Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (255-260)

[255] Μὴ οὖν ὡς ὑπὲρ ἀλλοτρίας ἀλλ᾽ ὡς ὑπὲρ οἰκείας τῆς πόλεως βουλεύεσθε, καὶ τὰς φιλοτιμίας μὴ νέμετε, ἀλλὰ κρίνετε, καὶ τὰς δωρεὰς εἰς βελτίω σώματα καὶ ἄνδρας ἀξιολογωτέρους ἀπόθεσθε, καὶ μὴ μόνον τοῖς ὠσίν, ἀλλὰ καὶ τοῖς ὄμμασι διαβλέψαντες εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς βουλεύσασθε τίνες ὑμῶν εἰσιν οἱ βοηθήσοντες Δημοσθένει, πότερον οἱ συγκυνηγέται, ἢ οἱ συγγυμνασταὶ αὐτοῦ, ὅτ᾽ ἦν ἐν ἡλικίᾳ; Ἀλλὰ μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον οὐχ ὗς ἀγρίους κυνηγετῶν, οὐδὲ τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας ἐπιμελόμενος, ἀλλ᾽ ἐπασκῶν τέχνας ἐπὶ τοὺς τὰς οὐσίας κεκτημένους διαγεγένηται.

[256] Ἀλλ᾽ εἰς τὴν ἀλαζονείαν ἀποβλέψαντες, ὅταν φῇ Βυζαντίους μὲν ἐκ τῶν χειρῶν πρεσβεύσας ἐξελέσθαι τῶν Φιλίππου, ἀποστῆσαι δὲ Ἀκαρνᾶνας, ἐκπλῆξαι δὲ Θηβαίους δημηγορήσας· οἴεται γὰρ ὑμᾶς εἰς τοσοῦτον εὐηθείας ἤδη προβεβηκέναι ὥστε καὶ ταῦτα ἀναπεισθήσεσθαι, ὥσπερ Πειθὼ τρέφοντας, ἀλλ᾽ οὐ συκοφάντην ἄνθρωπον ἐν τῇ πόλει.

[257] Ὅταν δ᾽ ἐπὶ τελευτῆς ἤδη τοῦ λόγου συνηγόρους τοὺς κοινωνοὺς αὑτῷ τῶν δωροδοκημάτων παρακαλῇ, ὑπολαμβάνετε ὁρᾶν ἐπὶ τοῦ βήματος, οὗ νῦν ἑστηκὼς ἐγὼ λέγω, ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν τοὺς τῆς πόλεως εὐεργέτας, Σόλωνα μὲν τὸν καλλίστοις νόμοις κοσμήσαντα τὴν δημοκρατίαν, ἄνδρα φιλόσοφον καὶ νομοθέτην ἀγαθόν, σωφρόνως, ὡς προσῆκον αὐτῷ, δεόμενον ὑμῶν μηδενὶ τρόπῳ τοὺς Δημοσθένους λόγους περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῶν ὅρκων καὶ τῶν νόμων,

[258] Ἀριστείδην δὲ τὸν τοὺς φόρους τάξαντα τοῖς Ἕλλησιν, οὗ τελευτήσαντος τὰς θυγατέρας ἐξέδωκεν ὁ δῆμος, σχετλιάζοντα ἐπὶ τῷ τῆς δικαιοσύνης προπηλακισμῷ, καὶ ἐπερωτῶντα εἰ οὐκ αἰσχύνεσθε, εἰ οἱ μὲν πατέρες ὑμῶν Ἄρθμιον τὸν Ζελείτην κομίσαντα εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ ἐκ Μήδων χρυσίον, ἐπιδημήσαντα εἰς τὴν πόλιν, πρόξενον ὄντα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων, παρ᾽ οὐδὲν μὲν ἦλθον ἀποκτεῖναι, ἐξεκήρυξαν δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐξ ἁπάσης ἧς ἄρχουσιν Ἀθηναῖοι, [259] ὑμεῖς δὲ Δημοσθένην, οὐ κομίσαντα τὸ ἐκ Μήδων χρυσίον, ἀλλὰ δωροδοκήσαντα καὶ ἔτι καὶ νῦν κεκτημένον, χρυσῷ στεφάνῳ μέλλετε στεφανοῦν. Θεμιστοκλέα δὲ καὶ τοὺς ἐν Μαραθῶνι τελευτήσαντας καὶ τοὺς ἐν Πλαταιαῖς καὶ αὐτοὺς τοὺς τάφους τοὺς τῶν προγόνων οὐκ οἴεσθε στενάξειν, εἰ ὁ μετὰ τῶν βαρβάρων ὁμολογῶν τοῖς Ἕλλησιν ἀντιπράττειν στεφανωθήσεται;

[260] Ἐγὼ μὲν οὖν, ὦ γῆ καὶ ἥλιε καὶ ἀρετὴ καὶ σύνεσις καὶ παιδεία, ᾗ διαγιγνώσκομεν τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρά, βεβοήθηκα καὶ εἴρηκα. Καὶ εἰ μὲν καλῶς καὶ ἀξίως τοῦ ἀδικήματος κατηγόρηκα, εἶπον ὡς ἐβουλόμην, εἰ δὲ ἐνδεεστέρως, ὡς ἐδυνάμην. Ὑμεῖς δὲ καὶ ἐκ τῶν εἰρημένων λόγων καὶ ἐκ τῶν παραλειπομένων αὐτοὶ τὰ δίκαια καὶ τὰ συμφέροντα ὑπὲρ τῆς πόλεως ψηφίσασθε.

***
[255] Να σκέφτεστε λοιπόν όχι σαν να πρόκειται για ξένη πόλη αλλά για τη δική σας· μη χορηγείτε τιμητικές διακρίσεις επιπόλαια αλλά ύστερα από σοβαρή εξέταση· φυλάξτε τις δωρεές σας για καλύτερα άτομα και πιο αξιόλογους ανθρώπους· τέλος, σκεφτείτε με βάση όχι μόνο όσα θα ακούσετε αλλά και όσα θα δείτε, αν κοιτάξετε ο ένας στα μάτια του άλλου, ποιοι από σας είναι αυτοί που θα υποστηρίξουν τον Δημοσθένη· μήπως οι σύντροφοί του στο κυνήγι ή στα γυμναστήρια, όταν ήταν νέος; Αλλά, μα τον Ολύμπιο Δία, αυτός έχει περάσει όλη τη ζωή του όχι κυνηγώντας αγριογούρουνα ούτε και φροντίζοντας για τη σωματική του ευεξία, αλλά ασκώντας την τέχνη του πάνω στους πλούσιους ανθρώπους.

[256] Αλλά μήπως θα τον βοηθήσετε επηρεαζόμενοι από την αλαζονεία του; Γιατί θα ισχυριστεί ότι κατά τη διπλωματική αποστολή του στο Βυζάντιο άρπαξε τους Βυζαντίους μέσα από τα χέρια του Φιλίππου, κίνησε σε αποστασία τους Ακαρνάνες και άφησε με το στόμα ανοιχτό τους Θηβαίους, όταν μίλησε σε ανοιχτή συγκέντρωση στη Θήβα. Γιατί πιστεύει ότι βρίσκεστε πια σε τόσο προχωρημένο στάδιο αφέλειας, ώστε να πιστέψετε ακόμη και αυτά, σαν να ανατρέφετε στην πόλη σας τη θεά Πειθώ και όχι έναν συκοφάντη.

[257] Και, όταν πια στο τέλος της απολογίας του καλέσει ως συνηγόρους του αυτούς που μετείχαν μαζί του στις δωροδοκίες, φανταστείτε ότι βλέπετε επάνω στο βήμα, όπου τώρα έχω σταθεί εγώ και μιλώ, να είναι παραταγμένοι εναντίον της αδιαντροπιάς αυτών των ανθρώπων οι ευεργέτες της πόλης μας. Φανταστείτε τον Σόλωνα που κόσμησε τη δημοκρατία με τους καλύτερους νόμους, τον φιλόσοφο και καλό νομοθέτη, να σας παρακαλεί με σύνεση, όπως του ταιριάζει, να μη βάλετε με κανέναν τρόπο σε ανώτερη μοίρα από τους όρκους και τους νόμους τα λόγια του Δημοσθένη·

[258] φανταστείτε τον Αριστείδη, που όρισε τους φόρους στους συμμάχους μας, του οποίου τις κόρες προίκισε μετά τον θάνατό του ο λαός, να διαμαρτύρεται για τον προπηλακισμό της δικαιοσύνης και να σας ρωτάει αν δεν ντρέπεστε που, ενώ οι πρόγονοί σας λίγο έλειψε να σκοτώσουν τον Άρθμιο από τη Ζέλεια, τον πρόξενο του λαού της Αθήνας, όταν επισκέφτηκε την πόλη μας, και τον κήρυξαν έκπτωτο όχι μόνο από την πόλη αλλά από όλη την αθηναϊκή επικράτεια, επειδή είχε μεταφέρει στην Ελλάδα περσικά χρήματα,

[259] εσείς σκοπεύετε να στεφανώσετε με χρυσό στεφάνι τον Δημοσθένη, που δεν μετέφερε βέβαια τα περσικά χρήματα, αλλά δωροδοκήθηκε από αυτά και τα έχει στην κατοχή του ακόμη και σήμερα. Νομίζετε ότι δεν θα στενάξουν ο Θεμιστοκλής, οι πεσόντες στον Μαραθώνα και στις Πλαταιές και αυτοί οι τάφοι των προγόνων μας, αν τιμηθεί με στεφάνι αυτός που ομολογεί ότι συνεργάστηκε με τους βαρβάρους εναντίον των Ελλήνων;

[260] Εγώ λοιπόν, γη και ήλιε, αρετή και σύνεση και παιδεία, με την οποία διακρίνουμε τα έντιμα από τα αισχρά, έχω υπερασπιστεί την πόλη και ό,τι είχα να πω το είπα. Και, αν έχω αναπτύξει το κατηγορητήριό μου σωστά και αντάξια προς το μέγεθος του αδικήματος, τότε μίλησα όπως επιθυμούσα· εάν όμως έχω υστερήσει, τότε μίλησα όπως μπορούσα. Εσείς τώρα, με βάση αυτά που έχω πει και έχω παραλείψει, εκδώστε ανεπηρέαστα την ετυμηγορία σας, όπως απαιτεί το δίκαιο και το συμφέρον της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου