Βιβλίο H’ Πολιτεία Πλάτωνος
514 a
Nα φανταστείς τους ανθρώπους σαν μέσα σε μια σπηλιά, κάτω από την γη η οποία έχει την είσοδο της ανοιχτή προς το φως. Εκεί βρίσκονται από παιδικής ηλικίας άνθρωποι δεμένοι και ακινητοποιημένοι, έτσι ώστε να βλέπουν μόνο μπροστά τους. Από ψηλά και μακριά έρχεται σε αυτούς λίγο φωςαπό φωτιά. Μεταξύ της φωτιάς και των δεσμωτών υπάρχει μια οδός που στο πλάι της είναι χτισμένο ένα τοιχίο όπως τα παραβάν που βάζουν μπροστά τους οι ταχυδακτυλουργοί. Φαντάσου τώρα, παράλληλα και πίσω από το τοιχίο, ανθρώπους να κουβαλούν πράγματα, και άλλοτε να μιλούν και άλλοτε όχι. Οι δεσμώτες αυτοί δεν βλέπουν παρά μόνο σκιές. Αυτά που θα έβλεπαν (οι σκιές) θα νόμιζαν ότι είναι τα ίδια τα αντικείμενα, αυτού καθ εαυτού, και γενικά οι δεσμώτες δεν θα θεωρούσαν για αληθινό τίποτε άλλο εκτός από τις κατασκευασμένες σκιές. Αν κάποιος λοιπόν λυνόταν από τα δεσμά του και αναγκαστικά σηκωνόταν όρθιος, έστρεφε το κεφάλι του (που πριν δεν μπορούσε λόγω των δεσμών), και κοιτούσε την φωτιά, όλα αυτά θα τα έκανε με πόνο, και από την λάμψη της φωτιάς θα αδυνατούσε να δει καθαρά εκείνα τα αντικείμενα που μέχρι εκείνη την στιγμή έβλεπε τις σκιές τους. Τι νομίζεις ότι θα έλεγε αυτός, αν του έλεγε κάποιος ότι αυτά που έβλεπε πριν ήταν οφθαλμαπάτες, και ότι τώρα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Θα βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, θα νόμιζε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν αληθινά αντί αυτών που βλέπει τώρα. Μήπως αν τον ανάγκαζε κανείς να δει το φώς, δεν θα πονούσαν τα μάτια του, και δεν θα έφευγε για να επιστρέψει στα προηγούμενα για να βλέπει άνετα;
Αν κάποιος τον τραβούσε προς τα έξω στο φως μέσα από ανηφορικό και δύσβατο δρόμο, δεν θα υπέφερε με αγανάκτηση; Και αν έβγαινε στο φως του ήλιου, θα μπορούσε να δει έστω και ένα από αυτά που εμείς θεωρούμε αληθινά; Θα είχε ανάγκη λίγο χρόνο για να συνηθίσει, προκειμένου να βλέπει εκείνα που βρίσκονται επάνω. Στην αρχή θα έβλεπε ευκολότερα τις σκιές, μετά τα είδωλα των ανθρώπων, και εν τέλει τα αληθινά αντικείμενα. Και μετά από όλα αυτά θα μπορούσε να δει τον ήλιο, και να σκεφθεί ότι αυτός είναι που δίνει τις εποχές και τον κύκλο του έτους, και εποπτεύει όλα όσα είναι στον κόσμο τον ορατό. Όταν θα θυμάται την πρώτη του κατοικία, και την (ελλειπή) σοφία που είχαν (με τους συνδεσμώτες του), δεν θα καλοτύχιζε τον εαυτό του, και δεν θα λυπόταν τους άλλους; Αν υπάρχουν έπαινοι και βραβεία μεταξύ των δεσμωτών, γι αυτόν που βλέπει πανοραμικά και καθαρά, όσα περνούν από μπροστά τους ποια είναι πρώτα και ποια δεύτερα και ποια συγχρόνως, θα μπορεί να προφητεύει όσα πρόκειται αν ακολουθήσουν, νομίζεις ότι αυτός θα ζήλευε τέτοια βραβεία και εξουσίες;Αν αυτός ο άνθρωπος, ξανακατέβαινε στην σπηλιά και καθόταν πάλι στον πάγκο του, δεν θα ήταν τα μάτια του γεμάτα σκοτάδι, αφού θα ήταν έξω από το φως του ήλιου;
Κι αν έλεγε την γνώμη του στους άλλους αιώνιους δεσμώτες για τις σκιές, πριν ακόμα αποκατασταθεί η όραση του (δεν χρειάζεται βέβαια και πολύς χρόνος να ξανασυνηθίσει κανείς), δεν θα προξενούσε γέλια, και δεν θα έλεγαν οι άλλοι, ότι ανεβαίνοντας επάνω στο φως γύρισε με χαλασμένα μάτια, και πως δεν αξίζει ούτε να δοκιμάσει κανείς να ανέβει επάνω; Και αν κάποιος επιχειρούσε να τους ελευθερώσει και αν τους ανεβάσει επάνω, αν θα τους ήταν εφικτό, θα τον συλλάμβαναν και θα τον σκότωναν;
514 a
Nα φανταστείς τους ανθρώπους σαν μέσα σε μια σπηλιά, κάτω από την γη η οποία έχει την είσοδο της ανοιχτή προς το φως. Εκεί βρίσκονται από παιδικής ηλικίας άνθρωποι δεμένοι και ακινητοποιημένοι, έτσι ώστε να βλέπουν μόνο μπροστά τους. Από ψηλά και μακριά έρχεται σε αυτούς λίγο φωςαπό φωτιά. Μεταξύ της φωτιάς και των δεσμωτών υπάρχει μια οδός που στο πλάι της είναι χτισμένο ένα τοιχίο όπως τα παραβάν που βάζουν μπροστά τους οι ταχυδακτυλουργοί. Φαντάσου τώρα, παράλληλα και πίσω από το τοιχίο, ανθρώπους να κουβαλούν πράγματα, και άλλοτε να μιλούν και άλλοτε όχι. Οι δεσμώτες αυτοί δεν βλέπουν παρά μόνο σκιές. Αυτά που θα έβλεπαν (οι σκιές) θα νόμιζαν ότι είναι τα ίδια τα αντικείμενα, αυτού καθ εαυτού, και γενικά οι δεσμώτες δεν θα θεωρούσαν για αληθινό τίποτε άλλο εκτός από τις κατασκευασμένες σκιές. Αν κάποιος λοιπόν λυνόταν από τα δεσμά του και αναγκαστικά σηκωνόταν όρθιος, έστρεφε το κεφάλι του (που πριν δεν μπορούσε λόγω των δεσμών), και κοιτούσε την φωτιά, όλα αυτά θα τα έκανε με πόνο, και από την λάμψη της φωτιάς θα αδυνατούσε να δει καθαρά εκείνα τα αντικείμενα που μέχρι εκείνη την στιγμή έβλεπε τις σκιές τους. Τι νομίζεις ότι θα έλεγε αυτός, αν του έλεγε κάποιος ότι αυτά που έβλεπε πριν ήταν οφθαλμαπάτες, και ότι τώρα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Θα βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, θα νόμιζε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν αληθινά αντί αυτών που βλέπει τώρα. Μήπως αν τον ανάγκαζε κανείς να δει το φώς, δεν θα πονούσαν τα μάτια του, και δεν θα έφευγε για να επιστρέψει στα προηγούμενα για να βλέπει άνετα;
Αν κάποιος τον τραβούσε προς τα έξω στο φως μέσα από ανηφορικό και δύσβατο δρόμο, δεν θα υπέφερε με αγανάκτηση; Και αν έβγαινε στο φως του ήλιου, θα μπορούσε να δει έστω και ένα από αυτά που εμείς θεωρούμε αληθινά; Θα είχε ανάγκη λίγο χρόνο για να συνηθίσει, προκειμένου να βλέπει εκείνα που βρίσκονται επάνω. Στην αρχή θα έβλεπε ευκολότερα τις σκιές, μετά τα είδωλα των ανθρώπων, και εν τέλει τα αληθινά αντικείμενα. Και μετά από όλα αυτά θα μπορούσε να δει τον ήλιο, και να σκεφθεί ότι αυτός είναι που δίνει τις εποχές και τον κύκλο του έτους, και εποπτεύει όλα όσα είναι στον κόσμο τον ορατό. Όταν θα θυμάται την πρώτη του κατοικία, και την (ελλειπή) σοφία που είχαν (με τους συνδεσμώτες του), δεν θα καλοτύχιζε τον εαυτό του, και δεν θα λυπόταν τους άλλους; Αν υπάρχουν έπαινοι και βραβεία μεταξύ των δεσμωτών, γι αυτόν που βλέπει πανοραμικά και καθαρά, όσα περνούν από μπροστά τους ποια είναι πρώτα και ποια δεύτερα και ποια συγχρόνως, θα μπορεί να προφητεύει όσα πρόκειται αν ακολουθήσουν, νομίζεις ότι αυτός θα ζήλευε τέτοια βραβεία και εξουσίες;Αν αυτός ο άνθρωπος, ξανακατέβαινε στην σπηλιά και καθόταν πάλι στον πάγκο του, δεν θα ήταν τα μάτια του γεμάτα σκοτάδι, αφού θα ήταν έξω από το φως του ήλιου;
Κι αν έλεγε την γνώμη του στους άλλους αιώνιους δεσμώτες για τις σκιές, πριν ακόμα αποκατασταθεί η όραση του (δεν χρειάζεται βέβαια και πολύς χρόνος να ξανασυνηθίσει κανείς), δεν θα προξενούσε γέλια, και δεν θα έλεγαν οι άλλοι, ότι ανεβαίνοντας επάνω στο φως γύρισε με χαλασμένα μάτια, και πως δεν αξίζει ούτε να δοκιμάσει κανείς να ανέβει επάνω; Και αν κάποιος επιχειρούσε να τους ελευθερώσει και αν τους ανεβάσει επάνω, αν θα τους ήταν εφικτό, θα τον συλλάμβαναν και θα τον σκότωναν;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου