεν τον άφησε δίχως απάντηση: «Καλά βρε κάθαρμα», του φώναξε, «κάνε ό,τι σου καπνίσει τώρα, αλλά να ξέρεις: σύντομα θα πάθεις και εσύ τα ίδια!».
Τον μύθο αυτό ταιριάζει να τον ακούσει κάποιος που είναι ήδη στην εξουσία και να του τον πει εκείνος που πρόκειται να τον διαδεχτεί στο μέλλον ― εφόσον βέβαια ο πρώτος έχει διαπράξει άδικο σε βάρος του δεύτερου.
ὁ μῦθος πρὸς τοὺς συναποθνῄσκειν τοῖς ἐχθροῖς ὑπομένοντας.
237. ΣΚΩΛΗΞ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
[237.1] συκέα παρ᾽ ὁδὸν ἦν. σκώληξ δὲ θεασαμένη δράκοντα κοιμώμενον ἐζήλωσεν αὐτοῦ τὸ μῆκος. βουλομένη δὲ αὐτῷ ἐξισωθῆναι παραναπεσοῦσα ἐπειρᾶτο ἑαυτὴν ἐκτείνειν, μέχρις οὗ ὑπερβιαζομένη ἔλαθε ῥαγεῖσα.
τοῦτο πάσχουσιν οἱ τοῖς κρείττοσιν ἀνθαμιλλώμενοι· θᾶττον γὰρ αὐτοὶ διαρρήγνυνται ἢ ἐκείνων ἐφικέσθαι δύνανται.
238. ΣΥΣ, ΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΚΥΝΗΓΕΤΗΣ
[238.1] σῦς ἄγριος καὶ ἵππος ἐν ταὐτῷ ἐνέμοντο. τοῦ δὲ συὸς παρ᾽ ἕκαστα τὴν πόαν διαφθείροντος καὶ τὸ ὕδωρ θολοῦντος ὁ ἵππος βουλόμενος αὐτὸν ἀμύνασθαι ἐπὶ κυνηγέτην σύμμαχον κατέφυγε. κἀκείνου εἰπόντος μὴ ἄλλως δύνασθαι αὐτῷ βοηθεῖν, ἐὰν μὴ χαλινόν τε ὑπομείνῃ καὶ αὐτὸν ἐπιβάτην δέξηται, ὁ ἵππος πάντα ὑπέστη. καὶ ὁ κυνηγέτης ἐποχηθεὶς αὐτῷ καὶ τὸν σῦν κατηγωνίσατο καὶ τὸν ἵππον προσαγαγὼν τῇ φάτνῃ προσέδησεν.
οὕτω πολλοὶ δι᾽ ἀλόγιστον ὀργὴν ἕως τοὺς ἐχθροὺς ἀμύνασθαι θέλουσιν, ἑαυτοὺς ἑτέροις ὑπορρίπτουσιν.
239. ΔΕΝΔΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΣ
[239.1] τὰ δένδρα ποτὲ κατεασσόμενα ὑπὸ τῶν ἀνέμων ὡς ἑώρα τοὺς καλάμους ἀβλαβεῖς διαμένοντας, ἐπυνθάνετο αὐτῶν, πῶς αὐτὰ μὲν ἰσχυρὰ καὶ ἐμβριθῆ ὄντα οὕτως κατακλᾶται, οἱ δὲ λεπτοὶ καὶ ἀσθενεῖς ὄντες οὐδὲν πάσχουσι. κἀκεῖνοι ἔφασαν ὅτι «ἡμεῖς συνειδότες ἑαυτοῖς ἀσθένειαν εἴκομεν τῇ τῶν ἀνέμων προσβολῇ καὶ οὕτω τὰς ὁρμὰς ἐκκλίνομεν· ὑμεῖς δὲ πεποιθότες τῇ ἰδίᾳ δυνάμει ἀντιτείνετε καὶ διὰ τοῦτο κατεάσσεσθε».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πρὸς τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων τὸ εἴκειν τοῦ ἀντιτάσσεσθαι ἀσφαλέστερον.
240. ΥΑΙΝΑΙ
[240.1] τὰς ὑαίνας φασὶν παρ᾽ ἐνιαυτὸν ἀλλάττειν τὴν φύσιν καὶ ποτὲ μὲν ἄρρενας γίνεσθαι, ποτὲ δὲ θηλείας. καὶ δήποτε ὕαινα ἄρσην θηλείᾳ παρὰ φύσιν διελέχθη. ἡ δὲ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, οὕτω ταῦτα πρᾶττε, ὡς ἐγγὺς τὰ αὐτὰ πεισόμενος».
τοῦτο εἰκότως εἴποι ἂν πρὸς τὸν ἤδη ἄρχοντα ὁ μετ᾽ ἐκεῖνον μέλλων, εἰ πλημμελές τι πάσχοι.
***
236. Η σφήκα και το φίδι.
[236.1] Μια φορά η σφήκα πήγε και την άραξε πάνω στο κεφάλι του φιδιού. Από εκεί πάνω το τσίμπαγε συνέχεια με το κεντρί της και το ταλαιπωρούσε. Το φίδι, που λέτε, κόντευε να τρελαθεί από τους πόνους· δεν έβρισκε όμως τρόπο να αντιμετωπίσει τον εχθρό του. Στο τέλος, λοιπόν, σύρθηκε έξω στον δρόμο· και μόλις πήρε το μάτι του μιαν άμαξα να κυλάει καταπάνω του, πήγε και έχωσε το κεφάλι του κάτω από τις ρόδες της. Έτσι σκοτώθηκε, ξεπαστρεύοντας μαζί και τη σφήκα. Καταπώς είπε μάλιστα: «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά του εχθρού μου».
Ο μύθος απευθύνεται προς όσους υπομένουν τον θάνατο παίρνοντας μαζί και τους αντιπάλους τους.
237. Το σκουλήκι και το δρακοντόφιδο.
[237.1] Ήταν μια συκιά που φύτρωνε στην άκρη του δρόμου. Εκεί πέρα, που λέτε, το είχε ρίξει στον ύπνο ένα μεγάλο δρακοντόφιδο, ώσπου το πρόσεξε ο σκούληκας. Τούτος ζήλεψε παρευθύς το πελώριο μήκος του ερπετού και το έβαλε στόχο να γίνει και ο ίδιος εξίσου μακρύς. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε και ξάπλωσε πλάι στο φίδι και βάλθηκε να τεντώνεται όσο μπορούσε. Τεντωνόταν και τεντωνόταν, μέχρι βέβαια που ζορίστηκε τόσο πολύ ώστε έσπασε στα δύο δίχως να το καλοκαταλάβει.
Το ίδιο παθαίνει όποιος πάει να συναγωνιστεί τους ανώτερούς του. Προτού να καταφέρει να τους φτάσει, διαλύεται ο ίδιος.
238. Ο αγριόχοιρος, το άλογο και ο κυνηγός.
[238.1] Μια φορά και έναν καιρό το αγριογούρουνο και το άλογο έβοσκαν πλάι-πλάι στο ίδιο μέρος. Εντούτοις, ο αγριόχοιρος μαγάριζε καθημερινά το χορτάρι και βρόμιζε τα νερά. Γι᾽ αυτό το άλογο ήθελε να τον εκδικηθεί, και με αυτήν την πρόθεση κατέφυγε στον κυνηγό και γύρεψε τη δική του συμμαχία. Ο άνθρωπος τότε έθεσε σαν όρο στο ζώο να υπομείνει τα χαλινάρια και να σηκώσει τον ίδιον στη ράχη του σαν αναβάτη· αλλιώς δεν θα ήταν σε θέση να το βοηθήσει. Το άλογο, που λέτε, συναίνεσε σε όλα. Έτσι λοιπόν ο κυνηγός το καβαλίκευσε και φυσικά νίκησε κατά κράτος τον αγριόχοιρο. Ξέρετε όμως τί έκανε μετά με το άλογο: Το έφερε και το έδεσε στο παχνί.
Το ίδιο παθαίνουν πολλοί: Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους όπως θέλουν, υποτάσσονται από μόνοι τους σε άλλους — τόσο απερίσκεπτους τους κάνει η λύσσα τους.
239. Τα δέντρα και η καλαμιά.
[239.1] Μια φορά τα δέντρα τσακίζονταν από τους σφοδρούς ανέμους. Την ίδια στιγμή, όμως, έβλεπαν τα καλάμια να παραμένουν αλώβητα. Τους εξέφρασαν λοιπόν την απορία τους: «Καλά, πώς γίνεται να κομματιαζόμαστε έτσι εμείς, που είμαστε τόσο γερά και ογκώδη, ενώ εσείς τα λεπτοκαμωμένα, τα τόσο αδύναμα, δεν παθαίνετε το παραμικρό;». Ιδού τί αποκρίθηκαν τότε τα καλάμια: «Ξέρετε, εμείς έχουμε επίγνωση της αδυναμίας μας. Συνεπώς, υποχωρούμε μπροστά στην επίθεση των ανέμων, και με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουμε το χτύπημα από την ορμή τους. Εσείς, αντίθετα, έχετε τέτοια αυτοπεποίθηση για τη δύναμή σας που τους προβάλλετε αντίσταση. Γι᾽ αυτό σας τσακίζουν».
Το δίδαγμα του μύθου: Στις αντίξοες περιστάσεις είναι πιο ασφαλές να υποχωρείς παρά να ορθώνεις ανάστημα.
240. Οι ύαινες.
[240.1] Καθώς λέγεται, οι ύαινες αλλάζουνε το φύλο τους χρόνο με τον χρόνο: πότε γίνονται αρσενικές και πότε θηλυκές. Κάποια φορά, που λέτε, ένας αρσενικός του είδους έβαλε κάτω τη θηλυκή και συνουσιαζόταν μαζί της παρά φύσιν. Το θηλυκό όμως δεν τον άφησε δίχως απάντηση: «Καλά βρε κάθαρμα», του φώναξε, «κάνε ό,τι σου καπνίσει τώρα, αλλά να ξέρεις: σύντομα θα πάθεις και εσύ τα ίδια!».
Τον μύθο αυτό ταιριάζει να τον ακούσει κάποιος που είναι ήδη στην εξουσία και να του τον πει εκείνος που πρόκειται να τον διαδεχτεί στο μέλλον ― εφόσον βέβαια ο πρώτος έχει διαπράξει άδικο σε βάρος του δεύτερου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου