Και φίλοι και γραικύλοι
Δεκέμβρης του 60 π.Χ. Ο Κικέρων γράφει από τη Ρώμη επιστολή στον αδελφό του Κόιντο, ο οποίος είναι διοικητής στη ρωμαϊκή επαρχία της Μ. Ασίας.
Αγαπητέ μου Κόιντε,
Πολλά και ενδιαφέροντα τα νέα που περιέχει η τελευταία επιστολή σου, πολλές, όπως καταλαβαίνω, και οι έγνοιες που συνοδεύουν το αξίωμα και τα καθήκοντά σου. Αναρωτιέσαι αν είναι αγαθή τύχη ή κατάρα που σου έλαχε να διοικείς Έλληνες. Θα έλεγα ότι είναι και τα δύο. Ας υποθέσουμε ότι ήσουν διοικητής σε κάποια γαλατική, ισπανική ή αφρικανική επαρχία. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι ο κόσμος στις επαρχίες αυτές είναι απαίδευτος και κοινωνικά καθυστερημένος, με μια λέξη «βάρβαρος». Τι θα έκανες στην περίπτωση αυτή; Δεν θα προσπαθούσες να επιβάλεις μια στοιχειώδη τάξη και να δημιουργήσεις, όσο περνούσε από το χέρι σου, τις προϋποθέσεις για τη βελτίωση του επιπέδου αυτών των λαών; Αυτή θα ήταν, ασφαλώς, η αποστολή σου γιατί αυτό επιτάσσουν οι ανθρωπιστικές μας παραδόσεις. Οι θεοί ευλογούν τη Ρώμη και της έχουν αναθέσει την αποστολή να δαμάσει το τραχύ ήθος των υποτελών της και να τους δώσει την ευκαιρία να γευτούν τα αγαθά της πολιτικής οργάνωσης και της πνευματικής ζωής στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Σου λέω, βέβαια, πράγματα που γνωρίζεις.
Θα πρέπει να γνωρίζεις το ίδιο καλά ότι ο τόπος και ο κόσμος που διοικείς έχει μια πολύ ξεχωριστή ιστορία. Ο πολιτισμός, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι ελληνική εφεύρεση· η παιδεία έχει ελληνικές ρίζες και από τις ρίζες αυτές τραφήκαμε κι εμείς σαν έθνος. Δεν θα διστάσω ποτέ να ομολογήσω ότι το λαμπρό οικοδόμημα της Ρώμης δεν θα μπορούσε να υψωθεί χωρίς τη συμβολή του ελληνικού πολιτισμού· και ότι όσα πετύχαμε εμείς οι Ρωμαίοι τα πετύχαμε υιοθετώντας την εκπαίδευση, την τέχνη και τις επιστήμες των Ελλήνων. Και η εκπολιτιστική αποστολή της Ρώμης είναι κι αυτή συνέχεια του ελληνικού φωτός. Γι᾽ αυτούς τους λόγους, είμαστε σήμερα ηθικά υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε τους Έλληνες με τον σεβασμό που αρμόζει στη μεγάλη τους ιστορία, και με την πολιτική μας συμπεριφορά να ξεπληρώσουμε κατά κάποιο τρόπο το χρέος μας απέναντί τους.
Έχω αρκετή πολιτική πείρα για να ξέρω, βέβαια, ότι ο σχεδιασμός της πολιτικής δράσης δεν μπορεί πάντα να καθοδηγείται από ιστορικούς συναισθηματισμούς. Και ξέρω καλά ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζεις στην παρούσα περίοδο υπαγορεύουν μια σθεναρή, για να μην πω παραδειγματικά αυστηρή, στάση, προκειμένου να τεθούν έγκαιρα υπό τον έλεγχό σου οι αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού στις πρόσφατες φορολογήσεις. Παρ᾽ όλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπήκοοί σου έχουν μακρά παράδοση πολιτικής σκέψης και πράξης, προσπάθησε να συζητήσεις με τους εκπροσώπους τους, χωρίς να δίνεις την εντύπωση ότι όλα είναι προαποφασισμένα και τίποτε δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Αν μη τι άλλο, οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να κάνουν συζήτηση και εκτιμούν αυτούς που τους δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουν. Και φυσικά θα το εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο αν τους φιλοδωρήσεις και με ολίγα ελληνικά. Είμαι βέβαιος ότι έχεις μάθει αρκετά για να μπορείς να τους κάνεις μια τέτοια φιλοφρόνηση. Πιστεύουν -και δεν έχουν και άδικο, εδώ που τα λέμε- ότι μιλούν την πιο πλούσια, ωραία και εκφραστική γλώσσα του κόσμου· και θα γίνουν πιο δεκτικοί όταν ακούσουν τον ρωμαίο διοικητή τους να τους υποδέχεται στο κυβερνείο «ελληνιστί». Δεν θα είχες, ασφαλώς, παρόμοια προβλήματα και υποχρεώσεις αν είχες να κάνεις με Γαλάτες, σκέψου όμως αν θα προτιμούσες να βλέπεις από το παράθυρο του κυβερνείου τις καλύβες του Βερκινγκετόριξ με φόντο τα βουνά και τις βελανιδιές ή τους ναούς, τα θέατρα και τις βιβλιοθήκες της Ιωνίας.
Στη Ρώμη ο καιρός είναι καλός και έχουμε σχετική ησυχία. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό αλλά, αν το χειρότερο σενάριο που έχω στο μυαλό μου ισχύει, σίγουρα κάποιος στρατηγός ετοιμάζεται να επιτεθεί με «ανήθικους σκοπούς» εναντίον της πολύπαθης δημοκρατίας μας. Αλλά ας μη μελαγχολήσω περισσότερο για σήμερα.
Να είσαι πάντα καλά.
Αν υπήρχαν φιλέλληνες στη Ρώμη, ο Κικέρων ήταν σίγουρα ένας απ᾽ αυτούς. Ο Κόιντος, πάντως, δεν θεωρούσε την ιστορική θέα από το μεγάλο παράθυρο του κυβερνείου αρκετή για να ξεχάσει τα μεγάλα προβλήματα που τον έζωναν. «Και ελληνικά τους μίλησα», απάντησε, «και επί μακρόν συζήτησα με τους εκπροσώπους τους. Αλλά αυτοί δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους· οι μεν διαβάλλουν τους δε και όλοι μαζί κάνουν ό,τι μπορούν για να φανούν αφερέγγυοι και αναξιόπιστοι. Δεν είμαι βέβαιος αν μισούν τη ρωμαϊκή διοίκηση περισσότερο από ό,τι επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον. Τι έχεις να πεις επ᾽ αυτού;»
Αγαπητέ μου Κόιντε,
Από ό,τι φαίνεται έχεις πολλά να μάθεις ακόμη. Τίποτε από αυτά που μου γράφεις δεν μου κάνει εντύπωση. Και για να πάψεις να εντυπωσιάζεσαι και εσύ, σκέψου ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν χάσει τις πολιτικές τους ελευθερίες εδώ και έναν σχεδόν αιώνα. Ναι, δυστυχώς, εδώ και πολύν καιρό ο χαρακτήρας τους διαμορφώνεται περισσότερο από την πολιτική τους υποτέλεια παρά από τις παραδόσεις του παρελθόντος τους. Πολλοί από αυτούς έχουν γίνει καιροσκόποι και κόλακες και, όπως διαπίστωσες και μόνος σου, ενώ έχουν ισχνή αίσθηση της σύγχρονης πολιτικής τους κατάστασης, διατηρούν ακέραιη την ικανότητά τους να πλατειάζουν και να θεωρητικολογούν με τον πιο άκαιρο τρόπο. Υπήρξα και εγώ ο ίδιος αποδέκτης της ελληνικής επιπολαιότητας και δουλοπρέπειας. Απλούστατα, από έναν ενστικτώδη σεβασμό για όλα εκείνα που επισήμανα στην προηγούμενη επιστολή μου προσπάθησα πάντα να ανακαλύψω τους καλούς, έντιμους και αξιοπρεπείς Έλληνες, αυτούς που τιμούν την ιστορία τους. Δεν είναι πάντα εύκολο να τους εντοπίσεις, αλλά ασφαλώς υπάρχουν. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα προσωπικής σου εκτίμησης και προσωπικών χειρισμών. Αν τα συμφέροντα της ρωμαϊκής διοίκησης επιβάλλουν να τους στενοχωρήσεις, κάν᾽ το. Μάλλον καλό θα τους κάνει.
Υγίαινε.
Εδώ έπεσε πολύ νερό στο φιλελληνικό κρασί. Ο Κικέρων αγαπάει, ή έστω συμπαθεί, τους Έλληνες υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και η κυριότερη από αυτές είναι «να μοιάζουν με τους ένδοξους προγόνους τους», αυτούς που, όπως του είχαν πει οι δάσκαλοί του στο ρωμαϊκό σχολείο, είχαν μεγαλουργήσει και είχαν δώσει τα φώτα του πολιτισμού και στην ίδια τη Ρώμη. Οι σύγχρονοι Έλληνες (λέει) είναι κατά κανόνα «ξεπεσμένοι» και μόνο κατ᾽ εξαίρεση άξιοι της ιστορίας τους.
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τρεις εθνικούς όρους για να αναφερθούν στους Έλληνες: (α) Graius. Σπάνιο, ποιητικό και εξιδανικευτικό. Παραπέμπει περισσότερο στους Έλληνες μιας μυθικής και ηρωικής εποχής, μορφές απρόσιτες, σχεδόν πέρα από τον χρόνο και τις ιστορικές συγκυρίες, σαν τον Όμηρο, ας πούμε, (β) Graecus. Ο πιο συχνός και ουδέτερος όρος. (γ) Graeculus. («γραικύλος», όπως το ακούμε καμιά φορά και σήμερα). Είναι υποκοριστικό και σημαίνει τον «μικρό Έλληνα». Η συχνότητα εμφάνισής του αυξάνεται στα χρόνια που ακολούθησαν την τελική υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη, το 146 π.Χ. Σπάνια δείχνει κάποια συγκαταβατική συμπάθεια· συνήθως σημαίνει τον «σύγχρονο Έλληνα της παρακμής» πάντα σε αντιδιαστολή προς τους «παλιούς, καλούς Έλληνες». Ο Κικέρων (σε άλλη επιστολή του) διακηρύσσει και το παινεύεται που είναι φιλέλληνας· απλώς οι γραικύλοι είναι γραικύλοι, και ο Κόιντος πρέπει να φυλάγεται από αυτούς.
Ο Κικέρων ήταν μεγάλη προσωπικότητα και θεωρείται ένας από τους «Πατέρες» της δυτικής κουλτούρας. Τα παιδιά ακούν (γενικά) τους πατεράδες, και, ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούν, επηρεάζονται από τις απόψεις τους. Τα «παιδιά» του Κικέρωνα στη Δύση, για αιώνες πολλούς και με ποικίλους τρόπους, θυμούνται τα λόγια του Κικέρωνα όταν αναφέρονται στην Ελλάδα και τους Έλληνες. Οι μεγάλοι ευρωπαίοι φιλέλληνες του 18ου και 19ου αιώνα είναι φιλέλληνες για τους ίδιους πάνω κάτω λόγους που είναι και ο Κικέρων· και παρόλο που δείχνουν μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση για τους «ραγιάδες» της Τουρκοκρατίας, νοσταλγούν το ελληνικό παρελθόν με τον ίδιο περίπου τρόπο που το νοσταλγεί και ο Ρωμαίος. Η ιστορία του φιλελληνισμού αρχίζει ουσιαστικά στη Ρώμη· και από τη Ρώμη ο σύγχρονος κόσμος κληρονόμησε τον θαυμασμό για την ιδανική Ελλάδα, την απογοήτευση για την Ελλάδα που δεν ήταν «και τόσο ιδανική» και τις επιφυλάξεις του για τους Έλληνες που, σαν τους υπηκόους του Κόιντου, δεν κατάφερναν «να αρθούν στο ύψος της προγονικής κληρονομιάς τους».
Σας αρέσει η Ελλάδα, μις;
Πριν από μερικά χρόνια η ελληνική κυβέρνηση παράγγειλε, μέσω ξένων εταιρειών, μια σειρά από δημοσκοπήσεις με σκοπό να διαπιστωθεί ποια είναι η «εικόνα» που προβάλλει η σύγχρονη Ελλάδα στον υπόλοιπο κόσμο. Η «εικόνα» (που την ακούμε και ως «ίματζ») και η μέριμνα για την «επικοινωνιακότητα» (πόσο καλοί είμαστε στο να «περνάμε» τις απόψεις μας, πόσο πειστικός, ελκυστικός και αποδεκτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ασκούμε τις διαπροσωπικές και συλλογικές σχέσεις μας στην κοινωνία) είναι σχετικά σύγχρονες έννοιες, αλλά η περιέργεια για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι είναι τόσο παλιά όσο και οι πρώτες στοιχειωδώς οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες. Ο πρώτος λαός που έκρινε τους Έλληνες συστηματικά ήταν οι Ρωμαίοι - ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, οι Ρωμαίοι ήταν η πρώτη οργανωμένη κοινωνία που μας άφησε πλούσιες και λεπτομερείς μαρτυρίες για το είδος της «εικόνας» που είχε διαμορφώσει για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ξέρουμε μάλλον λίγα για το πώς έβλεπε τους Έλληνες ο Ξέρξης και οι Πέρσες, και ακόμη λιγότερα για τη σχετική γνώμη των Αιγυπτίων· μπορούμε, όμως, να ξέρουμε θαυμάσια τι έλεγαν οι ρωμαίοι ιστορικοί, ποιητές, δραματουργοί, φιλόσοφοι, στρατηγοί, ακόμη και ο απλός κόσμος. Και, βέβαια, έχουμε τη δυνατότητα να διαβάζουμε και τα προσωπικά «κουτσομπολιά» των Ρωμαίων που, σαν τον Κικέρωνα, φρόντισαν να μας αφήσουν την προσωπική τους αλληλογραφία. Να δούμε τα ευρήματα της πρώτης αυτής «δημοσκόπησης».
Το σταθερό ερώτημα της δημοσκόπησης ήταν: «Ποια είναι η άποψή σας για την Ελλάδα και τους Έλληνες;» Η έρευνα έγινε στην ευρύτερη περιοχή της Ρώμης κατά το τελευταίο έτος της εξουσίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού, και εδώ παρατίθενται αντιπροσωπευτικά δείγματα απαντήσεων.
Μάρκος Τρεβάτιος, νομομαθής: Θα σας απαντήσω πολύ γενικά. Θεωρώ πολύ σημαντική τη συμβολή των Ελλήνων στη διαμόρφωση της ρωμαϊκής πνευματικής και πολιτειακής ζωής. Δεν ήμουν ποτέ λάτρης της ποίησης, και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό για να σας απαντήσω σχετικά με ζητήματα λογοτεχνίας και καλών τεχνών. Φυσικά τα ελληνικά επιτεύγματα σ᾽ αυτούς τους τομείς είναι αναμφισβήτητα και, ως γνωστόν, τα μεγαλύτερα ονόματα της λατινικής λογοτεχνίας, όπως ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και ο Οβίδιος, αναζήτησαν τα πρότυπά τους στο πάνθεο των ελλήνων κλασικών. Τα θυμόμαστε όλοι αυτά από τα χρόνια των σπουδών μας, και ας ταλαιπωρηθήκαμε όλοι λίγο πολύ από την επιμονή των δασκάλων μας να αποστηθίζουμε ελληνικά κείμενα και να μάθουμε την ελληνική γλώσσα. Προφανώς σας λέω κοινοτυπίες, ε; [Γέλια.] Λοιπόν, να σας απαντήσω καλύτερα ως νομικός. Νομίζω ότι στο πεδίο αυτό, και παρ᾽ όλα τα ελληνικά προηγούμενα, οι Ρωμαίοι υπερέχουν σαφώς - όχι τόσο ως προς τη θεωρία όσο ως προς την κωδικοποίηση της νομικής σκέψης και τη νομική πράξη. Σκέφτομαι πάντα ότι οι Έλληνες προτιμούν την εναλλακτική ποικιλία εκεί που οι Ρωμαίοι επιμένουν στην πειθαρχημένη συναίνεση. Θυμάμαι έναν από τους μεγάλους μας δασκάλους να μας προτρέπει να μάθουμε να αναπτύσσουμε τη σκέψη μας σαν Έλληνες αλλά να την εφαρμόζουμε σαν Ρωμαίοι. Και κάτι άλλο, αφού με ρωτάτε… Έχετε ποτέ διαβάσει τα έργα του Κικέρωνα; Είναι αποκαλυπτικός για τα ελληνικά δικαστήρια της εποχής του, που τα ήξερε από πρώτο χέρι. Δεν είναι, λέει, εύκολο να βρεις στην Ελλάδα μάρτυρα που δεν είναι ψευδομάρτυρας και δεν έχει δωροδοκηθεί. Εντυπωσιακό, δεν συμφωνείτε;
Παύλος Βιτέλιος, θεατρικός επιχειρηματίας: Από καθαρά επιχειρηματική-θεατρική άποψη, θα έλεγα ότι στην εποχή μας οι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς δεν είναι τόσο δημοφιλείς όσο ήταν παλιότερα. Ακούω ορισμένους να λένε ότι ο Μένανδρος είναι αξεπέραστος. Μπορεί, δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω είναι ότι οι θίασοι που δοκίμασαν να ανεβάσουν ελληνική κωμωδία στο πρόσφατο παρελθόν «μπήκαν μέσα» κατά το κοινώς λεγόμενο. Εδώ ακόμη και ο δικός μας ο Τερέντιος δεν πουλάει σήμερα. Ακούω πάλι άλλους να λένε ότι φταίει το σημερινό μορφωτικό επίπεδο του κόσμου που το κλασικό ελληνικό ρεπερτόριο δεν έχει πέραση. Ωραία, απαντώ εγώ, οι μορφωμένοι και η ελίτ ας διαβάζουν στην προσωπική τους βιβλιοθήκη τους έλληνες κλασικούς και ας αφήσουν τον κοσμάκη να διασκεδάζει κι εμάς να βγάζουμε το μεροκάματό μας με λατινικούς μίμους και παντομίμους. Τώρα, γενικά, τι πιστεύω για τους Έλληνες… Τι να σας πω… κρίνοντας από αυτούς που ξέρω εδώ στη Ρώμη (και ξέρω αρκετούς) θα έλεγα γενικά ότι είναι έξυπνη ράτσα - καλοί, πολύ καλοί στο λέγειν, αλλά λίγο απρόβλεπτοι στη συμπεριφορά τους. Νομίζω ότι, με όλα τα στραβά του, ο Ρωμαίος έχει διδαχτεί να κρατάει τον λόγο του και να πειθαρχεί στις αρχές. Ο μέσος Έλληνας έχει μάλλον διαφορετική άποψη γι᾽ αυτά τα θέματα. Πάντως στην Ελλάδα θα ήθελα κάποτε να πάω - ίσως στη Δήλο, όπου έχω έναν εξάδελφο τραπεζίτη εγκατεστημένο μόνιμα εκεί. Μου λέει ότι είναι πολύ ωραία…
Πόπλιος Ραβίριος, φιλόσοφος, συγγραφέας: Να το πω εξαρχής: θαυμάζω απεριόριστα τον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό. Εξάλλου έκανα προχωρημένες φιλοσοφικές σπουδές σε Αθήνα και Ρόδο. Η φιλοσοφία είναι καθαρά ελληνική υπόθεση. Εννοώ ότι η Ρώμη δεν κατόρθωσε ποτέ να αναπτύξει γνήσια παράδοση φιλοσοφικής σκέψης, και όποιος διατείνεται ότι υπάρχει γηγενής ρωμαϊκή φιλοσοφία είναι υπερβολικά αισιόδοξος ή υπερβολικά πατριώτης. Ποιοι είναι δηλαδή οι γνησίως ρωμαίοι φιλόσοφοι; Ο Κικέρων και ο Σενέκας μήπως; Μα νομίζω ότι ούτε οι ίδιοι διεκδίκησαν ποτέ πρωτοτυπία για τη γνωσιοθεωρία τους ή την ηθική τους και εξάλλου ομολογούσαν με παρρησία την απόλυτη εξάρτησή τους από τους έλληνες δασκάλους τους. Οι Ρωμαίοι είναι πολύ γειωμένοι για να αποτολμήσουν πρωτότυπες φιλοσοφικές πτήσεις. Από την άλλη μεριά, κανείς έχει συχνά την εντύπωση ότι οι Έλληνες χτίζουν μεγαλοπρεπή φιλοσοφικά μέλαθρα και ανάκτορα αλλά προτιμούν να ζουν στο διπλανό καλύβι. Οι Ρωμαίοι, αντίθετα, δεν πρωτοτυπούν, είναι όμως αρκετά ιδιοφυείς για να μετατρέψουν σε βιοτική και πολιτική πράξη ό,τι χρήσιμο και λυσιτελές προσλαμβάνουν από την ελληνική φιλοσοφία. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Η φιλοσοφία της Στοάς είναι αμιγώς κατασκευασθείσα εν Ελλάδι - θυμηθείτε τον Ζήνωνα, τον Κλεάνθη, τον Παναίτιο, τον Ποσειδώνιο κ.ά. Τι πληροφορίες έχουμε για επίδραση της στωικής διδασκαλίας έξω από τον στενό κύκλο των στοχαστών; Ουσιαστικά καμία. Ξέρουμε, ας πούμε, ότι ο Παναίτιος επιχείρησε να προσαρμόσει τη φιλοσοφία του στις πρακτικές ανάγκες του στρατιώτη και του πολιτικού εν ενεργεία - το ξέρουμε απλώς, αλλά δεν ακούμε τίποτε για την έκβαση του εγχειρήματος. Κοιτάξτε τώρα τη ρωμαϊκή πλευρά. Η στωική διδασκαλία για έναν θεϊκό νου, ένα είδος λογικής και λόγου που διαπερνά ολόκληρο το σύμπαν, που φωλιάζει και στο ανθρώπινο πνεύμα και κάνει τον σοφό άνθρωπο ευτυχή, ελεύθερο και τελείως ανεξάρτητο από τις συγκυρίες και τα καπρίτσια της τύχης - αυτή η διδασκαλία έθρεψε μεγάλους ρωμαίους πολιτικούς και στρατηγούς, σαν τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και τον Βρούτο, τον τυραννοκτόνο. Αυτή η φιλοσοφία έθρεφε και στήριξε τις ευγενέστερες δημοκρατικές ευαισθησίες και καθοδήγησε την ηθική τους αντίσταση κατά της τυραννίας του Νέρωνα, για παράδειγμα. Μόνο οι Ρωμαίοι έχουν το ταλέντο να μετουσιώνουν τον φιλοσοφικό στοχασμό σε πολιτική πράξη. Αλλά για να επανέλθω στην ερώτησή σας: ως φιλόσοφος δεν «βλέπω» απλώς την Ελλάδα και τους Έλληνες - αισθάνομαι Έλληνας.
Βαλέριος Σεκούνδος, γιατρός: Λόγω σπουδών και ειδικότητας επισκέφθηκα πριν από κάμποσα χρόνια την Κω - ας πούμε ότι έδωσα εκεί τον ιπποκρατικό μου όρκο. Σέβομαι την ελληνική επιστήμη και ειδικά την ιατρική, αλλά έχω σοβαρές επιφυλάξεις για την πρακτική πολλών ελλήνων συναδέλφων που το παίζουν «γιατροί χωρίς σύνορα», ειδικά αυτών που εργάζονται στη Ρώμη. Γενικώς δεν «μας» καταλαβαίνω. Από τη μια μεριά κατηγορούμε τους Έλληνες ότι είναι φλύαροι, αναξιόπιστοι και κάνουν ότι τα ξέρουν όλα, από την άλλη δεν υπάρχει ευκατάστατος Ρωμαίος που να μην έχει Έλληνα για προσωπικό γιατρό, ο οποίος ουκ ολίγες φορές αποδεικνύεται κομπογιαννίτης. Αν ήταν απλώς μόδα, θα είχε περάσει μέχρι τώρα. Ασφαλώς είναι κάτι βαθύτερο. Ο μέσος Ρωμαίος είναι έτοιμος να σου διηγηθεί ένα σωρό ανέκδοτα για την πονηριά, τη φιλοχρηματία και την αναποτελεσματικότητα των Ελλήνων, αλλά την κρίσιμη στιγμή προτιμά τον έλληνα καθηγητή, δάσκαλο και φιλόσοφο από τους ντόπιους συναδέλφους του. Εν πάση περιπτώσει, εγώ προσωπικά υφίσταμαι οικονομική ζημία από αυτή την εθνική σχιζοφρένεια. Δεν ξέρω ειλικρινά τι να σας πω… Ίσως τελικά να πάσχω κι εγώ από το ίδιο σύνδρομο. Βλέπετε, στον τοίχο του ιατρείου μου έχω κρεμάσει δίπλα δίπλα δυο παπύρους: ο ένας αναγράφει τον ιπποκρατικό όρκο, ο άλλος την ιστορία του Κάτωνα του Τιμητή που δεν έπαυε να λέει στον γιο του ότι οι έλληνες γιατροί έχουν ορκιστεί να ξεκάνουν τους Ρωμαίους. Τα συμπεράσματα δικά σας…
Κορίννα, εταίρα: Συγνώμη, δεν λένε ότι η Ρώμη είναι ελληνική πόλη; Υπάρχει κάτι ωραίο στη Ρώμη που να μην είναι ελληνικό; Όλος ο καλός κόσμος που ξέρω γουστάρει τα ωραία ελληνικά πράματα - σου μιλάω δηλαδή για πάρτι, νυχτερινή ζωή και τέτοια. Οι Έλληνες, αγόρι μου, ήξεραν από ανέκαθεν να διασκεδάζουν τη ζωή τους και να περνούν καλά. Κοίτα λίγο γύρω σου… Βλέπεις άνθρωπο με τα μούτρα κατεβασμένα, κατσούφη και ντυμένο σαν τσομπάνη; Παλιός, πώς το λένε, παραδοσιακός Ρωμαίος με τα όλα του. Βλέπεις τον άλλον περιποιημένο, αρωματισμένο, με το κομψό πεδιλάκι του κλπ.; Ελληνικό «λάιφ στάιλ» σου λένε και φτύνουν στον κόρφο τους. Γιατί, παρακαλώ; Γιατί όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Ξέρεις πώς το λέγαν το διασκεδάζω παλιά; Το λέγαν «ελληνοφέρνω». Εγώ, που λες, θα ελληνοφέρνω μέχρι να πεθάνω… ναι, μα την Ίσιδα, μέχρι να πεθάνω. Και τρέχει και ελληνικό αίμα στις φλέβες μας. Αυτό γράψ᾽ το: η προπρογιαγιά μου είχε καταγωγή από την Άνδρο.
Αύλος Ματέρνος, ιστορικός, αυτοκρατορικός σύμβουλος, συγκλητικός: Καταλαβαίνετε, υποθέτω, ότι μου κάνετε μια πολύ γενική ερώτηση που δεν επιδέχεται συνοπτική απάντηση. Πρώτα πρώτα η σημερινή Ελλάδα, ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους, ελάχιστη σχέση έχει με την Ελλάδα του απώτερου ιστορικού παρελθόντος. Θα έλεγα το ίδιο και για τον χαρακτήρα των σημερινών Ελλήνων. Δεν είναι στις προθέσεις μου να δυσφημίσω μια κοινωνία και έναν λαό στον οποίο ως Ρωμαίοι πολλά οφείλουμε, αλλά η πολιτική μου πείρα από το σύγχρονο ελληνικό τοπίο δυστυχώς δεν μου επιτρέπει να είμαι κολακευτικός. Παραβρέθηκα πριν από πολλά χρόνια σε κάποια πολιτική συγκέντρωση στην Αχαΐα. Απογοήτευση… Ξέρετε τι λέει κάπου ο Κικέρων για τις πολιτικές συνεδριάσεις των Ελλήνων της Μ. Ασίας; Λέει ότι το χάος, η ασυδοσία, η διαδικαστική αταξία και η απεραντολογία -που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη- είναι αυτά που κατέστρεφαν όχι μόνο τη σύγχρονη αλλά και την παλιά μεγάλη Ελλάδα. Και ο Κικέρων είναι κάθε άλλο παρά εχθρός της Ελλάδας, όπως γνωρίζετε. Το πρόβλημα είναι ότι οι ίδιοι οι σημερινοί Έλληνες πιστεύουν, ή θέλουν να πιστεύουν, ότι το μεγάλο παρελθόν αποτελεί ικανό αντίβαρο στο ελλειμματικό παρόν - και εφησυχάζουν. Απαιτούν, μάλιστα, αυτό τον ιστορικό σεβασμό και θεωρούν αγνώμονα ή επιλήσμονα και ανθέλληνα οιονδήποτε δεν θελήσει να κολακέψει τον εθνικό τους εγωισμό. Και ξέρετε ποιο είναι το ενδιαφέρον της υπόθεσης; Αυτά δεν τα λέμε μόνο εμείς, τα λέει και ο συμπατριώτης τους, ο ιστορικός Πολύβιος, άνθρωπος με μεγάλη πολιτική πείρα και ιστορική γνώση, ο οποίος εντόπισε με οξυδέρκεια τους λόγους για τους οποίους η Ρώμη ήταν προορισμένη να εξελιχθεί σε υπερδύναμη. Να πω και κάτι άλλο. Είναι γνωστό ότι η Ρώμη, από σεβασμό, αν θέλετε, για τον ιστορικό και πολιτισμικό ρόλο της Ελλάδας, παραχώρησε σε πολλές περιπτώσεις στους Έλληνες καθεστώς ειδικής μεταχείρισης, φθάνοντας συχνά στο σημείο να παραβλέπει βαριές παρασπονδίες και προδοσίες μόνο και μόνο λόγω «ενδόξου παρελθόντος». Φοβούμαι ότι οι Έλληνες ελάχιστη εκτίμηση έδειξαν γι᾽ αυτό. Θα σας κάνει εντύπωση αν, μετά από όλα αυτά, σας πω ότι προσωπικά αισθάνομαι φίλος της Ελλάδας; Το τελευταίο μπορώ να σας το πω και στα ελληνικά…
Τίτος Τρώγος, στρατηγός σε αποστρατεία: Εάν ομιλούμε διά την παλαιά Ελλάδα του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών, των Σπαρτιατών του Λεωνίδου και του Μακεδόνος Αλεξάνδρου, θα σας έλεγον ότι αυτή η Ελλάς υπήρξε πάντοτε διά τους Ρωμαίους πρότυπον. Όσα ηκολούθησαν εις τον στρατιωτικόν τομέα αποδεικνύουν αναμφιβόλως μίαν παρακμήν. Διότι πού είναι εκείνο το ηρωικόν φρόνημα το οποίον εδημιούργησε αυτήν την θαυμαστήν στρατιωτικήν ιστορίαν; Δεν συμμερίζομαι τας εκτιμήσεις εκείνων που λέγουν ότι οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν μεγάλοι μαχηταί και ότι η φήμη των στρατιωτικών κατορθωμάτων τους οφείλεται εις τους μεγάλους ποιητάς που τα εξύμνησαν. Πιστεύω, όμως, ότι οι Ρωμαίοι είμεθα ανώτεροι εις αυτόν τον τομέα. Θα σας είπω μίαν λεπτομέρειαν εκ της οποίας ημπορείτε να συμπεράνετε ορισμένα πράγματα. Οι Ρωμαίοι, όταν πρόκειται να εγκαταστήσουν στρατόπεδον, επιλέγουν μεν πλεονεκτικήν και φυσικώς οχυράν θέσιν, αλλά ταυτοχρόνως επιμελούνται λεπτομερώς την διαρρύθμισιν του χώρου και συμπληρώνουν με τεχνικά έργα την οχύρωσιν· οι Έλληνες αρκούνται συνήθως εις την φυσικήν οχύρωσιν της θέσεως - παράδειγμα προς αποφυγήν εις τα στρατιωτικά εγχειρίδια. Ίσως τα πράγματα να ήσαν σήμερα διαφορετικά διά τους Έλληνας αν είχον επικρατήσει αι σπαρτιατικαί παραδόσεις.
Αν το δείγμα των ερωτηθέντων είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό, μπορούμε να κωδικοποιήσουμε ορισμένα συμπεράσματα:
Οι Έλληνες, σε σύγκριση με το μάλλον προβληματικό παρόν τους,
―έχουν ένα λαμπρό παρελθόν στο οποίο οι Ρωμαίοι γενικά αναγνωρίζουν τις οφειλές τους·
―έχουν ανεπτυγμένη θεωρητική σκέψη και «λέγειν», αλλά υστερούν στην πράξη και την πρακτική εφαρμογή·
―είναι εύστροφοι, έχουν αίσθηση της κομψότητας και ξέρουν «να ζουν τη ζωή τους», αλλά έχουν ευμετάβλητο χαρακτήρα, είναι «καταφερτζήδες» και κάνουν πως τα ξέρουν όλα· δεν είναι πάντα αξιόπιστοι, τους λείπει η αυτογνωσία, η πειθαρχία και η συστηματικότητα, και είναι προγονόπληκτοι.
Το παιχνίδι με τις ταυτότητες
Πόσο αντικειμενικά και αξιόπιστα είναι τα πορίσματα μιας τέτοιας «δημοσκόπησης»; Συχνά το βρίσκουμε πιο εύκολο να πούμε τι δεν είναι παρά τι είναι κάποιος ή κάτι. Και το ίδιο συμβαίνει όταν προσπαθούμε να προσδιορίσουμε την ατομική ή συλλογική μας ταυτότητα. Από την άποψη αυτή, και με βάση τα πορίσματα της δημοσκόπησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ρωμαίοι περιγράφουν περισσότερο τον εαυτό τους παρά τους Έλληνες με τη μέθοδο του «είμαι ό,τι δεν είσαι, δεν είμαι ό,τι είσαι». Έχουν, φυσικά, τους λόγους τους γι᾽ αυτό.
Μιλήσαμε για έναν ρωμαϊκό κώδικα κοινωνικής ιδεολογίας και συμπεριφοράς, έναν «κατάλογο προγονικών αρετών» που αποτελούσε, σύμφωνα με τους Ρωμαίους, την αφετηρία και το στήριγμα της προκοπής τους: σοβαρότητα χαρακτήρα, λιτότητα, ευσέβεια προς τους θεούς, την οικογένεια και την πατρίδα, ηθική αξιοπιστία κ.ά. Είναι ενδιαφέρον ότι τα μειονεκτήματα που συνήθως αποδίδουν οι Ρωμαίοι στους Έλληνες αποτελούν το «αρνητικό» αυτών των αρετών, δηλώνουν, με άλλα λόγια, την απουσία τους. Αυτό γίνεται συστηματικά και σχεδόν ιδεοληπτικά από την πλευρά των Ρωμαίων ακριβώς επειδή ο ρωμαϊκός κατάλογος προγονικών αρετών είναι πολύ βαθιά και σχεδόν ιδεοληπτικά ενσωματωμένος στον τρόπο με τον οποίο οι Ρωμαίοι αναφέρονται στον εαυτό τους. Έτσι, οι «σύγχρονοι Έλληνες», με όλα τα πιθανά κουσούρια τους, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό απλό πρόσχημα για μια «επιχείρηση εθνική ταυτότητα». Δηλαδή άλλη φωτιά, άλλος καπνός. Το αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές (που δεν αφορά μόνο τους Ρωμαίους) είναι αυτό που λέμε «εθνικά στερεότυπα»· και τέτοια εθνικά στερεότυπα ξέρουμε όλοι από τα ανέκδοτα του τύπου «μια φορά ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος και ένας Έλληνας…» Τα ανέκδοτα αυτά λειτουργούν και έχουν «πλάκα» όταν αποδώσουμε σε κάθε εθνικότητα ένα τυπικό χαρακτηριστικό που προσδιορίζει, υποτίθεται, τη συμπεριφορά της: ο Γερμανός είναι άκαμπτος και συστηματικός, ο Αμερικανός είναι πλούσιος αλλά αφελής, ο Έλληνας είναι έξυπνος και καταφερτζής. Αν δεχτούμε ότι τα στερεότυπα δεν εμφανίζονται χωρίς λόγο, θα πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι άλλο τόσο υπερβάλλουν και σχηματοποιούν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Ο λόγος αυτός είναι συχνά η συλλογική, εθνική αυτοκολακεία. Το αρνητικό στερεότυπο για τον άλλο είναι ταυτόχρονα ένας έπαινος για τον εαυτό μας.
Να πούμε και κάτι άλλο. Οι Ρωμαίοι, από πολλές απόψεις, βρίσκονταν «στριμωγμένοι». Με την αυξημένη αίσθηση στρατιωτικής και πολιτικής υπεροχής απέναντι στους διαιρεμένους και υποταγμένους Έλληνες, το έβρισκαν λίγο άβολο να πρέπει να παραδεχτούν ότι η Ελλάδα είχε προηγηθεί πολιτισμικά και είχε «προλάβει» να καθορίσει τους κανόνες του πολιτισμικού παιχνιδιού. Δεν μπορούσαν να αρνηθούν την πραγματικότητα, μπορούσαν όμως να «εκδικηθούν» με το να αρνούνται εντελώς στους Έλληνες αυτά που κατά παράδοση απέδιδαν στον εαυτό τους: την ηθική ακεραιότητα και το πρακτικό πνεύμα - για να μην πούμε ότι σε στιγμές εθνικιστικής έξαρσης και ρατσιστικής χοντροκεφαλιάς διατείνονταν ότι οτιδήποτε είχαν κάνει οι Έλληνες αυτοί μπορούσαν να το κάνουν καλύτερα.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι οι Ρωμαίοι έχουν να διαφεντέψουν και να συντηρήσουν μια παγκόσμια εξουσία και πρέπει να δικαιολογήσουν την πολιτικοστρατιωτική τους παρουσία εκτός Ιταλίας. Όταν, λοιπόν, κατηγορούν τους σύγχρονούς τους Έλληνες για πολιτική παρακμή και ανικανότητα να βάλουν σε τάξη το σπίτι τους, μπορεί να λένε τη μισή αλήθεια· η άλλη μισή είναι ότι έτσι θεμελιώνουν το δικαίωμά τους να τους εξουσιάζουν αυτοί, και μάλιστα να παρουσιάζουν αυτή την εξουσία τους ως δώρο μιας «Θείας Πρόνοιας» η οποία φρόντισε να κάνει τη Ρώμη κοσμοκράτειρα για το καλό της ανθρωπότητας. Αυτό εξάλλου υπαινίσσεται και ο «φιλέλλην» Αύλος Ματέρνος, ο οποίος μάλιστα κατηγορεί τους Έλληνες για αγνωμοσύνη στις περιπτώσεις που η Ρώμη άσκησε απέναντι τους «συναισθηματική πολιτική».
Από εδώ το συμφέρον μου κι από εδώ το αίσθημά μου
Χωρούν συναισθήματα στην πολιτική; Μπορεί το ένδοξο παρελθόν ενός λαού να επηρεάσει θετικά τη συμπεριφορά των εχθρών του σε καιρό πολέμου; Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσουμε κάποιον Ναζί αξιωματικό της Κατοχής, από εκείνους που ήξεραν και απάγγελλαν Όμηρο. Δεν χρειάζεται να είμαστε κυνικοί, αλλά ούτε και εύπιστοι. Ο Χίτλερ θαύμαζε -για τους δικούς του πολύ ειδικούς λόγους- τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, και λέγεται ότι έδωσε συγκεκριμένες εντολές στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής να σεβαστούν την πόλη της Αθήνας, αλλά δεν έδωσε χάρη σε κανέναν έλληνα αντιστασιακό μόνο και μόνο επειδή τον χώριζαν μόλις εβδομήντα τόσοι παππούδες από τον Όμηρο.
Το 48 π.Χ., στη διάρκεια της μεγάλης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ Ιουλίου Καίσαρα και Πομπηίου, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να στηρίξουν τον τελευταίο. Μετά τη νίκη του στα Φάρσαλα, ο Καίσαρ διακήρυξε επιδεικτικά την απόφασή του να μην καταστρέψει την Αθήνα λόγω της μεγάλης ιστορίας της. Μήπως αυτόν είχε κατά νου ο «φύρερ» όταν έλεγε στις μεραρχίες του: «Την Αθήνα και τα μάτια σας!»; Δεν αποκλείεται· ο Χίτλερ ήξερε καλά την ιστορία των καισάρων και, όπως είπαμε άλλωστε, είμαστε όχι μόνο ό,τι βιώνουμε αλλά και ό,τι διαβάζουμε (ακόμη κι αν ξεχάσουμε ότι το διαβάσαμε).
Να ξαναρωτήσουμε: ήταν συναισθηματική πολιτική η επιεικής μεταχείριση της Αθήνας από τον ρωμαίο και τον γερμανό καίσαρα; Ναι, αλλά δεν συνιστούσε αυτό που θα λέγαμε σημαντική, μείζονα, απόφαση. Όταν ένας από τους πιο «σεσημασμένους» ρωμαίους φιλέλληνες, ο Αιμίλιος Παύλλος (που έμαθε στα παιδιά του ελληνικά πριν μάθουν λατινικά) πήρε το 167 π.Χ. εντολή από τη Σύγκλητο να καταστρέψει εκ θεμελίων την Ήπειρο, το έπραξε χωρίς καθυστέρηση. Προφανώς, όποια κι αν ήταν τα αισθήματά του, ο στρατηγός καταλάβαινε ότι οι συγκλητικοί είχαν συνεδριάσει ως υπερδύναμη με παγκόσμια γεωπολιτικά συμφέροντα και όχι ως ιστορικοί, αρχαιοδίφες και φιλέλληνες. Ιδού τώρα και η ιστορία-ανέκδοτο ενός άλλου στρατηγού.
Το 86 π.Χ., ο ρωμαίος στρατηγός Σύλλας πολιορκεί την Αθήνα, που έχει συμμαχήσει με τον δυνάστη του Πόντου Μιθριδάτη εναντίον της Ρώμης. Η πτώση της πόλης είναι ζήτημα ημερών ή ωρών, όταν οι Αθηναίοι στέλνουν στον πολιορκητή μια αντιπροσωπεία, οι επικεφαλής της οποίας μιλούν ακατάσχετα, λέγοντας πάνω κάτω τα ακόλουθα:
«Στρατηγέ, ο νόμος του πολέμου είναι σκληρός και αδυσώπητος και οι συγκυρίες θέλησαν σήμερα να είμαστε αντίπαλοι σ᾽ αυτό τον πόλεμο. Ωστόσο, δεν είμαστε εδώ για να εξετάσουμε ποια ανάγκη και ποιοι λόγοι μάς έφεραν στη σημερινή κατάσταση. Ο δήμος των Αθηναίων μάς στέλνει εδώ για να σου υπενθυμίσουμε ότι το πολεμικό λάφυρο που ετοιμάζεσαι να κατακτήσεις δεν είναι κάποια βαρβαρική πόλη αλλά το κλεινόν άστυ των Αθηνών, η πνευματική εστία απάσης της Ελλάδος, όπου μεγαλούργησαν οι σημαντικότερες προσωπικότητες του πνεύματος, φιλόσοφοι, ποιητές, ρήτορες. Πίσω από αυτά τα τείχη αντηχεί ακόμη ο φιλοσοφικός λόγος του Σωκράτη και του Πλάτωνα, ο τραγικός λόγος του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, η ανυπέρβλητη ρητορική του Δημοσθένη. Αυτοί, και τόσοι άλλοι, έκαναν την αττική παιδεία φάρο πολιτισμού για όλη την ανθρωπότητα, και στα νάματα αυτής της παιδείας έσπευσαν να βαπτισθούν φιλομαθή πνεύματα από όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και σπουδαίοι συμπατριώτες σου, οι οποίοι ομολογούν με ευγνωμοσύνη την οφειλή της μεγάλης Ρώμης στην πόλη μας. Στρατηγέ, η Καρχηδόνα πλήρωσε με ισοπέδωση και αφανισμό τον ανταγωνισμό της με τη Ρώμη. Σου ζητούμε σήμερα εξ ονόματος όλων των Αθηναίων να αναλογιστείς ότι η Αθήνα δεν είναι Καρχηδόνα.»
«Κι εγώ, κύριοι,» απάντησε κοφτά ο Σύλλας, «σας ζητώ να αντιληφθείτε ότι δεν ήρθα εδώ για να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές αλλά για να πολεμήσω.»
Από τον Οδυσσέα στον Ωνάση
Οι Ρωμαίοι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που συστηματοποίησε «την εικόνα του Έλληνα και της Ελλάδας». Η εικόνα αυτή προβλήθηκε σε δύο κατευθύνσεις: πίσω, προς τους ίδιους τους Έλληνες, που με το πέρασμα του χρόνου ενσωμάτωσαν ορισμένα χαρακτηριστικά της στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι τον εαυτό τους (με άλλα λόγια στην «αυτο-εικόνα» τους) και μπρος προς τις κατοπινές ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αλήθεια και υπερβολή, πραγματικότητα και κληρονομημένα στερεότυπα, ακρίβεια και σχηματοποίηση, επιθετικότητα και αυτοάμυνα, όλα, ανάμεικτα και αξεδιάλυτα, ορίζουν με κάποιο τρόπο ακόμη την «ελληνική εικόνα» - αλλά και την «ελληνική αυτο-εικόνα». Ακόμη και σήμερα, υπάρχει η Ελλάδα που μοιράζεται άνισα ανάμεσα στο γενικά αποδεκτό παρελθόν και στο αμφιλεγόμενο παρόν· υπάρχουν οι ενθουσιώδεις φιλέλληνες αλλά και οι συμπαθούντες με τις σχετικές επιφυλάξεις τους· η ιδέα της «έξυπνης, με όλα τα κουσούρια της, ράτσας» που τελικά «τα καταφέρνει» κυκλοφορεί, κάποτε ενσαρκωμένη αρχαιοπρεπώς σαν «πολύτροπος Οδυσσέας» και άλλοτε, σε πιο εκσυγχρονισμένη εκδοχή, σαν «Αριστοτέλης Ωνάσης»· πού και πού αχνοφαίνεται ακόμη η προσδοκία για μια «συναισθηματική πολιτική» για χάρη «των φώτων που δόθηκαν στην ανθρωπότητα». Το ζήτημα είναι ενδιαφέρον και περίπλοκο, και αν πρέπει να αρχίσουμε να το ψάχνουμε, μια καλή ιδέα θα ήταν ίσως να αρχίσουμε από όλους αυτούς τους «τύπους» - τον Κικέρωνα, τον Σύλλα και το υπόλοιπο ρωμαϊκό σινάφι, συμπεριλαμβανομένων και των πρωταγωνιστών της δημοσκόπησης.