Διαφορετικότητα. Ένας νόμος της φύσης
Πράγματα απλά και γνωστά. Όμως ενώ όλοι μας παραδεχόμαστε ότι δεν γεννιόμαστε με τις ίδιες «προδιαγραφές» για το μπάσκετ ή την άρση βαρών, μας είναι δύσκολο να παραδεχτούμε το ίδιο γι’ αυτό που ονομάζουμε «χαρακτήρα», π.χ. την εφευρετικότητα, την υπομονή, την υπευθυνότητα. Γι’ αυτά θέλουμε να γεννιόμαστε όλοι ίσοι και ολόιδιοι.
Το αντίθετο μας φαίνεται αδικία, το απεχθανόμαστε. Ευχόμαστε να μην αληθεύει και, όπως συχνά συμβαίνει, μπερδεύουμε την ευχή με την πραγματικότητα και καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι όντως δεν αληθεύει. Έχουμε έτσι στείλει στο πυρ το εξώτερο τον βιολογικό προκαθορισμό. Και αφού δεν μπορούμε να αρνηθούμε το γεγονός ότι διαφέρουμε (σίγουρα ο Γιάννης είναι πιο ευέξαπτος από τον Κώστα), τα ρίχνουμε όλα στην οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία – δηλαδή στο περιβάλλον.
Και φυσικά παίζει ρόλο το περιβάλλον, ίσως μάλιστα τον μεγαλύτερο. Στο κάτω-κάτω τα γονίδια είναι προδιάθεση, δεν είναι τελεσίδικες εντολές (εκτός από κάποιες κληρονομικές αρρώστιες, που και γι’ αυτές βρίσκουμε σιγά-σιγά τρόπους να τις παρακάμψουμε). Το να μετατρέψουμε τον ουσιώδη ρόλο του περιβάλλοντος σε παντελή απουσία γενετικής προδιάθεσης ισοδυναμεί με εθελοτυφλία, μας αφαιρεί τη γενναιότητα της παραδοχής αυτού που ενδομύχως δεν επιθυμούμε.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη θεωρία της «λευκής σελίδας» (πιο γνωστής ως tabula rasa): όταν γεννιόμαστε είμαστε ένα χαρτί κατάλευκο και άσπιλο. Και εκεί επάνω γράφεται σιγά-σιγά το μέλλον μας, σχηματίζεται η προσωπικότητά μας, από τα εξωτερικά ερεθίσματα, την ανατροφή μας, το σχολειό, το κοινωνικό περιβάλλον.
Γεννιόμαστε με απεριόριστες δυνατότητες, μπορεί να γίνουμε και Αϊνστάιν. Και αν δεν το καταφέρουμε, δεν φταίμε εμείς, φταίνε κάποιοι άλλοι, φταίει το «σύστημα». Στη μανία μας να εξορκίσουμε τον βιολογικό προκαθορισμό, φτάνουμε στο άλλο άκρο, τον περιβαλλοντικό ολοκληρωτισμό. Και φυσικά φταίει το σύστημα σε πολλά, αλλά δεν φταίει που το παιδί σας δεν έγινε Αϊνστάιν.
Δεν γεννιόμαστε με ίσες δυνατότητες, πολύ περισσότερο δεν γεννιόμαστε με απεριόριστες δυνατότητες. Δεν είμαστε μια λευκή σελίδα τη στιγμή της γέννησής μας. Λευκή σελίδα δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία κανενός είδους, συμπεριλαμβανομένου του δικού μας. Η αδιάκοπτη διαδικασία της εξέλιξης γράφτηκε και γράφεται πάνω στο χαρτί αυτό, εδώ και 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Αυτό που ξεχνάμε είναι ότι το χαρτί έχει δύο όψεις. Η μία είναι γεμάτη με ό,τι προηγήθηκε πριν γεννηθούμε, η άλλη είναι λευκή, θα αρχίσει να γεμίζει από τη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο. Χρειαζόμαστε και τις δύο σελίδες για να υπάρξουμε. Ξεχνάμε επίσης ότι η πρώτη σελίδα, η γεμάτη, ο γονότυπός μας, διαφέρει από άτομο σε άτομο, επειδή η προγονική αλυσίδα που καταλήγει στο άτομο Α είναι διαφορετική από εκείνη που καταλήγει στο άτομο Β. Αλλά ούτε η δεύτερη σελίδα, η άδεια, θα δεχτεί τις ίδιες εγγραφές, γιατί το άτομο A θα μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον από το Β. Και αυτό, οι διαφορές και στις δύο σελίδες, είναι που κάνει τελικά το άτομο Α «Α» και το άτομο Β «Β».
Αν μελετήσουμε τους διάφορους πληθυσμούς της Γης, εύκολα θα βρούμε χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τον ένα πληθυσμό στον άλλο: το χρώμα της επιδερμίδας, των μαλλιών, το σχήμα του προσώπου. Η απλή εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε συμβαίνει εδώ να είναι και η σωστή – κάτι που δεν ισχύει πάντα. Παραδείγματος χάριν, κάποια χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, σταθερά και μακροχρόνια, ευνόησαν και αύξησαν την παρουσία των γονιδίων που προκαλούν μελαμψή επιδερμίδα μέσα στη γονιδιακή δεξαμενή των πληθυσμών της Αφρικής σε βάρος των γονιδίων που προκαλούν λευκή επιδερμίδα. Το αντίστροφο συνέβη στους πληθυσμούς της Βόρειας Ευρώπης.
Αυτή είναι η πιο απλή μορφή της φυσικής επιλογής. Όμως τα άτομα των πληθυσμών της Αφρικής διαφέρουν μεταξύ τους σε έναν μεγάλο αριθμό λιγότερο χτυπητών χαρακτηριστικών, και το ίδιο συμβαίνει με τους πληθυσμούς της Ευρώπης. Και αν καθίσουμε να μετρήσουμε το πόσο διαφορετικά είναι τα άτομα του ίδιου πληθυσμού για έναν μεγάλο αριθμό τέτοιων χαρακτηριστικών (κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε ενδοπληθυσμιακή ποικιλομορφία), θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η ποικιλομορφία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ποικιλομορφία που εμφανίζουν τα πολύ λιγότερα, αλλά χτυπητά χαρακτηριστικά, τα οποία κάνουν τον έναν πληθυσμό να διαφέρει από τον άλλο (την διαπληθυσμιακή ποικιλομορφία).
Αν ψάξουμε θα βρούμε και εδώ τη δύναμη της φυσικής επιλογής. Η ιδέα ότι η επιλογή «καθαρίζει» τη γενετική δεξαμενή του πληθυσμού, πετώντας έξω τα επιβλαβή γονίδια και κρατώντας τα ωφέλιμα (η γνωστή παρομοίωση με το κόσκινο που καθαρίζει το είδος από τα ανεπιθύμητα γονίδια), ισχύει μόνο για έναν σχετικά μικρό αριθμό περιπτώσεων. Για πολύ περισσότερες περιπτώσεις, το κατά πόσον ένα γονίδιο ενός ατόμου είναι χρήσιμο ή επιβλαβές δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ίδιο το γονίδιο, αλλά και από τα άλλα γονίδια του ατόμου μαζί με τα οποία συνυπάρχει. Εξαρτάται ακόμα και από τα άλλα άτομα και το γενικότερο περιβάλλον, έμβιο και άβιο, του ατόμου που το φέρει.
Και επειδή όλοι αυτοί οι παράγοντες ποικίλλουν και αλλάζουν συνεχώς, δεν υπάρχει μια μορφή γονιδίου που να είναι η καλύτερη για κάθε δυνατό συνδυασμό. Αντίθετα, κάποιες μορφές γονιδίων ευνοούνται από κάποιο συνδυασμό και κάποιες άλλες από κάποιον άλλο. Προκύπτει έτσι ένας δεύτερος τύπος φυσικής επιλογής, ένας τύπος που συγκρατεί πολλαπλές μορφές του ίδιου γονιδίου μέσα σε έναν πληθυσμό και μέσα στο είδος – επιλογή που προάγει τη γενετική ποικιλομορφία.
Η ομομιξία είναι ένα γνωστό παραδείγματα μιας γενετικής κατάστασης, συνήθως με πολύ ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά που οφείλονται στο ότι το άτομο κληρονόμησε ακριβώς την ίδια μορφή κάποιων γονιδίων και από τους δύο γονείς του. Οι μορφές αυτές είναι ολόιδιες, επειδή οι γονείς είναι συγγενείς. Για να τονίσουν οι γενετιστές τη διαφορά μεταξύ του να κληρονομήσει ένα άτομο αντίγραφα του ίδιου γονιδίου και από τους δύο γονείς και του να κληρονομήσει διαφορετικά, ονόμασαν την πρώτη περίπτωση ομοζυγωτία και τη δεύτερη ετεροζυγωτία. (Ο μαζοχισμός των δύσκολων λέξεων είναι αναπόφευκτος στις επιστήμες και, αρκετές φορές, καταντά αστείος. Γνωρίζετε το ελληνοπρεπές όνομα για το φαξ; τηλεομοιοτυπία – 14 γράμματα και 8 συλλαβές αντί των τριών και της μίας της λέξης που επικράτησε διεθνώς. Μπορούμε να συγχαρούμε αυτόν που επινόησε τη λέξη για την εφευρετικότητά του, αλλά παράλληλα να τον οικτίρουμε για την αφέλειά του, αν νόμισε ότι η πρότασή του θα μπορούσε να υιοθετηθεί από το κοινό).
Είναι πάντως γεγονός ότι για την πλειονότητα των γονιδίων μας η ετεροζυγωτία είναι κατά πολύ προτιμότερη από το αντίστροφό της, την ομοζυγωτία. Το φαινόμενο είναι ακόμα πιο έντονο στα εκτρεφόμενα ζώα και τα καλλιεργούμενα φυτά, όπου με συνεχείς και μαζικές διασταυρώσεις μεταξύ πολύ συγγενών ατόμων επιδιώκουμε να πάρουμε μια «καθαρή» ράτσα ενός ζώου ή μια ποικιλία ενός φυτού. Τα επιθυμητά χαρακτηριστικά που έχουν αυτές οι καθαρές ράτσες (π.χ. μια ράτσα μινγκ με ένα σπάνιο χρώμα γούνας) συνήθως τα πληρώνουν με προβλήματα υγείας. Αν όμως διασταυρώσουμε δύο διαφορετικές ράτσες, το αποτέλεσμα είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένας εύρωστος απόγονος. Και για το φαινόμενο αυτό οι γενετιστές έχουν ένα όνομα: ετέρωση.
Μπορούμε να επεκτείνουμε αυτές τις διαπιστώσεις σε χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον διανοητικό και τον ψυχικό μας «φαινότυπο»; Σε πρώτη φάση, κανείς δεν θα αρνηθεί ότι αυτός ο φαινότυπος είναι τόσο διαφορετικός και ποικιλόμορφος όσο και τα μορφολογικά μας χαρακτηριστικά. Υπάρχουν τόσες διαβαθμίσεις στην ικανότητά μας στα μαθηματικά, όσες αποχρώσεις υπάρχουν για το χρώμα των ματιών μας. Το ίδιο ισχύει για τη μουσική, την εφευρετικότητά, την ικανότητα της πειθούς και οτιδήποτε σχετικό μπορούμε να φανταστούμε.
Στον διανοητικό και ψυχικό «κόσμο» είμαστε πολύ πιο διαφορετικοί απ’ ό,τι είμαστε ως σάρκα και οστά. Πώς έδρασε στην ιστορία του ανθρώπου και πώς δρα σήμερα η δύναμη της φυσικής επιλογής πάνω σ’ αυτό τον κόσμο; Ευνόησε την επικράτηση μιας μορφής σε έναν πληθυσμό και μιας άλλης σε έναν άλλο, όπως στην περίπτωση του χρώματος της επιδερμίδας; Ή οδήγησε σε ποικιλόμορφους πληθυσμούς, έτσι που η ενδοπληθυσμιακή διαφορετικότητα να είναι μεγαλύτερη από τη διαπληθυσμιακή;
Η απάντηση είναι ότι και για τα χαρακτηριστικά αυτά η εξέλιξη ευνοεί την ποικιλότητα παρά την ομοιομορφία. Αν όχι για κάθε άτομο χωριστά, τουλάχιστον για τον πληθυσμό σαν σύνολο. Φαίνεται ότι η έλξη των ετερωνύμων δεν είναι διαδεδομένη και ισχυρή μόνο στη Φυσική και τη Χημεία, είναι και στη Βιολογία. Και για μεν τις μορφολογικές και φυσιολογικές καταστάσεις που προκαλεί η διαφορετικότητα έχουμε ήδη τα σχετικά ονόματα: ετεροζυγωτία και ετέρωση. Ίσως θα άξιζε ένα όνομα και για τη διαφορετικότητα όσον αφορά τα διανοητικά και ψυχικά χαρακτηριστικά. Θα μπορούσαμε να την πούμε ετερότητα.
Πράγματα απλά και γνωστά. Όμως ενώ όλοι μας παραδεχόμαστε ότι δεν γεννιόμαστε με τις ίδιες «προδιαγραφές» για το μπάσκετ ή την άρση βαρών, μας είναι δύσκολο να παραδεχτούμε το ίδιο γι’ αυτό που ονομάζουμε «χαρακτήρα», π.χ. την εφευρετικότητα, την υπομονή, την υπευθυνότητα. Γι’ αυτά θέλουμε να γεννιόμαστε όλοι ίσοι και ολόιδιοι.
Το αντίθετο μας φαίνεται αδικία, το απεχθανόμαστε. Ευχόμαστε να μην αληθεύει και, όπως συχνά συμβαίνει, μπερδεύουμε την ευχή με την πραγματικότητα και καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι όντως δεν αληθεύει. Έχουμε έτσι στείλει στο πυρ το εξώτερο τον βιολογικό προκαθορισμό. Και αφού δεν μπορούμε να αρνηθούμε το γεγονός ότι διαφέρουμε (σίγουρα ο Γιάννης είναι πιο ευέξαπτος από τον Κώστα), τα ρίχνουμε όλα στην οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία – δηλαδή στο περιβάλλον.
Και φυσικά παίζει ρόλο το περιβάλλον, ίσως μάλιστα τον μεγαλύτερο. Στο κάτω-κάτω τα γονίδια είναι προδιάθεση, δεν είναι τελεσίδικες εντολές (εκτός από κάποιες κληρονομικές αρρώστιες, που και γι’ αυτές βρίσκουμε σιγά-σιγά τρόπους να τις παρακάμψουμε). Το να μετατρέψουμε τον ουσιώδη ρόλο του περιβάλλοντος σε παντελή απουσία γενετικής προδιάθεσης ισοδυναμεί με εθελοτυφλία, μας αφαιρεί τη γενναιότητα της παραδοχής αυτού που ενδομύχως δεν επιθυμούμε.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη θεωρία της «λευκής σελίδας» (πιο γνωστής ως tabula rasa): όταν γεννιόμαστε είμαστε ένα χαρτί κατάλευκο και άσπιλο. Και εκεί επάνω γράφεται σιγά-σιγά το μέλλον μας, σχηματίζεται η προσωπικότητά μας, από τα εξωτερικά ερεθίσματα, την ανατροφή μας, το σχολειό, το κοινωνικό περιβάλλον.
Γεννιόμαστε με απεριόριστες δυνατότητες, μπορεί να γίνουμε και Αϊνστάιν. Και αν δεν το καταφέρουμε, δεν φταίμε εμείς, φταίνε κάποιοι άλλοι, φταίει το «σύστημα». Στη μανία μας να εξορκίσουμε τον βιολογικό προκαθορισμό, φτάνουμε στο άλλο άκρο, τον περιβαλλοντικό ολοκληρωτισμό. Και φυσικά φταίει το σύστημα σε πολλά, αλλά δεν φταίει που το παιδί σας δεν έγινε Αϊνστάιν.
Δεν γεννιόμαστε με ίσες δυνατότητες, πολύ περισσότερο δεν γεννιόμαστε με απεριόριστες δυνατότητες. Δεν είμαστε μια λευκή σελίδα τη στιγμή της γέννησής μας. Λευκή σελίδα δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία κανενός είδους, συμπεριλαμβανομένου του δικού μας. Η αδιάκοπτη διαδικασία της εξέλιξης γράφτηκε και γράφεται πάνω στο χαρτί αυτό, εδώ και 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Αυτό που ξεχνάμε είναι ότι το χαρτί έχει δύο όψεις. Η μία είναι γεμάτη με ό,τι προηγήθηκε πριν γεννηθούμε, η άλλη είναι λευκή, θα αρχίσει να γεμίζει από τη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο. Χρειαζόμαστε και τις δύο σελίδες για να υπάρξουμε. Ξεχνάμε επίσης ότι η πρώτη σελίδα, η γεμάτη, ο γονότυπός μας, διαφέρει από άτομο σε άτομο, επειδή η προγονική αλυσίδα που καταλήγει στο άτομο Α είναι διαφορετική από εκείνη που καταλήγει στο άτομο Β. Αλλά ούτε η δεύτερη σελίδα, η άδεια, θα δεχτεί τις ίδιες εγγραφές, γιατί το άτομο A θα μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον από το Β. Και αυτό, οι διαφορές και στις δύο σελίδες, είναι που κάνει τελικά το άτομο Α «Α» και το άτομο Β «Β».
Αν μελετήσουμε τους διάφορους πληθυσμούς της Γης, εύκολα θα βρούμε χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τον ένα πληθυσμό στον άλλο: το χρώμα της επιδερμίδας, των μαλλιών, το σχήμα του προσώπου. Η απλή εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε συμβαίνει εδώ να είναι και η σωστή – κάτι που δεν ισχύει πάντα. Παραδείγματος χάριν, κάποια χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, σταθερά και μακροχρόνια, ευνόησαν και αύξησαν την παρουσία των γονιδίων που προκαλούν μελαμψή επιδερμίδα μέσα στη γονιδιακή δεξαμενή των πληθυσμών της Αφρικής σε βάρος των γονιδίων που προκαλούν λευκή επιδερμίδα. Το αντίστροφο συνέβη στους πληθυσμούς της Βόρειας Ευρώπης.
Αυτή είναι η πιο απλή μορφή της φυσικής επιλογής. Όμως τα άτομα των πληθυσμών της Αφρικής διαφέρουν μεταξύ τους σε έναν μεγάλο αριθμό λιγότερο χτυπητών χαρακτηριστικών, και το ίδιο συμβαίνει με τους πληθυσμούς της Ευρώπης. Και αν καθίσουμε να μετρήσουμε το πόσο διαφορετικά είναι τα άτομα του ίδιου πληθυσμού για έναν μεγάλο αριθμό τέτοιων χαρακτηριστικών (κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε ενδοπληθυσμιακή ποικιλομορφία), θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η ποικιλομορφία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ποικιλομορφία που εμφανίζουν τα πολύ λιγότερα, αλλά χτυπητά χαρακτηριστικά, τα οποία κάνουν τον έναν πληθυσμό να διαφέρει από τον άλλο (την διαπληθυσμιακή ποικιλομορφία).
Αν ψάξουμε θα βρούμε και εδώ τη δύναμη της φυσικής επιλογής. Η ιδέα ότι η επιλογή «καθαρίζει» τη γενετική δεξαμενή του πληθυσμού, πετώντας έξω τα επιβλαβή γονίδια και κρατώντας τα ωφέλιμα (η γνωστή παρομοίωση με το κόσκινο που καθαρίζει το είδος από τα ανεπιθύμητα γονίδια), ισχύει μόνο για έναν σχετικά μικρό αριθμό περιπτώσεων. Για πολύ περισσότερες περιπτώσεις, το κατά πόσον ένα γονίδιο ενός ατόμου είναι χρήσιμο ή επιβλαβές δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ίδιο το γονίδιο, αλλά και από τα άλλα γονίδια του ατόμου μαζί με τα οποία συνυπάρχει. Εξαρτάται ακόμα και από τα άλλα άτομα και το γενικότερο περιβάλλον, έμβιο και άβιο, του ατόμου που το φέρει.
Και επειδή όλοι αυτοί οι παράγοντες ποικίλλουν και αλλάζουν συνεχώς, δεν υπάρχει μια μορφή γονιδίου που να είναι η καλύτερη για κάθε δυνατό συνδυασμό. Αντίθετα, κάποιες μορφές γονιδίων ευνοούνται από κάποιο συνδυασμό και κάποιες άλλες από κάποιον άλλο. Προκύπτει έτσι ένας δεύτερος τύπος φυσικής επιλογής, ένας τύπος που συγκρατεί πολλαπλές μορφές του ίδιου γονιδίου μέσα σε έναν πληθυσμό και μέσα στο είδος – επιλογή που προάγει τη γενετική ποικιλομορφία.
Η ομομιξία είναι ένα γνωστό παραδείγματα μιας γενετικής κατάστασης, συνήθως με πολύ ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά που οφείλονται στο ότι το άτομο κληρονόμησε ακριβώς την ίδια μορφή κάποιων γονιδίων και από τους δύο γονείς του. Οι μορφές αυτές είναι ολόιδιες, επειδή οι γονείς είναι συγγενείς. Για να τονίσουν οι γενετιστές τη διαφορά μεταξύ του να κληρονομήσει ένα άτομο αντίγραφα του ίδιου γονιδίου και από τους δύο γονείς και του να κληρονομήσει διαφορετικά, ονόμασαν την πρώτη περίπτωση ομοζυγωτία και τη δεύτερη ετεροζυγωτία. (Ο μαζοχισμός των δύσκολων λέξεων είναι αναπόφευκτος στις επιστήμες και, αρκετές φορές, καταντά αστείος. Γνωρίζετε το ελληνοπρεπές όνομα για το φαξ; τηλεομοιοτυπία – 14 γράμματα και 8 συλλαβές αντί των τριών και της μίας της λέξης που επικράτησε διεθνώς. Μπορούμε να συγχαρούμε αυτόν που επινόησε τη λέξη για την εφευρετικότητά του, αλλά παράλληλα να τον οικτίρουμε για την αφέλειά του, αν νόμισε ότι η πρότασή του θα μπορούσε να υιοθετηθεί από το κοινό).
Είναι πάντως γεγονός ότι για την πλειονότητα των γονιδίων μας η ετεροζυγωτία είναι κατά πολύ προτιμότερη από το αντίστροφό της, την ομοζυγωτία. Το φαινόμενο είναι ακόμα πιο έντονο στα εκτρεφόμενα ζώα και τα καλλιεργούμενα φυτά, όπου με συνεχείς και μαζικές διασταυρώσεις μεταξύ πολύ συγγενών ατόμων επιδιώκουμε να πάρουμε μια «καθαρή» ράτσα ενός ζώου ή μια ποικιλία ενός φυτού. Τα επιθυμητά χαρακτηριστικά που έχουν αυτές οι καθαρές ράτσες (π.χ. μια ράτσα μινγκ με ένα σπάνιο χρώμα γούνας) συνήθως τα πληρώνουν με προβλήματα υγείας. Αν όμως διασταυρώσουμε δύο διαφορετικές ράτσες, το αποτέλεσμα είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένας εύρωστος απόγονος. Και για το φαινόμενο αυτό οι γενετιστές έχουν ένα όνομα: ετέρωση.
Μπορούμε να επεκτείνουμε αυτές τις διαπιστώσεις σε χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον διανοητικό και τον ψυχικό μας «φαινότυπο»; Σε πρώτη φάση, κανείς δεν θα αρνηθεί ότι αυτός ο φαινότυπος είναι τόσο διαφορετικός και ποικιλόμορφος όσο και τα μορφολογικά μας χαρακτηριστικά. Υπάρχουν τόσες διαβαθμίσεις στην ικανότητά μας στα μαθηματικά, όσες αποχρώσεις υπάρχουν για το χρώμα των ματιών μας. Το ίδιο ισχύει για τη μουσική, την εφευρετικότητά, την ικανότητα της πειθούς και οτιδήποτε σχετικό μπορούμε να φανταστούμε.
Στον διανοητικό και ψυχικό «κόσμο» είμαστε πολύ πιο διαφορετικοί απ’ ό,τι είμαστε ως σάρκα και οστά. Πώς έδρασε στην ιστορία του ανθρώπου και πώς δρα σήμερα η δύναμη της φυσικής επιλογής πάνω σ’ αυτό τον κόσμο; Ευνόησε την επικράτηση μιας μορφής σε έναν πληθυσμό και μιας άλλης σε έναν άλλο, όπως στην περίπτωση του χρώματος της επιδερμίδας; Ή οδήγησε σε ποικιλόμορφους πληθυσμούς, έτσι που η ενδοπληθυσμιακή διαφορετικότητα να είναι μεγαλύτερη από τη διαπληθυσμιακή;
Η απάντηση είναι ότι και για τα χαρακτηριστικά αυτά η εξέλιξη ευνοεί την ποικιλότητα παρά την ομοιομορφία. Αν όχι για κάθε άτομο χωριστά, τουλάχιστον για τον πληθυσμό σαν σύνολο. Φαίνεται ότι η έλξη των ετερωνύμων δεν είναι διαδεδομένη και ισχυρή μόνο στη Φυσική και τη Χημεία, είναι και στη Βιολογία. Και για μεν τις μορφολογικές και φυσιολογικές καταστάσεις που προκαλεί η διαφορετικότητα έχουμε ήδη τα σχετικά ονόματα: ετεροζυγωτία και ετέρωση. Ίσως θα άξιζε ένα όνομα και για τη διαφορετικότητα όσον αφορά τα διανοητικά και ψυχικά χαρακτηριστικά. Θα μπορούσαμε να την πούμε ετερότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου