(ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ: ΣΥΛΛΑΣ, ΦΟΥΝΔΑΝΟΣ)
ΣΥΛΛΑΣ: Σωστά, κατά τη γνώμη μου, Φουνδάνε, κάνουν οι ζωγράφοι, που παρατηρούν με προσοχή από καιρού εις καιρόν τα έργα τους προτού τα τελειώσουν. Το κάνουν γιατί, αποτραβώντας το βλέμμα τους και επιθεωρώντας το έργο τους συχνά μπορούν να το κρίνουν με νέα ματιά, που είναι πιο πιθανό να συλλάβει κάποια μικρή ασυμφωνία, την οποία το συνεχές κοίταγμα και η συνήθεια κρύβουν. Αφού λοιπόν είναι αδύνατο να παρατηρεί κάποιος με προσοχή τον εαυτό του από καιρού εις καιρόν χωριζόμενος από τον ίδιο τον εαυτό του και διακόπτοντας την αντίληψη της συνέχειάς του, το οποίο, κατά κύριο λόγο, κάνει τον άνθρωπο χειρότερο κριτή του εαυτού του απ’ ότι των άλλων, το επόμενο που θα μπορούσε να κάνει είναι να παρατηρεί κατά καιρούς τους φίλους του και ομοίως να προσφέρεται ο ίδιος σε κείνους για παρατήρηση, όχι για να δει αν γέρασε ξαφνικά ή αν το σώμα του είναι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά για να εξετάσουν και τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του και για να μάθει αν ο χρόνος του πρόσθεσε κάτι καλό ή αφαίρεσε κάτι κακό. Όσο για μένα, καθώς έφτασα στη Ρώμη μετά από ένα χρόνο απουσίας και καθώς τούτος είναι ο πέμπτος μήνας που βρίσκομαι μαζί σου, δεν εκπλήσσομαι ιδιαίτερα που οι αρετές που είχες ήδη από τη φύση αυξήθηκαν και αναπτύχθηκαν τόσο πολύ· όταν βλέπω, μάλιστα, πως η σφοδρή και παράφορη ροπή σου να θυμώνεις έχει γίνει τόσο ήπια και υποταγμένη στη λογική, τι χρησιμοποίησες κι έκανες τον ευέξαπτο χαρακτήρα σου τόσο χαλιναγωγημένο και μαλακό, τόσο πράο και υπάκουο στη λογική.
ΦΟΥΝΔΑΝΟΣ: Δεν κοιτάς, όμως, πιστέ μου φίλε Σύλλα, μήπως και συ ο ίδιος από καλή προαίρεση και αγάπη απέναντί μου παραβλέπεις κάτι από τα στοιχεία του χαρακτήρα μου;
ΣΥΛ.: Τίποτα από τούτα δεν ισχύει, Φουνδάνε. Κάνε μου τη χάρη και πες μου αυτό που σου ζήτησα.
ΦΟΥΝΔ.: Ένας από τους εξαιρετικούς κανόνες του Μουσώνιου που θυμάμαι, Σύλλα, είναι ότι όποιος θέλει να περάσει τη ζωή του σώος και υγιής πρέπει συνεχώς ν’ ακολουθεί αγωγή θεραπείας. Δεν πιστεύω πως η λογική πρέπει να χρησιμοποιείται στη θεραπεία κάποιου όπως χρησιμοποιούμε τον ελλέβορο και να βγαίνει από το σώμα μαζί με την αρρώστια, αλλά πρέπει να παραμένει στην ψυχή, να συνέχει και να προφυλάσσει τις κρίσεις. Η δύναμη της λογικής δεν είναι όπως τα φάρμακα, αλλά όπως η υγιεινή τροφή, που γεννάει άριστη κατάσταση μαζί με μεγάλη ρώμη σε κείνους που τη συνηθίζουν. Έτσι, πλοίο εγκαταλειμμένο μεσοπέλαγα και μέσα στην καταιγίδα θα μπορέσει πιο εύκολα να πάρει κυβερνήτη απ’ έξω, απ’ ότι άνθρωπος που θαλασσοδέρνεται από τον θυμό και την οργή του θα δεχτεί τη λογική κάποιου άλλου, εκτός και αν έχει τη δική του λογική προετοιμασμένη (να τη δεχτεί). Όμως όπως εκείνοι που περιμένουν πολιορκία συγκεντρώνουν και αποθηκεύουν καθετί χρήσιμο, αν χάσουν τις ελπίδες τους για εξωτερική βοήθεια, με τον ίδιο τρόπο κατ’ εξοχήν πρέπει να παίρνουμε από πριν τις ενισχύσεις που παρέχει η φιλοσοφία ενάντια στον θυμό και να τις μεταφέρουμε στην ψυχή, γνωρίζοντας πως, όταν έρθει η περίσταση να τις χρειαστούμε, δεν θα είναι εύκολο να τις φέρουμε μέσα. Η ψυχή, δηλαδή, δεν ακούει τίποτα εξωτερικό εξαιτίας του θορύβου, εκτός και αν έχει μέσα της τον δικό της λόγο, σαν κελευστή που αμέσως αντιλαμβάνεται και καταλαβαίνει κάθε προσταγή που δίνεται. Αν, όμως, η ψυχή ακούει συμβουλές που δίνονται σιγανά και ήρεμα, τις περιφρονεί, ενώ απέναντι σε οποιονδήποτε επιμένει με τον πιο σκληρό τρόπο, εκνευρίζεται. Στην πραγματικότητα, ο θυμός είναι υπεροπτικός και αυθάδης και πολύ δύσκολα κινείται από κάποιον άλλον, αλλά, όπως η καλά οχυρωμένη τυραννία, πρέπει να έχει αυτόν που θα την καταλύσει συγκάτοικο και συγγενή της. Βέβαια, όταν η οργή είναι συνεχής και τα ξεσπάσματά της συχνά, δημιουργεί στην ψυχή κακή έξη που ονομάζεται οργιλότητα η οποία καταλήγει σε ξεσπάσματα οξυθυμίας, κακίας και δυστροπίας, όταν ο θυμός πληγιάζει, προσβάλλεται εύκολα και έχει την τάση να κατηγορεί τους άλλους για κάθε ασήμαντο σφάλμα, σαν το αδύναμο και λεπτό σίδερο που χαράζεται συνέχεια. Αν όμως η κρίση αντιταχθεί αμέσως στην οργή και την καταπιέσει, δεν τη θεραπεύει μόνο προσωρινά, αλλά κάνει και για το μέλλον την ψυχή εύτονη και τέτοια που δύσκολα να την προσβάλλουν τα πάθη. Στην δική μου περίπτωση, πάντως, όταν αντιστάθηκα στην οργή δύο ή τρεις φορές, μου συνέβη αυτό που έγινε με τους Θηβαίους, οι οποίοι, όταν απώθησαν για πρώτη φορά τους θεωρούμενους ανίκητους Λακεδαιμονίους, δεν ξανανικήθηκαν από αυτούς σε καμιά μάχη από κει και πέρα· απέκτησα δηλαδή πεποίθηση ότι η λογική μπορεί να κυριαρχήσει. Όχι μόνο είδα ότι η οργή παύει όταν τη ραντίσεις με κρύο νερό, όπως λέει ο Αριστοτέλης, αλλά ότι σβήνει επίσης και όταν της βάλεις επίθεμα φόβου. Και, μα τον Δία, όταν προστεθεί και η χαρά, σε πολλούς ανθρώπους ο θυμός “ζεσταίνεται”, όπως λέει και ο Όμηρος, και διαλύεται. Έτσι κατέληξα στην άποψη ότι το πάθος αυτό δεν είναι εντελώς αγιάτρευτο, για κείνους τουλάχιστον που θέλουν κάτι τέτοιο.
Η οργή άλλωστε, δεν έχει πάντοτε μεγάλη και ισχυρή αρχή· αντίθετα, ακόμα και πείραγμα, αστείο, ξέσπασμα γέλιου ή νόημα που κάνει κάποιος και πολλά άλλα παρόμοια κάνουν πολλούς ανθρώπους να θυμώσουν.
Όπως, λοιπόν, είναι εύκολο να ελέγξεις φλόγα που άναψε σε λαγοτόμαρο ή φιτίλι ή σκουπίδια, αλλά αν πιάσει σε κάτι στέρεο που έχει βάθος, γρήγορα καταστρέφει και καταβροχθίζει “με νεανικό σφρίγος, έργα τεχνιτών υψηλά”, όπως λέει ο Αισχύλος, έτσι και ο άνθρωπος που στην αρχή προσέχει τον θυμό του και τον παρατηρεί ενώ ακόμα καπνίζει και πάει ν’ ανάψει λίγο λίγο από κάποιο κουτσομπολιό ή βρομόλογο δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, αλλά συχνά καταφέρνει να τον σβήσει παραμένοντας σιωπηλός και αγνοώντας τον.
Αυτός, δηλαδή, που δεν ταΐζει τη φωτιά τη σβήνει και, κατά τον ίδιο τρόπο, αυτός που δεν τρέφει στην αρχή την οργή του και δεν ξεφυσάει δυναμώνοντάς την προφυλάσσει τον εαυτό του εναντίον της και την καταστρέφει.
Η αλήθεια είναι ότι κανένα από τα πάθη, την ώρα που συγκεντρώνονται και αρχίζουν να κινούνται, δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι γεννιέται και αυξάνεται. Ο Όμηρος, μάλιστα, πολύ επιδέξια μας διδάσκει σχετικά, βάζοντας τον Αχιλλέα να καταλαμβάνεται ξαφνικά από λύπη όταν δέχεται την είδηση, στον στίχο όπου ο ποιητής λέει, έτσι μίλησε, και εκείνον τον σκέπασε μαύρο σύννεφο λύπης,
όμως τον δείχνει να χάνει αργά αργά την ψυχραιμία του με τον Αγαμέμνονα και να παίρνει φωτιά αφού προηγουμένως ειπώθηκαν πολλά. Ωστόσο, αν κάποιος από τους δύο είχε συγκρατήσει τα λόγια του και είχε εμποδίσει τον εαυτό του να τα προφέρει, η αντιδικία δεν θα είχε οξυνθεί τόσο πολύ ούτε θα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις. Όμως η φλόγα του θυμού ζωηρεύει πολύ με όσα λένε και κάνουν όσοι έχουν καταληφθεί από αυτόν. Η καλύτερη μέθοδος, επομένως, είναι να συγκρατηθούμε ή να τρέξουμε και να κρυφτούμε και να καταφύγουμε σε ήρεμο αγκυροβόλιο, σαν να νιώθουμε ότι μας έρχεται επιληπτική κρίση, ώστε να μην πέσουμε – ή μάλλον να μην πέσουμε πάνω σε άλλους· και συνήθως συχνότερα πέφτουμε πάνω στους φίλους μας, γιατί δεν αγαπάμε ούτε φθονούμε ούτε φοβόμαστε τους πάντες αδιακρίτως, αλλά δεν υπάρχει τίποτα που ο θυμός το αφήνει άθικτο και δεν θα του επιτεθεί· οργιζόμαστε με εχθρούς και φίλους, με παιδιά και γονείς, και, μα τον Δία, ακόμα και με τους θεούς, με θηρία και με άψυχα αντικείμενα, όπως έκανε ο Θαμύρας:
σπάζοντας τη χρυσόδετη λύρα του,
σπάζοντας τη μελωδική καλοκουρδισμένη λύρα. (ΣΟΦΟΚΛΗΣ)
και ο Πάνδαρος, που καταράστηκε τον εαυτό του αν δεν “έσπαγε με τα χέρια του”, το τόξο του και δεν του έβαζε φωτιά να το κάψει. (ΟΜΗΡΟΣ)
Ο Ξέρξης, επίσης, όχι μόνο κέντριζε και μαστίγωνε τη θάλασσα* αλλά έστελνε και γράμμα στο βουνό: “Θεϊκέ Άθω, υψωμένε ως τα ουράνια, μη μου βάλεις εμπόδιο βράχους μεγάλους και δυσκολοκατέργαστους. Αλλιώς θα σε πετάξω κομμάτια στη θάλασσα”.
Ο θυμός μπορεί, στ’ αλήθεια, να κάνει πολλά τρομερά πράγματα και μαζί πολλά γελοία· γι’ αυτό είναι το πιο μισητό και το πιο περιφρονητέο από τα πάθη. Είναι χρήσιμο να το εξετάσουμε και υπό τις δύο τούτες απόψεις.
Από πλευράς μου – αν έκανα καλά, δεν το ξέρω – ξεκίνησα την γιατρειά της οργής μου ως εξής· άρχισα να παρατηρώ το πάθος σε άλλους, όπως οι Σπαρτιάτες παρατηρούσαν στους είλωτες τι πράγμα είναι το μεθύσι. Στην αρχή, όπως λέει ο Ιπποκράτης ότι η πιο σοβαρή ασθένεια είναι κείνη κατά την οποία το πρόσωπο του αρρώστου δεν μοιάζει καθόλου με το κανονικό του, έτσι κι εγώ παρατήρησα ότι όσοι γίνονται εκτός εαυτού από οργή αλλάζουν πολύ στην έκφραση του προσώπου, στο χρώμα, στο βάδισμα και στη φωνή, κατ’ αυτό τον τρόπο σχημάτισα για τον εαυτό μου εικόνα του πάθους τούτου, και ένιωσα δυσάρεστα σκεπτόμενος ότι θα μπορούσα ποτέ να φανώ τόσο φοβερός και διαταραγμένος στους φίλους μου, στη γυναίκα μου και στις κόρες μου, όχι απλώς άγριος και ξένος στα μάτια τους αλλά και μιλώντας με φωνή τραχιά και απότομη· έτσι ήταν άλλοι φίλοι μου που τύχαινε να συναντήσω κάποιες φορές, όταν η οργή τούς είχε καταστήσει ανίκανους να διαφυλάξουν τον χαρακτήρα τη μορφή τους ή τη χάρη των λόγων τους, τη λεπτότητα ή την ευπροσηγορία της συναναστροφής.
Όσο για μένα όμως, αν είχα κάποιον καλοαναθρεμμένο κι έξυπνο ακόλουθο, δεν θα με δυσαρεστούσε αν έβαζε μπροστά μου καθρέφτη τις στιγμές της οργής μου, όπως κάνουν σε μερικούς όταν έχουν πάρει το λουτρό τους, πράγμα που δεν τους χρησιμεύει σε τίποτα. Το να δεις τον εαυτό σου σε αφύσικη κατάσταση και ταραγμένο δεν συμβάλλει και λίγο στη δυσφήμιση αυτού του πάθους.
Όταν η θάλασσα φουρτουνιάζει από τον άνεμο και βγάζει στην επιφάνεια τα βρύα και τα φύκια, λένε ότι καθαρίζεται· όμως τα ακόλαστα, πικρόχολα και χυδαία λόγια που εκβράζει ο θυμός, όταν η ψυχή είναι τρικυμισμένη, βρομίζουν πρώτους εκείνους που τα προφέρουν και τους ντροπιάζουν, υπό την έννοια ότι τα είχαν πάντοτε μέσα τους και είναι γεμάτοι από αυτά, αλλά τώρα η οργή τούς αποκαλύπτει. Έτσι, για “το ελαφρότερο πράγμα”, όπως λέει ο Πλάτων, επισύρουν τη “βαρύτερη τιμωρία του λόγου”, θεωρούμενοι εχθρικοί, κακολόγοι και κακοήθεις.
Όταν όμως η γλώσσα των οργισμένων γίνεται τραχιά και ρυπαρή και ξεσπάει σε άσχημα λόγια, προξενεί προσβολές που δημιουργούν αθεράπευτη έχθρα και προδίδει ύπουλη εχθρότητα. Ο άκρατος οίνος, μάλιστα, δεν προκαλεί τίποτα τόσο χυδαίο και δυσάρεστο σαν αυτό που προκαλεί η οργή· οι κουβέντες του κρασιού ταιριάζουν με το γέλιο και τη διασκέδαση, ενώ εκείνες που ξεπηδούν από την οργή είναι αναμειγμένες με χολή· και ενώ αυτός που μένει σιωπηλός στην οινοποσία γίνεται δυσάρεστος και βαρετός στους συμπότες, δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιοπρεπές, όταν κάποιος είναι οργισμένος, από την ησυχία, όπως συμβουλεύει η Σαπφώ:
“Όταν η οργή σκιρτά μέσα στα στήθη, κράτα τη γλώσσα που μονότονα αλυχτά”.
--------------------------
*Αναφέρεται στα γεγονότα που καταγράφει ο Ηρόδοτος (7, 35): Όταν η κακοκαιρία κατέστρεψε τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει οι Πέρσες στον Ελλήσποντο, ο Ξέρξης έδωσε διαταγή να μαστιγώσουν τριακόσιες φορές τη θάλασσα και να ρίξουν στα νερά της χειροπέδες. Διέταξε τους άντρες του να φωνάζουν την ώρα που μαστίγωναν τα νερά του Ελλησπόντου: “Πικρό ποτάμι, ο κύριος σου σε τιμωρεί γιατί τον προσέβαλες, ενώ εκείνος δεν σε πείραξε ποτέ. Ο βασιλιάς Ξέρξης, όμως, θα σε διαβεί, είτε το θέλεις είτε όχι”.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ
ΣΥΛΛΑΣ: Σωστά, κατά τη γνώμη μου, Φουνδάνε, κάνουν οι ζωγράφοι, που παρατηρούν με προσοχή από καιρού εις καιρόν τα έργα τους προτού τα τελειώσουν. Το κάνουν γιατί, αποτραβώντας το βλέμμα τους και επιθεωρώντας το έργο τους συχνά μπορούν να το κρίνουν με νέα ματιά, που είναι πιο πιθανό να συλλάβει κάποια μικρή ασυμφωνία, την οποία το συνεχές κοίταγμα και η συνήθεια κρύβουν. Αφού λοιπόν είναι αδύνατο να παρατηρεί κάποιος με προσοχή τον εαυτό του από καιρού εις καιρόν χωριζόμενος από τον ίδιο τον εαυτό του και διακόπτοντας την αντίληψη της συνέχειάς του, το οποίο, κατά κύριο λόγο, κάνει τον άνθρωπο χειρότερο κριτή του εαυτού του απ’ ότι των άλλων, το επόμενο που θα μπορούσε να κάνει είναι να παρατηρεί κατά καιρούς τους φίλους του και ομοίως να προσφέρεται ο ίδιος σε κείνους για παρατήρηση, όχι για να δει αν γέρασε ξαφνικά ή αν το σώμα του είναι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά για να εξετάσουν και τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του και για να μάθει αν ο χρόνος του πρόσθεσε κάτι καλό ή αφαίρεσε κάτι κακό. Όσο για μένα, καθώς έφτασα στη Ρώμη μετά από ένα χρόνο απουσίας και καθώς τούτος είναι ο πέμπτος μήνας που βρίσκομαι μαζί σου, δεν εκπλήσσομαι ιδιαίτερα που οι αρετές που είχες ήδη από τη φύση αυξήθηκαν και αναπτύχθηκαν τόσο πολύ· όταν βλέπω, μάλιστα, πως η σφοδρή και παράφορη ροπή σου να θυμώνεις έχει γίνει τόσο ήπια και υποταγμένη στη λογική, τι χρησιμοποίησες κι έκανες τον ευέξαπτο χαρακτήρα σου τόσο χαλιναγωγημένο και μαλακό, τόσο πράο και υπάκουο στη λογική.
ΦΟΥΝΔΑΝΟΣ: Δεν κοιτάς, όμως, πιστέ μου φίλε Σύλλα, μήπως και συ ο ίδιος από καλή προαίρεση και αγάπη απέναντί μου παραβλέπεις κάτι από τα στοιχεία του χαρακτήρα μου;
ΣΥΛ.: Τίποτα από τούτα δεν ισχύει, Φουνδάνε. Κάνε μου τη χάρη και πες μου αυτό που σου ζήτησα.
ΦΟΥΝΔ.: Ένας από τους εξαιρετικούς κανόνες του Μουσώνιου που θυμάμαι, Σύλλα, είναι ότι όποιος θέλει να περάσει τη ζωή του σώος και υγιής πρέπει συνεχώς ν’ ακολουθεί αγωγή θεραπείας. Δεν πιστεύω πως η λογική πρέπει να χρησιμοποιείται στη θεραπεία κάποιου όπως χρησιμοποιούμε τον ελλέβορο και να βγαίνει από το σώμα μαζί με την αρρώστια, αλλά πρέπει να παραμένει στην ψυχή, να συνέχει και να προφυλάσσει τις κρίσεις. Η δύναμη της λογικής δεν είναι όπως τα φάρμακα, αλλά όπως η υγιεινή τροφή, που γεννάει άριστη κατάσταση μαζί με μεγάλη ρώμη σε κείνους που τη συνηθίζουν. Έτσι, πλοίο εγκαταλειμμένο μεσοπέλαγα και μέσα στην καταιγίδα θα μπορέσει πιο εύκολα να πάρει κυβερνήτη απ’ έξω, απ’ ότι άνθρωπος που θαλασσοδέρνεται από τον θυμό και την οργή του θα δεχτεί τη λογική κάποιου άλλου, εκτός και αν έχει τη δική του λογική προετοιμασμένη (να τη δεχτεί). Όμως όπως εκείνοι που περιμένουν πολιορκία συγκεντρώνουν και αποθηκεύουν καθετί χρήσιμο, αν χάσουν τις ελπίδες τους για εξωτερική βοήθεια, με τον ίδιο τρόπο κατ’ εξοχήν πρέπει να παίρνουμε από πριν τις ενισχύσεις που παρέχει η φιλοσοφία ενάντια στον θυμό και να τις μεταφέρουμε στην ψυχή, γνωρίζοντας πως, όταν έρθει η περίσταση να τις χρειαστούμε, δεν θα είναι εύκολο να τις φέρουμε μέσα. Η ψυχή, δηλαδή, δεν ακούει τίποτα εξωτερικό εξαιτίας του θορύβου, εκτός και αν έχει μέσα της τον δικό της λόγο, σαν κελευστή που αμέσως αντιλαμβάνεται και καταλαβαίνει κάθε προσταγή που δίνεται. Αν, όμως, η ψυχή ακούει συμβουλές που δίνονται σιγανά και ήρεμα, τις περιφρονεί, ενώ απέναντι σε οποιονδήποτε επιμένει με τον πιο σκληρό τρόπο, εκνευρίζεται. Στην πραγματικότητα, ο θυμός είναι υπεροπτικός και αυθάδης και πολύ δύσκολα κινείται από κάποιον άλλον, αλλά, όπως η καλά οχυρωμένη τυραννία, πρέπει να έχει αυτόν που θα την καταλύσει συγκάτοικο και συγγενή της. Βέβαια, όταν η οργή είναι συνεχής και τα ξεσπάσματά της συχνά, δημιουργεί στην ψυχή κακή έξη που ονομάζεται οργιλότητα η οποία καταλήγει σε ξεσπάσματα οξυθυμίας, κακίας και δυστροπίας, όταν ο θυμός πληγιάζει, προσβάλλεται εύκολα και έχει την τάση να κατηγορεί τους άλλους για κάθε ασήμαντο σφάλμα, σαν το αδύναμο και λεπτό σίδερο που χαράζεται συνέχεια. Αν όμως η κρίση αντιταχθεί αμέσως στην οργή και την καταπιέσει, δεν τη θεραπεύει μόνο προσωρινά, αλλά κάνει και για το μέλλον την ψυχή εύτονη και τέτοια που δύσκολα να την προσβάλλουν τα πάθη. Στην δική μου περίπτωση, πάντως, όταν αντιστάθηκα στην οργή δύο ή τρεις φορές, μου συνέβη αυτό που έγινε με τους Θηβαίους, οι οποίοι, όταν απώθησαν για πρώτη φορά τους θεωρούμενους ανίκητους Λακεδαιμονίους, δεν ξανανικήθηκαν από αυτούς σε καμιά μάχη από κει και πέρα· απέκτησα δηλαδή πεποίθηση ότι η λογική μπορεί να κυριαρχήσει. Όχι μόνο είδα ότι η οργή παύει όταν τη ραντίσεις με κρύο νερό, όπως λέει ο Αριστοτέλης, αλλά ότι σβήνει επίσης και όταν της βάλεις επίθεμα φόβου. Και, μα τον Δία, όταν προστεθεί και η χαρά, σε πολλούς ανθρώπους ο θυμός “ζεσταίνεται”, όπως λέει και ο Όμηρος, και διαλύεται. Έτσι κατέληξα στην άποψη ότι το πάθος αυτό δεν είναι εντελώς αγιάτρευτο, για κείνους τουλάχιστον που θέλουν κάτι τέτοιο.
Η οργή άλλωστε, δεν έχει πάντοτε μεγάλη και ισχυρή αρχή· αντίθετα, ακόμα και πείραγμα, αστείο, ξέσπασμα γέλιου ή νόημα που κάνει κάποιος και πολλά άλλα παρόμοια κάνουν πολλούς ανθρώπους να θυμώσουν.
Όπως, λοιπόν, είναι εύκολο να ελέγξεις φλόγα που άναψε σε λαγοτόμαρο ή φιτίλι ή σκουπίδια, αλλά αν πιάσει σε κάτι στέρεο που έχει βάθος, γρήγορα καταστρέφει και καταβροχθίζει “με νεανικό σφρίγος, έργα τεχνιτών υψηλά”, όπως λέει ο Αισχύλος, έτσι και ο άνθρωπος που στην αρχή προσέχει τον θυμό του και τον παρατηρεί ενώ ακόμα καπνίζει και πάει ν’ ανάψει λίγο λίγο από κάποιο κουτσομπολιό ή βρομόλογο δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, αλλά συχνά καταφέρνει να τον σβήσει παραμένοντας σιωπηλός και αγνοώντας τον.
Αυτός, δηλαδή, που δεν ταΐζει τη φωτιά τη σβήνει και, κατά τον ίδιο τρόπο, αυτός που δεν τρέφει στην αρχή την οργή του και δεν ξεφυσάει δυναμώνοντάς την προφυλάσσει τον εαυτό του εναντίον της και την καταστρέφει.
Η αλήθεια είναι ότι κανένα από τα πάθη, την ώρα που συγκεντρώνονται και αρχίζουν να κινούνται, δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι γεννιέται και αυξάνεται. Ο Όμηρος, μάλιστα, πολύ επιδέξια μας διδάσκει σχετικά, βάζοντας τον Αχιλλέα να καταλαμβάνεται ξαφνικά από λύπη όταν δέχεται την είδηση, στον στίχο όπου ο ποιητής λέει, έτσι μίλησε, και εκείνον τον σκέπασε μαύρο σύννεφο λύπης,
όμως τον δείχνει να χάνει αργά αργά την ψυχραιμία του με τον Αγαμέμνονα και να παίρνει φωτιά αφού προηγουμένως ειπώθηκαν πολλά. Ωστόσο, αν κάποιος από τους δύο είχε συγκρατήσει τα λόγια του και είχε εμποδίσει τον εαυτό του να τα προφέρει, η αντιδικία δεν θα είχε οξυνθεί τόσο πολύ ούτε θα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις. Όμως η φλόγα του θυμού ζωηρεύει πολύ με όσα λένε και κάνουν όσοι έχουν καταληφθεί από αυτόν. Η καλύτερη μέθοδος, επομένως, είναι να συγκρατηθούμε ή να τρέξουμε και να κρυφτούμε και να καταφύγουμε σε ήρεμο αγκυροβόλιο, σαν να νιώθουμε ότι μας έρχεται επιληπτική κρίση, ώστε να μην πέσουμε – ή μάλλον να μην πέσουμε πάνω σε άλλους· και συνήθως συχνότερα πέφτουμε πάνω στους φίλους μας, γιατί δεν αγαπάμε ούτε φθονούμε ούτε φοβόμαστε τους πάντες αδιακρίτως, αλλά δεν υπάρχει τίποτα που ο θυμός το αφήνει άθικτο και δεν θα του επιτεθεί· οργιζόμαστε με εχθρούς και φίλους, με παιδιά και γονείς, και, μα τον Δία, ακόμα και με τους θεούς, με θηρία και με άψυχα αντικείμενα, όπως έκανε ο Θαμύρας:
σπάζοντας τη χρυσόδετη λύρα του,
σπάζοντας τη μελωδική καλοκουρδισμένη λύρα. (ΣΟΦΟΚΛΗΣ)
και ο Πάνδαρος, που καταράστηκε τον εαυτό του αν δεν “έσπαγε με τα χέρια του”, το τόξο του και δεν του έβαζε φωτιά να το κάψει. (ΟΜΗΡΟΣ)
Ο Ξέρξης, επίσης, όχι μόνο κέντριζε και μαστίγωνε τη θάλασσα* αλλά έστελνε και γράμμα στο βουνό: “Θεϊκέ Άθω, υψωμένε ως τα ουράνια, μη μου βάλεις εμπόδιο βράχους μεγάλους και δυσκολοκατέργαστους. Αλλιώς θα σε πετάξω κομμάτια στη θάλασσα”.
Ο θυμός μπορεί, στ’ αλήθεια, να κάνει πολλά τρομερά πράγματα και μαζί πολλά γελοία· γι’ αυτό είναι το πιο μισητό και το πιο περιφρονητέο από τα πάθη. Είναι χρήσιμο να το εξετάσουμε και υπό τις δύο τούτες απόψεις.
Από πλευράς μου – αν έκανα καλά, δεν το ξέρω – ξεκίνησα την γιατρειά της οργής μου ως εξής· άρχισα να παρατηρώ το πάθος σε άλλους, όπως οι Σπαρτιάτες παρατηρούσαν στους είλωτες τι πράγμα είναι το μεθύσι. Στην αρχή, όπως λέει ο Ιπποκράτης ότι η πιο σοβαρή ασθένεια είναι κείνη κατά την οποία το πρόσωπο του αρρώστου δεν μοιάζει καθόλου με το κανονικό του, έτσι κι εγώ παρατήρησα ότι όσοι γίνονται εκτός εαυτού από οργή αλλάζουν πολύ στην έκφραση του προσώπου, στο χρώμα, στο βάδισμα και στη φωνή, κατ’ αυτό τον τρόπο σχημάτισα για τον εαυτό μου εικόνα του πάθους τούτου, και ένιωσα δυσάρεστα σκεπτόμενος ότι θα μπορούσα ποτέ να φανώ τόσο φοβερός και διαταραγμένος στους φίλους μου, στη γυναίκα μου και στις κόρες μου, όχι απλώς άγριος και ξένος στα μάτια τους αλλά και μιλώντας με φωνή τραχιά και απότομη· έτσι ήταν άλλοι φίλοι μου που τύχαινε να συναντήσω κάποιες φορές, όταν η οργή τούς είχε καταστήσει ανίκανους να διαφυλάξουν τον χαρακτήρα τη μορφή τους ή τη χάρη των λόγων τους, τη λεπτότητα ή την ευπροσηγορία της συναναστροφής.
Όσο για μένα όμως, αν είχα κάποιον καλοαναθρεμμένο κι έξυπνο ακόλουθο, δεν θα με δυσαρεστούσε αν έβαζε μπροστά μου καθρέφτη τις στιγμές της οργής μου, όπως κάνουν σε μερικούς όταν έχουν πάρει το λουτρό τους, πράγμα που δεν τους χρησιμεύει σε τίποτα. Το να δεις τον εαυτό σου σε αφύσικη κατάσταση και ταραγμένο δεν συμβάλλει και λίγο στη δυσφήμιση αυτού του πάθους.
Όταν η θάλασσα φουρτουνιάζει από τον άνεμο και βγάζει στην επιφάνεια τα βρύα και τα φύκια, λένε ότι καθαρίζεται· όμως τα ακόλαστα, πικρόχολα και χυδαία λόγια που εκβράζει ο θυμός, όταν η ψυχή είναι τρικυμισμένη, βρομίζουν πρώτους εκείνους που τα προφέρουν και τους ντροπιάζουν, υπό την έννοια ότι τα είχαν πάντοτε μέσα τους και είναι γεμάτοι από αυτά, αλλά τώρα η οργή τούς αποκαλύπτει. Έτσι, για “το ελαφρότερο πράγμα”, όπως λέει ο Πλάτων, επισύρουν τη “βαρύτερη τιμωρία του λόγου”, θεωρούμενοι εχθρικοί, κακολόγοι και κακοήθεις.
Όταν όμως η γλώσσα των οργισμένων γίνεται τραχιά και ρυπαρή και ξεσπάει σε άσχημα λόγια, προξενεί προσβολές που δημιουργούν αθεράπευτη έχθρα και προδίδει ύπουλη εχθρότητα. Ο άκρατος οίνος, μάλιστα, δεν προκαλεί τίποτα τόσο χυδαίο και δυσάρεστο σαν αυτό που προκαλεί η οργή· οι κουβέντες του κρασιού ταιριάζουν με το γέλιο και τη διασκέδαση, ενώ εκείνες που ξεπηδούν από την οργή είναι αναμειγμένες με χολή· και ενώ αυτός που μένει σιωπηλός στην οινοποσία γίνεται δυσάρεστος και βαρετός στους συμπότες, δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιοπρεπές, όταν κάποιος είναι οργισμένος, από την ησυχία, όπως συμβουλεύει η Σαπφώ:
“Όταν η οργή σκιρτά μέσα στα στήθη, κράτα τη γλώσσα που μονότονα αλυχτά”.
--------------------------
*Αναφέρεται στα γεγονότα που καταγράφει ο Ηρόδοτος (7, 35): Όταν η κακοκαιρία κατέστρεψε τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει οι Πέρσες στον Ελλήσποντο, ο Ξέρξης έδωσε διαταγή να μαστιγώσουν τριακόσιες φορές τη θάλασσα και να ρίξουν στα νερά της χειροπέδες. Διέταξε τους άντρες του να φωνάζουν την ώρα που μαστίγωναν τα νερά του Ελλησπόντου: “Πικρό ποτάμι, ο κύριος σου σε τιμωρεί γιατί τον προσέβαλες, ενώ εκείνος δεν σε πείραξε ποτέ. Ο βασιλιάς Ξέρξης, όμως, θα σε διαβεί, είτε το θέλεις είτε όχι”.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου