Εκαταίος ο Μιλήσιος. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος [FGrHist I– EGM 110 κ.ε.],[1] που τοποθετείται στα χρόνια του Δαρείου Α’ (τέλη του 6ου – αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.), διέθετε κατά τον Ηρόδοτο (5.36 και 124) μεγάλη πολιτική εμπειρία την εποχή της ιωνικής επανάστασης (499- 494 π.Χ.). Το υπό στενή έννοια «ιστορικό» του έργο, οι Γενεαλογίαι (σε 4 βιβλία· παραδίδονται επίσης οι τίτλοι Ἱστορίαι και ¨Ηρωολογίαι), συνιστά – ακόμη και αν δεν δεχθούμε την κρίση του Jacoby ότι πρόκειται για «το πρώτο πραγματικά ιστορικό έργο»- την πρώτη προσπάθεια να συστηματοποιηθούν οι διαθέσιμες γνώσεις για το παρελθόν (πιο σωστά: για τον κόσμο των ηρώων) και να ελεγχθεί η αξιοπιστία των διαφόρων παραδόσεων. Στη βάση των κριτηρίων του Εκαταίου βρίσκεται ο νόμος τον πιθανού, του εύλογου (απ. 27 λόγον … εἰκότα) – θα μπορούσε χάνεις να το ονομάσει κριτήριο της κοινής λογικής. Σύμφωνα με ένα δεύτερο κριτήριο που εισηγήθηκε ο Εκαταίος, πρέπει πρώτα να διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκε η παράδοση για ένα συγκεκριμένο γεγονός και μετά να διατυπώνεται οποιαδήποτε άποψη σχετικά με την αξιοπιστία της. Ωστόσο, ακόμη και αν εφαρμοσθεί συστηματικά, η κριτική μέθοδος του Εκαταίου δεν έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει τα γεγονότα του θρύλου σε ιστορικά γεγονότα– είναι λοιπόν ορθή η κρίση ότι ο Εκαταίος «απομακρύνοντας από τον θρύλο ό, τι φαινόταν αντίθετο στην καθημερινή εμπειρία, του αφαίρεσε τη ζωτική ικμάδα του».[2] Η κριτική στάση του Εκαταίου απέναντι στην παράδοση εκφράζεται ρητά στην εισαγωγική φράση του έργου του (απ. 1): Ἑκαταίος Μιλήσιος ὦδε μυθεῖται· τάδε γράφω, ὡς μοι δοκεῖ ἀληθέα εἶναι· οἱ γάρ Ἑλλήνων λόγοι πολλοί τε καί γελοῖοι, ὡς ἐμοϊ φαίνονται, εἰσίν (αυτά τα λέει ο Εκαταίος από τη Μίλητο· γράφω τα παρακάτω έτσι όπως νομίζω ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια· γιατί όσα λέγουν οι Έλληνες είναι, καθώς μου φαίνεται, πολλά και γελοία).[3] Ο στόχος και η μέθοδος της έρευνας διατυπώνονται με σαφήνεια· η επίκληση της αλήθειας δεν γίνεται με τη βοήθεια μιας εξωτερικής πηγής έμπνευσης (όπως συμβαίνει στους στίχους 26-27 της Θεογονίας του Ησίοδου ἴδμεν ψεύδεα πολλά λέγειν έτύμοισιν ὁμοῖα, / ἴδμεν δ’ εὖτ’ ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι, που αναμφίβολα υπόκεινται στο παρόν χωρίο), αλλά βασίζεται στην προσωπική γνώμη (δόξα)· η γραφή ως μέσο επικοινωνίας υπογραμμίζεται με έμφαση (γράψω) και ονομάζονται ρητά οι αποδέκτες («οι Έλληνες»), οι αναγνώστες του έργου του. Η συστηματοποίηση των γνώσεων για το παρελθόν, όπως την επεδίωξε ο Εκαταίος, επέβαλε την κατάρτιση ενός χρονολογικού συστήματος– όπως προκύπτει από τον Ηρόδοτο (2.145.4), αυτό συνδεόταν με τη χρονολόγηση κατά γενεές. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν ο Εκαταίος είχε επιλέξει ως σημείο αναφοράς τον μυθικό ήρωα Ηρακλή και μια γενεά διάρκειας 40 ετών[4] ή αν χρησιμοποίησε ως κύριο άξονα του χρονολογικού του συστήματος το αιγυπτιακό μοντέλο των γενεών που είχαν διάρκεια 30 ετών.[5]
Το δεύτερο σύγγραμμά του, η Περιήγησις Γης (ενίοτε τιτλοφορείται και Περίοδος Γης), συνόδευε και επεξηγούσε τον παγκόσμιο χάρτη τον οποίο είχε καταρτίσει έχοντας ως βάση τον χάρτη του Αναξίμανδρου. Χωριζόταν σε δύο βιβλία που έφεραν τους τίτλους Ευρώπη και ’Ασία. Από το έργο αυτό παραδίδονται περίπου 320 αποσπάσματα, στα οποία συνήθως καταγράφονται μόνο ονόματα πόλεων και πληροφορίες για την τοποθεσία τους.
Αναλύοντας την κριτική που άσκησε ο Ηρόδοτος στον Εκαταίο, μπορούμε να αποκτήσουμε ακριβέστερη εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε ο Μιλήσιος. Ο Εκαταίος είναι ο μοναδικός πληροφοριοδότης που ο Ηρόδοτος κατονομάζει δύο φορές (2.143.1, 6.137.1) και από τον οποίο αντλεί (σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πορφύριου στο απ. 324a: Ἡρόδοτος ἐν τῇ δευτέρᾳ πολλά Ἑκαταίου τοῦ Μιλησίου κατά λέξιν μετήνεγκεν ἐκ ταῆς Περιηγήσεως βραχέα παραποιήσας), με ελάχιστες αλλαγές, τρία σύντομα χωρία στον αιγυπτιακό του λόγο: την περιγραφή του κυνηγιού των κροκοδείλων (2.70), την περιγραφή των ιπποπόταμων (2.71) και την ιστορία του ιερού πτηνού των Αιγυπτίων, του φοίνικα (2.73)’ ότι και τα τρία κείμενα αποτελούν δάνεια αποδεικνύεται από το χαρακτηριστικό παρατακτικό τους ύφος – λέξις εἰρομενη είναι ο τεχνικός όρος που το περιγράφει. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη όψη – η απόρριψη του Εκαταίου. Ο Ηρόδοτος υπονοεί προφανώς με την κριτική του τον Μιλήσιο «ιστορικό», όταν μιλάει αρνητικά για τους χάρτες των «Ιώνων»:
4.36.2: Γελῶ δέ ὁρεων γῆς περιόδους γράψαντες πολλούςἤήδη καίοὐδένα νόον ἐχόντως ἐξηγησάμενον· οἵ Ὠκεανόν τε ῥἑοντα γράφουσι πέ ριξ τήν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπό τόρνου, καί τήν Άσίην τῇ Ευρώπῃ ποιεύντων ἴσην … 4.42.1: Θωμάζω ὦν ταῳν διουρισάντων καί διελόντων Λιβύην τε και Ἀσίην καί Εὐρώπην· οὐ γάρ σμικρά τά διαφέροντα αὐτέων ἐστί … 2.15: Εἰ ὦν βουλόμεθα γνώμησι τῇσι Ἰώνων χρᾶσθαι τά περί Αἴγυπτον, οἵ φασί τό Δέλτα μοῦνον εἶναι Αἴγυπτον … 2.23: ὁ δέ περί τοῦ Ὠκεανοῦ λέξας ἐςἀάφανές τόν μῦθον ἀνενείκας οὐκ ἔχει ἔλεγχον· οὐ γάρ τινά ἔγωγε οἶδα ποταμόν Ὠκεανόν ἐόντα, Ὅμηρον δε ἤ τινά τῶν πρότερον γενομε νων ποιητέων δοκέω τό οὔνομα εὑρόντα ἐς ποίησιν ἐσενείκασθαι … 2.16: Εἰ ὦν ἡμεῖς ὀρθῶς περί αὐτῶν γινώσκομεν, Ἵωνες οὐκ εὖ φρονέουσι περί Αἰγύπτου· εἰ δέ ὀρθή ἐστι ἡ γνώμη τῶν Ἰώνων, Ἕλληνος τε καί αὐτούς Ἴωνας ἀποδείκνυμι οὐκ ἐπ σταμένους λογίζεσθαι, οἵ φασί τρία μόρια εἶναι γῆν πᾶσαν, Εὐρώπην τε καί Ἀσίην καί Λιβύην … | Γελάω όταν βλέπω πόσοι έκαναν χάρτες του κόσμου χωρίς να μας δίνουν μια εξήγηση λογική. Βάζουν τον Ωκεανό να τρέχει γύρω από τη γη και την παριστάνουν σαν κύκλο καμωμένο στον τόρνο, και παριστάνουν την Ασία και την Ευρώπη ίσες … Πρέπει να πω ότι απορώ με αυτούς που έχουν καθορίσει τα όρια κι έχουν διαχωρίσει τη Λιβύη-Αφρική από την Ασία και την Ευρώπη, γιατί είναι μεγάλες οι διαφορές … Αν θελήσουμε να ακούσουμε τα όσα λένε οι Ίωνες για την Αίγυπτο, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι Αίγυπτος είναι μόνο το Δέλτα … Αν λοιπόν τα συμπεράσματα μου είναι ορθά, τότε τα όσα πιστεύουν οι Ίωνες για την Αίγυπτο δεν είναι σωστά. Αν πάλι οι Ίωνες έχουν δίκιο, τότε μπορώ να αποδείξω ότι δεν ξέρουν να λογαριάζουν ούτε οι Ίωνες ούτε οι Έλληνες, που λένε ότι ολόκληρη η γη διαιρείται σε τρία μέρη, την Ευρώπη, την Ασία και τη Λιβύη … Εκείνος που αναφέρει τον Ωκεανό, ανατρέχει σε άγνωστο μύθο και δεν μπορεί κανείς να ελέγξει τα λεγόμενά του. Δεν ξέρω, εγώ τουλάχιστον, να υπάρχει κανένας ποταμός Ωκεανός και νομίζω ότι ο Όμηρος ή κανένας από τους παλιότερους ποιητές βρήκε το όνομα και το χρησιμοποίησε στα ποιήματά του … |
Δεν είναι σαφές ποιοι ακριβώς από τους ισχυρισμούς που επικρίνει ο Ηρόδοτος ανάγονται στον Εκαταίο’ φαίνεται όμως ότι ο Μιλήσιος ήταν, αν όχι ο εισηγητής, ο κύριος εκπρόσωπος της χρήσης γεωμετρικών σχηματοποιήσεων στη γεωγραφία. Τέλος, μια πιο συγκεκριμένη εικόνα σχετικά με τη διάρθρωση και το περιεχόμενο της Περιηγήσεως προκύπτει και από την ανάλυση του λιβυκού λόγου του Ηρόδοτου (4.168-199), ο οποίος, όπως έδειξε ο Jacoby, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Εκαταίου.[6] Αδιάψευστη απόδειξη είναι η γεωγραφική εξεικόνιση της Λιβύης από τον Ηρόδοτο, την οποία ο Αλικαρνασσέας ιστορικός φαντάζεται διαιρεμένη σε τέσσερις παράλληλες προς την ακτή ζώνες, με ποταμούς που τις τέμνουν κάθετα· η εικόνα αυτή μπορεί να προέρχεται μόνο από χαρτογράφους που χρησιμοποιούν γεωμετρικές σχηματοποιήσεις, δηλαδή από τον Εκαταίο. Οι πληροφορίες δεν παρατίθενται με τον τρόπο ενός περίπλου, δηλαδή με τη μνεία των τοποθεσιών πάνω σε έναν μονοδιάστατο άξονα· γιατί ο Εκαταίος επιχείρησε «να εντοπίσει τη θέση των διαφόρων τόπων τόσο πάνω στην επιφάνεια της γης όσο και σε σχέση μεταξύ τους, μνημονεύοντας σημεία του ορίζοντα, προσέχοντας τα φυσικά σύνορα … και διαιρώντας τη γη σε οιονεί γεωμετρικά σχήματα».[7]
Ακουσίλαος από το Άργος. Ο Ακουσίλαος [FGrHist 2· EGM 1 κ.ε.], κάπως νεότερος από τον Εκαταίο, συνέθεσε το έργο Γενεαλογίαι (ή Ἱστορίαι) σε τρία βιβλία, με θέμα την ιστορία του κόσμου των θεών και των ηρώων από τις απαρχές έως τα γεγονότα μετά τον Τρωικό πόλεμο. Με αφετηρία τα έργα του Ησίοδου, κυρίως τη Θεογονία και τον Γυναικών Κατάλογον, προς τα οποία ωστόσο στάθηκε ενίοτε επικριτικός, ο Ακουσίλαος επιχείρησε να αφηγηθεί συστηματικά όλη την παλαιότερη ιστορία, κατασκευάζοντας συνδετικούς αρμούς μεταξύ των διαφόρων μύθων. Ωστόσο, στο έργο του απηχείται έντονα η αρ- γίτικη προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποία το Άργος αποτελεί την κοιτίδα της ανθρωπότητας, και ειδικότερα των εθνών της Πελοποννήσου: ο μύθος που νομιμοποιούσε τη σχετική προπαγάνδα αφηγούνταν ότι ο Φορωνέας υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος και ότι από αυτόν καταγόταν ο Σπάρτων, ο μυθικός ιδρυτής της Σπάρτης (απ. 23-24). Το αρχαϊκό, παρατακτικό ύφος του Ακουσίλαου προβάλλει ανάγλυφα στην ιστορία της Καινής που παραδίδεται στο απ. 22:
Καινῃ δέ τῇ Ἐλάτου μίσγεται Ποσειδέων· ἔπειτα (οὐ γάρ ἦν αὐτῷ ἱερόν παῖδας τεκέν οὔτ’ ἐξ ἐκείνου οὔτ’ ἐξ ἄλλου οὐδενός) ποιεῖ αὐτόν Ποσειδέων ἄνδρα ἄτρωτον ἰσχύν ἔχοντα μεγίστην τῶν ἀνθρώπων τῶν τότε, καί ὅτε τις αὐτον κεντοίη σι&ήρῳ ἤ χαλκῷ ἡλίσκετο μάλιστα χρημάτων, καί γίνεται βασιλεύς οὗτος Λαπιθέων καί τοῖς Κενταύροις πολεμέεσκε. ἔπειτα στήσας ἀκόν[τιον ἐν ἀγορά θεόν ἐκέλευεν ἀριθμεῖν. θεοῖ]σι δ’ οὐκ ἦεν [ἀρεστόν, καί] Ζεύς ἰδών αὐτον ταῦτα ποιέοντα ἀπειλεῖ καί ἐφορμᾷ τούς Κενταύρους· κἀκεῖνοι αὐτον κατακόπτουσιν ὄρθιον κατά γῆς καί ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα, καί ἀποθνήσκει.
Με την Καινή, τη θυγατέρα του Ελάτου, σμίγει ο Ποσειδώνας· έπειτα, επειδή δεν της άρεσε να κάνει παιδιά ούτε από εκείνον ούτε από άλλον κανένα, τον κάνει ο Ποσειδώνας άντρα, που να μη λαβώνεται, δυνατό όσο άλλος κανείς από τους ανθρώπους τότε. Και κάθε που δοκίμαζε κανείς να τον καρφώσει με όπλο σιδερένιο ή χάλκινο, την πάθαινε ο ίδιος χειρότερα από κάθε άλλον. Και γίνεται βασιλιάς αυτός των Λαπιθών, και άνοιγε συχνά με τους Κενταύρους πόλεμο. Έπειτα έστησε ένα κοντάρι στην αγορά και πρόσταξε να το λογαριάζουν για θεό. Όμως αυτό οι θεοί δεν μπορούσαν να το βαστάξουν, και ο Δίας, βλέποντάς τον να κάνει τέτοια πράγματα, τον απειλεί, και ξεσηκώνει τους Κενταύρους καταπάνω του, και εκείνοι χτυπώντας τον, τον χώνουν όρθιο μέσα στη γη, και βάζουν ένα βράχο από πάνω του για σημάδι, και πεθαίνει.
Φερεκύδης ο Αθηναίος. Ο Φερεκύδης [FGrHist 3· EGM 272 κ.ε.] συνέγραψε το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. ένα έργο σε 10 βιβλία, το οποίο συνήθως μνημονεύεται με τον τίτλο Ἱστορίαι. Μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με τη δομή που υιοθέτησε ο Φερεκύδης: τα πολυάριθμα αποσπάσματα που σώζονται δεν προδίδουν καμιά χρονολογική διάρθρωση, όπως αυτή ακολουθείται από τον Ακουσίλαο ή τον Εκαταίο στα «ιστορικά» τους έργα, αλλά μάλλον μια ομαδοποίηση σε βασικά γενεαλογικά δένδρα ηρώων. Παραμένει, ωστόσο, αδιευκρίνιστο βάσει ποιας αρχής οι γενεαλογίες αυτές διαδέχονταν η μια την άλλη ή, ακόμη, αν καταβαλλόταν προσπάθεια να συγχρονιστούν οι επιμέρους γενεαλογικοί κλάδοι. Όπως και στον Ακουσίλαο από το Άργος, έτσι και στον Φερεκύδη τον Αθηναίο δεν εντοπίζονται ίχνη της κριτικής στάσης του Εκαταίου απέναντι στην παράδοση μάλιστα στο απόσπασμα: 105 ταῦτα δέ τῷ Ἰήσονι Ἥρη ἐς νόον βάλλει, ὡς ἔλθοι ἡ Μήδεια τῷ Πελίῃ κακόν φαίνεται να χρησιμοποιεί το τυπικό ηροδότειο μοτίβο του ((φθόνου των θεών» για να εξηγήσει τα αίτια της αργοναυτικής εκστρατείας. Το έργο του αντιπροσωπεύει συνεπώς ένα πρωιμότερο, πιο «πρωτόγονο» στάδιο στην εξέλιξη της ιστοριογραφίας από ό, τι ο Ακουσίλαος ή ο Εκαταίος.[8] Σε ένα σημείο όμως ο Φερεκύδης υπερβαίνει και τους δύο: ανασυνθέτοντας τη γενεαλογία των Φιλαϊδών (απ. 2), την οποία ανάγει στον Αίαντα, δηλαδή στην ηρωική εποχή, και την παρακολουθεί έως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., όταν ο Μιλτιάδης, ο γιος του Κύψελου, ιδρύει τη Χερσόνησο, ο Φερεκύδης προσπαθεί να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στην ηρωική εποχή και στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν.
Ξάνθος ο Λυδός. Ο εξελληνισμένος Λυδός Ξάνθος [FGrHist 765] συνέγραψε Λυδιακά σε 4 βιβλία. Η χρονολόγησή του είναι προβληματική: ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας, στον κατάλογό του, τον τοποθετεί στη δεύτερη, νεότερη ομάδα των ιστορικών η Σούδα όμως τον θεωρεί σύγχρονο της άλωσης των Σάρδεων, τον τοποθετεί δηλαδή γύρω στα 547/546 π.Χ., αν ο βυζαντινός λεξικογράφος εννοεί την άλωση από τον Κύρο, ή στα 498 π.Χ., αν εννοεί την άλωση της πόλης από τους Ίωνες κατά την ιωνική επανάσταση, κάτι που είναι όμως απίθανο, επειδή στο απόσπασμα των Λυδιακῶν μνημονεύεται η βασιλεία του Αρταξέρξη (465-424 π.Χ.). Ο Έφορος τον θεωρεί από την πλευρά του πρεσβύτερο του Ηρόδοτου (μαρτ. 5) και ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος χρησιμοποίησε το έργο του, κάτι που, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνουν τα σωζόμενα αποσπάσματα του Ξάνθου. Το έργο του Ξάνθου, ή μάλλον μια μυθιστορηματική εκδοχή του που ανάγεται στην ελληνιστική εποχή, αξιοποιήθηκε ευρέως από τον Νικόλαο από τη Δαμασκό, τον συγγραφέα μιας παγκόσμιας ιστορίας κατά την εποχή του Αυγούστου. Παρ’ όλο που ο Ξάνθος, όπως ο Φερεκύδης και ο Ακουσίλαος, δεν άσκησε ορθολογιστική κριτική στον μύθο και ως εκ τούτου το έργο του αποτελεί και αυτό «οπισθοδρόμηση» στην εξέλιξη της ιστοριογραφίας σε σύγκριση με τον Εκαταίο, φαίνεται ότι εμπλούτισε την ιστορική μέθοδο με διαφορετικό τρόπο. Ορισμένα αποσπάσματά του προδίδουν το καινοτόμο πνεύμα του:
απ. 12: Τοῦ μέν Ξάνθου λέγοντας ἐπί Ἀρταξέρξου γενέσθαι μέγαν αὐχμόν, ὥστ’ ἐκλιπεῖν ποταμούς καί λίμνας καί φρέατα, αὐτόν δέ εἰδέναι πολλαχῆ πρόσω ἀπό ταῆς θαλάττης λίθον τε κογχυλιώδη καί τά κτενώδεα καί χηραμύδων τυπώματα καί λιμνοθάλασσαν ἐν Ἀρμενίοι ς καί Ματιηνοῖς καί ἐν Φρυγίᾳ τῇ κάτω, ὧν ἕνεκα πείθεσθαι τά πεδία ποτέ θάλατταν γενέσθαι. απ. 13:.Ξάνθος … διηγούμενος οἷαι μεταβολαί κατέσχον πολλάκις τήν χώραν ταύτην … απ. 15: Ξάνθος ὁ Λυδός … καί Μενεκράτης ὁ Ἐλαίτης, ἐτυμολογοῦντες καί τό ὄνομα τό τῶν Μυςῶν, ὅτι τήν ὀξύην οὕτως ὀνομάζουσιν οἱ Λυδοί· πολλή δ’ ἡ ὀξύη κατά τόν Ὄλυμπον, ὅπου ἐκτεθῆναί φασι τούς δεκατευθέντας. ἐκείνων δέ ἀπογόνους εἶναι τούς ὕστερον Μυσούς, ἀπό ταῆς ὀξύης οντω προσαγορευθέντας. μαρτυρεῖν δέ καί τήν διάλεκτον μιξολύδιον γάρ πως εἷναι καί μιξοφρύγιον. απ. 16: Ἀπό Λυδοῦ μέν γίνονται Λυδοί, ἀπό δέ Τορήβου δέ Τόρηβοι. τούτων ἡ γλῶσσα ὀλίγον παραφέρει, καί νῦν ἔτι σιλλοῦσιν ἀλλήλους ρήματα οὐκ ὀλίγα, ὥσπερ Ἴωνες καί Δωριεῖς. | Ο Ξάνθος αναφέρει ότι την εποχή του Αρταξέρξη σημειώθηκε τόσο μεγάλη ξηρασία, ώστε στέρεψαν ποτάμια, λίμνες και πηγάδια· κι ότι ο ίδιος είδε σε πολλά μέρη, μακριά από τη θάλασσα, στην Αρμενία, τη Ματιανή και την κάτω Φρυγία πέτρες με σχήμα κοχυλιού, αποτυπώματα από χτένια και όστρακα και μια λιμνοθάλασσα, που τον έπεισαν ότι οι πεδιάδες αυτές ήταν κάποτε θάλασσα [ο λόγος είναι για τον ποταμό Μαίανδρο]. Ο Ξάνθος … απαριθμεί τις συχνές (γεωλογικές) μεταβολές που γνώρισε η χώρα … [Γίνεται αναφορά στη λεγόμενη κατακεκαυμένη, τη χώρα ανάμεσα στους ποταμούς Μαίανδρο και Έρμο] Ο Ξάνθος ο Λυδός … και ο Μενεκράτης ο Ελαΐτης ετυμολογούν την ονομασία των Μυσών από την οξυά, που οι Λυδοί την αποκαλούν με τον τρόπο αυτό. Υπάρχουν πολλές οξυές στον Όλυμπο, όπου λένε ότι εκτέθηκαν οι δεκατευθέντες, οι πρόγονοι των μετέπειτα Μυσών, που ονομάστηκαν έτσι από την οξυά. Το μαρτυρεί και η γλώσσα τους, που είναι ανάμειξη Λυδικής και Φρυγικής. Από τον Λυδό κατάγονται οι Λυδοί και από τον Τόρηβο οι Τόρηβοι. Η γλώσσα τους διαφέρει κάπως, και ακόμη και τώρα πειράζονται πολύ μεταξύ τους για τον τρόπο που μέλανε, όπως οι Ίωνες και οι Δωριείς. |
Όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα 12 και 13, ο Ξάνθος συνδυάζει τη μυθική ιστορία με παρατηρήσεις που εμπίπτουν στις θετικές επιστήμες (στη συγκεκριμένη περίπτωση με γεωλογικές παρατηρήσεις), ενώ στο απόσπασμα 15 (το σχετικό με τους Μυσούς) και στο απόσπασμα 16 (σχετικά με τους Λυδούς και τους Τορήβους) κάνει χρήση γλωσσικών παρατηρήσεων για να ερμηνεύσει γεγονότα της μυθικής παράδοσης.
Δημοκλής από τα Φύγελα. Όπως ο Ξάνθος, έτσι και ο Δημοκλής από τα Φύγελα [FHG 2.20-1· EGM 78] επιχείρησε να συνδυάσει παρατηρήσεις της φυσικής ιστορίας με τη μυθική παράδοση: αυτό προκύπτει από ένα παράθεμα του Δημήτριου από τη Σκήψη (ενός ιστορικού και γραμματικού του 2ου αιώνα π.Χ.), στο οποίο γίνεται λόγος για τους πολυάριθμους σεισμούς που σημειώθηκαν στη Λυδία και την Ιωνία και προκάλεσαν γεωλογικές αλλαγές (απ. 48 Gaede· το απόσπασμα παρατίθεται στον Στράβωνα 1.3.17):
Μιμνήσκεται [ο Δημήτριος από τη Σκήψη] πρός ταῦτα ταῶν ὑπό Δημοκλέους λεγομένων, σεισμούς τινας μεγάλους τούς μέν πάλαι περί Λυδίαν γινομένους καί Ἰωνίαν μέχρι τῆς Τρωάδος ἱστοροῦντος, ὑφ’ ὧν καί κῶμαι κατεπόθησαν καί Σίπυλος κατεστράφη, κατά τήν Ταντάλου βασιλείαν, καί ἐξ ἑλῶν λίμναι ἐγένοντο, τήν δέ Τροίαν ἐπέκλυσε κῦμα.
[Ο Δημήτριος ο Σκήψιος] ανακαλεί στο σημείο αυτό τα λόγια του Δημοκλή, ο οποίος καταγράφει μερικούς μεγάλους σεισμούς που έγιναν πολλά χρόνια πριν στη Λυδία και την Ιωνία μέχρι και την Τρωάδα– λόγω αυτών των σεισμών η γη κατάπιε χωριά και το όρος Σίπυλος σχίστηκε -την περίοδο της βασιλείας του Τάνταλου-, από τα έλη σχηματίστηκαν λίμνες και η Τροία κατακλύστηκε από ένα κύμα.
Ίων ο Χίος. Ο Ίων ο Χίος (περ. 480-423) [FGrHist 392· EGM 258 κ.ε.], σύγχρονος του Ηρόδοτου, είναι κυρίως γνωστός ως τραγικός ποιητής’ του αποδίδονται ωστόσο και πεζά έργα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την εξέλιξη της ιστοριογραφίας. Πρώτη αξίζει να αναφερθεί η Χίου κτίσις, μια τοπική ιστορία της πατρίδας του, από τους μυθικούς χρόνους έως το πρόσφατο παρελθόν. Σύμφωνα με τη σύντομη περίληψη (απ. 1) που παραθέτει ο Παυσανίας (7.4.8) το έργο αυτό πραγματευόταν τα εξής: τη γέννηση του γιου του Ποσειδώνα, του Χίου’ τη μετοίκηση του Οινοπίωνα και των γιων του από την Κρήτη στη Χίο– την άφιξη Καρών και Αβάντων από την Εύβοια στο νησί· τη βασιλεία του Άμφικλου από την Εύβοια– τον πόλεμο του δισέγγονου του Άμφικλου, του Έκτορα, εναντίον των Καρών και των Αβάντων που ζούσαν στη Χίο και τη συμμετοχή του Έκτορα στα Πανιώνια (ο Έκτορας, ίσως και ο Άμφικλος, πρέπει να υπήρξαν ιστορικά πρόσωπα). Παρακολουθούμε, δηλαδή, την ίδια προσπάθεια που διαπιστώσαμε και στο έργο του Φερεκύδη να γεφυρωθεί το «χάσμα μνήμης» ανάμεσα στη μυθική εποχή και στο ιστορικό παρελθόν.[9] Το δεύτερο πεζό έργο του Ίωνα, οι Ἐπιδημίαι, μια συλλογή προσωπικών αναμνήσεων από επισκέψεις σε διάφορους τόπους και από συναντήσεις με σημαντικά πρόσωπα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή αποκλίνει από το γνωστό πλαίσιο των γενεαλογικών ή εθνογραφικών έργων. Οι Ἐπιδημίαι αποτελούν το πρώτο δείγμα του είδους των απομνημονευμάτων, ένα ντοκουμέντο σύγχρονης με τον συγγραφέα τους ιστορίας, που αξιοποιήθηκε, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι αφήνουν να διαφανεί τα σωζόμενα αποσπάσματα, από τους μεταγενέστερους και ιδίως από τον Πλούταρχο. Τα αποσπάσματα των Επιδημιών είναι πολύτιμα, γιατί μας προσφέρουν μια εξαιρετικά γλαφυρή εικόνα του χαρακτήρα ηγετικών προσωπικοτήτων του 5ου αιώνα: του Κίμωνα (απ. 12-14· ο Ίων φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Κίμωνα κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού στην Αθήνα που έκανε όταν ήταν ακόμη έφηβος), του Θεμιστοκλή (απ. 11-12), του Περικλή (απ. 15-16), του Σωκράτη (απ. 9) και του Σοφοκλή (απ. 6). Το τελευταίο απόσπασμα [που παραδίδει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές (13.81, 603E-604D)] αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο – αποδίδει έξοχα την ατμόσφαιρα ενός αρχαιοελληνικού συμποσίου· περιγράφει λοιπόν ο Ίων πώς ο τραγικός ποιητής κλέβει ένα φιλί από ένα όμορφο αγόρι:
Σοφοκλεῖ τῷ ποιητῇ ἐν Χίω συνήντησα, ὅre ἔπλει εἰς Λέσβον στρατηγός, ἄνδρι παιδιώδει παρ’ οἶνον καί δεξιῷ. Ἑρμεσίλεω δέ ξένου οἱ ἐόντος καί προξένου Ἀθηναίων ἑστιῶντος αὐτόν, ἐπεί παρά τό πῦρ ἐστεώς ὁ τόν οἶνον ἐγχέων παῖς ἠρυθαίνετο, ἐών δῆλος εἶπε τέ «βούλει μέ ἡδέως πίνειν;» φάντος δ’ αὐτοῦ. «βραδέως τοίνυν καί πρόσφερε μοί καί, ἀπόφερε τήν κύλικα», ἔτι πολύ μᾶλλον ἐρυθριάσαντος τοῦ παιδός, εἶπε πρός τόν συγκατακείμενον· «ὡς καλῶς Φρύνιχος ἐποίησεν εἴπας “λάμπει δ’ἐπί πορφυρέαις παρήισιν φῶς ἔρωτος”», καί πρός τόδε ἠμείφθη ὁ Ἐρετριεύς, γραμμάτων ἐών διδάσκαλος· «σοφός μέν δή σύ γέ εἶ, ὦ Σοφόκλεις, ἐν ποιήσει· ὅμως μέντοι γέ οὐκ εὖ εἴρηκε Φρύνιχος πορφυρέας εἰπών τάς γνάθους τοῦ καλοῦ. εἰ γάρ ὁ ζωγράφος χρώματι πορφυρέω ἐναλείψειε τουδί τοῦ παιδός τάς γνάθους, οὐκ ἄν ἐτι καλός φαίνοιτο. Οὐ κάρτα δή καλόν τό καλόν τῷ μή καλῷ φαινομένῳ εἰκάζειν». ἀνγελάσας δ’ ἐπί τῷ Ἐρετριεῖ Σοφοκλῆς «οὐδέ τόδε σοί ἀρέσκοι ἄρα, ὦ ξένε, τό Σιμωνίδειον κάρτα δοκέον τοῖς Ἕλλησιν εὖ εἰρῆσθαι “πορφυρέου ἀπό στόματος ἱεῖσα φωνᾶν παρθένος”, οὐδ’ ὁ ποιητής ὁ λέγων “χρυσοκόμαν Ἀπολλωνα”; χρυσέας γάρ εἰ ἐποίησεν ὁ ζωγράφος τάς τοῦ θεοῦ κόμας καί μή μελαίνας, χεῖρον ἄν ἤν τό ζωγράφημα. οὐδέ ὁ φᾶς “ῥοδοδάκτυλον”; εἰ γάρ τίς εἰς ῥόδεον χρῶμα βάφειε τούς δακτύλους, πορφυροβάφου χεῖρας καί οὐ γυναικός καλῆς ποιήσειεν ἄν». γελασάντων δέ, ὁ μέν Ἐρετριεύς ἐνωπήθη τῇ ἐπιραπίξει, ὁ δέ πάλιν τοῦ παιδός τῷ λόγῳ εἴχετο. εἴρετο γάρ μίν ἀπό της κύλικος κόρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳἀ ἀφαρετέοντα, εἰ καθορᾷ τό κάρφος. φάντος δέ καθορᾶν, «ἀπό τοίνυν φύσησον αὐτό, ἴνα μή πλύνοιτο ὁ δάκτυλός σοι». προσαγαγόντος δ’ αὐτοῦ τό πρόσωπον πρός τόν κύλικα, ἐγγυτέρω τήν κύλικα τοῦ ἑαυτοῦ στόματος ἦγεν, ἵνα δή ἡ κεφαλή τῇ κεφαλῇ ἀσσοτέρα γένηταί· ὡς δ’ ἦν οἱ κάρτα πλησίον, περιλαβών τῇ χειρί ἐφίλησεν. ἐπικροτησάντων δέ πάντων σύν γέλωτι καί βοῇ ὡς εὖ ὑπηγάγετο τόν παῖδα, «μελετῶ (εἶπεν) στρατηγεῖν, ὦ ἄνδρες, ἐπειδήπερ Περικλῆς ποιεῖν μέν με ἔφη, στρατηγεῖν δ’ οὐκ ἐπίστασθαι. ἆρ’ οὖν οὐ κατ’ ὀρθόν μοι πέπτωκεν τό στρατήγημα;» τοιαῦτα πολλά δεξιῶς ἔλεγέν τέ καί ἔπρασσεν, ὅτε πίνοι. τά μέντοι πολιτικά οὔτε σοφός οὔτε ῥεκτήριος ἦν, ἀλλ’ ὥς ἄν τίς εἷς τῶν χρηστῶν Ἀθηναίων.
Συνάντησα στη Χίο τον Σοφοκλή τον ποιητή, όταν ως στρατηγός ταξίδευε στη Λέσβο, άνδρα με παιχνιδιάρικη διάθεση στο κρασί εύστροφο. Τον φιλοξενούσε ο Ερμησίλαος, που ήταν φίλος του και πρόξενος των Αθηναίων. Όταν εμφανίστηκε ο οινοχόος, ένα αγόρι που είχε γίνει κατακόκκινο έτσι όπως στεκόταν δίπλα στη φωτιά, ο Σοφοκλής του είπε: «Θέλεις να πίνω με ευχαρίστηση;». Και πρόσθεσε, όταν το παιδί απάντησε καταφατικά, «μη βιάζεσαι λοιπόν όταν μου δίνεις και μου παίρνεις το ποτήρι». Τότε το παιδί κοκκίνισε ακόμη περισσότερο και ο Σοφοκλής στράφηκε προς τον άνδρα που μοιραζόταν το ανάκλιντρό του: «Πόσο ωραία το έθεσε ο Φρύνιχος όταν είπε: “Λάμπει του έρωτα το φως στα πορφυρά του μάγουλα”». Σ’ αυτό απάντησε ένας άνθρωπος από την Ερέτρια που ήταν δάσκαλος: «Είσαι βέβαια, Σοφοκλή, επιδέξιος στην ποίηση. Ο Φρύνιχος όμως δεν έκανε καλά που είπε ότι τα μάγουλα του ωραίου αγοριού είναι κόκκινα. Γιατί αν ο ζωγράφος έβαφε με κόκκινο χρώμα τα μάγουλα του αγοριού αυτού, δεν θα φαινόταν πια όμορφο. Δεν είναι σωστό λοιπόν κανείς να παρομοιάζει το όμορφο με αυτό που δεν φαίνεται όμορφο». Ο Σοφοκλής γέλασε πολύ με τον Ερετριέα και του είπε: «Φίλε, δεν σου αρέσει επομένως ούτε ο στίχος του Σιμωνίδη που θεωρείται πολύ πετυχημένος ανάμεσα στους Έλληνες: “Βγάζοντας φωνή η κοπέλα από το πορφυρό της στόμα”, ούτε ο ποιητής που αποκάλεσε “χρυσοκόμη” τον Απόλλωνα– γιατί αν ο ζωγράφος έκανε χρυσά τα μαλλιά του θεού και όχι μαύρα, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν τόσο ωραίο. Ούτε αυτός που είπε “ροδοδάκτυλος”· γιατί αν κανείς έβαφε τα δάχτυλά του με κόκκινο χρώμα, θα είχε χέρια βαφέα και όχι όμορφης γυναίκας». Όταν γέλασαν μ’ αυτά, ο Ερετριέας ντράπηκε με την παρατήρηση που του έγινε και ο Σοφοκλής στράφηκε πάλι στο αγόρι. Το είδε να προσπαθεί να απομακρύνει με το μικρό του δάχτυλο ένα σκουπιδάκι από το ποτήρι και το ρώτησε αν μπορεί να το δει. Όταν εκείνο απάντησε ότι το βλέπει, ο Σοφοκλής του είπε: «Φύσηξέ το λοιπόν να φύγει για να μη βραχεί το δάχτυλό σου». Όταν το αγόρι πλησίασε το πρόσωπό του στο ποτήρι, ο Σοφοκλής το έφερε κοντά στα χείλη του, ώστε οι δυο τους να έρθουν πολύ κοντά. Και όταν πια ήταν σε απόσταση αναπνοής, αγκάλιασε το αγόρι με το χέρι του και το φίλησε. Αφού όλοι τον χειροκρότησαν με γέλια και φωνές που τόσο ωραία παρέσυρε το παιδί, ο Σοφοκλής είπε: «Εξασκούμαι, κύριοι, στη στρατηγική, μιας και ο Περικλής είπε ότι γράφω ποίηση, αλλά την τέχνη του στρατηγού δεν την κατέχω. Μήπως δεν πήγε καλά το στρατήγημά μου;». Πολλά τέτοια έλεγε και έκανε όταν έπινε. Στην πολιτική όμως δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα ικανός ούτε δραστήριος, αλλά όσο ήταν κάθε ενάρετος Αθηναίος.
Στο είδος των απομνημονευμάτων πρέπει να ανήκε και ένα τρίτο έργο του Ίωνα, ο Σννεκδημητικος ή Πρεσβευτικός, από το οποίο δυστυχώς παραδίδεται μόνον ένα, εξαιρετικά σύντομο, απόσπασμα για έναν σπανοπώγωνα άνδρα.
Ελλάνικος ο Λέσβιος. Ο Ελλάνικος [FGrllist 4, 323a, 601a, 645a, 687a· EGM 147 κ.ε.] είναι περίπου σύγχρονος με τον Θουκυδίδη– τα τελευταία γεγονότα των έργων του που μπορούν να χρονολογηθούν με ασφάλεια αφορούν το έτος 407/406 (απ. 171 και 172 από την Ατθίδα)· άρα ο θάνατός του πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 404. Το συνολικό του έργο ήταν εκτενέστατο – μαρτυρούνται 23 διαφορετικοί τίτλοι – και εκτεινόταν στους τομείς της μυθογραφίας, της εθνογραφίας και της χρονογραφίας. Κύριος σκοπός του Ελλάνικου ήταν η συστηματοποίη- ση και η χρονολογική κατάταξη του παραδεδομένου υλικού. Πραγματεύτηκε τη μυθική ιστορία σε τέσσερις μονογραφίες (Φορωνίς, Δευκαλιωνεία, Ἀσωπίς, Ἀτλαντίς), καθώς και σε ένα έργο που παραδίδεται με τον τίτλο Τρωικά. Σε αυτά τα συγγράμματα όλοι οι πρωταγωνιστές του αρχαιοελληνικού μύθου ανάγονταν σε τέσσερα γενεαλογικά δένδρα: του Φορωνέα, του Δευκαλίωνα, των θυγατέρων του Ασωπού και των θυγατέρων του Άτλαντα. Αυθαίρετοι εν μέρει συγχρονισμοί συνέδεαν τους διάφορους κλάδους των γενεαλογικών δένδρων μεταξύ τους – οι περισσότεροι από αυτούς κατέληγαν στα Τρωικά. Αξιοπρόσεκτη είναι η ορθολογική στάση που ενίοτε υιοθετεί ο Ελλάνικος με πρότυπο τον Εκαταίο – όπως όταν γειώνει ρεαλιστικά τη μονομαχία μεταξύ Αχιλλέα και Σκάμανδρου που είναι γνωστή από τη ραψωδία Φ της Ιλιάδας (απ. 28):
Ὑπό δέ τοῦτον τόν χρόνον ἐν τῇ Ἴδη φησίν, <ὁ θεός ὗε> ὅθεν ὁ Σκάμανδρος τό ῥεῖθρον ὑπερβαλών ὑπό τοῦ ὀμβρίου ὕδατος τό ἔχον κοῖλα χωρία ἐπῆλθεν. τῷ ροΐ τούτῳ ὁ Ἀχιλλεύς ἡγούμενος τοῦ στρατοῦ πρῶτος ἐνέτυχε, καί δείσας τόν ῥοῦν, μή τί μιν πημήνῃ, ἐν <τῷ> πεδίῳ πτελέης πεφυκυίας λαβόμενος ἐμετεώρισεν ἑαυτόν· οἱ δ’ ἄλλοι τροϊδόμενοι τόν ῥοῦν ἐτράποντο ὅπου ἐδύναντο ἕκαστος, ἄλλος ἄλλῃ, καί ἐπί τά ταῶν ὁρῶν ὑπερέχοντα τοῦ πεδίου ἀνέβαινε…
Τον καιρό εκείνο, λέει, ο θεός έστειλε βροχή στην Ίδη, και ο Σκάμανδρος υπερχείλισε από τα νερά της βροχής και πλημμύρισε τις κοίλες περιοχές. 0 Αχιλλέας, που προπορευόταν του στρατού, αντιμετώπισε πρώτος το ρεύμα και από φόβο μήπως πάθει κάτι κρατήθηκε από ένα σημείο που είχαν φυτρώσει φτελιές και αιω- ρήθηκε– οι υπόλοιποι βλέποντας από μακριά το ρεύμα τράπηκαν σε φυγή, ο καθένας όπου μπορούσε· και ανέβαινε το ρεύμα στα ψηλότερα σημεία των βουνών…
Οι εθνογραφικές-γεωγραφικές πραγματείες του Ελλάνικου αντλούν από το έργο των προκατόχων του, ιδίως του Ηρόδοτου και του Εκαταίου – κυρίως οι μονογραφίες που ήταν αφιερωμένες σε «βαρβαρικούς» λαούς, τα Αιγυπτιακά, τα Κυπριακά, τα Λυδιακά, τα Περσικά και τα Σκυθικά. Σε προσωπική έρευνα πρέπει να βασίζονταν οι ελληνικοί τίτλοι Αἰολικά (= Λεσβι[α]κά;), Ἀργολικά, Περί Ἀρκαδίας, Βοιωτιακά, Θετταλικά και Περί Χίου κτίσεως· τα έργα αυτά περιλάμβαναν φυσικά πλήθος ιστορικών πληροφοριών. Στον Ελλάνικο αποδίδονται επίσης οι Κτίσεις εθνών και πόλεων ή Περί εθνών ή ’Εθνών δνομασίαι (πιθανότατα και οι τρεις τίτλοι περιγράφουν ένα και μοναδικό σύγγραμμα) και τα Βαρβαρικά νόμιμα. Είναι εξάλλου πιθανό τίτλοι που αντικατοπτρίζουν την ιστορία μεμονωμένων περιοχών να μην αποτελούσαν αυτοτελή έργα, αλλά τμήματα εκτενέστερων συγγραμμάτων.
Η σημαντικότερη συμβολή του Ελλάνικου εντοπίζεται στον τομέα της χρονογραφίας. Στο έργο Καρνεονίκαι -από το οποίο παραδίδονται μόνο δύο αποσπάσματα, τα υπ’ αριθ. 85 και 86′ το έργο κυκλοφορούσε τόσο σε πεζή όσο και σε έμμετρη μορφή που χρονολογείται ίσως στην ελληνιστική εποχή- ο κατάλογος των νικητών στους μουσικούς αγώνες των Καρνείων στη Σπάρτη χρησίμευε ως χρονολογικός άξονας μιας ιστορίας της μουσικής και της λυρικής ποίησης. Στο έργο Ίέρειαι τής Ηρας αί εν Άργει (σε 3 βιβλία) ο Ελλάνικος επιχείρησε να καταγράψει ολόκληρη την ελληνική ιστορία με άξονα τη θητεία των ιερειών της Ήρας στο Άργος, με άλλα λόγια να συγγράψει το πρώτο πλήρες ελληνικό χρονικό κατά το πρότυπο των βασιλικών χρονικών της Ανατολής.[10] Αν και το εγχείρημα αυτό ήταν επαναστατικό, δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την ορθή και επιτυχή εφαρμογή του συγκεκριμένου χρονολογικού συστήματος στα ελληνικά δεδομένα. Μολονότι δεν είναι δυνατόν να υπήρχαν γραπτές μαρτυρίες για τα ονόματα των ιερειών της Ήρας πριν από τον 6ο αιώνα, ο Ελλάνικος -αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα σωζόμενα αποσπάσματα- έφτανε έως την εποχή του Μακεδόνα, του γιου του Αίολου και δισέγγονου του Δευκαλίωνα (απ. 74). Αυτό όμως σημαίνει είτε ότι βασίστηκε σε έναν (πλαστό) κατάλογο ονομάτων των ιερειών που έφθανε ως τους μυθικούς χρόνους είτε ότι επινόησε ο ίδιος τα ονόματα αυτά. Η χρονολόγηση προϊστορικών συμβάντων σε συγκεκριμένα έτη της θητείας μιας ιέρειας πρέπει επίσης να αποτελεί επινόηση του Ελλάνικου παράδειγμα το απόσπασμα 79b, στο οποίο γράφει ότι το Σικελικόν γένος μετανάστευσε από την Ιταλία στη Σικελία, τρίτη γενεά ττρότερον των Τρωικών, ’Αλκυόνης ίερωμένης εν ‘Αργεί κατά το εκτον και είκοατον ετος.
Με το έργο Ἀτθίς (πιθανότατα σε 2 βιβλία) ο Ελλάνικος έγινε ο θεμελιωτής της Ατθιδογραφίας, της ιστοριογραφίας της Αττικής, ενός είδους που άκμασε ιδίως κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Η διαδοχή των βασιλέων της Αθήνας αποτελούσε τον άξονα της μυθικής ιστορίας της Αττικής (απ. 168), ενώ το κατεξοχήν ((ιστορικό» τμήμα διαρθρωνόταν βάσει των επωνύμων αρχόντων (απ. 171 και 172 επί’Αντιγενονς). Κατά της συγκεκριμένης μεθόδου χρονολόγησης εκφράζεται ο Θουκυδίδης (5.20.2):
Σκοπείτω δέ τίς κατά τούς χρόνους καί μή τῶν ἑκασταχοῦ ἤ ἀρχόντων ἤ ἀπό τιμῆς τίνος ἐς τά προγεγενημένα σημαινόντων τήν ἀπαρίθμησιν τῶν ὀνομάτων πιστεύσας μᾶλλον, οὐ γάρ ἀκριβές ἐστιν, οἷς καί ἄρχομενοις καί μεσοῦσι καί ὅπως ἔτυχέ ταῳ ἐπεγένετό τί…
Για τη χρονολόγηση είναι προτιμότερο να έχει κανείς υπόψη του τη φυσική διαίρεση του χρόνου παρά τους καταλόγους των ονομάτων των αρχόντων ή εκείνων που έχουν κάποιο αξίωμα, καταλόγους που μεταχειρίζονται διάφορες πολιτείες για να χρονολογήσουν τα γεγονότα. Με τον δεύτερο τρόπο δεν προκύπτει πότε ακριβώς συνέβη κάτι, δηλαδή στην αρχή, στο τέλος ή σε άλλο σημείο του χρόνου κατά τον οποίο τα πρόσωπα αυτά ασκούσαν το λειτούργημά τους.
Αλλού ο Θουκυδίδης (1.97.2) επικρίνει την έλλειψη ακρίβειας με την οποία ο Ελλάνικος πραγματευόταν τα γεγονότα της λεγόμενης Πεντηκονταετίας (480/479-431/430):
Τούτων δε ὅσπερ και ἥψατο ἐν τῇ Ἀττικῇ ξυγγραφῇ Ἑλλάνικος, βραχέως τε και τοῖς χρόνοις οὐκ ἀκριβῶς έπεμνήσθη …
Κι εκείνος όμως που τα γεγονότα αυτά μόλις τ’ άγγιξε, ο Ελλάνικος στην Αττική του συγγραφή, το έκανε πολύ σύντομα και δεν ανέφερε χρονολογίες με ακρίβεια…
Χάρων ο Λαμψακηνός. Ο κατάλογος των ιστορικών που μνημονεύει ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας και το σχετικό λήμμα της Σούδας (το οποίο ωστόσο εμφανίζει μια τριπλή, αντιφατική χρονολόγηση) τοποθετούν τον Χάρωνα [FGrHist 262, 687b] στην εποχή πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δηλαδή τον θεωρούν κατά τι πρεσβύτερο του Ηρόδοτου. Ο χαρακτήρας των έργων του και το γεγονός ότι ούτε ο Ηρόδοτος ούτε ο Θουκυδίδης φαίνεται να τον χρησιμοποιούν καθιστούν πιθανότερη την υπόθεση ότι ο Χάρων είναι νεότερος του Ελλάνικου·[11] απόλυτα βέβαιη δεν είναι ωστόσο ούτε αυτή η χρονολόγηση. Οι τίτλοι που μνημονεύει η Σούδα θυμίζουν τον Ελλάνικο, στο μέτρο που αντικατοπτρίζουν έναν συνδυασμό εθνογραφικών, γεωγραφικών, χρονογραφικών και τοπικών ενδιαφερόντων: Αἰθιοπικά, Περσικά, Ἑλληνικά, Περί Λαμψάκου, Λιβυκά, Ὧροι Λαμψακηνῶν, Πρυτάνεις Λακεδαιμονίων, Κτίσεις πόλεων, Κρητικά, Περίπλους ἐκτός τῶν Ἡρακλέους στηλῶν. Το έργο που η Σούδα χαρακτηρίζει ως χρονικό για τους πρυτάνεις των Λακεδαιμονίων παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την εξέλιξη του ιστοριογραφικού είδους: αν ο τίτλος αναφέρεται στους βασιλείς (και τους εφόρους;) της Σπάρτης -ωστόσο ο όρος πρυτάνεις δεν απαντά αλλού με αυτήν τη σημασία-, τότε πρόκειται για ένα χρονικό συγκρίσιμο με το έργο του Ελλάνικου για τις ιέρειες της Ήρας– μάλιστα, η σημασία του για την εξέλιξη της ιστοριογραφίας θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν ο Χάρων ήταν πρεσβύτε- ρος του Ελλάνικου. Από το έργο ‘Ωροι Λαμψακηνών (σε 4 βιβλία) πα- ραδίδεται ένα εκτενές απόσπασμα για μια εκστρατεία των Βισαλτών εναντίον της Καρδίας (απ. 1) που διακρίνεται για το νοβελιστικό του ύφος.
Βισάλται εἰς Καρδίην ἐστρατεύσαντο καί ἐνίκησαν. ἡγεμών δέ τῶν Βισαλτέων ἦν Νάρις. οὗτος δέ παῖς ὤν τῇ Καρδίῃ ἐπράθη, καί τίν Καρδιηνῷ δουλεύσας κορσωτεύς ἐγένετο. Καρδιηνοῖς δέ λόγιον ἦν ὡς Βισάλται ἀπίξονται ἐπ’ αὐτούς, καί πυκνά περί τούτου διελέγοντο ἐν τῷ κορσωτηρίῳ ἱζάνοντες καί ἀποδράς ἐκ τῆς Κάρδίης εἰς τήν πατρίδα τούς Βισάλτας ἐστειλεν ἐπί τούς Καρδιηνούς, ἀποδειχθείς ἡγεμών ὑπό τῶν Βισαλτέων. οἱ δέ Καρδιηνοί πάντες τούς ἵππους ἐδίδαξαν ἐν τοῖς συμποσίοις ὀρχεῖσθαι ὑπό τῶν αὐλῶν καί ἐπί τῶν ὀπισθίων ποδῶν ἱστάμενοι τοῖς προσθίοις <ὥσπερ χειρονομέοντες> ὠρχοῦντο ἐξεπιστάμενοι τά αὐλήματα. ταῦτ οὖν ἐπιστάμενος ὁ Νάρις ἐκτήσατο ἐκ τῆς Καρδίης αὐλητρίδα· καί ἀφικομένη ἡ αὐλητρίς εἰς τούς Βισάλτας ἐδίδαξε πολλούς αὐλητάς, μεθ’ ὧν δή καί στρατεύεται ἐπί τήν Καρδίην καί ἐπειδή ἡ μάχη συνειστήκει, ἐκέλευσεν αὐλεῖν τά αὐλήματα ὅσα οἱ ἵπποι τῶν Καρδιηνῶν ἐξεπισταίατο· καί ἐπεί ἤκουσαν οἱ ἵπποι τοῦ αὐλοῦ ἔστησαν ἐπί τῶν ὀπισθίων ποδῶν καί πρός ὀρχησμόν ἐτράποντο. τῶν δέ Καρδιηνῶν ἡ ἰσχύς ἐν τῇ ἵππῳ ἦν, καί οὕτως ἐνικήθησαν.
Οι Βισάλτες εξεστράτευσαν εναντίον της Καρδίας και νίκησαν. Αρχηγός τους ήταν ο Νάρις. Αυτός, όταν ήταν παιδί, πουλήθηκε στην Καρδία και, αφού αρχικά υπηρέτησε κάποιον Καρδιανό, έγινε κουρέας. Οι Καρδιανοί είχαν έναν χρησμό ότι οι Βισάλτες θα τους επιτεθούν και συχνά μιλούσαν για το θέμα αυτό όταν σύχναζαν στο κουρείο. Ο Νάρις, όταν απέδρασε από την Καρδία στην πατρίδα του, ξεσήκωσε τους Βισάλτες εναντίον των Καρδιανών και αναδείχθηκε ηγέτης τους. Όλοι οι Καρδιανοί είχαν μάθει στα άλογά τους να χορεύουν στα συμπόσια με τη συνοδεία αυλού– τα άλογα στέκονταν στα πίσω πόδια και με τα μπροστινά, λες και έκαναν χειρονομίες, χόρευαν έχοντας εξοικειωθεί με τις μελωδίες. Ο Νάρις, που τα γνώριζε αυτά καλά, εξασφάλισε μια αυλητρίδα από την Καρδία– αυτή, όταν έφτασε στους Βισάλτες, εκπαίδευσε πολλούς αυλητές’ μαζί τους εξεστράτευσε ο Νάρις εναντίον της Καρδίας. Και όταν έφτασε η ώρα της μάχης, τους διέταξε να παίξουν τις μελωδίες που ήξεραν τα άλογα των Καρδιανών. Μόλις άκουσαν τα άλογα τον αυλό, στάθηκαν στα πίσω πόδια και άρχισαν τον χορό. Η δύναμη όμως των Καρδιανών βρισκόταν στο ιππικό, και έτσι νικήθηκαν.
Το απόσπασμα αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση ότι τα χρονικά του Ξάνθου δεν περιορίζονταν στην απλή απαρίθμηση γεγονότων, κάτι που ίσως αποτελεί επιχείρημα υπέρ της όψιμης χρονολόγησής του.
Αντίοχος ο Συρακόσιος. Ο Αντίοχος [FGrHist 555], κατά τι νεότερος του Ελλάνικου και κατά πάσα πιθανότητα ο πρώτος ιστορικός των ελληνικών αποικιών στη Δύση,[12] συνέγραψε δύο έργα, τα Σικελικά (σε 9 βιβλία) και το Περι ’Ιταλίας (ίσως σε ένα βιβλίο). Το πρώτο, από το οποίο παραδίδεται μόνο ένα απόσπασμα, άρχιζε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διόδωρου (μαρτ. 3), με τον Κώκαλο, τον μυθικό βασιλιά των Σικανών, και τελείωνε το 424/423, το έτος της ειρήνης της Γέλας (Θουκ. 4.65). Τα Σικελικά, τα οποία περιλάμβαναν λεπτομερή ιστορία του αποικισμού της Σικελίας, χρησιμοποιήθηκαν από τον Θουκυδίδη ως πηγή για τη Σικελική αρχαιολογία με την οποία ο Αθηναίος ιστορικός αρχίζει την αφήγηση της εκστρατείας των Αθηναίων κατά των Συρακουσών (6.2 κ.ε.). Από το δεύτερο έργο, στο οποίο παραπέμπει συχνά ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας, σώζεται μόνο η αρχή: Ἀντίοχος Ξενοφάνεος τάδε συνέγραψε περί Ἰταλίας, ἐκ ταῶν ἀρχαίων λόγων τα πιστότατα και σαφέστατα (αυτά έγραψε για την Ιταλία ο Αντίοχος, ο γιος του Ξενοφάνη, επιλέγοντας τις πλέον αξιόπιστες και σαφείς από τις αρχαίες ιστορίες που παρα- δίδονται). Φαίνεται πως η μέθοδος του Αντίοχου έμοιαζε με εκείνη του Εκαταίου, του Ηρόδοτου και του Ελλάνικου: η παράδοση πρέπει να ελέγχεται με κριτικό-ορθολογιστικό πνεύμα. Η πρόσφατη έρευνα υπογραμμίζει ότι επίκεντρο της ιστοριογραφίας του Αντίοχου υπήρξαν οι ελληνικές αποικίες της Δύσης: η ιστορία και ο πολιτισμός των Ελλήνων της Δύσης (αλλά και του ιθαγενούς πληθυσμού της Ιταλίας και της Σικελίας) θεωρούνται θέματα άξια λόγου από μόνα τους και αναπτύσσονται ανεξάρτητα από την επίδραση της μητρόπολης.[13]
Δαμάστης από το Σίγειο. Μολονότι ο Διονύσιος τον κατατάσσει στην κατηγορία των πρεσβύτερων ιστορικών, ο Δαμάστης [FGrHist 5· EGM 67 κ.ε.] πρέπει να υπήρξε σύγχρονος του Ελλάνικου. Παραδίδονται έξι τίτλοι έργων του. Στο είδος της μυθογραφίας ανήκει το Περί γονέων καί προγόνων των εἰς Ἴλιον στρατευσαμένων (δεν παραδίδεται κανένα απόσπασμα). Ένα ιστορικό έργο με τον τίτλο Περί τῶν ἐν Ἑλλάδι γενομένων φαίνεται ότι πραγματευόταν και τους Περσικούς πολέμους (αυτό προκύπτει από το απόσπασμα 4, στο οποίο γίνεται λόγος για γεγονότα της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα). Οι υπόλοιποι τίτλοι είναι γεωγραφικού-εθνογραφικού προσανατολισμού (Ἐθνῶν κατάλογος καί πόλεων ἤ Περί ἐθνῶν)· επίσης μνημονεύεται ένας Περίπλονς και ένα γραμματολογικό σύγγραμμα (Περί ποιητών καί σοφιστών).
Διονύσιος ο Μιλήσιος. Σύμφωνα με τη Σούδα (μαρτ. 1), ο Διονύσιος ο Μιλήσιος [FGrHist 687] ήταν σύγχρονος του Εκαταίου και η ακμή του πρέπει να τοποθετηθεί στην εποχή του Δαρείου (περί το 520). Έγραψε ιστορία για την περίοδο μετά τον Δαρείο (Τά μετά Δαρεῖον, σε 5 βιβλία) και Περσικά, και τα δύο σε ιωνική διάλεκτο. Ο Jacoby τον θεωρεί πηγή του Ηρόδοτου.[14] Δύο όμως δεδομένα, το γεγονός ότι τα έργα του Διονύσιου δεν άφησαν κανένα ίχνος στις ηρο- δότειες Ιστορίες και ότι από αυτά τα έργα η μόνη συγκεκριμένη πληροφορία που μας έχει σωθεί αφορά μια παραλλαγή του ονόματος του μάγου που οργάνωσε την εξέγερση εναντίον του Καμβύση (απ. 2: Πανξονθης αντί Πατιζείθης), υπονομεύουν την τολμηρή εικασία του Jacoby.
------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου