Καθοδεύουμε προς έναν άγνωστο τόπο έξω απ’ τον χωρόχρονο ακολουθώντας τα χνάρια του Αρχέγονου¹, με προορισμό τον κυκεώνα² της μνημοσύνης³ μέσα στον οποίο περιδινίζονται οι εγκόσμιες μορφές⁴. Σμίγουμε εγερθέντες⁵ στο βαθύ ενύπνιο, εκεί όπου το νυκτιφαές φως⁶ αγκαλιάζει εκστατικά το αισθητό⁷ σκότος, ξετυλίγοντας τον ιστό⁸ ενός έξυπνου⁹ αινίγματος. Είμαστε φευγαλέες σκιές που νοσταλγούν να αντικρίσουν ολόκληρα τα απλά, ατρεμή και ευδαίμονα φάσματα¹⁰ του νου, μέσα από τις μορφοπλασματικές εικόνες που χορεύουν μέσα στην ορχήστρα¹¹ του ενκεφάλου¹² μας. Είμαστε ειδωλικές¹³ αντανακλάσεις του αυτόζωου¹⁴ που ενορχηστρώνει το υποσελάνιο¹⁵ ολόγραμμα¹⁶ μέσα στο οποίο βυθιζόμαστε και μέσα από το οποίο αναδυόμαστε, εκλάμψεις¹⁷ που συνθέτουν την μεγάλη φωτιά¹⁸. Χορονοούμε¹⁹ σαν τέκμορες²⁰ το άπειρο περιφερόμενοι γύρω από τον κρατήρα²¹ των ψυχών, λησμονώντας πως όλα όσα υπάρχουν είναι οι νοήσεις ενός νου που νοεί τον εαυτό²² του. Όλοι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν, που γεννιούνται και που θα γεννηθούν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαφορετικές όψεις του αρχέγονου. Το Αρχέγονο είναι το αιώνιο παιδί²³, που πίσω από τα πύρινα μάτια²⁴ του εποπτεύει την άρρητη ακεραιότητα της Νύχτας²⁵.
Αμέτρητοι καθρέφτες αντανακλούν την νόησή του στην αέναη περιφορά τους, καθώς άπειροι συνδυασμοί αριθμών τρέχουν πίσω από τα μάτια του. Ατάραχο ατενίζει τον μορφογενετικό²⁶ Ωκεανό να κινείται, αναδύοντας μέσα από τους αφρούς²⁷ της εφήμερες μορφές που επιστρέφουν²⁸ στον αρχέγονο εαυτό τους, στο άχρονο και άχωρο σημείο όπου το ουδέν αγκαλιάζει εκστατικά το άπειρο. Μέσα από ένα παράλληλο διάκοσμο²⁹ προβάλλονται σαν θέατρο σκιών οι κόσμοι μαζί με τις εκδηλωμένες υπάρξεις τους, στο μεταίχμιο³⁰ που σμίγουν η ματαιότητα και η πληρότητα, μέσα στα σπλάχνα της μέλανας μήτρας του σύμπαντος. Εισχωρούμε νοερά μέσα στην μητρική κι ερωτική αγκαλιά του αρχέγονου, η οποία έλκει τις επιμέρους υπάρξεις στην αδιαίτερη ενότητά του, εκεί όπου κάθε είδωλο ομορφιάς χάνει την αξία του μπροστά στην εκτυφλωτική Ιδέα του αρχέτυπου Κάλλους³¹. Η πρωταρχική ομορφιά δεν εκδηλώθηκε και δεν απωλέσθηκε ποτέ, παραμένοντας αείζωη μέσα στο ανέγγιχτο άβατο του απείρου, μέσα απ’ το οποίο εκπορεύεται η κάθε δυνατότητα³² και η κάθε ετερότητα³³, στο αισθητό σκότος³⁴.
Το αρχέγονο είναι η ιδανικότερη κατάσταση των όντων, που σημαίνει το να μη γεννηθούν και το να μην πεθάνουν ποτέ, με συνέπεια την ανώλεθρη τελειότητα της μη εν χρόνω ύπαρξης και της μη εν κόσμω φθοράς. Μέσα σ’ αυτή την υπερκόσμια μακαριότητα εκμηδενίζεται κάθε τι εγκόσμιο, καθώς το νοερό³⁵ σκότος απορροφά το εφήμερο αισθητό³⁶ φως. Η ακέραια ομορφιά είναι η αφανής αρμονία³⁷ του παντοτινά ανεκδήλωτου, καθώς φάσματα³⁸ της οποίας εκδηλώνονται στον κόσμο του γίγνεσθαι³⁹ με τις ψυχικές απορροές τους να πιάνονται όμηροι της ανάγκης στο δίχτυ του χρόνου.
Η φιλοσοφία⁴⁰ μετουσιώνει το φόβο του θανάτου σε ίμερο⁴¹ φυγής και μετατρέπει τον πόνο του κόσμου σε τέχνη⁴² ζωής, γεννώντας στην ψυχή την μοναδική ελπίδα⁴³ πως κάποτε τελειώνουν όλα, αποσβένοντας σταδιακά την ανάμνηση του τραύματος της γένεσης και βουλιάζοντας εκστατικά στην αναζήτηση της μονοειδούς συνουσίας⁴⁴ με τον θάνατο,
επιζητώντας την τελική επιστροφή της ψυχής μέσα στον αέναο θάνατο.
Η νοσταλγική έλξη της επιστροφής της ψυχής στην ασώματη κατάσταση, θρέφει την φροντίδα της για τον ένσαρκο βίο και ενισχύει της εκτίμησή της για την αξία της ζωής, γι’ αυτό το λόγο γίνεται υπαρξιακή κατάφαση⁴⁶ που αρνείται την παραίτηση και που καταδικάζει την αυτοκτονία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αυτό που φοβόμαστε και που μας προκαλεί πόνο γίνεται ο δούρειος ίππος που μας λυτρώνει απ’ το επίφοβο και απ’ το αλγεινό. Η ορθή φιλοσοφία⁴⁷ μας προτρέπει να ρουφήξουμε συνειδητά την κάθε στιγμή της ζωής σαν να ήταν η τελευταία και να την μετουσιώσουμε σε ύπαρξη και σε έργο, τονίζοντας την αναντικατάστατη αξία της και επισημαίνοντας την ανεπίστρεπτη μοναδικότητά της, μέσα στο λίγο του κόσμου⁴⁸.
Κλείσε τα μάτια σου φίλε αναγνώστη και άνοιξε τα μάτια της ψυχής σου. Βυθίσου στο ενδοσύμπαν⁴⁹ μέσα σου και αφησε να προελάσει στην σκέψη σου όλη η ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης: η πολιτική, η επιστήμη, η τέχνη και η φιλοσοφία. Κοίτα τον έναστρο ουρανό και ξεκίνα να διανύσεις την απόσταση που μας χωρίζει με τον γαλαξία της Ανδρομέδας⁵⁰. Ταξίδεψε πέρα από τους γαλαξίες, μέχρι να φτάσεις στην αρχή του χρόνου και στο πέρας του χώρου, αγγίζοντας το Αρχέγονο μέσα στο άβατο του απείρου. Μπορείς να συλλάβεις την μικρότητα του σύμπαντος μέσα σου;
Τώρα σκέψου αντίστροφα και μίκρυνε τον εαυτό σου τόσο πολύ, ώστε να χωρέσει μέσα σε ένα σπόρο φυτού, σε έναν κόκκο σκόνης, σε ένα κύτταρο, σε ένα άτομο ύλης και σε ένα κβάντο φωτός, φτάνοντας στο σημείο του ελάχιστου δυνατού ορίου.
Μπορείς να διακρίνεις την μικρότητά σου μέσα στο σύμπαν;
Μέσα από αυτή την οπτική, το Αρχέγονο μοιάζει με κουκίδα που εμπεριέχει τα πάντα μέσα του δυνάμει, κρυφίως κι αφανώς⁵¹, ενώ εμάς μας κάνει να φαινόμαστε σαν μοναχικούς ταξιδιώτες στα σημεία του χώρου και στα διαστήματα του χρόνου. Υπό αυτή την έννοια, όλα όσα μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος μοιάζουν με μια χρονι ή σταγόνα μέσα σε έναν αρχέγονο ωκεανό μνήμης και με ένα άτομο⁵² μέσα στα αχανή λειβάδια των γαλαξιακών υπερσμηνών˙ από την άλλη όμως, η σταγόνα είναι ομοούσια του ωκεανού και το άτομο είναι το θεμελιώδες δομικό συστατικό των γαλαξιακών υπερμηνών. Ανάμεσα στα δύο άκρα εκδηλώνεται η φύση⁵³ του αρχέγονου χάους και η όψη του ξετυλίγεται μέσα στο θόλο της ψυχής⁵⁴ μας, καθώς βυθιζόμαστε,
στα τρίσβαθα του εαυτού μας⁵⁵.
Η απλότητα του Είναι εκφράζεται με μια παράδοξη πολυπλοκότητα μέσα στο μυαλό των ανθρώπων, καθώς το πιο ακατανόητο πράγμα στη φύση είναι η απλότητά της,
«φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»⁵⁶.
Παράλληλοι διάκοσμοι⁵⁷ ξεδιπλώνονται σε χωροχρονικές διαστάσεις, κάποιοι από τους οποίους αναδιπλώνονται στο άμορφο χάος, έτσι ώστε να μπορέσει να εκδηλωθεί το διπολικό ζεύγος των εφήμερων μεταβλητών κόσμων και της αρχέγονης αϊδιας⁵⁸ φύσης. Αρχές, έδρες και φάσματα της ενιαίας και αδιάστατης τοπολογίας του πεδίου, εκδηλώνουν μορφογενετικούς κόσμους που αναδύονται σαν αφροί⁵⁹ μέσα από την σκοτεινή μήτρα του σύμπαντος⁶⁰, μέσα στην οποία βρίσκεται κάθε τι ανεκδήλωτο και
«εν παντί πάντα»⁶¹.
Αυτή η ενιαία απλότητα δεν μπορεί να περιγραφτεί με λέξεις, διότι κάθε όνομα θα της προσέδιδε μία επίκτητη ιδιότητα, μπορεί όμως να παρομοιαστεί με την ενότητα και την απλότητα ενός,
αιένυπνου δίχως όνειρα, μέσα στην ηχώ ενός κοχυλιού.
Ένα αγόρι περπατά στις όχθες του ωκεανού⁶² και βρίσκει μέσα στην άμμο έναν κοχλία⁶³ που αναπαριστά πάνω στο κέλυφός του δινόμορφες έλικες και φρακταλώδεις σπείρες⁶⁴. Εντυπωσιασμένο από την ομορφιά του οστράκου⁶⁵, επιχειρεί να ερμηνεύσει τα σύμβολα⁶⁶ και μέσα από τον αποσυμβολισμό τους προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του. Σε μια ανύποπτη στιγμή, βάζει το κοχύλι στο αυτί του κι ακούει τους παφλασμούς των κυμάτων να τραγουδούν ψιθυριστά τις μνήμες του νερού και την οδύσσεια του οστράκου.
Καθώς κλείνει τα μάτια, αφήνεται στο τραγούδι της ωκεάνειας Μούσας κι εκείνη το ταξιδεύει μέσα από τα εσωτερικά κοιλώματα της δίνης του κελύφους, οδηγώντας τη ψυχή του στον αχανή βυθό της αρχέγονης Μνημοσύνης. Η ηχώ που πάλλεται στο τύμπανό του, του εξιστορεί τον μύθο της κόρης Διώπης⁶⁷, θεραπαίνιδας της Περσεφόνης απ’ την Όαση της Φαιακίδας⁶⁸, η οποία έλουζε μια νύχτα τα χρυσόξανθα μαλλιά της στον ποταμό Ράριο⁶⁹ που διαπερνά νοτιοανατολικά τη χώρα και που καταλήγει στο ιερό άλσος της Περσεφόνης⁷⁰.
Κάτω από το σεληνόφως που χάϊδευε απαλά το αλαβάστρινο κορμί της, εκείνη παρατηρούσε το είδωλό της να αχνοφέγγει και να ξεθωριάζει πάνω στα νερά του ποταμού όπου λουζόταν. Όταν τα σύννεφα έκρυψαν το πρόσωπο της Σελήνης, τότε εμφανίστηκε πάνω στην επιφάνεια του ποταμού η μορφή του αγοριού που κρατούσε το κοχύλι. Η κόρη ερωτεύτηκε την μορφή που αντίκρυσε και άρχισε να πηγαίνει κάθε νύχτα στον ποταμό για να ανταμώσει το είδωλο του αγαπημένου της. Ο ποταμός εξοργίστηκε που η αγαπημένη του πήγαινε στην κοίτη του, όχι για εκείνον, αλλά για να συναντήσει ένα είδωλο, έτσι, ένα βράδυ πήρε την μορφή του νέου και την πλησίασε.
Καθώς οι δύο νέοι ερωτοτροπούσαν πάνω στην όχθη του ποταμού, το είδωλο του νέου προσποιήθηκε ότι γλύστρισε κι έπεσε μέσα στα ορμητικά νερά. Η κόρη αψήφισε τον κίνδυνο κι έπεσε μέσα στον ποταμό για να σώσει τον αγαπημένο της, με αποτέλεσμα να την ρουφήξει μία δίνη και να πνιγεί. Μόλις συνειδητοποίησε το πάθος του ο ποταμός, μαράζωσε και ξεράθηκε. Μετά το θάνατό τους, η Περσεφόνη καταστέρωσε τον Ποταμό στη Ζώνη του Γαλαξία⁷¹, ενώ την κόρη την καταστέρωσε στον αστερισμό της Διόπης, γνωστής σήμερα ως Κόμη της Βερενίκης⁷².
------------------------
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Αρχέγονο», εκ των συνθετικών «αρχή» και «γόνος»-. Με την έννοια αυτή δηλώνω την αρχή της γένεσης των αισθητών όντων και της εκδήλωσης της εγκόσμιας μονάδος μέσα στην αιώνια φύση. Σε θεολογικό επίπεδο το Αρχέγονο εκφράζει τον Διόνυσο, ο οποίος μέσα στους ορφικούς ύμνους αποκαλείται «πρωτόγονος» και «διφυής». Ο Διόνυσος αποτελεί την απαρχή της κοσμικής δημιουργίας και είναι ο βασιλιάς του αισθητού κόσμου (βλ. Πρόκλος «Εις Πλάτωνος Τίμαιον» B.443.14 και E.242.9 εκδ. Κάκτος).
2. «Κυκεών δϊίσταται (μη) κινούμενος...ο κυκεών αν δεν κινούνταν θα δϊίστατο -δεν θα αναμειγνυόταν και θα διαλυόταν-» Ηράκλειτος αποσπ. 125 και σχόλιο 11, J. Brun «Ηράκλειτος» εκδ. Πλέθρον. Με την λέξη «δϊίσταμαι» σήμερα εννοούμε την διάσταση, όπως λέμε πχ «οι απόψεις δϊίστανται» εννοώντας ότι υπάρχει διάσταση και μη συμφωνία απόψεων.
Για την ηρακλείτεια φιλοσοφία, η διάς(τ)αση και η διάς(π)αση δηλώνουν κάτι παρεμφερές, δεδομένου ότι αν η φύση δεν κινείτο τότε θα παρέμενε στατική και θα κατέληγε στην αποσύνθεση και τον αφανισμό. Αν πχ ένα ζώο δεν κινηθεί θα πεθάνει από ασιτία, αλλά ακόμη κι αν μέσα σε μία ανόργανη μάζα σταματούσε η κίνηση των ηλεκτρονίων της τότε η μάζα θα διαλυόταν. Η λέξη «κυκεών» προέρχεται από το ρήμα «κυκάν» που σημαίνει «ανακινούμαι» (βλ. ετυμολογικό λεξικό «Liddell and Scott»).
Η έννοια στο κείμενο έχει οντολογικό χαρακτήρα, καθώς επισημαίνει την οντολογική διάσταση ανάμεσα στο «κινούμενο» που είναι το «γίγνεσθαι» και στο «ακίνητο» που είναι το «Είναι» λαμβάνοντας υπ’ όψιν την 6η υπόθεση του Παρμενίδη σχετικά με το ότι το Εν ούτε κινείται αλλά ούτε και είναι ακίνητο (βλ. Πλάτων «Παρμενίδης» 163b – 164b εκδ. Κάκτος).
Επίσης, μέσα στο κείμενο η λέξη «κυκεών» συνδέεται με την λέξη «μνημοσύνη», δηλώνοντας ότι μέσα από την δεξιόστροφη φορά περιδίνησης του πλατωνικού «ταυτού» το παν μεταβαίνει από την «ετερότητα» του πλήθους προς την «ταυτότητα» του «ενός όντος» (για τις φορές του «ταυτού» και του «ετέρου» βλ. Πλάτων «Τίμαιος» 36a, ενώ για το «εν ον» βλ. Πλάτων «Παρμενίδης» 137c – 166c και Παρμενίδης αποσπ. 7-8 «Προσωκρατικοί Τόμος 9» εκδ. Κάκτος»).
Συνοπτικά αναφέρω ότι η φορά του «ταυτού» είναι δεξιόστροφη και οδηγεί προς τα νοητά και την «αρχή της ταυτότητας» η οποία κάνει το ον να είναι αυτοέν και ταυτό (ίδιο) με τον εαυτό του, ενώ η φορά του «ετέρου ή θατέρου» είναι αριστερόστροφη και οδηγεί προς τα αισθητά και την «αρχή της ετερότητας» η οποία κάνει το ον να μερίζεται σε πλήθος και να γίνεται έτερο (άλλο) από το αυτοέν.
Ο Εμπεδοκλής αποκάλεσε την αρχή της ταυτότητας ως «Φιλότητα» (έλξη) οντολογικά και ως «Κύπρις» (Αφροδίτη) θεολογικά, ενώ την αρχή της ετερότητας την ονόμασε «Νείκος» (έριδα) οντολογικά και «Κότο» (έχθρα) θεολογικά (βλ. Εμπεδοκλής «Περί Φύσεως» αποσπ. 35 για την «φιλότητα» και το «νείκος» και «Καθαρμοί» αποσπ. 128 για την «Κυπρίδα» και αποσπ. 121 για τον «Κότο», «Οι Προσωκρατικοί Τόμος 11» εκδ. Κάκτος).
Η δεξιόστροφη φορά του ταυτού οδηγεί προς τη δίκη (δικαιοσύνη) και συνδέεται με το δεξιόστροφο μέρος του εγκεφάλου το οποίο είναι υπεύθυνο για τις μαθηματικές και τις λογικές λειτουργίες (*αντίληψη κυματικής φύσης φωτός και χωρικών σχέσεων), ενώ η αριστερόστροφη φορά του ετέρου οδηγεί στην αδικία και συνδέεται με το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου το οποίο είναι υπεύθυνο για τις αισθητικές και τις συναισθηματικές λειτουργίες (*αντίληψη σωματιδιακής φύσης φωτός και λεπτομερειών).
Πέρα από αυτά, ο «κυκεών» αποτελούσε ένα θεουργικό παρασκεύασμα προς μυστηριακή χρήση στην αρχαιότητα, το οποίο ενίσχυε τις θεραπευτικές και τις ενορατικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού μέσω της αύξησης των ορμονών της μελατονίνης και της αδενοχρωμίνης, αλλά και που αναπτέρωνει τις νοητικές ιδιότητες της ψυχής. Την πρώτη και εγκυρότερη αναφορά σχετικά με την παρασκευή και την μυστηριακή χρήση του κυκεώνα την συναντάμε στην Ιλιάδα του Ομήρου, με χαρακτηριστικότερο το περιστατικό όπου η Εκαμήδη παρασκευάζει τον κυκεώνα μέσα στην κούπα του Νέστορα (Θ.624).
3. Η «μνημοσύνη» δηλώνει το σύνολο των «αναμνήσεων» που εμπεριέχουν μέσα τους τις «μνήμες» και διαφέρει από αυτές ως προς το ότι είναι καθολικότερη και ως προς το ότι δεν εδράζεται στον εγκέφαλο αλλά στη ψυχή. Η διαφορά μεταξύ «μνήμης» και «ανάμνησης» έγκειται στον διαφορετικό τρόπο λειτουργίας τους και στην διαφορετική τους φύση, καθώς η «μνήμη» αφορά την αποθηκευμένη πληροφορία του τάδε πράγματος ή της τάδε εμπειρίας, ενώ η «ανάμνηση» αφορά την νοητική κίνηση προς την ανάκληση της πληροφορίας ή της εμπειρίας (βλ. σχετικά Αριστοτέλης «Μικρά Φυσικά, Περί Μνήμης και Αναμνήσεως» 449b – 452a εκδ. Κάκτος).
Σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, η «γνώση είναι ανάμνηση» (βλ. Πλάτων «Μένων» 80a και «Θεάγης» 432a) και η ψυχή πριν ενσαρκωθεί στον κόσμο της γένεσης περιπλανιόταν κοντά στον κόσμο των ιδεών όπου αντίκρυσε την αληθινή ουσία των όντων (βλ. Πλάτων «Φαίδρος» 250b εκδ. Κάκτος), την οποία λησμόνησε με την κάθοδό της στον ένσαρκο βίο (βλ. στον μύθο του Ηρός, Πλάτων «Πολιτεία» βιβλίο 10 εκδ. Κάκτος). Η λέξη «μνήμη» εμπεριέχει μέσα της το ρήμα «μένω» με το οποίο δηλώνει την παραμονή ενός πράγματος σε έναν τόπο ή σε μία κατάσταση.
Επίσης, η λέξη σχετίζεται και με το ουσιαστικό «μήνη», το οποίο σημαίνει «φεγγάρι» και «οργή», σε αντιστοιχία με το ρήμα «θυμάμαι» το οποίο σχετίζεται με τον «θυμό». Στο κείμενο, η λέξη «ανάμνηση» συνδέεται με την προηγούμενη λέξη «κυκεών», εννοώντας ότι η μετάβαση από το αισθητό στο νοητό συνεπάγεται με την έξοδο από την «λήθη» και την σταδιακή είσοδο προς την «μη λήθη» ή «α λήθεια».
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί το περιεχόμενο της χρυσής πλάκας που βρέθηκε σε τάφο στην Πετηλία της Μεγάλης Ελλάδας (νότια Ιταλία) και η οποία χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ – παρόμοιες πλάκες έχουν βρεθεί στο Ιππώνιο και στις Ελευθερές της Κρήτης-: «Ευρήσσεις δ’ Αϊδαο δόμων επ’ αριστερά κρήνην, παρ’ δ’ αυτήι λευκήν εστηκυίαν κυπάρισσον, ταύτης της κρήνης μηδέ σχεδόν εμπελάσειας. Ευρήσεις δ’ ετέραν, της Μνημοσύνης από λίμνης ψυχρόν ύδωρ προρέον.
Φύλακες δ’ επίπροσθεν έασιν ειπείν: -Γας παις ειμί και Ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον, τόδε δ’ ίστε και αυτοί, δίψηι δ’ ειμί αύη και απόλλυμαι, αλλά δοτ’ αίψα ψυχρόν ύδωρ προρέον της Μνημοσύνης από λίμνης-. Καυ τοί σοι δώσουσι πιείν θείης απ’ ο κρήνης και τότ’ έπειτ’ άλλοισι μεθ’ ηρώεσσι ανάξεις...Θα βρεις αριστερά στο δώμα του Άδη μια κρήνη και δίπλα της να στέκει λευκό κυπαρίσσι.
Σ’ αυτή την κρήνη μη τυχόν και πλησιάσεις. Θα βρεις και μιαν άλλη που τρέχει ψυχρό ύδωρ από τη λίμνη της Μνημοσύνης, μπροστά της υπάρχουν φύλακες. Να πεις: -Της Γης είμαι παιδί και του έναστρου Ουρανού, το γένος μου είναι ουράνιο, το ξέρετε κι εσείς αυτό.
Έχω στεγνώσει από τη δίψα, χάνομαι. Μόνο δώστε μου τώρα ψυχρό ύδωρ που κυλάει από την λίμνη της Μνημοσύνης- κι αυτοί θα σου δώσουν να πιεις από τη θεϊκή κρήνη και από τότε θα θρονιαστείς μαζί με άλλους ήρωες» (βλ. «Οι Προσωκρατικοί – Τόμος Α» κεφ. «Ορφεύς» αποσπ. 17 και αντίστοιχα σχόλιο 36 εκδ. Κάκτος).
Συμπληρωματικά: «αλλ’ επειδή περί αναμνήσεως ο λόγος, παράκειται δε τη αναμνήση η μνήμη, αντίκειται δε τη μνήμη η λήθη. Φέρε έκαστον των τριών ορισώμεθα, τι ανάμνησις, τι μνήμη, τι λήθη. Μνήμη δε μονή του νου, η γαρ μνήμη μονή του νου, πρώτεως γαρ εν τω νω θεωρείται. Πήξις γαρ της γνώσεως η μνήμη, ως γαρ παγίωσις εστί του όντος το αεί –ον γαρ αεί εστί το αϊδιον-, της δε ζωής πήξις η αθανασία –ζωή γαρ άσβεστος έστιν-, ούτω και η πήξις της γνώσεως η μνήμη...αλλά επειδή ο λόγος γίνεται για την ανάμνηση, παράκειται στην ανάμνηση η μνήμη και είναι αντίθετες η μνήμη και η λήθη.
Φέρε κάθε μία των τριών που ορίσαμε, τι είναι ανάμνηση, τι μνήμη, τι λήθη. Μνήμη είναι η παραμονή του νου, γι’ αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται πρώτα μέσα στο νου. Η μνήμη είναι σύμπτηξη της γνώσης, καθώς είναι πάγωμα του όντος του παντοτινού – το οποίο είναι πάντα αόρατο και αιώνιο-, ενώ της ζωής η σύμπτηξη είναι η αθανασία –επειδή η ζωή είναι άσβεστη-, έτσι λοιπόν και η σύμπτηξη της γνώσης είναι η μνήμη » Ολυμπιόδωρος «Εις Πλάτωνος Φαίδωνα» 6.11.3 TLG.
4. Σύμφωνα με την αριστοτελική φιλοσοφία, τα όντα έχουν ως χαρακτηριστικά το «είδος» που αφορά την ιδιότητά τους και την «μορφή» που αφορά την εικόνα τους. Το είδος είναι νοητό, ενώ η μορφή είναι αισθητή. Βλ. Αριστοτέλης «Περί Φυσικής Ακροάσεως ή Φυσικά», «Μετά τα Φυσικά», «Περί Ψυχής» και «Περί Γενέσεως και Φθοράς» εκδ. Κάκτος.
Στο κείμενο αναφέρεται σε δύο επίπεδα: Το ένα είναι κοσμολογικό και αφορά την απορρόφηση της μάζας από τις μελανές οπές και την μετάβαση ενός σώματος από την κατάσταση της αισθητής μορφής στην κατάσταση της μη αισθητής αμορφίας. Το άλλο επίπεδο είναι οντολογικό και αφορά την μετάβαση από το αισθητό στο νοητό και από την μορφή (είδωλο) στο είδος (ιδέα).
5. «Εγερθέντες» ειναι εκείνοι που βρίσκονται έξω από την κατάσταση του ύπνου (έ-ξυπνοι) και η αναφορά παραπέμπει στα αποσπάσματα 88, 21, 63 και 75 του Ηρακλείτου.
6. «Νυκτιφαές περί γαίαν αλώμενον αλλότριον φως αιεί παπταίνουσα προς αυγάς ηελίοιο...φως μέσα στη νύχτα πλανιέται γύρω από τη γη και στρέφει το βλέμμα του προς τις ακτίνες του ήλιου» Παρμενίδης αποσπ. 14 «Προσωκρατικοί Τόμος 9» εκδ. Κάκτος. Με την λέξη «νυκτιφαές» δηλώνεται το «νοητό φως» το οποίο είναι σκοτεινό για τις αισθήσεις.
7. Ως «αισθητό σκότος» δηλώνεται το αόρατο από τις αισθήσεις. Όπως αναφέρει και ο Διονύσιος Σολωμός «μία μεστή δημοκρατία ιδεών που παρασταίνει τον από τες αίσθησες αόρατον μονάρχην. Ο κρυμμένος από τες αίσθησες μονάρχης γνωρίζεται μόνο από το πνεύμα μέσα εις το οποίο γεννήθηκε» (βλ. «Στοχασμοί» Άπαντα Α.207).
8. Ο ιστός και γενικότερα η διαδικασία της ύφανσης έχει να κάνει με τους χιτώνες που τυλίγονται γύρω από τα οχήματα της ψυχής –αυγοειδές (φωτεινό), προσφυές, οστρεώδες- καθώς κατέρχεται στον κόσμο της γένεσης. Η ύφανση έχει να κάνει επίσης και με τις φάσεις της σελήνης –νουνεμία, ημισέληνος, πανσέληνος- η οποία αποτελεί σύμβολο του υποσελήνιου κόσμου –του κόσμου της γένεσης και της φθοράς- και το σύμβολο της οποίας δηλώνει το ζωδιακό κύκλο, με χρονικό όριο τον πολικό αστέρα.
Ο ιστός σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη ιστορία, γεγονός που δηλώνει ότι ο ιστός σχηματίζει ένα πλέγμα αποθηκευμένων πληροφοριών μέσα στον τόπο. Ο ιστός αυτός μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με το νευρωνικό δίκτυο που διαπερνά το ανθρώπινο σώμα, επιτρέποντας στον άνθρωπο να έχει επαφή με το περιβάλλον και να αντιλαμβάνεται αισθητικά –με εικόνες- τις ενέργειες και τις αντανακλάσσεις των δυνάμεων που τον περιβάλλουν.
Η λέξη «ιστός» αποτελεί επίσης συνθετικό του «Ηφαίστου», καθώς το όνομα του θεού προέρχεται από την συνθετική λέξη «φαιστός» που σημαίνει τον «φάεος ίστορα» -εκείνον που εξιστορεί το φως ή το φως που εξιστορεί- (βλ. Πλάτων «Κρατύλος» 407c εκδ. Κάκτος).
Σύμφωνα με την ελληνική θεολογία, ο Ήφαιστος θεωρείται ο δημιουργός του αισθητού κόσμου και της σωματοειδούς φύσεως –γι’ αυτό παρουσιάζεται ως τεχνίτης-, ενώ το γεγονός ότι ο θεός κατακρημνίζεται από τον Όλυμπο στη γη σημαίνει ότι η δημιουργία απλώνεται σε ολόκληρο τον αισθητό κόσμο (βλ. Πρόκλος «Εις Πλάτωνος Τίμαιον» Α.142.22 – Α.144.19 εκδ. Κάκτος και για περισσότερα βλ. στον ιστότοπο «Φιλοσοφούμεν γνησίως τε και ικανώς / Eleusis 69» στο άρθρο με τίτλο «Ο καθολικός δημιουργός πάσης της σωματοειδούς συστάσεως».
9. Υπάρχουν 5 συνειδησιακά στάδια, κατά την εναλλαγή των οποίων μεταβάλλεται η εγκεφαλική δραστηριότητα του ανθρώπου: η κατάσταση της εγρήγορσης, της καθόδευσης, του ενύπνιου, του ονείρου και της εξύπνου έγερσης (έξοδος εκ του ύπνου και αφύπνιση). Ο εγκέφαλος μοιάζει με αρχαίο θέατρο και το όνειρο με θεατρική παράσταση, όπου ο θεατής που παρατηρεί το έργο από το «κοίλον», ο ηθοποιός που υποκρίνεται ρόλους στην «ορχήστρα» και ο σκηνοθέτης που σκηνογραφεί το έργο μέσα από το «λογείον» ταυτίζονται όταν πέσουν οι προσωπίδες κι ανοίξουν τα μάτια.
10. «Οργιάζομεν ολόκληροι μεν αυτοί όντες και απαθείς κακών όσα ημάς εν υστέρω χρόνω υπέμενεν, ολόκληρα δε και απλά και ατρεμή και ευδαίμονα φάσματα μυούμενοι τε και εποπτεύοντες εν αυγή καθαρά καθαροί όντες...Μετεχουμε στις ιερές τελετές ολόκληροι και απαθείς από κάθε κακό, μυούμαστε στα ολόκληρα και απλά και ακέραια και ευδαίμονα φάσματα και εποπτεύουμε την καθαρή αυγή, όντας καθαροί» Πλάτων «Φαίδρος» 250b εκδ. Κάκτος.
11. «Ορχήστρα» είναι η σκηνή όπου διαδραματίζονταν τα έργα στα αρχαία δράματα και «κοίλον» είναι η κεκρίδα όπου οι θεατές παρατηρούσαν τα δρώμενα. Η αρχιτεκτονική δομή του αρχαίου θεάτρου θυμίζει τη δομή του εγκεφάλου και του ουράνιου θόλου.
12. Η λέξη «εγκέφαλος» παρατίθεται στο κείμενο ως «ενκέφαλος» διότι θέλει να δηλώσει τα έγκατα εν της κεφαλής και συγκεκριμένα την λειτουργία της υπόφυσης και της παρεγκεφαλίτιδας. Προς κατανόηση του θέματος, παραθέτω μία εργασία μου μεταφρασμένη από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, με τίτλο «Kingdom of the Sleeping Beauty – Το Βασίλειο της Ωραίας Κοιμωμένης ή το Βασίλειο της Κοιμωμένης Ομορφιάς», το οποίο αποτελεί μέρος της επιστολής που είχα αποστείλει στην ομάδα «Gnosis» των γνωστικών στην πόλη Dusseldorf της Γερμανίας:
Είναι γνωστή σε όλους η ιστορία της «γένεσης» αλλά δεν είναι γνωστή σε όλους η εσωτερική σημασία του μύθου. Υπάρχουν 4 βασικά κλειδιά – σύμβολα για την κατανόηση του μύθου της Εδέμ: Ο Κήπος του Παραδείσου, τα δέντρα της Γνώσης και της Ζωής, το Ερπετό και η Έξοδος¹. Οι ποταμοί της Εδέμ είναι τέσσερις². Η Εδέμ είναι σύμβολο της κατάστασης της αθωότητας και του αγαθού, δηλαδή της κατάστασης εκείνης στην οποία βρισκόταν η ανθρωπότητα πριν φάει τον απαγορευμένο καρπό της γνώσης. Αυτή η κατάσταση είναι η αρχαϊκή πρωτο-συνείδηση, η οποία είναι συγγενική με την εγκεφαλική λειτουργία κάποιων ζώων, όπως ο σκύλος, τα δελφίνια και οι πίθηκοι.
Ο Homo erectus είχε ένα είδος υποσυνείδησης που κυμαινόταν μεταξύ των ενστίκτων και των συναισθημάτων και η οποία είναι συγγενική με την ονειρική κατάσταση. Στην κατάσταση αυτή, ο άνθρωπος γνώριζε σχεδόν τα πάντα χωρίς όμως να μπορεί να κατανοήσει τίποτα! Είχε μία συνειδησιακή επαφή με το εσωτερικό του σύμπαν, όμως δεν είχε την λογική συνείδηση που θα του επέτρεπε να σκεφτεί λογικά.
Σήμερα, αυτή η ιδιότητα αποκαλείται «διαίσθηση». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Εδέμ συμβολίζει μία ιδανική συνειδησιακή κατάσταση η οποία διακυμαίνεται ανάμεσα στην θεϊκή σοφία και στην μακαριότητα του ζώου.
Το δέντρο της Γνώσης είναι ο πρώτος σπινθήρας της γνωστικής συνείδησης και της πρώτης ερώτησης του ανθρώπου: Ποιος είμαι; τι είμαι; που είμαι;
Η εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης αυξήθηκε καθώς άρχισε ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται το φαινόμενο του θανάτου, στη βιβλική γλώσσα, αυτό έγινε όταν ο Κάϊν είδε νεκρό τον αδερφό του Άβελ και αναφώνησε «θέε μου, τον σκότωσα! Είναι νεκρός!». Αυτά τα δύο επίπεδα, η ζωή και ο θάνατος, εξέλιξαν την αρχαϊκή πρωτο-συνείδηση του Homo erectus στην ανεπτυγμένη υστερο-συνείδηση του Homo sapiens. Η παλαιά γνωστική παράδοση διακρίνει τον άνθρωπο σε «προ-αδαμικό» και σε «μετα-αδαμικό». Ο προ-αδαμικός άνθρωπος είχε παντρευτεί την «Λίλιθ», ενώ ο μετα-αδαμικός άνθρωπος παντρεύτηκε την «Εύα».
Ο θεός του πρώτου ήταν ο «Πατήρ Δημιουργός», ενώ ο θεός του δεύτερου ήταν ο Ιλμαμπόαθ ο «εγκόσμιος Υιός», ο πρώτος παραπέμπει στην υπερκόσμια τάξη των θεών της πλατωνικής θεολογίας, ενώ ο δεύτερος παραπέμπει στην εγκόσμια τάξη των θεών.
Η Λίλιθ δηλώνει την μυστηριώδη φύση που μαγνητίζει τον άνθρωπο μέσω των συναισθημάτων που του προκαλεί το άγνωστο και συμβολίζεται με την σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, ενώ η Εύα δηλώνει την ήμερη φύση που δημιουργεί στον άνθρωπο συναισθήματα ασφάλειας και συμβολίζεται με τις φάσεις της ορατής πλευράς της Σελήνης που δηλώνει τον χρόνο και με την Γη που ανθίζει και μαραίνει τους καρπούς δηλώνοντας τις εκδηλώσεις την ζωής.
Ο γάμος του προ-αδαμικού ανθρώπου με την Λίλιθ δηλώνει τον αρχέτυπο άνθρωπο μέσα στη φύση, ο οποίος ήταν γεμάτος φόβους, ένστικτα και δέος απέναντι στο μυστήριο του κόσμου, ενώ ο γάμος του μετα-αδαμικού ανθρώπου με την Εύα δηλώνει τον συνειδητό άνθρωπο έξω από τη φύση –καθώς γίνεται πλέον παρατηρητής της φύσεως-, ο οποίος παρουσιάζει λογική, θέληση, κατανόηση και κοινωνική οργάνωση. Στην επιστήμη, αυτή η μετάβαση έγινε γνωστή ως «άλμα Deborin»:
Ο πλανήτης μας πέρασε από δύο βασικές μεταμορφώσεις, την μετάβαση από την ανόργανη στην οργανική χημεία –από την ύλη στη ζωή- και το πέρασμα από την οργανική ζωή στην συνείδηση. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αλλάζει από εποχή σε εποχή και μέσα από τις δοκιμασίες του πυρός, σαν ένα βιολογικό ρολόι. Είμαστε μία τυφλή φυλή και οι επερχόμενες φυλές θα εκπλαγούν με την τυφλώτητά μας!
Όταν ο άνθρωπος έφαγε τον καρπό από το δέντρο της «Γνώσης», αυτόματα έχασε τη δυνατότητα να τρώει τους καρπούς και να πίνει το νερό από το δέντρο της «Ζωής», όχι εξαιτίας κάποιας θεϊκής τιμωρίας όπως διακυρήσσει δογματικά η θρησκευτική πίστη –εφόσον το Αγαθό δεν μπορεί να μειώσει την αγαθότητά του και να γίνει κακό-, αλλά γιατί η ανθρώπινη συνείδηση έμαθε να λειτουργεί σε δύο καταστάσεις: την συνειδητή και την υποσυνείδητη. Αυτό σημαίνει ότι την μία στιγμή «κοιμόμαστε» και ότι την άλλη στιγμή «είμαστε ξύπνιοι», ενώ στο μέσο βρίσκεται η κατάσταση του «ονείρου».
Ο Ηράκλειτος έλεγε «άνθρωπος εν ευφρόνη φάος άπτεται εαυτώ αποσβεσθείς όψεις, ζων δε άπτεται τεθνεώτος εύδων, εγρηγορώς άπτεται εύδοντος...όταν κοιμάται ο άνθρωπος ανάβει φως μέσα του, αγγίζει τον νεκρό στον ύπνο του, ενώ στον ξύπνιο του αγγίζει αυτόν που κοιμάται» (Ηράκλειτος αποσπ. 26, Η. Diels «Die Fragmente die Vorsokratiker» εκδ. Doxographi Graeci 9η εκδ. 1960).
Το δέντρο της Γνώσης λοιπόν είναι η αντίληψη, ενώ το δέντρο της Ζωής είναι η ανάμνηση, καθώς η Μνήμη συντάσσεται προς την Αθανασία. Εξ’ άλλου, τα ονόματα και τα έργα επιβιώνουν στο χρόνο μέσω της ανάμνησης, ακόμη και η αναγνώριση εδρεύει στην ανάμνηση –αναγνωρίζω το τάδε πράγμα διότι το θυμάμαι-. Η βάση της σωκρατικής και της πλατωνικής φιλοσοφικής θεωρίας των Ιδεών, βρίσκεται στο ότι η ψυχή πριν ενσαρκωθεί είχε αντικρίσει τις Ιδέες των αληθινών πραγμάτων και ότι ουσιαστικά η γνώση αποτελεί ανάμνηση των όσων είχε αντικρίσει η ψυχή πρωτού ενσαρκωθεί και πιει από το νερό της λησμονιάς.
Εξ’ άλλου, στα ελληνικά η λέξη truth (αλήθεια) σημαίνει την έλλειψη της κατάστασης του oblivion (μη λήθη). Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος είναι μέρος του σύμπαντος όπως το σύμπαν είναι μέρος του ανθρώπου και το όλον (σύμπαν) εμπεριέχει το μέρος (άνθρωπο) όπως μέσα στο μέρος (άνθρωπος) εμπεριέχεται μία μικρογραφία του όλου (σύμπαντος).
Την σχέση αυτή άλλωστε περιγράφει και ο μεγάλος ποιητής σας -των Γερμανών- Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε με την έννοια του «ενδοσύμπαντος» στο έργο του «οι ελεγείες του Duino» αλλά και ο Έρμαν Έσσε με το εσωτερικό του μυθιστόρημα «Demian».
Η προσωπικότητα μοιάζει με ένα πέπλο που χωρίζει το αθάνατο σύμπαν με την θνητή ανθρώπινη ύπαρξη. Η απόκρυφη περιοχή του λεγόμενου «ασυνείδητου» αποκαλύπτει πτυχές της μέσω του ονειρικού κόσμου, που στην γλώσσα του εσωτερισμού που χρησιμοποιείτε αποκαλείται ως «αστρικό πεδίο». Το ενδιάμεσο αυτό πεδίο, στην φυσιολογία ονομάζεται ως «υποσυνείδητο» και ανατομικά εντοπίζεται στην περιοχή του «cerebellum» δηλαδή της «παρεγκεφαλίτιδας».
Αμέτρητοι καθρέφτες αντανακλούν την νόησή του στην αέναη περιφορά τους, καθώς άπειροι συνδυασμοί αριθμών τρέχουν πίσω από τα μάτια του. Ατάραχο ατενίζει τον μορφογενετικό²⁶ Ωκεανό να κινείται, αναδύοντας μέσα από τους αφρούς²⁷ της εφήμερες μορφές που επιστρέφουν²⁸ στον αρχέγονο εαυτό τους, στο άχρονο και άχωρο σημείο όπου το ουδέν αγκαλιάζει εκστατικά το άπειρο. Μέσα από ένα παράλληλο διάκοσμο²⁹ προβάλλονται σαν θέατρο σκιών οι κόσμοι μαζί με τις εκδηλωμένες υπάρξεις τους, στο μεταίχμιο³⁰ που σμίγουν η ματαιότητα και η πληρότητα, μέσα στα σπλάχνα της μέλανας μήτρας του σύμπαντος. Εισχωρούμε νοερά μέσα στην μητρική κι ερωτική αγκαλιά του αρχέγονου, η οποία έλκει τις επιμέρους υπάρξεις στην αδιαίτερη ενότητά του, εκεί όπου κάθε είδωλο ομορφιάς χάνει την αξία του μπροστά στην εκτυφλωτική Ιδέα του αρχέτυπου Κάλλους³¹. Η πρωταρχική ομορφιά δεν εκδηλώθηκε και δεν απωλέσθηκε ποτέ, παραμένοντας αείζωη μέσα στο ανέγγιχτο άβατο του απείρου, μέσα απ’ το οποίο εκπορεύεται η κάθε δυνατότητα³² και η κάθε ετερότητα³³, στο αισθητό σκότος³⁴.
Το αρχέγονο είναι η ιδανικότερη κατάσταση των όντων, που σημαίνει το να μη γεννηθούν και το να μην πεθάνουν ποτέ, με συνέπεια την ανώλεθρη τελειότητα της μη εν χρόνω ύπαρξης και της μη εν κόσμω φθοράς. Μέσα σ’ αυτή την υπερκόσμια μακαριότητα εκμηδενίζεται κάθε τι εγκόσμιο, καθώς το νοερό³⁵ σκότος απορροφά το εφήμερο αισθητό³⁶ φως. Η ακέραια ομορφιά είναι η αφανής αρμονία³⁷ του παντοτινά ανεκδήλωτου, καθώς φάσματα³⁸ της οποίας εκδηλώνονται στον κόσμο του γίγνεσθαι³⁹ με τις ψυχικές απορροές τους να πιάνονται όμηροι της ανάγκης στο δίχτυ του χρόνου.
Η φιλοσοφία⁴⁰ μετουσιώνει το φόβο του θανάτου σε ίμερο⁴¹ φυγής και μετατρέπει τον πόνο του κόσμου σε τέχνη⁴² ζωής, γεννώντας στην ψυχή την μοναδική ελπίδα⁴³ πως κάποτε τελειώνουν όλα, αποσβένοντας σταδιακά την ανάμνηση του τραύματος της γένεσης και βουλιάζοντας εκστατικά στην αναζήτηση της μονοειδούς συνουσίας⁴⁴ με τον θάνατο,
επιζητώντας την τελική επιστροφή της ψυχής μέσα στον αέναο θάνατο.
Η νοσταλγική έλξη της επιστροφής της ψυχής στην ασώματη κατάσταση, θρέφει την φροντίδα της για τον ένσαρκο βίο και ενισχύει της εκτίμησή της για την αξία της ζωής, γι’ αυτό το λόγο γίνεται υπαρξιακή κατάφαση⁴⁶ που αρνείται την παραίτηση και που καταδικάζει την αυτοκτονία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αυτό που φοβόμαστε και που μας προκαλεί πόνο γίνεται ο δούρειος ίππος που μας λυτρώνει απ’ το επίφοβο και απ’ το αλγεινό. Η ορθή φιλοσοφία⁴⁷ μας προτρέπει να ρουφήξουμε συνειδητά την κάθε στιγμή της ζωής σαν να ήταν η τελευταία και να την μετουσιώσουμε σε ύπαρξη και σε έργο, τονίζοντας την αναντικατάστατη αξία της και επισημαίνοντας την ανεπίστρεπτη μοναδικότητά της, μέσα στο λίγο του κόσμου⁴⁸.
Κλείσε τα μάτια σου φίλε αναγνώστη και άνοιξε τα μάτια της ψυχής σου. Βυθίσου στο ενδοσύμπαν⁴⁹ μέσα σου και αφησε να προελάσει στην σκέψη σου όλη η ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης: η πολιτική, η επιστήμη, η τέχνη και η φιλοσοφία. Κοίτα τον έναστρο ουρανό και ξεκίνα να διανύσεις την απόσταση που μας χωρίζει με τον γαλαξία της Ανδρομέδας⁵⁰. Ταξίδεψε πέρα από τους γαλαξίες, μέχρι να φτάσεις στην αρχή του χρόνου και στο πέρας του χώρου, αγγίζοντας το Αρχέγονο μέσα στο άβατο του απείρου. Μπορείς να συλλάβεις την μικρότητα του σύμπαντος μέσα σου;
Τώρα σκέψου αντίστροφα και μίκρυνε τον εαυτό σου τόσο πολύ, ώστε να χωρέσει μέσα σε ένα σπόρο φυτού, σε έναν κόκκο σκόνης, σε ένα κύτταρο, σε ένα άτομο ύλης και σε ένα κβάντο φωτός, φτάνοντας στο σημείο του ελάχιστου δυνατού ορίου.
Μπορείς να διακρίνεις την μικρότητά σου μέσα στο σύμπαν;
Μέσα από αυτή την οπτική, το Αρχέγονο μοιάζει με κουκίδα που εμπεριέχει τα πάντα μέσα του δυνάμει, κρυφίως κι αφανώς⁵¹, ενώ εμάς μας κάνει να φαινόμαστε σαν μοναχικούς ταξιδιώτες στα σημεία του χώρου και στα διαστήματα του χρόνου. Υπό αυτή την έννοια, όλα όσα μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος μοιάζουν με μια χρονι ή σταγόνα μέσα σε έναν αρχέγονο ωκεανό μνήμης και με ένα άτομο⁵² μέσα στα αχανή λειβάδια των γαλαξιακών υπερσμηνών˙ από την άλλη όμως, η σταγόνα είναι ομοούσια του ωκεανού και το άτομο είναι το θεμελιώδες δομικό συστατικό των γαλαξιακών υπερμηνών. Ανάμεσα στα δύο άκρα εκδηλώνεται η φύση⁵³ του αρχέγονου χάους και η όψη του ξετυλίγεται μέσα στο θόλο της ψυχής⁵⁴ μας, καθώς βυθιζόμαστε,
στα τρίσβαθα του εαυτού μας⁵⁵.
Η απλότητα του Είναι εκφράζεται με μια παράδοξη πολυπλοκότητα μέσα στο μυαλό των ανθρώπων, καθώς το πιο ακατανόητο πράγμα στη φύση είναι η απλότητά της,
«φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»⁵⁶.
Παράλληλοι διάκοσμοι⁵⁷ ξεδιπλώνονται σε χωροχρονικές διαστάσεις, κάποιοι από τους οποίους αναδιπλώνονται στο άμορφο χάος, έτσι ώστε να μπορέσει να εκδηλωθεί το διπολικό ζεύγος των εφήμερων μεταβλητών κόσμων και της αρχέγονης αϊδιας⁵⁸ φύσης. Αρχές, έδρες και φάσματα της ενιαίας και αδιάστατης τοπολογίας του πεδίου, εκδηλώνουν μορφογενετικούς κόσμους που αναδύονται σαν αφροί⁵⁹ μέσα από την σκοτεινή μήτρα του σύμπαντος⁶⁰, μέσα στην οποία βρίσκεται κάθε τι ανεκδήλωτο και
«εν παντί πάντα»⁶¹.
Αυτή η ενιαία απλότητα δεν μπορεί να περιγραφτεί με λέξεις, διότι κάθε όνομα θα της προσέδιδε μία επίκτητη ιδιότητα, μπορεί όμως να παρομοιαστεί με την ενότητα και την απλότητα ενός,
αιένυπνου δίχως όνειρα, μέσα στην ηχώ ενός κοχυλιού.
Ένα αγόρι περπατά στις όχθες του ωκεανού⁶² και βρίσκει μέσα στην άμμο έναν κοχλία⁶³ που αναπαριστά πάνω στο κέλυφός του δινόμορφες έλικες και φρακταλώδεις σπείρες⁶⁴. Εντυπωσιασμένο από την ομορφιά του οστράκου⁶⁵, επιχειρεί να ερμηνεύσει τα σύμβολα⁶⁶ και μέσα από τον αποσυμβολισμό τους προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του. Σε μια ανύποπτη στιγμή, βάζει το κοχύλι στο αυτί του κι ακούει τους παφλασμούς των κυμάτων να τραγουδούν ψιθυριστά τις μνήμες του νερού και την οδύσσεια του οστράκου.
Καθώς κλείνει τα μάτια, αφήνεται στο τραγούδι της ωκεάνειας Μούσας κι εκείνη το ταξιδεύει μέσα από τα εσωτερικά κοιλώματα της δίνης του κελύφους, οδηγώντας τη ψυχή του στον αχανή βυθό της αρχέγονης Μνημοσύνης. Η ηχώ που πάλλεται στο τύμπανό του, του εξιστορεί τον μύθο της κόρης Διώπης⁶⁷, θεραπαίνιδας της Περσεφόνης απ’ την Όαση της Φαιακίδας⁶⁸, η οποία έλουζε μια νύχτα τα χρυσόξανθα μαλλιά της στον ποταμό Ράριο⁶⁹ που διαπερνά νοτιοανατολικά τη χώρα και που καταλήγει στο ιερό άλσος της Περσεφόνης⁷⁰.
Κάτω από το σεληνόφως που χάϊδευε απαλά το αλαβάστρινο κορμί της, εκείνη παρατηρούσε το είδωλό της να αχνοφέγγει και να ξεθωριάζει πάνω στα νερά του ποταμού όπου λουζόταν. Όταν τα σύννεφα έκρυψαν το πρόσωπο της Σελήνης, τότε εμφανίστηκε πάνω στην επιφάνεια του ποταμού η μορφή του αγοριού που κρατούσε το κοχύλι. Η κόρη ερωτεύτηκε την μορφή που αντίκρυσε και άρχισε να πηγαίνει κάθε νύχτα στον ποταμό για να ανταμώσει το είδωλο του αγαπημένου της. Ο ποταμός εξοργίστηκε που η αγαπημένη του πήγαινε στην κοίτη του, όχι για εκείνον, αλλά για να συναντήσει ένα είδωλο, έτσι, ένα βράδυ πήρε την μορφή του νέου και την πλησίασε.
Καθώς οι δύο νέοι ερωτοτροπούσαν πάνω στην όχθη του ποταμού, το είδωλο του νέου προσποιήθηκε ότι γλύστρισε κι έπεσε μέσα στα ορμητικά νερά. Η κόρη αψήφισε τον κίνδυνο κι έπεσε μέσα στον ποταμό για να σώσει τον αγαπημένο της, με αποτέλεσμα να την ρουφήξει μία δίνη και να πνιγεί. Μόλις συνειδητοποίησε το πάθος του ο ποταμός, μαράζωσε και ξεράθηκε. Μετά το θάνατό τους, η Περσεφόνη καταστέρωσε τον Ποταμό στη Ζώνη του Γαλαξία⁷¹, ενώ την κόρη την καταστέρωσε στον αστερισμό της Διόπης, γνωστής σήμερα ως Κόμη της Βερενίκης⁷².
------------------------
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Αρχέγονο», εκ των συνθετικών «αρχή» και «γόνος»-. Με την έννοια αυτή δηλώνω την αρχή της γένεσης των αισθητών όντων και της εκδήλωσης της εγκόσμιας μονάδος μέσα στην αιώνια φύση. Σε θεολογικό επίπεδο το Αρχέγονο εκφράζει τον Διόνυσο, ο οποίος μέσα στους ορφικούς ύμνους αποκαλείται «πρωτόγονος» και «διφυής». Ο Διόνυσος αποτελεί την απαρχή της κοσμικής δημιουργίας και είναι ο βασιλιάς του αισθητού κόσμου (βλ. Πρόκλος «Εις Πλάτωνος Τίμαιον» B.443.14 και E.242.9 εκδ. Κάκτος).
2. «Κυκεών δϊίσταται (μη) κινούμενος...ο κυκεών αν δεν κινούνταν θα δϊίστατο -δεν θα αναμειγνυόταν και θα διαλυόταν-» Ηράκλειτος αποσπ. 125 και σχόλιο 11, J. Brun «Ηράκλειτος» εκδ. Πλέθρον. Με την λέξη «δϊίσταμαι» σήμερα εννοούμε την διάσταση, όπως λέμε πχ «οι απόψεις δϊίστανται» εννοώντας ότι υπάρχει διάσταση και μη συμφωνία απόψεων.
Για την ηρακλείτεια φιλοσοφία, η διάς(τ)αση και η διάς(π)αση δηλώνουν κάτι παρεμφερές, δεδομένου ότι αν η φύση δεν κινείτο τότε θα παρέμενε στατική και θα κατέληγε στην αποσύνθεση και τον αφανισμό. Αν πχ ένα ζώο δεν κινηθεί θα πεθάνει από ασιτία, αλλά ακόμη κι αν μέσα σε μία ανόργανη μάζα σταματούσε η κίνηση των ηλεκτρονίων της τότε η μάζα θα διαλυόταν. Η λέξη «κυκεών» προέρχεται από το ρήμα «κυκάν» που σημαίνει «ανακινούμαι» (βλ. ετυμολογικό λεξικό «Liddell and Scott»).
Η έννοια στο κείμενο έχει οντολογικό χαρακτήρα, καθώς επισημαίνει την οντολογική διάσταση ανάμεσα στο «κινούμενο» που είναι το «γίγνεσθαι» και στο «ακίνητο» που είναι το «Είναι» λαμβάνοντας υπ’ όψιν την 6η υπόθεση του Παρμενίδη σχετικά με το ότι το Εν ούτε κινείται αλλά ούτε και είναι ακίνητο (βλ. Πλάτων «Παρμενίδης» 163b – 164b εκδ. Κάκτος).
Επίσης, μέσα στο κείμενο η λέξη «κυκεών» συνδέεται με την λέξη «μνημοσύνη», δηλώνοντας ότι μέσα από την δεξιόστροφη φορά περιδίνησης του πλατωνικού «ταυτού» το παν μεταβαίνει από την «ετερότητα» του πλήθους προς την «ταυτότητα» του «ενός όντος» (για τις φορές του «ταυτού» και του «ετέρου» βλ. Πλάτων «Τίμαιος» 36a, ενώ για το «εν ον» βλ. Πλάτων «Παρμενίδης» 137c – 166c και Παρμενίδης αποσπ. 7-8 «Προσωκρατικοί Τόμος 9» εκδ. Κάκτος»).
Συνοπτικά αναφέρω ότι η φορά του «ταυτού» είναι δεξιόστροφη και οδηγεί προς τα νοητά και την «αρχή της ταυτότητας» η οποία κάνει το ον να είναι αυτοέν και ταυτό (ίδιο) με τον εαυτό του, ενώ η φορά του «ετέρου ή θατέρου» είναι αριστερόστροφη και οδηγεί προς τα αισθητά και την «αρχή της ετερότητας» η οποία κάνει το ον να μερίζεται σε πλήθος και να γίνεται έτερο (άλλο) από το αυτοέν.
Ο Εμπεδοκλής αποκάλεσε την αρχή της ταυτότητας ως «Φιλότητα» (έλξη) οντολογικά και ως «Κύπρις» (Αφροδίτη) θεολογικά, ενώ την αρχή της ετερότητας την ονόμασε «Νείκος» (έριδα) οντολογικά και «Κότο» (έχθρα) θεολογικά (βλ. Εμπεδοκλής «Περί Φύσεως» αποσπ. 35 για την «φιλότητα» και το «νείκος» και «Καθαρμοί» αποσπ. 128 για την «Κυπρίδα» και αποσπ. 121 για τον «Κότο», «Οι Προσωκρατικοί Τόμος 11» εκδ. Κάκτος).
Η δεξιόστροφη φορά του ταυτού οδηγεί προς τη δίκη (δικαιοσύνη) και συνδέεται με το δεξιόστροφο μέρος του εγκεφάλου το οποίο είναι υπεύθυνο για τις μαθηματικές και τις λογικές λειτουργίες (*αντίληψη κυματικής φύσης φωτός και χωρικών σχέσεων), ενώ η αριστερόστροφη φορά του ετέρου οδηγεί στην αδικία και συνδέεται με το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου το οποίο είναι υπεύθυνο για τις αισθητικές και τις συναισθηματικές λειτουργίες (*αντίληψη σωματιδιακής φύσης φωτός και λεπτομερειών).
Πέρα από αυτά, ο «κυκεών» αποτελούσε ένα θεουργικό παρασκεύασμα προς μυστηριακή χρήση στην αρχαιότητα, το οποίο ενίσχυε τις θεραπευτικές και τις ενορατικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού μέσω της αύξησης των ορμονών της μελατονίνης και της αδενοχρωμίνης, αλλά και που αναπτέρωνει τις νοητικές ιδιότητες της ψυχής. Την πρώτη και εγκυρότερη αναφορά σχετικά με την παρασκευή και την μυστηριακή χρήση του κυκεώνα την συναντάμε στην Ιλιάδα του Ομήρου, με χαρακτηριστικότερο το περιστατικό όπου η Εκαμήδη παρασκευάζει τον κυκεώνα μέσα στην κούπα του Νέστορα (Θ.624).
3. Η «μνημοσύνη» δηλώνει το σύνολο των «αναμνήσεων» που εμπεριέχουν μέσα τους τις «μνήμες» και διαφέρει από αυτές ως προς το ότι είναι καθολικότερη και ως προς το ότι δεν εδράζεται στον εγκέφαλο αλλά στη ψυχή. Η διαφορά μεταξύ «μνήμης» και «ανάμνησης» έγκειται στον διαφορετικό τρόπο λειτουργίας τους και στην διαφορετική τους φύση, καθώς η «μνήμη» αφορά την αποθηκευμένη πληροφορία του τάδε πράγματος ή της τάδε εμπειρίας, ενώ η «ανάμνηση» αφορά την νοητική κίνηση προς την ανάκληση της πληροφορίας ή της εμπειρίας (βλ. σχετικά Αριστοτέλης «Μικρά Φυσικά, Περί Μνήμης και Αναμνήσεως» 449b – 452a εκδ. Κάκτος).
Σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, η «γνώση είναι ανάμνηση» (βλ. Πλάτων «Μένων» 80a και «Θεάγης» 432a) και η ψυχή πριν ενσαρκωθεί στον κόσμο της γένεσης περιπλανιόταν κοντά στον κόσμο των ιδεών όπου αντίκρυσε την αληθινή ουσία των όντων (βλ. Πλάτων «Φαίδρος» 250b εκδ. Κάκτος), την οποία λησμόνησε με την κάθοδό της στον ένσαρκο βίο (βλ. στον μύθο του Ηρός, Πλάτων «Πολιτεία» βιβλίο 10 εκδ. Κάκτος). Η λέξη «μνήμη» εμπεριέχει μέσα της το ρήμα «μένω» με το οποίο δηλώνει την παραμονή ενός πράγματος σε έναν τόπο ή σε μία κατάσταση.
Επίσης, η λέξη σχετίζεται και με το ουσιαστικό «μήνη», το οποίο σημαίνει «φεγγάρι» και «οργή», σε αντιστοιχία με το ρήμα «θυμάμαι» το οποίο σχετίζεται με τον «θυμό». Στο κείμενο, η λέξη «ανάμνηση» συνδέεται με την προηγούμενη λέξη «κυκεών», εννοώντας ότι η μετάβαση από το αισθητό στο νοητό συνεπάγεται με την έξοδο από την «λήθη» και την σταδιακή είσοδο προς την «μη λήθη» ή «α λήθεια».
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί το περιεχόμενο της χρυσής πλάκας που βρέθηκε σε τάφο στην Πετηλία της Μεγάλης Ελλάδας (νότια Ιταλία) και η οποία χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ – παρόμοιες πλάκες έχουν βρεθεί στο Ιππώνιο και στις Ελευθερές της Κρήτης-: «Ευρήσσεις δ’ Αϊδαο δόμων επ’ αριστερά κρήνην, παρ’ δ’ αυτήι λευκήν εστηκυίαν κυπάρισσον, ταύτης της κρήνης μηδέ σχεδόν εμπελάσειας. Ευρήσεις δ’ ετέραν, της Μνημοσύνης από λίμνης ψυχρόν ύδωρ προρέον.
Φύλακες δ’ επίπροσθεν έασιν ειπείν: -Γας παις ειμί και Ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον, τόδε δ’ ίστε και αυτοί, δίψηι δ’ ειμί αύη και απόλλυμαι, αλλά δοτ’ αίψα ψυχρόν ύδωρ προρέον της Μνημοσύνης από λίμνης-. Καυ τοί σοι δώσουσι πιείν θείης απ’ ο κρήνης και τότ’ έπειτ’ άλλοισι μεθ’ ηρώεσσι ανάξεις...Θα βρεις αριστερά στο δώμα του Άδη μια κρήνη και δίπλα της να στέκει λευκό κυπαρίσσι.
Σ’ αυτή την κρήνη μη τυχόν και πλησιάσεις. Θα βρεις και μιαν άλλη που τρέχει ψυχρό ύδωρ από τη λίμνη της Μνημοσύνης, μπροστά της υπάρχουν φύλακες. Να πεις: -Της Γης είμαι παιδί και του έναστρου Ουρανού, το γένος μου είναι ουράνιο, το ξέρετε κι εσείς αυτό.
Έχω στεγνώσει από τη δίψα, χάνομαι. Μόνο δώστε μου τώρα ψυχρό ύδωρ που κυλάει από την λίμνη της Μνημοσύνης- κι αυτοί θα σου δώσουν να πιεις από τη θεϊκή κρήνη και από τότε θα θρονιαστείς μαζί με άλλους ήρωες» (βλ. «Οι Προσωκρατικοί – Τόμος Α» κεφ. «Ορφεύς» αποσπ. 17 και αντίστοιχα σχόλιο 36 εκδ. Κάκτος).
Συμπληρωματικά: «αλλ’ επειδή περί αναμνήσεως ο λόγος, παράκειται δε τη αναμνήση η μνήμη, αντίκειται δε τη μνήμη η λήθη. Φέρε έκαστον των τριών ορισώμεθα, τι ανάμνησις, τι μνήμη, τι λήθη. Μνήμη δε μονή του νου, η γαρ μνήμη μονή του νου, πρώτεως γαρ εν τω νω θεωρείται. Πήξις γαρ της γνώσεως η μνήμη, ως γαρ παγίωσις εστί του όντος το αεί –ον γαρ αεί εστί το αϊδιον-, της δε ζωής πήξις η αθανασία –ζωή γαρ άσβεστος έστιν-, ούτω και η πήξις της γνώσεως η μνήμη...αλλά επειδή ο λόγος γίνεται για την ανάμνηση, παράκειται στην ανάμνηση η μνήμη και είναι αντίθετες η μνήμη και η λήθη.
Φέρε κάθε μία των τριών που ορίσαμε, τι είναι ανάμνηση, τι μνήμη, τι λήθη. Μνήμη είναι η παραμονή του νου, γι’ αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται πρώτα μέσα στο νου. Η μνήμη είναι σύμπτηξη της γνώσης, καθώς είναι πάγωμα του όντος του παντοτινού – το οποίο είναι πάντα αόρατο και αιώνιο-, ενώ της ζωής η σύμπτηξη είναι η αθανασία –επειδή η ζωή είναι άσβεστη-, έτσι λοιπόν και η σύμπτηξη της γνώσης είναι η μνήμη » Ολυμπιόδωρος «Εις Πλάτωνος Φαίδωνα» 6.11.3 TLG.
4. Σύμφωνα με την αριστοτελική φιλοσοφία, τα όντα έχουν ως χαρακτηριστικά το «είδος» που αφορά την ιδιότητά τους και την «μορφή» που αφορά την εικόνα τους. Το είδος είναι νοητό, ενώ η μορφή είναι αισθητή. Βλ. Αριστοτέλης «Περί Φυσικής Ακροάσεως ή Φυσικά», «Μετά τα Φυσικά», «Περί Ψυχής» και «Περί Γενέσεως και Φθοράς» εκδ. Κάκτος.
Στο κείμενο αναφέρεται σε δύο επίπεδα: Το ένα είναι κοσμολογικό και αφορά την απορρόφηση της μάζας από τις μελανές οπές και την μετάβαση ενός σώματος από την κατάσταση της αισθητής μορφής στην κατάσταση της μη αισθητής αμορφίας. Το άλλο επίπεδο είναι οντολογικό και αφορά την μετάβαση από το αισθητό στο νοητό και από την μορφή (είδωλο) στο είδος (ιδέα).
5. «Εγερθέντες» ειναι εκείνοι που βρίσκονται έξω από την κατάσταση του ύπνου (έ-ξυπνοι) και η αναφορά παραπέμπει στα αποσπάσματα 88, 21, 63 και 75 του Ηρακλείτου.
6. «Νυκτιφαές περί γαίαν αλώμενον αλλότριον φως αιεί παπταίνουσα προς αυγάς ηελίοιο...φως μέσα στη νύχτα πλανιέται γύρω από τη γη και στρέφει το βλέμμα του προς τις ακτίνες του ήλιου» Παρμενίδης αποσπ. 14 «Προσωκρατικοί Τόμος 9» εκδ. Κάκτος. Με την λέξη «νυκτιφαές» δηλώνεται το «νοητό φως» το οποίο είναι σκοτεινό για τις αισθήσεις.
7. Ως «αισθητό σκότος» δηλώνεται το αόρατο από τις αισθήσεις. Όπως αναφέρει και ο Διονύσιος Σολωμός «μία μεστή δημοκρατία ιδεών που παρασταίνει τον από τες αίσθησες αόρατον μονάρχην. Ο κρυμμένος από τες αίσθησες μονάρχης γνωρίζεται μόνο από το πνεύμα μέσα εις το οποίο γεννήθηκε» (βλ. «Στοχασμοί» Άπαντα Α.207).
8. Ο ιστός και γενικότερα η διαδικασία της ύφανσης έχει να κάνει με τους χιτώνες που τυλίγονται γύρω από τα οχήματα της ψυχής –αυγοειδές (φωτεινό), προσφυές, οστρεώδες- καθώς κατέρχεται στον κόσμο της γένεσης. Η ύφανση έχει να κάνει επίσης και με τις φάσεις της σελήνης –νουνεμία, ημισέληνος, πανσέληνος- η οποία αποτελεί σύμβολο του υποσελήνιου κόσμου –του κόσμου της γένεσης και της φθοράς- και το σύμβολο της οποίας δηλώνει το ζωδιακό κύκλο, με χρονικό όριο τον πολικό αστέρα.
Ο ιστός σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη ιστορία, γεγονός που δηλώνει ότι ο ιστός σχηματίζει ένα πλέγμα αποθηκευμένων πληροφοριών μέσα στον τόπο. Ο ιστός αυτός μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με το νευρωνικό δίκτυο που διαπερνά το ανθρώπινο σώμα, επιτρέποντας στον άνθρωπο να έχει επαφή με το περιβάλλον και να αντιλαμβάνεται αισθητικά –με εικόνες- τις ενέργειες και τις αντανακλάσσεις των δυνάμεων που τον περιβάλλουν.
Η λέξη «ιστός» αποτελεί επίσης συνθετικό του «Ηφαίστου», καθώς το όνομα του θεού προέρχεται από την συνθετική λέξη «φαιστός» που σημαίνει τον «φάεος ίστορα» -εκείνον που εξιστορεί το φως ή το φως που εξιστορεί- (βλ. Πλάτων «Κρατύλος» 407c εκδ. Κάκτος).
Σύμφωνα με την ελληνική θεολογία, ο Ήφαιστος θεωρείται ο δημιουργός του αισθητού κόσμου και της σωματοειδούς φύσεως –γι’ αυτό παρουσιάζεται ως τεχνίτης-, ενώ το γεγονός ότι ο θεός κατακρημνίζεται από τον Όλυμπο στη γη σημαίνει ότι η δημιουργία απλώνεται σε ολόκληρο τον αισθητό κόσμο (βλ. Πρόκλος «Εις Πλάτωνος Τίμαιον» Α.142.22 – Α.144.19 εκδ. Κάκτος και για περισσότερα βλ. στον ιστότοπο «Φιλοσοφούμεν γνησίως τε και ικανώς / Eleusis 69» στο άρθρο με τίτλο «Ο καθολικός δημιουργός πάσης της σωματοειδούς συστάσεως».
9. Υπάρχουν 5 συνειδησιακά στάδια, κατά την εναλλαγή των οποίων μεταβάλλεται η εγκεφαλική δραστηριότητα του ανθρώπου: η κατάσταση της εγρήγορσης, της καθόδευσης, του ενύπνιου, του ονείρου και της εξύπνου έγερσης (έξοδος εκ του ύπνου και αφύπνιση). Ο εγκέφαλος μοιάζει με αρχαίο θέατρο και το όνειρο με θεατρική παράσταση, όπου ο θεατής που παρατηρεί το έργο από το «κοίλον», ο ηθοποιός που υποκρίνεται ρόλους στην «ορχήστρα» και ο σκηνοθέτης που σκηνογραφεί το έργο μέσα από το «λογείον» ταυτίζονται όταν πέσουν οι προσωπίδες κι ανοίξουν τα μάτια.
10. «Οργιάζομεν ολόκληροι μεν αυτοί όντες και απαθείς κακών όσα ημάς εν υστέρω χρόνω υπέμενεν, ολόκληρα δε και απλά και ατρεμή και ευδαίμονα φάσματα μυούμενοι τε και εποπτεύοντες εν αυγή καθαρά καθαροί όντες...Μετεχουμε στις ιερές τελετές ολόκληροι και απαθείς από κάθε κακό, μυούμαστε στα ολόκληρα και απλά και ακέραια και ευδαίμονα φάσματα και εποπτεύουμε την καθαρή αυγή, όντας καθαροί» Πλάτων «Φαίδρος» 250b εκδ. Κάκτος.
11. «Ορχήστρα» είναι η σκηνή όπου διαδραματίζονταν τα έργα στα αρχαία δράματα και «κοίλον» είναι η κεκρίδα όπου οι θεατές παρατηρούσαν τα δρώμενα. Η αρχιτεκτονική δομή του αρχαίου θεάτρου θυμίζει τη δομή του εγκεφάλου και του ουράνιου θόλου.
12. Η λέξη «εγκέφαλος» παρατίθεται στο κείμενο ως «ενκέφαλος» διότι θέλει να δηλώσει τα έγκατα εν της κεφαλής και συγκεκριμένα την λειτουργία της υπόφυσης και της παρεγκεφαλίτιδας. Προς κατανόηση του θέματος, παραθέτω μία εργασία μου μεταφρασμένη από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, με τίτλο «Kingdom of the Sleeping Beauty – Το Βασίλειο της Ωραίας Κοιμωμένης ή το Βασίλειο της Κοιμωμένης Ομορφιάς», το οποίο αποτελεί μέρος της επιστολής που είχα αποστείλει στην ομάδα «Gnosis» των γνωστικών στην πόλη Dusseldorf της Γερμανίας:
Είναι γνωστή σε όλους η ιστορία της «γένεσης» αλλά δεν είναι γνωστή σε όλους η εσωτερική σημασία του μύθου. Υπάρχουν 4 βασικά κλειδιά – σύμβολα για την κατανόηση του μύθου της Εδέμ: Ο Κήπος του Παραδείσου, τα δέντρα της Γνώσης και της Ζωής, το Ερπετό και η Έξοδος¹. Οι ποταμοί της Εδέμ είναι τέσσερις². Η Εδέμ είναι σύμβολο της κατάστασης της αθωότητας και του αγαθού, δηλαδή της κατάστασης εκείνης στην οποία βρισκόταν η ανθρωπότητα πριν φάει τον απαγορευμένο καρπό της γνώσης. Αυτή η κατάσταση είναι η αρχαϊκή πρωτο-συνείδηση, η οποία είναι συγγενική με την εγκεφαλική λειτουργία κάποιων ζώων, όπως ο σκύλος, τα δελφίνια και οι πίθηκοι.
Ο Homo erectus είχε ένα είδος υποσυνείδησης που κυμαινόταν μεταξύ των ενστίκτων και των συναισθημάτων και η οποία είναι συγγενική με την ονειρική κατάσταση. Στην κατάσταση αυτή, ο άνθρωπος γνώριζε σχεδόν τα πάντα χωρίς όμως να μπορεί να κατανοήσει τίποτα! Είχε μία συνειδησιακή επαφή με το εσωτερικό του σύμπαν, όμως δεν είχε την λογική συνείδηση που θα του επέτρεπε να σκεφτεί λογικά.
Σήμερα, αυτή η ιδιότητα αποκαλείται «διαίσθηση». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Εδέμ συμβολίζει μία ιδανική συνειδησιακή κατάσταση η οποία διακυμαίνεται ανάμεσα στην θεϊκή σοφία και στην μακαριότητα του ζώου.
Το δέντρο της Γνώσης είναι ο πρώτος σπινθήρας της γνωστικής συνείδησης και της πρώτης ερώτησης του ανθρώπου: Ποιος είμαι; τι είμαι; που είμαι;
Η εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης αυξήθηκε καθώς άρχισε ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται το φαινόμενο του θανάτου, στη βιβλική γλώσσα, αυτό έγινε όταν ο Κάϊν είδε νεκρό τον αδερφό του Άβελ και αναφώνησε «θέε μου, τον σκότωσα! Είναι νεκρός!». Αυτά τα δύο επίπεδα, η ζωή και ο θάνατος, εξέλιξαν την αρχαϊκή πρωτο-συνείδηση του Homo erectus στην ανεπτυγμένη υστερο-συνείδηση του Homo sapiens. Η παλαιά γνωστική παράδοση διακρίνει τον άνθρωπο σε «προ-αδαμικό» και σε «μετα-αδαμικό». Ο προ-αδαμικός άνθρωπος είχε παντρευτεί την «Λίλιθ», ενώ ο μετα-αδαμικός άνθρωπος παντρεύτηκε την «Εύα».
Ο θεός του πρώτου ήταν ο «Πατήρ Δημιουργός», ενώ ο θεός του δεύτερου ήταν ο Ιλμαμπόαθ ο «εγκόσμιος Υιός», ο πρώτος παραπέμπει στην υπερκόσμια τάξη των θεών της πλατωνικής θεολογίας, ενώ ο δεύτερος παραπέμπει στην εγκόσμια τάξη των θεών.
Η Λίλιθ δηλώνει την μυστηριώδη φύση που μαγνητίζει τον άνθρωπο μέσω των συναισθημάτων που του προκαλεί το άγνωστο και συμβολίζεται με την σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, ενώ η Εύα δηλώνει την ήμερη φύση που δημιουργεί στον άνθρωπο συναισθήματα ασφάλειας και συμβολίζεται με τις φάσεις της ορατής πλευράς της Σελήνης που δηλώνει τον χρόνο και με την Γη που ανθίζει και μαραίνει τους καρπούς δηλώνοντας τις εκδηλώσεις την ζωής.
Ο γάμος του προ-αδαμικού ανθρώπου με την Λίλιθ δηλώνει τον αρχέτυπο άνθρωπο μέσα στη φύση, ο οποίος ήταν γεμάτος φόβους, ένστικτα και δέος απέναντι στο μυστήριο του κόσμου, ενώ ο γάμος του μετα-αδαμικού ανθρώπου με την Εύα δηλώνει τον συνειδητό άνθρωπο έξω από τη φύση –καθώς γίνεται πλέον παρατηρητής της φύσεως-, ο οποίος παρουσιάζει λογική, θέληση, κατανόηση και κοινωνική οργάνωση. Στην επιστήμη, αυτή η μετάβαση έγινε γνωστή ως «άλμα Deborin»:
Ο πλανήτης μας πέρασε από δύο βασικές μεταμορφώσεις, την μετάβαση από την ανόργανη στην οργανική χημεία –από την ύλη στη ζωή- και το πέρασμα από την οργανική ζωή στην συνείδηση. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αλλάζει από εποχή σε εποχή και μέσα από τις δοκιμασίες του πυρός, σαν ένα βιολογικό ρολόι. Είμαστε μία τυφλή φυλή και οι επερχόμενες φυλές θα εκπλαγούν με την τυφλώτητά μας!
Όταν ο άνθρωπος έφαγε τον καρπό από το δέντρο της «Γνώσης», αυτόματα έχασε τη δυνατότητα να τρώει τους καρπούς και να πίνει το νερό από το δέντρο της «Ζωής», όχι εξαιτίας κάποιας θεϊκής τιμωρίας όπως διακυρήσσει δογματικά η θρησκευτική πίστη –εφόσον το Αγαθό δεν μπορεί να μειώσει την αγαθότητά του και να γίνει κακό-, αλλά γιατί η ανθρώπινη συνείδηση έμαθε να λειτουργεί σε δύο καταστάσεις: την συνειδητή και την υποσυνείδητη. Αυτό σημαίνει ότι την μία στιγμή «κοιμόμαστε» και ότι την άλλη στιγμή «είμαστε ξύπνιοι», ενώ στο μέσο βρίσκεται η κατάσταση του «ονείρου».
Ο Ηράκλειτος έλεγε «άνθρωπος εν ευφρόνη φάος άπτεται εαυτώ αποσβεσθείς όψεις, ζων δε άπτεται τεθνεώτος εύδων, εγρηγορώς άπτεται εύδοντος...όταν κοιμάται ο άνθρωπος ανάβει φως μέσα του, αγγίζει τον νεκρό στον ύπνο του, ενώ στον ξύπνιο του αγγίζει αυτόν που κοιμάται» (Ηράκλειτος αποσπ. 26, Η. Diels «Die Fragmente die Vorsokratiker» εκδ. Doxographi Graeci 9η εκδ. 1960).
Το δέντρο της Γνώσης λοιπόν είναι η αντίληψη, ενώ το δέντρο της Ζωής είναι η ανάμνηση, καθώς η Μνήμη συντάσσεται προς την Αθανασία. Εξ’ άλλου, τα ονόματα και τα έργα επιβιώνουν στο χρόνο μέσω της ανάμνησης, ακόμη και η αναγνώριση εδρεύει στην ανάμνηση –αναγνωρίζω το τάδε πράγμα διότι το θυμάμαι-. Η βάση της σωκρατικής και της πλατωνικής φιλοσοφικής θεωρίας των Ιδεών, βρίσκεται στο ότι η ψυχή πριν ενσαρκωθεί είχε αντικρίσει τις Ιδέες των αληθινών πραγμάτων και ότι ουσιαστικά η γνώση αποτελεί ανάμνηση των όσων είχε αντικρίσει η ψυχή πρωτού ενσαρκωθεί και πιει από το νερό της λησμονιάς.
Εξ’ άλλου, στα ελληνικά η λέξη truth (αλήθεια) σημαίνει την έλλειψη της κατάστασης του oblivion (μη λήθη). Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος είναι μέρος του σύμπαντος όπως το σύμπαν είναι μέρος του ανθρώπου και το όλον (σύμπαν) εμπεριέχει το μέρος (άνθρωπο) όπως μέσα στο μέρος (άνθρωπος) εμπεριέχεται μία μικρογραφία του όλου (σύμπαντος).
Την σχέση αυτή άλλωστε περιγράφει και ο μεγάλος ποιητής σας -των Γερμανών- Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε με την έννοια του «ενδοσύμπαντος» στο έργο του «οι ελεγείες του Duino» αλλά και ο Έρμαν Έσσε με το εσωτερικό του μυθιστόρημα «Demian».
Η προσωπικότητα μοιάζει με ένα πέπλο που χωρίζει το αθάνατο σύμπαν με την θνητή ανθρώπινη ύπαρξη. Η απόκρυφη περιοχή του λεγόμενου «ασυνείδητου» αποκαλύπτει πτυχές της μέσω του ονειρικού κόσμου, που στην γλώσσα του εσωτερισμού που χρησιμοποιείτε αποκαλείται ως «αστρικό πεδίο». Το ενδιάμεσο αυτό πεδίο, στην φυσιολογία ονομάζεται ως «υποσυνείδητο» και ανατομικά εντοπίζεται στην περιοχή του «cerebellum» δηλαδή της «παρεγκεφαλίτιδας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου