Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Νεοπλατωνικός Κατά Χριστιανών

Όλα όσα έγραφε, παρασυρμένος από την τρέλα του, ο Πορφύριος
κα­τά της ευσεβούς θρησκείας των Χριστιανών,
σε οποιουδήποτε τα χέρια και αν βρίσκονται, να δοθούν στην πυρά.
Δεν επιθυμούμε να φθάνουν στα αυτιά των ανθρώπων συγγράμματα
που προκαλούν την οργή του Θεού και εγκληματούν σε βάρος των ψυχών.

[Θεσπίζομεν πάντα, όσα Πορφύριος υπό της εαυτού μανίας έλαυνόμέ­νος
κατά της ευσεβούς των Χριστιανών θρησκείας συνέγραψε,
παρ 'οίωδήποτε ευρισκόμενα πυρί παραδίδοσθαι.
πάντα γαρ τα κινούντα τον Θεόν εις όργήν συγγράμματα
και τάς ψυχάς άδικούντα ουδέ εις άκοάς ανθρώπων έλθείν βουλόμεθα.]

ΤΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ το 448′ η εφαρμογή του ξεπέρασε το γράμμα αν όχι και το πνεύμα του, ρίχτηκαν στην πυρά όχι μόνο όλα τα αντίγραφα του περιβόητου δεκαπεντάτομου έργου Κατά Χριστιανών, μα και όλα τα έργα των ίδιων των χρι­στιανών απολογητών που παρέθεταν αποσπάσματα του ώστε να το αντικρούσουν..

Χάθηκαν όλα πλην ενός: το 1867, βρέθηκε στην Αθήνα το -γνω­στό από το Μεσαίωνα ακόμα και κατόπιν εξαφανισμένο-  έργο ‘Άποκριτικός προς ‘Έλληνας’ του χριστιανού κατηχητή -ίσως και επισκόπου Μαγνησίας- Μακαρίου Μάγνητος.

Ο Άποκριτικός, γραμμένος σε διαλογική μορφή, παρέθετε την αντιχριστιανική ε­πιχειρηματολογία ενός Έλληνα εθνικού φιλοσόφου που σήμερα θεωρείται επιστημονικά βεβαιωμένο ότι είναι ο νεοπλατωνικός Πορφύριος (βλ. εισαγωγή J. Hoffmann και αναλυτικότερα στον Επίλογο). Ο Αποκριτικός χάθηκε στην Βενετία, στα μέσα του 16ου αι. προτού ξαναβρεθεί στην Αθήνα, 3 αιώνες αργότερα.

Μέσα στο πλήθος των μελετών και την διεθνή βιβλιογραφία α­ναφορικά με το χαμένο έργο του Πορφύριου, ξεχωρίζει το βιβλίο του καθηγητή Joseph Hoffmann (Westminster College, Oxford) Porphyry’ s Against the Christians; the Literary Remains όχι μόνο είναι το πιο πρόσφατο, αλλά προέρχεται από ένα νηφάλιο ερευνη­τή, ειδικευμένο στις βιβλικές μελέτες. Θεωρήσαμε τα κείμενά του που συνοδεύουν την αγγλική του μετάφραση, (εισαγωγικό ση­μείωμα και επίλογος) ως τα πλέον κατάλληλα για την παρούσα έκδοση.

Εδώ και 16 αιώνες, το έργο του Πορφύριου «Κατά Χριστιανών» εί­ναι εξαφανισμένο. Ήταν μια πολεμική πραγματεία που στόχευε στην ανασκευή των χριστιανικών θεωριών και την καταπολέμηση των ιουδαϊκής έμπνευσης δογμάτων που με φανατισμό και μισαλλο­δοξία στρέφονταν κατά των ελληνιστικών φιλοσοφιών και του ελ­ληνικού τρόπου.

Ο φιλόσοφος Πορφύριος (232-305), μαθητής του Πλωτίνου, με πολλές φιλολογικές και θεολογικές πραγματείες στο ενεργητικό του, βαθύς γνώστης τόσο του Ευαγγελίου όσο και της Ιστορίας, αν­τλώντας επιχειρήματα από το οπλοστάσιο της νεοπλατωνικής σχο­λής αλλά και από την κοινή ανθρώπινη λογική, ασκεί ανελέητη κρι­τική:
στο πρόσωπο του Ιησού τον οποίο θεωρεί ως έναν ασήμαντο Εβραίο, στους ευαγγελιστές που τους θεωρεί αμόρφωτους παραμυ­θάδες, στους αποστόλους Παύλο και Πέτρο που τους θεωρεί αδί­στακτους τσαρλατάνους, άλλα και στην χριστιανική αποκαλυπτική θεολογία που την θεωρεί καταφανώς εσφαλμένη.

Το έργο του Πορφύριου προσφέρει στον σύγχρονο μελετητή μια εικόνα της παγανιστικής πολεμικής του 3ου μ.κ.ε. αιώνα μιας εποχής που σημαδεύτηκε, από τους ανελέητους όσο και μάταιους διωγμούς κατά των χριστιανών, και γενικότερα από τον αγώνα ε­πιβίωσης που έδινε η αυτοκρατορία ενάντια στους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους της.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι θρησκευτικοί διωγμοί ως ιστορικό πλαίσιο

ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΤΟΣ 312 Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΙΣΕ την επίσημη ανα­γνώριση του ως θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήδη εί­χε πίσω του τρεις αιώνες ζωής. Η χριστιανική μυθογραφία και οι βίοι των αγίων επέμεναν πως η πορεία προς τη νομιμότητα ήταν ανηφορική και επίπονη παρ’ ότι καθοδηγημένη από την θεία πρό­νοια, η διαδρομή ήταν σπαρμένη με τα πτώματα των μαρτύρων, το «σπόρο» της εκκλησίας, όπως περηφανευόταν ο λατίνος Τερτυλλιανός στην Απολογία του: «Όσο μας θερίζετε σεις οι ειδωλολάτρες, τόσο εμείς θεριεύουμε». Κι όμως υπήρχε μια δυσοίωνη αλήθεια στις καυχησιολογίες του.

Στα τέλη του δεύτερου αιώνα, όταν ο Τερτυλλιανός και ο εθνικός φιλόσοφος Κέλσος επιδίδονταν στους ιδεολογικούς αγώνες τους υπέρ και κατά της εκκλησίας, ο τελευταίος έλεγε με καυστικό χιούμορ: «Αν όλοι οι άνθρωποι θε­λήσουν κάποτε να γίνουν χριστιανοί, οι τελευταίοι δεν θα τους δε­χτούν με προθυμία». Μόλις μια δεκαετία αργότερα, ο Τερτυλλιανός ήταν σε θέση να υποστηρίξει με την ίδια σιγουριά πως η εκ­κλησία αυξανόταν με τέτοιους ρυθμούς που «αν ο αυτοκράτορας θελήσει να εξολοθρεύσει τη χριστιανοσύνη, θα βρεθεί χωρίς βασί­λειο να κυβερνήσει».

(Η χρήση της υπερβολής για καθαρά προση­λυτιστικούς λόγους δεν εγκαινιάστηκε από τους ευαγγελιστές του 20ου αιώνα, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της διαμάχης με­ταξύ της παγανιστικής κουλτούρας και της χριστιανικής διδασκα­λίας από τη στιγμή της γέννησής της, και σήμα κατατεθέν της ελ­ληνικής και λατινικής ρητορικής μέσα από την οποία διατυπώνο­νταν τα επιχειρήματα).

Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα για τους χριστιανούς. Πράγματι, υπήρξαν μάρτυρες, όπως υπήρξαν και αναποφάσιστοι αυτοκράτορες, από τον Φίλιππο τον Άραβα, μέχρι τον Αυρηλιανό και τον Διοκλητιανό άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να τηρήσουν μια ξεκάθαρη και συνεπή στάση απέναντι στους χριστιανούς. [Ο Φίλιππος ο Άραψ (230 μ.κ.ε.) ήταν ο πρώτος φιλοχριστίανός αυτοκράτορας της Ρώμης, έναν αιώνα πριν τον Μ. Κωνσταντίνο]

Το 248, ο ιδεολογικός αντίπαλος του Κέλσου, ο Ωριγένης έγραφε: «Παρ’ όλο που μας λείπουν οι θεριστές των ψυχών, ο θερισμός εί­ναι τόσο μεγάλος: οι άνθρωποι οδηγούνται στα αλώνια του Θεού, τις εκκλησίες, που βρίσκονται παντού»

(μη όντων εργατών των εργαζομένων τον θερισμόν των φυγών, τοσούτον είναι θερισμόν, συγκομιζομένων και συναγομένων εις τάς πανταχού άλωνας τού θεού και εκκλησίας -Κατά Κέλσου 1.43).

Οι καυχησιολογίες, πως ένα πλήθος ανθρώπων είχε προσχωρήσει στην εκκλησία -καύχημα για τον Τερτυλλιανό, ύβρις για τον Κέλσο και τους πνευματικούς του συντρόφους, όπως αργότερα και για τον Πορφύριο-, έθεσαν σε λειτουργία ένα συναγερμό που ήχησε σε ό­λη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ο τρίτος αιώνας δεν ήταν απλώς ένας αιώνας διωγμών, ήταν ο μόνος αιώνας κατά τον οποίο οι διώξεις επηρέασαν το χριστιανισμό στο σύνολο του. Η αυτοκρατορία είχε παραδοθεί στις ωδίνες της διαμάχης των εξουσιών και της κρίσης εμπιστοσύνης που ξε­κίνησε με τον Δέκιο το Φεβρουάριο του 250 και παρατάθηκε στη διάρκεια των βασιλειών του Βαλεριανού (257-260 ) και του Διοκλητιανού (284-305).

Η προσπάθεια να αναχαιτιστεί το χριστια­νικό κίνημα κράτησε, με ενδιάμεσα διαστήματα ύφεσης, από το 250 μέχρι το 284. Ώσπου, στις 23 Φεβρουαρίου 303, στο απόγειο της δύναμής του, ο Διοκλητιανός έθεσε εκτός νόμου το χριστιανι­σμό. Ακόμη και μετά την παραίτησή του το 305, οι διώξεις στην ανατολή συνεχίστηκαν σχεδόν για μια δεκαετία, επί Γαλέριου και Μαξιμίνου.

Όμως, στα χρονικά της πρώιμης εκκλησίας ο όρος «διωγμός» χρησιμοποιείται με τρόπο αναξιόπιστο. Παλαιότερες γενεές ιστο­ρικών της εκκλησίας, έχοντας ως πηγές τα μαρτυρολόγια και κεί­μενα των πατέρων της εκκλησίας, πίστευαν ότι από το Νέρωνα μέχρι τον Κωνσταντίνο, μεσολάβησε μια περίοδος ακατάπαυ­στων σφαγών όσων πρέσβευαν τον χριστιανισμό.

Την άποψή τους αυτή αποδυναμώνει η βεβαιότητα πως οι Ρωμαίοι θα μπο­ρούσαν, αν ήθελαν, να προχωρήσουν σε μια «τελική λύση» στο πρόβλημα του χριστιανισμού από πολύ νωρίς, όπως επίσης και το γεγονός ότι εκκλησιαστικοί συγγραφείς σαν τον Ωριγένη κόμπαζαν όχι μόνο για τους μάρτυρες μα και για τους πλούσιους, τους ανώτερους αξιωματούχους, τις ευγενικής καταγωγής κυρίες και τους illuminati που προσχωρούσαν μαζικά στην εκκλησία.

Οι εθνικοί συγγραφείς προσπάθησαν να αντιστρέψουν αυτό το ρεύμα, επιμένοντας πως ο χριστιανισμός ήταν στην ουσία μια θρησκεία για τεμπέληδες, αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και ανθρώπους τα­πεινής καταγωγής -«τις γυναικούλες, τους δούλους και τα παι­δάκια», σάρκαζε ο Κέλσος. Αλλά η προσπάθεια δεν έφερε απο­τελέσματα.

Οι διωγμοί του Διοκλητιανού αποκάλυψαν πως ο χρι­στιανισμός είχε τρυπώσει στην κρεβατοκάμαρα του αυτοκράτορα: η σύζυγος του, η κόρη του, οι υπηρέτες τους, ο θησαυροφύλακάς του, ο ευνούχος Δωρόθεος, ακόμη και ο διευθυντής του εργοστα­σίου βαφής (πορφύρας) στην Τύρο, ήσαν χριστιανοί ή συμπαθού­ντες των χριστιανών.

Η εξύβριση των νεοφώτιστων δεν ανέκοψε την πορεία των προσηλυτισμών. Γι’ αυτό και η πολιτική λύση που υιοθετήθηκε τον τρίτο αιώνα ήταν μια προσπάθεια να τρομά­ξει ο κόσμος: το τίμημα της μεταστροφής στο χριστιανισμό έπρε­πε να είναι πολύ ακριβό. Ο διωγμός ήταν η εναλλακτική λύση ι­σχύος στις αποτυχημένες πολεμικές προσπάθειες του Κέλσου, του Πορφύριου και του Ιεροκλή.

Ήταν μια τελευταία και απεγνω­σμένη απόπειρα διάσωσης της παλαιάς θρησκευτικής τάξης από τη θολή και μπερδεμένη ηθική διδασκαλία του χριστιανισμού που στο παρελθόν τόσο επιπόλαια είχε σατιριστεί ως «βακχική φρενί­τιδα». Είναι πολύ πιθανόν πώς ακόμη και από την εποχή του Κέλσου (που σχεδόν δεν κάνει λόγο για χριστιανική ανηθικότητα), κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τέτοιου είδους φημολογίες. Στη Δαμασκό του τέταρτου αιώνα, οι χριστιανοί και οι εθνικοί γείτονές τους έκλειναν το μάτι συνωμοτικά ο ένας στον άλλον και κρυφογελούσαν όταν κάποιος δραστήριος δικαστής συλλάμβανε ομαδικά μια παρέα από πόρνες στην αγορά της πόλης και τις α­νάγκαζε να ομολογήσουν πως ήταν «χριστιανές πόρνες».

Πώς διώκονταν οι χριστιανοί; Λίγο πριν τους διωγμούς, ο χρι­στιανός συγγραφέας Ωριγένης, έλεγε με υπερηφάνεια πως «εμείς οι χριστιανοί απολαμβάνουμε την ησυχία μας εδώ και πολύ και­ρό». Αλλά ο Ωριγένης έβλεπε και σύννεφα να μαζεύονται στον ο­ρίζοντα. Επικρατούσε πολιτική αστάθεια και η αυτοκρατορία α­πειλούνταν από στρατιωτική κατάρρευση,  από οικονομική άπο­ψη, οι καιροί ήταν σκληροί.

Το καθήκον (pietas) επέβαλλε στους πιστούς Ρωμαίους να υπερασπίζονται τις παραδόσεις και να τι­μούν τη θρησκεία που μέχρι τότε είχε εξασφαλίσει το μεγαλείο τους, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή διανόηση και τους ευσεβείς εθνι­κούς, οι δυο προηγούμενες γενιές χαρακτηρίζονταν από έκλυση η­θών και διάβρωση, πράγμα που επέφερε την αποδυνάμωση των παραδόσεων. Οι γραμμές άμυνας έπρεπε να πυκνώσουν.

Το 250 ο Δέκιος εξέδωσε ένα διάταγμα όπου ανέφερε απλώς πως οι χριστιανοί έπρεπε να θυσιάζουν στους θεούς της Ρώμης προσφέροντας κρασί και τρώγοντας το κρέας των θυσιών. Όσοι αρνούνταν θα καταδικάζονταν σε θάνατο. Για να αποφύγουν αυ­τήν την τιμωρία, φαίνεται πως πολλοί ευκατάστατοι χριστιανοί αποκήρυξαν τη νέα θρησκεία και έγιναν στα μάτια των πιστών «αποστάτες».

Οι αποστάτες αριθμούσαν στις γραμμές τους πολ­λούς επισκόπους, συμπεριλαμβανομένου και του επισκόπου της σημαντικής περιοχής της Σμύρνης, όπως και Ιουδαίους χριστια­νούς που επέστρεφαν στη συναγωγή, μιας και το διάταγμα του Δέκιου δεν συμπεριλάμβανε τον ιουδαϊσμό. Αυτό είχε ως συνέ­πεια, η εκκλησία να βρεθεί σε μεγάλη σύγχυση ως προς τον τρό­πο αντιμετώπισης εκείνων των χριστιανών που ξεστράτισαν από την πίστη σε καιρούς χαλεπούς και που θέλησαν να επανακάμ­ψουν μόλις πέρασαν τα δύσκολα -τους αποκαλούμενους lapsi.

Ακόμα και ο Αυγουστίνος, στην Αφρική του 5ου αιώνα, βρέθηκε να αντιμετωπίζει το ίδιο αυτό πρόβλημα. Τα χριστιανικά μυστή­ρια της βάπτισης και -ως ένα βαθμό- της ευχαριστίας, σε πολιτι­κές συνθήκες αποστασίας ιερέων και επισκόπων, τέθηκαν υπό ε­πανεξέταση. Πότε ένα μυστήριο δεν ήταν μυστήριο; Όταν το εί­χε τελέσει ένας προδότης της πίστης, υποστήριζαν κάποιοι. Οι συν­έπειες του διωγμού είχαν και ειδικές προεκτάσεις που επηρέαζαν ακόμα και δογματικούς κανόνες της εκκλησίας.

Στα χρόνια της βασιλείας του Βαλεριανού (253—260), η αιχμή του δόρατος στράφηκε από την άσκηση της χριστιανικής πίστης στην εκκλησιαστική περιουσία, ένα θέμα που ανησυχούσε τους συντηρητικούς εθνικούς που συνέδεαν πλέον άμεσα την άνοδο του χριστιανισμού με το τέλος της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Από πληθώρα στοιχείων προκύπτει πως στα μέσα του τρίτου αιώνα οι χριστιανοί είχαν αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση και ασκούσαν τη λατρεία τους με τρόπο επιδεικτικό.

Στη Νικομήδεια, την ανα­τολική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, «η εκκλησία των χρι­στιανών ορθωνόταν ψηλά, ορατή από τα ανάκτορα» (Λακτάντιος, Για τον θάνατο των διωκτών 12′ Κυπριανός, Επιστολή 80). Το χρήμα και η ιδιοκτησία, το ρωμαϊκό στυλ, έφερναν την απο­δοχή, οι πλούσιοι χριστιανοί ακολούθησαν το παράδειγμα των παγανιστών ευεργετών, κάνοντας δωρεές στις εκκλησίες με τον ί­διο τρόπο που παλιότερα έκαναν δωρεές σε ναούς των θεών του κράτους. Με δυο λόγια, οι χριστιανοί γίνονταν αξιοσέβαστοι.

Τον Αύγουστο του 257, ο Βαλεριανός έβαλε στόχο την περιου­σία του κλήρου, και το 258 τα πλούτη των διακεκριμένων κοσμι­κών χριστιανών. Αυτή η τακτική είχε προφανώς την πρόθεση να κάνει την ανώτερη τάξη των Ρωμαίων να το σκεφτεί καλύτερα πριν διοχετεύσει τα πλούτη της προς την κατεύθυνση των «ζητιά­νων ιερέων», όπως τους αποκαλούσε ο Πορφύριος, και πριν με­τατραπεί σε προστάτιδα των νεόπλουτων αρχηγών της εκκλη­σίας.

(Σε μια κοινωνία όπου η ευημερία και ο πλούτος δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε κανείς να ντρέπεται, η έμφαση που έδινε ο χριστιανισμός στη φτώχεια και στα βάσανα θεωρούνταν πιο πο­λύ ανόητη παρά ακατανόητη: μια απάτη των αξιωματούχων της εκκλησίας σε βάρος των μωρόπιστων και διψασμένων για θρη­σκεία honestiores).

Το διάταγμα του Βαλεριανού πρόβλεπε επί­σης ότι «τα μέλη του προσωπικού του Καίσαρα που ομολόγησαν ή θα ομολογήσουν (πως είναι χριστιανοί) θα σταλούν αλυσοδεμέ­νοι ως δούλοι να δουλέψουν στα κτήματα του Καίσαρα» (Κυπρι­ανός, Επιστολή 80 ι), ενώ τυχόν συγκλητικοί και άλλοι αξιωμα­τούχοι θα χάσουν πρώτα την περιουσία τους και, μόνον αν επι­μείνουν, τα κεφάλια τους.

Οι διαδικασίες μπορούσαν να είναι συνοπτικές ή παρατεταμέ­νες. Η καταγραφή της πιο συνοπτικής διαδικασίας αναφέρεται σε κάποιον Ρωμαίο κυβερνήτη της Ισπανίας που ανακρίνει έναν επί­σκοπο:

— Είσαι επίσκοπος;

— Είμαι.

— Θες να πεις, ήσουν. [Πράξεις Αγίου Φρουχτουόζου 2]

Το 258 ο Κυπριανός, ο επίσκοπος της Καρχη­δόνας στη Βόρεια Αφρική, εκτελέστηκε μετά από παρατεταμένη ανάκριση από τον Γαλέριο Μάξιμο. Η συγκεκριμένη υπόθεση έ­χει ενδιαφέρον από την άποψη των σχέσεων εθνικών και χριστια­νών. Τον Κυπριανό προκαλούσε συστηματικά ένας δευτεροκλασάτος φιλόσοφος, ο Δημητριανός, που υποστήριζε -όπως πολλοί προγενέστεροι και μεταγενέστεροι του φιλόσοφοι- πως ο χριστια­νισμός ήταν υπεύθυνος για τις συμφορές της αυτοκρατορίας (μια εκτίμηση που ο Τερτυλλιανός είχε ήδη διακωμωδήσει, το 198).

Εκπροσωπώντας την «ηθική πλειοψηφία» της εποχής του, ο Δημητριανός επέμενε πως μόνο εάν οι χριστιανοί εκδήλωναν τον α­παιτούμενο σεβασμό στις θρησκείες του κράτους και στο πρόσω­πο του αυτοκράτορα, θα επέστρεφε η ειρήνη κι η ευημερία. Όταν τελικά ο Κυπριανός αναγκάστηκε να απαντήσει, η δήλωσή του ή­ταν ένας χρησμός ολέθρου, μια σχοινοτενής παράφραση του Λουκρήτιου [πρβ. DeRerum Natura 2.1105 κ.ε.], ένας ισχυρισμός πως ο κόσμος ζούσε την επιθανάτια αγωνία της αποσύνθεσης:
Ο αγρότης φθίνει και μαραζώνει στα χωράφια, ο ναύτης στη θά­λασσα, ο στρατιώτης στη στρατώνα. Η τιμιότητα λείπει από την αγορά, η δικαιοσύνη από τα δικαστήρια, η αγάπη από τη φιλία’,το ταλέντο από τις τέχνες, η πειθαρχία από τη συμπεριφορά… Είναι η καταδίκη που επιβάλλεται στον κόσμο, είναι ο νόμος του Θεού, όπως τα πράγματα ανέρχονται, έτσι και να καταρρέουν όπως αυξάνουν, έτσι και να γερνούν… Κι όταν γίνονται μικρά κι αδύναμα, πεθαίνουν. Κυπριανός. Προς Δημητριανόν 3·
Μια τέτοια φιλοσοφικού τύπου «αποκάλυψη» κάθε άλλο παρά ευχάριστα ακουγόταν στα αυτιά των Ρωμαίων: άλλο το να πα­ραθέτουν οι χριστιανοί εδάφια από τις δικές τους αλλόκοτες γρα­φές,  όμως το να εφευρίσκουν και αναλογίες μεταξύ της ρωμαϊκής φιλοσοφίας και των προφητών τους -συμπεριλαμβανομένου του Ιησού- που κήρυτταν το τέλος του κόσμου, ήταν κάτι το ανυπό­φορο.

Αν τα πράγματα είναι παντού τόσο άσχημα, έλεγε με πε­ποίθηση ο Κυπριανός, είναι γιατί ο Θεός του ουρανού και της γης, ο Θεός και πατέρας του Ιησού Χριστού τα κάνει έτσι. Η αυτοκρα­τορία εξασθενίζει καθώς ο χριστιανισμός δυναμώνει. Όταν αρχι­κά σύρθηκε μπροστά στον ανθύπατο Πατέρνο, ο Κυπριανός συμ­περιφέρθηκε επιφυλακτικά και πεισματάρικα, αρνούμενος να καταδώσει τους συναδέλφους του ιερείς. Καταδικάστηκε σε εξορία λόγω της άρνησής του να αποκηρύξει το χριστιανισμό και να συμ­μορφωθεί με το ρωμαϊκό τυπικό.

Στη συνέχεια ανακλήθηκε από τον ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο (διάδοχο του Πατέρνου) για ένα δεύτερο κύκλο ανακρίσεων. Το ίδιο πεισματάρης όπως και πριν, ο γέροντας συγκρούστηκε με τον οξύθυμο Γαλέριο και καταδικά­στηκε σε θάνατο δια αποκεφαλισμού. Σύμφωνα με τον Προυδέντιο που διέσωσε την ιστορία του, οι οπαδοί του Κυπριανού ικέ­τεψαν «με μια φωνή» να εκτελεστούν μαζί του.

Στις 31 Μαρτίου 297 επί Διοκλητιανού, η μανιχαϊστική θρη­σκεία τέθηκε εκτός νόμου. Όπως και ο χριστιανισμός, ο μανιχαϊσμός ήταν «εισαγόμενο προϊόν» αμφιβόλου ποιότητας. Επιπλέον είχε περσική προέλευση και η Ρώμη βρισκόταν σε εμπόλεμη κα­τάσταση με την Περσία. Οι ιερείς του συλλαμβάνονταν και παρα­δίνονταν στην πυρά μαζί με τα ιερά τους βιβλία, χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες.

Όσοι ομολογούσαν πως ήσαν μανιχαϊστές καταδι­κάζονταν σε θάνατο χωρίς να περάσουν από δίκη. Οι πιο διακε­κριμένοι Ρωμαίοι μανιχαϊστές (οι αποκαλούμενοι honestiores) γλίτωναν τη ζωή τους αλλά τους δήμευαν την περιουσία και τους έστελναν να δουλέψουν στα ορυχεία. Η αντιμετώπιση των μανιχαϊστών προμήνυε ακόμη χειρότερα προβλήματα για τους χρι­στιανούς.

Ο Διοκλητιανός εξέδωσε το πρώτο του διάταγμα κατά των χρι­στιανών τον Φεβρουάριο του 303. Ο ιστορικός της εκκλησίας Λακτάντιος (± 240-320) γράφει πως ο Διοκλητιανός έπεσε θύμα των συμβούλων του και ειδικότερα του Γαλέριου, καίσαρα της ανατο­λής, «ο οποίος έκαιγε ζωντανό όποιον αρνιόταν να προσφέρει θυ­σία».

Στην πραγματικότητα ο Διοκλητιανός αμφιταλαντευόταν. Ο Λακτάντιος λέει ότι ένα από τα τραγικά του ελαττώματα ήταν πως διεκδικούσε την αποκλειστική τιμή για τις επιτυχίες του, ι­σχυριζόμενος ότι είχε ενεργήσει αφ’ εαυτού, και πως χρέωνε όλες τις αποτυχίες στις πλάτες των συμβούλων του. Ο διωγμός τού 303 ήταν μια τέτοιας λογής απόφαση.

Η αρχική θέση του Διοκλητιανού ήταν ρεαλιστική και σαφής: Υ­πάρχουν πάρα πολλοί χριστιανοί στην αυτοκρατορία,  θα χυθεί αίμα,  θα ακολουθήσουν εξεγέρσεις,  άλλωστε, οι περισσότεροι θα δεχτούν με χαρά το θάνατο τους,  γιατί να μην κηρυχθεί παράνο­μη η άσκηση αυτής της ολέθριας δεισιδαιμονίας μόνο για τους α­ξιωματούχους της αυλής και τους στρατιώτες;

Νιώθοντας πως θα υπάρξουν αντιδράσεις σε τούτη τη λογική προσέγγιση, κάλεσε συμβούλους: δικαστές, στρατιωτικούς διοικητές και τελικά, απε­γνωσμένος, ένα μάντη ο οποίος είχε σταλεί να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, ποια ήταν η θέληση των θεών μπρος σ’ ετούτη τη δυσάρεστη κατάσταση.

Η απάντηση ήταν προβλεπό­μενη: ο Απόλλων συμφωνούσε απολύτως με τον Γαλέριο. Οι χρι­στιανοί έπρεπε να αναχαιτιστούν. Ο Λακτάντιος σημειώνει πως στις 23 Φεβρουαρίου, στη γιορτή του Terminus, του θεού των ο­ρίων, εκδόθηκε το διάταγμα κατάργησης («terminate») της χρι­στιανικής θρησκείας. Ήταν ο δέκατος ένατος χρόνος της βασι­λείας του Διοκλητιανού και γύρω στο Πάσχα μαθεύτηκε πως θα καταστραφούν τα χριστιανικά κτίρια, θα καούν τα ιερά βιβλία, θα συλληφθούν νοικοκυραίοι, κι οι πρεσβύτεροι θα υποχρεωθούν να θυσιάσουν στους επίσημους θεούς του κράτους.

Σε ένα διάσημο περιστατικό στην πόλη Circa (στη σημερινή Αλ­γερία), τον Μάιο του 303, δυο μόνο μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος, ο δήμαρχος της πόλης, συνοδευόμενος από ένα α­πόσπασμα πολιτών έφτασε στο κατώφλι ενός οικήματος που οι χριστιανοί το χρησιμοποιούσαν ως τόπο συνάντησης. Παρ’ όλο που ήθελε να πάρει έναν κατάλογο με τα ονόματα όλων των «α­ναγνωστών» (κληρικών) της εκκλησίας, ο δήμαρχος είχε επίσης εντολές να καταγράψει τα περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας και να κατάσχει όλα τα αντίγραφα των γραφών. Το ζήτημα α­ποδείχτηκε δύσκολο.

Η στάση των ανθρώπων του επισκόπου δεν ήταν σ’ όλες τις περιπτώσεις η ίδια: κάποιοι αναγνώστες παρέδωσαν τα βιβλία χωρίς αντιρρήσεις, κάποιοι δίστασαν και άλλοι αρ­νήθηκαν. Αν το περιστατικό της Cirta είναι ενδεικτικό των διαδι­κασιών έρευνας και κατάσχεσης που απαιτούσε το διάταγμα, τό­τε η έρευνα θα πρέπει να ήταν εξονυχιστική και αμείλικτη.

Το α­πόσπασμα γύριζε από σπίτι σε σπίτι, με την πεποίθηση πως οι χαμηλόβαθμοι κληρικοί ήταν πιο ευάλωτοι και άρα πιο εύκολοι στο να κατονομάσουν συγκεκριμένα πρόσωπα. Βρήκε βιβλία κρυμ­μένα σε ιδιωτικές κατοικίες, όπου τα είχαν καταχωνιάσει οι ανα­γνώστες για να τα σώσουν, καθώς πίστευαν πως η εκκλησία δεν ήταν ασφαλής χώρος για τη φύλαξη των ευαγγελίων και των ε­πιστολών.

Ο Διοκλητιανός είχε ελπίσει πως θα εξάρθρωνε το κίνημα, όμως οι τακτικές επιβίωσης του κινήματος έκαναν πολύ δύσκολο το έρ­γο της αστυνόμευσης. Οι χριστιανοί είχαν γίνει πανούργοι. Τον ενθουσιασμό για το μαρτύριο τώρα συναγωνίζονταν οι διφορού­μενες αποκρίσεις:

Δήμαρχος: Υπόδειξε μας τους αναγνώστες ή κάλεσέ τους εδώ.
Επίσκοπος: Ξέρετε ήδη ποιοι είναι.
Δήμαρχος: Φέρτε τα βιβλία σας.
Διάκοι: Ό,τι είχαμε εδώ [μέσα στην εκκλησία] το πετάξαμε.

Οι εκτελέσεις πήραν διαστάσεις, ιδιαίτερα όταν έφτασαν φήμες στα αυτιά του Γαλέριου ότι χριστιανικοί κύκλοι υποδαύλιζαν συν­ωμοσίες εναντίον του θρόνου. Νέα διατάγματα εκδίδονταν σε τα­κτά χρονικά διαστήματα, το ένα πιο αυστηρό από το άλλο. Το τέταρτο διάταγμα (304) όριζε πως «σύσσωμος» ο πληθυσμός της κάθε πόλης πρέπει να θυσιάσει και να προσφέρει σπονδές στους θε­ούς, μαζί και οι χριστιανοί.

Ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε για λό­γους υγείας το 305′ ο Γαλέριος, αυτοκράτορας πλέον, και ο Μαξιμίνος, νέος καίσαρας της ανατολής, συνέχισαν να πιέζουν αμεί­λικτα μέχρι τον Απρίλιο του 311, οπότε ο Γαλέριος -μια εβδομά­δα πριν τον θάνατο του— εξέδωσε ένα διάταγμα ανοχής.

Στη δύ­ση, ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος (πατέρας του Μ. Κωνστα­ντίνου) είχαν χάσει το ζήλο και την πίστη τους στη συγκεκριμένη πολιτική και περιορίζονταν σε σποραδικά χτυπήματα ενάντια σε κάποιες εκκλησίες αλλά τίποτε περισσότερο. Στις επαρχίες, και ι­διαίτερα στη Β. Αφρική, οι διωγμοί ήσαν πιο αυστηροί. Ο βαθμός αυστηρότητάς τους είναι, βέβαια, προς συζήτηση.

Ο ιστορικός της εκκλησίας Ευσέβιος (±200 – ±339) αφηγείται πώς οι πιστοί των Θηβών αποζητούσαν το μαρτύριο καθώς έσφιγγε γύρω τους ο κλοιός’ αλλά στην Οξύρυγχο, στις κάτω περιοχές του Νείλου, οι χριστιανοί που σύρονταν μπροστά στον δικαστή και διατάσσον­ταν να θυσιάσουν, είχαν το δικαίωμα να εξουσιοδοτήσουν ένα τρί­το πρόσωπο, συχνά έναν συγγενή τους εθνικό, να τελέσει το τυ­πικό για λογαριασμό τους έτσι ώστε να αποφύγουν οι ίδιοι το μί­ασμα που θα επέφερε η πράξη αν την τελούσαν αυτοπροσώπως.

Μέχρι και το 311 ή το 312 οι κάτοικοι πόλεων όπως η Γύρος, η Αντιόχεια, η Νικομήδεια και η Παμφυλία της Λυκίας έστελναν α­ναφορές κατά των χριστιανών στον Μαξιμίνο, που είχε θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης με στόχο να επαναφέρει τους μετανοημένους χριστιανούς στην εθνική τους κληρονομιά.

Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική καταπίεσης σε βάρος των χριστια­νών έχανε κάθε δυναμισμό. Οι παγανιστές πολέμιοι τους δεν επέ­τυχαν να αναχαιτίσουν τη δημοτικότητα του κινήματος και οι «διώκτες» αυτοκράτορες (εκτός ίσως από τον ίδιο τον Διοκλητιανό) είχαν πέσει έξω στους υπολογισμούς τους ως προς τον αριθμό και την αποφασιστικότητα των πιστών. Το κίνημα αποδείχτηκε το Βιετνάμ της Ρώμης: ένας αργόσυρτος πόλεμος φθοράς ενάντια σ’ έναν πολύμορφο εχθρό. Οι διωγμοί, ακόμη και στο απόγειο τους, επί Διοκλητιανού, υπήρξαν επιλεκτικοί και βραχύβιοι. Και, όπως ήδη από τον 170 αιώνα έχει γίνει γνωστό, ο αριθμός των μαρτύρων δεν ήταν μεγάλος.

Μια από τις επιτυχίες των χριστιανών απολογητών είναι το ότι έπεισαν τους διώκτες τους ότι απολάμβαναν τις διώξεις, ότι ο θά­νατος τούς άρεσε περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο: πεθαίνοντας για τον Ιησού Χριστό, εξασφάλιζαν το στέμμα της ουράνιας δό­ξας. Με σπάνιες εξαιρέσεις, οι πολίτες της αυτοκρατορίας δεν φά­νηκαν πρόθυμοι να συνεργαστούν στους διωγμούς: η ρωμαϊκή κοι­νωνία ήταν ανέκαθεν ανεξίθρησκη και η ανεκτικότητά της συνο­ψιζόταν στο αξίωμα «ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν».

Πο­λύ σύντομα οι πολίτες της κατάλαβαν την ανάγκη των αρχόντων τους να επωφεληθούν πολιτικά από την ύπαρξη ενός εσωτερικού εχθρού. Το τέταρτο διάταγμα κατά των χριστιανών, το 304, εί­χε ουσιαστικά ως στόχο να εξαναγκάσει τους πολίτες στην υπα­κοή λαομίσητων ηγετών, και το 308 ο ιδιαίτερα μισητός Μαξιμίνος δοκίμασε να εφαρμόσει την ίδια τακτική. (Ευσέβιος, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτύρων 9-1-3)·

«Επέβαλε την γρήγορη ανοικο­δόμηση των γκρεμισμένων ειδωλολατρικών ναών και ανάγκασε τους πάντες, άντρες και γυναίκες με βυζανιάρικα παιδιά και δούλους να προσφέρουν θυσίες και κρασί»,

(…το βασιλικό ν πρόσ­ταγμα, κελεΰον ώς αν μετά σπουδής πάσης των μεν είδωλείων ά- νοικοδομοϊεν τα πεπτωκότα, πανδημει δε πάντας, άνδρας άμα γυναιςιν και οίκέταις, αύτοις υπομαζίοις παισί, θύειν καϊ σπένδειν…).

Η τακτική ήταν, όπως λέει ο Ευσέβιος, αναποτελεσματική γιατί ακόμη και εκείνοι που έπρεπε να την υλοποιήσουν είχαν μειωμένο ζήλο και δεν επέβαλλαν ποινές ώστε να στηρίξουν τη «βιομηχα­νία θυσιών» που επιχειρούσε να στήσει ο Μαξιμίνος.

Δυσαρεστημένος με την αποτυχία του, χρηματοδότησε μια «φι­λολογική» επίθεση, κυκλοφορώντας παραποιημένα ευαγγέλια και απομνημονεύματα που περιείχαν γνωστές και τετριμμένες συκο­φαντίες εναντίον του Ιησού. Τα τοιχοκολλούσαν σε τόπους δημο­σίων συγκεντρώσεων και επέβαλλαν στους δασκάλους να διαβά­ζουν στα παιδιά αποσπάσματα ως μάθημα (Ευσέβιος, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτύρων 9-4-2.-5-2).

Για να στηρίξει τις κατηγορίες περί ανηθικότητας των χριστιανών, ο Μαξιμίνος προσέλαβε πρά­κτορες (duces) να συλλάβουν μαζικά πόρνες από την αγορά της Δαμασκού.

Αφού τις βασάνισαν μέχρι να ομολογήσουν πως είναι χριστιανές, στη συνέχεια τις έβαλαν να υπογράφουν δηλώσεις πως οι εκκλησίες ασκούσαν τελετουργικά την πορνεία και ζητού­σαν από τα μέλη τους να μετέχουν σε διεστραμμένες σεξουαλικά πράξεις. Αυτές οι δηλώσεις μοιράστηκαν στις πόλεις για δημόσια επίδειξη. Απεγνωσμένες εποχές, απεγνωσμένοι άνθρωποι, απε­γνωσμένα μέτρα.

Μέχρι τις 30 Απριλίου του -ημερομηνία που εκδόθηκε από τον Γαλέριο το διάταγμα ανοχής-, οι χριστιανοί είχαν αντιμετωπίσει επιτυχώς τρία μεγάλα κύματα επίθεσης: (α) την ασταθή και αναποφάσιστη πολιτική των αυτοκρατόρων από τον Νέρωνα μέ­χρι τον Μάρκο Αυρήλιο, (β) τις ιδεολογικές και φιλοσοφικές επι­θέσεις, που γίνονταν με υποστήριξη αυτοκρατορική, και (γ) τους αμείλικτους διωγμούς του τρίτου αιώνα που έληξαν το 311. Ο παγανισμός ψυχορραγούσε. Το σχέδιο του Μαξιμίνου να «ανα­μορφώσει» τους χριστιανούς στη θρησκεία των προγόνων τους εί­χε αποτύχει.

Μετά τη μεταστροφή του Μ. Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό -ασχέτως του περιεχομένου της και των λόγων που την υπαγόρευσαν-, μονάχα ο ανιψιός του Ιουλιανός (332-363), απέμεινε για να πάρει τη σκυτάλη και να υπερασπιστεί την παγανιστική υπό­θεση. Ο Ιουλιανός έκανε ό,τι μπορούσε για να επαναφέρει την πα­λιά τάξη πραγμάτων.

Αναδιοργάνωσε τα ιερά και τους ναούς α­παγόρεψε τη διδασκαλία του χριστιανικού δόγματος στα σχολεία, κατάργησε τα νομικά και οικονομικά προνόμια που είχαν συσσω­ρεύσει οι χριστιανοί από τις αρχές του τέταρτου αιώνα, έγραψε ο ίδιος πολεμικούς λόγους κατά των χριστιανών και -με μια έξυ­πνη πολιτική κίνηση- επέτρεψε στους εξόριστους επισκόπους να επανέλθουν στις έδρες τους, για να υποδαυλίσει τη μάχη εξουσίας και τη διχόνοια στους κόλπους των χριστιανών.

Όπως ήταν φυ­σικό, οι χριστιανοί τον μίσησαν. (Ανάμεσά τους και ο διακεκριμέ­νος θεολόγος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ήταν συμμαθητής του Ιου­λιανού στην Αθήνα όπου και οι δυο έμαθαν να αγαπούν τους κλα­σικούς συγγραφείς, αλλά μόνο ο Ιουλιανός μεταστράφηκε στον ελληνικό ανθρωπισμό).

Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (ο γνωστός δολοφόνος) έγραφε ένα μα­κροσκελή αντίλογο στο έργο του Ιουλιανού Κατά χριστιανών, τμήματα του οποίου απηχούν τον Πορφύριο και τον Ιεροκλή. Το παγανιστικό ιντερλούδιο -που δεν έφτασε ποτέ να γίνει αναγέν­νηση- κράτησε συνολικά τρία χρόνια, μέχρι το θάνατο του Ιου­λιανού, τον Ιούνιο του 363. Και παρ’ ότι δεν είναι του Ιουλιανού η επιθανάτια φράση που του αποδίδεται («Νενίκηκάς με, Γαλι­λαίε»), θα μπορούσε κάλλιστα να είναι.

Στα μέσα της ιστορικής περιόδου που περιγράψαμε, ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Πορφύριου της Τύρου, που ονομάστηκε έτσι (το αρχικό του όνομα ήταν Μάλχος) ίσως επειδή η γενέθλια πόλη του ήταν κέντρο παραγωγής του χρώματος βαφής της βασιλικής πορ­φύρας. Γεννημένος το 232, ο Πορφύριος ήταν δεκαοκτώ χρονών όταν ξέσπασε ο διωγμός επί αυτοκράτορα Δέκιου. Δώδεκα χρό­νια αργότερα, η αντιπάθειά του προς το χριστιανισμό είχε πλέον εδραιωθεί.

Ο Πορφύριος είχε ακούσει τον Ωριγένη να διδάσκει, εί­χε μελετήσει τις εβραϊκές γραφές, ιδιαίτερα τους προφήτες και τα χριστιανικά ευαγγέλια, και θεωρούσε πως τους έλειπε η φιλολο­γική ποιότητα και η φιλοσοφική εμβρίθεια. Γύρω στο 202, εντά­χθηκε σε μια σχολή της Ρώμης την οποία διηύθυνε ο διάσημος νε­οπλατωνικός δάσκαλος Πλωτίνος. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 270 περίπου. Και στη Σικελία όπου βρέθηκε μετά το θάνατο του Πλωτίνου, και στη Ρώμη όπου αργότερα επέστρεφε, ο Πορφύριος εκδήλωνε μιαν έντονη αντιπάθεια για τη λαϊκή θρησκεία ή δεισι­δαιμονία —superstitione, όπως προτιμούσαν να την αποκαλούν οι Ρωμαίοι διανοούμενοι του κύκλου του-, και θεωρούσε το χριστια­νισμό ως την πλέον ολέθρια μορφή της νόσου που είχε προσβάλει την αυτοκρατορία.

Σε μια επιστολή του (Πορφυρίου προς ‘Ανέβω επιστολή), υπογράμμιζε τα μειονεκτήματα των θρησκειών. Στη συνέχεια, επιτέθηκε στη χριστιανική διδασκαλία γράφοντας ένα δεκαπεντάτομο έργο, που αργότερα έγινε γνωστό ως το “Κατά Χριστιανών” Μέχρι την εποχή του διαγγέλματος του Γαλέριου (311), το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και από την πρώτη στιγμή μπήκε στο στόχαστρο της αυτοκρατορικής πλέον εκκλησίας, η ο­ποία το 448 καταδίκασε στην πυρά όλα τα υπάρχοντα αντίγρα­φα.

Ό,τι πληροφορίες έχουμε για το βιβλίο προέρχονται από α­ποσπάσματα που διατηρήθηκαν μέσα στα πλαίσια του αντίλογου χριστιανών δασκάλων όπως ο Ευσέβιος, ο Απολλινάριος και ο Αυγουστίνος, που έτρεφε θαυμασμό για τον Πορφύριο όπως και ο Ιερώνυμος, που έγραφε ένα μεγάλο σχολιαστικό υπόμνημα για το Βιβλίο του Δανιήλ, σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσει τις καυστικές και οξυδερκείς παρατηρήσεις του Πορφύριου για τη φύ­ση των βιβλικών προφητειών.

Θα ήταν κοινοτυπία να πούμε πως ο Πορφύριος ήταν ο πλέον «καταρτισμένος» των επικριτών του χριστιανισμού. Θα πρέπει, ό­μως, εν συνεχεία να σημειώσουμε ότι οι επικριτές του χριστιανι­σμού δεν ήταν στις καλύτερές τους στιγμές όταν έγραφαν πολεμι­κή. Έχει ειπωθεί, λόγου χάρη, πως τα αποσπάσματα του Πορ­φύριου όπως διατηρήθηκαν από τον κατηχητή Μακάριο Μάγνητα (4ος-5ος αι.), δεν μπορούν να ανήκουν στον Πορφύριο, γιατί προ­έρχονται από το έργο μιας κατώτερης διάνοιας. Δεν επιδέχεται αντίρρηση το ότι ο Πορφύριος ήταν ένας πρώτης τάξης διανοητής όμως μια διαμάχη με θέμα τον χριστιανισμό δεν ήταν υπόθεση ιδιαίτερα απαιτητική.

Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς, ο χρι­στιανισμός ήταν αξιοκαταφρόνητος γιατί ήταν πολύ απλοϊκός. Εξ ου και οι απλοί συλλογισμοί ή τα στερεότυπα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν εναντίον του: τα ευαγγέλια ήσαν έργο τσαρλα­τάνων, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς ήταν εγκληματίας και αποτυχημένος, ακόμη και με τα ιουδαϊκά μέτρα. Οι οπαδοί του τον είχαν προδώσει και ο αρχηγός τους (ο Πέτρος), ο πιο δειλός απ’ όλους, είχε τε­θεί επικεφαλής της εκκλησίας του. Ακόμη και ως θαυματοποιός, ο Ιησούς ήταν υποδεέστερος.

Η διδασκαλία των χριστιανών είναι αντιφατική: εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο τέλος του κόσμου αλλά ό,τι πραγματικά θέλουν είναι ο έλεγχος της αυτοκρατορίας. Το να λατρεύεις τον Ιησού ως θεό αποτελεί ύβρη προς οποιονδή­ποτε θεό αξίζει αυτό το όνομα. Οι απόψεις που εξέφραζε ο Πορφύριος ήταν συντριπτικές γιατί προέρχονταν από κάποιον που εί­χε βαθιά γνώση των ιερών βιβλίων των χριστιανών και του δόγ­ματος τους.

Επιπλέον, στην πολεμική του ο Πορφύριος αρνιόταν στους χριστιανούς το αγαπημένο τους καταφύγιο: την αλληγορία. Ο Πορφύριος αποδίδει στα κείμενα την κυριολεκτική σημασία τους. Καθώς υπήρξε μαθητής του Λογγίνου, κατείχε τέλεια την αλληγορική ερμηνεία και γνώριζε καλά τα μυστικά του επαγγέλ­ματος. Είτε μιλούσε για τις προφητείες του Δανιήλ είτε για την αποκαλυπτική διδασκαλία της εκκλησίας, αρνιόταν να δεχτεί ότι μια καταφανής αντίφαση αποτελεί «μυστήριο», ή τις εσφαλμένες περιγραφές αντικειμενικών γεγονότων ως «παράδοξο».

Οι συγ­γραφείς των ευαγγελίων δεν ήσαν Όμηροι. Τα ελληνικά τους, σε γενικές γραμμές, ήταν χαμηλού επιπέδου. Τους έλειπε όχι τόσο η εντιμότητα όσο η επιδεξιότητα, γιατί αν ήταν ανέντιμοι θα είχαν προσπαθήσει να αποκρύψουν τις αποτυχίες του Ιησού ή τις ελλεί­ψεις των αποστόλων. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν άξιζαν το σεβασμό με τον οποίο τους περιέβαλλαν ολοένα και περισσότεροι Ρωμαίοι.

Στις ακόλουθες σελίδες αναπαράγονται τα κείμενα του Πορφύριου όπως καταγράφηκαν στον “Άποκριτικό” του Μακάριου Μάγνητος,  τα κείμενα ξεπερνούν κατά πολύ το ήμισυ των αποσπα­σμάτων που απέδωσε στον Πορφύριο ο Adolf von Harnack. Από τότε που εκδόθηκε η συλλογή του Harnack, GtfgeTz die Christen, το 1916, έχει δημοσιευτεί ένα πλήθος μελετών που υπερασπίζονται ή καταδικάζουν τα συμπεράσματα του Γερμανού ιστορικού. Υ­πάρχει λοιπόν διχογνωμία ως προς το αν ο παγανιστής που παρουσιάζεται στο διάλογο του Μακάριου είναι όντως ο Πορφύ­ριος, ένας μεταγραφέας του Πορφύριου (όπως ήταν ο Πορφύριος του Πλωτίνου) ή κάποιος άλλος.

Αυτή η διαμάχη φαίνεται πως θα συνεχιστεί για αρκετό διάστημα καθώς περιστασιακά καινού­ριες φράσεις ή προτάσεις προστίθενται στο κυρίως σώμα του χα­μένου έργου του Πορφύριου. Η δική μου θέση, όπως διαγράφεται καθαρά και στον Επίλογο που ακολουθεί, είναι πως ο Harnack σε γενικές γραμμές έχει δίκιο: Ο Μακάριος απαντούσε στον Πορφύ­ριο και απόκρυβε την ταυτότητα του αντιπάλου του, είτε για λό­γους στρατηγικής είτε διότι -πράγμα λιγότερο πιθανό- είχε μόνο τα αποσπάσματα στη διάθεση του και δεν γνώριζε την πηγή τους.

Το ύφος, τα θέματα, η προσέγγιση και τα συμπεράσματα ανήκουν ολοκληρωτικά —αν και όχι κατ’ ανάγκη ευθέως- στον μεγάλο εθνικό δάσκαλο. Δεν χωρά αμφιβολία ότι τα λόγια του έχουν πα­ραφραστεί, παραμορφωθεί και κάποιες φορές κατακρεουργηθεί α­πό τον όχι και τόσο ευφραδή αντίπαλο του.

Είναι κρίμα, από τη σκοπιά της ιστορίας της θεολογίας και της φιλοσοφίας, που ο Πορφύριος δεν είχε την τύχη να αναμετρηθεί μαζί του ένας Ωριγένης ή ένας Κύριλλος Αλεξανδρείας.

Παρ’ όλα αυτά, νιώθει κανείς πως εν μέρει έχει διατηρηθεί η καυστικότητα της γλώσσας του Πορφύριου, όπως επίσης και μια αίσθηση επιτακτικότητας, καθώς και η βαθιά ριζωμένη έχθρα και καχυποψία με τις οποίες αντιμετώπιζε το χριστιανικό δόγμα.

Εί­χε γράψει αυτό το έργο για να επικρίνει την έλλειψη πατριωτι­σμού από πλευράς των χριστιανών -ένα θέμα που αναδύεται από την πρώτη στιγμή που ο Μακάριος αρχίζει να παραθέτει τον α­ντίπαλο του. Συνεχίζει με μιαν «ορθολογική» αποτίμηση των ση­μαινόντων προσωπικοτήτων, δοξασιών, βιβλικών επεισοδίων και δογμάτων.

Εάν, όπως είπα, ο φιλόσοφος εμφανίζεται περισσότερο επικριτι­κός και όχι τόσο εμβριθής, είναι γιατί η διαμάχη μεταξύ φιλοσο­φίας και εκκλησίας είχε πλέον τυποποιηθεί στα τέλη του τρίτου αιώνα. Οι εθνικοί είχαν μεν να παραθέσουν μια υψηλής ποιότητας επιχειρηματολογία, όμως ποτέ η λαϊκή θρησκεία —την οποία, ση­μειωτέον, ο Πορφύριος αντιπαθούσε ιδιαιτέρως- δεν αφέθηκε να καθοδηγηθεί ή να βελτιωθεί από επιχειρηματολογίες υψηλής ποι­ότητας.

Κι ίσως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της αντι­παράθεσης μεταξύ του Μακάριου και του εθνικού φιλοσόφου είναι ότι ο δεύτερος πατά γερά και με τα δυο του πόδια στη γη, σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης. Ο Μακάριος, αντίθετα, αφήνει τη φιλοσοφική του φαντασία να πετάξει και συνήθως καταλήγει σε α­νώμαλες προσγειώσεις.

Ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί τα θέματα στις αναρτήσεις «ΘΡΗΣΚΕΙΑ» που παρατίθεται στο παρόν blog για περαιτέρω μελέτη. Επέλεξα να παρου­σιάσω τις μακροσκελείς παρατηρήσεις μου σε έναν εκτενή Επίλο­γο και όχι στην αρχή του έργου. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:

Πρώτον, ως φοιτητής, αντιδρούσα συχνά στις εισαγωγές των φιλοσοφικών ανθολογιών, των ελληνικών τραγωδιών. Το ομολογώ με ντροπή καθώς τώρα γνωρίζω πόση δουλειά προϋποθέτει το γράψιμο μιας εισαγωγής. Όμως οι χειρότερες από δαύτες έλεγαν υπερβολικά πολλά -για τη ζωή, την εποχή, τους φίλους και τις πηγές του συγγραφέα- και οι κα­λύτερες υπερβολικά λίγα.

Σήμερα θυμάμαι λιγότερα πράγματα από τον Χαμένο Παράδεισο απ ό,τι για τον ίδιο τον Μίλτον. Ό­ταν το ενδιαφέρον μου μετατοπίστηκε από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία στις βιβλικές σπουδές, δεν άργησα να ανακαλύψω τη σοφία του φονταμενταλιστικού αποφθέγματος: μια καλή Βίβλος μπορεί να φορτίσει διεξοδικά τα σχόλια.

Μπορώ να πω ότι κάτι παρόμοιο ισχύει και σε τούτη την περίπτωση. Πάντως, όποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει μ’ έναν πληρέστερο τρόπο στην εποχή που πλαισιώνει το χαμένο έργο του Πορφύριου, μπορεί να ξεκινή­σει διαβάζοντας τον Επίλογο.

Κατά δεύτερο λόγο, πιστεύω πως το χρωστάμε στον ΓΙορφύριο και τους «ερμηνευτές» του, ν’ αφήσουμε να μας μιλήσουν απευ­θείας οι ίδιοι. Καθώς τα έργα του θάφτηκαν —λίγο πολύ με επιτυ­χία- από το 448, θα πρέπει να τα αφήσουμε ν’ ανασάνουν επιτέ­λους ελεύθερα. Άλλωστε, μια τέτοια πρακτική ευνοείται σήμερα στις κλασικές ή πατερικές σπουδές.

Το δεύτερο μέρος του Επιλό­γου παρουσιάζει μια πιο αναλυτική μελέτη του κειμένου ακολου­θεί μια σχετική βιβλιογραφία αρχαίων και συγχρόνων συγγραφέ­ων. Αν ο Επίλογος (τον οποίο, με κάποια δόση ελευθεριότητας, τιτλοφόρησα «Από τη Βαβυλώνα στη Ρώμη» δείχνει φιλόδοξος, αυτό συμβαίνει γιατί πιστεύω πως μια πιο ολοκληρωμένη μελέτη της δόμησης του ιδεολογικού οπλοστασίου των εθνικών κατά των χριστιανών, είναι σημαντική προϋπόθεση για να καταλάβουμε την ουσία της ίδιας της διαμάχης.

Η διένεξη εθνικών και χριστια­νών αποτέλεσε τη συνέχεια της διαμάχης ανάμεσα στον ιουδαϊ­σμό και στους εχθρούς του και ανάμεσα στη συναγωγή και στην εκκλησία. Μια τέτοια προσέγγιση καταλαβαίνω πως είναι πιο χρήσιμη για τον «μέσο» αναγνώστη παρά για τον ειδικό.

Όπως και να «χει όμως, η διαμάχη μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ (δη­λαδή μεταξύ της κουλτούρας των εθνικών και της εκκλησίας) δεν ξεκινά τον πρώτο ή τον τρίτο αιώνα μετά Χριστόν, αλλά στις α­παρχές της βιβλικής ιστορίας. Αρχέτυπο της είναι η σχέση μεταξύ Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνας ή μεταξύ μακκαβαίων και ελληνικού πολιτισμού μεταγενέστερη χονδροειδής εκδοχή της θα είναι η δια­μάχη μεταξύ εκκλησίας και κράτους σε επίπεδο κοσμικών αξιών. Ο Επίλογος έχει σχεδιαστεί για εκείνους που επιθυμούν να διερευ­νήσουν πιο ολοκληρωμένα αυτή τη διαμάχη.

Μια σημείωση για το κείμενο και τη διένεξη

Η μερική αποκατάσταση του αρχαίου κειμένου που ακολουθεί (των «αντιρρήσεων» που περιέχονται στον Αποκριτικό του Μα­καρίου Μάγνητος βασίζεται στην έκδοση του C. Blondel, Macarii Magnetis quae super sunt, ex inedito codice edidit (Klincksieck, Παρί­σι 1876). Έχω κάνει εκτεταμένη χρήση του φιλολογικού υλικού, των επιλογών και σχολιασμών του Harnack (Porphyrins «Gegen die Christen, 15 Biichen Zeugnisse undReferate, Abhandlung der Preuss. Akademie der Wissenschaft, Βερολίνο 1916).

Περιστασιακές ανα­φορές γίνονται στο έργο του T.W. Crafer, The Apocriticus of Μαcarius Magnes: Greek Texts, Series, Macmillan, Λονδίνο και Ν. Υ­όρκη 1919)·

Η βεβαιότητα του Harnack ότι ο Άποκριτικος αναμφίβολα κα­θρεφτίζει τη φιλοσοφία του Πορφύριου έχει αμφισβητηθεί επανει­λημμένα, πριν και μετά το 1916, αλλά με σοβαρότητα από τον T.D. Barnes, («Porphyry against the Christians: Date and the Attri­bution of Fragment Journal of theological studies 24, σ. 424-42. 1973).

Με τη σειρά του ο Barnes συνάντησε έναν αυξανόμενο σκε­πτικισμό και αμφισβήτηση της χρονολόγησης του υλικού του και της θέσης του σχετικά με την πατρότητα των αποσπασμάτων, ι­διαίτερα από τον Robert Waelkens (βλ. εργασία του, «L’Economie, theme, apologetique et principe hermeneutique dans Γ apocritique de Macarios Magnes», Recueilde Travaux d’Histoire et de Philologie, Louvain, 1974).

Όποιος ενδιαφέρεται να διερευνήσει το ιστορικό των εικασιών αναφορικά με την απόδοση των αποσπασμάτων, μπορεί να ξεκινήσει από τις δύο αυτές μελέτες.

Η πεποίθησή μου είναι πως η επίπονη δουλειά του Harnack δεν έχει ξεπεραστεί και πως οι τεκμηριωμένες εικασίες του είναι επί της ουσίας σωστές: Η φωνή που ακούγεται στον Άποκριτικό του Μακαρίου δεν είναι άλλη από εκείνη του Πορφύριου. Τόσο ο Har­nack όσο και ο Crafer γνώριζαν την πολυκύμαντη ιστορία του κει­μένου του Άποκριτικού, μεταξύ του ένατου και του δέκατου έκτου αιώνα όπως επίσης και το πόσο δύσκολο ήταν να αναγνωριστεί η ταυτότητα του συγγραφέα Μακαρίου Μάγνητος.

Όταν ο ιησουί­της Turianus τον 16ο αιώνα, στον αγώνα του κατά των διαμαρτυ­ρομένων παρέθετε αποσπάσματα από το βιβλίο, υποστήριξε πως το βιβλίο το είχε γράψει ένας κάποιος «Μαγνήτης» γύρω στο 150 μ.κ.ε. -πράγμα που απέκλειε τον Πορφύριο. Τον 19ο αιώνα, όταν οι Blondel και Duchesne ξεκίνησαν την εκδοτική επιμέλεια του κειμένου, η «μέση» αποδεκτή χρονολογία τοποθετήθηκε κάπου στον 4ο αιώνα —μεταξύ του 300 και του 350- και ως τόπος συγ­γραφής θεωρήθηκε η Μαγνησία ή η Έδεσσα.

Καθώς οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν την πρωτοκαθεδρία της γαλλικής καθολικής διανόησης, υποστήριξαν πως το έργο χρονολογείται από τον πέμπτο αιώνα και πως συγγραφέας του ήταν ο επίσκοπος της Μαγνησίας (ο οποίος σε μια σύνοδο του 4Ο3 κατηγόρησε τον Η­ρακλείδη τον Εφέσιο ότι επαναλάμβανε τα λάθη του Ωριγένη).

Η θεωρία ότι ο εθνικός φιλόσοφος που παρατίθεται στο έργο εί­ναι ο Πορφύριος υποστηρίζεται ήδη από τον ι6ο αιώνα -αν και κατά καιρούς είχε υποδειχθεί ως πηγή ένας μαθητής του Πορφύ­ριου, ο Ιεροκλής, ένας από τους τρεις εθνικούς που θυμόνταν οι χριστιανοί ως «υποκινητές του διωγμού». Ο χαρακτηρισμός «υ­ποκινητές» προέκυψε από την πεποίθηση πως η γραπτή πολεμική τους είχε προτρέψει τους διαδόχους του Αυρηλιανού να συνεχίσουν τη μάχη ενάντια στην εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας.

Οι αβεβαιότητες σχετικά με τη χρονολογία συγγραφής του έργου, τον συγγραφέα του Άποκριτικού και την ταυτότητα του παγανι­στή αντιπάλου επιτείνονταν από το γεγονός ότι η πορεία του ί­διου του χειρογράφου ήταν τεθλασμένη: ο Άποκριτικός χάθηκε τον δέκατο έκτο αιώνα κάπου κοντά στη Βενετία και ανακαλύ­φθηκε στην Αθήνα το 1867.

Το 1911 πήρε μέρος στη διαμάχη ο μεγάλος Βερολινέζος ιστο­ρικός της εκκλησίας Adolf von Harnack. Παρ’ όλο που τα συμπεράσματά του έχουν αμφισβητηθεί από κάποιους σύγχρονους δια­νοητές, υποστήριξε με επιχειρήματα πως ο παγανιστής αντίπαλος στον Άποκριτικό είναι ο Πορφύριος και πως το έργο περιείχε υ­λικό για την έκδοση της χαμένης του πραγματείας Κατά Χριστια­νών Texte und Untersuchungen 37, Λειψία 1911).

Πιστεύω, για λόγους που εξέθεσα παραπάνω, πως ο Harnack κακώς υποστήρι­ξε ότι ο Μακάριος δεν ήξερε πως τα αποσπάσματα ήταν του Πορ­φύριου, και ότι του έγιναν γνωστά μέσω κάποιου μεταγενέστερου (ανώνυμου) συγγραφέα. (Ο Harnack οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό από το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο του Άποκριτικοΰ ο Μακάριος παραπέμπει τον παγανιστή αντίπαλο του στην πραγ­ματεία του Πορφύριου Περί αποχής έμψύχων).

Ο Crafcr (1919) επιχείρησε κάποιες τροποποιήσεις των θέσεων του Harnack, υποστηρίζοντας πως το έργο αντανακλά «την εξέ­χουσα διάνοια του Πορφύριου» αλλά στην πραγματικότητα ανή­κει στον φιλόσοφο Ιεροκλή. Ο Crafer έδωσε μεγάλη βαρύτητα στη δυσμενή για τον Ιησού σύγκριση που είχε κάνει ο Ιεροκλής μεταξύ Ιησού και Απολλώνιου Τυανέα (του οποίου τα θαύματα και αν­δραγαθήματα θεωρούνταν πολύ σπουδαιότερα). Ο παγανιστής στον Άποκριτικό κάνει επίσης την ίδια σύγκριση.  Όμως τούτη η σύγκριση ήταν φυσικό να γίνεται -την είχε χρησιμοποιήσει και ο Κέλσος, τον δεύτερο αιώνα- και δεν υπάρχει λόγος να υποθέτου­με πως ο ΓΙορφύριος δεν θα ήθελε να αναφερθεί στην ιστορία του Απολλώνιου.

Μια σύγκριση των λεγόμενων του εθνικού φιλόσοφου με τις «έμμεσες» μαρτυρίες που παρέχουν τα πατερικά παραθέματα κα­θώς και οι χαρακτηρισμοί τού Κατά Χριστιανών, ενισχύει τη βε­βαιότητα ότι ο ΓΙορφύριος είναι, το λιγότερο, ο εμπνευστής του παγανιστή φιλόσοφου στον Άποκριτικό και ότι σε ορισμένες του­λάχιστον περιπτώσεις η φωνή που ακούγεται είναι πράγματι η δική του.

Από αυτήν μπορούμε να σχηματίσουμε μιαν επαρκή, αν όχι ακριβή εικόνα της παγανιστικής αντιρρητικής μπρος στην αυ­ξανόμενη επιτυχία της εκκλησίας στα τέλη του τρίτου αιώνα. Ό­σον αφορά στη θεματολογία, στο φιλοσοφικό προσανατολισμό, στο ύφος και στη φιλολογική προσέγγιση, τα στοιχεία μάς υπο­δεικνύουν άμεσα τον Πορφύριο και όχι κάποιον άλλον, λιγότερο φωτισμένο διανοούμενο.


ΚΑΤΑ ΧΡIΣΤIAΝΩΝ

Κριτική των Ευαγγελίων και των συγγραφέων τους

II,12. Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν μαρτυρίες, απλώς επι­νόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού. Ο καθένας τους, βλέπετε, έγραψε για τα πάθη του πράγματα που δεν συμφωνούν με των άλλων. Γιατί ο ένας εξιστορεί ότι στον εσταυρωμένο προσέφερε κάποιος ένα σφουγγάρι που το ‘χε γεμίσει ξύδι… (αυτό λέει ο Μάρκος).  Άλλος τα λέει διαφορετικά: όταν έ­φτασαν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, του έδωσαν να πιεί κρασί ανακατωμένο με χολή. [εδώ ας μην ξεχνάμε πως ο Ιησούς ήταν εφεύρημα, δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, διάβασε επίσης Η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού]

Το γεύτηκε και δεν θέλησε να το πιεί. Κι λίγο παρακάτω’ την ένατη ώρα έβγαλε φωνή μεγάλη ο Ιησούς: ελωείμ, λεωείμ, λεμά σαβαχθανεί, που θα πει, ‘θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Αυτά είναι του Ματθαίου.

Άλλος ισχυρίζεται, βρισκόταν καταγής ένα αγ­γείο γεμάτο ξύδι. Αυτό το γεμάτο ξύδι σκεύος μαζί με ύσσωπο δεμένο τού το έφεραν στο στόμα και μόλις ήπιε το ξύδι ο Ιησούς, είπε, «τετέλεσται» έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα. Ετούτο είναι του Ιωάννη.

Άλλος λέει: και βγάζον­τας φωνή μεγάλη είπε, «πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Αυτό τυχαίνει να είναι του Λουκά. Εξιστορήσεις από δεύτερο χέρι, διαφορετικές μεταξύ τους, θαρρείς και τα ‘παθαν πολλοί και όχι ένας! Γιατί αν ο ένας γράφει, «εις χεΐράς σου παραθήσομαί το πνεύμα μου» κι ο άλλος γράφει «τετέλεσται», κι ο τρίτος «θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;», κι ο τέταρτος λέει «ό θεός, θεός μου, εις τί ώνείδισάς με;»,

Είναι ολοφάνερο ότι η μυθοπλασία παρουσιάζει ασυμφωνίες, είτε εμφανίζει περισσότερους από έναν εσταυρωμένους ή κάποιον που ενώ είχε κακό τέλος, δεν άφησε σε όσους βρί­σκονταν εκεί μια ανεξίτηλη εικόνα του πάθους του. Αν ετούτοι (οι ευαγγελιστές), επειδή δεν ήξεραν να μας πουν πώς πέθανε στ’ αλήθεια, έκοψαν κι έραψαν την όλη ιστορία, έπεται ότι και τα υπόλοιπα δεν μας τα διηγούνται με καθαρότητα.

II, ΐ3· Σε άλλο κεφάλαιο θα δειχτεί ότι ολόκληρη η ιστορία του θανάτου του ήταν αποκύημα φαντασίας. Γράφει ο Ιωάν­νης: «Μα όταν ήλθαν στον Ιησού, βλέποντας πως ήταν ήδη νεκρός, δεν συνέτριψαν τα σκέλη του μόνο ένας από τους στρατιώτες εκέντησε με τη λόγχη τα πλευρά του κι αμέσως βγήκε αίμα και νερό.» [Ιωάννης,19.33].

Μόνο ο Ιωάννης το είπε αυτό. Κανείς από τους άλλους. Να γιατί θέλει να καταθέσει και την εξής μαρτυρία για να στηρί­ξει τα λεγόμενά του: «Κι εκείνος που τα είδε έχει δώσει μαρ­τυρία γι» αυτά, κι είναι αληθινή η μαρτυρία του.» [Ιωάννης, 19.35J· Αυτή τη δήλωση, νομίζω, μόνο ένας ανόητος θα την έ­κανε. ΓΙώς θα μπορούσε να 'ναι αληθινή μια μαρτυρία, όταν δεν αφορά σε πραγματικό συμβάν θανάτου; Οι μαρτυρίες δί­νονται για πράγματα υπαρκτά. Για τα ανύπαρκτα τι μαρτυ­ρία να δοθεί;

II, 14. Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα σχετικά με την πολυ­θρύλητη ανάσταση του, που αναιρεί τη σαθρή αυτή δοξασία. Για ποιο λόγο ο Ιησούς, μετά από τα πάθη του, καθώς ισχυ­ρίζεστε, και την ανάστασή του, δεν εμφανίζεται στον Πιλάτο που τον είχε τιμωρήσει ενώ έλεγε πως ο Ιησούς δεν διέπρα­ξε αδίκημα που να επισύρει την θανατική καταδίκη, ή στον Ηρώδη το βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της ιου­δαϊκής φυλής, ή σε πολλούς μαζί και αξιόπιστους ανθρώπους, και πρώτα-πρώτα στη βουλή και το λαό της Ρώμης, ώστε να τον θαυμάσουν και να μην καταδικάζουν ομόθυμα σε θάνατο τους οπαδούς του ως ασεβείς;

Παρά εμφανίζεται στη Μαρία Μαγδαληνή, μια γυναίκα χαμηλής υποστάθμης από ένα ά­θλιο χωριουδάκι, γυναίκα που κάποτε κυριεύτηκε από «επτά δαίμονες» και εμφανίζεται και σε άλλη Μαρία (άλλη, πάλι, γυναικούλα, μια χωριάτισσα που δεν την ήξερε κανείς) και σε δυο τρεις άλλους, όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους ανθρώ­πους, παρ' όλο που από τα πριν στον αρχιερέα των Ιουδαίων είχε πει ακριβώς τα εξής: «όψεσθε τον υιόν του άνθρωπου καθήμενον εν δεξιά της δυνάμεως και ερχόμενον μετά των νεφελών», όπως ισχυρίζεται ο Ματθαίος.

Γιατί αν εμφανιζό­ταν μπρος σε διακεκριμένους άνδρες, μέσω αυτών θα πί­στευαν οι πάντες, και κανένας δικαστής δεν θα τιμωρούσε τους οπαδούς του ως ψεύτες που επινοούν αλλόκοτους μύ­θους. Κανένας θεός —όπως και κανένας συνετός άνθρωπος— δεν αρέσκεται να βλέπει να τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών τόσος κόσμος για χάρη του.

II, 15· Κι αν διαβάσει κανείς με προσοχή εκείνα τα παραπλα­νητικά στο ευαγγέλιο θα καταλάβει για τα καλά ότι πρόκει­ται για τερατολογίες: νυν κρίσις εστί του κόσμου, νυν ό άρ­χων του κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Μα πες μου, για το θεό, ποια είναι αυτή η «Κρίση» που έγινε τότε; Και ποιος άρ­χων του κόσμου πετάχτηκε έξω;

Γιατί αν πείτε «ο αυτοκρά­τωρ», θ' απαντήσω ότι ο αυτοκράτορας δεν είναι ο μόνος άρ­χων, αλλά ούτε και πετάχτηκε έξω. Βλέπετε, είναι πολλοί οι άρχοντες του κόσμου. Αν εννοείτε κάποιον νοητό άρχοντα χωρίς σάρκα και οστά, τότε αυτός δεν είναι δυνατό να «πε­ταχτεί έξω». Πού να εκσφενδονιστεί, όντας άρχοντας σε τού­το τον κόσμο;

Αν εννοείτε ότι κάπου υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος όπου θα ριχτεί ο άρχων, υποθέτω ότι θα κατέχετε κάποιες αξιόπιστες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Αν ό­μως δεν υπάρχει άλλος κόσμος, εφ' όσον δεχόμαστε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο κόσμοι, πού θα εκσφενδονιστεί ο άρχων αν όχι μες στον κόσμο όπου τυχαίνει να ζει;

Πώς γίνεται τότε, να εκσφενδονίζεται κάποιος και να παραμένει στον ίδιο τόπο; Ή μήπως έχουμε εδώ κάτι παρόμοιο με το πήλινο αγγείο, που όταν συντριβεί χύνεται έξω το περιεχό­μενο του, όχι βέβαια στην ανυπαρξία, αλλά πάνω σε άλλο σώμα, στερεό ή αέριο ή άλλης λογής, όπως τύχει;

Αν συμβαί­νει κάτι παρόμοιο, πράγμα αδύνατον, με το που θα συντρι­βεί ο κόσμος, όποιος βρίσκεται εντός του θα πεταχτεί έξω, πού έξω όμως, σε ποιον χώρο; Τι χαρακτηριστικά έχει ο χώ­ρος αυτός, πόσο ή τι ύψος έχει, τι βάθος, τι πλάτος και μή­κος; Γιατί εφ' όσον έχει τέτοιες ιδιότητες, τότε πρόκειται για έναν κόσμο. Και ποια η αιτία που ρίχτηκε ο άρχοντας ως ξέ­νος έξω απ τον κόσμο; Και πώς έγινε και υπήρξε άρχων, ό­ντας ξένος; Και πώς διώχνεται; Οικειοθελώς ή με το ζόρι; Προφανώς με το ζόρι. Το λέει κι η λέξη. Όταν διώχνεται κά­τι, διώχνεται χωρίς τη θέλησή του.

Όμως το αδίκημα το δια­πράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται. Όσο για τη θολούρα των ευαγγελίων, καλά θα κάναμε να θεωρήσουμε ότι προορίζεται για γυναικούλες κι όχι για άν­τρες. Γιατί αν θέλαμε να ερευνήσουμε τα ζητήματα αυτά με ακρίβεια, θα βρίσκαμε μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο.

ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

ΙΙ, 16. Ας ακούσουμε και κείνη την θεατρινίστικη κουβέντα που είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, κι έχει ως εξής: «Δεν μπορείτε», λέει, «να ακούσετε τα λόγια μου, γιατί σεις κατάγεστε από τον πατέρα σας τον διάβολο, και θέλετε να εκπληρώνε­τε του πατέρα σας τις επιθυμίες.» [Ιωάν. 8.43-44]

Ξεκαθάρισέ μας, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο διάβολος, ο πατέρας των Ιουδαίων. Γιατί όσοι κάνουν το θέλημα του πα­τέρα τους, καλώς κάνουν και τιμούν τον πατέρα, υποχωρώ­ντας μπρος στη γνώμη του. Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γ’ αυτήν του την κακία. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος ο πατέρας, που ικανοποιώ­ντας οι Ιουδαίοι την επιθυμία του δεν άκουγαν τον Χριστό; Εφ’ όσον οι Ιουδαίοι λένε «ένα πατέρα έχουμε, τον θεό», ετούτος καταργεί τη θέση τους αυτή, καθώς ισχυρίζεται: «Ε­σείς κατάγεστε από τον πατέρα του διαβόλου», τουτέστιν από τον διάβολο.

Μα ποιος είναι αυτός ο διάβολος και πού τριγυρνάει, και ποιον διέβαλε, ώστε να του κολλήσουν αυτό το παρατσούκλι; Γιατί φαίνεται πως δεν είναι το κανονικό του όνομα αυτό, αλλά το οφείλει σε κάποιο συμβάν, που αν το πληροφορηθού­με σωστά, τότε πια θα ξέρουμε. Αν ονομάζεται διάβολος εξ αιτίας κάποιας διαβολής, ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους εμφανίστηκε και διέπραξε την απαγορευμένη πράξη;

Γιατί θα φανεί εδώ ότι αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές φέρει την ευθύνη διότι είναι εύπιστος, ενώ τη μεγαλύτερη αδικία την υ­φίσταται το θύμα της διαβολής. Και θα φανεί ότι την αδικία δεν τη διαπράττει ο ίδιος ο διάβολος μα εκείνος που έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Όπως δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ’ ένα παλούκι, μα εκείνος που έ­μπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται.

Πες μου όμως αυτός ο διάβολος διακατέχεται από πάθη, ή όχι; Αν δεν διακατέχεται από πάθη, δεν θα διέβαλλε ποτέ. Αν όμως είναι εμπαθής, δικαιούται τη συγγνώμη μας, ακρι­βώς όπως δεν κατηγορούμε ως άδικο κάποιον που υποφέρει από φυσική αρρώστια, αλλά πάνω απ’ όλα τον οικτίρουμε για τα βάσανά του.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

III, 1. Για ποιο λόγο ο Χριστός, ούτε στον αρχιερέα όπου τον οδήγησαν ούτε στον κυβερνήτη δεν είπε ένα λόγο άξιο σοφού και θείου ανθρώπου, ένα λόγο ικανό να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει καλύτερους, το δικαστή και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους; Παρά ανεχόταν να τον χτυπούν μ’ ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι, σε αντίθεση με τον Απολλώνιο Τυανέα3 που αφού πρώτα τα ‘ψάλε του αυτοκράτορα Δομητιανού, αμέσως με­τά έγινε άφαντος από τα ανάκτορα κι ύστερα από μερικές ώ­ρες εμφανίστηκε στην πόλη Δικαιάρχεια —τους σημερινούς Ποτιόλους— μπρος σε όλο τον κόσμο.

Μα ακόμα κι αν ήταν θεϊκή εντολή να υποστεί τα πάθη, ο Χριστός όφειλε μεν να υ­πομείνει την τιμωρία, όχι όμως και να τα υποστεί όλα βου­βός χωρίς να μιλήσει διόλου, θα έπρεπε να μιλήσει δυνατά και να πει λόγια σπουδαία και σοφά στον Πιλάτο το δικαστή κι όχι ν’ αφήνει να τον εξευτελίζουν σαν κανένα τιποτένιο του δρόμου.

III, 2. Μα και κείνα τα λόγια του Ιησού προς τους μαθητές, γεμάτα ασάφεια και αμορφωσιά: «Μη φοβηθείτε», λέει, «ε­κείνους που θανατώνουν το κορμί» κι ο ίδιος αγωνιά και μέ­νει ξάγρυπνος προσμένοντας τα δεινά, και προσεύχεται παρακαλώντας να μη τον βρει το κακό, και λέει στους δικούς του: «μείνετε ξυπνητοί και προσευχηθείτε, για να σας φύγει ο πειρασμός». Αυτά δεν είναι κουβέντες άξιες ενός υιού του θεού, μα ούτε καν ανθρώπου σοφού που περιφρονεί το θάνατο’.

III, 3. Κι ακόμη, μου φαίνεται τελείως ανόητο εκείνο που εί­πε, «Αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και μένα, διό­τι ο Μωυσής για μένα έγραψε» Όμως δεν σώζεται κανένα γραπτό του Μωυσή. Λένε πως όλα τα συγγράμματά του κάηκαν μαζί με το Ναό. Όσα γράφτηκαν αργότερα επ’ ονό­ματι του Μωυσή, χίλια εκατόν ογδόντα χρόνια μετά το θά­νατο του, τα συνέγραψαν ανακριβώς ο Έσδρα και οι άνθρω­ποι του. Μα ακόμα και να δεχτεί κανείς ότι ο γραπτός Νό­μος είναι του Μωυσή, δεν μπορεί να υποδείξει κανένα σημείο όπου να αναφέρεται ο Χριστός ως θεός ή λόγος του θεού ή δημιουργός. Και τελοσπάντων, από ποιον είχε ειπωθεί πως ο Χριστός θα σταυρωνόταν;

III, 4· Κι αν θα ήθελε κανείς να μιλήσει και για κείνη την ι­στορία, θα φαινόταν ότι πραγματικά πρόκειται για φλυαρίες εκ του πονηρού, λέει ο Ματθαίος [8.31] ότι ο Ιησούς συναπαντήθηκε με δύο δαίμονες που ζούσαν ανάμεσα σε τάφους, κι ότι εκείνοι φοβήθηκαν και μπήκαν σε κάτι γουρούνια, πολλά από τα οποία σκοτώθηκαν. Ο Μάρκος, μάλιστα, δεν δίστα­σε να επινοήσει έναν υπερβολικό αριθμό χοίρων [5.1], και να τι ισχυρίζεται:

«Του έλεγε (ο Ιησούς): «Ακάθαρτο πνεύμα, βγες από το σώμα ετούτου του ανθρώπου»‘, και τον ερώτησε, «ποιο είναι τ» όνομα σου; Και αποκρίθηκε, Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί», και του ζητούσε να μην τον πετάξει έξω απ τη χώρα». Εκεί κοντά έβοσκε μια αγέλη γουρουνιών. Και τα δαιμόνια τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να μπουν μέσα στα γουρούνια. Και μόλις μπήκαν στα γουρούνια, έτρεξαν αυτά κι έπεσαν από το γκρεμό μες στη θάλασσα —γύρω στα δυο χιλιάδες γουρούνια— και πνίγηκαν κι οι χοιροβοσκοί το ‘βαλαν στα πόδια.

Τι παραμύθι, τι παραμιλητό, τι γέλιο ασταμάτητο! Ένα πλήθος δυο χιλιάδων γουρουνιών να βουτάνε στη θάλασσα, να πνίγονται και να ψοφάνε! Και πώς, ακούγοντας κανείς ό­τι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους ρίξει στην άβυσσο κι ότι ο Χριστός, μπρος στα παρακάλια τους, αντί γι’ αυτό τους ξαπόστειλε στα γουρούνια, πώς να μην πει: αχ! τι αμορ­φωσιά, τι κωμική πλάνη! Πνεύματα φονικά, υποτίθεται, που απεργάζονται μεγάλο κακό σε βάρος της ανθρωπότητας κι εκείνος δέχεται την αξίωσή τους και τους επιτρέπει να κάνουν αυτό που επιθυμούν.

Οι δαίμονες ήθελαν να χορεύουν ανάμε­σα στους ζωντανούς, και να κάνουν τον κόσμο παιγνίδι τους, να ανακατώσουν θάλασσα και στεριά, να καταντήσουν την οικουμένη θέαμα θλιβερό, να ξυπνήσουν τα στοιχεία της φύ­σης και να βυθίσουν την υφήλιο μέσα στο χάος. Θα ‘πρεπε λοιπόν ο άνθρωπος ετούτα τα πονηρά όντα, τους αρχηγέτες του κακού, να τους πετάξει ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελαν, κι όχι να δείξει αδυναμία μπρος στα παρακάλια τους, επιτρέποντάς τους έτσι να προκαλέσουν άλλη μία συμφορά.

Αν η ιστορία είναι αληθινή και όχι μύθευμα, —όπως το λέω ξεκάθαρα πως είναι-, τότε μας βεβαιώνει για την ανικανότη­τα του Χριστού, που έδιωξε τους δαίμονες μέσα από έναν άν­θρωπο και τους ξαπόστειλε μέσα σε χοίρους δίχως λογικό, και επιπλέον, κατατρομοκράτησε τους χοιροβοσκούς και τους έκανε να το βάλουν στα πόδια γεμάτοι ταραχή και να ξεσηκώσουν μια ολόκληρη πόλη. [Μάρκος 5.8-15j. Δεν θα ήταν δίκαιο να θεράπευε από το κακό, όχι μόνο έναν και δυο ή τρεις και δεκατρείς, μα όλους τους ανθρώπους; πολύ περισσότερο που φημίζεται ότι γι' αυτό ακριβώς φροντίζει.

Το να ελευθερώσει ένα άτομο από τα αόρατα δεσμά του, με­ταφέροντας τα δεσμά αλλού με τρόπο αφανέρωτο, και κάποιους να τους ελευθερώνει από τους φόβους αισίως, ενώ άλ­λους να τους περιβάλλει με φόβο, χωρίς κανένα λόγο, αυτό δεν είναι κατόρθωμα και δεν θα χαμε άδικο να του καταλο­γίσουμε δολιότητα.

Επιπλέον, δεχόμενος την αξίωση των εχθρών να πάνε να λεηλατήσουν άλλη περιοχή, δε διαφέρει από ένα βασιλιά που καταστρέφει τους υπηκόους του, κάποιον που μη μπορώντας να πετάξει τους βαρβάρους έξω απ' όλη τη χώρα, τους στέλ­νει να μείνουν από τον έναν τόπο στον άλλον, διώχνοντας το κακό από έναν τόπο και παραδίνοντάς άλλον τόπο στο κακό.

Αν λοιπόν και ο Χριστός κατά τον ίδιο τρόπο ξαπόστειλε τό­τε τον δαίμονα σε μια αγέλη γουρουνιών, επειδή αδυνατούσε να τον διώξει ολοκληρωτικά από την περιοχή του, τότε η ενέργειά του είναι όντως αξιοπερίεργη και ικανή να μολύνει την ακοή, και μας βάζει σε κακές σκέψεις. Ένας μυαλωμένος άνθρωπος με το που θα ακούσει αυτή την αφήγηση, αυτομάτως 0α εκφράσει την ανάλογη θέση: Αφού δεν ελευθερώνει ολόκληρη την υφήλιο από το κακό, παρά διώχνει τους δράστες του κακού από ένα μέρος για να πάνε σε άλλο και αφού άλλους ανθρώπους τους φροντίζει κι άλ­λους τους παραμελεί, το να καταφύγεις σ" αυτόν για να σω­θείς δεν είναι διόλου ασφαλές.

Γιατί ένας που έχει σωθεί, στε­νοχωρεί έναν μη σωσμένο, χώρια που ο δεύτερος αρχίζει να κατηγορεί τον πρώτο. Σύμφωνα με την κρίση μου, η ιστορία αυτή είναι πλαστή. Κι αν δεν είναι πλαστή και συγγενεύει με την αλήθεια, είναι αρκετή για να διακόψει τα χασμουρητά κάποιου και να τον κάνει να βάλει τα γέλια.

Ας αποσαφηνίσουμε εδώ και το εξής: πώς ήταν δυνατό να βόσκει ένα τόσο μεγάλο πλήθος γουρουνιών στην Ιουδαία, ό­που από πολύ παλιά οι Ιουδαίοι τα θεωρούν βρωμερά και τα απεχθάνονται; Και πώς πνίγηκαν όλα μαζί τα γουρούνια εκεί­να, αφού δεν υπήρχε εκεί καμιά θάλασσα βαθειά να ριχτούν παρά μόνο μια λίμνη; Αλλά αυτό ας αφήσουμε να το κρίνουν τα νήπια.

III, 5. Ας εξετάσουμε μία φράση ακόμα πιο σκοτεινή απ’ ό,τι οι προηγούμενες, στην οποία ισχυρίζεται: «Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελόνα, παρά πλούσιος να κερ­δίσει τη βασιλεία των ουρανών.» [Ματθ. 19.24]- Αν ένας πλού­σιος που δεν διαπράττει κανένα αδίκημα (φόνο, κλοπή, μοι­χεία, δηλητηρίαση, ψευδορκία, τυμβωρυχία, ιεροσυλία) δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη λεγόμενη «βασιλεία των ουρα­νών», τότε ποιο το όφελος να κάνουν δίκαιες πράξεις οι δί­καιοι, αν τυχαίνει να «ναι πλούσιοι;

Και τι έχουν να χάσουν οι φτωχοί, αν διαπράττουν κάθε είδους κακούργημα; Αφού δεν είναι η αρετή που ανεβάζει τον άνθρωπο στους ουρανούς, αλλά η πενία και η ένδεια. Γιατί εφ’ όσον ο πλούτος είναι που αποκλείει τον πλούσιο από τους ουρανούς, κατ’ αντίφαση, η φτώχεια ανοίγει το δρόμο στους πτωχούς. Όποιος το πλη­ροφορηθεί αυτό, με το δίκιο του δεν θα ασχολείται διόλου με το μάθημα της αρετής και τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να κά­νει τα μεγαλύτερα αίσχη, μιας και η πενία είναι που σώζει τον πένητα ενώ ο πλούτος αποκλείει τον πλούσιο από τα αμόλυντα ουράνια δώματα.

Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν ήταν λόγια του Χριστού αυ­τά -αν δεχτούμε πως ο Χριστός παρέδιδε «τον κανόνα της αληθείας»— αλλά κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων. Μα μόλις χθες -κι όχι στο μακρινό παρελθόν—, γι’ άλλη μια φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: «Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού», και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς.

Κι οι γυ­ναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχια που το ‘ριξαν στη ζητιανιά, κι από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή ώσπου τέλος ανα­γκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βιός σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά. Από κάτι τέτοια, έχω την εντύπωση ότι το ρητό ανήκει σε κάποια ταλαίπωρη γυναίκα (και όχι στον Ιησού).

III, 6. Ας μιλήσουμε τώρα πιο αναλυτικά για κείνη την ιστο­ρία στο ευαγγέλιο, που ο τρόπος γραφής της είναι μεν γε­λοίος και διόλου πειστικός, μα ακόμα πιο γελοία είναι η ίδια η υπόθεσή της: τότε που ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να διαπλεύσουν τη θάλασσα μετά από ένα δείπνο, κι ο ίδιος πήγε να τους συναντήσει αργότερα, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας. Και τους βρήκε εξαντλημένους από την κακοκαιρία, καθώς όλη τη νύχτα πάλευαν με τα άγρια κύμα­τα (όλη νύχτα, διότι η ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας είναι η δέκατη νυχτερινή ώρα, μετά την οποία υπολοίπονται άλλες τρεις ώρες). [Ματθ.14.25' Μαρκ. 6.48].

Όσοι περιγράφουν την περιοχή, βεβαιώνουν πως δεν υπάρ­χει καμία θάλασσα εκεί,  μόνο μια λιμνούλα, κοντά στην πό­λη Τιβεριάδα, που τη σχηματίζουν τα νερά ενός ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό και χύνεται στη Γαλιλαία. Μια λιμνούλα που εύκολα μπορεί να την διαπλεύσει ακόμα και έ­να μικρό μονόξυλο, το πολύ σε δυο ώρες, και που δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να σηκώνει κύμα και σε περίπτωση κακο­καιρίας να υπάρχει θαλασσοταραχή.

Ο Μάρκος λοιπόν, αφού ξεμάκρυνε αρκετά από την αλή­θεια, κάθισε και σκάρωσε ετούτο το παραμύθι με τον πιο γε­λοίο τρόπο, λέγοντας ότι αφού πέρασαν εννέα ώρες, τη δέκα­τη κατέφθασε ο Ιησούς (δηλαδή, την ώρα της τέταρτης νυ­χτερινής βάρδιας), και βρήκε τους μαθητές να ταξιδεύουν α­κόμα μες στη λιμνούλα!

Και την αναφέρει ως θάλασσα και όχι απλώς θάλασσα, μα και ταραγμένη και άγρια, με κύμα­τα αφρισμένα, ώστε αμέσως μετά να μας παρουσιάσει τον Χριστό ως μέγα θαυματοποιό που σταμάτησε τη φοβερή κα­κοκαιρία κι έσωσε τους μαθητές που λίγο ακόμα και θα πνί­γονταν στο βυθό του πελάγους!

Από κάτι τέτοια παιδικά παραμύθια καταλάβαμε ότι το ευ­αγγέλιο δεν είναι παρά μια καλοστημένη σκηνοθεσία. Και απ’ το καθένα απ’ αυτά τα παραμύθια είναι που ψάχνουμε να βγάλουμε άκρη.

ΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΎ

III, 7. Τώρα δα, ανακαλύπτοντας ακόμα μία ανακολουθία σε μια φρασούλα του Χριστού προς τους μαθητές, σκέφτηκα να μην την αποσιωπήσω ούτε κι αυτήν. Λέει: «τους πτωχούς πάντοτε, εμέ δε ού πάντοτε εχετε» [Ματθ. 26.11]. Αφορμή για το θέμα αυτό ήταν το εξής: μια γυναίκα που κρατούσε άρωμα μέσα σε αλάβαστρο, του το ‘χύνε πάνω στο κεφάλι. Στους άλλους που την έβλεπαν και σχολίαζαν ότι η πράξη της ήταν ανάρμοστη, είπε: «Τι την ταλαιπωρείτε τη γυναίκα. Καλό μου έκανε. Τους φτωχούς πάντα θα τους έχετε, εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντα.»

Γιατί τους είχε κακοφανεί πολύ, που δεν ακριβοπουλήθηκε το άρωμα για να μοιραστούν τα λεφτά στους πεινασμένους φτωχούς. Και απ’ αφορμή την άκαιρη εκείνη αντίδρασή τους, ξεστόμισε ο Ιησούς την ανόητη ετούτη κουβέντα, λέγοντας πως δεν θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους, εκείνος που σε άλλες περιστάσεις τους διαβεβαίωνε, εσομαι μεθ’ υμών εως της συντελείας του αιώνος, συγχίστηκε με το περιστατικό του αρώματος και τους αρνήθηκε ότι θα βρισκό­ταν πάντοτε μαζί τους.

III, 15. Περιβόητη κι εκείνη η ρήση του διδασκάλου, όπου λέ­γει, «εάν δεν φάτε τη σάρκα μου και δεν πιείτε το αίμα μου, δεν έχετε ζωή μέσα σας.» [Ιωάν. 6.54] Αυτό δεν είναι απλώς θη­ριώδες ή άτοπο.[2] Ξεπερνά κάθε ατόπημα και κάθε θηριωδία, άνθρωπος να γευτεί ανθρώπινες σάρκες και να πιεί το αίμα ομοφύλου και συγγενή του, και μάλιστα με σκοπό να κερδίσει την αιώνια ζωή!

Πες μου, ύστερα απ’ αυτή την ωμότητα, τι άλλες υπερβά­σεις σκοπεύετε να εισαγάγετε στη ζωή μας; Ποιαν άλλη κακότητα θα εφεύρετε, βρωμερότερη από τούτην εδώ; Τέτοια πράγματα δεν αντέχει κανείς ούτε να τ’ ακούει -και δεν εννοώ την ίδια την πράξη, μα ακόμα και το να γίνεται λόγος γι’ αυ­τά τα ξενόφερτα, καινοφανή ανοσιουργήματα. Τέτοιο μήνυ­μα δεν έχουν δώσει τα φαντάσματα των Ερινύων ούτε στους πιο εκκεντρικούς ανθρώπους’ ούτε οι Ποτιδαιάτες θα ξέπε­φταν σε κείνη την πράξη αν δεν τους θέριζε η απάνθρωπη πεί­να, το Θυέστειο γεύμα έγινε εξ αιτίας της στενοχώριας με­ταξύ δυο αδελφών, ο Τηρέας ο Θρακιώτης με το ζόρι αναγ­κάστηκε να δεχτεί τέτοια τροφή, ο Άρπαγος εξαπατήθηκε α­πό τον Αστυάγη κι έφαγε από τις σάρκες αγαπημένου του προσώπου, όλοι τους δίχως να το θέλουν υπέκυψαν σ’ ετούτο το βδέλυγμα.

Υπό συνθήκες ειρηνικές, τέτοιο γεύμα δεν ετοί­μασε ποτέ κανένας άνθρωπος και κανένας δεν άκουσε ποτέ από δάσκαλο τέτοιο σιχαμερό μάθημα. Ακόμα και τα όσα εξ­ιστορούνται για τους Σκύθες αν μελετήσεις, κι αν εξετάσεις τις συνήθειες των Μακρόβιων Αιθιόπων, κι αν κάνεις το γύρο του ωκεανού, θα βρεις ανθρώπους να τρων ψείρες και ρίζες, θ’ ακούσεις για Ερπετοφάγους και Ποντικοφάγους κανείς τους όμως δεν τρώει ανθρώπινες σάρκες.

Λοιπόν, τι νόημα έχει ετούτη η κουβέντα του Ιησού; Ακόμα κι αν πρόκειται για αλληγορία που κρύβει κάποιο ωφέλιμο νόημα, η ίδια η μυρωδιά της φράσης κακοποιεί την ψυχή ταράζοντάς την με την σιχασιά που προκαλούν οι λέξεις στο άκουσμά τους κι έχει καταστρέψει ολόκληρο το κρυμμένο νό­ημα, γιατί τέτοια συφοριασμένα λόγια φέρνουν ζαλάδα στον άνθρωπο. Ως και τα ζώα που δεν έχουν λογικό, ακόμα κι αν γνωρίσουν πείνα σκληρή και αφόρητη, δεν υποκύπτουν ποτέ: σκύλος δεν θα φάει σάρκες σκύλου και κανένα άλλο ζώο δεν πρόκειται να γευτεί τη σάρκα ομοειδούς ζώου.

Υπάρχουν ένα σωρό δάσκαλοι που εισάγουν ξενόφερτες και­νοτομίες, όμως μεγαλύτερη καινοτομία από ετούτη την τραγωδία δεν έχει επινοήσει κανένας ιστοριογράφος ή φιλόσο­φος, είτε Βάρβαρος είτε Έλληνας της αρχαιότητας. Βλέπετε τι έχετε πάθει και προτρέπετε και τους αφελείς, μαζί μ’ εσάς να πειστούν κι αυτοί; Βλέπετε τι κακό έχει ενσκήψει, όχι μό­νο στα χωριά μα και στις πόλεις;

Αυτός, νομίζω, ήταν και ο λόγος που ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς δεν τα έγραψαν ετούτα, μήτε καν ο Ματθαίος, καθώς θα έκριναν ότι η ρήση (του Ιησού) δεν έχει καμία λεπτότητα, παρά είναι αλλότρια και ανάρμοστη και απέχει πολύ από τις αρχές του πολιτισμένου βίου.

III, 16. Ας δώσουμε λίγη προσοχή σ’ εκείνο το εδάφιο όπου λέει ο Ιησούς: «εκείνους που θα πιστέψουν, θα τους ακολου­θούν τα εξής σημάδια: θα ακουμπούν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και κείνοι θα βρίσκουν την υγεία τους, εκείνοι που θα πιστέψουν, αν τύχει και πιούν θανατηφόρο δηλητήριο, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα.» [Μαρκ. ι6.ι8].

Θα πρέπει, το λιγότερο, οι εκλεκτοί ιερείς τους, και μάλιστα όσοι έχουν βλέψεις να γίνουν επίσκοποι, δηλαδή προκαθήμενοι της εκκλησίας, να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για να κριθούν: να πάρουν το θανατηφόρο δηλητήριο ώστε αυτός που δεν θα πάθει τίποτα να προκριθεί. Αν δεν έχουν το θάρ­ρος να αποδεχτούν τον τρόπο αυτό, ομολογούν ότι δεν πι­στεύουν τα λόγια του Ιησού. Γιατί αν είναι μέρος της χρι­στιανικής πίστης το ότι μπορεί ένας άνθρωπος να κατανικά το δηλητήριο ή τους πόνους ενός αρρώστου, τότε ο πιστός που δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα είτε δεν είναι γνή­σιος πιστός είτε είναι μεν γνήσιος πιστός αλλά αυτό στο ο­ποίο πιστεύει δεν στέκει καλά.

III, 17. Βλέπε κι ένα παρόμοιο ρητό: «Αλήθεια σας λέω, εάν έχετε πίστη όση ένας σπόρος σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: «Μετατοπίσου και πέσε μες στη θάλασσα», και θα με­τακινηθεί και τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατον.» [Ματθ. 17.20].

Απ’ ό,τι φαίνεται, όποιος δεν μπορεί να μετακινήσει βουνό με ένα πρόσταγμά του, δεν είναι άξιος να συγκαταλέγεται στην αδελφότητα των Πιστών. Οπότε αυτοαναιρείσθε φανε­ρά,  καθώς όχι μόνο οι κοινοί Χριστιανοί δεν συμπεριλαμβά­νονται στους Πιστούς, αλλά ούτε καν οι επίσκοποι κι οι πρε­σβύτεροι είναι άξιοι να φέρουν τον τίτλο του πιστού.

III, 18. Ας μιλήσουμε και για τούτην εδώ τη φράση του: για ποιο λόγο ο Ιησούς, όταν τον έβαζε ο διάβολος σε δοκιμασία και του ‘λεγε «πέσε από τη στέγη του ναού», όχι μόνο δεν έ­πεσε μα του είπε, «δεν θα βάλεις σε δοκιμασία τον κύριο τον θεό σου»; [Ματθ. 4.6].

Εμένα μου φαίνεται πως το είπε αυτό επειδή φοβήθηκε την πτώση. Αν, όπως λέτε, έκανε τόσα και τόσα θαύματα —και μάλιστα ανάστησε και νεκρούς μ ένα του λόγο – θα ‘πρεπε χωρίς δισταγμό να αποδείξει ότι ήταν ικανός να σώζει τον κόσμο από τους κινδύνους και να ριχτεί από το ύφος της στέ­γης χωρίς να πάθει το παραμικρό πόσο μάλλον, που ο διά­βολος του υπενθύμιζε πως υπήρχε στις γραφές ένα χωρίο που έλεγε, «και θα σε σηκώσουν [οι άγγελοι] στα χέρια για να μη χτυπηθεί το πόδι σου πάνω σε πέτρα». Οπότε, το σωστό θα ήταν να δείξει σ’ όσους βρίσκονταν εκεί στο ναό ότι ήταν υιός θεού κι είχε τη δύναμη να γλιτώνει από τον κίνδυνο τον εαυ­τό του και τους δικούς του.

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

III, 19. Είναι ευνόητο να προκαλεί τη δυσφορία όλος ετούτος ο κυκεώνας ασυναρτησιών, όπου οι ίδιες οι φράσεις έχουν κηρύξει τον πόλεμο η μία στην άλλη, πώς 0α μπορούσε κανείς, έστω και μιλώντας σε απλοϊκούς ανθρώπους του δρόμου, να αφηγηθεί τα λόγια του Ιησού στον Πέτρο: «’Υπάγε οπίσω μου, Σατανά, με βάζεις σε πειρασμό, διότι δεν φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων» [Ματθ. 16.23] και αλλού: «Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών.» [Ματθ. 16.18].

Αν καταδίκασε έτσι τον Πέτρο επειδή δεν είχε αποκτήσει θείον φρόνημα —τόσο ώστε να αποκαλέσει τον Πέτρο πειρα­σμό και Σατανά που η θέση του δεν είναι να στέκεται εμπρός του- κι αν τον εξαπόστειλε με τέτοιο τρόπο επειδή είχε πέ­σει σε επικίνδυνο σφάλμα, τόσο που ούτε να τον βλέπει πια δεν ήθελε, παρά τον πέταξε πίσω του μες στο συρφετό των ασήμαντων και των αποδιωγμένων, πώς θα πρέπει εμείς να την εκλάβουμε αυτήν την καταδίκη του κορυφαίου και πρώ­του των μαθητών;

Αν τα σκεφτεί και τα ξανασκεφτεί κανείς νηφάλια, και κατόπιν ακούσει το Χριστό -που θαρρείς και ξέ­χασε τις φωνές που ‘βαλε στον Πέτρο— να του λέει, «εσύ εί­σαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών», δεν θα ξεκαρδιστεί στα γέλια; Δεν θα σαρκάσει, σαν να βρισκόταν μέσα σε θέατρο, δεν θα προγκίξει τους ηθο­ποιούς, δεν θα σφυρίξει μ» όλη του τη δύναμη, δεν θα στραφεί στους άλλους θεατές να πει δυνατά: «Ή πιωμένος ήταν και πάνω στο μεθύσι τού κακομίλησε του Πέτρου και τον είπε Σατανά ή ονομάζοντάς τον κλειδοκράτορα της βασιλείας, ζωγράφιζε όνειρα που είδε στον ύπνο του»

Ποιος Πέτρος ήταν ικανός να στηρίξει τα θεμέλια της εκ­κλησίας; Εκείνος που το φρόνημά του κλονίστηκε τόσες και τόσες φορές με το παραμικρό; Πότε φάνηκε να ‘χει ένα στα­θερό λογισμό και πότε είχε να επιδείξει ακλόνητο φρόνημα; Αυτός που εξ αιτίας μιας ελεεινής υπηρετριούλας, με το που άκουσε τη λεξούλα «Ιησούς», τρέμοντας από φόβο, τρεις φο­ρές ορκίστηκε ψέματα, χωρίς να τον ζορίζει καμιά σοβαρή ανάγκη; [Μαρκ. 14.69].

Αν είχε δίκιο να τον πει Σατανά, προλαβαίνοντας το ότι ο Πέτρος στο πιο σημαντικό θέμα, της ευσέβειας, θα ‘πεφτε σε τέτοιο ατόπημα, τότε είναι παράλογο να τον τοποθετεί και στην κορυφή της εξουσίας, σα να μην είχε ιδέα για τις πράξεις του Πέτρου.

III, 20. Το ότι ο Πέτρος είχε υποπέσει σε πολλά αμαρτήμα­τα, φαίνεται και στο χωρίο εκείνο όπου του λέει ο Ιησούς: «Όχι επτά φορές, μα εβδομήντα επί επτά φορές θα επιτρέ­ψεις να αμαρτήσει ο αμαρτωλός.» [Ματθ. 18.22]. Κι ο Πέτρος, παρ’ ότι είχε λάβει αυτή την εντολή, όρμηξε στου αρχιερέα το δούλο, που δεν είχε κάνει απολύτως καμιά αμαρτία, και με βαναυσότητα του ‘κόψε το αυτί. [Ιωαν. 18.10|. Σε τι αμάρτησε αυτός, αν το αφεντικό του τον διέταξε να πάρει μέρος στη σύλληψη του Ιησού;

III, 21. Ετούτος ο Πέτρος και σ' άλλες περιπτώσεις έχει δια­πράξει εγκλήματα. Έναν άνδρα που τον έλεγαν Ανανία και τη γυναίκα του, ονόματι Σάπφειρα, επειδή δεν του κατέβα­λαν ολόκληρο το χρηματικό ποσό από την πώληση του χω­ραφιού τους και ξεχώρισαν ένα μέρος για τις ανάγκες τους, τους θανάτωσε, ενώ δεν είχαν βλάψει κανένα. (Πράξεις Αποστό­λων 5.1-11].

Αν δεν θέλησαν να χαρίσουν ολόκληρη την περιουσία τους, πού είναι το έγκλημα τους; Κι αν νόμιζε ότι έκαναν αδίκημα, θα έπρεπε να θυμηθεί τις εντολές του Ιησού που του δίδαξε να υπομείνει μέχρι και τετρακόσια ενενήντα αδικήματα, και να συγχωρέσει εκείνο το ένα -αν βέβαια υπήρχε αμάρτημα στην πράξη τους εκείνη. Και θα ‘πρεπε ο Πέτρος, ανάμεσα στ’ άλλα, να ‘χει πάντα κατά νου ότι όταν ο ίδιος ορκιζόταν ότι δεν ήξερε τον Ιησού, όχι απλώς ψευδόταν μα και ως επίορκος έδειξε πόσο δεν μετρούσε γι’ αυτόν η μέλλουσα κρίση και ανά­σταση.

III, 22. Αυτός που κατείχε θέση αρχηγού ανάμεσα στους μα­θητές, και που διδάχτηκε από το θεό να περιφρονεί το θάνατο, αυτός, όταν πιάστηκε από τον Ηρώδη, δραπέτευσε και στά­θηκε η αιτία να εκτελεστούν οι φρουροί του. Νύχτα δραπέτευ­σε, και την επομένη αναστατώθηκαν οι στρατιώτες κι αναρω­τιόνταν πώς διέφυγε ο Πέτρος. Μη μπορώντας να τον βρει ο Ηρώδης, έκανε ανακρίσεις και διέταξε να συλληφθούν οι φύ­λακες, τουτέστιν να αποκεφαλιστούν. [Πράξεις 12.1-11].

Είναι ν’ απορεί κανείς, πώς έδωσε ο Ιησούς τα κλειδιά των ουρανών σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο. Πώς είπε «βόσκε τα αρ­νιά μου», [Ιωαν. 21.15], σ’ αυτόν που με το παραμικρό τα έχανε και καταβαλλόταν από το φόβο -αν υποθέσουμε ότι τα πρόβατα είναι οι πιστοί που προόδευσαν κι έφθασαν στον υψηλό­τερο βαθμό του μυστηρίου, ενώ τα αρνιά είναι όσοι βρίσκο­νται ακόμα στο στάδιο της κατήχησης και τρέφονται με το γάλα της διδασκαλίας.

Όμως η ιστορία λέει ότι ο Πέτρος, αφού βόσκησε τα πρό­βατα λίγους μόνο μήνες, μετά σταυρώθηκε, παρ’ όλο που του χε πει ο Ιησούς ότι αυτόν δεν θα τον νικούσαν οι πύλες του Άδη.9

Ως και ο Παύλος είχε καταδικάσει τον Πέτρο, λέγοντας: «Του εναντιώθηκα κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Διότι πριν καταφθάσουν οι άνθρωποι του Ιακώβου, ο Πέτρος συνέτρωγε με εθνικούς. Μόλις όμως ήρθαν εκείνοι, ο Πέτρος αποτραβήχτηκε γιατί φοβήθηκε μη τον δουν οι Ε­βραίοι. Και τον ακολούθησαν σ’ αυτή του την υποκρισία πολ­λοί άλλοι Ιουδαίοι» [Προς Γαλάτας 2.12].

Πόσο αξιοκατάκριτο, ένας άντρας που έχει αναγορευτεί σε ερμηνευτή του θείου λόγου να ζει μες στην υποκρισία και να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να γίνεται αρεστός στον κόσμο, κι επιπλέον να σέρνει μαζί του και μια γυναίκα, όπως λέει πάλι ο Παύλος: «Μήπως δεν έχουμε την εξουσία να σέρνουμε μαζί μας μια αδελφή γυναίκα, όπως κάνουν οι άλλοι απόστολοι και ο Πέτρος;» Λέει επίσης ο Παύλος: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι κι εργάζονται με δολιότητα». [Προς Κορινθ. Β' 11.13].

Αν λοιπόν έχει κυλιστεί ο Πέτρος μέσα σε τόσα κακά, όπως μαθαίνουμε, πώς να μην ανατριχιάσεις με την ιδέα ότι αυτός κρατά τα κλειδιά του ουρανού, αυτός λύνει και δένει, όντας ο ίδιος μπλεγμένος μέσα σε μυριάδες ατοπήματα!

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

III, 30. Τι εννοεί ο Παύλος όταν λέει, «αν και ελεύθερος, υπο­δούλωσα τον εαυτό μου σε όλους για να τους κερδίσω όλους»; [Προς Κορινθ. A' 9.19] Και πώς γίνεται, από τη μια να λέει την περιτομή ακρωτηριασμό της σάρκας κι από την άλλη να περιτέμνει ο ίδιος κάποιον, ονόματι Τιμόθεο, στην πόλη Λύστρα, όπως μας αφηγούνται οι «Πράξεις των Αποστόλων»; [Πράξεις 16.3]

Για ετούτες τις βλακείες τού αξίζει ένα εύγε: στο θέατρο τέτοιου είδους απαγγελίες, κατάλληλα σκηνοθετημένες, προκαλούν το γέλιο. Με τέτοια τεχνάσματα δίνουν παραστάσεις οι ταχυδακτυλουργοί. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος κάποιος που υποδουλώνεται στους πάντες; Και πώς είναι δυνα­τό να κερδίζει τους πάντες με το μέρος του κάποιος που ικετεύει όλους το ίδιο;

Αν, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι άνομος ό­ταν βρίσκεται μαζί με ανόμους, και Ιουδαίος με τους Ιουδαίους και γενικώς με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει τους πάντες, τότε δεν είναι παρά δούλος της κακότητας και της πανουρ­γίας του και ξένος προς την Ελευθερία: ένας επιφανής υπηρέτης της κακίας των άλλων, που διακονεί με ζήλο υποθέσεις αισχρές, κάποιος που συγχρωτίζεται με ανθρώπους που δεν έχουν νόμο και ενστερνίζεται κατά περίπτωση τις πράξεις τους.

Τέτοιες διδασκαλίες δεν μπορεί να είναι έκφραση ελεύθερης σκέψης και δεν μπορεί να προέρχονται από άνθρωπο ψυχικά υγιή. Αντίθετα, η βάση των συλλογισμών του δείχνει άνθρω­πο θερμοκέφαλο με αρρωστημένο μυαλό. Γιατί αν συμβιώνει με παρανόμους και ταυτόχρονα αποδέχεται τον ιουδαϊσμό με τη μεγαλύτερη προθυμία και μετέχει και στα δύο, τότε έχει μπερδευτεί και με τα δύο και συγκαταλέγεται και στα δύο’ και τέτοια σφάλματα δεν συνηθίζονται από ανθρώπους καλλιεργημένους. Γιατί όταν κανείς απορρίπτει την περιτομή θε­ωρώντας ότι εκείνοι που την κάνουν θέλουν να εξυψωθούν πάνω από τους υπολοίπους, κι από την άλλη περιτέμνει ο ί­διος, τότε ο ίδιος επιρρίπτει στον εαυτό του βαριά κατηγορία: Αν ξαναχτίζω αυτά που εγώ ο ίδιος γκρέμισα, γίνομαι πα­ραβάτης του εαυτού μου.

III, 31.Ο ίδιος ετούτος, ο περίφημος ρήτοράς σας, θαρρείς και ξέχασε τα προηγούμενα λόγια του, λέει στον χιλίαρχο ότι δεν είναι Ιουδαίος αλλά Ρωμαίος, ενώ πριν απ» αυτό είχε πει: «εγώ είμαι Ιουδαίος γεννήθηκα μεν στην Ταρσό της Κιλι­κίας μα ανατράφηκα πλάι στον Γαμαλιήλ και έμαθα επακρι­βώς τον νόμο των πατέρων μας» [Πράξεις 22.3]. Λέγοντας λοι­πόν κάποιος, «είμαι Ιουδαίος» και «είμαι Ρωμαίος», δεν εί­ναι ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο, επιθυμώντας να είναι και τα δυο.

Όταν κάποιος υποκρίνεται και παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο απ» αυτό που είναι, τότε οι πράξεις του ενέχουν δόλο’ φορώντας μάσκα εξαπατά, κλέβει την αλήθεια και παγιδεύει το φρόνημα της ψυχής χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους εξαπάτησης, για να υποτάξει τους εύπιστους.

Άνθρωπος που ασπάζεται τέτοιες αρχές στη ζωή του, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άσπονδο και σκληρό εχθρό, που υποκρινόμενος ότι πιστεύει σε ξένες γνώμες, αιχμαλωτίζει τους πάντες και τους καθιστά δούλους με τρόπο απάνθρωπο. Αν ο Παύλος παριστάνει πότε τον Ιουδαίο, πότε τον Ρωμαίο, πότε τον παράνομο, πότε τον Έλληνα, και όποτε θέλει εμφανίζεται κατά περίσταση ως ξένος και εχθρικός προς κάποιο απ’ αυτά, τότε, μπαίνοντας μέσα σ’ όλα τα εκμηδενίζει όλα, διότι χαϊδεύοντας τα, υποκλέπτει τις αρχές που τα στηρίζουν.

Είναι λοιπόν ψεύτης δεν το κρύβει ότι είναι σύντροφος της ψευτιάς και περιττεύει η φράση του, «Την αλήθεια λέγω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι». Γιατί αν προχτές προσποιόταν ότι πίστευε στον ιουδαϊκό νόμο και σήμερα ότι πιστεύει στο ευαγγέλιο, δικαίως θα θεωρήσουμε ότι ο βίος κι η πολιτεία ενός τέτοιου ανθρώπου είχαν χαρακτήρα ύπουλο και κακό.

III, 32. Από τα λεγόμενά του είναι φανερό πως η ματαιοδο­ξία τον σπρώχνει να παραστήσει ότι ακολουθεί το ευαγγέλιο κι η πλεονεξία ότι ακολουθεί το Νόμο: «Ποιος υπηρετεί στο στρατό με δικά του έξοδα; Ποιος βόσκει ποίμνη και δεν τρώει από το γάλα της ποίμνης;» [Προς Κορινθίους Α' 9.7]. Και για να ενισχύσει τα επιχειρήματα του, βάζει για συνήγορο της πλεονεξίας του τον νόμο: «Ή μήπως δεν τα λέγει αυτά και ο νόμος; Είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή: «Δεν θα βου­λώσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει” Συνεχίζοντας, προσθέτει κάτι ασαφή και φλύαρα επιχειρήματα, προκειμέ­νου να εμφανίσει τα ζώα στερημένα από την χάρη της θείας πρόνοιας: «Σάμπως νοιάζεται ο θεός για τα βόδια; Δεν μιλά αποκλειστικά για μάς; Διότι για μάς είναι γραμμένο.» [Προς Κορινθίους Α' 9.10].

Μου φαίνεται ότι λέγοντάς τα αυτά προσ­βάλλει τη σοφία του κτίστη, που δήθεν δεν προνόησε για τα πλάσματα που δημιούργησε από παλιά, διότι αν ο θεός δεν νοιάζεται για τα βόδια, τότε γιατί να είναι γραμμένο το, Ό­λα τα έθεσες κάτω από τους ορισμούς σου, πρόβατα και βό­δια και κτήνη και ψάρια; Αν κάνει λόγο για τα ψάρια, πολύ περισσότερο θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τα βόδια που ορ­γώνουν και κοπιάζουν. Αυτά με κάνουν να θαυμάζω τον α­γύρτη, που σπρωγμένος από την απληστία του μεταχειρίζε­ται το νόμο με τέτοιο σεβασμό, έχοντας κιόλας να λαβαίνει κάμποσες εισφορές από κείνους που τον υπάκουγαν.

III, 33· Στη συνέχεια, σα να τινάχτηκε απότομα ξυπνώντας από όνειρο, λέει: «Εγώ ο Παύλος καταθέτω ότι αν κάποιος εφαρμόσει έστω και ένα μέρος του νόμου, οφείλει να εφαρμό­σει ολόκληρο το νόμο», αντί να πει ότι γενικά δεν είναι ανάγκη να τηρούμε τα όσα ορίζει ο νόμος. Αυτός ο καλύτερος των ανθρώπων, ο εχέφρων, ο συνετός, δασκαλεμένος με το νόμο των πατέρων του στην εντέλεια, αυτός που τόσες και τόσες φορές μνημονεύει ευνοϊκά τον Μωυσή, τώρα, θαρρείς και μέθυσε από το πολύ κρασί, αναιρεί το πρόσταγμα του νόμου, και μιλώντας στους Γαλάτες, «ΓΙοιος σας έχει βασκάνει», λέει, «και δεν υπακούτε στην αλήθεια;» —εννοώντας το ευαγ­γέλιο. [Προς Γαλάτας 3·1].

Και παρακάτω, χρησιμοποιώντας τρο­μακτική έκφραση και παρουσιάζοντας ως φρικτό πράγμα το να υπακούει κανείς στο νόμο, λέει: «Είναι καταραμένοι όσοι βασίζονται στα έργα του νόμου». Ο ίδιος, που γράφει στους Ρωμαίους, «Ο νόμος είναι πνευματικός», και αλλού πάλι, «Ο νόμος είναι άγιος και η εντολή του αγία και δίκαιη», ό­σους υπακούν στον άγιο νόμο τούς λέει καταραμένους! Τα κάνει άνω κάτω και συγχέει τα πάντα και τα συσκοτίζει τό­σο, που όποιος τον ακούει σχεδόν ζαλίζεται, και σα να βαδί­ζει μες στη νύχτα συγκρούεται και με τα δυο, τη μια τσακί­ζεται πάνω στο νόμο, την άλλη πάνω στο ευαγγέλιο, μπερ­δεμένος εξ αιτίας της αμάθειας του καθοδηγητή του.10

ΙΙΙ, 34· ΓΙαρακολούθα τώρα τα λεγόμενα του σοφού. Ύστερα από τις μύριες αναφορές που έκανε στον ιουδαϊκό νόμο για να στηρίξει τα λόγια του, ακυρώνει τις θέσεις του λέγοντας: «Ο νόμος παρεισέφρυσε ώστε να πλεονάσουν τα παραπτώματα» [Προς Ρωμαίους 5·20], και πριν απ» αυτό: «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, και δύναμη της αμαρτίας είναι ο νόμος» [Προς Κορινθ. Λ' 16.56]. Με γλώσσα ακονισμένη σα μαχαίρι, ανε­λέητος, μέσα σε μια νύχτα κάνει το νόμο κομματάκια, αυτός που τόσες και τόσες φορές προέτρεπε τον κόσμο να πειθαρχεί στις εντολές του νόμου και ισχυριζόταν πως είναι αξιέπαινο το να ζει κανείς σύμφωνα με το νόμο. Και υιοθετώντας, από συνήθεια θαρρείς, τούτη την απαίδευτη γνώμη, ανατρέπει όλες τις θέσεις του.

III, 35. Όντως, ενώ απαγορεύει στους πιστούς να τρώνε κρέας θυσιασμένου ζώου, κατόπιν τους δασκαλεύει να μη νοιάζο­νται και να μην το ψάχνουν, αλλά να τρώνε, λέει, ακόμα και θυσιασμένα ζώα, αρκεί να μην τους το ‘χει πει κανείς από τα πριν! [Προς Κορινθ. Α' 10.28] [...] όπου ο Παύλος παρουσιάζεται να λέει: «Ό,τι θυσιάζουν, για τους δαίμονες το θυσιάζουν. Και δεν θέλω να γίνεστε εσείς σύντροφοι των δαιμόνων». [Προς Κο­ρινθ. Α' 10.20] Κι ενώ τα λέει αυτά, πάλι, αδιαφορώντας για το αν θα φάνε, γράφει: «Ξέρουμε πως εκτός από τον ένα θεό κα­νένα είδωλο και κανένας θεός δεν υπάρχει στην πραγματικό­τητα», και λίγο παρακάτω, «Δεν είναι το φαγητό εκείνο που θα σας φέρει πλάι στο θεό: δεν θα υστερήσουμε αν δεν φάμε, ούτε θα ‘χουμε κανένα πλεονέκτημα αν φάμε». [Προς Κορινθ. Α' 8.8].

Τέλος, μετά από τόσα φλύαρα τεχνάσματα του λόγου, ξα­πλωμένος θαρρείς στο κρεβάτι, μηρυκάζει: «Ό,τι πουλιέται στο χασάπικο να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτα κινού­μενοι από λόγους συνειδήσεως. Γιατί του Κυρίου είναι η γη και όλα όσα βρίσκονται πάνω της».

Ω, τι θέατρο για το τίποτα! Ω, τι γλώσσα αλλόκοτη και α­ντιφατική! Τι φράσεις, που τραβούν μαχαίρι και αλληλομαχαιρώνονται! Τι καινοφανής τοξοβολία, που βάζει στόχο και χτυπά τον ίδιο τον τοξότη!

III, 36. Κάτι παρόμοιο με τα παραπάνω βρήκα και μες στις επιστολές του, όπου ο Παύλος, ενώ επαινεί την παρθενία, πά­λι τα γυρίζει, και γράφει: «Στους μετέπειτα καιρούς, κάποιοι θα αποστατήσουν από την πίστη, διότι θα δίνουν προσοχή σε πνεύματα που θα τους παραπλανούν, θα τους εμποδίζουν να νυμφεύονται και θα επιβάλουν αποχή από κάποιες τροφές». [Προς Τιμόθεον Α' 4· 1] Και στην προς Κορινθίους επιστολή λέει: «Όσο για την παρθενία, δεν έχω εντολή από τον Κύριο».[7.25]

Επομένως, όποιοι μένουν παρθένοι ή δεν νυμφεύονται, δεν κάνουν καλά, γιατί πειθαρχούν σε οδηγίες κακόβουλων ανθρώπων, τη στιγμή που δεν έχουν λάβει από τον Ιησού πρόσ­ταγμα να μείνουν παρθένοι. Πώς γίνεται, τώρα, κάποιες να παινεύονται για την παρθενιά τους, θαρρείς και πρόκειται για τίποτα σπουδαίο, και να λένε πως το μέσα τους, όμοια μ εκείνη που γέννησε τον Ιησού, είναι γεμάτο από άγιο πνεύ­μα;

ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ

IV, 1. Τι εννοεί ο Παύλος λέγοντας ότι «παρέρχεται η μορφή του κόσμου τούτου»; Και πώς είναι δυνατό, «οι έχοντες να είναι ωσάν να μην έχουν» και οι «χαίροντες ωσάν να μην χαίρουν», [Προς Κορινθ. Α' 7.30], και όλες οι υπόλοιπες μωρολογίες του να γίνουν πιστευτές; Γιατί, πώς μπορεί ο έχων να γίνει ως μη έχων; Και πώς να γίνει πιστευτός ο χαίρων που θα συμπεριφέρεται ως μη χαίρων; Κι ακόμα, πώς είναι δυνατό να παρέλθει η μορφή του κόσμου ετούτου;

Ποιος θα τον με­ταβάλει και για ποιο λόγο; Αν τον μετέβαλλε ο Δημιουργός, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι διαταράσσει μια σταθερή και ασφαλή τάξη. Αν, πάλι, μεταβάλει το σχήμα του κόσμου προς το καλύτερο, κατηγορείται ότι δεν γνώριζε ποιο ήταν το κατάλληλο και πρέπον σχήμα του κόσμου όταν τον δημιουρ­γούσε, και ότι του ‘λείπε η ανώτερη σκέψη, με αποτέλεσμα να φτιάξει έναν κόσμο γεμάτο ατέλειες.

Πώς, λοιπόν, μπο­ρούμε να ξέρουμε ότι η φύση του κόσμου θα καταλήξει στο καλό, χάρη σε μετατροπές εκ των υστέρων; Και ποια θα είναι η ωφέλεια, αν μεταβληθεί η φυσική τάξη; Γιατί αν ο ορατός κόσμος είναι θλιβερός και αιτία για να λυπόμαστε, θα του τα ψάλλουμε για τα καλά του Δημιουργού και θα τον ζαλίσουμε με τις εύλογες επικρίσεις μας, ότι έχτισε ένα θλιβερό κόσμο που διαταράσσει τη λογική φυσική τάξη, και κατόπιν μετά­νιωσε κι αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα.

Μπας κι είναι αυτός ο λόγος που ο Παύλος δασκαλεύει τους έχοντες να σκέφτονται ως μη έχοντες, αφού και ο Δημιουργός του κόσμου, ενώ τον έχει, είναι σα να μην τον έχει και γι’ αυ­τό πάει να του αλλάξει τη μορφή; Κι όποιον χαίρεται, του λέει να μη χαίρεται, γιατί ο Δημιουργός δεν χαίρεται βλέπο­ντας το κομψό και λαμπρό δημιούργημά του, πόσο μάλλον που επειδή στεναχωριέται πολύ, πήρε απόφαση να το αλλά­ξει και να το μετατρέψει ολωσδιόλου. Ας της χαρίσουμε λοι­πόν ένα συγκρατημένο γέλιο ετούτης της φρασούλας του Παύλου.

IV, 2. Ας δούμε άλλο ένα ανόητο και γεμάτο πλάνες σόφισμα (του Παύλου), όπου ισχυρίζεται ότι, «εμείς που θα βρισκόμαστε ακόμα ζωντανοί κατά την έλευση του Κυρίου, δεν θα προηγηθούμε των νεκρών, διότι ο ίδιος ο Κύριος με παράγ­γελμα, με φωνή αρχαγγέλου και υπό τον ήχο σάλπιγγας Θεού, θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτοι. Στη συνέχεια, εμείς οι ζώντες, ταυτό­χρονα με τους νεκρούς θα αρπαχτούμε μέσα σ’ ένα σύννεφο, ώστε να συναντηθούμε με τον Κύριο στον αέρα, έτσι θα βρε­θούμε πλάι στον Κύριο για πάντα.» [Προς Θεσσαλονικείς 4.15-17].

Αυτό το κυριολεκτικά ουρανομήκες, ψηλοκρεμαστό και υπερμεγέθες ψεύδος, ξεπερνά σε μπόι κάθε άλλο. Ακόμα και σε ζώο να το ξεφουρνίσεις, αυτό σε απάντηση θ’ αρχίσει να βε­λάζει και να κράζει δυνατά, άπαξ και καταλάβει ότι γίνεται λόγος για ανθρώπους με σάρκα και οστά ιπτάμενους σαν τα πουλιά ή πιασμένους από ένα σύννεφο!

Πόση ματαιοδοξία κρύβει όλος αυτός ο θόρυβος, για ζωντανά πλάσματα που μ’ όλο το βάρος του σώματος τους αποκτούν φυσικές ιδιότητες πουλιών με φτερά και διασχίζουν τον αέρα θαρρείς και ταξι­δεύουν σε θάλασσα, έχοντας για όχημα τα σύννεφα! Μα και να μπορούσε να γίνει αυτό, θα ήταν τερατώδες και ξένο προς τους νόμους της φύσης.

Γιατί η δημιουργός φύση από την αρ­χή ακόμα όρισε για τα πλάσματα της χώρους που να τους αρμόζουν και κατάλληλους τόπους διαμονής, τη θάλασσα για κείνα που ζουν μες στο νερό, τη στεριά για τα χερσαία, τον αέρα για τα πτηνά και τον αιθέρα για τα ουράνια σώμα­τα. Ένα απ» αυτά αν βγάλεις από τον τόπο διαμονής του, θα αφανιστεί μόλις βρεθεί σε ξένο χώρο. Ένα πλάσμα του νερού αν θελήσεις να το βάλεις με το ζόρι να ζήσει στη στεριά, το δίχως άλλο θα ψοφήσει, ένα στεριανό ζώο αν το βουτήξεις μες στο νερό θα πνιγεί και το πουλί δεν θα αντέξει αν του στερήσεις τον αέρα κι ένα ουράνιο σώμα δεν μπορείς να το μετατρέψεις σε γήινο.

Ποτέ μέχρι τώρα η ενεργός δράση του Θείου Λόγου δεν το διέπραξε ούτε και πρόκειται να το πρά­ξει, παρ’ όλο που ο Θείος Λόγος έχει τη δύναμη να αλλάζει τη μοίρα των πλασμάτων. Γιατί οι πράξεις κι η θέλησή του δεν καθορίζονται από το τι μπορεί, αλλά είναι σύμφωνες με τη διατήρηση της αρμονίας και τη διαφύλαξη της φυσικής τά­ξης του κόσμου.

Ούτε, λοιπόν, τη στεριά, δεν θα την κάμει πλόιμη, αν βέβαια δεχτούμε ότι το μπορεί κάτι τέτοιο, ούτε τη θάλασσα τέτοια που να οργώνεται και να καλλιεργείται, ούτε την αρετή, όσο και να μπορεί, δεν πρόκειται να τη με­τατρέψει σε κακία και αντιστρόφως, ούτε στον άνθρωπο πρό­κειται να σώσει τα μέσα να γίνει πτηνό, ούτε θα φέρει τον ου­ρανό με τ άστρα και τη γη τα πάνω κάτω. Είναι λοιπόν ανόητο το να λες ότι οι άνθρωποι θα αρπαχτούν στον αέρα.

Μα εκεί που το ψέμα του Παύλου γίνεται καταφανές, είναι όταν λέει, «Εμείς οι ζωντανοί». Πέρασαν τριακόσια χρόνια από τότε που το είπε, και κανείς πουθενά, ούτε ο Παύλος ού­τε κανείς άλλος δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς. Αλλά ας αφήσουμε να τις σκεπάσει η σιωπή τούτες τις ανόητες κουβέ­ντες του Παύλου.

IV, 3· Αξίζει να μνημονεύσουμε εκείνο που είπε ο Ματθαίος -θαρρείς και ζούσε πίσω από τον κόσμο, κλειδαμπαρωμένος μέσα σε κανένα μύλο: «Και θα κηρυχθεί», είπε, «το ευαγγέ­λιο της βασιλείας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και τότε θα έρθει το τέλος.» [Ματθ. 24.14]. Να όμως που το ευαγγέλιο έχει ακουστεί ως και στο τελευταίο σοκάκι της οικουμένης, και οι πάντες, στα πέρατα του κόσμου έχουν λάβει γνώση, όμως δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, ούτε και θα έρθει ποτέ.

IV, 4· Ας δούμε κι εκείνα που ειπώθηκαν (από το θεό) στον Παύλο. «Ο κύριος παρουσιάστηκε νύχτα στον Παύλο μέσα από ένα όραμα και του είπε: «Μη φοβάσαι, μίλα ελεύθερα γιατί είμαι εγώ στο πλευρό σου, και κανείς δεν πρόκειται να σου επιτεθεί και να σε βλάψει».» Και μόλις συλλαμβάνεται στη Ρώμη, αποκεφαλίζεται ο πνευματώδης αυτός άνθρωπος, που έλεγε ότι «θα κρίνουμε τους αγγέλους»…

Μα και ο Πέ­τρος, που είχε αναλάβει την εξουσία να βόσκει τα αρνιά, [Ιωαν. 21. 17], καρφώθηκε πάνω στο σταυρό και ανασκολοπίστηκε. Κι άλλοι ομοϊδεάτες τους είτε κάηκαν είτε καταδικάστηκαν και έχασαν τη ζωή τους. Όμως αυτά δεν είναι άξια να θεωρού­νται θέλημα του θεού, ούτε καν ενός ανθρώπου ευσεβούς, το να τιμωρείται απάνθρωπα ένα τέτοιο πλήθος για χάρη του και για την πίστη σ’ αυτόν, και να μην φανερώνεται αναστη­μένος όπως τον προσδοκούν.

IV, 5· Μπορεί κανείς να εντοπίσει κι άλλη μία ασαφή φράση του Ιησού, εκεί όπου λέει, «Προσέξτε μη σας παραπλανήσει κανείς. Γιατί πολλοί θα παρουσιαστούν μιλώντας επ’ ονόματι μου και θα πουν «εγώ είμαι ο Χριστός», και θα παραπλανήσουν πολλούς». |Ματθ.24-4-5]·

Ιδού: πέρασαν τριακόσια τόσα χρόνια και πουθενά δεν φά­νηκε κανείς. Μήπως θα ισχυριστείτε ότι μιλούσε για τον Απολλώνιο Τυανέα, τον άνθρωπο εκείνο που είχε για κόσμημά του τη φιλοσοφία; Γιατί άλλον δεν έχει να βρείτε. Μόνο που ο Ιησούς δεν μιλά για έναν αλλά για πολλούς: «Θα εμ­φανιστούν πολλοί ψευδοπροφήτες και θα παραπλανήσουν πο­λύ κόσμο». [Ματθ. 24.11].

IV, 6. Χάριν αφθονίας, ας αναφερθεί και κείνο που έχει πει ο Πέτρος στην Αποκάλυψή τον.11 Περιγράφει πώς θα κριθεί και ο ουρανός ταυτόχρονα με τη γη: «Την ημέρα της κρίσεως», λέει, «η γη θα παρουσιάσει τους πάντες (ζώντες και νεκρούς) στο Θεό, και θα κριθεί μαζί με τον ουρανό που την περιέχει».

Κανείς δεν είναι τόσο αγράμματος και ανόητος ώστε να μην ξέρει πως τα γήινα πράγματα υπόκεινται σε αναστατώσεις κι ότι δεν είναι στη φύση τους η διατήρηση της ευταξίας αλλά τα διακρίνει η αστάθεια, αντιθέτως, στα ουράνια επικρατεί αιώ­νια τάξη που δεν μεταβάλλεται ποτέ ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε και πρόκειται ποτέ να μεταβληθεί, γιατί η τάξη ετούτη είναι ένα τέλειο δημιούργημα του θεού. Ως εκ τούτου, είναι α­δύνατο να αποσυντεθούν οι δυνάμεις που συνέχουν τα μέρη εκείνα του σύμπαντος που αξιώθηκαν ένα ανώτερο πεπρωμέ­νο, και που τα στεριώνουν νόμοι θεϊκοί και αμόλυντοι.

Άλλωστε, για ποιο λόγο να κριθεί ο ουρανός; Ποιαν αμαρ­τία έκανε που κάποτε θα φανερωθεί, ο ουρανός που εξ αρχής διατηρεί την τάξη που όρισε ως κατάλληλη ο θεός και αιωνί­ως παραμένει αμετάβλητος; Ως προς τι θα μπορούσε κανείς να διαβάλει τον ουρανό, ρητορεύοντας προς τον δημιουργό, ότι πρέπει κι ο ουρανός να περάσει από κρίση – θαρρείς και θα τις ανεχτεί ο κριτής τις αλλόκοτες αιτιάσεις ενάντια στο θαυ­μαστό και μέγα έργο του.

IV, 7· Και αμέσως παρακάτω, με περισσή ασέβεια ισχυρίζε­ται: «Και θα λιώσει η δύναμη του ουρανού και θα τυλιχθεί ο ουρανός σαν βιβλίο,* κι όλα τα άστρα θα πέσουν όπως πέ­φτουν τα αμπελόφυλλα και τα φύλλα της συκιάς».

Μα και του Ιησού η καυχησιολογία είναι αλλόκοτα αλαζονική και τερατωδώς ψευδολογική: «Ο ουρανός κι η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν». Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι θα βρίσκαν τόπο να σταθούν οι λόγοι του Ιησού, αν δεν υπήρχαν πια η γη κι ο ουρανός; Κι έπειτα, αν ο Ιησούς έκανε τον ουρανό να καταπέσει, δεν θα διέφερε από τον χειρότερο βέβηλο που σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά το ομολογεί κι ο ίδιος ο «υιός» ότι ο θεός είναι πατέρας του ου­ρανού και της γης: «Πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης». [Ματθ 11. 25].

Αλλά κι ο Ιωάννης ο βαπτιστής εξυμνεί τον ουρα­νό από αυτόν, λέει, μας έρχονται τα θεία χαρίσματα: «Κα­νείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αν δεν του έχει δοθεί εξ ου­ρανού» [Ιωαν. 3-27] Οι προφήτες λέγουν ότι ο ουρανός είναι η άγια κατοικία του θεού: «Από την άγια κατοικία σου, στρέ­ψε το βλέμμα σου και ευλόγησε τον λαό σου τον Ισραήλ» [Δευτερονόμιο 26.15]. Αν λοιπόν, «παρέλθει»ο ουρανός, που μας τον αναφέρουν για τόσο σπουδαίο και μέγα, πού θα βρίσκεται στο εξής ο θρόνος του κυβερνήτη του; Αφού, όπως λέει, «θρό­νος μου είναι ο ουρανός και υποπόδιον των ποδιών μου η γη» και αν χαθεί κι η γη, τι θα ‘χει για υποπόδιο;

Αυτά όσον αφορά στην «παρέλευση» του ουρανού και της γης…

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΣΑΦΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

IV, 8. Ψηλαφώντας τώρα μες στα σκοτάδια θαρρείς, ας εξετά­σουμε άλλο ένα δόγμα, ακόμα πιο μυθώδες, που διατυπώνεται με τις παρακάτω φράσεις: «η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού» κι ακόμα: «η βασιλεία των ου­ρανών μοιάζει με προζύμι» και πάλι: «Μοιάζει με έμπορο που ψάχνει για ωραία μαργαριτάρια». [Ματθ.13.31-33,45-40]·

Τέτοια παραμυθάκια δεν λέγονται, όχι από άνδρες μα ούτε καν από ονειροπαρμένες γυναικούλες. Ναι μεν, όταν μιλά κανείς για μεγάλα και θεϊκά πράγματα, οφείλει να χρησιμο­ποιεί κοινά και ανθρώπινα παραδείγματα για να γίνεται πιο κατανοητός -όχι όμως τέτοια φτηνά και ανόητα παραδείγ­ματα εκτός από ανάρμοστα και ρηχά εν σχέσει με τη σπουδαιότητα του πράγματος, δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο και ευ­φυές νόημα. Κι όμως, θα έπρεπε να είναι απολύτως σαφή, αφού γράφτηκαν για νήπια και όχι για σοφούς ή γνωστικούς ανθρώπους.

IV, 9. Εδώ 0α πρέπει βέβαια να ξαναφέρουμε στο νου κι εκεί­νη την πληροφορία, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς λέει: «Σε εξυμνώ πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης, διότι τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τους ευφυείς και τα φανέρωσες στα νήπια», [Ματθ. 11. 25]‘ αλλά και στο Δευτερονόμιο υπάρχει γραμμένη η φράση: «Τα κρυμμένα για τον κύριο τον θεό μας και φανερά για εμάς».

Θα ‘πρεπε λοιπόν όσα έχουν γραφτεί για τα νήπια και τους ανόητους να είναι πράγματα ξεκάθαρα και διόλου αινιγματικά. Κι αν τα μυστήρια απο­κρύπτονται από τους σοφούς ενώ αντιθέτως προσφέρονται με απλοχεριά στα νήπια και στα βρέφη που θηλάζουν, τότε κα­λύτερα να γίνουμε ζηλωτές της αμάθειας και του παραλογι­σμού. Αυτό ήταν το μέγα καθήκον του σοφού που κατέβηκε στη γη; Να κρύψει το φως της γνώσης από τους σοφούς και να το φανερώσει στους χαζούς και στα βρέφη;

IV, 10. Για να ‘μαστε δίκαιοι όμως, θα πρέπει από τα λεγό­μενα του Ιησού να μελετήσουμε και κάτι πιο σοφό (και το λέω έτσι κατ’ ευφημισμόν): «Δεν έχουν», λέει, «ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι». [Ματθ. 9. 12].

Τέτοιες απαγγελίες έκανε στα πλήθη ο Ιησούς εξηγώντας τον ερχομό του στον κόσμο. Αν λοιπόν στάθηκε αντιμέτωπος με την αμαρτία για χάρη των ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτήν, όπως είπε, άραγε οι πατεράδες μας που είχαν ζήσει πριν απ’ αυτόν δεν υπέφεραν από αμαρτίες; Οι προγονοί μας δεν είχαν ανάγκη νοσηλείας; Αν πράγματι οι υγιείς δεν έχουν ανάγκη από γιατρό, κι αν ο Ιησούς δεν ήρθε να καλέσει τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν -κι όπως λέει κι ο Παύλος, «ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, που πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ»-, αν έτσι έχουν τα πράγματα και καλείται ο παραστρα­τημένος και ο άδικος και θεραπεύεται ο άρρωστος, ενώ αντιθέτως δεν καλείται ο δίκαιος, τότε όσοι δεν κλήθηκαν ποτέ κι όσοι δεν χρειάστηκαν χριστιανική θεραπεία, θα ήσαν άνθρω­ποι δίκαιοι που δεν είχαν παραστρατήσει. Ακριβώς, λοιπόν, όποιος δεν χρειάζεται γιατριά γυρνά την πλάτη του στα κη­ρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς και όσο περισσό­τερο τούς γυρνά την πλάτη τόσο πιο δίκαιος θα είναι και υγιής και διόλου παραστρατημένος.

IV, 19· Ήταν λογικό, ο Όμηρος να βάζει κάποιο φραγμό στην αντρειωσύνη των Ελλήνων -καθώς η ανδρεία τους ή­ταν μέρος της παιδεία τους-, και να τους υποχρεώνει να ησυ­χάζουν, ενώ παρουσιάζει τον Έκτορα να εκφράζει την αβάσι­μη γνώμη του προς τους Έλληνες, σε έμμετρο λόγο: «Κρα­τηθείτε, Αργείοι, και σεις αγόρια της Αχαΐας, μη χτυπάτε, έ­να λόγο έχει να σας πει ο Έκτορας με την αστραφτερή περι­κεφαλαία».

Έτσι τώρα κι εμείς καθόμαστε όλοι ήσυχα, γιατί ο διδάσκαλος των χριστιανικών δογμάτων υποσχέθηκε και διαβεβαίωσε ότι θα μας εξηγήσει τα σκοτεινά μέρη των γρα­φών. Λέγε, λοιπόν, φίλε, σ’ εμάς που σε παρακολουθούμε με προσοχή, τι εννοεί ο απόστολος Παύλος λέγοντας, «Τέτοιοι είσασταν μερικοί από σας» (πόρνοι, ειδωλολάτρες, μοιχοί, θηλυπρεπείς, αρσενοκοίται, κλέφτες, πλεονέκτες, μέθυσοι, υ­βριστές και άρπαγες),* «αλλά ελουσθήκατε, αγιασθήκατε και ελάβατε δικαίωση δια του ονόματος του κυρίου Ιησού Χρι­στού και δια του πνεύματος του θεού μας».

Πραγματικά απορούμε και αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυ­νατόν, ένας άνθρωπος ύστερα από τόσα μολύσματα και τό­ση βρωμιά, με ένα λούσιμο να εμφανιστεί ξαφνικά καθαρός! Παρ’ ότι η ζωή του έχει κηλιδωθεί από την τόση βλακεία, κι από την πορνεία, τη μοιχεία, το πιοτό, την κλεψιά, την αρσενοκοιτία, τα φαρμακώματα και ένα σωρό φαύλα και βρω­μερά πράγματα, και μόνο που θα βαπτιστεί και θα επικαλε­στεί το όνομα του Χριστού, ελευθερώνεται και απαλλάσσεται απ’ το μίασμα με την ίδια ευκολία που το φίδι βγάζει το που­κάμισο.

Αν είναι έτσι, τότε ποιος δεν θα αποτολμήσει τα α­κατονόμαστα, ποιος δεν θα κάνει πράγματα που με λόγια δεν περιγράφονται και στην πράξη δεν υποφέρονται, όταν ξέ­ρει πως θα πάρει απαλλαγή για τα ολοφάνερα εγκλήματά του και μόνο που θα πιστέψει και θα βαφτιστεί, κι όταν περι­μένει, παρ’ όλες τις πράξεις του, να τον συγχωρέσει εκείνος που θα κρίνει ζώντες και νεκρούς;

Με τον τρόπο αυτό, ενθαρρύνεται ο ακροατής να αμαρτή­σει, δασκαλεύεται να κάνει άνομες πράξεις, μαθαίνει να απορρίπτει τη νομική παιδεία και να θεωρεί ότι η ίδια η δικαι­οσύνη δεν έχει καμιάν ισχύ πάνω σε όσους αδικούν, έτσι εισάγεται στον κόσμο η ανομία και διδάσκεται ο άνθρωπος να μη φοβάται διόλου την ασέβεια, καθώς μ’ ένα του βάπτισμα βά­ζει κατά μέρος μυριάδες αδικήματα. Να ποιο είναι το αποτέ­λεσμα της πνευματώδους διδασκαλίας του Παύλου.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

IV, 20. Ας εξετάσουμε με σαφήνεια το θέμα της «μοναρχίας του ενός και μόνου θεού» και της πολυαρχίας των θεών που εμείς λατρεύουμε -σα να μην ξέρεις το νόημα της λέξης μο­ναρχία. Γιατί μονάρχης δεν είναι ο μόνος υπάρχων, αλλά ο μόνος άρχων. Και προφανώς άρχει μεταξύ ομοφύλων ή ο­μοίων του. Ο βασιλιάς Αδριανός, λόγου χάρη, υπήρξε μονάρ­χης -όχι επειδή ήταν μόνος του, ούτε επειδή εξουσίαζε πρό­βατα και βόδια, που άρχοντές τους είναι οι βοσκοί κι οι αγελαδάρηδες, υπήρξε μονάρχης επειδή βασίλευσε ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου γένους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα θεό δεν θα ‘ταν σωστό να τον λέγαμε μονάρχη αν δεν ήταν ο άρ­χων των θεών. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να τιμήσει το θεϊκό και ουράνιο μεγαλείο όπως του αξίζει.

IV, 20. Κι αν εσείς ισχυρίζεστε ότι οι άγγελοι παραστέκουν το θεό κι είναι δίχως ανθρώπινα πάθη, άτρωτοι και αθάνα­τοι, οι άγγελοι τους οποίους εμείς ονομάζουμε θεούς επειδή βρίσκονται τόσο κοντά στη θεότητα, τότε γιατί να φιλονικούμε για το όνομα, αντί να θεωρούμε ότι η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πώς τους αποκαλούμε; Τη θεά που οι Έλληνες καλούν Αθηνά οι Ρωμαίοι τη λένε Μινέρβα, ενώ οι Αιγύ­πτιοι κι οι Σύροι κι οι Θράκες τη λένε αλλιώς. Και φυσικά, το ότι διαφέρουν τα ονόματα δεν σημαίνει ότι αλλοιώνεται ή χάνεται η θεϊκή της ιδιότητα.

Είτε λοιπόν τους ονομάζει κα­νείς θεούς είτε αγγέλους, η διαφορά είναι ασήμαντη διότι, ό­πως μαρτυρείται, η φύση τους είναι θεϊκή. Ο Ματθαίος έγρα­φε: «Και σε απάντηση είπε ο Ιησούς: «είστε γελασμένοι, επει­δή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε την δύναμη του θεού. Διότι κατά την ανάσταση οι άνθρωποι ούτε νυμφεύονται ούτε παν­τρεύονται, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό».» [Ματθ. 22. 30].

Είμαστε λοιπόν σύμφωνοι ότι οι άγγελοι μετέχουν της θείας φύσεως και βέβαια, όσοι αποδίδουν την πρέπουσα λατρεία στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται μέσα στο ξύλο ή στην πέτρα ή στο χαλκό με τα οποία φτιάχνεται ένα ξόανο, κι ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριαστεί ένα μέρος του αγάλ­ματος μειώνεται η δύναμη του θεού. Οι πρόγονοι μας έφτια­ξαν αγάλματα και ναούς για να τους υπενθυμίζουν την ύπαρ­ξη των θεών και για να αφιερώνουν από το χρόνο τους όσοι επισκέπτονται τους ναούς και να στοχάζονται τον θεό με κα­θαρή την καρδιά, ή να προσέρχονται για να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν τον θεό, ο καθένας για τις ανάγκες του.

Φτιάχνοντας κανείς την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει ότι ο φίλος βρίσκεται μες στην εικόνα ούτε ότι τα μέλη του σώματος του έχουν κλειστεί μες στη ζωγραφιά απλώς θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει πόσο τιμά τον φίλο του. Κι όσο για τις θυσίες που προσφέρονται στους θεούς, ετούτες περισ­σότερο είναι μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης από πλευράς των θρησκευόμενων παρά ένας τρόπος να τιμηθούν οι θεοί. Κι εί­ναι πολύ φυσικό, τα αγάλματα τους να έχουν ανθρώπινη μορφή, μιας και ο άνθρωπος θεωρείται το ωραιότερο από όλα τα ζωντανά πλάσματα και εικόνα του θεού.

Χώρια που αυτό το δόγμα (της ανθρωπομορφίας) ενισχύεται και από άλλες πε­ριγραφές (της Βίβλου) που μας διαβεβαιώνουν ότι ο θεός έχει και δάχτυλα, με τα οποία γράφει λέει η Βίβλος: «Και έδωσε στο Μωυσή δύο πλάκες γραμμένες με το δάχτυλο του θεού». Αλλά κι οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτεκτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστιους οίκους όπου μαζεύονται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους, αφού ο Κύριος τούς ακούει όπου και να βρίσκονται.

IV, 22. Μα κι αν ακόμα υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες άν­θρωπος τόσο ελαφρόμυαλος που να νομίζει ότι οι θεοί ζουν μέσα στα αγάλματα, αυτή του η ιδέα θα ήταν πολύ πιο υγιής από εκείνου που πιστεύει ότι ο θεός χώθηκε μες στην κοιλιά της παρθένας Μαρίας, έγινε έμβρυο και μόλις γεννήθηκε τον φασκιώσανε, γεμάτο αίματα του πλακούντα και χολή, κι άλ­λα πολύ περισσότερο άτοπα.

IV, 23. Θα μπορούσα ακόμα να σου δείξω πως η τιμημένη λέξη «θεοί», υπάρχει και μέσα στο Νόμο του Μωυσή, που φωνάζει και γεμάτος σεβασμό νουθετεί τον ακροατή: «Μην κακολογήσεις τους θεούς, και μη μιλήσεις άσχημα για τον άρχοντα του λαού σου». Και βέβαια, δεν εννοεί άλλους θεούς, παρά τους δικούς μας και το καταλαβαίνουμε από την παρακάτω εντολή: «Δεν θα πορευτείς πίσω από τους θεούς». [Ιερεμ 7.6]. Και πάλι: «Εάν πορευτείτε και λατρεύσετε άλλους θεούς…» [Δευτερονόμιο 11.28]. Όχι μόνο ο Μωυσής αλλά και ο διάδοχος του ο Ιησούς (του Ναυή), μιλώντας για θεούς εννοεί αυτούς που τιμούμε εμείς δεν εννοεί τίποτα ανθρώπους.

Λέει στο λαό: «Και τώρα, φοβηθείτε Αυτόν και λατρέψτε μόνον Αυτόν και απαλλαγείτε από τους θεούς που λάτρεψαν οι πατέρες σας». Και ο Παύλος δεν κάνει λόγο για ανθρώπους μα για ασώματες υπάρξεις: «Κι αν ακόμα υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί και υπάρχει πολυαρχία θεών, είτε επί γης είτε στον ουρανό, για εμάς ένας είναι ο θεός και πατέρας από τον οποίο προέρχονται τα πάντα»’[Προς Κορινθ. Α' 8.5]

Να γιατί κάνετε μεγάλο σφάλμα που πιστεύετε ότι εξοργί­ζεται ο υπέρτατος θεός αν κάποιος άλλος επίσης αποκαλείται θεός, τη στιγμή που άνθρωποι που άρχουν και διαφεντεύουν υπηκόους και δούλους δεν νιώθουν φθόνο όταν αποκαλείται άρχοντας και κάποιος άλλος. Δεν είναι λοιπόν σωστό να νο­μίζετε ότι ο θεός είναι πιο μικρόψυχος από τους ανθρώπους.

‘Όμως αρκετά είπαμε για την ύπαρξη θεών και για τις τιμές που τους πρέπουν.

ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

IV, 24. Ας μιλήσουμε πάλι για την ανάσταση των νεκρών. Για ποιο λόγο να κάνει τέτοιο πράγμα ο θεός; Γιατί να ακυ­ρώσει με τόση ευκολία τους νόμους του που ορίζουν την αλ­ληλοδιαδοχή των όντων και τη διατήρηση και μη εξαφάνι­ση των ειδών, και να θέσει εξ αρχής και να διατυπώσει άλ­λους νόμους; Άπαξ και αποφάσισε κάποια πράγματα ο θεός και τα διατήρησε επί τόσους αιώνες, είναι φυσικό αυτά να εί­ναι αιώνια και να μην καταδικάζονται από το δημιουργό τους ούτε να καταστρέφονται -θαρρείς και τα ‘χει φτιάξει κα­νένας άνθρωπος κι είναι θνητά κατασκευάσματα κάποιου θνητού.

Συνεπώς θα ήταν παράλογο να επακολουθήσει η α­νάσταση γενεών ολόκληρων που ‘χουν πεθάνει’ και μαζί με κάποιον που πέθανε πριν τρία χρόνια να αναστήσει και τον Πρίαμο και το Νέστορα που πέθαναν πριν χίλια χρόνια, και τους άλλους που έχουν πεθάνει ακόμα πιο πριν, από κατα­βολής του ανθρώπινου γένους. Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρει ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθιστεί από θηρία και όρνεα.

Πώς είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματα τους; Ας το ε­λέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέ­χεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και στη συ­νέχεια φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφη­σαν φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πώς λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού που αφανίστη­κε περνώντας μέσα από τόσα ζώα;

Και πάλι, ένα νεκρό σώ­μα που κάηκε στη φωτιά κι ένα άλλο που κατέληξε να φαγω­θεί από τα σκουλήκια, πώς είναι δυνατόν να ανασυσταθούν και να επανέλθουν στην αρχική τους μορφή; Μα θα μου πεις, ο θεός είναι δυνατό να το κάνει αυτό, πράγμα που δεν είναι αλήθεια. Δεν τα μπορεί όλα ο θεός. Δεν μπορεί να κάνει ώστε να μην έχει γεννηθεί ο ποιητής Όμηρος και να μην έχει γίνει η άλωση της Τροίας. Δεν θα μπορούσε, το δύο διπλασιαζόμενο να το κάνει πέντε ενώ είναι τέσσερα, ακόμα και να το ‘θελε.

Ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ κακός ο θεός, ακόμα και να το ήθελε. Ούτε θα μπορούσε ποτέ να πέσει σε σφάλμα, διότι είναι αγαθός. Και δεν είναι από αδυναμία του που δεν μπορεί να γίνει κακός ή να πέσει σε σφάλμα. Διότι όσοι είναι από τη φύση τους προετοιμασμένοι και ικανοί για κάτι μα εμποδίζονται να το πράξουν, είναι φανερό ότι εμποδίζονται επειδή είναι αδύναμοι. Όμως ο θεός είναι εκ φύσεως αγαθός και όχι επειδή κάτι τον εμποδίζει να είναι κακός μα και χω­ρίς να εμποδίζεται, πάλι δεν μπορεί να γίνει κακός.

Ας σκεφτούμε και πόσο παραλογισμό κρύβει ετούτη η υπό­θεση: τον ουρανό, που η θεσπέσια ομορφιά του ξεπερνά κάθε άλλη σύλληψη του νου, να τον αφήσει ο Δημιουργός να λιώ­σει και τα άστρα να πέσουν και τη γη να χαθεί και συγχρό­νως να αναστήσει τα σαπισμένα και κατεστραμμένα κορμιά των ανθρώπων —ίσως αξιόλογων ανθρώπων μερικά—, κι άλ­λα που ακόμα και πριν το θάνατο τους ήσαν άχαρα, δύσμορφα και με φάτσες σιχαμερές. Μα ακόμα κι αν του ήταν εύκο­λο να τα αναστήσει ευπρεπισμένα, θα ήταν αδύνατο να χω­ρέσει η γη αναστημένους όλους όσους έχουν πεθάνει από κα­ταβολής κόσμου.

ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Ευσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή VI, ι g·4:

Άκου λοιπόν τι ισχυρίζεται ο ΓΙορφύριος, κατά λέξη:

«Κάποιοι, αντί να κρατηθούν σε απόσταση από την αθλιό­τητα των ιουδαϊκών γραφών, προθυμοποιήθηκαν να προσφέ­ρουν λύσεις, και κατέφυγαν σε ερμηνείες ασυνάρτητες και α­ταίριαστες με τα κείμενα, ερμηνείες από τις οποίες αυτό που τελικά βγαίνει δεν είναι τόσο μια σοβαρή απολογία υπέρ των ξενόφερτων δοξασιών, όσο η παραδοχή και ο έπαινος των δι­κών μας. Επικαλούμενοι τα θεία, καυχήθηκαν ότι τα λόγια που είπε ο Μωυσής με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ήσαν, λέει, αινίγματα και χρησμοί γεμάτοι κρυφά μυστήρια και αφού με την κενοδοξία τους κατάφεραν να εξαπατήσουν το κριτικό μέρος της ψυχής, από πάνω προσθέτουν και ερμηνείες.»

Στη συνέχεια, λέει κι άλλα:

«Ας κάνω λόγο για τον ανόητο τρόπο ενός ανθρώπου τον οποίο έτυχε να γνωρίσω όταν ήμουν ακόμα πολύ νέος, ενός ανθρώπου που και τότε ξεχώριζε πολύ αλλά και τώρα ακό­μα ξεχωρίζει, χάρη στα συγγράμματα που άφησε πίσω του. Λέω για τον Ωριγένη, που η δόξα του έχει απλωθεί στους κύκλους των δασκάλων τούτων των θεωριών.

Όταν έγινε μα­θητής του Αμμωνίου, που στα χρόνια τα δικά μας πρόσφερε πάρα πολλά στο χώρο της φιλοσοφίας, ο Ωριγένης απέκτησε μεν εμπειρία στα γράμματα επωφελούμενος σε μεγάλο βαθ­μό από το δάσκαλο του, από την άλλη όμως, ως προς τον τρόπο ζωής ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Αμμώ­νιος -χριστιανός μεγαλωμένος από γονείς χριστιανούς-, όταν άρχισε να σκέφτεται και καταπιάστηκε με τη φιλοσοφία, αμέσως άλλαξε και ακολούθησε ένα τρόπο ζωής σύμφωνο με τους νόμους, αντίθετα ο Ωριγένης, παρ’ ότι Έλληνας διαπαι­δαγωγημένος με τις αρχές της ελληνικής παιδείας, εξώκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα’και στηρίζοντάς το ξεπούλησε και τον εαυτό του και το ταλέντο του.

Στον τρόπο ζωής ήταν χρι­στιανός και ζούσε παράνομα αλλά ως προς τις δοξασίες περί κόσμου και περί θεού, υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελ­ληνική χροιά σε ξένους μύθους. Δεν έπαψε να μελετά τον Πλάτωνα όπως και τα συγγράμματα του Νουμηνιου, του Κρόνιου, του Απολλοφάνους, του Λογγίνου, του Μοδεράτου, του Νικομάχου και των αξιόλογων πυθαγόρειων, χρη­σιμοποίησε και τα βιβλία του στωικού Χαιρήμονα καθώς και του Κορνούτου, και μαθαίνοντας τον τρόπο μετάληψης των ελληνικών μυστηρίων, επιχείρησε να τον ταιριάξει με τις ιου­δαϊκές γραφές».

Αυτά έχει πει ο Πορφύριος στο τρίτο βιβλίο του έργου του κατά των χριστιανών…

Άποκριτικος II, 10:

Σε τι είχαν φταίξει ένα πλήθος άνθρωποι, ώστε να ακούσουν τον Ιησού να λέει, «Ως πότε θα ‘μαι μαζί σας, άπιστη γενιά; Ως πότε θα σας ανέχομαι;» [Ματθ. 17,17.2' Μαρκ. 9,19.2’’  Λουκ. 9,41.2], τη στιγμή που ένας μόνο τού ζήτησε μια χάρη, έστω κι αν έ­κανε λάθος που του τη ζήτησε; Για ποιο λόγο, τη στιγμή που ένας αξιοθρήνητος πατέρας έχει πέσει στα γόνατα ζητώντας του να θεραπεύσει το γιο του, ο Ιησούς αποκρίνεται επιτιμη­τικά όχι μόνο στον πατέρα μα και σ’ ολόκληρο το πλήθος; Δεν θα ‘πρεπε να δεχτεί ευνοϊκά το αίτημα κάποιου που συμ­πάσχει με το θύμα; Αντίθετα, ο Ιησούς βάζει τις φωνές στους ικέτες που τον παρακαλούν και εμφανίζεται να εκτοξεύει στο λαό προσβολές με τρόπο φανερά παράλογο.

Σεβεριανός: Λένε πολλοί, ιδιαίτερα εκείνοι που ακολούθησαν τον θεομίσητο Πορφύριο που έγραψε κατά των χριστιανών και απο­μάκρυνε πολλούς από το θείο δόγμα, λένε, λοιπόν: «Γιατί α­παγόρεψε ο θεός την γνώση του καλού και του κακού; Έστω, απαγόρεψε το κακό. Γιατί όμως και το καλό; Γιατί λέγοντας «μη φάτε από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κα­κού», θα τον εμποδίσει, λέει, να γνωρίσει το κακό. Γιατί όμως να τον εμποδίσει να γνωρίσει και το αγαθό;»

Quaestiones XIV et XV Gentilium ad Christianos; Harnack, Texte u. Unters. Bd. XXI, 4 [1901]:

Αν το δημιούργημα του θεού πηγαίνει από το κακό στο χει­ρότερο, εξ αιτίας της κακίας τίνος συμβαίνει αυτό; Του δημιουργού, του δημιουργήματος ή μήπως κάποιου αντιπάλου του πλάστη; Ό,τι και να υποθέσουμε, είναι προφανές ότι η κακία είναι του δημιουργού: αν το δημιούργημα οφείλει να καταστραφεί εξ αιτίας κάποιου εγγενούς ελαττώματος του, υπαίτιος είναι ο δημιουργός, που το έφτιαξε τέτοιο ώστε να α­πομένει εντός του κάτι κακό.

Αν υπάρχει κάποια εξωτερική δύναμη που εναντιώνεται στον δημιουργό, πάλι φταίχτης εί­ναι ο δημιουργός, που αδυνατεί να υπερισχύσει πάνω στους αντιπάλους του. Αν πάλι αυτό οφείλεται σε κακία δική του, είναι φανερό ότι ο κακός είναι αυτός.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Πορφύριος και η εποχή του

Το 270 ο χριστιανισμός και η παραδοσιακή ρωμαϊκή θρησκεία βρίσκονταν σε πορεία σύγκρουσης. Πενήντα μόλις χρόνια αργό­τερα, ο χριστιανισμός θα έβγαινε νικητής από την αναμέτρηση -αλλαγμένος, οπωσδήποτε, αλλά αναμφισβήτητα πιο ισχυρός από κάθε άλλη επίσημα αναγνωρισμένη θρησκεία.

Οι στρατιωτι­κές επιτυχίες στην ανατολή γύρω στο 272 αποδόθηκαν από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό στο θεό Ήλιο και στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Αυρηλιανός καθιέρωσε το συγκεκριμένο θεό (τον Αήττητο Ήλιο —Sol Invictus) ως Κύριο της αυτοκρατορίας: έχτισε ένα ναό προς τιμήν του, έκοψε νομίσματα που έφεραν την εικόνα του αυτοκράτορα να δέχεται τη βασιλική σφαίρα απευθείας από τον Δία και δημιούργησε μια νέα τάξη συγκλητικών-ιερέων αφιερωμένων στη λατρεία του.

Η εικόνα του Αήττητου Ήλιου χαράχτηκε από κει και πέρα στη θρησκευτική συνείδηση. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εκκλη­σίας Ευσέβιος [3] και Λακτάντιος, ο Μ. Κωνσταντίνος, πριν τη χη της Μουλβίας γέφυρας το 312, είδε σε ένα όραμα τα διασταυ­ρωμένα ελληνικά γράμματα Χι και Ρω και ένα σταυρό πάνω στον δίσκο του ήλιου. Όπως περιγράφει ο Ευσέβιος, ο μελλοντι­κός αυτοκράτορας είχε διαβάσει τις λέξεις «in hoc [signo] vinces» («τούτω [σημείω] νίκα», όπου το σημείο-σύμβολο ήταν ο χρι­στιανικός σταυρός).

Όπως και ο Αυρηλιανός πριν από αυτόν, ο Κωνσταντίνος απέδωσε τον οιωνό στο Θείο Ον -που στην προ­κειμένη περίπτωση ήταν μια σύνθεση του Αήττητου Ήλιου και του χριστιανικού Θεού. Η αλληλογραφία του Κωνσταντίνου α­ποκαλύπτει πως δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα η διάκριση ανά­μεσα στα δύο: τα νομίσματά του δήλωναν την αφοσίωσή του στο θεό Ήλιο, ωστόσο ο ίδιος δεν επανέλαβε τις διώξεις κατά των χριστιανών κι έτσι οι τελευταίοι τον θυμούνται ως ελευθερωτή τους.

Ωστόσο, η συμβολική δύναμη του ήλιου φαίνεται από το γε­γονός ότι το 325, που βασίλευε ακόμα ο Κωνσταντίνος, οι χριστιανοί επίσκοποι στη Νίκαια ορίζουν τη δύναμη του Χριστού και τη σχέση του με το πατέρα θεό ως «φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού». Ακόμη πιο παραστατικά, ένα από τα πρώτα μωσαϊκά (του 300 μ.κ.ε. περίπου) γνωστό ως ο «Χριστός Ήλιος» στο μαυσωλείο κάτω από τον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη δείχνει έ­ναν ένδοξο Χριστό που έχει αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά του θεού Ήλιου,  στο αριστερό του χέρι κρατά μια σφαίρα και, όπως ο Απόλλωνας, οδηγεί μια άμαξα που τη σέρνουν άλογα, κλήμα­τα περιβάλλουν την κεντρική μορφή -μια αναφορά στο ζωοδότη οίνο του Διόνυσου αλλά επίσης και στον Χριστό, την αληθή άμπε­λο. του οποίου τη «ζωή» κοινωνούν οι πιστοί στην ευχαριστία.

Επιστρέφουμε για λίγο στον Αυρηλιανό: ο αυτοκράτορας πιεζό­ταν στα τέλη της βασιλείας του να εξαπολύσει επίθεση κατά των χριστιανών και να επιβάλει τη λατρεία του θεού Ήλιου σε όλη την αυτοκρατορία. Φαινομενικά, επρόκειτο για μια εποχή όπου ανα­νεωνόταν η εμπιστοσύνη στη Ρώμη και στους θεσμούς της. Τα νο­μίσματα του Ιλλυριού στρατιώτη-αυτοκράτορα Πρόβου (276-282) προαναγγέλλουν την ένδοξη εποχή μιας αιώνιας Ρώμης και του προστάτη της, του Αήττητου Ήλιου. Σπάνια στο παρελθόν ήταν τόσο έντονη η επίκληση της βοήθειας των θεών για την εξασφάλι­ση μιας νέας αυγουστιανής εποχής ασφάλειας και ειρήνης.

Αυτή η ασφάλεια εδραιωνόταν εν μέρει από τις στρατιωτικές ε­πιτυχίες του αυτοκράτορα, όμως η «αιώνια Ρώμη» χρειαζόταν και την υπεράσπιση των φιλοσόφων. Αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο δυο μαθητών του νεοπλατωνιστή φιλόσοφου Πλωτίνου: του Πορφύριου από την Τύρο και του Αμέλιου, του παλαιότερου μαθητή στη σχολή του Πλωτίνου. (Ο Αμέλιος έδρασε από το 246 ως το 270 περίπου).

Ήδη μέσα από τα γραπτά του χριστιανού κατηχητή Ωριγένη από την Αλεξάνδρεια (και ιδιαίτερα το έργο του Κατά Κέλσου), ο νεοπλατωνισμός αναδυόταν ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ χρι­στιανισμού και εθνικής θρησκείας: Τα δυο «συστήματα» είχαν κοι­νά πιστεύω, αναμείγνυαν φιλοσοφικές αρχές με θρησκευτικά ιδε­ώδη, πίστευαν σε ένα σύμπαν καθοδηγημένο από τη θεία πρόνοια του υπέρτατου όντος (και από υποδεέστερους θεούς και ημίθεους, σύμφωνα με τους παγανιστές φιλοσόφους), αναγνώριζαν εξίσου τη δυνατότητα της ένωσης με το θείον ή τη μυστικιστική «εξύψωση» προς αυτό, και επίσης δέχονταν τη δύναμη της ενόρασης και της θεουργίας -της θεόσταλτης μαγικής δύναμης που επέτρεπε σε προφήτες και μάντεις να μιλούν με κύρος για πράγματα που κανείς ποτέ δεν έβλεπε.

Ο χριστιανισμός είχε εμποτιστεί με αυτές τις ιδέες από δυο πλευρές: (α) από τη διαμάχη με τους πλατωνίζοντες γνωστικούς[4] -κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα- και (β) από τον συνεχιζόμενο αγώνα του να αναπτύξει ένα φιλοσοφικό λεξιλόγιο κατάλληλο για την εποχή.

Από τον Κλήμη Αλεξαν­δρείας μέχρι και τον Αθανάσιο, το φιλοσοφικό εργαστήρι παρα­γωγής του λεξιλογίου αυτού ήταν η χριστιανική «ακαδημία» της Αλεξάνδρειας, που επεξεργαζόταν και χρησιμοποιούσε ένα αμάλγαμα ιδεών δανεισμένων από τον Πλάτωνα, τους στωικούς, τον Πυθαγόρα και άλλα μικρότερης εμβέλειας φιλοσοφικά συστήματα και λατρείες.

Όμως, παρ’ όλα τα κοινά σημεία, οι διαφορές μεταξύ της «επί­σημης» φιλοσοφίας και των χριστιανών θεολόγων ήταν σημαντι­κές. Ανέκαθεν, οι χριστιανοί είχαν την τάση —όπως διατείνονταν και οι επικριτές τους— να ξεκινούν από «γεγονότα εξ αποκαλύψεως», και να χρησιμοποιούν τη φιλοσοφία όπου αυτό ήταν α­ναγκαίο ή βολικό. Πράγμα που σήμαινε ότι ο φιλοσοφικός στο­χασμός υπηρετούσε τα ιερά κείμενα, υπήρξαν φυσικά εκείνοι, και πάνω από όλους ο Ωριγένης, που αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην προσπάθειά τους να συμφιλιώσουν το νόημα της αποκάλυψης με την άσκηση της φιλοσοφίας.

Τελικά όμως, στην προσπάθειά του να σώσει τη Βίβλο από τους ιστορικούς και φιλολογικούς περιορι­σμούς της, ο Ωριγένης έχασε το δρόμο κάπου ανάμεσα στους Γνωστικούς και τον Πλωτίνο. Τα προβλήματα που αναφύονταν από τα απλά νοήματα και την -βασιζόμενη στην κυριολεκτική σημα­σία των κειμένων- ερμηνεία της Βίβλου, έφερναν σε δύσκολη θέση κάθε χριστιανό με φιλοσοφικές διαθέσεις. («Πώς ήταν δυνατόν να ανυψωθεί ο Χριστός σε ένα βουνό τόσο ψηλό που να μπορεί να δει όλα τα βασίλεια του κόσμου; Δεν υπάρχει τέτοιο βουνό!»).

(σ.τ.μ. Ο όρος Γνωστικοί δηλώνει ένα πλήθος πρώιμων χριστιανικών κινήσεων κυρίως του 2ου αιώνα μ.κ.ε που αναμίγνυαν εσωτεριστικές δοξασίες με την βίβλο. Η εκκλησία τους καταδίκαζε ως αιρετικούς)

Σε τέτοιες στιγμές, ο Ωριγένης σχεδόν θυμίζει τους παγανιστές αντι­πάλους του. Όμως για εκείνον, το δόγμα της Θείας Έμπνευσης καθιστά τη Βίβλο άτρωτη από τις «πραγματικές» της αντιφάσεις και πλάνες. Η Βίβλος είναι μια τεράστια αλληγορία, μια σειρά θείων παραδόξων, ένα βιβλίο γεμάτο μυστηριώδεις σημασίες. ΓΙώς αλλιώς θα μπορούσε να εκφραστεί το θεϊκό μυστήριο αν όχι με παραβολές και σύμβολα, που κάποιες φορές αποκλείουν την λογική εξήγηση; Η Βίβλος αποκάλυψε τα μηνύματά της στη χριστιανική ψυχή -που επίσης αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο-, η οποία ψυχή μπορεί να βοηθηθεί από τη φιλοσοφία έτσι ώστε να προετοιμαστεί να δεχτεί τη φώτιση.

Ο Ωριγένης προσπάθησε και απέτυχε να κάνει για το χριστιανι­σμό αυτό που οι πλατωνιστές (μεταξύ αυτών και ο Πορφύριος) είχαν κάνει με τον Όμηρο,  δηλαδή, να μετατρέψει ένα πολυσχι­δές λογοτεχνικό έργο σ’ ένα είδος θρησκευτικής αλήθειας. Μετά το θάνατο του οι προσπάθειές του καταδικάστηκαν ως αιρετικές.

Αποτέλεσμα της αποτυχίας του Ωριγένη να σφυρηλατήσει μια φιλοσοφική ασπίδα που θα κάλυπτε την πίστη των αποστόλων, ήταν να φτάσει σε επίπεδα οξείας εμπάθειας η διαμάχη μεταξύ «Αθήνας και Ιερουσαλήμ» -όπως είχε συνοπτικά ονοματίσει ο Τερτυλλιανός την αντιπαράθεση φιλοσοφίας και χριστιανικής δι­δασκαλίας. Για τους Ρωμαίους, ο χαρακτηρισμός της θρησκείας τους ως ειδωλολατρικής από τους χριστιανούς ήταν εξίσου προσ­βλητικός με την κατηγορία της αθεΐας που επέρριπταν οι εθνικοί στους χριστιανούς.

Αλληλοκατηγορίες για «θυέστεια γεύματα», αιμομιξίες και αχαλίνωτη ανηθικότητα εξαπολύονταν κι από τις δυο αντίπαλες πλευρές, ενώ συγχρόνως οι χριστιανοί κατηγορού­νταν σε μόνιμη βάση για την έλλειψη pietas —υπακοής στη Ρώμη και στους θεσμούς της— και την αδιαφορία τους για τα πολιτικά τους καθήκοντα. Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι όπως ο Αμέλιος (γύρω στο 270) επέκριναν τα ευαγγέλια για τη βαρβαρική τους προέλευση. Και παρά τους ισχυρισμούς του Ευσέβιου ότι ο Αμέ­λιος αξιολογούσε θετικά το χριστιανικό δόγμα του Λόγου όπως το εξέφρασε ο Ιωάννης (ι.ι-ι8: Έν αρχή ήν ο λόγος, και ό λόγος ήν προς τον θεόν, και θεός ήν ό λόγος…), ο ίδιος ο Αμέλιος δεί­χνει να το θεωρεί ως κλοπιμαίο από τη στωική διδασκαλία.

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

Τον Αμέλιο ως άγρυπνο «επιτηρητή» του χριστιανικού κινήματος διαδέχτηκε κάποιος που αναγνωρίστηκε ακόμα κι από τον χρι­στιανό Αυγουστίνο ως ο ικανότερος φιλόσοφος όλων: ο Πορφύριος από την Τύρο της εξελληνισμένης Φοινίκης, που αρχικά ονομαζό­ταν Μάλχος.

Οι αφηγήσεις για την καταγωγή του Πορφύριου είναι ιδιαίτερα συγκεχυμένες κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο μέρος στις χριστιανικές παραδόσεις που αφορούν στη ζωή του. Δύο συγγραφείς του 5ου αι­ώνα και ένας διακεκριμένος ιστορικός των αρχών του 20ου αιώνα (ο Γερμανός Harnack) πίστευαν πως ήταν αρχικά χριστιανός. Το συμπέρασμα εξαρτάται από το αν θα αναγνώσουμε στην αντιχρι­στιανική του πολεμική το ξεπούλημα ενός «αποστάτη του χρι­στιανισμού» είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να εξηγήσουμε τις εν­τυπωσιακές του γνώσεις των εβραϊκών και χριστιανικών πηγών.

Οι πατέρες της εκκλησίας από τον Ευσέβιο έως και τον Αυγουστί­νο τρόμαζαν από τις προκλήσεις και τα επιχειρήματα του Πορφύριου -ο δε Μακάριος Μάγνης, ο πιο αξιόλογος αντίπαλος του, δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερη ευφράδεια κι είναι, θα λέγαμε, εντε­λώς ανίκανος να παίξει το ρόλο του Ωριγένη απέναντι στον Κέλσο του. Ο Κωνσταντίνος τον 4ο αιώνα και ο Θεοδόσιος τον 5ο, α­ποφάσισαν πως ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουν τις αντιρρήσεις του Πορφύριου ήταν να κάψουν τα βιβλία του. Κατά συνέπεια, η έκτα­ση των γραπτών του κατά του χριστιανισμού παραμένει άγνωστη. Ό,τι γνωρίζουμε (βλέπε βιβλιογραφία που ακολουθεί) έχει σταχυολογηθεί από σκόρπιες αναφορές, παραθέσεις και παραφρά­σεις μέσα από τα κείμενα μιας στρατιάς εκκλησιαστικών συγγρα­φέων από τον 4ο αιώνα και μετά.

Όποια και να ήταν η καταγωγή του Πορφύριου (ο αρχαίος βιο­γράφος του, ο Ευνάπιος, τοποθετεί τη γέννησή του στην Τύρο το 233), ο φιλόσοφος στα νιάτα του γνώρισε την Παλαιστίνη, τη Συ­ρία και την Αλεξάνδρεια. Οι γεωγραφικές γνώσεις του για την πε­ριοχή τού επιτρέπουν να αμφισβητεί την περιγραφή ορισμένων σκηνών στα ευαγγέλια -για παράδειγμα, την ιστορία των Γαδαρηνών δαιμονισμένων-, που διαδραματίζονται σε περιοχές τις ο­ποίες οι ίδιοι οι ευαγγελιστές ελάχιστα γνώριζαν.

Ήδη από την εποχή των διωγμών του αυτοκράτορα Δέκιου (γύρω στο 250), ο Πορφύριος ήταν άσπονδος εχθρός της νεαρής θρησκείας. Ο Ευσέβιος μάς λέει πως ο Πορφύριος είχε παρακολουθήσει τις ομιλίες του Ωριγένη στην Καισάρεια και είχε απογοητευτεί οικτρά από τις απόπειρες του διάσημου χριστιανού φιλοσόφου να συμφιλιώσει τις πλατωνικές αρχές με το χριστιανικό δόγμα: «Ενώ ήταν Έλληνας διαπαιδαγωγημένος με την ελληνική παιδεία, ο Ωριγέ­νης εξώκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα. Και υποστηρίζοντας το ξεπούλησε τον εαυτό του και το ταλέντο του. Στον τρόπο ζωής ήταν χριστιανός και ζούσε παράνομα, αλλά ως προς τις ιδέες για τον κόσμο και τον θεό υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελληνι­κή χροιά σε ξένους μύθους»…

(Ώριγένης δε Έλλην εν ‘Έλλησιν παιδευθείς λόγοις, προς τό βάρβαρον εξώκειλεν τόλμημα ω δη φέρων αυτόν τε και την εν τοις λόγοις έξιν εκαπήλευσεν, κατά μεν τον βίον Χριστιανώς ζών και παρανόμως, κατά δε τάς περί των πραγμάτων και του θείου δόξας ελληνίζων τε και τα Ελλήνων τοις όθνείοις υποβαλλόμενος μύθοις. – Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστο­ρία 6.19).

Ο Πορφύριος σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα πλάι στον Λογγίνο, για έξι χρόνια. Εκεί, όπως πολλοί λάτρεις της φιλοσοφίας πριν και μετά απ’ αυτόν, φλερτάρισε με διάφορες σχολές προτού στραφεί αποκλειστικά στο νεοπλατωνισμό. Στην Αθήνα εξέδωσε ένα έργο φιλολογικής κριτικής που πρόδιδε τις σοβαρές του ικανό­τητες στην ανάλυση κειμένων, τα λεγόμενα Ομηρικά Ζητήματα.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λογγίνος άλλαξε το όνομα του μα­θητή του, κι από συριακό (Μάλκος = πρίγκηπας) το έκανε ελλη­νικό (Πορφύριος, από την πορφύρα, το πριγκηπικό χρώμα). Το 262 ή 263, γύρω στα τριάντα, κι αφού συνάντησε τον Πλωτίνο στη Ρώμη όταν ο Δάσκαλος ήταν εξήντα χρονών, ο ΓΙορφύριος α­φοσιώθηκε στο νεοπλατωνισμό. Γύρω από το Δάσκαλο είχε σχη­ματιστεί ένας κύκλος πλουσίων, μορφωμένων και περιέργων -και των δυο φύλων- από τη Ρώμη αλλά και από τα πέρατα της αυ­τοκρατορίας. Όταν έφτασε στη Ρώμη, προς επίδειξη του πρόωρου φιλοσοφικού του ταμπεραμέντου, ο Πορφύριος κάθισε και έγραψε μια διατριβή κατά τον Πλωτίνου. Αφού την διάβασε, ο Πλωτίνος ανέθεσε το έργο της ανασκευής της στο μαθητή του Αμέλιο. Η πε­ριγραφή αυτής της νεανικής «κόντρας» από τον ίδιο τον ΓΙορφύριο, μας βοηθά να κατανοήσουμε το ύφος της φιλοσοφικής επιχει­ρηματολογίας με την οποία, αργότερα και ανεπιτυχώς, οι χρι­στιανοί δάσκαλοι θα προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τα γρα­πτά του:
«Και εγώ, ο ΓΙορφύριος, του παρουσίασα μια γραπτή ανα­σκευή, όπου επιχειρούσα να αποδείξω ότι το νοητικό αντικεί­μενο έχει υπόσταση έξω από το νου. Εκείνος έβαλε τον Αμέ­λιο να τη διαβάσει και, αφού τη διάβασε, του είπε χαμογελα­στός: «Δική σου δουλειά είναι, Αμέλιε, να λύσεις τις απορίες που του έχουν δημιουργηθεί από άγνοια των απόψεών μας». Και αφού ο Αμέλιος έγραψε ένα όχι μικρό βιβλίο, Προς τας του Πορφυρίου απορίας, έγραψα κι εγώ πάλι μιαν ανταπάντηση και ο Αμέλιος την αντέκρουσε κι αυτήν’ και μόλις την τρίτη φορά κατάλαβα, εγώ ο Πορφύριος, τα όσα λέγονταν και άλ­λαξα γνώμη και έγραψα μια παλινωδία που τη διάβασα στη σχολή. Από τότε, λοιπόν, μου εμπιστεύτηκαν τα βιβλία του Πλωτίνου, κι εγώ από πλευράς μου προσπάθησα να φιλοτι­μήσω τον δάσκαλο να γράφει πιο διαρθρωμένα και με περισ­σότερα λόγια.»
Πορφύριος, Περί του Πλωτίνου βίου, ΐ8
Ο τρόπος αντιπαράθεσης (διατύπωση προτάσεων και στη συνέ­χεια ανασκευή τους) ήταν ο σωκρατικός τρόπος προσέγγισης της αλήθειας. Οι χριστιανοί δάσκαλοι όπως ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης και ο Μινούκιος Φήλιξ είχαν από καιρό οικειοποιηθεί αυτό το στυλ αντιπαράθεσης, μόνο που οι αντίπαλοι τους ήσαν ήδη νεκροί (Κέλσος) ή φανταστικά πρόσωπα (ο Τρύφωνας του Ιουστίνου), πράγ­μα που τους καθιστούσε εύκολους αντιπάλους.

Όταν αργότερα ο Πορφύριος στράφηκε κατά των χριστιανών, το έκανε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είχε προκαλέσει τον Πλωτίνο, το 263. Δυστυ­χώς δεν υπήρξε χριστιανός Αμέλιος να τον αναλάβει παρ’όλο που πολλοί προσπάθησαν: ο Ευσέβιος, ιστορικός της εκκλησίας, ο Ιε­ρώνυμος, ο Μεθόδιος, ο Απολλινάριος της Λαοδικείας και ο Μα­κάριος Μάγνης έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.

Ο Πορφύριος συμμετείχε σ’ έναν κύκλο μαθητών απ’ όλη την αυτοκρατορία, Ρωμαίων, Ελλήνων, Αράβων και Αιγυπτίων -πιθανότατα υπήρχαν μεταξύ τους και Εβραίοι. Οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του πάνω στις συνήθειες και στα έθιμα των διαφόρων λα­ών προέρχονται από τις συζητήσεις -επίσημες και μη- με τους συμμαθητές του. Ο δάσκαλος τους Πλωτίνος ζούσε λιτά, με τον αρχαίο τρόπο των περιπατητικών και είτε βρισκόταν στη Ρώμη είτε έλειπε «σε περιοδεία», φιλοξενούνταν σε σπίτια φίλων.

Πέθα­νε άπορος στο κτήμα ενός Άραβα που ονομαζόταν Ζήθας. Ο Πλωτίνος έζησε «σαν κάποιος που ντρέπεται για το κορμί του» υπέφερε από δυσπεψία που πρέπει να την είχε προκαλέσει η χορτοφαγική του δίαιτα, και αρνιόταν να μιλά για τον εαυτό του ή τις ανάγκες του. Το στυλ διδασκαλίας του Πλωτίνου συνδύαζε τη συστηματικότητα με την έλλειψη συγκρότησης: ξεκινούσε ερμη­νεύοντας τον Πλάτωνα, περνούσε στον Αριστοτέλη, κατόπιν στις μεταξύ τους αποκλίσεις, θεωρώντας αυτή την ανάλυση ως «θεμε­λιώδες μάθημα» φιλοσοφίας. Εν συνεχεία, συζητούσε για τους στωικούς, τους περιπατητικούς και τους «μοντέρνους», πιθανώς συμπεριλαμβάνοντας τις διδασκαλίες των χριστιανών (είχε υπ ό­ψιν τους γνωστικούς, τουλάχιστον), τους οποίους θεωρούσε «πα­ράλογους»:
[οι χριστιανοί] ενώ καταφρονούν ετούτο εδώ το δημιούργημα κι ετούτη τη γη, διακηρύσσουν πως γι’ αυτούς έχει φτιαχτεί μια άλλη γη στην οποία και θα μεταβούν μόλις πεθάνουν. Αυ­τή η νέα γη [πιστεύουν] πως είναι ο Λόγος του δικού μας κό­σμου [το ουράνιο αρχέτυπο του]. Κι όμως, τι καλό περιμένουν να τους συμβεί μέσα σ’ ένα κόσμο που αποτελεί αρχέτυπο ενός κόσμου τον οποίο μισούν;
( Άλλα ού τιμώντες ταύτην την δημιουργίαν ουδέ την δε την γήν, καινήν αύτοίς γήν φασι γεγονέναι, εις ην δη έντεύθεν άπελεύσον- ται’ τούτο δε λόγον είναι κόσμου. Καίτοι τι δει αύτοίς εκεί γενέ­σθαι εν παραδείγματι κόσμου, ον μισούσι; ) Έννεάς 2, 9-5′ πρβ. Αποκριτικός II, 12-15.
Η θεωρία του κάλλους αυτού του κόσμου και ο παραλογισμός της χριστιανικής διδασκαλίας στο επίπεδο της μεταφυσικής έμελ­λε να αποτελέσει ένα από τα κύρια θέματα του Πορφύριου στο Κατά Χριστιανών.

Το κλίμα στον κύκλο του Πλωτίνου ήταν έντονα αντιχριστια­νικό, αν και ο ίδιος ο Δάσκαλος ήταν έμμεσα και όχι ανοιχτά εχθρικός. Έθετε ζητήματα βασισμένα σε προσεκτική ανάγνωση των σχετικών κειμένων, έθετε περιστασιακά ερωτήματα, εμβάθυ­νε, κέντριζε και παρακινούσε τους μαθητές, ώσπου να βεβαιωθεί ότι το νόημα του κειμένου -και τα συναφή ζητήματα- είχαν γίνει σαφή και πλήρως κατανοητά. Υπό το πρίσμα της σωκρατικής με­θόδου, το χριστιανικό στυλ φάνταζε σαφώς μη σωκρατικό, μιας και στηριζόταν σε εντολές του τύπου «πίστευε και μη ερεύνα». Τη χριστιανική «αλήθεια» συνιστούσαν κάποιες αποκαλυπτικές προ­τάσεις που αναζητούσαν φιλοσοφική νομιμοποίηση, ο χριστιανι­σμός ήταν δογματικός ενώ ο πλατωνισμός ήταν δυναμικός.

Ο Πορφύριος διέπρεψε στην εκμάθηση της μεθόδου του Δασκά­λου του και αρκετές φορές διακρίθηκε και τιμήθηκε ιδιαιτέρως. Στις 7 Μαΐου, ο στενός κύκλος γιόρταζε τα γενέθλια του Πλάτω­να -μέρα αξιομνημόνευτη για τους νεοπλατωνικούς- διοργανώ­νοντας συμπόσιο, ένα φαγοπότι που πάντα περιλάμβανε διαγωνισμούς ρητορικής και τραγουδιού. Τουλάχιστον σε μια περίπτω­ση, ο ΓΙορφύριος κέρδισε μια διάκριση, για το φιλοσοφικό του ποί­ημα «Ουράνιος Γάμος», που ήταν ένας ύμνος στο πλατωνικό ι­δανικό του κάλλους’ στο ποίημα μνημονευόταν το Συμπόσιο.

Δυο λόγια θα πρέπει να αφιερώσουμε στη διδασκαλία του Πλω­τίνου όπως μας την μετέφερε ο ΓΙορφύριος στις Εννεάδες. Από τον Πλάτωνα ο Πλωτίνος άντλησε την πεποίθηση πως μόνη πραγ­ματική γνώση είναι η γνώση της ιδεώδους μορφής ενός υλικού πράγματος.
Η φιλοσοφία -και όχι οι διάφορες μυστηριακές θρη­σκείες- είναι το μέσον για να απελευθερωθεί κανείς από την κα­ταπίεση του υλικού κόσμου των ανθρώπων -που προσλαμβάνε­ται ως ένας κόσμος καταστροφής, βασάνων, πολέμου και πείνας, αρρώστιας και θανάτου-, αλλά επίσης και ως ένας κόσμος όπου λάμπει η αλήθεια και όπου οι φθαρτές εικόνες αποκαλύπτουν τα ιδεώδη αρχέτυπά τους.
Όπως και ο Πλάτων, ο Πλωτίνος πί­στευε πως η ανθρώπινη ψυχή ερχόταν από ψηλά και εμπεριείχε συγκεκριμένες «πληροφορίες» [δυνάμεις] από τον κόσμο των ι­δεών. Όταν βυθίζεται στον υλικό κόσμο, έναν κόσμο όχι τόσο του «είναι» όσο του «γίγνεσθαι», η ψυχή μπερδεύεται, ταράζεται και παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι ενσώματη ( Έννεάς 4, 1.8′ 4 I 4)· Η ψυχή πρέπει να μάθει να αντιστέκεται στις δυνάμεις που δρουν στον κόσμο. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσω «της πάλης προς τα επάνω» τα μάτια της ψυχής στρέφονται, από τις συγχύσεις του ευμετάβλητου κόσμου, προς την αμετάβλητη τε­λειότητα του κόσμου των ιδεών.
Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, είχε περισσότερα πρακτικό παρά μυστικιστικό χαρακτήρα. Ξεκινούσε με την αποσαφήνιση απλών και καθημερινών εννοιών («Τι εννοεί ο Πλάτων με τον όρο «ιδέα»;») περιλάμβανε μια διδασκαλία που στόχευε στην αναμόρφωση των επιθυμιών μας (εφ’ όσον το σώμα φυσιολογικά έλκεται από το ευμετάβλητο και το υλικό) και κατέ­ληγε σε συμπεράσματα μέσα από έναν τέλειο χειρισμό της τεχνι­κής της διαλεκτικής φιλοσοφίας όπως διδασκόταν στη νεοπλατωνική σχολή.
Το τέλος (ο τελικός σκοπός) της γνώσης είναι η αλήθεια, αν και θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει και «θεό». Αυτός ο «θεός» δεν είναι ο χριστιανικός θεός, ούτε καν η χριστιανική ιδέα για το θεό. Οι χριστιανοί θεολόγοι από τον δεύτερο αιώνα και μετά έ­χουν παρερμηνεύσει τον Πλάτωνα (όπως παρερμήνευσαν και τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο) πάνω σ’  αυτό το θεμελιώδες ζήτημα.
Αυτή η σύγχυση προκύπτει, όπως παρατήρησε κάποτε ο Etienne Gilson, διότι «μετά από τόσα χρόνια χριστιανικής σκέψης έχει γί­νει εξαιρετικά δύσκολο για μας να φανταστούμε έναν κόσμο όπου οι θεοί δεν είναι η ύψιστη πραγματικότητα, όπου η υπέρτατη α­λήθεια δεν είναι ένας θεός» (Erienne Gilson, Θεός και Φιλοσοφία, 1941 σελ. 27).
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι θεοί ήταν κατώτε­ροι από τις ιδέες. Ο ήλιος, για παράδειγμα, εθεωρείτο από τον Πλάτωνα -όπως και από τον Μ. Κωνσταντίνο και από τη νεαρή εκκλησία— ότι είναι θεός. Κι ωστόσο, στη φιλοσοφία του Πλάτω­να ο ήλιος, που είναι ένας θεός, είναι τέκνο του Αγαθού, το οποίο δεν είναι θεός. Οι θεοί ήταν ζωντανά πλάσματα που ζούσαν ως ά­τομα, καταληπτοί, απαραίτητοι και αιώνιοι (με την έννοια ότι δεν ήσαν θνητοί) δεν ήσαν όμως οι αναλλοίωτες και απαράλλαχτες ιδέες (πρβ. Πλωτίνος, Έννεάς 6, 1.3).
Επίσης, ο τρόπος που κατανοούσε ο Πλωτίνος την ψυχή ερχό­ταν σε αντίθεση με τη χριστιανική θεωρία για το θεό. Ένας ουρά­νιος ερως (έλξη) κατοικοεδρεύει σε κάθε ανθρώπινη ψυχή -μια φυ­σική αλλά δυσλειτουργική επιθυμία να ανέλθει προς τα πάνω. α­πό το ένα επίπεδο στο άλλο, προς την τελειότητα των Ιδεών και μακριά από τις ατέλειες που την περιορίζουν.
Η εξύψωση μετα­τρέπει ολοένα την ανθρώπινη ψυχή σε θεϊκή της δίνει θεϊκό χα­ρακτήρα, με την έννοια ότι η ψυχή σταδιακά απαλλάσσεται από τα μέρη εκείνα που σφετερίζεται η θνητότητα του ανθρώπου, και γίνεται σαν τους θεούς. Κατά βάση, αυτός ο στόχος -η εξύψωση- είναι κάτι το πρακτικό, αν και η γλώσσα με την οποία εκφράζε­ται είναι εκείνη των ελληνικών μύθων. Η «εξύψωση» γίνεται μέ­σω του νου, εξύψωση, σε φιλοσοφική διατύπωση, είναι η διεύρυν­ση της κατανόησης. Η διαλεκτική σκέψη οδηγεί στην κατανόηση: αρχικά του καταληπτού και κατόπιν του θεϊκού, του πρωταρχικού.
Χάρη στην ενόραση, η ψυχή που κατακτά αυτή τη βαθειά γνώση νιώθει πως ενώνεται με το θεϊκό φως αλλά γνωρίζει επί­σης πως δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος αυτού του φωτός. Η εξα­τομίκευση (συνεπώς και η χριστιανική ιδέα του προσωπικού θεού- δημιουργού, η ιδέα της ανάστασης της σάρκας και της σωτηρίας της ατομικής ψυχής) είναι το ακριβώς αντίθετο αυτής της αντίλη­ψης.
Στους οπαδούς του Πλωτίνου άρεσε να τραγουδούν ένα αρχαίο ελληνικό τραγούδι, που στις μέρες τους συνέχιζαν να διδάσκουν οι στωικοί φιλόσοφοι,  ένα τραγούδι που υμνούσε την ομορφιά αυτού του κόσμου που στο κάτω-κάτω αποτελούσε σημείο εκκίνησης για την ανύψωση του νου προς το βασίλειο των Ιδεών.
Ο Πλωτίνος, λοιπόν, επέμενε να τραγουδούν οι μαθητές του αυτό το τραγούδι για να υπερασπίζονται τη διδασκαλία του από τη βάρβαρη αντί­ληψη των χριστιανών ότι αυτός ο κόσμος ήταν ένας αξιοκαταφρονητος τόπος -άποψη που κατά παράδοξο τρόπο δεν την είχαν αντλήσει από τη Βίβλο αλλά από τη δική τους ιδιόρρυθμη ερμηνεία του Πλάτωνα (πρβ. Έννεάς, 2, 3.5 i ·4’3-9 4-9, κλπ.).
Πιθανόν να υπερεκτιμούμε το χρέος του Πορφύριου στον Πλω­τίνο,  όμως η επίδραση του γέρου δάσκαλου στο μαθητή του μοιά­ζει να άγγιξε τα όρια του θρησκευτικού προσηλυτισμού. Ο Πορφύ­ριος το αναφέρει αυτό στο έργο του Περί του Πλωτίνου βίου. Με τη διδασκαλία του ο Πλωτίνος προσέλκυε ολόκληρες οικογένειες. Ετοιμοθάνατες γυναίκες παρέδιδαν τα παιδιά τους στη φροντίδα του δασκάλου, που βρέθηκε να προστατεύει πολλά παιδιά ανα­λαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του κηδεμόνα, του δάσκαλου της φιλοσοφίας και του έμπιστου φίλου.

Ο Πλωτίνος κέρδισε την εμπιστοσύνη των συγκλητικών και των πολιτικών σε τέτοιο βα­θμό που μετά από είκοσι έξι χρόνια διδασκαλίας στη Ρώμη -πό­λη που δεν φημιζόταν ιδιαίτερα για τη φιλανθρωπία και την επιείκειά της-, δεν είχε ούτε έναν εχθρό μεταξύ των πολιτικών της. (Π.Π.Βίου Ι5’9′ πρβ· Ευσέβιου Ευαγγελική προπαρασκευή 10.3)

Όταν ο Πλωτίνος πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια, ε­πικεφαλής της σχολής στη Ρώμη μπήκε ο ΓΙορφύριος, όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Αφού για ένα διά­στημα φλερτάρισε με τη μαντεία και προσπάθησε να δώσει φιλο­λογικού χαρακτήρα ερμηνείες σε χρησμούς και προφητείες μα­ντείων, στη συνέχεια ανέλαβε να εξηγήσει το φαινόμενο της ποικι­λομορφίας των ανθρώπινων αντιλήψεων για το θεό.

Οι Εικόνες των θεών (έργο που έχει χαθεί αλλά μας είναι γνωστό από μετα­γενέστερες αναφορές), είναι ένα από τα πρώτα απομυθοποιητικά έργα του, όπου ο Πορφύριος βλέπει τους θεούς ως σύμβολα των δυνάμεων που δρουν μες στη Φύση και διαμέσου αυτής. Ο Δίας θεωρείται ως η υπέρτατη δύναμη, η ζωντανή ουσία του σύμπα­ντος, που η δημιουργία του υπήρξε μια έκφραση του θεϊκού νου. Οι αστερισμοί και τα ουράνια σώματα είναι «αποκαλύψεις» των θεών στην ολότητά τους: «βιβλία» που μπορεί κανείς να διαβάσει και να πληροφορηθεί για αυτούς.

Ενώ σ’ ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η «θεολογία» θυμίζει τη γνω­στή πλατωνίζουσα χρήση των εικόνων ως μεταφορών ή σκιών α­πό τον κόσμο της έσχατης πραγματικότητας, κάτι που συνηθιζό­ταν στους χριστιανικούς κύκλους, ο Πορφύριος κατανοεί το μύθο από ιστορική σκοπιά: οι μύθοι αποτελούσαν παραβολές της φιλο­σοφικής αλήθειας.

Στον χριστιανισμό ο μύθος ήταν η αλήθεια. Σύμφωνα με τον πορφυριανό μύθο, η ψυχή κατέρχεται ως αστρι­κό στοιχείο και στη διάρκεια της κατάβασής της μέσω του σύμπα­ντος αποκτά όλο και μεγαλύτερη μάζα. Ακόμη και μετά από το θάνατο και την αποσύνθεση του σώματος, η ψυχή είναι καταδικα­σμένη να εισχωρήσει σε καινούρια σώματα τα οποία καθιστούν αδύνατη την άνοδό της.

Η θρησκεία προσφέρει μια «θεωρητική» λύση: διδάσκει πως το σώμα μπορεί να εξαγνιστεί μέσω τελετουρ­γιών μαγικού χαρακτήρα, όπως οι καθαρμοί και το βάπτισμα -προσπάθειες να εξορκιστούν οι δαίμονες ή να κερδηθούν ως σύμ­μαχοι για να εξασφαλιστεί η μερική άνοδος ή η απόδραση της ψυ­χής από τις δυνάμεις που διέπουν τον κόσμο. (πρβ. Παύλο, Προς Κορινθίους Β’ 12.2- 4).

Ο Πορφύριος σύστηνε την πίστη στο θεό ως μια αγνή πνευματική αρχή και ως λόγο αρετής γιατί θεωρού­σε ευεργετική για τον άνθρωπο την εξύψωση προς το θεϊκό νου: «Θα τιμήσεις με τον καλύτερο τρόπο το θεό, όταν εξομοιώσεις τη σκέψη σου με τη δική του, κι αυτό μονάχα με την άσκηση της α­ρετής μπορείς να το καταφέρεις. Γιατί μόνον η αρετή μπορεί να εξυψώσει την ψυχή και να τη φέρει κοντά σ’ αυτό που της είναι συγγενικό. Μετά το θεό, μεγάλη είναι μόνον η αρετή.»

[και τι­μήσεις μεν άριστα τον θεόν, όταν τω θεώ την σ αυτής διάνοιαν ομοιώσης, ή δε όμοίωσις εσται διά μόνης αρετής, μόνη γάρ αρετή την φυχήν άνω έλκει και προς το συγγενές: και μέγα ουδέν άλλο μετά θεόν ή άρετή. -Πορφύριος, Επιστολή στη Μαρκέλλα i 6].

Παρ’ ότι η γλώσσα του Πορφύριου μπορεί συχνά να ακούγεται «χριστιανική» -κάτι που ενοχλούσε πολύ τον Αυγουστίνο, ο ο­ποίος κατέληξε πως ο φιλόσοφος είχε πάντα δίκιο κατά το ήμισυ, άρα είχε εντελώς άδικο—, γίνεται φανερό μετά από σχολαστική διερεύνηση πως και ο Πορφύριος δυσφορούσε με τους χριστιανούς ακριβώς για τους ίδιους λόγους.

Σε μια γλώσσα που προαγγέλλει τον Αυγουστίνο, ο Πορφύριος μάς λέει πως η ψυχή που αναζητά το θεό είναι διαρκώς ανήσυχη,  όμως, αντίθετα με τον χριστιανό επίσκοπο, ο Πορφύριος θεωρεί ότι αυτή τη λαχτάρα την έχει μό­νο ο Σοφός, και ότι ο Θεός τιμάται καλύτερα από εκείνον που τον γνωρίζει καλύτερα. Κι αυτός μπορεί να είναι, φυσικά, μόνον ο Σοφός, ο οποίος μέσω της σοφίας του βρίσκεται πάντα κοντά στο θεό:

«Ο σοφός τιμά τον θεό ακόμα και σιωπώντας ενώ ο αμαθής, ακόμα και προσευχόμενος, ακόμα κι όταν κάνει θυσίες μολύνει το θείον», (ψυχή δε σοφού αρμόζεται προς θεόν, άει θεόν ορά, συν ε­στίν άει θεώ… σοφός γάρ άνήρ και σιγών τον θεόν τιμά. άνθρωπος δε άμαθης και ευχόμενος και θυων μιαίνει το θείον. -ΓΙορφ. Επιστ. στην Μαρκέλλα ι γ).

Όπως οι χριστιανοί δάσκαλοι από τον Τερτυλλιανό και μετά, που δίδαξαν πως η ανθρώπινη αμαρτία είναι ένα εμπόδιο στη γνώση του θεού (μια συσκότιση της λογικής), πράγμα που καθιστά απαραίτητη την αποκάλυψη που οδηγεί στη σωτηρία (δηλαδή, καθιστά απαραίτητη τη θεϊκή παρέμβαση για το ξεπέρασμα του φυσικού εμποδίου), ο Πορφύριος έβλεπε την αμαρτία ως επιλογή που κάνουν οι ανόητοι αντί της αρετής και κα­τά συνέπεια αυτό που τους κάνει μη σοφούς. «Ο θεός δίνει το κύ­ρος ενός θεού στο σοφό άνθρωπο και ο άνθρωπος εξαγνίζεται μέ­σω της γνώσης του Θεού…Όμως πρωτεργάτες του κακού είμαστε μονάχα εμείς οι ίδιοι». (Πορφ. Επιστ. στην Μαρκέλλα 47)·
Δεδομένης της διαφορετικής ανάλυσης ως προς την πηγή του κακού, ο Πορφύριος θεωρούσε τη χριστιανική άποψη για τη σω­τηρία εντελώς χυδαία. Έβρισκε πως σχεδόν δεν απαιτούσε τίπο­τα από τους ανθρώπους και, αντιθέτως, τα πάντα από ένα θεό του οποίου το κύρος διακυβευόταν από το ίδιο του το δημιούργημα, ένα θεό που βρέθηκε στη δύσκολη θέση να επινοεί τεχνάσματα για να σώσει τα ανθρώπινα πλάσματα από την ίδια τους τη φύση.
Αν και δεν το δείχνει στην επιστολή του προς τη Μαρκέλλα, ο Πορ­φύριος αντιλαμβανόταν ότι η γλωσσική ομοιότητα μεταξύ της δι­δασκαλίας του και εκείνης των «σοφιστών» (χριστιανών) δασκά­λων θα μπορούσε να μπερδέψει όσους αναζητούσαν το θεό των φι­λοσόφων. Γι αυτό και συμβουλεύει τη γυναίκα του Μαρκέλλα να μην σχετίζεται «με κανέναν του οποίου οι ιδέες δεν μπορούν να σε ωφελήσουν, ούτε να συμμετέχεις μαζί του σε συζητήσεις περί του θεού», καθώς «δεν ταιριάζει στον άνθρωπο που δεν έχει εξαγνι­στεί από ανόσιες πράξεις να μιλά για το Θεό» (Επιστ. στην Μαρ­κέλλα 15).
Η χριστιανική άποψη πως ο Υιός του Θεού ήλθε να σώσει τους κακούς και τους ασεβείς ήταν σκανδαλώδης οι θεοπρεπείς (ενάρετες) πράξεις επιβάλλεται να προηγούνται οποιασ­δήποτε συζήτησης περί θεού. Ο Σοφός διακρίνεται από τις πράξεις του, δεν κάνει τίποτα ανάξιο του θεού, ο οποίος δεν κάνει τίποτα αντίθετο προς την αρετή και το θείον. Οπότε η επιδίωξη της αρε­τής δεν είναι μόνο το σήμα κατατεθέν της φύσης του Σοφού, στην πραγματικότητα τον κάνει να μοιάζει με το θεό: «Ο άνθρωπος που είναι αντάξιος του θεού, είναι θεός» (Επιστ. στην Μαρκέλλα τ 5).
Παρ’ όλο που ορισμένοι χριστιανοί δάσκαλοι χαρακτήρισαν τη σωτηρία ως «θέωση» των εκλεκτών, η ιδέα αυτή ήταν εμφανώς ξένη προς την κυρίαρχη τάση της χριστιανικής σκέψης και υ­πονόμευε το δόγμα της θεϊκής κυριαρχίας και της αιώνιας κατα­δίκης του ανθρώπινου γένους. Για τον Πορφύριο, εξομοίωση προς τον θεό σήμαινε την ακατάπαυστη αναζήτηση στην οποία ρίχνεται κάθε ψυχή που αγαπά την αρετή και αποβλέπει στην τελειό­τητα. Κι αυτό ακριβώς το πλατωνικό δόγμα της τελειότητας έ­λειπε, κατά την άποψη του φιλόσοφου, από το χριστιανισμό.
Ο «θεός» του Πορφύριου, κατά συνέπεια, δεν έχει ανάγκη να σώσει κανέναν διότι μένει ανεπηρέαστος και δεν θίγεται από την ανθρώπινη αμαρτία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο φιλόσοφος δεν αναγνωρίζει πως μια κατηγορία πράξεων μπορεί να δυσαρε­στεί το θεό. Αυτές οι πράξεις όμως είναι απλώς εκδηλώσεις ανε­πάρκειας ενεργού χαρακτήρα, όχι εκδηλώσεις μιας εγγενούς και παθητικής ελαττωματικότητας του ανθρώπινου γένους που έ­πλασε ο θεός, όπως υποστήριζε ο Αυγουστίνος.

Ο θεός ενδυναμώ­νει όσους ασκούν την αρετή και τις «ευγενείς πράξεις» (Επιστ. στην Μαρκέλλα 17), όμως δεν τιμωρεί εκείνους που αποτυγχά­νουν στην άσκηση της αρετής ή στρέφονται ενάντια στην αρετή, διότι η θεϊκή φύση εργάζεται μόνο για το καλό. Η κλασική χρι­στιανική θεοδικία, λοιπόν, απουσιάζει από τη σκέψη του Πορφύριου’ του φαίνεται ανόητο να εικάζεις, με βάση τη χριστιανική συλλογιστική, πως ο πανάγαθος θεός δημιούργησε έναν αρχικά αγαθό κόσμο στον οποίο, εξαιτίας της έλλειψης προνοητικότητας (μη παντογνωσίας) ή δύναμης (μη παντοδυναμίας) από μέρους του, κυριάρχησε σταδιακά το κακό και στον οποίο αναγκάζεται να παρεμβαίνει κάθε λίγο και λιγάκι.

Οι γρίφοι της χριστιανικής θεολογίας δεν είναι γρίφοι για τον Πορφύριο: τα κομμάτια του χριστιανικού παζλ τελικά δεν σχηματίζουν μιαν εικόνα αλλά μια θολή, συγκεχυμένη επιφάνεια και μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους μόνο αν τα ξακρίσουμε και αν βάλουμε στην άκρη τα παρα­μορφωμένα κομμάτια που τόση αμηχανία προκαλούν.

Τούτο ό­μως δεν εμποδίζει τους χριστιανούς ιερείς και δασκάλους να που­λούν την πραμάτεια τους σαν να πρόκειται για ένα είδος φιλο­σοφίας. Όσο για τα θρησκευτικά τυπικά -παγανιστικά είτε χρι­στιανικά- ενώ δεν είναι στην πραγματικότητα επιβλαβή, ωστόσο ενθαρρύνουν τους αφελείς να πιστέψουν ότι ο θεός τα έχει ανά­γκη. Για τον Πορφύριο, μόνοι αληθινοί ιερείς είναι οι σοφοί αυτού του κόσμου, όχι «οι ηλίθιοι που προσεύχονται και θυσιάζουν».

Πραγματικά αμαρτωλός είναι «εκείνος που συμμερίζεται τις δο­ξασίες των μαζών για το θεό» (Επιστ. στψ Μαρκέλλα 17), όπως και εκείνοι που πιστεύουν πως τα δάκρυα, οι προσευχές και οι θυ­σίες μπορούν να διαφοροποιήσουν τη θεϊκή βούληση. Ο θεός των χριστιανών είναι αποτυχημένος, κατά την άποψη του Πορφύριου, γιατί συγκεντρώνει στο πρόσωπο του αβάσιμες ελπίδες και ψευ­δείς αντιλήψεις. Είναι ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, απρόβλε­πτος.

Οι ιερείς του κηρύσσουν «την άλογη πίστη σε ένα θεό που ι­κανοποιείται και κερδίζεται με προσφορές και θυσίες», χωρίς να αντιλαμβάνονται πως άνθρωποι που παρακαλούν ακριβώς τα ί­δια πράγματα, δέχονται διαφορετικές αποκρίσεις στις προσευχές τους (Επιστ. στψ Μαρκέλλα 23).

Και κάτι ακόμη χειρότερο: οι άνθρωποι δείχνουν να πιστεύουν πως οι πιο ταπεινές τους πράξεις μπορούν να διαγραφούν με προσευχές ή, πιασμένοι στο δίχτυ του παραλογισμού τους, αρχίζουν να μισούν τον κόσμο και τη σάρκα και κατηγορούν εσφαλμένα τη σάρκα πως είναι η πηγή κάθε κα­κού [Επιστ. στψ Μαρκέλλα 29]

Η «σωτηρία» για τον Πορφύριο δεν μπορεί να έχει ως αφετηρία την αποκήρυξη του κορμιού ή το μίσος για τον εαυτό. Η σωτηρία στην απομυθοποιημένη της μορ­φή είναι απλά η αναζήτηση της σοφίας όπως αυτή εκφράζεται με την επιδίωξη της αρετής —η αναγνώριση ότι η λύτρωση είναι μια φυσική εξέλιξη, διότι η ψυχή συγγενεύει στενά με το θεό. Ο Πορφύριος δεν θεωρεί φαύλο το σώμα, το θεωρεί ως το μεταβαλλόμε­νο «εξωτερικό περίβλημα» του ανθρώπου, του οποίου η ικανοποί­ηση δεν μπορεί να αποτελεί τελικό στόχο ή σκοπό διότι είναι φθαρτό, περιορισμένο και γήινο. Το σώμα καθορίζει την ζωική ύπαρξη και όχι τις αναζητήσεις της ψυχής.

Αυτή η περιγραφή της φιλοσοφίας του Πορφύριου όπως προκύ­πτει κυρίως από την επιστολή του στην Μαρκέλλα, μια χήρα με επτά παιδιά την οποία παντρεύτηκε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια, προβάλλεται συχνά ως απόδειξη πως ο Πορφύριος και οι χριστιανοί μοιράζονταν ορισμένες κοινές θρησκευτικές αξίες (Wil- ken σ. 134)’ όπως, για παράδειγμα, όταν επικαλείται τις αρχές της πίστης, της αλήθειας, της ελπίδας και της αγάπης ως πρέπου­σες για το θεό (πρβ. Π. Κορινθ. Α 13.13)·

Οι γλωσσικές αντιστοι­χίες, ωστόσο, είναι παραπλανητικές,  πόσο μάλλον αν πράγματι ο σκοπός του ταξιδιού που έκανε «για τις ανάγκες των Ελλήνων» (καλούσης της των Ελλήνων χρείας… – Επιστ. στην Μαρκέλλα 4), την ίδια εποχή που ο Διοκλητιανός εξαπέλυε νέο κύμα διώξεων κατά της εκκλησίας, ήταν να προετοιμάσει την άμυνα της παρα­δοσιακής (ρωμαϊκής) θρησκείας κατά των χριστιανών.

Όλον εκείνο τον καιρό που ετοίμαζε την γραπτή υπεράσπιση της εθνικής θρησκείας, ο Πορφύριος είχε βυθιστεί στα χριστιανικά βιβλία και στο χριστιανικό λεξιλόγιο, κι αυτό αρκεί για να εξηγήσει το ύφος της γραφής του όπως και τις στρατηγικές διαφορές από τη χρι­στιανική διδασκαλία.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε για τα δεκαπέντε βι­βλία που έγραψε ο Πορφύριος κατά των χριστιανών είναι πως έχουν χαθεί. Ο ακριβής τίτλος δεν είναι γνωστός και ο καθιερωμέ­νος τίτλος, Κατά χριστιανών; για πρώτη φορά συναντάται στο Μεσαίωνα.

Οι γνώμες για το αν μπορεί να γίνει ουσιαστική απο­κατάσταση των βιβλίων διαφέρουν ριζικά. Μπορούμε, ωστόσο, να παραθέσουμε συνοπτικά ορισμένα γεγονότα. Πρώτον, οι προσ­πάθειες της εκκλησίας να σβήσει κάθε ίχνος τού Κατά Χριστιανών, στέφθηκαν από ασυνήθιστη επιτυχία, τουλάχιστον από το 448 και μετά.

Καταστράφηκαν όχι μόνο τα βιβλία του Πορφύριου, αλ­λά και πολλά έργα χριστιανών συγγραφέων που περιλάμβαναν αποσπάσματα της πολεμικής του κάηκαν κι αυτά, ώστε να χαθεί από προσώπου γης «το δηλητήριο της σκέψης του», όπως το απο­κάλεσε ο επίσκοπος Απολλινάριος. Η απάντηση του Απολλινάριου στον Πορφύριο κάλυψε τριάντα βιβλία. Ο Μεθόδιος (περ. 311), ο ιστορικός της εκκλησίας Ευσέβιος και ο Άγιος Ιερώνυμος προσπάθησαν με τη σειρά τους να αντικρούσουν τον φιλόσοφο.

Δεύτερον, τα ενενήντα επτά αποσπάσματα που συγκεντρώθηκαν από τον Harnack, τα μισά εκ των οποίων είχε βρει στον συγ­γραφέα του τέταρτου (;) αιώνα Μακάριο Μάγνητα, αρκούν -αν και μετά δυσκολίας— να μας δώσουν τις γενικές γραμμές της κρι­τικής του Πορφύριου.

Ο Harnack (Porphyrins, gegen die Christen, τ 916) κατηγορήθηκε ότι έδωσε μεγάλη βαρύτητα στα λόγια του παγανιστή φιλοσόφου που παραθέτει ο Μακάριος (ο οποίος δεν κατονομάζει τον αντίπαλο του ως Πορφύριο) και του οποίου η φωνή πνίγεται από το χριστιανό δάσκαλο. Σε μια μελέτη που δη­μοσίευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Timothy Barnes υποστήριξε πως τα αποσπάσματα που παρέθεσε ο Μακάριος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν άκριτα για να αποκατασταθεί το χαμένο έργο του Πορφύριου (T.D. Barnes «Porphyry Against Chri­stians: Date and Attribution of Fragments», Journal of Theological Studies, 1973, σελ. 424-42), και από τότε υπήρξε μια τάση να πε­τσοκόβεται ο αριθμός των «αυθεντικών» κειμένων του Πορφύ­ριου όπως αναδύονται μέσα από το έργο του Μακάριου (βλ. R-L· Fox, Pagans and Christians. 1986, σελ. 771).

Η προβληματική της χρονολόγησης των αποσπασμάτων αποδείχτηκε ακόμη πιο ανε­λαστική. Καλώς ή κακώς, τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Μακάριος πρέπει να χρησιμεύσουν ως βάση για οποιαδήποτε συζήτηση πά­νω στο έργο του Πορφύριου, ακόμη κι αν αυτή η βάση που μας παρέχουν δεν είναι σταθερή. Παρά τις αμφιβολίες που μπορούν να εκφραστούν, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Μακάριος δεν χρησιμο­ποίησε τα βιβλία του Πορφύριου.

Σε γενικές γραμμές, η φωνή που ακούγεται είναι ενός συντηρητικού εθνικού διανοούμενου του ο­ποίου η επιχειρηματολογία αναμφισβήτητα συγγενεύει με τις γνω­στές επικρίσεις του Πορφύριου κατά της χριστιανικής πίστης. Αν η φωνή ακούγεται ρηχή, πιο συγγενική με του Τρύφωνα -του φα­νταστικού προσώπου που επινόησε ο Ιουστίνος-, παρά με του αυ­θεντικού Κέλσου του Ωριγένη, είναι γιατί ο Μακάριος δεν σέβεται το ίδιο την πηγή του.

Από την άλλη, δεν υπάρχει καμιά αμφιβο­λία πως η φωνή δεν ανήκει σε φανταστικό πρόσωπο. Τα λόγια του εθνικού συγγραφέα έχουν τέτοια δύναμη και συνοχή, που δεν επιτρέπουν να τα αποδώσουμε στη φαντασία του χριστιανού δασκάλου. Η φιλοσοφία είναι εκείνη ενός νεοπλατωνικού που θεω­ρεί τη χριστιανική διδασκαλία απαράδεκτη για λόγους που μας παραπέμπουν κατευθείαν στη σχολή του Πορφύριου και με τους οποίους βρίσκουμε αναλογίες στα έργα του Επιστολή προς Μαρ­κέλλα, Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ. χρησμών] φιλοσοφίας και ιδιαί­τερα στο Περί Επιστροφής της Ψυχής, όπου ένας μετριοπαθής έ­παινος για το χαρακτήρα του Ιησού συνοδεύεται από την καυστι­κή κριτική στους μαθητές του και ειδικά στον Πέτρο (έναν ερασιτέχνη της μαύρης μαγείας).

Το ότι ο Μακάριος δεν κατονομάζει τον αντίπαλο του και με­ρικές φορές δείχνει πιο πολύ να χαρακτηρίζει παρά να παραθέτει τις απόψεις του, θα μπορούσε εύκολα να εξηγηθεί ως μια στρατη­γική επιλογή ενός χριστιανού δασκάλου που θέλει να δει το έργο του να επιβιώνει.

Το να κατονομάσει ο Μακάριος τον αντίπαλο του ή να τον παραθέσει με σχολαστική ακρίβεια θα είχε ως βέβαιο αποτέλεσμα το κάψιμο του έργου του. Για να το θέσουμε σωστά, θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, οποιοσδήποτε ήθελε να γράψει μια υ­περάσπιση της πίστης τον 4ο ή 5ο αιώνα, να κατονομάσει ως α­ντίπαλο του τον Πορφύριο. Η ανάμνηση των διωγμών ήταν ακό­μα νωπή και ο ρόλος των παγανιστών φιλοσόφων στην περίοδο εκείνη δεν μπορούσε να ξεχαστεί ή να συγχωρεθεί.

Επιπλέον, μια ανεπαρκής υπεράσπιση δεν θα εξυπηρετούσε παρά τη διάσωση των έργων του αντιπάλου. Ακόμη και ο Ιερώνυμος, γράφοντας το διάσημο σχολιαστικό υπόμνημά του στο Βιβλίο του Δανιήλ (αρ­χές του 5ου αιώνα) απέκρυβε σχόλια του Πορφύριου όταν το θεω­ρούσε αναγκαίο, λ.χ. στο σημείο όπου μιλά για τη διάσημη «προ­φητεία» της καταστροφής του ναού (Δανιήλ, 9·24)·

Το Κατά χριστιανών ξεκινά με μια σαρωτική κριτική (που όμως δεν έχει διασωθεί, είχε ωστόσο ξεσηκώσει μεγάλη αντίδραση) ενά­ντια στη χριστιανική άποψη περί προφητείας. Παρ’ όλο που ο πλατωνισμός είχε πράγματι εμπνεύσει την αλληγορική ερμηνεία χρησμών και προφητειών σε χριστιανούς κατηχητές όπως ο Ωριγένης, ο Πορφύριος καταδίκασε τη χρήση της αλληγορίας ως μέ­σο κάλυψης των δυσκολιών και των αντιφάσεων στο βιβλικό κεί­μενο.

Έχει μάλιστα ειπωθεί πως ο Πορφύριος άντλησε κάποια στοιχεία της πολεμικής του απευθείας από ένα βιβλίο του Ωριγέ­νη (Στρωματεΐς) που πραγματευόταν τις δυσκολίες της ερμηνείας των γραφών. Το μόνο που είχε να κάνει ο Πορφύριος ήταν να «α­ποδεχτεί όλα τα αρνητικά σχόλια του Ωριγένη… και να απορρί­ψει τα βαθύτερα πνευματικά νοήματα» που εντόπιζε ο Ωριγένης (Grant, 1972, σελ. 292).

Δεδομένης της περιφρόνησής του για την αλληγορία -ένα χαρακτηριστικό του που διαγράφεται πεντακά­θαρα μέσα από τα αποσπάσματα του Μακάριου- ο φιλόσοφος εν­διαφέρθηκε περισσότερο για τη χρονολόγηση παρά για την ερμη­νεία. Αρνήθηκε την παραδοσιακή χρονολόγηση του εβραϊκού νό­μου, αρνήθηκε το ότι ο Μωυσής ήταν ο αρχαιότερος των πάντων, όπως αρνήθηκε και το ότι το Βιβλίο του Δανιήλ γράφτηκε πριν α­πό την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, τον έκτο αιώνα π.κ.ε.

Ο χριστιανισμός δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις αρχαίες κα­ταβολές του ιουδαϊσμού —παρ’ όλο που ο Πορφύριος μπορεί να πί­στευε το αντίθετο, το επιχείρημα «της αρχαιότητας» είχε βαρύ­τητα στις πρώτες αντεγκλήσεις με το χριστιανισμό ως καινούρια θρησκεία. Ενδιαφερόταν, όμως, ιδιαιτέρως για το Βιβλίο του Δα­νιήλ το οποίο είχε μεγάλη βαρύτητα στα ευαγγέλια και στη χρι­στιανική αποκαλυπτική σκέψη, αναφορικά με τον Ιησού ως Υιό του Ανθρώπου.

Σε φιλολογικό επίπεδο ο Πορφύριος φαίνεται να υποστήριξε ότι το βιβλίο ανήκε σε μεταγενέστερη περίοδο και ότι περιέγραφε γεγονότα της εποχής του συγγραφέα του -της περιό­δου των Μακκαβαίων του 2ου αιώνα π.κ.ε. και όχι κατοπινά. Η άποψη ότι το Βιβλίο του Δανιήλ δεν ήταν προφητικό, ήταν φυσι­κό να θορυβήσει τους χριστιανούς και να ξεσηκώσει την αντίδρα­ση του Ευσέβιου, του Μεθόδιου και του Άγιου Ιερώνυμου (του ο­ποίου το σχολιαστικό υπόμνημα στο Βιβλίο του Δανιήλ υπεραμυ­νόταν της παραδοσιακής χριστιανικής άποψης).

Η άποψη που επικράτησε από το δεύτερο αιώνα και μετά ήταν πως το Βιβλίο του Δανιήλ περιείχε προφητείες σημαντικές για την εδραίωση ορισμένων στοιχείων της χριστιανικής πίστης. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς και ο Ιππόλυτος υποστήριξαν πως το Βιβλίο του Δανιήλ προέβλεπε με ακρίβεια τη γέννηση του μεσσία, την κατα­στροφή του ναού στην Ιερουσαλήμ και τη δευτέρα παρουσία.

Ο Πορφύριος απλά υπονόμευσε ένα ολόκληρο, σύστημα χριστιανικής ερμηνείας που βασιζόταν στην προφητική αξία του βιβλίου (Wil- ken, σελ. 141). Σε άλλα σημεία ο ΓΙορφύριος φαίνεται πως γελοιο­ποιούσε το Βιβλίο του Ιωνά (Αυγουστίνος, Επιστολή 102). που οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν ως προφητικό για την ανάσταση (Ματθ. 12. 39-41 16.4):

«Είναι αδύνατον και απίστευτο να κα­τάπιε το ψάρι έναν ολόκληρο άνθρωπο με τα ρούχα του και να τον διατήρησε σώο μέσα στην κοιλιά του». Η χαιρέκακη εμμονή στην κυριολεκτική σημασία των αφηγήσεων με την οποία προσέγγιζε ο φιλόσοφος τα ζητήματα αυτά, μοιάζει πολύ μ’ εκείνη που βρί­σκουμε στο έργο του Μακάριου Μάγνητος, όπου η αλληγορία α­πορρίπτεται συστηματικά ως μέσο αντιμετώπισης των ανακολου­θιών ή παραδοξοτήτων της βιβλικής αφήγησης.

Ήδη από τα πρώτα γραπτά του για τον Όμηρο, ο Πορφύριος είχε τελειοποιήσει την τεχνική της φιλολογικής κριτικής αφηγηματικών έργων. Δεν αρκέστηκε στο συμπέρασμα ότι το Βιβλίο του Δανιήλ γράφτηκε τέσσερις αιώνες αργότερα από ό,τι δίδα­σκαν οι ιουδαίοι και οι χριστιανοί. Επέμεινε, σύμφωνα με τον Ά­γιο Ιερώνυμο, πως η προφητική ερμηνεία ερχόταν σε αντίφαση με τους ισχυρισμούς των ίδιων των χριστιανών για το βιβλίο.

Οι χριστιανοί έλεγαν πως το Βιβλίο του Δανιήλ ήταν -τρόπος του λέγειν- διπλά προφητικό: εάν γράφτηκε πριν από την Αιχμαλω­σία, τον 6ο αιώνα, προέλεγε γεγονότα του δεύτερου αιώνα (δηλα­δή, την παραβίαση του ναού από τους Σύρους το 167 π.κ.ε.) αλλά και γεγονότα που συνέβησαν επί ρωμαϊκής κατοχής, μετά την ε­ποχή του Χριστού -το κάψιμο του ναού.

Οι χριστιανοί δάσκαλοι υποστήριζαν πως ο ίδιος ο Ιησούς είχε επικαλεστεί την προφητεία όταν προέβλεψε την καταστροφή του ναού (Μάρκος Ι3·2)· Αν όμως το βιβλίο έγραφε για γεγονότα της εποχής του -δηλαδή το 2ο αι. π.κ.ε.— τότε δεν είχε καμιά προφητική αξία. Είχαν κάνει λά­θος οι χριστιανοί. Και εάν είχε παραπέμψει σ’ αυτό ο Ιησούς, τό­τε είχε κάνει λάθος και ο Ιησούς.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπήρχε κάποια άλλη ιδιαίτερη αι­τία της επιθετικότητας του Πορφύριου, πέραν της συνήθους δυσα­νεξίας και αντίδρασης ενός διανοούμενου που ‘χει να κάνει με σφαλερές ιδέες. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν (αντίθετα με τον Barnes) πως τον είχε θορυβήσει πολύ η διάδοση του χριστιανισμού (Frend, The Rise of Christianity, σελ. 587) αν και κάποιοι, όπως ο Fox και ο Dcmarollc, αμφισβητούν αυτή την άποψη (R.L. Fox, Pa­gans and Christians σελ 586). Είναι αδικαιολόγητος αυτός ο σκε­πτικισμός.

Η περίφημη δήλωση του Πορφύριου, που παραθέτει ο Μακάριος Μάγνης, ότι «οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτε­κτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστια οικήματα όπου μαζεύο­νται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους», [Αποκριτικός και Har- nack, Gegen die Christen, απ. 76] εκφράζει απόλυτα τη θέση ενός αποθαρρυμένου παρατηρητή των γεγονότων στα τέλη του τρίτου αιώνα μ.κ.ε., ενός ανθρώπου που όπως ο αυτοκράτορας Ιουλιανός μορφάζει με θλίψη μπρος στις νίκες των Γαλιλαίων και της τε­τριμμένης τους διδασκαλίας.

Επιπλέον, γνωρίζουμε από τον Αυ­γουστίνο (Πολιτεία του Θεού 19.23) πως ο Πορφύριος διαμαρτυ­ρόταν για την προσχώρηση μορφωμένων γυναικών στην εκκλη­σία, στο Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ.: χρησμών] φιλοσοφίας, που γρά­φτηκε γύρω στο 263, θλίβεται (en masque ως Απόλλων, θεός της φώτισης) με το γεγονός ότι είναι σχεδόν αδύνατον να ξανακερδίσεις κάποιον που έχει προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό: είναι πιο εύκολο να γράψεις πάνω στο νερό παρά να προσπαθήσεις να λογικέψεις με επιχειρήματα έναν χριστιανό. Πολύ απλά, δεν μπο­ρούν να καταλάβουν ότι είναι τρελό να λατρεύουν ως θεό έναν άν­θρωπο που πέθανε σαν εγκληματίας. Και παρά τους διωγμούς, μάς λέει ο Λακτάντιος, οι χριστιανοί επέμεναν να χτίζουν τους οικους λατρείας τους -μερικές φορές μπροστά στα αυτοκρατορικά ανάκτορα.

Χωρίς αμφιβολία, ο Πορφύριος ήταν απελπισμένος α­πό την αποτυχία της Ρώμης να αναχαιτίσει τη διάδοση μιας επικίνδυνης δεισιδαιμονίας. Μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Ευσέβιος μπορούσε να καυχιέται όχι μόνο για τη διάδοση του ευαγ­γελίου αλλά και για τη διείσδυσή του στους ανώτατους κύκλους [Έκκλησ. Ιστορία 8. 1 1  8.11.2] -αυτήν ακριβώς την επιτυχία έ­τρεμε ο Πορφύριος.

Όταν κάθισε να γράψει την εκτεταμένη ανασκευή της χριστια­νικής διδασκαλίας, ο Πορφύριος δεν ξεκινούσε από το μηδέν. Πριν από χρόνια είχε συγγράψει ένα βιβλίο σχετικά με τη λατρεία των θεών, με τίτλο Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ.: χρησμών] φιλοσοφίας στο οποίο, ενώ υπερασπιζόταν τις παλαιές θρησκείες, συγχρόνως τηρούσε απόσταση από τις λαϊκές εκφάνσεις της ευλάβειας -μια στάση σχεδόν περιφρονητική.

Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, στο έργο της ωριμότητάς του, (Επιστολή στη Μαρκέλλα), ο Πορφύριος είχε επικεντρωθεί σε ένα θεό ασώματο, αμετάβλητο και α­όρατο, σε μια «έννοια θεού», για να το πούμε έτσι, που δεν χρειά­ζεται ούτε θυσίες ούτε προσευχές (πρβ. Πορφ. Περί Αποχής Έμψύχων 2.37· ό μεν πρώτος θεός ασώματος τε ών και άκίνητος και αμέριστος και ούτε εν τινι ών ούτ’ ένδεδεμένος εις εαυτόν, χρήζει ούδενός τών έξωθεν…).

Όπως και οι πλατωνικοί πριν από αυτόν, ο Πορφύριος θεωρούσε πως ο κόσμος είναι γεμάτος από ελάσσο­νες θεότητες και επιρροές -θεούς και δαίμονες. Αυτές οι ελάσσονες θεότητες ήταν για τους πολλούς,  για τους μεροκαματιάρηδες και για τις γυναίκες της γειτονιάς.

Έτσι, στο Περί της έκ λογίων φι­λοσοφίας,, ο Πορφύριος ορίζει ένα χώρο για τον ανώτατο θεό, ένα για τους Ολύμπιους, τα ουράνια σώματα και, στο τρίτο βιβλίο του ίδιου έργου, ένα χώρο για τους ήρωες (τους ημίθεους) μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνει και τον Ιησού.

Η παραδοσιακή πεποίθηση είναι πως ο Πορφύριος αρχικά είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ιησού αλλά δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους οπαδούς του που τον ανέδειξαν σε θεότητα. Οι αποδεί­ξεις είναι ισχνές και ό,τι έχουμε στα χέρια μας ιδιαίτερα ασαφές. Προέρχεται κυρίως από τον Αυγουστίνο (Πολιτεία του Θεού 19. 22-23), που αναφέρει ότι ο Πορφύριος επαινούσε τους Εβραίους για την πίστη τους σε ένα θεό αλλά καταδίκαζε τους χριστιανούς για τη λατρεία του Ιησού ως θεό.

Δεδομένου όμως, ότι ο Πορφύ­ριος θεωρούσε ότι ορθώς κάποιοι μεγάλοι άντρες όπως ο Ηρα­κλής, ο Ορφέας και ο Πυθαγόρας λατρεύονται ως θεοί για τα κατορθώματά τους, φαίνεται παράλογο να υποστηρίξουμε πως ο ίδιος είχε σε υπόληψη τον Ιησού. Στο βιβλίο 19 της Πολιτείας του Θεού, ο Αυγουστίνος παραθέτει τον Πορφύριο να λέει στο Περι της εκ λογίων φιλοσοφίας πως

είναι πιο εύκολο να πετάξεις στον αέρα σαν πουλί παρά να επαναφέρεις στα συγκαλά της μια προληπτική χριστιανή νοικοκυρά. Άσ’ την να κάνει ό,τι θέλει, συμ­βουλεύει, «άσ» την να μοιρολογάει για ένα θεό (τον Ιησού) που πέ­θανε μέσα στις ψευδαισθήσεις του, που καταδικάστηκε από ορθά σκεπτόμενους δικαστές και έχασε τη ζωή του με τον πιο απεχθή τρόπο, καρφωμένος με πρόκες» (Πολιτεία του Θεού 19.23).

Το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ότι εσφαλμένα λατρεύουν οι χριστιανοί ως θεό τον Ιησού, μολονότι δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε καν με τους ήρωες. Αυτό, λοιπόν, εξηγεί το «χρησμό» του Απόλλωνα πως οι χριστιανοί δεν μπορούν να πειστούν πως είναι ανόητο να λατρεύουν έναν εγκληματία ως θεό —ένα θέμα που ε­πανέρχεται στην αντιχριστιανική πολεμική τουλάχιστον από την εποχή του Κέλσου και το βρίσκουμε επίσης στην κριτική του εθνι­κού συγγραφέα τού Μακάριου.

Για να μιλήσουμε έξω από τα δόντια: τον Αυγουστίνο θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε με εξαιρετική προσοχή. Η θέση ότι οι θεοί έχουν ανακηρύξει τον Ιησού ευσεβή και τον έχουν συμπεριλά­βει στους «σοφούς άνδρες των Εβραίων» (Πολιτεία του Θεού 19.23) μυρίζει έντονα χριστιανική παραχάραξη.

Στο ίδιο κομμάτι που παραθέτει ο Αυγουστίνος, ένας χρησμός της Εκάτης φαίνεται να λέει πως η ψυχή του Ιησού, παρ’ όλο που είχε εμπλακεί στις ψευδαισθήσεις και στην πλάνη όπως και άλλες ψυχές, απελευθε­ρώθηκε από την πλάνη μετά το θάνατο του και ανήλθε, όπως και οι ψυχές άλλων ανθρώπων, στον ουρανό.

Αυτή την «ψυχή», οι χριστιανοί «μες στην άγνοιά τους», λατρεύουν ως θεό. Τούτος ο χρησμός δεν είναι, ωστόσο, όπως πολλοί υποστηρίζουν, μια ευνο­ϊκή κρίση για το πρόσωπο ή τη διδασκαλία του Ιησού. Επιπλέον, η φράση, «αυτό που πρόκειται να πω μπορεί να φανεί παράδοξο σε μερικούς: πως δηλαδή οι θεοί έχουν ανακηρύξει τον Χριστό ευ­σεβέστατο και αποφάνθηκαν ότι έχει γίνει αθάνατος», δεν βγάζει νόημα, εκτός κι αν ο ίδιος ο Αυ­γουστίνος εντυπωσιαζόταν ακούγοντάς την από το σεβαστό φιλό­σοφο.

Κι είναι όντως εντυπωσιακό το ότι ο Πορφύριος παρουσία­σε το χρησμό με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Αυγουστίνο πως τον επινόησε, καθώς ο Ευσέβιος (Περί Ευαγγελικής αποδείξεως 3.6.39 3·7·1) είχε ήδη παρα­θέσει το ίδιο κομμάτι για να δείξει πως ο ΓΙορφύριος δεν περιφρο­νούσε τον Ιησού -σε αντίθεση με τον Ιεροκλή, ένα μαθητή του Πορφύριου που μισούσε τους χριστιανούς.

Μεταγενέστερες ανα­φορές στην ευσέβεια ή στη σοφία του Ιησού (πρβ. Αυγουστίνο, Αρ­μονία 1.11) ανατρέχουν σ’ αυτό το χρησμό της Εκάτης που ο Αυ­γουστίνος παραθέτει ως προερχόμενο από το έργο του ΓΙορφυριου. Όπως και να «χει, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε από αυ­τήν την ισχνή μαρτυρία ότι οι χριστιανοί φοβόνταν το έργο του Πορφύριου «επειδή αποτιμούσε θετικά τον Ιησού, στα πλαίσια της παγανιστικής θρησκείας» (Wilken, σελ. ι6θ).

Πολύ περισσό­τερο, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως τα υποτιμητικά σχό­λια για τον Ιησού δεν μπορούν να ανήκουν στον Πορφύριο ή πως ο Πορφύριος είχε διατηρήσει μια θετική γνώμη για τον Ιησού ε­πειδή ο τελευταίος λάτρευε το μοναδικό θεό του έθνους των Ε­βραίων. Η σύγκριση που κάνει ο Αυγουστίνος μεταξύ του χρη­σμού του Απόλλωνα που αποκαλεί το Χριστό ασεβή και εκείνου της Εκάτης που τον αποκαλεί «ευσεβέστατο», είναι μια προσπά­θεια του χριστιανού δασκάλου να δείξει τις αντιφάσεις του Πορ­φύριου.

Γεγονός είναι, πάντως, ότι ο Αυγουστίνος επανειλημμέ­να παραποιεί το χρησμό της Εκάτης και σταδιακά παρερμηνεύει την κατά βάση αρνητική του αποτίμηση της διδασκαλίας του Ιη­σού.

Από την άλλη, είναι φανερό πως ο Πορφύριος, όπως και άλλοι εθνικοί πριν από αυτόν, πίστευε πως οι οπαδοί του Ιησού απέκλι­ναν από τη διδασκαλία του ιδρυτή τους, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι πίστευε πως ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε μια θρησκεία που επικε­ντρωνόταν στον ύψιστο θεό. Η αλήθεια μάλλον είναι ότι ο Πορφύριος έβλεπε τον Ιησού ως ένα εγκληματία που δίκαια τιμωρήθη­κε για τα εγκλήματά του από το ρωμαϊκό κράτος και συνεπώς δεν ήταν άξιος της ηρωοποίησής του ή της αποθέωσής του από τους παραπλανημένους οπαδούς του.

Ό,τι και να νόμιζε ο Πορφύριος για τον Ιησού, ο όγκος της κρι­τικής του στράφηκε κατά των ευαγγελιστών, των αποστόλων -ειδικά του Πέτρου- και της ιεραποστολικής δραστηριότητας ό­πως εκφράστηκε από τον Παύλο. Ξεκινά με το δεδομένο ότι οι α­φηγήσεις των ευαγγελίων παρουσιάζουν ασυμφωνίες μεταξύ τους (πρβ. Αυγουστίνου Αρμονία 1.1) και συνεχίζει με τη συζήτηση ι­διαίτερων περιστατικών -από τα λόγια του Ιησού πάνω στο σταυρό μέχρι τα θεραπευτικά θαύματα που του αποδόθηκαν.

Ο «παγανιστής διανοούμενος» του Μακάριου πραγματεύεται τα ί­δια θέματα που, όπως γνωρίζουμε από την Αρμονία του Αυγου­στίνου, είχαν προσελκύσει την κριτική του Πορφύριου: ότι οι από­στολοι επινόησαν γενεαλογίες, ότι υπάρχουν ανακολουθίες ως προς το χρόνο θανάτου του Ιησού, ότι ο ίδιος ο Ιησούς δεν ισχυ­ρίστηκε πως είναι θεός, και ότι η διδασκαλία του Ιησού ήταν ασα­φής και αντιφατική.

Οι χαρακτηρισμοί του Αυγουστίνου επιβε­βαιώνονται και από τον Ιερώνυμο (Επιστολή 57), που σημειώνει ότι ο Πορφύριος θεωρούσε τους ευαγγελιστές ανίκανους να κατα­γράφουν τις σωστές χρονολογίες και ότι συχνά έκαναν λάθη στη χρήση των εβραϊκών προφητειών: ο Μάρκος παραθέτει ένα από­σπασμα από τον Μαλαχία και το αποδίδει στον Ησαΐα (Μάρκος 1.2) ο Ματθαίος αποδίδει στον Ησαΐα ένα στίχο που ανήκει στον 77ο Ψαλμό -και πάει λέγοντας.

Μια γενική επισκόπηση του έργου του Πορφύριου
μάς δίνει την ακόλουθη εικόνα

Ξεκινώντας με μια εισαγωγή όπου αποκηρύσσονται οι φιλοδο­ξίες των χριστιανών («θέλουν πλούτη και δόξα … είναι αποστά­τες που επιδιώκουν να πάρουν την εξουσία» -Αποκριτ. II 7 κ·ε·) ο Πορφύριος συνεχίζει θέλοντας να αποδείξει την ευτέλειά τους.

Αποδέχτηκαν αλλά παρεξήγησαν τους «μύθους» και τους χρη­σμούς των Εβραίων και εν συνεχεία έκαναν στροφή και τους τρο­ποποίησαν έτσι ώστε να τους κάνουν ακόμη πιο χυδαίους (Har­nack, απ. 1, 52, 73)· Η θρησκεία τους δεν έχει ούτε εθνικό στήριγμα ούτε λογική βάση, ζητούν από τους νεοφώτιστους να δεχτούν τα πάντα με τυφλή πίστη.

Επιπλέον, οι νεοφώτιστοι είναι το χει­ρότερο είδος ανθρώπων, άτομα ηθικά ανάπηρα τα οποία (πρβ. Κέλσο) αισθάνονται ασφαλή μέσα στην κοινή τους αδυναμία (Har- nack, απ. 81, 82, 87). Οι χριστιανοί απέδειξαν πως δεν νοιάζο­νται καθόλου για όσους έζησαν πριν από την έλευση του Ιησού: προφανώς, εκείνοι δεν μπορούν να σωθούν.

Οι χριστιανοί διδάσκουν παράλογες θεωρίες για το μαρτύριο του θεού ή για το μαρτύριο του γιου του ανώτατου θεού. Επίσης προσεύχονται για την καταστροφή του κόσμου -που τον μισούν γιατί τους μισεί κι αυτός- και πιστεύουν πως στο τέλος του θα α­ναστηθούν εκ νεκρών με τη σάρκα τους ακέρια. (Απ. 84, 85, 89, 92, 94)·

Ο ουρανός θα καταστραφεί και ο άρχων του κόσμου θα ριχτεί στο εξώτερο σκότος, όπως ένας τύραννος που εκδιώκεται από έναν αγαθό βασιλιά. Με αυτόν τον τρόπο σκέψης οι χριστια­νοί δείχνουν περιφρόνηση για το θεό. Πώς θα μπορούσε να οργι­στεί ο θεός; Εάν ο θεός είναι παντοδύναμος, όπως λένε και κά­ποιοι από τους δασκάλους τους, πώς θα μπορούσε να του κλέψει κανείς αυτά που του ανήκουν;

Αφού αμφισβητεί τη χρονολογία της Παλαιάς Διαθήκης (πρβ. Harnack, απ. 39″ 40-41′ 68′ 43) και επιχειρηματολογεί κατά της αλληγορικής ερμηνείας από πλευράς των χριστιανών, ο Πορφύ­ριος θίγει το ζήτημα των συγγραφέων των ευαγγελίων και επι­στολών, τους οποίους θεωρούσε αδαείς, ατζαμήδες και παραπλα­νητικούς.

Το ότι στρέφει τα βέλη του κυρίως κατά των αποστό­λων Πέτρου και Παύλου, στυλοβατών του χριστιανισμού, δείχνει πως θεωρούσε την καταρράκωση της φήμης τους σημαντική προϋ­πόθεση για την εξουδετέρωση των χριστιανικών ισχυρισμών. Ο ί­διος ο Παύλος είχε αποκαλέσει τους πιστούς χριστιανούς «άθλι­ους» (Προς Κορινθ. Α’6.9) και είχε υποσχεθεί στους οπαδούς του την νεκρανάσταση των «σάπιων, βρωμερών ανθρώπινων πτω­μάτων» (πρβ. Αυγουστίνο, Πολιτεία του Θεού 22).

Όσο για τον Πέτρο, ο ίδιος ο Ιησούς τον είχε αποκαλέσει «σατανά» και, παρ’ όλα αυτά, του εμπιστεύτηκε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρα­νών (Αποκριτικός III. 19 απ.). Οι απόστολοι αποδεικνύονται προ­δότες, δειλοί, αδύναμοι και υποκριτές -ακόμη και μέσα από τις α­φηγήσεις των ίδιων.

Ο Ιησούς ο οποίος δήθεν επαινείται από την Εκάτη για την ευ­σέβεια και τη σοφία του στο Περί της έκ λογίων φιλοσοφίας, δεν βρίσκει έλεος στο Κατά χριστιανών. Οι παραβολές του είναι τε­τριμμένες και ακατανόητες. «Αποκρύπτονται από τους σοφούς και αποκαλύπτονται στους μωρούς», (Ματθ. 11.25), πράγμα που ενθαρρύνει την άγνοια και τον παραλογισμό.

Ο Ιησούς και οι ο­παδοί του εκπροσωπούν μια ναρκωμένη ηθική που βρίσκεται στους αντίποδες της ελληνικής αναζήτησης για ηθική ανωτερότη­τα,  η ευλογία που δίνει στους φτωχούς και δεινοπαθούντες κι η ταυτόχρονη αποκήρυξη των πλουσίων κάνει κάθε ηθική προσπά­θεια ατελέσφορη.

Άλλωστε, δεν δίδαξε ότι το να πουλήσεις τα υπάρχοντά σου και να τα δώσεις στους φτωχούς, (Ματθ. 19-21) να γίνεις, δηλαδή, ένας άξεστος ζητιάνος που φορτώνεται στους συ­νανθρώπους του, είναι το αποκορύφωμα της χριστιανικής τελειότητας;

Επιπλέον, ο Ιησούς δεν ακολούθησε τις ίδιες του τις συμβουλές. Η επίδειξη της αδυναμίας του στον Κήπο της Γεθσημανή πριν τη σύλληψή του ήταν ατιμωτική, ενώ δίδασκε στους μαθητές του να αντιμετωπίζουν θαρραλέα τις διώξεις, εκείνος έτρεμε από φόβο ό­ταν τον συνέλαβαν.

Όταν ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στους διώ­κτες του μίλησε σαν ένοχος και όχι σαν ήρωας της κλάσης του Α­πολλώνιου Τυανέα, που κι εκείνον τον έσυραν μπροστά στο Δομητιανό (Απ. 62, 6y πρβ. Φιλόστρατου Τα ες τον Τυανέα ‘Απολλώνιον, 8.8). Αν ήταν θεός της τάξης των αρχαίων ηρώων, θα εί­χε πετάξει από το στηθαίο του ναού θα είχε εμφανιστεί μετά το θάνατο του να στοιχειώσει τον Ηρώδη και τον  Πιλάτο -ή ακόμη καλύτερα, θα εμφανιζόταν μπροστά στη Σύγκλητο και στο λαό της Ρώμης για να αποδείξει πως είχε αναστηθεί εκ νεκρών.

Αυτό θα είχε πείσει τους πάντες για την ορθότητα της χριστιανικής πί­στης και θα είχε γλιτώσει τους οπαδούς του από τις διώξεις που υπέφεραν για τις πεποιθήσεις τους. Εν ολίγοις, αν ο Ιησούς νοια­ζόταν για τους οπαδούς του, θα είχε φροντίσει να τους γλιτώσει από τα μαρτύρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου