Αυτός ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε κάτω από ένα συνηθισμένο άστρο, αλλά κάτω από έναν κομήτη. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΕΡΤΖΕΝ
Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που ο Μιχαήλ Μπακούνιν έγραψε εκείνο που έμελλε να γίνει η πιο γνωστή του μπροσούρα, το «Θεός και Κράτος».
Εκείνη την εποχή ο αναρχισμός αναδυόταν σα μια σημαντική δύναμη μέσα στο επαναστατικό κίνημα και τ΄ όνομα του Μπακούνιν, του κύριου υπέρμαχου και προφήτη του, ήταν εξίσου γνωστό μεταξύ των εργατών και των ριζοσπαστών διανοούμενων της Ευρώπης μ’ εκείνο του Καρλ Μαρξ, με τον οποίο πάλευε για την ανάληψη της ηγεσίας της Α’ Διεθνούς.
ΠρόλογοςΤο βιβλίο εκείνο, όμως, είχε πολλά λάθη και περιλάμβανε δυο μέρη: το πρώτο μέρος, το αποτελούσε ένα κομμάτι από το ατέλειωτο έργο του Μπακούνιν Η κνουτογερμανική αυτοκρατορία και η κοινωνική επανάσταση (τον δεύτερο τόμο του)” το δεύτερο μέρος, ήταν αυτό που δημοσιεύει και ο Μαξ Νετλάου με τίτλο θεός και κράτος.
Είναι γνωστό ότι ο Μπακούνιν άρχιζε να γράφει κάτι και στη συνέχεια το παρατούσε όταν οι ανάγκες της στιγμής του επέβαλλαν ν” ασχοληθεί με κάτι άλλο – έτσι έγινε και με το κείμενο που ακολουθεί. Οπως γράφουν τόσο ο Μαξ Νετλάου όσο και ο Τζέιμς Γκιγιόμ (που έγραψαν κι οι δυο ιστορίες του αναρχικού κινήματος και θεωρούνται οι πιο έγκυροι μελετητές εκείνης της φάσης του κινήματος, όπου ο δεύτερος συμμετείχε ενεργά), ένα βιβλίο με τίτλο θεός και κράτος είχαν εκδώσει στα 1882 οι Κάρλο Καφιέρο και Ελιζέ Ρεκλί, βασισμένοι σε κάποια χειρόγραφα του Μπακούνιν που βρήκαν μετά το θάνατο του.
Να τι γράφει ο Μαξ Νετλάου γι” αυτό το ζήτημα: « Αφησα ανέκδοτες τις σελίδες 240-286 του χειρόγραφου του Μπακούνιν (δεύτερος τόμος της «Κνουτογερμανικής αυτοκρατορίας…») και δημοσιεύω μόνο τις σελίδες 286- 340. Εξάλλου, το κείμενο που ακολουθεί είναι κατά κάποιον τρόπο ανεξάρτητο από το προηγούμενο, αφού γράφηκε σαν σημείωση του Μπακούνιν στις ακόλουθες φράσεις, όπου οι μεταφυσικοί αναπτύσσουν τις απόψεις που θέλει να καταπολεμήσεις ο Μπακούνιν»:
Το κράτος, επομένως, επιβάλλεται στον καθένα σαν μοναδικός εκπρόσωπος του Καλού, της Σωτηρίας και της Δικαιοσύνης ολονών. Περιορίζει την ελευθερία του καθενός στο όνομα της ελευθερίας ολονών, το δικαίωμα τον καθενός στο όνομα των δικαιωμάτων ολονών, τα προσωπικά συμφέροντα τον καθενός στο όνομα του συλλογικού συμφέροντος, της κοινωνίας σαν συνόλου. (Στμ)
Τα (…), σημαίνουν λέξεις που δε διαβάζονται στο χειρόγραφο.
Επίσης, το Παράρτημα που αναφέρει ο Μπακούνιν σε κάποιο σημείο του κειμένου, δεν έχει βρεδεί ολόκληρο και γι” αυτό δεν έχει δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. (Στμ)
Εισαγωγή
Αυτός ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε κάτω από ένα συνηθισμένο άστρο, αλλά κάτω από έναν κομήτη. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΕΡΤΖΕΝ
Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που ο Μιχαήλ Μπακούνιν έγραψε εκείνο που έμελλε να γίνει η πιο γνωστή του μπροσούρα, το «Θεός και Κράτος». Εκείνη την εποχή ο αναρχισμός αναδυόταν σα μια σημαντική δύναμη μέσα στο επαναστατικό κίνημα και τ” όνομα του Μπακούνιν, του κύριου υπέρμαχου και προφήτη του, ήταν εξίσου γνωστό μεταξύ των εργατών και των ριζοσπαστών διανοούμενων της Ευρώπης μ’ εκείνο του Καρλ Μαρξ, με τον οποίο πάλευε για την ανάληψη της ηγεσίας της Α’ Διεθνούς.
Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Μπακούνιν είχε κερδίσει τη φήμη του βασικά σαν ακτιβιστής παρά σα θεωρητικός της εξέγερσης. Γεννήθηκε στα 1814 από γονείς ευγενείς γαιοκτήμονες, αλλά νέος ακόμα εγκατέλειψε τη θέση του στο στρατό και τον αριστοκρατικό του περίγυρο για να γίνει επαγγελματίας επαναστάτης. Φεύγοντας απ’ τη Ρωσία στα 1840, σε ηλικία 26 χρονών, αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας. Δεν ήταν ο άνθρωπος που κάθεται στις βιβλιοθήκες, μελετώντας και γράφοντας για προκαθορισμένες επαναστάσεις. Ανυπόμονος για δράση, ρίχτηκε στις εξεγέρσεις του 1848 με ασυγκράτητη ορμή, μια Προμηθεϊκή μορφή που ακολουθεί το ρεύμα της εξέγερσης απ” το Παρίσι ως τα οδοφράγματα της Αυστρίας και της Γερμανίας. Οι άνθρωποι σαν τον Μπακούνιν, σχολίασε ένας σύντροφος, «αναπτύσσονται σ’ έναν τυφώνα κι ωριμάζουν καλύτερα στην κακοκαιρία παρά στη λιακάδα». (1)
Η σύλληψή του όμως, στη διάρκεια της εξέγερσης της Δρέσδης του 1849, διακόπτει την πυρετώδη επαναστατική του δραστηριότητα. Πέρασε τα επόμενα 8 χρόνια στη φυλακή, απ’ τα οποία τα 6 στα σκοτεινά μπουντρούμια της Τσαρικής Ρωσίας κι όταν αποφυλακίστηκε — το υπόλοιπο της ποινής του είχε μετατραπεί σε ισόβια εξορία στη Σιβηρία — είχε χάσει τα δόντια του απ’ το σκορβούτο κι είχε υποστεί σοβαρό κλονισμό της υγείας του. Στα 1861, ωστόσο, δραπέτευσε απ’ τους δεσμοφύλακές του κι άρχισε μια συγκλονιστική Οδύσσεια που κάλυψε όλο τον κόσμο κι έκανε τα’ όνομά του θρύλο κι αντικείμενο λατρείας των ριζοσπαστικών ομάδων όλης της Ευρώπης.
Σα ρομαντικός επαναστάτης κι ενεργητική δύναμη στην ιστορία, ο Μπακούνιν ασκούσε μια προσωπική γοητεία που ο Μαρξ δεν μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί. «Οτιδήποτε τον αφορούσε ήταν εκπληκτικό», έλεγε ο συνθέτης Ρίτσαρντ Βάγκνερ, που ήταν συναγωνιστής του στην εξέγερση της Δρέσδης, «κι ήταν γεμάτος πρωτόγονη ορμή και δύναμη». (2) Η αγάπη (του Μπακούνιν) για φανταστικές, «ασυνήθιστες, πρωτάκουστες περιπέτειες, οι οποίες ανοίγουν ευρείς ορίζοντες που η κατάληξη τους δεν μπορεί να προβλεφτεί», για ν’ αναφέρουμε τα ίδια του τα λόγια, εμπνεύσανε μεγαλόπνοα όνειρα σε άλλους κι όταν πέθανε στα 1876, είχε κερδίσει μια μοναδική θέση ανάμεσα στους τυχοδιώκτες και τους μάρτυρες της επαναστατικής παράδοσης. Η φοβερή μεγαλοψυχία κι ο παιδιάστικος ενθουσιασμός του, το φλογερό του πάθος για την ελευθερία και την ισότητα, οι βίαιες επιθέσεις του ενάντια στο προνόμιο και την αδικία — όλα αυτά ασκήσανε φοβερή έλξη στους ελευθεριακούς κύκλους της εποχής του.
Όμως ο Μπακούνιν, όπως οι επικριτές του ποτέ δεν έπαψαν να υπογραμμίζουν, δεν ήταν ένας συστηματικός διανοητής, ούτε ισχυρίστηκε ποτέ κάτι τέτοιο. Γιατί θεωρούσε τον εαυτό του πρακτικό επαναστάτη, «όχι φιλόσοφο ούτε εφευρέτη συστημάτων όπως ο Μαρξ». (3) Αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει την ύπαρξη οποιωνδήποτε προδικασμένων ή προκαθορισμένων νόμων της ιστορίας. Απόρριπτε την αντίληψη ότι η κοινωνική αλλαγή εξαρτιέται απ” τη σταδιακή αναδίπλωση «αντικειμενικών» ιστορικών συνθηκών. Πίστευε, αντίθετα, ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν οι ίδιοι τη μοίρα τους, ότι η ζωή τους δεν μπορεί να συνθλίβει σ’ ένα Προκρούστειο κρεβάτι από αφηρημένες κοινωνιολογικές φόρμουλες. «Καμιά θεωρία, κανένα προκατασκευασμένο σύστημα, κανένα βιβλίο που γράφτηκε ποτέ, δε θα σώσει τον κόσμο», διακήρυσσε ο Μπακούνιν. «Δεν πιστεύω σε κανένα σύστημα, είμαι ένας κυνηγός της αλήθειας». (4)
Διδάσκοντας στους εργάτες θεωρίες, είπε, ο Μαρξ δε θα πετύχαινε άλλο απ’ το να καταπνίξει την επαναστατική θέρμη που ήδη διαθέτει κάθε άνθρωπος — «την τάση για ελευθερία, το πάθος για ισότητα, το ιερό ένστικτο της εξέγερσης». Αντίθετα με τον «επιστημονικό» σοσιαλισμό του Μαρξ, ο δικός του σοσιαλισμός, υποστήριζε ο Μπακούνιν, ήταν «καθαρά ενστικτώδικος». (5)
Συνακόλουθα, η επιρροή του Μπακούνιν, όπως σχολίασε ο Πέτρος Κροπότκιν, ήταν πρωταρχικά εκείνη μιας «ηθικής προσωπικότητας» μάλλον παρά μιας αυθεντίας του πνεύματος. Μολονότι ήταν πολυγραφότατος, δεν άφησε ούτε ένα τελειωμένο βιβλίο για τους μεταγενέστερους. Άρχιζε να γράφει πάντα νέα έργα που, εξαιτίας της ταραχώδικης ζωής του, έμεναν στη μέση και δεν τέλειωναν ποτέ. Το έργο του, με τα λόγια του Τόμος Μάζαρυκ, ήταν μια «συρραφή κομματιών». Κι ωστόσο, όσο αλλοπρόσαλλος και μη μεθοδικός κι αν ήταν, στα κείμενα του αφθονούν εκλάμψεις μιας βαθιάς επίγνωσης, που φωτίζουν μερικά απ’ τα πιο σημαντικά κοινωνικά ζητήματα της εποχής του — και της δικής μας.
Το «Θεός και Κράτος» είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Είναι ασύνδετο, μονότονο, κακά οργανωμένο, ξεφεύγει συχνά απ’ το θέμα κι έχει μεγάλες σημειώσεις, που τείνουν ν’ αμβλύνουν τον πολεμικό του αντίκτυπο. Ταυτόχρονα, είναι εντυπωσιακό, σθεναρό, και γεμάτο καθηλωτικούς αφορισμούς που μαρτυράνε τα σημαντικά διαισθητικά χαρίσματα του Μπακούνιν.
Σαν αποτέλεσμα, το «Θεός και Κράτος» έχει γίνει το πιο πολυδιαβασμένο και συχνά μνημονευόμενο έργο του Μπακούνιν. Ωστόσο, ο βασικός ίσως λόγος της δημοτικότητας του είναι ότι εκθέτει, με ζωντανή γλώσσα και σχετικά συνοπτικά, τα βασικά στοιχεία του αναρχικού πιστεύω του Μπακούνιν.
Το βασικό χαρακτηριστικό του «Θεός και Κράτος» είναι η απόρριψη κάθε μορφής εξουσίας κι επιβολής απ’ τον Μπακούνιν. Σε μια συγκλονιστική παράγραφο, αφήνει να ξεσπάσει η οργή του ενάντια «σε όλους τους βασανιστές, όλους τους καταπιεστές κι όλους τους εκμεταλλευτές της ανθρωπότητας — παπάδες, μονάρχες, κρατικούς, αξιωματούχους, στρατιωτικούς, δημόσιους κι ιδιωτικούς, χρηματιστές, κάθε λογής επίσημους, αστυνόμους, χωροφύλακες, δεσμοφύλακες και δήμιους, καπιταλιστές κι αγιογδύτες, συμβολαιογράφους και μεγαλοκτηματίες, δικηγόρους, οικονομολόγους, πολιτικούς κάθε απόχρωσης, μέχρι τον πιο μικρό εμποράκο που πουλάει ζαχαρωτά». Αλλά οι κύριοι θεσμοί της ανθρώπινης υποδούλωσης — «οι δυο εφιάλτες μου», όπως τους αποκαλεί — είναι η εκκλησία και το κράτος. Κάθε κράτος είναι το όργανο με το οποίο μια προνομιούχα μειονότητα έχει αποκτήσει εξουσία πάνω στην τεράστια πλειονότητα.
Και κάθε εκκλησία είναι πιστός σύμμαχος του κράτους στην καθυπόταξη της ανθρωπότητας. Σ” όλη την πορεία της ιστορίας, οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τη θρησκεία τόσο σα μέσο για να κρατήσουν τους ανθρώπους στην άγνοια όσο και σαν «ασφαλιστική δικλείδα» της ανθρώπινης εξαθλίωσης κι απογοήτευσης. Επιπλέον, η ίδια η ουσία της θρησκείας είναι ο υποβιβασμός της ανθρωπότητας προς μεγαλύτερη δόξα του θεού. «Όντας ο θεός το παν», γράφει ο Μπακούνιν, «ο πραγματικός κόσμος κι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. «Όντας ο θεός η αλήθεια, η δικαιοσύνη, το καλό, η ομορφιά, η δύναμη κι η ζωή, ο άνθρωπος είναι το ψέμα, η αδικία, το κακό, η ασχήμια, η αδυναμία, κι ο θάνατος. Όντας ο θεός ο αφέντης, ο άνθρωπος είναι δούλος». Συνακόλουθα, όχι λιγότερο απ’ το κράτος, η θρησκεία είναι η άρνηση της ελευθερίας και της ισότητας. Έτσι, αν ο θεός υπήρχε πραγματικά, καταλήγει ο Μπακούνιν αντιστρέφοντας ένα περίφημο απόφθεγμα του Βολταίρου, «θα έπρεπε να τον καταργήσουμε».
Ο Μπακούνιν κήρυξε έναν αδιάλλακτο πόλεμο ενάντια στην Εκκλησία και το Κράτος. Αν οι άνθρωποι θέλουν να είναι ελεύθεροι, πρέπει ν’ απαλλαγούν απ’ το διπλό ζυγό της θρησκευτικής και της κοσμικής εξουσίας. Για να το πετύχουν αυτό θα πρέπει ν’ αφυπνίσουν τις δυο «πιο πολύτιμες ιδιότητες», με τις οποίες είναι προικισμένοι: τη δύναμη της σκέψης και την επιθυμία της εξέγερσης. Η ίδια η ανθρώπινη ιστορία άρχισε με μια πράξη σκέψης κι εξέγερσης. Αν ο Αδάμ κι η Εύα υπάκουαν στο θεό, όταν τους απαγόρεψε ν’ αγγίξουν το δέντρο της γνώσης, η ανθρωπότητα θα ήταν καταδικασμένη σε αιώνια δουλεία. Όμως ο Σατανάς — «ο αιώνιος εξεγερμένος, το πρώτο ελεύθερο πνεύμα κι απελευθερωτής του κόσμου» — τους έπεισε να δοκιμάσουν τον καρπό της γνώσης και της ελευθερίας. Τα ίδια αυτά όπλα — η λογική κι η εξέγερση — πρέπει τώρα να στραφούν ενάντια στη θρησκεία και το κράτος. Και μόλις ανατραπούν, θ” ανατείλει μια νέα Εδέμ για την ανθρωπότητα, μια νέα εποχή ελευθερίας κι ευτυχίας.
Όμως το καθήκον της απελευθέρωσης, προειδοποιεί ο Μπακούνιν, δε θα είναι εύκολο. Γιατί έχει ήδη εμφανιστεί μια νέα τάξη που επιδιώκει να κρατήσει τις μάζες στην άγνοια, για να τις εξουσιάζει. Αυτοί οι επίδοξοι καταπιεστές είναι οι διανοούμενοι και πάνω απ’ όλους ο Μαρξ κι οι οπαδοί του «ιερείς της επιστήμης», χειροτονημένοι σε μια νέα προνομιούχα εκκλησία ανώτερης εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση των διανοούμενων, σύμφωνα με τον Μπακούνιν, δε θα “ταν λιγότερο καταπιεστική απ’ την κυβέρνηση των βασιλιάδων ή των παπάδων ή των ιδιοκτητών. Η διακυβέρνηση μιας μορφωμένης ελίτ, σαν τους χειρότερους θρησκευτικούς και πολιτικούς δεσποτισμούς του παρελθόντος, «δεν μπορεί παρά να είναι αδύναμη, γελοία, απάνθρωπη, σκληρή, καταπιεστική, εκμεταλλευτική, ολέθρια».
Μ’ αυτή την προειδοποίηση ο Μπακούνιν πρόβλεψε τη «νέα τάξη», μια ετικέτα που οι μεταγενέστεροι κριτικοί έμελλε να κολλήσουν στους κληρονόμους του Μαρξ στον 20ό αιώνα. Επιτέθηκε στους θεωρητικούς και τους ιδρυτές συστημάτων, που η λεγόμενη «επιστήμη της κοινωνίας» τους θυσίαζε την πραγματική ζωή στο βωμό σχολαστικών αφαιρέσεων. Αρνήθηκε να ξεφορτωθεί τις φαντασιώσεις της θρησκείας και της μεταφυσικής απλά και μόνο για να τις δει ν” αντικαθίστανται απ’ ότι θεωρούσε νέες φαντασιώσεις της ψευδο-επιστημονικής κοινωνιολογίας. Συνακόλουθα, διακήρυξε μιαν «εξέγερση της ζωής ενάντια στην επιστήμη ή μάλλον ενάντια στη διακυβέρνηση της επιστήμης». Γιατί η αληθινή αποστολή της επιστήμης και της μάθησης, επέμενε, δεν ήταν να κυβερνάνε τους ανθρώπους, αλλά να τους σώσουν απ” τη δεισιδαιμονία, το μόχθο και την αρρώστια. «Κοντολογής», γράφει στο θεός και Κράτος, «η επιστήμη είναι η πυξίδα της ζωής, όχι όμως η ίδια η ζωή». Πώς μπορεί όμως ν” αποφευχθεί αυτή η νέα μορφή δεσποτισμού; Ο Μπακούνιν απαντάει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν αφαιρεθεί η εκπαίδευση απ’ τη μονοπωλιακή αρπάγη των προνομιούχων τάξεων και γίνει προσιτή στον καθένα με ίσους όρους. Σαν το κεφάλαιο, η μάθηση πρέπει να πάψει ν’ αποτελεί κληρονομιά των λίγων και να γίνει κληρονομιά όλων «ώστε οι μάζες, παύοντας να είναι κοπάδια που τα οδηγούν και τα κουρεύουν οι προνομιούχοι παπάδες, να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους».
Αυτό ήταν το μεγάλο μήνυμα του «Θεός και Κράτος». Ωστόσο, δεν εκδόθηκε παρά το 1882, 6 χρόνια μετά το θάνατο του Μπακούνιν. Γιατί μόνον τότε βρήκαν, ανάμεσα στα χαρτιά του, αυτό το χειρόγραφο δυο πολύ γνωστοί αναρχικοί, ο Κάρλο Καφιέρο κι ο Ελυζέ Ρεκλΰ, που ήταν στενά συνδεμένοι μαζί του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν η ελευθεριακή θεωρία του γνώρισε την πιο πλήρη της άνθηση. Το χειρόγραφο τελειώνει στη μέση μιας πρότασης κι ο Καφιέρο κι ο Ρεκλύ, όπως διηγούνται στον Πρόλογό τους, πιστεύοντας ότι είναι μέρος ενός γράμματος ή έκθεσης, αναλάβανε να ψάξουν για να βρουν το υπόλοιπο. Οι προσπάθειες τους, όμως, υπήρξαν μάταιες κι έτσι εκδώσανε το κουτσουρεμένο κείμενο στη Γενεύη, με μορφή μπροσούρας, δίνοντας του τον τίτλο Θεός και Κράτος, με τον οποίο έμελλε να γίνει γνωστό. Δεν υποπτεύθηκαν — ούτε έμαθαν ποτέ — ότι το χειρόγραφο ήταν στην πραγματικότητα ένα αδημοσίευτο κομμάτι του έργου «Η Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία κι η Κοινωνική Επανάσταση», ενός έργου φιλόδοξου για το οποίο ο Μπακούνιν δούλεψε απ’ το 1870 ώς το 1872, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει.
Η «Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία» — ο τίτλος πηγάζει απ’ την ανίερη συμμαχία ανάμεσα στο Ρώσικο και το Γερμανικό εξουσιαστισμό, που στόχευε στην ανακοπή της κοινωνικής προόδου — είναι μια απ’ τις πιο μακρόχρονες και πιο σημαντικές συγγραφικές προσπάθειες του Μπακούνιν. Ο ίδιος την ονόμασε η «διαθήκη μου» κι αφιέρωσε σημαντική δραστηριότητα στη σύνθεσή της, που κάλυπτε, μ’ ένα χαρακτηριστικά ασύνδετο τρόπο, μια πλατιά ποικιλία θεμάτων, απ’ την ιστορία και την πολιτική ως τη μεταφυσική και τη θρησκεία. Το Α’ Μέρος, που γράφτηκε με φόντο το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο, ασχολείται βασικά με την αντίσταση των Γάλλων στο Γερμανικό ιμπεριαλισμό, κι εκδόθηκε με μορφή μπροσούρας το 1871. Αυτό που οι Καφιέρο και Ρεκλύ ονόμασαν «Θεός και Κράτος», ήταν ένα κομμάτι απ’ το αδημοσίευτο κι ανολοκλήρωτο Β’ Μέρος, το οποίο ο Μπακούνιν είχε ονομάσει «Οι Ιστορικές Σοφιστείες της Δογματικής Σχολής του Κομμουνισμού», που πέρα απ’ το ότι είναι άβολος, ελάχιστη μόνο σχέση έχει με το περιεχόμενό του.
Το τμήμα «Θεός και Κράτος», γράφτηκε, όπως ξέρουμε απ’ το ημερολόγιο του Μπακούνιν, το Φλεβάρη-Μάρτη του 1871, την παραμονή της Παρισινής Κομμούνας, μερικά όμως απ’ τα θέματά του — ιδίως η ιδέα πως η κυβέρνηση κι η θρησκεία συνεργάζονταν ανέκαθεν για να κρατάνε τους ανθρώπους αλυσοδεμένους — μπορούν να επισημανθούν στο αδημοσίευτο τότε δοκίμιο του Μπακούνιν «Φεντεραλισμός, Σοσιαλισμός, Αντιθεολογισμός» (που γράφτηκε στα 1867) κι έμελλε να εμφανιστούν ξανά στην πολεμική του με τον Τζουζέπε Ματσίνι, μετά την πτώση της Κομμούνας το Μάη του 1871.
Μέσα σε σύντομο διάστημα, μετά την πρώτη έκδοση των Καφιέρο και Ρεκλύ, το «Θεός και Κράτος» έγινε το πιο πλατιά γνωστό έργο του Μπακούνιν, μια διάκριση που, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, εξακολουθεί ν’ απολαμβάνει. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανόμενης της Αγγλικής, της Γαλλικής, της Γερμανικής, της Ολλανδικής, της Ιταλικής, της Ισπανικής, της Ρώσικης, της Πολωνικής, της Τσέχικης, της Ρουμάνικης και της Εβραϊκής. Η πρώτη αγγλική μετάφραση, απ’ τον αναρχικό Μπέντζαμιν Τάκερ, εμφανίστηκε στη Βοστώνη το 1883, ένα σχεδόν χρόνο μετά την πρωτότυπη γαλλική έκδοση. Η μετάφραση του Τάκερ έπασχε όμως από μια σειρά μειονεκτημάτων: Οι Καφιέρο και Ρεκλύ όχι μόνο είχαν αλλάξει το κείμενο του Μπακούνιν σε μερικά σημεία, για να κάνουν τα Γαλλικά του πιο στρωτά και να τους δώσουν μια πιο λογοτεχνική ποιότητα, αλλά είχαν μεταθέσει αρκετές παραγράφους και σε ορισμένα σημεία παρερμήνευσαν το νόημα, καθώς δεν καταλάβαιναν το γραφικό χαρακτήρα του Μπακούνιν, που ήταν τόσο χαοτικός όσο και τα’ άλλα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Όταν το πρώτο σωστό γαλλικό κείμενο εκδόθηκε στα 1908, το ακολούθησε μια νέα αγγλική έκδοση, που εμφανίστηκε στο Λονδίνο το 1910. Αυτή ήταν βασικά η μετάφραση του Τάκερ, αναθεωρημένη ώστε ν’ ανταποκρίνεται στο κείμενο του Μπακούνιν, δηλαδή, χωρίς τις αλλαγές των Καφιέρο-Ρεκλύ. Μια άλλη έκδοση, που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Mother Earth της Έμμα Γκόλντμαν στα 1916, ήταν ίδια με την έκδοση του Λονδίνου, αν εξαιρέσεις μερικές επουσιώδεις διαφορές στη φρασεολογία και τη στίξη.
Ενώ το κομμάτι «Θεός και Κράτος» εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1882, το πλήρες κείμενο της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας» — Μέρη Α” και Β’ με δυο πρόσθετα κομμάτια και το υπόλοιπο μιας τεράστιας σημείωσης — θα εμφανιστεί τελικά στην εξάτομη γαλλική έκδοση των απάντων του Μπακούνιν (1895-1913), που εκδώσανε ο κορυφαίος αναρχικός ιστορικός Μαξ Νετλώ (Τόμος Α’) κι ο Τζέημς Γκιγιώμ (Τόμος Β” και ΣΤ’) πιστός Ελβετός οπαδός του Μπακούνιν. Ολόκληρο το Β’ Μέρος της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας» καταλαμβάνει τις σελίδες 9-177 του τόμου Γ’, του οποίου οι σελίδες 18-131 περιέχουν το σωστό κείμενο αυτό που ο Καφιέρο κι ο Ρεκλύ εκδώσανε με τίτλο «Θεός και Κράτος». Οι σελίδες 9-17 είναι εισαγωγικά σχόλια μικρής σημασίας, ενώ οι υπόλοιπες (132-177) είναι η συνέχεια μιας επίθεσης του Μπακούνιν εναντίον του Γάλλου φιλελεύθερου φιλόσοφου Βικτόρ Κουζέν (1792-1867), που αρχίζει στην τελευταία σελίδα του «Θεός και Κράτος». (6) Ο Κουζέν ήταν ο ιδρυτής της «εκλεκτικιστικής» σχολής και, όπως δείχνει τ” όνομα, είχε προσεγγίσει μια πλατιά ποικιλία θεωριών στην προσπάθεια, που ο Μπακούνιν θεωρούσε παράλογη, ν’ αποδείξει την ύπαρξη του Θεού και να δικαιολογήσει την ύπαρξη του κράτους.
Η συνέχεια του «Θεός και Κράτος» αποτελείται από 13 αριθμημένες παραγράφους, πλαισιωμένες με κριτικά σχόλια και σημειώσεις, όπου συνοψίζονται κι ανασκευάζονται οι θεωρίες του Κουζέν. Η 13η παράγραφος σταματάει στη μέση μιας πρότασης που το τέλος της δε βρέθηκε ποτέ. Ωστόσο, προς το τέλος, υπάρχει η αρχή μιας σημείωσης, που κι αυτή κόβεται στη μέση μιας πρότασης, αλλά που το υπόλοιπο της όμως ανακαλύφθηκε απ’ τον Μαξ Νετλώ κι εκδόθηκε (καλύπτει κάπου 60 σελίδες) στον Α’ Τόμο των απάντων του Μπακούνιν. Δυστυχώς, ο Νετλώ έδωσε σ’ αυτή τη σημείωση τον τίτλο «Θεός και Κράτος», αυξάνοντας έτσι τη σύγχυση, γιατί όταν οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρονται στο «Θεός και Κράτος» είναι μερικές φορές δύσκολο να καταλάβεις αν εννοούν τη σημείωση του Νετλώ ή το περίφημο ομώνυμο δοκίμιο.
Ο Νετλώ, προφανώς, διάλεξε αυτό τον τίτλο, γιατί η σημείωση επεξεργάζεται μια παράγραφο απ” το Θεός και Κράτος όπου ο Ρουσσώ καταγγέλλεται σαν «προφήτης του συνταγματικού μοναρχικού κράτους» και «πραγματικός δημιουργός της σύγχρονης αντίδρασης». Περνώντας ξανά στην επίθεση, ο Μπακούνιν απορρίπτει τη Ρουσσωϊκή ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου — με το οποίο οι άνθρωποι παραδίνουν ένα μέρος της ελευθερίας τους στο κράτος με αντάλλαγμα την ασφάλεια και την αρμονία — σαν επαίσχυντη φαντασίωση και πρόσχημα τυραννίας. Αρνείται να δεχτεί ακόμα και τον παραμικρό περιορισμό της ανθρώπινης ελευθερίας. «Κάθε υποδούλωση των ανθρώπων», γράφει, «είναι ταυτόχρονα περιορισμός της δικής μου ελευθερίας». «Είμαι ελεύθερος άνθρωπος μόνο στο μέτρο που αναγνωρίζω την ανθρωπιά και την ελευθερία όλων των ανθρώπων γύρω μου. Όταν σέβομαι την ανθρωπιά τους, σέβομαι τη δική μου». Επιπλέον, το κοινωνικό συμβόλαιο, ενώ αναγνωρίζει το άτομο και το κράτος, παραβλέπει την κοινωνία, που για τον Μπακούνιν είναι ο «φυσικός τρόπος ζωής ανθρώπων που ζούνε μαζί».
Πέρα απ” τη συνέχεια του «Θεός και Κράτος» και τη σημείωση για τον Ρουσσώ, υπάρχουν 2 ακόμα κομμάτια της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας», που δεν εκδόθηκαν παρά πολύ μετά το θάνατο του Μπακούνιν. Το πρώτο απ” αυτά είναι ένα χαλαρά δεμένο «Παράρτημα» με τον πομπώδικο τίτλο «Φιλοσοφικοί Στοχασμοί πάνω στο Θεϊκό Φάντασμα, τον Πραγματικό Κόσμο και τον Άνθρωπο». Γραμμένο το φθινόπωρο του 1870, χωρίζεται σε 5 μέρη: α) Το Σύστημα του Κόσμου, β) Η Ευφυΐα κι η Βούληση του Ανθρώπου, γ) Ζωικότητα και Ανθρωπότητα, δ) Θρησκεία και ε) Φιλοσοφία και Επιστήμη. (7) Το δεύτερο, που ονομάστηκε «Ένα Δοκίμιο ενάντια στον Μαρξ», γράφτηκε το Νοέμβρη-Δεκέμβρη 1872, λίγο μετά το Συνέδριο της Α” Διεθνούς στη Χάγη, όπου η σύγκρουση ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν έφτασε σ’ ένα δραματικό αποκορύφωμα, που κατέληξε στην αποπομπή του δεύτερου απ’ την οργάνωση. Συνακόλουθα, δε θα πρέπει να προκαλεί κατάπληξη το ότι επιτέθηκε, στη συνέχεια, με τόση βιαιότητα ενάντια στον Μαρξ. Ο Μπακούνιν τον κατηγορεί σα «δικτάτορα της Διεθνούς» και συγκρίνει τη λατρεία του για το κράτος και τη συγκεντρωτική εξουσία μ’ εκείνη του Γερμανού συμπατριώτη του Βίσμαρκ. Ο Μαρξ, λέει, ωθούμενος απ’ την Τευτονική ροπή του για κυριαρχία, ξέχασε τα ίδια τα συγκλονιστικά του λόγια απ’ το πρόγραμμα της Διεθνούς: «Η χειραφέτηση των εργατών είναι έργο των ίδιων των εργατών». (8)
Όταν ο Μπακούνιν έγραψε αυτό το τελευταίο κομμάτι της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας», του έμεναν λιγότερα από 4 χρόνια ζωής. Αλλά στις επερχόμενες γενιές, οι οπαδοί του θα συνέχιζαν να κηρύσσουν το αναρχικό του μήνυμα και να εξαπολύουν μύδρους ενάντια στους εκπρόσωπους του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Ξανά και ξανά προειδοποιούσαν ότι η πολιτική εξουσία είναι ολέθρια, ότι διαφθείρει όσους την ασκούν, ότι η κάθε λογής κυβέρνηση καταπνίγει το επαναστατικό πνεύμα των ανθρώπων και τους στερεί την ελευθερία τους. Σαν τον Μπακούνιν, πριν απ’ αυτούς, ζητούσαν την ανατροπή του κράτους και της εκκλησίας, μέσα απ’ τα ερείπια των οποίων προβλέπανε την ανάδυση μιας Χρυσής Εποχής δικαιοσύνης κι ισότητας, μιας φωτεινής περιόδου ελευθερίας, όπου οι άνθρωποι θα διευθύνανε τις ίδιες τους τις υποθέσεις, δίχως την παρέμβαση οποιασδήποτε αρχής.
Πωλ Άβριτς
Ν. Υόρκη – Γενάρης 1970
Σημειώσεις
1. Ε.Lampert, Studies in Rebellion (London, 1957), ρ. 118.
2. Ε. Η. Carr, Michael Bakunin (Ν. Υork, 1961), ρ. 196.
3. Iu.M.Steclov, Mikhail Aleksandrovich Bakunin, 4 νols. (Moscow, 1926-1927), 111,112.
4. Carr, Michael Bakunin, ρ. 175.
5. Μ. Α. Bakunin, Οevres, 6 νοl. (Paris, 1895-1913), II, 399. Steclov, Mikhail Aleksandrovich Bakunin, Ι, 189.
6. Οevres, Ι, 264-326. Ολόκληρη η «Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία», το Β’ Μέρος, συμπεριλαμβανόμενου και του «Θεός και Κράτος», η συνέχεια για τον Κουζέν κι η μεγάλη σημείωση εκδόθηκαν μαζί σ” ένα τόμο της Ρώσικης έκδοσης των απάντων του Μπακούνιν: Izbrannyc sochineniia (Πετρούπολη, 1922) II, 123-264.
7. Οevres, III, 179-405. Για μια περίληψη με αποσπάσματα στα Αγγλικά, βλ. K.J.Kenafic, Michael Bakunin and Kalr Marx (Μelbourne, 1948) ρρ. 331
8. Οevres IV, 397-510. Archives Bakuni (Leiden, 1965), II, 169-219.
* Περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση των εκδόσεων «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα 1986, σε μετάφραση Νίκου Β.Αλεξίου-Αντώνη Γκίκα, σελ. 7-16.
Θεός και κράτος
Του Μιχαήλ Μπακούνιν
{…} Στο όνομα, λοιπόν, τούτου του πλάσματος της φαντασίας που ονομάζεται συνήθως συλλογικό συμφέρον, συλλογικό δικαίωμα ή συλλογική βούληση και συλλογική ελευθερία, οι γιακωβίνοι αμπαολουτιστές(4), οι επαναστάτες της σχολής του Ζαν-Ζακ Ρουσό και του Ροβεσπιέρου, προβάλλουν την απειλητική και απάνθρωπη θεωρία του απόλυτου δικαιώματος του κράτους, ενώ οι μοναρχικοί αμπσολουτιστές το στηρίζουν με πολύ περισσότερη λογική συνέπεια πάνω στη Θεία Χάρη. Οι δογματικοί φιλελεύθεροι^, εκείνοι τουλάχιστον απ” αυτούς που παίρνουν τις φιλελεύθερες θεωρίες στα σοβαρά, ξεκινούν από την αρχή της ατομικής ελευθερίας και προβάλλονται, πρώτα πρώτα, όπως είναι γνωστό, σαν αντίπαλοι της αρχής του κράτους. Αυτοί είπανε πρώτοι ότι η κυβέρνηση, δηλαδή το σώμα των λειτουργών που είναι οργανωμένο με τον άλφα ή βήτα τρόπο και είναι επιφορτισμένο ειδικά με το ν” ασκεί τη δραστηριότητα του κρότους, ήταν αναγκαίο κακό, και ότι όλος ο πολιτισμός ήταν το ακόλουθο: να περιορίζουμε ολοένα τις δικαιοδοσίες και τα δικαιώματά τους. Κι όμως, βλέπουμε ότι στην πράξη, όλες τις φορές που η ύπαρξη του κρότους απειλείται στα σοβαρά, οι δογματικοί φιλελεύθεροι αναλαμβάνουν την υπεράσπιση του απόλυτου δικαιώματος του κρότους με όχι λιγότερο φανατισμό απ” τους μοναρχικούς και τους γιακωβίνους αμπσολουτιστές.Η λατρεία τους, λοιπόν, για το κρότος, που φαινομενικά τουλάχιστον είναι διαμετρικά αντίθετη με τις φιλελεύθερες αρχές τους, εξηγείται με δυο τρόπους: πρακτικά πρώτα πρώτα, με βάση τα ταξικά τους συμφέροντα, αφού οι δογματικοί φιλελεύθεροι ανήκουν στη μεγάλη τους πλειονότητα στην αστική τάξη. Η τόσο πολυάνθρωπη και τόσο αξιοσέβαστη αυτή τάξη δε θα επιθυμούσε τίποτα περισσότερο από το να δώσει στον εαυτό της το δικαίωμα, ή μάλλον το προνόμιο, της πιο πλήρους αναρχίας· ολόκληρη η κοινωνική της οικονομία, η πραγματικά βάση της πολιτικής της ύπαρξης, δεν έχει όπως ξέρουμε νόμο άλλον από την αναρχία, που διατυπώνεται με τα παρακάτω λόγια που έχουν γίνει περίφημα: «laissez faire et laissez passer» (6).
Αγαπά, όμως, την αναρχία αυτήν μόνο για τον εαυτό της και υπό τον όρο ότι οι μάζες, «που παραείναι αμαθείς για να την χαρούν δίχως να της κάνουν κατάχρηση», θα μένουν υποταγμένες στην πιο στυγνή πειθαρχία του κράτους. Γιατί αν οι μάζες, έχοντας κουραστεί να δουλεύουν για άλλους, ξεσηκώνονταν, θα κλονιζόταν πέρα για πέρα η πολιτική και κοινωνική ύπαρξη της αστικής τάξης. Βλέπουμε ακόμα, παντού και πάντοτε, ότι, όταν σαλεύει η μάζα των εργαζομένων, οι πιο φλογεροί φιλελεύθεροι αστοί ξαναγίνονται ευθύς οι πιο φανατικοί υπέρμαχοι της παντοδυναμίας του κράτους. Κι αφού η κινητοποίηση των λαϊκών μαζών γίνεται σήμερα ένα κακό που ολοένα και χειροτερεύει και χρονίζει, βλέπουμε τους φιλελεύθερους αστούς, ακόμα και στις πιο ελεύθερες χώρες, να μεταστρέφονται ολοένα και περισσότερο και να λατρεύουν την απόλυτη εξουσία.
Δίπλα σ” αυτό τον πρακτικό λόγο, υπάρχει κι ένας άλλος, δεωρητικός, που σπρώχνει κι αυτός τους πιο ειλικρινείς φιλελεύθερους να στρέφονται πάντα προς τη λατρεία του κράτους. Είναι και ονομάζονται φιλελεύθεροι γιατί παίρνουν για βάση και για αφετηρία της θεωρίας τους την ελευθερία του ατόμου· και ακριβώς γιατί έχουν αυτή την αφετηρία ή αυτή τη βάση, οφείλουν μοιραία να φτάσουν να παραδεχτούν το απόλυτο δικαίωμα του κράτους.
Η ελευθερία του ατόμου δεν είναι καθόλου, σύμφωνα μ” αυτούς, ένα δημιούργημα, ένας ιστορικός καρπός της κοινωνίας. Υποστηρίζουν ότι είναι προγενεότερη από κάθε κοινωνία, και ότι κάθε άνθρωπος την φέρνει μαζί του από γεννησιμιού του, μαζί με την αθάνατη ψυχή του, σα Θείο δώρο. “ Επεται απ” αυτό ότι ο άνθρωπος είναι κάτι, αν δεν είναι και ολοκληρωτικά ο εαυτός του, ένα ον ολοκληρωμένο και, κατά κάποιον τρόπο, απόλυτο, μόνον έξω απ” την κοινωνία. «Οντας ελεύθερος προγενέστερα και έξω απ” την κοινωνία, σχηματίζει αναγκαστικά την κοινωνία με μιαν ηθελημένη πράξη και με ένα είδος συμβολαίου, είτε ενστικτώδους και σιωπηρού, είτε κατόπιν σκέψης και τυπικού. Κοντολογίς, μέσα σ” αυτή τη θεωρία, δεν είναι η κοινωνία που δημιουργεί τα άτομα, αλλά απεναντίας είναι τα άτομα που δημιουργούν την κοινωνία, γιατί τα αναγκάζει να το κάνουν αυτό μια εξωτερική αναγκαιότητα όπως η εργασία και ο πόλεμος.
Βλέπουμε ότι, για τη θεωρία αυτή, η κοινωνία με όλη τη σημασία της λέξης δεν υπάρχει- η φυσική ανθρώπινη κοινωνία, η πραγματική αφετηρία κάθε ανθρώπινου πολιτισμού, το μοναδικό περιβάλλον που μέσα του μπορούν πραγματικά να γεννηθούν και ν” αναπτυχτούν η προσωπικότητα και η ελευθερία των ανθρώπων, είναι, για τη θεωρία αυτή, ολότελα άγνωστη. Αναγνωρίζει, απ” τη μια μεριά, μόνο τα άτομα, όντα που υπάρχουν από μόνα τους και που είναι ελεύθερα από μόνα τους, και, απ” την άλλη, τούτη τη συμβατική κοινωνία, που την σχηματίζουν αυθαίρετα τα άτομα αυτά και θεμελιώνεται σ” ένα συμβόλαιο είτε τυπικό είτε σιωπηρό, δηλαδή το κράτος. (Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι κανένα ιστορικό κράτος δεν είχε ποτέ για βάση του ένα συμβόλαιο και ότι όλα θεμελιώθηκαν με τη βία και με την κατάκτηση. Αυτό, όμως, το πλάσμα της φαντασίας που λέγεται ελεύθερο συμβόλαιο κι αποτελεί όπως λένε τη βάση του κράτους, τους είναι απαραίτητο και συμφωνούν πάνω σ” αυτό δίχως πολλές πολλές κουβέντες).
Τα ανθρώπινα άτομα, που η μάζα τους ενώνεται μ” ένα συμβόλαιο και σχηματίζει το κράτος, μοιάζουν, στη θεωρία αυτή, με όντα ολότελα ιδιόρρυθμα και γεμάτα αντιφάσεις. Με δωρισμένα στο καθένα τους μιαν αθάνατη ψυχή και μιαν έμφυτη ελευθερία ή μιαν έμφυτη ελεύθερη βούληση, είναι, από τη μια μεριά, όντα άπειρα, απόλυτα και σαν τέτοια αυτοτελή, όντα δι” εαυτά, αυτάρκη και που δεν έχουν ανάγκη από κανέναν, ούτε καν απ” το Θεό αν δούμε αυστηρά φιλοσοφικά τα πράγματα, γιατί αφού είναι άπειρα και αθάνατα, είναι τα ίδια Θεοί. Από μιαν άλλη μεριά, όμως, είναι πλάσματα χονδροειδέστατα υλικά, αδύναμα, ατελή, πεπερασμένα και απόλυτα εξαρτημένα από την εξωτερική φύση που μέσα της ζουν, που τα περιβάλλει και, στο τέλος, αργά ή γρήγορα, τα παίρνει μέσα της. Αν τα δούμε από την πρώτη σκοπιά, έχουνε τόσο λίγο ανάγκη απ” την κοινωνία ώστε αυτή η τελευταία παρουσιάζεται μάλλον σαν εμπόδιο στην εκπλήρωση της πληρότητας της ύπαρξής τους, στην τέλεια ελευθερία τους.
Είδαμε ακόμα, από τις απαρχές του χριστιανισμού και μετά, ανθρώπους άγιους και αδιάφθορους που, έχοντας πάρει στα σοβαρά την αθανασία και τη σωτηρία των ψυχών τους, έσπασαν τους δεσμούς τους με την κοινωνία και, αποφεύγοντας κάθε συναναστροφή με ανθρώπους, γύρεψαν στη μοναξιά να βρουν την τελειότητα, την αρετή και το Θεό. Είδαν δικαιολογημένα, λογικά συνεπέστατα, την κοινωνία σαν πηγή διαφθοράς και την απόλυτη απομόνωση της ψυχής σαν αναγκαίο όρο για την ύπαρξη όλων των αρετών. Αν μερικές φορές βγήκαν από τη μοναξιά τους, αυτό δεν έγινε ποτέ από ανάγκη αλλά από γενναιοδωρία, από χριστιανική φιλανθρωπία απέναντι στους ανθρώπους που, εξακολουθώντας να διαφθείρονται μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, είχαν ανάγκη από τις νουθεσίες τους, από τις προσευχές κι από την καθοδήγησή τους. Αυτό γινόταν πάντα για να σώσουν τους άλλους, και ποτέ για να σωθούν οι ίδιοι και να τελειοποιήσουν τον εαυτό τους. Απεναντίας, διακινδύνευαν να χάσουν τις ψυχές τους γυρίζοντας πάλι στην κοινωνία αυτήν από την οποία είχανε φύγει με φρίκη, αφού την είχαν δει σαν το σχολειό όλων των διαφθορών· ευθύς μόλις ολοκλήρωναν το άγιό τους έργο ξαναγύριζαν το ταχύτερο δυνατό στην έρημό τους για να ξανατελειοποιηθούν, πάλι απ” την αρχή, με μέσο την αδιάκοπη περισυλλογή πάνω στην ατομική τους ύπαρξη, στη μοναχική τους ψυχή, παρουσία μόνο του Θεού.
Αυτό είναι ένα παράδειγμα για όλους εκείνους που πιστεύουν και σήμερα ακόμα στην αθανασία της ψυχής, στην έμφυτη ελευθερία ή στην ελεύθερη βούληση, το οποίο παράδειγμα θα “ πρεπε να μιμηθούν αν ήθελαν έστω και λίγο να σώσουν την ψυχή τους, και το οποίο θα τους προετοίμαζε όπως πρέπει για την αιώνια ζωή. Το ξαναλέω για μιαν ακόμα φορά: οι αναχωρητές άγιοι που εξαιτίας της απομόνωσής τους έφτασαν σε πλήρη ηλιθιότητα, ήταν ολότελα λογικοί. Απ” τη στιγμή που η ψυχή είναι αθάνατη, δηλαδή από την ίδια της την ουσία άπειρη, ελεύθερη και αυθύπαρκτη, οφείλει να είναι και αυτάρκης. Αυτά που θα μπορούσαν να συμπληρωθούν αμοιβαία είναι τα παροδικά, περιορισμένα και πεπερασμένα όντα- το άπειρο δεν μπορεί να συμπληρωθεί. Απεναντίας, αν το άπειρο ον συναντήσει κάποιο άλλο άπειρο ον που δεν είναι ο εαυτός του, αισθάνεται να το περιορίζουν και επομένως οφείλει να φύγει, να αγνοήσει, ο,τιδήποτε δεν είναι ο εαυτός του. Όπως είπα παραπάνω, αν μιλήσουμε αυστηρά λογικά, η αθάνατη ψυχή θα “ πρεπε να μπορεί να μην έχει ανάγκη ούτε απ” τον ίδιο το Θεό.
“ Ενα ον άπειρο από μόνο του δεν μπορεί ν” αναγνωρίσει κάποιο άλλο ον, ισότιμο του, στο πλάι του, ούτε ακόμα κάποιο ον που θα “ ναι ανώτερο του και θα βρίσκεται από πάνω του. Κάθε ον που θα ήταν εξίσου με κείνο το ίδιο άπειρο, και που θα ήταν διαφορετικό από κείνο το ίδιο, θα του έθετε ένα όριο και κατά συνέπεια θα το έκανε ον πεπερασμένο και καθορισμένο. Αν αναγνώριζε ένα ον εξίσου άπειρο με κείνην, κι έξω από κείνην, η αθάνατη ψυχή θα αναγνώριζε υποχρεωτικά τον εαυτό της σαν ον πεπερασμένο. Γιατί το άπειρο δεν είναι στην πραγματικότητα άπειρο παρά μόνον αν αγκαλιάζει τα πάντα χωρίς ν” αφήνει τίποτα έξω απ” αυτό το ίδιο. Επιπλέον: ένα άπειρο ον δεν μπορεί και δεν πρέπει ν” αναγνωρίζει για ανώτερο του κάποιο άλλο άπειρο ον. Το άπειρο δεν αποδέχεται τίποτα σχετικό, τίποτα συγκριτικό· οι εκφράσεις, λοιπόν, «ανώτερο άπειρο» και «κατώτερο άπειρο» είναι παραλογισμοί. Παραλογισμός ακριβώς είναι και ο Θεός. Η θεολογία που έχει το προνόμιο να “ναι παράλογη και που πιστεύει σ” αυτά τα πράγματα ακριβώς γιατί είναι παράλογα, τοποθέτησε πάνω απ” τις αθάνατες και κατά συνέπεια άπειρες ανθρώπινες ψυχές, το ανώτερο άπειρο, το απόλυτο άπειρο του Θεού. Για να διορθώσει, όμως, το σφάλμα της, δημιούργησε το πλάσμα της φαντασίας που λέγεται Σατανάς, που αντιπροσωπεύει ακριβώς την εξέγερση ενός άπειρου όντος εναντίον της ύπαρξης ενός απόλυτου άπειρου, εναντίον του Θεού. Κι όπως ακριβώς ο Σατανάς εξεγέρθηκε εναντίον του ανώτερου άπειρου του Θεού, έτσι και οι αναχωρητές άγιοι του χριστιανισμού, όντας υπερβολικά ταπεινοί για να εξεγερθούν εναντίον του Θεού, εξεγείρονται εναντίον του ίσου άπειρου των ανθρώπων, εναντίον της κοινωνίας.
Διακήρυξαν ευλογοφανέστατα ότι δεν είχαν ανάγκη από την κοινωνία για να σωθούν κι ότι αφού εξαιτίας ενός αλλόκοτου πεπρωμένου ήτανε άπειρα (…) και εκθρονισμένα, η κοινωνία του Θεού, η περισυλλογή τους παρουσία τούτου του απόλυτου άπειρου, τους ήταν αρκετή. Και, το ξαναλέω, αποτελούν ένα παράδειγμα προς μίμηση για όλους εκείνους που πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής. Γιατί αν δούμε απ” αυτή τη σκοπιά τα πράγματα, η κοινωνία μπορεί να τους προσφέρει μόνο τη σίγουρη απώλεια. Πράγματι, τί προσφέρει η κοινωνία στους ανθρώπους; Υλικά πλούτη πρώτα απ” όλα που μπορούν να παραχτούν σε ποσότητα ικανοποιητική μόνο με τη συλλογική δουλειά. Για όποιον, όμως, πιστεύει σε μιαν αιώνια ζωή, τα πλούτη αυτά δε θα “ πρεπε να “ταν αντικείμενο περιφρόνησης; Ο Ιησούς Χριστός είπε στους μαθητές του: «Μη θησαυρίζετε σ” αυτή τη γή, γιατί όπου είναι τα πλούτη σας εκεί είναι κι η καρδιά σας», – και μιαν άλλη φορά είπε: «Ευκολότερο είναι να περάσει χοντρό σκοινί (κάμηλος) από μια τρύπα βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών». (Πάντα φαντάζομαι τι μούτρα θα πρέπει να κάνουν οι ευσεβείς και πλούσιοι αστοί προτεστάντες της Αγγλίας, της Αμερικής, της Γερμανίας και της Ελβετίας όταν διαβάζουν τούτες τις τόσο κατηγορηματικές και τόσο δυσάρεστες γι» αυτούς φράσεις).
Ο Ιησούς Χριστός έχει δίκιο: τα υλικά πλούτη και η σωτηρία των αθάνατων ψυχών, είναι απολύτως ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα. Και τότε, όσο λίγο κι αν πιστεύει κανείς πραγματικά στην αθανασία της ψυχής, δε θα “ταν καλύτερα να παραιτηθεί απ” τις ανέσεις και την πολυτέλεια που δίνει η κοινωνία και να τρέφεται με ρίζες όπως έκαναν οι αναχωρητές σώζοντας έτσι για την αιωνιότητα την ψυχή τους, παρά να την χάσει εξαιτίας λίγων δεκάδων χρόνων γεμάτων υλικές απολαύσεις; Ο λογαριασμός αυτός είναι τόσο απλός, τόσο ολοφάνερα σωστός, ώστε μας υποχρεώνει να σκεφτούμε ότι οι ευσεβείς και πλούσιοι αστοί, τραπεζίτες, βιομήχανοι και έμποροι, που κάνουν τόσο εξαιρετικές δουλειές με τα μέσα που όλοι γνωρίζουμε, μολονότι έχουν πάντα στο στόμα τους τα λόγια του Ευαγγελίου, δε λογαριάζουν καθόλου την αθανασία της ψυχής τους και την παραχωρούν γενναιόδωρα στο προλεταριάτο, κρατώντας ταπεινά για τον εαυτό τους τούτα τα θλιβερά υλικά αγαθά που σωρεύουν πάνω σ” αυτή τη γη.
Πέρα απ” τα υλικά αγαθά, τί άλλο προσφέρει η κοινωνία; Τις σαρκικές, ανθρώπινες, επίγειες απολαύσεις, τον πολιτισμό και την πνευματική καλλιέργεια, πράγματα όλα τους πολύ σημαντικά από την πρόσκαιρη και επίγεια σκοπιά των ανθρώπων, μα που μπροστά στην αιωνιότητα, μπροστά στην αθανασία, μπροστά στο Θεό είναι μηδαμινά. Μήπως η πιο μεγάλη ανθρώπινη σοφία δεν είναι σκέτη ανοησία μπροστά στο Θεό;
Ένας θρύλος της Ανατολικής Εκκλησίας ιστορεί ότι δυο αναχωρητές άγιοι απομονώθηκαν με τη θέλησή τους σ” ένα ερημονήσι για μερικές δεκεετίες, έμεναν μακριά ακόμα κι ο ένας απ” τον άλλον και περνούσαν νύχτα και μέρα με περισυλλογή και προσευχή, μέχρι που στο τέλος έφτασαν στο σημείο να λησμονήσουν ακόμα και το να μιλούν απ” όλο τους το παλιό λεξιλόγιο, είχαν κρατήσει μόνο τρεις τέσσερις λέξεις που, αν τις έβαζες τη μια δίπλα στην άλλη, δεν είχαν κανένα νόημα, μα που μπροστά στο Θεό εκφράζανε τους πιο έξοχους πόθους της ψυχής τους. Φυσικά, τρέφονταν με ρίζες όπως τα φυτοφάγα ζώα. Απ” τη σκοπιά των ανθρώπων, οι δυο αυτοί άνθρωποι ήταν ηλίθιοι ή παλαβοί, μα απ” τη σκοπιά του Θεού, απ” τη σκοπιά της πίστης στην αθανασία της ψυχής, δείχτη- καν υπολογιστές πολύ πιο έξυπνοι από το Γαλιλέο και το Νεύτωνα. Γιατί θυσίασαν μερικές δεκαετηρίδες επίγειας ευημερίας και εγκόσμιων απολαύσεων για να κερδίσουν την αιώνια ευδαιμονία και το Θείο πνεύμα.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι παρόλο που ο άνθρωπος κατέχει σα Θείο δώρο μιαν αθάνατη ψυχή, και ένα έμφυτο σ” αυτήν άπειρο και μιαν έμφυτη σ” αυτήν ελευθερία, είναι ένα ον κατεξοχήν αντικοινωνικό. Αν ήταν πάντοτε σώφρονας, αν αποκλειστικό του μέλημα ήταν η αιώνια ζωή, θα είχε την εξυπνάδα να περιφρονήσει όλα τα υλικά αγαθά, όλα τα αισθήματα κι όλες τις ματαιότητες πάνω σε τούτη τη γη, δε θα “χε βγει ποτέ από τούτη την κατάσταση της αθωότητας ή της θεϊκής ηλιθιότητας και δε θα “χε σχηματίσει ποτέ κοινωνία. Κοντολογίς, ο Αδάμ και η Εύα δε θα “ χαν γευτεί ποτέ τον καρπό του δέντρου της γνώσης και θα “χαμε ζήσει όλοι σαν τα ζώα σε τούτον τον επίγειο Παράδεισο που ο Θεός μας είχε δώσει για να ζήσουμε. Απ” τη στιγμή, όμως, που οι άνθρωποι προτίμησαν τη γνώση, τον εκπολιτισμό, τον εξανθρωπισμό τους, τη σκέψη, ττ]ν ομιλία και την απόλαυση των υλικών αγαθών, υποχρεώθηκαν να παρατήσουν τη μοναξιά τους και να οργανωθούν σε κοινωνία. Γιατί, όσο εσωτερικά είναι οι άνθρωποι άπειροι, αθάνατοι και ελεύθεροι, τόσο εξωτερικά είναι περιορισμένοι, θνητοί, αδύναμοι και εξαρτώνται απ” τον εξωτερικό κόσμο.
Αν τους δούμε απ” τη σκοπιά της επίγειας ζωής τους, δηλαδή από σκοπιά πραγματική και όχι φανταστική, οι άνθρωποι στη μεγάλη τους πλειονότητα παρουσιάζουν ένα θέαμα τελείως απογοητευτικό- είναι τόσο θλιβερά στερημένοι από πρωτοβουλία, από βούληση και από πνεύμα, ώστε χρειάζεται πράγματι να * χεις μεγάλην ικανότητα να αυταπατάσαι για να διακρίνεις μέσα τους μιαν αθάνατη ψυχή και τη σκιά τουλάχιστον μιας οποιασδήποτε ελεύθερης βούλησης. Παρουσιάζονται σ” εμάς σαν όντα απόλυτα και μοιραία καθορισμένα: καθορισμένα προπάντων από την εξωτερική φύση, από τη διαμόρφωση του εδάφους και απ” όλους τους υλικούς όρους της ύπαρξής τους· καθορισμένα από τις αναρίθμητες πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές σχέσεις, από τα έθιμα, από τα ήθη, από τους νόμους, από “να ολόκληρο σύμπαν προκαταλήψεων ή σκέψεων που τις επεξεργάστηκαν αργά αργά στο διάβα των περασμένων αιώνων, και που όλα τα βρίσκουν οι άνθρωποι μπροστά τους όταν γεννιούνται και ζουν μέσα στην κοινωνία, της οποίας δεν είναι ποτέ οι δημιουργοί αλλά πάντα πρώτα τα προϊόντα κι αργότερα τα όργανά της. Στους χ’ιλιους ανθρώπους δύσκολα θα βρούμε έστω κι έναν, για τον οποίον θα μπορούσαμε να πούμε από σκοπιά όχι απόλυτη αλλά μονάχα σχετική ότι έχει δική του βούληση και δική του σκέψη.
Οι άνθρωποι στην τεράστια πλειονότητά τους, κι όχι μονάχα οι αμαθείς μάζες μα και τα μέλη των πολιτισμένων και προνομιούχων τάξεων, δεν έχουν βούληση και σκέψη διαφορετική απ” τη βούληση και τη σκέψη όλων των γύρω τους ανθρώπων- πιστεύουν, βέβαια, ότι έχουν δική τους βούληση και σκέψη, δεν κάνουν όμως τίποτε άλλο πέρα απ” το να αντιγράφουν δουλικά, μονότονα, με διαφορές ολότελα αδιόρατες και μηδαμινές, τη βούληση και τη σκέψη των αλλονών. Αυτή η δουλικότητα, αυτή η μονοτονία, πηγές αστέρευτες της κοινοτοπίας, αυτή η απουσία εξέγερσης απ” τη βούληση κι αυτή η απουσία πρωτουβουλίας απ” τη σκέψη των ατόμων, είναι τα κύρια αίτια της απελπιστικής βραδύτητας με την οποία προοδεύει ιστορικά η ανθρωπότητα. Εμάς, τους υλιστές ή ρεαλιστές, που δεν πιστεύουμε ούτε στην αθανασία της ψυχής ούτε στην ελεύθερη βούληση, αυτή η βραδύτητα, όσο κι αν είναι θλιβερή, μας φαίνεται γεγονός ολότελα φυσικό. Με αφετηρία την κατάσταση του γορίλα, ο άνθρωπος φτάνει πολύ δύσκολα στο σημείο να συνειδητοποιήσει την ανθρωπινότητά του και να πραγματώσει την ελευθερία του. Πρώτα πρώτα, δεν μπορεί να “χει ούτε αυτή τη συνείδηση, ούτε αυτή την ελευθερία- γεννιέται αγρίμι και δούλος, κι εξανθρωπίζεται και απελευθερώνεται σταδιακά μέσα στους κόλπους της κοινωνίας που είναι αναγκαστικά προγενέστερη από τη γέννηση της σκέψης, της ομιλίας και της βούλησής τον κι αυτό μπορεί να το κάνει μόνο με τις συλλογικές προσπάθειες όλων των περασμένων και των τωρινών μελών τούτης της κοινωνίας που είναι, κατά συνέπεια, η βάση και η φυσική αφετηρία της ανθρώπινης ύπαρξής του.
Έπεται απ” τα παραπάνω ότι ο άνθρωπος πραγματώνει την ατομική του ελευθερία ή μάλλον την προσωπικότητά του, μόνον εφόσον συμπληρώνεται απ” όλα τα άτομα που τον περιτριγυρίζουν, και μόνο χάρη στη συλλογική δουλειά και τη συλλογική ισχύ της κοινωνίας, έξω από την οποία, θα παρέμενε το πιο ηλίθιο και το πιο αξιολύπητο απ” όλα τ” αγρίμια που ζουν στη γη. Σύμφωνα με το φιλοσοφικό σύστημα των υλιστών που είναι το μόνο φυσικό και λογικό, η κοινωνία όχι μόνο δεν μικραίνει και δεν περιορίζει την ελευθερία των ατόμων αλλά απεναντίας την δημιουργεί κιόλας. Η κοινωνία είναι οι ρίζες και το δέντρο, και η ελευθερία είναι ο καρπός του. Κατά συνέπεια, σε κάθε εποχή, ο άνθρωπος οφείλει ν” αναζητά την ελευθερία του όχι στις απαρχές αλλά στα τέλη της ιστορίας, και μπορούμε να πούμε ότι η πραγματική και ολόπλευρη απελευθέρωση του κάθε ανθρώπου είναι ο αληθινός και μεγάλος σκοπός, το υπέρτατο τέλος της ιστορίας.
Από τελείως διαφορετική σκοπιά βλέπουν τα πράγματα οι ιδεαλιστές. Σύμφωνα με το δικό τους φιλοσοφικό σύστημα, ο άνθρωπος παράγεται πρώτα πρώτα σαν ον αθάνατο και ελεύθερο και μόνο στο τέλος γίνεται δούλος. Σαν πνεύμα αθάνατο και ελεύθερο, απεριόριστο και αυθύπαρκτο, δεν έχει ανάγκη από καμία κοινωνία· έπεται απ” τα παραπάνω ότι, αν μπαίνει σε μια κοινωνία, αυτό γίνεται μόνον αφού πρώτα πέσει απ” την ανώτερη θέση, ή μάλλον γίνεται γιατί λησμονά και χάνει τη συνείδηση της αθανασίας και της ελευθερίας του. Ον αντιφατικό, άπειρο εσωτερικά σαν πνεύμα αλλά εξαρτημένο, ελλιπές και υλικό εξωτερικά, είναι υποχρεωμένο να συνεργαστεί με άλλα παρόμοια όντα, όχι εξαιτίας των αναγκών της ψυχής του αλλά εξαιτίας των αναγκών της αυτοσυντήρησης του σώματος του. Η κοινωνία, λοιπόν, σχηματίζεται μόνον έπειτα από κάποια θυσία των συμφερόντων και της ανεξαρτησίας της ψυχής στο βωμό των αξιοκατα- φρόνητων αναγκών του σώματος. Είναι μια αληθινή πτώση και μια υποδούλωση για το εσωτερικά αθάνατο και ελεύθερο άτομο, μια τουλάχιστον μερική απάρνηση της πρωταρχικής του ελευθερίας.
Είναι γνωστή η μυσταγωγική φράση που, στο ιδίωμα όλων των υπέρμαχων του κράτους και του νομικού δικαιώματος, εκφράζει αυτή την πτώση κι αυτή τη θυσία, αυτό το μοιραίο πρώτο βήμα προς την υποδούλωση των ανθρώπων. Το άτομο που απολαμβάνει μιαν ολόπλευρη ελευθερία όταν ζει σε φυσική κατάσταση, δηλαδή πριν γίνει μέλος κάποιας κοινωνίας, θυσιάζει, μπαίνοντας σε μια κοινωνία, ένα κομμάτι απ” αυτή του την ελευθερία με σκοπό να του κατοχυρώσει η κοινωνία την υπόλοιπη ελευθερία του. Σ” όποιον γυρεύει μιαν εξήγηση γι” αυτή τη φράση, απαντάνε συνήθως με μιαν άλλη φράση: «Ηελευθερία τον κάδε ατόμου οφείλει να μην έχει όρια άλλα, πέρα από κείνα που θέτει η ελευθερία όλων των άλλων ατόμων».
Φαινομενικά, τίποτα δεν υπάρχει πιο σωστό απ” αυτό, έτσι δεν είναι; Κι όμως, η θεωρία αυτή περικλείει σε σπέρμα όλη τη θεωρία του δεσποτισμού. Σε συμφωνία με τη θεμελιώδη ιδέα των ιδεαλιστών όλων των σχολών και σε αντίθεση με όλα τα πραγματικά γεγονότα, το ανθρώπινο άτομο παρουσιάζεται σαν ον απόλυτα ελεύθερο, τόσο και μόνο τόσο, όσο μένει έξω απ” την κοινωνία- απ” αυτό έπεται ότι η κοινωνία, που θεωρείται και λαμβάνεται μονάχα σαν κοινωνία νομική και πολιτική, δηλαδή σαν κράτος, είναι η άρνηση της ελευθερίας. Να το αποτέλεσμα του ιδεαλισμού: είναι, όπως βλέπουμε, διαμετρικά αντίθετο με τα συμπεράσματα του υλισμού, ο οποίος σε συμφωνία με όσα συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο, βλέπει την ατομική ελευθερία των ανθρώπων να προέρχεται απ” την κοινωνία, σαν αναγκαίο επακόλουθο της συλλογικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας.
Ο ορισμός της ελευθερίας που δίνουν υλιστές, οι ρεαλιστές και οι κολεκτιβιστές, είναι διαμετρικά αντίθετος απ” αυτόν που δίνουν οι ιδεαλιστές και λέει τα ακόλουθα: ο άνθρωπος δε γίνεται άνθρωπος και δε φτάνει στη συνείδηση και στην πραγμάτωση της ανθρωπινότητάς του παρά μόνο μέσα στην κοινωνία και μόνο διαμέσου της συλλογικής δραστηριότητας ολόκληρης της κοινωνίας- δεν απελευθερώνεται από το ζυγό της εξωτερικής φύσης παρά μόνο με τη συλλογική ή κοινωνική εργασία, που μόνον αυτή είναι ικανή να μεταμορφώσει την επιφάνεια της γης σε τόπο πρόσφορο για την ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους- δίχως αυτή την υλικήν απελευθέρωση, δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική και ηθική απελευθέρωση για κανέναν. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν” απελευθερωθεί απ” το ζυγό της ίδιας του της φύσης, μ” άλλα λόγια δεν μπορεί να υποτάξει τα ένστικτα και τις κινήσεις του σώματος του στο νου του που ολοένα αναπτύσσεται, παρά μόνο με την εκπαίδευση και την αγωγή· τόσο η μια, όμως, όσο και η άλλη, είναι πράγματα κατεξοχήν, αποκλειστικά, κοινωνικά- γιατί έξω απ” την κοινωνία, ο άνθρωπος θα “χε μείνει για πάντα αγρίμι ή άγιος, που και τα δυο είναι πάνω κάτω το ίδιο. Τέλος, ο μεμονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να “χει συνείδηση της ελευθερίας του. Το να είναι ελεύθερος, σημαίνει, για τον άνθρωπο, ν” αναγνωρίζεται, να θεωρείται και ν” αντιμετωπίζεται σαν ελεύθερος άνθρωπος από έναν άλλον άνθρωπο, απ» όλους τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν.
Η ελευθερία, λοιπόν, δεν είναι διόλου υπόθεση της απομόνωσης, αλλά της αμοιβαίας αντανάκλασης, δεν είναι υπόθεση του αποκλεισμού αλλά απεναντίας της σύνδεσης, αφού η ελευθερία του κάθε ατόμου δεν είναι τίποτε άλλο πέρα απ” την αντανάκλαση της ανθρωπινότητάς του, ή του ανθρώπινου του δικαιώματος, στη συνείδηση όλων των ελεύθερων ανθρώπων, των αδερφών του, των ίσων μ” αυτόν.
Δεν μπορώ ν” αποκαλέσω και να αισθανθώ τον εαυτό μου ελεύθερο παρά μόνο παρουσία άλλων ανθρώπων και σε σχέση μ” αυτούς. Παρουσία κάποιου ζώου ενός κατώτερου είδους, δεν είμαι ούτε ελεύθερος ούτε άνθρωπος, γιατί το ζώο αυτό είναι ανίκανο να διανοηθεί και κατά συνέπεια ν” αναγνωρίσει την ανθρωπινότητά μου. Είμαι ανθρώπινος κι ελεύθερος εγώ ο ίδιος μόνο στο μέτρο που αναγνωρίζω την ελευθερία και την ανθρωπινότητα όλων των ανθρώπων που με περιτριγυρίζουν. Μόνο αν σέβομαι τον δικό τους ανθρώπινο χαρακτήρα σέβομαι και τον δικό μου ανθρώπινο χαρακτήρα. “ Ενας ανθρωποφάγος που τρώει έναν αιχμάλωτο του, αφού μεταχειρίζεται τον αιχμάλωτο του σαν αγρίμι, είναι κι ο ίδιος αγρίμι και όχι άνθρωπος. “ Ενας δουλοκτήτης, ένας αφέντης δούλων, δεν είναι άνθρωπος αλλά αφέντης. Μη αναγνωρίζοντας την ανθρωπινότητα των δούλων του, δεν αναγνωρίζει και τη δική του ανθρωπινότητα.
Όλη η αρχαία κοινωνία αποτελεί μιαν απόδειξη γι” αυτό: οι έλληνες, οι ρωμαίοι, δεν αισθάνονταν ελεύθεροι σαν άνθρωποι, δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανθρώπους με βάση το ανθρώπινο δίκαιο- πίστευαν ότι ήταν οι ίδιοι προνομιούχοι όντας έλληνες ή ρωμαίοι, μόνο όσο βρίσκονταν στο έδαφος της πατρίδας τους, μόνον όσο η πατρίδα τους έμενε ανεξάρτητη και δεν την κατακτούσε κανένας άλλος, όσο απεναντίας εκείνη κατακτούσε άλλες χώρες με την ιδιαίτερη προστασία των εθνικών της Θεών δεν ξαφνιάζονταν καθόλου ούτε και πίστευαν ότι είχαν το δικαίωμα και το καθήκον να ξεσηκωθούν όταν, μετά από μια ήττα τους, υποδουλώνονταν κι οι ίδιοι.
Είναι μεγάλη τιμή για το χριστιανισμό το ότι διακήρυξε την ανθρωπινότητα όλων των ανθρώπινων όντων, περιλαμβανομένων και των γυναικών, την ισότητα όλων των ανθρώπων ενώπιον του Θεού. Πώς, όμως, την διακήρυξε; Για τον ουρανό, για τη μέλλουσα ζωή και όχι για την τωρινή, την πραγματική, την επίγεια ζωή. Εξάλλου, ακόμα κι αυτή η μελλοντική ισότητα είναι ψέμα, γιατί, όπως γνωρίζουμε, ο αριθμός των εκλεκτών είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Πάνω στο σημείο αυτό, συμφωνούν ομόφωνα οι θεολόγοι των πιο διαφορετικών χριστιανικών δογμάτων. Επομένως, η χριστιανική ψευτοϊσότητα απολήγει στην πιο κραυγαλέα προνομιακή κατάσταση, στην προνομιακή κατάσταση λίγων χιλιάδων που τους επέλεξε η Θεία χάρη ανάμεσα από εκατομμύρια καταδικασμένων. Εξάλλου, αυτή η ισότητα όλων μπροστά στο Θεό, κι αν ακόμα θα όφειλε να γίνει πραγματικότητα για όλους, θα εξακολουθούσε να είναι η ίση μηδαμινότητα και η ίση υπουδούλωση όλων μπροστά σε κάποιον υπέρτατο Κύριο. Μήπως το θεμέλιο της χριστιανικής λατρείας και η πρώτιστη προϋπόθεση της λύτρωσης δεν είναι η απάρνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η περιφρόνηση τούτης της αξιοπρέπειας απέναντι στο μεγαλείο του Θεού;
“ Ενα χριστιανός, λοιπόν, δεν είναι άνθρωπος, με την έννοια ότι δεν έχει συνείδηση της ανθρωπινότητάς του: γιατί, αφού δε σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σαν τέτοια, δεν μπορεί να την σεβαστεί στους άλλους ανθρώπους· κι αφού δεν την σέβεται στους άλλους, δεν μπορεί να την σεβαστεί στον ίδιο του τον εαυτό. Ένας χριστιανός μπορεί να ναι προφήτης, άγιος, παπάς, βασιλιάς, στρατηγός, υπουργός, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, εκπρόσωπος μιας οποιασδήποτε εξουσίας, χωροφύλακας, δήμιος, άρχοντας, εκμεταλλευτής, αστός ή υποδουλωμένος προλετάριος, καταπιεστής ή καταπιεζόμενος, βασανιστής ή βασανιζόμενος, αφεντικό ή μισθωτός, δεν έχει όμως το δικαίωμα να πει ότι είναι άνθρωπος· γιατί ο άνθρωπος δε γίνεται πραγματικά άνθρωπος παρά μόνο στο μέτρο που σέβεται και αγαπά την ανθρωπινότητα και την ελευθερία ολονών, και στο μέτρο που την ελευθερία του και την ανθρωπινότητα τους τις σέβονται, τις αγαπούν, τις αναδεικνύουν και τις δημιουργούν όλοι οι άλλοι.
Δεν είμαι αληθινά ελεύθερος παρά μόνον όταν όλα τ” ανθρώπινα όντα που με περιτριγυρίζουν, άντρες και γυναίκες, είναι εξίσου με μένα ελεύθερα. Η ελευθερία των άλλων, όχι μόνο δεν είναι περιορισμός ή άρνηση της ελευθερίας μου, αλλά απεναντίας είναι η αναγκαία προϋπόθεση και η επιβεβαίωσή της. Δε γίνομαι αληθινά ελεύθερος παρά μόνο διαμέσου της ελευθερίας των άλλων έτσι που, όσο περισσότεροι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι που με περιτριγυρίζουν και όσο πιο βαθιά και πιο πλατιά είναι η ελευθερία τους, τόσο πιο εκτεταμένη, πιο βαθιά και πιο πλατιά είναι η η δική μου ελευθερία. Απεναντίας, αυτό που εμποδίζει την ελευθερία μου είναι η υποδούλωση των ανθρώπων ή, για να πούμε το ίδιο πράγμα μ” άλλα λόγια, η ζωικό τητά τους είναι μια άρνηση της ανθρωπινότητάς μου γιατί, το ξαναλέω, δεν μπορώ να πω πως είμαι αληθινά ελεύθερος παρά μόνο στο μέτρο που η ελευθερία μου, ή μ” άλλα λόγια, η ανθρώπινη αξιοπρέπειά μου, το ανθρώπινο δικαίωμά μου, που συνίσταται στο να μην υπακούω σε κανέναν άλλον άνθρωπο και στο να καθορίζω τις πράξεις μου μόνο σε συμφωνία με τις πεποιθήσεις μου, που τις αντανακλούν οι εξίσου ελεύθερες με τη δική μου συνειδήσεις ολονών, επανέρχονται σε μένα επιβεβαιωμένες απ” την επιδοκιμασία όλων των άλλων ανθρώπων. Η ατομική μου ελευθερία, που την επιβεβαιώνει με τον τρόπο αυτόν η ελευθερία όλων των άλλων ανθρώπων, εκτείνεται ως το άπειρο.
Βλέπουμε ότι η ελευθερία, με τον τρόπο που την εννοούν οι υλιστές, είναι ένα πράγμα πολύ θετικό, πολύ περίπλοκο και πάνω απ” όλα κατεξοχήν κοινωνικό, γιατί μπορεί να πραγματωθεί μόνο από την κοινωνία και μόνο με βάση την πιο ολόπλευρη ισότητα και την αλληλεγγύη ολονών. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε σ” αυτήν τρεις ροπές ανάπτυξης, τρία στοιχεία, από τα οποία το πρώτο είναι κατεξοχήν θετικό και κοινωνικό: είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη και η πιο ολοκληρωμένη απόλαυση όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων και δυνάμεων για όλους, με την εκπαίδευση, την επιστημονική επιμόρφωση και την υλική ευμάρεια – πράγματα που μπορούν να δοθούν στον καθένα μόνο με την υλική και πνευματική, μυϊκή και νευρική, συλλογική δουλειά ολόκληρης της κοινωνίας.
Το δεύτερο στοιχείο της ελευθερίας είναι αρνητικό. Είναι το στοιχείο της εξέγερσης του ανθρώπου εναντίον κάθε λογής θεϊκής και ανθρώπινης, συλλογικής και ατομικής εξουσίας. Είναι πρώτα πρώτα η εξέγερση εναντίον της τυραννίας του ανώτατου φαντάσματος της θεολογίας, εναντίον του Θεού. Είναι φανερό ότι όσο θα έχουμε έναν αφέντη στον ουρανό, θα είμαστε δούλοι στη γή. Το λογικό και η βούλησή μας, θα εκμηδενίζονται κι αυτά. Όσο θα πιστεύουμε ότι του οφείλουμε απόλυτη υπακοή – και απέναντι σ” έναν Θεό δεν είναι δυνατό κανένα άλλο είδος υπακοής – θα πρέπει υποχρεωτικά να υποτασσόμαστε παθητικά και δίχως ν” ασκούμε καμία κριτική στην αγία εξουσία που έχουν οι μεσολαβητές και οι εκλεκτοί του: Μεσίες, προφήτες, θεόπνευστοι νομοθέτες, αυτοκράτορες, βασιλιάδες και όλοι οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπουργοί, καθαγιασμένοι εκπρόσωποι και υπηρέτες των δυο μεγάλων θεσμών που μας τους επιβάλλουν λες και τους έχει εγκαθιδρύσει ο ίδιος ο Θεός για να κυβερνά τους ανθρώπους: της Εκκλησίας και τον κράτους. Κάθε εξουσία κοσμική ή ανθρώπινη απορρέει απευθείας από την πνευματική ή θεϊκή εξουσία. Η εξουσία, όμως, είναι η άρνηση της ελευθερίας. Ο Θεός, ή μάλλον το πλάσμα της φαντασίας που λέγεται Θεός, είναι κατά συνέπεια ο καθαγιασμός και το πνευματικό και ηθικό αίτιο όλων των υποδουλώσεων πάνω στη γη· η ελευθερία των ανθρώπων δε θα “ ναι ποτέ ολόπλευρη παρά μόνον αφού πρώτα ο άνθρωπος θα “χει εκμηδενίσει ολωσδιόλου το αποτρόπαιο πλάσμα της φαντασίας ενός ουράνιου Κύριου και αφέντη.
Είναι, κατά συνέχεια και κατά συνέπεια, η εξέγερση του καθενός εναντίον της τυραννίας των ανθρώπων, εναντίον της ατομικής και κοινωνικής εξουσίας που την αντιπροσωπεύει και την νομιμοποιεί το κράτος. Αυτό εδώ, πάντως, πρέπει να το καταλάβουμε καλά, και για να το καταλάβουμε πρέπει πρώτα πρώτα να εγκαθιδρύσουμε μια πολύ σαφή διάκριση ανάμεσα στην επίσημη και κατά συνέπεια τυραννική εξουσία της κοινωνίας που είναι οργανωμένη σε κράτος, καί στην φυσική επιρροή και δράση της μη επίσημης αλλά της φυσικής κοινωνίας πάνω στο καθένα από τα μέλη της· Η εξέγερση εναντίον της φυσικής αυτής επιρροής της κοινωνίας είναι για το άτομο πολύ πιο δύσκολη συγκριτικά με την εξέγερση εναντίον της επίσημα οργανωμένης κοινωνίας, εναντίον του κράτους δηλαδή, μολονότι είναι συχνά εξίσου αναπόφευκτη με τούτη την τελευταία. Η συχνά καταθλιπτική και ολέθρια κοινωνική τυραννία δεν παρουσιάζει αυτό το χαρακτήρα της επιτακτικής βίας. του νομοθετικά καθορισμένου και τυπικού δεσποτισμού που προσιδιάζει στην εξουσία του κράτους. Δεν επιβάλλεται σα νόμος στον οποίο είναι υποχρεωμένο να πειθαρχήσει το κάθε άτομο γιατί αλλιώς θα διωχτεί δικαστικά. Η δράση της είναι πιο ήπια, πιο υποβλητική, πιο αδιόρατη, μα και πολύ πιο ισχυρή από τη δράση της εξουσίας του κράτους. Κυβερνά τους ανθρώπους με τα έθιμα, με τα ήθη, μ” ένα πλήθος συναισθημάτων, προλήψεων και συνηθειών τόσο της υλικής ζωής όσο και του πνεύματος και της καρδιάς, που αποτελούν αυτό που ονομάζουμε «κοινή γνώμη». Αυτή περιβάλλει τον άνθρωπο απ” τη στιγμή που γεννιέται, μπαίνει μέσα του, τον διαποτίζει και σχηματίζει την ίδια τη βάση της ατομικής του ύπαρξης· με τον τρόπο τούτο, ο καθένας συνεργεί, ας πούμε, μ” αυτήν σε βάρος λίγο πολύ του ίδιου του του εαυτού, και συνήθως ούτε καν την αμφισβητεί.
Έπεται απ” τα παραπάνω ότι για να εξεγερθεί εναντίον αυτής της επιρροής που ασκεί κατά τρόπο φυσικό η κοινωνία πάνω στον άνθρωπο, θα πρέπει ο άνθρωπος να εξεγερθεί τουλάχιστον εν μέρει εναντίον του ίδιου του του εαυτού- γιατί, παρόλες του τις υλικές, πνευματικές και ηθικές τάσεις και επιθυμίες, δεν είναι κι εκείνος ο ίδιος τίποτε περισσότερο από “ να δημιούργημα της κοινωνίας. Από δω απορρέει και η συντριπτικά μεγάλη πίεση που ασκεί η κοινωνία πάνω στους ανθρώπους. Απ” τη σκοπιά της απόλυτης ηθικής, δηλαδή απ” τη σκοπιά του σεβασμού για τους ανθρώπους – και θα πω αμέσως παρακάτω τι εννοώ μ” αυτή την έκφραση – η πίεση αυτή της κοινωνίας μπορεί να “ ναι ευεργετική, όπως μπορεί να “ναι και βλαβερή. Είναι ευεργετική όταν έχει την τάση να αναπτύσσει την επιστήμη, την υλική ευημερία, την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφική αλληλεγγύη των ανθρώπων. Είναι βλαβερή όταν εμφανίζει την αντίθετη τάση.
“ Ενας άνθρωπος που γεννιέται σε μια κοινωνία ζώων μένει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περίπου ζώο- αν γεννηθεί σε μια κοινωνία που την κυβερνούν οι παπάδες, γίνεται ηλίθιος, θρησκόληπτος· αν γεννηθεί σε μια συμμορία ληστών, θα γίνει πιθανότατα ληστής· αν γεννηθεί αστός, θα γίνει ένας εκμεταλλευτής της δουλειάς των αλλονών κι αν έχει την ατυχία να γεννηθεί μέσα στο στρώμα των ημίθεων που κυβερνάνε τούτη τη γη, στο στρώμα των αριστοκρατών, την πριγκίπων και των βασιλοπαίδων, θα γίνει, ανάλογα με τις ικανότητες, τα μέσα και την ισχύ του, ένας απ” αυτούς που περιφρονούν την ανθρωπότητα, ένας υποδουλωτής, ένας τύραννος. Σ” όλες αυτές τις περιπτώσεις, για να εξανθρωπιστεί στοιχειωδώς ο άνθρωπος, θα πρέπει οπωσδήποτε να εξεγερθεί εναντίον της κοινωνίας που τον γέννησε.
Το επαναλαμβάνω όμως: η εξέγερση του ατόμου εναντίον της κοινωνίας είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από την εξέγερσή του εναντίον του κράτους. Το κράτος είναι ένας θεσμός ιστορικός, μεταβατικός, μια παροδική μορφή της κοινωνίας, όπως κι η Εκκλησία που “ ναι η μεγαλύτερη αδερφή του- δεν έχει διόλου τον μοιραίο κι αμετακίνητο χαρακτήρα της κοινωνίας που “ ναι προγενέστερη απ» όλες τις εξελίξεις του ανθρώπινου είδους και που, χρησιμοποιώντας την παντοδυνα- • μια των νόμων, της δράσης και των φυσικών εκδηλώσεων, αποτελεί την ίδια τη βάση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος, τουλάχιστον από τότε που έκανε το πρώτο του βήμα προς την ανθρωπινότητα, από τότε που άρχισε να είναι ανθρώπινο ον, δηλαδή ον που μιλά και λίγο πολύ σκέφτεται, γεννιέται μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων, όπως το μυρμήγκι γεννιέται μέσα στην κοινωνία των μυρμηγκιών κι όπως η μέλισσα γεννιέται μέσα στην κοινωνία των μελισσών δεν την διαλέγει ο άνθρωπος την κοινωνία, αλλά αντίθετα αποτελεί γέννημά της, και υποτάσσεται μοιραία τόσο στους φυσικούς νόμους που διέπουν την αναγκαστική του εξέλιξη όσο και σ” όλους τους άλλους φυσικούς νόμους.
Η κοινωνία είναι προγενέστερη από κάθε ανθρώπινο ον, και συνάμα ζει και μετά το θάνατο του, είναι όπως κι η ίδια η φύση» είναι αιώνια όπως η φύση, ή μάλλον, απ” τη στιγμή που γεννήθηκε πάνω στη γη, θα ζήσει για όσον καιρό θα ζήσει για όσον καιρό θα ζήσει κι η γη μας. Μια ριζική εξέγερση εναντίον της κοινωνίας είναι, κατά συνέπεια, τόσο αδύνατη για τον άνθρωπο όσο και μια εξέγερση εναντίον της φύσης, αφού η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι στο κάτω κάτω τίποτε άλλο από την τελευταία σπουδαία εκδήλωση ή δημιουργία της φύσης πάνω σ” αυτή τη γη· και, ένας άνθρωπος που θα «θελε ν” αμφισβητήσει την κοινωνία, δηλαδή τη φύση γενικά και τη δική του φύση ειδικότερα, θα τοποθετούσε μ” αυτή την ίδια του την πράξη τον εαυτό του έξω απ” όλες τις συνθήκες που “ναι απαραίτητες για μια πραγματική ύπαρξη· θα ριχνόταν στο μηδέν, στο απόλυτο κενό, στη νεκρή αφαίρεση, στο Θεό. Μπορούμε, λοιπόν, τόσο λίγο να ρωτήσουμε αν η κοινωνία είναι κάτι καλό ή κακό, όσο αδύνατο είναι και το να ρωτήσουμε αν η φύση, το γενικό, υλικό, πραγματικό, μοναδικό, υπέρτατο, απόλυτο ον, είναι κάτι καλό ή κακό* είναι κάτι περισσότερο απ” όλα αυτά» είναι ένα πολύ μεγάλο θετικό και πρωταρχικό γεγονός, προγενέστερο από κάθε συνείδηση, από κάθε ιδέα, από κάθε πνευματική και ηθική κρίση – είναι η ίδια η βάση, είναι ο κόσμος που μέσα τουμοιραία και πιο μετά, αναπτύσσονται εκείνα που εμείς ονομάζουμε το καλό και το κακό.
Δε συμβαίνει το ίδιο και με το κράτος· και δε διστάζω να πω ότι το κράτος είναι το κακό, ένα κακό όμως ιστορικά αναγκαίο, που η ύπαρξή του ήταν τόσο αναγκαία στο παρελθόν όσο αναγκαία θα είναι αργά ή γρήγορα και η πλήρης εξολόθρευσή του στο μέλλον, όσο αναγκαία υπήρξαν κάποτε η ζωικότητα των πρωτόγονων και οι θεολογικές περιπλανήσεις των ανθρώπων. Το κράτος δεν είναι το ίδιο με την κοινωνία, είναι μόνο μια ιστορική μορφή της, ζωώδης και αφηρημένη. Γεννήθηκε ιστορικά σ” όλες τις χώρες απ” τη γαμήλια ένωση της βίας, της αρπαγής, της λεηλασίας – κοντολογίς του πολέμου και της κατάκτησης – με τους Θεούς που δημιούργησε διαδοχικά η θεολογική φαντασία των εθνών. Υπήρξε από τις απαρχές του, και εξακολουθεί να είναι ακόμα και σήμερα, η εκ Θεού επικύρωση της ζωώδους βίας και της νικηφόρας αδικίας. Είναι – ακόμα και στις πιο δημοκρατικές χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Ελβετία – εύρυθμης (…) των προνομίων μιας οποιασδήποτε μειονότητας και της πραγματικής υποδούλωσης της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων.
Η εξέγερση είναι πολύ πιο εύκολη εναντίον του κράτους, γιατί μέσα στην ίδια τη φύση του κράτους υπάρχει κάτι που εξωθεί τους ανθρώπους στην εξέγερση. Το κράτος είναι η εξουσία, είναι η βία, είναι η επίδειξη και η προάσπιση της βίας. Δεν προσπαθεί απλώς να επηρεάσει, δε δοκιμάζει να προσηλυτίσει· κι όλες τις φορές που πάει να κάνει κάτι τέτοιο, το κάνει πολύ άχαρα- γιατί η φύση του το σπρώχνει όχι να πείσει αλλά να επιβληθεί με τη βία. Λίγο το νοιάζει να εξωραΐσει τη φύση του, που το κάνει να είναι ο νόμιμος βιαστής της βούλησης των ανθρώπων, η μόνιμη άρνηση της ελευθερίας τους. Ενώ εξουσιάζει το καλό, το εξορίζει και το φθείρει, ακριβώς γιατί το εξουσιάζει, και γιατί κάθε εξουσία προκαλεί και διεγείρει τις δικαιολογημένες εξεγέρσεις της ελευθερίας· και γιατί το καλό, απ” τη στιγμή που το επιβάλλει μια εξουσία. Μετατρέπεται στο κακό: κακό, απ” τη σκοπιά της αληθινής ηθικής, της ανθρώπινης και όχι φυσικά της θεϊκής ηθικής, απ” τη σκοπιά του σεβασμού για τους ανθρώπους και της ελευθερίας. Η ελευθερία, η ηθικότητα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ανθρώπου, είναι συγκεκριμένα το ακόλουθο: κάνει το καλό όχι γιατί αυτό του επιβάλλει κάποια εξουσία, αλλά γιατί το σκέφτεται, γιατί το θέλει και γιατί το αγαπά.
Η κοινωνία, απ” την άλλη μεριά, δεν επιβάλλεται τυπίκά, επίσημα και εξουσιαστικά, αλλά επιβάλλεται φυσικά* για το λόγο αυτό η επίδρασή της πάνω στον άνθρωπο είναι άπειρα πιο ισχυρή απ” την επίδραση του κράτους. Η κοινωνία δημιουργεί και διαπλάθει «όλους τους ανθρώπους που γεννιούνται και αναπτύσσονται στους κόλπους της. Κάνει να περάσει αργό μέσα τους, από την πρώτη κιόλας μέρα της γέννησής τους μέχρι τη μέρα του θανάτου τους, όλη η υλική, πνευματική και ηθική της φύση· θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξατομικεύεται μέσα στον κάθε άνθρωπο.
Το υπαρκτό ανθρώπινο άτομο είναι τόσο λίγο γενικό και αφηρημένο ον, ώστε ο καθένας, απ” τη στιγμή που σχηματίζεται μέσα στη μήτρα της μάνας του, βρίσκεται κιόλας καθορισμένος και εξειδικευμένος εξαιτίας ενός πλήθους αιτίων και επιδράσεων – υλικών, γεωγραφικών, κλιματολογικών, εθνογραφικών, υγιειονομικών και κατά συνέπεια οικονομικών – που αποτελούν ουσιαστικά την αποκλειστικά ιδιαίτερη φύση της οικογένειας, της τάξης, του έθνους και της ράτσας του· και, στο βαθμό που οι κλίσεις και οι ικανότητες των ανθρώπων εξαρτώνται από το σύνολο όλων αυτών των εξωτερικών ή φυσικών επιρροών, ο καθένας γεννιέται με μιαν υλικά καθορισμένη φύση ή μ” έναν υλικό καθορισμένο ατομικό χαρακτήρα.
Επιπλέον, χάρη στη σχετικά ανώτερη οργάνωση του ανθρώπινου εγκεφάλου, κάθε άνθρωπος φέρνει μαζί του, όταν γεννιέται, σε διαφορετικούς βέβαια βαθμούς, όχι έμφυτες ιδέες και έμφυτα συναισθήματα όπως διατείνονται οι ιδεαλιστές, αλλά την υλική και συνάμα τυπική ικανότητα να αισθάνεται, να σκέφτεται, να μιλά και να επιθυμεί. Φέρνει μαζί του μόνο την ικανότητα να διαμορφώνει και να αναπτύσσει τις ιδέες και, όπως είπα, μια δυνατότητα για ολότελα τυπική, δίχως κανένα περιεχόμενο, δραστηριότητα. Ποιός δίνει το πρώτο περιεχόμενο σ” αυτή τη δραστηριότητα; Η κοινωνία.
Δεν είναι εδώ η θέση για να ερευνήσουμε το πώς διαμορφώνονται οι πρώτες έννοιες και οι πρώτες ιδέες που, κατά το μεγαλύτερο τους μέρος, ήταν, φυσικά, πολύ παράλογες στις πρωτόγονες κοινωνίες. Αυτό που μπορούμε όλο κι όλο να πούμε με πλήρη βεβαιότητα είναι ότι, πρώτα πρώτα, αυτές δεν δημιουργήθηκαν μεμονωμένα και αυτόματα απ” το θαυματουργικά φωτισμένο πνεύμα κάποιων εμπνευσμένων διανοούμενων, αλλά μάλλον απ” τη συνήθως αδιόρατη συλλογική δουλειά του πνεύματος όλων των ατόμων που αποτελούσαν αυτές τις κοινωνίες· τα ξεχωριστά άτομα, οι μεγαλοφυείς άνθρωποι, δεν μπόρεσαν ποτέ να δώσουν τίποτε άλλο πέρα απ” την πιο πιστή ή την πιο ευτυχισμένη έκφραση αυτών των κοινωνιών, αφού πάντα όλοι οι άνθρωποι του πνεύματος, «έπαιρναν το καλό απ” όπον το “βρισκαν», όπως λέει ο Βολτέρος. Κατά συνέπεια, αυτό που δημιούργησε τις πρώτες ιδέες είναι η συλλογική πνευματική δουλειά των πρωτόγονων κοινωνιών.
Οι ιδέες αυτές δεν ήταν αρχικά τίποτα περισσότερο από απλές διαπιστώσεις, ατελέστατες βέβαια, των φυσικών και κοινωνικών γεγονότων, καθώς και συμπεράσματα, ακόμα λιγότερο συνετά, που έβγαιναν από τα γεγονότα αυτά. “ Ετσι γεννήθηκαν όλες οι ιδέες, οι φαντασίες και οι σκέψεις των ανθρώπων. Το περιεχόμενο των σκέψεων αυτών όχι μόνο δεν είχε δημιουργηθεί από μιαν αυτόματη δράση του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά απεναντίας δόθηκε πρώτα πρώτα απ” τον εξωτερικό και εσωτερικό υπαρκτό κόσμο. Το πνεύμα του ανθρώπου, δηλαδή η δουλειά ή η ολότελα οργανική και κατά συνέπεια υλική λειτουργία του εγκεφάλου του, που προκαλείται απ” τις εξωτερικές και εσωτερικές εντυπώσεις που του μεταβιβάζουν τα νεύρα του, προσφέρει στην παραπάνω λειτουργία μόνο μια δράση ολότελα τυπική, που συνίσταται στο να συγκρίνει και να συνδυάζει τις αποτυπώσεις των πραγμάτων και των γεγονότων σε συστήματα σωστά ή λαθεμένα. “ Ετσι γεννήθηκαν οι πρώτες ιδέες. Με την ομιλία, αυτές οι ιδέες ή μάλλον αυτές οι πρώτες φαντασίες συγκεκριμενοποιούνται, παγιώνονται καθώς μεταδίδονται από έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο- έτσι, οι ατομικές φαντασίες του καθενός συναντώνται, αλληλοελέγχονται, αλληλοτρο- ποποιούνται, συμπληρώνουν ή μια την άλλη και λίγο πολύ αλληλοσυγχωνεύονται σ” ένα μόνο σύστημα, και στο τέλος διαμορφώνουν την κοινή συνείδηση, τη συλλογική σκέψη της κοινωνίας. Η σκέψη αυτή μεταφέρεται, διαμέσου της παράδοσης, από τη μια γενιά στην άλλη- στο βαθμό δε που αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο εξαιτίας της πνευματικής δουλειάς που γίνεται στο διάβα των αιώνων, αποτελεί την πνευματική και ηθική κληρονομιά μιας κοινωνίας, μιας τάξης, ενός έθνους.
Κάθε καινούρια γενιά βρίσκει μόλις γεννιέται έναν ολόκληρο κόσμο ιδεών, φαντασιών και συναισθημάτων που τα παραλαμβάνει σαν κληρονομιά απ” τους περασμένους αιώνες. Ο κόσμος αυτός δεν παρουσιάζεται αρχικό στον νεογέννητο άνθρωπο με τη μορφή που λένε οι ιδεαλιστές, δηλαδή σαν σύστημα αναπαραστάσεων και ιδεών, σαν θρησκεία, σα δόγμα- το παιδί θα “ ταν ανίκανο να τον δεχτεί ή να τον καταλάβει μ” αυτή του τη μορφή· επιβάλλεται, όμως. στο παιδί σαν ένας κόσμος γεγονότων ενσαρκωμένος και πραγματωμένος τόσο μέσα στα πρόσωπα όσο και μέσα σ” όλα τα πράγματα που το περιτριγυρίζουν, μιλώντας στις αισθήσεις του με όλα όσα ακούει και βλέπει από την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής του.
Γιατί οι ιδέες κι οι αναπαραστάσεις των ανθρώπων, αφού δεν υπήρξαν αρχικά τίποτα περισσότερο από γεννήματα των πραγματικών φυσικών και κοινωνικών γεγονότων, με την έννοια ότι υπήρξαν η αντανάκλαση ή η αντήχησή τους μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο και η, ας πούμε, ιδεατή και λίγο πολύ συνετή αναπαραγωγή των γεγονότων αυτών από τούτο το απόλυτα υλικό όργανο της ανθρώπινης σκέψης, αποκτούν αργότερα, αφού πρώτα θεμελιωθούν για τα καλά, με τον τρόπο που εξήγησα, μες στη συλλογική συνείδηση μιας οποιασδήποτε κοινωνίας, τη δύναμη να γίνουν με τη σειρά τους αίτια που γεννούν καινούρια γεγονότα, όχι καθαρά φυσικά αλλά κοινωνικά. Στο τέλος, τροποποιούν και μεταμορφώνουν, πολύ αργόσυρτα είν” αλήθεια, την ύπαρξη, τις συνήθειες και τους θεσμούς των ανθρώπων, κοντολογίς όλες τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία* επιπλέον, με την ενσάρκωσή τους μέσα στα πιο καθημερινά πράγματα της καθημερινής ζωής του καθενός, γίνονται αισθητές, απτές για όλους, ακόμα και για τα παιδιά.
Έτσι, κάθε καινούρια γενιά τις βλέπει να μπαίνουν μέσα της και να την διαποτίζουν από τα πιο τρυφερά παιδικά της χρόνια· όταν φτάνει στην ώριμη ηλικία, οπότε αρχίζει καθαρά και η δουλειά της δικής της σκέψης που αναγκαστικά συνοδεύεται από μια καινούρια κριτική, βρίσκει μέσα της καθώς και στην κοινωνία που την περιτριγυρίζει, έναν ολόκληρο κόσμο καθιερωμένων σκέψεων ή αναπαραστάσεων που της χρησιμεύουν σαν αφετηρία και της δίνουν κατά κάποιον τρόπο την πρώτη ύλη ή το υλικό για την δική της πνευματική και ηθική δουλειά. Τόσο πολλές είναι οι παραδοσιακές και κοινές σε όλους φαντασίες, ώστε οι μεταφυσικοί, έχοντας απατηθεί απ” τον ολότελα ασυναίσθητο και αδιόρατο τρόπο με τον οποίο, προερχόμενες απ” τα έξω, περνούν μέσα στον εγκέφαλο των παιδιών και εντυπώνονται σ” αυτόν πριν καν τα παιδιά μπορέσουν ν” αποκτήσουν συνείδηση του ίδιου τους του εαυτού, τις ονομάζουν λαθεμένα έμφυτες ιδέες.
Τέτοιες είναι οι γενικές ή αφηρημένες ιδέες για το Θεό και την ψυχή, ιδέες ολότελα παράλογες αλλά αναπόφευκτες, μοιραίες στην ιστορική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος που φτάνει πολύ αργόσυρτα στο διάβα των αιώνων στην ορθολογική και κριτική γνώση του εαυτού του και των ιδιαίτερων εκδηλώσεών του, που ξεκινά πάντα απ” το παράλογο για να φτάσει στην αλήθεια, και απ” την υποδούλωση για να κατακτήσει την ελευθερία- ιδέες καθαγιασμένες από τη γενική αμάθεια και από την ηλιθιότητα ολόκληρων αιώνων, καθώς και από το ευνόητο συμφέρον των προνομιούχων τάξεων, σε σημείο που ακόμα και σήμερα, κανένας δε θα μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά και σε γλώσσα κατανοητή στο λαό εναντίον τους, δίχως να ξεσηκώσει εναντίον του μια αριθμητικά σεβαστή μερίδα του λαού και δίχως να διατρέξει τον κίνδυνο να λιθοβοληθεί από την αστικήν υποκρισία. Πλάι σ” αυτές τις ολότελα αφηρημένες ιδέες και πάντα σε πολύ στενή σχέση μ” αυτές, ο έφηβος βρίσκει μέσα στην κοινωνία και σαν επακόλουθο της πανίσχυρης επιρροής που ασκεί αυτή η τελευταία πάνω του από τα παιδικά του κιόλας χρόνια, βρίσκει μέσα του ένα πλήθος άλλων αναπαραστάσεων ή ιδεών πολύ πιο συγκεκριμένα καθορισμένων και που αγγίζουν από πιο κοντά την πραγματική ζωή και την καθημερινή ύπαρξη του ανθρώπου. Τέτοιες είναι οι αναπαραστάσεις που αναφέρονται στη φύση και στον άνθρωπο, στη δικαιοσύνη, στα καθήκοντα και στα δικαιώματα των ατόμων και των τάξεων, στις κοινωνικές σχέσεις, στην οικογένεια, στην ιδιοκτησία, στο κράτος και σε πολλά άλλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους.
Όλες αυτές τις ιδέες που βρίσκει ενσαρκωμένες στα πράγματα και στους ανθρώπους, από γεννησιμιού του, και που εντυπώνονται στο πνεύμα του με την εκπαίδευση και την αγωγή που λαμβάνει πριν ακόμα φτάσει στη γνώση του εαυτού του, τις ξαναβρίσκει αργότερα επικυρωμένες, ερμηνευμένες και σχολιασμένες απ” τις θεωρίες που εκφράζουν τη γενική συνείδηση ή τις συλλογικές προλήψεις, καθώς και απ” όλους τους θρησκευτικούς, πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Και είναι ο ίδιος τόσο εμποτισμένος απ” αυτές, ώστε κι αν ακόμα δεν ενδιαφέρεται προσωπικά να τις υπερασπιστεί, γίνεται παρόλα αυτά συνεργός τους άθελά του, με όλες του τις υλικές, πνευματικές και ηθικές συνήθειες.Αυτό που θα “ πρεπε, λοιπόν, να μας ξαφνιάζει δεν είναι η πανίσχυρη επίδραση που ασκούν τούτες οι ιδέες – που εκφράζουν τη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας – πάνω στη μεγάλη μάζα των ανθρώπων, αλλά μάλλον το αντίθετο: το ότι δηλαδή βρίσκονται μέσα σ” αυτή τη μάζα άνθρωποι που έχουν τη σκέψη, τη θέληση και το θάρρος να τις καταπολεμήσουν. Γιατί η πίεση της κοινωνίας πάνω στο άτομο είναι συντριπτική, και δεν υπάρχει κανένας χαρακτήρας αρκετά δυνατός ούτε και κανένα πνεύμα αρκετά ισχυρό ώστε να μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι είναι απρόσβλητα από τις μολυσματικές επιδράσεις τούτης της δεσποτικής και συνάμα ακαταμάχητης επιρροής.
Τίποτα δεν αποδεικνύει τον κοινωνικό χαρακτήρα του ανθρώπου καλύτερα απ” όσο τούτη η επιρροή. Θα “λεγε κανείς ότι η συλλογική συνείδηση μιας οποιασδήποτε κοινωνίας, ενσαρκωμένη τόσο τους μεγάλους δημόσιους θεσμούς όσο και σ” όλες τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής όλων των μελών της και που χρησιμεύουν σα βάση για όλες τις θεωρίες τους, σχηματίζουν κάτι σαν φυσικό περιβάλλον, κάτι σαν πνευματική και ηθική ατμόσφαιρα, ενοχλητική μα και απόλυτα απαραίτητη για τη ζωή τους. Εκείνη τα εξουσιάζει και την ίδια στιγμή εκείνη τα στηρίζει, τα συνδέει μεταξύ τους με εθιμικές σχέσεις που αναγκαστικά καθορίζονται απ” αυτήν παρέχει στον καθένα την ασφάλεια, τη σιγουριά, και συγκροτεί για όλους τον υπέρτατο όρο για τη ζωή των πολλών, δηλαδή τον εκχυδαϊσμό, την κοινοτοπία και τη μονοτονία.
Οι πιο πολλοί άνθρωποι, όχι μονάχα απ” τις λαϊκές μάζες αλλά κι απ” τις προνομιούχες τάξεις που ναι συνήθως όχι μόνο εξίσου μορφωμένες με τις μάζες αλλά και περισσότερο, δεν αισθάνονται ήρεμες κι με ησυχασμένη τη συνείδησή τους παρά μόνον όταν οι σκέψεις και όλες οι πράξεις της ζωής τους ακολουθούν πιστά, τυφλά, την παράδοση και τη μονοτονία: « “ Ετσι σκέφτονταν και έπρατταν οι πατεράδες μας, έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και να πράττουμε κι εμείς· όλος ο κόσμος γύρω μας σκέφτεται και πράττει έτσι· γιατί εμείς να σκεφτόμαστε και να πράττουμε διαφορετικά απ» όλο τον άλλο κόσμο;» Τα λόγια αυτά εκφράζουν τη φιλοσοφία, τις πεποιθήσεις και την πρακτική του ενενήντα εννέα τοις εκατό των ανθρώπων, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν. Και, όπως το “χω κιόλας επισημάνει, αυτό αποτελεί και το πιο σοβαρό εμπόδιο για τη γοργή πρόοδο και απελευθέρωση του ανθρώπινου είδους.
Ποια είναι τα αίτια της απελπιστικής βραδύτητας που μοιάζει τόσο πολύ με στασιμότητα και που συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την πιο μεγάλη δυστυχία για την ανθρωπότητα; “ Ενα απ” τα πιο σπουδαία είναι αναμφίβολα η αμάθεια των μαζών. Αφού όλες οι κυβερνήσεις και οι προνομιούχες τάξεις – που κρίνουν σκόπιμο να τις κρατήσουν για όσο περισσότερο καιρό γίνεται μες στην αμάθεια, τη θεοσέβεια και τη θρησκευτική πίστη, τρία ουσιαστικά που εκφράζουν πάνω κάτω το ίδιο πράγμα – φροντίζουν στοργικά να μη παρέχεται στις μάζες γενικά και συστηματικά καμία επιστημονική εκπαίδευση, οι μάζες αγνοούν τόσο την ύπαρξη όσο και τη χρήση τούτου του οργάνου της πνευματικής απελευθέρωσης που λέγεται κριτική και που δίχως αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη ηθική και κοινωνική επανάσταση. Οι μάζες που έχουν κάθε συμφέρον να εξεγερθούν εναντίον της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, προσδένονται επιπλέον σ” αυτήν μέσα από τη θρησκεία των πατεράδων τους – τούτο το σωτήρα των προνομιούχων τάξεων.
Οι προνομιούχες τάξεις, που δεν έχουν πια σήμερα τι να πουν, που δεν έχουν ούτε θεοσέβεια ούτε θρησκευτική πίστη, προσδένονται με τη σειρά τους σ” αυτήν, εξαιτίας των πολιτικών και κοινωνικών τους συμφερόντων. Είναι αδύνατο, ωστόσο, να πούμε ότι αυτός είναι ο μόνος λόγος που τις κάνει να προσκολλώνται με πάθος στις κυρίαρχες ιδέες. Όσο άσχημη γνώμη κι αν έχω για την τωρινή πνευματική και ηθική αξία αυτών των τάξεων, δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι μοναδικό κίνητρο των σκέψεων και των πράξεών τους είναι το συμφέρον.
Υπάρχει αναμφίβολα μέσα σε κάθε τάξη και μέσα σε κάθε κόμμα μια ολιγάριθμη ή πολυάριθμη ομάδα έξυπνων, θρασύτατων και συνειδητά κακόβουλων εκμεταλλευτών, ανθρώπων ισχυρών που λέμε, απελευθερωμένων απ” όλες τις πνευματικές και ηθικές προκαταλήψεις, εξίσου αδιάφορων απέναντι σ” όλες τις πεποιθήσεις και που, αν χρειαστεί, θα κάνουν τα πάντα για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Αυτοί, όμως οι «διακεκριμένοι» άνθρωποι αποτελούν πάντα, ακόμα και μέσα στις πιο διεφθαρμένες τάξεις, μιαν ασήμαντη μειονότητα· οι πιο πολλοί, ακόμα και σ” αυτές τις τάξεις, ακολουθάνε σαν τα πρόβατα – όπως κάνει κι ο λαός. Υφίστανται φυσικά την επιρροή των συμφερόντων τους, που κάνει την αντιδραστικότητό τους όρο απαραίτητο για την ύπαρξή τους. Είναι, όμως, αδύνατο να παραδεχτούμε ότι είναι αντιδραστικοί απλώς γιατί υποκύπτουν στα εγωιστικά τους συναισθήματα. “ Ενα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, ακόμα και αρκετά διεφθαρμένων, δε θα μπορούσε να ναι τόσο διεστραμμένο όταν δρα συλλογικά. Σε κάθε ένωση πολλών ανθρώπων – και ιδιαίτερα στις παραδοσιακές, ιστορικές ενώσεις όπως οι τάξεις, ακόμα κι όταν αυτές έχουν φτάσει στο σημείο να «χουνε γίνει απόλυτα επιζήμιες ή αντίθετες προς τα συμφέροντα και το δίκαιο όλου του κόσμου – υπάρχει μια αρχή ηθικής, μια θρησκεία, μια οποιαδήποτε πίστη – αναμφίβολα πολύ λίγο ορθολογικές και το πιο συχνά γελοίες και, κατά συνέπεια, μικρονοϊκές αλλά ειλικρινείς – που αποτελούν τον ηθικό όρο που είναι απολύτως απαραίτητος για την ύπαρξή τους.
Το κοινό και θεμελιώδες λάθος όλων των ιδεαλιστών, λάθος που κατά το άλλα είναι λογικότατο επακόλουθο του θεωρητικού τους συστήματος στο σύνολο του, είναι το ότι αναζητούν τη βάση της ηθικής μέσα στο μεμονωμένο άτομο, ενώ αυτή βρίσκεται μόνο στα άτομα που αποτελούν ομάδα. Για να το αποδείξουμε αυτό, ας αρχίσουμε με σκοπό να κρίνουμε όπως πρέπει, μια για πάντα, το μεμονωμένο ή απόλυτο άτομο των ιδεαλιστών.
Αυτό το μοναχικό και αφηρημένο ανθρώπινο άτομο είναι, όπως και ο Θεός, ένα πλάσμα της φαντασίας: και τα δυο τα δημιούργησε ταυτόχρονα η θεοσεβής φαντασία ή το παιδιάστικο, το μη στοχαστικό, μη πειραματικό και μη κριτικό αλλά το φανταστικό λογικό των λαών- αργότερα το επεξεργάστηκαν, τα ερμήνευσαν και τα έκαναν δόγματα οι θεολογικές και μεταφυσικές θεωρίες των ιδεαλιστών στοχαστών. Και τα δυο, αφού αντιπροσωπεύουν μιαν αφαίρεση στερημένη από κάθε περιεχόμενο και ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε πραγματικότητα, καταλήγουν στο Μηδέν. Πιστεύω ότι έχω αποδείξει πόσο ανήθικο είναι το πλάσμα της φαντασίας που λέγεται Θεός: πιο κάτω, στο Παράρτημα, θα αποδείξω ότι είναι και παράλογο. Τώρα, θέλω ν” αναλύσω το εξίσου ανήθικο και παράλογο πλάσμα της φαντασίας που λέγεται απόλυτο ή αφηρημένο ανθρώπινο άτομο, που οι ηθικολόγοι της ιδεαλιστικής σχολής το παίρνουν για βάση των πολιτικών και κοινωνικών τους θεωριών.
Δε θα δυσκολευτώ ν” αποδείξω ότι το ανθρώπινο άτομο, που το εκθειάζουν και το αγαπούν, είναι ένα ον ολότελα ανήθικο. Είναι ο εγωισμός προσωποποιημένος, το κατεξοχήν αντικοινωνικό ον. Αφού κατέχει μιαν αθάνατη ψυχή, είναι άπειρο και αυτοτελές· επομένως, δεν έχει ανάγκη από κανέναν, ούτε από το Θεό και, φυσικά, δεν έχει ανάγκη από άλλους ανθρώπους. Αογικά, δε θα μπορούσε ν” ανεχτεί την ύπαρξη ενός ισάξιου μ” αυτό ή ανώτερου ατόμου, εξίσου αθάνατου μ” αυτό και εξίσου άπειρου, είτε πιο αθάνατοι· ή πιο άπειροι: απ” αυτό, είτε στο πλάι του είτε από πάνω του. Θα όφειλε να είναι ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη – τι λέω, θα όφειλε να μπορεί να λέει στον εαυτό του ότι είναι το μοναδικό ον, ότι είναι ο κόσμος όλος. Γιατί το άπειρο που βρίσκει κάτι, ο,τιδήποτε, έξω απ” αυτό, βρίσκει κάποιο όριο, δεν είναι πιάτο άπειρο- δυο άπειρα που συναντιώνται, αλληλοαναιρούνται.
Γιατί τάχα οι θεολόγοι και οι μεταφυσικοί, που παρουσιάζονται σε άλλες περιπτώσεις τόσο δεινοί λογικοί, έχουν διαπράξει κι εξακολουθούν να διαπράττουν τούτη τη λογική ασυνέπεια; Γιατί, δηλαδή, παραδέχονται ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εξίσου αθάνατοι, μ” άλλα λόγια εξίσου άπειροι, και ότι από πάνω τους υπάρχει ένας Θεός ακόμα πιο αθάνατος και ακόμα πιο άπειρος; Υποχρεώθηκαν να το κάνουν αυτό, γιατί τους ήταν απολύτως αδύνατο ν” αρνηθούν την πραγματική ύπαρξη, τη θνητότητα καθώς και την αμοιβαία ανεξαρτησία εκατομμυρίων ανθρώπινων όντων που έζησαν κι εξακολουθούν να ζουν πάνω σ” αυτή τη γη. Πρόκειται για ένα γεγονός που, παρόλη τους την καλή θέληση, δεν μπορούν να το παραγνωρίσουν. Λογικά, θα “πρεπε να είχαν συμπεράνει απ” αυτό ότι οι ψυχές δεν είναι αθάνατες, καθώς και ότι δεν έχουν ύπαρξη ξεχωριστή απ” τα σωματικά και θνητά τους περιβλήματα- επιπλέον, ότι περιορίζοντας τον εαυτό τους κι ανακαλύπτοντας ότι εξαρτώνται ο ένας από τον άλλον, συναντώντας έξω απ” τον εαυτό τους και άπειρα άλλα διαφορετικά αντικείμενα, τα ανθρώπινα όντα, όπως και όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο αυτόν, είναι όντα παροδικά, περιορισμένα και πεπερασμένα. Αν, όμως, το παραδεχόντουσαν αυτό, θα “ πρεπε ν” απαρνηθούν τις ίδιες τις βάσεις των ιδεαλιστικών τους θεωριών, θα πρεπε να πάρουν τη θέση τους κάτω απ” το λάβαρο του καθαρού υλισμού, ή της πειραματικής και ορθολογικής επιστήμης. Προς τα εκεί τους σπρώχνει και η δυνατή φωνή του αιώνα μας.
Κλείνουν τ” αυτιά τους σ” αυτή τη φωνή. Η-φύση τους – των εμπνευσμένων, των προφητών, των δογματικών και των παπάδων – και το πνεύμα τους – που αναπτύχτηκε με τα λεπτόλογα ψέματα της μεταφυσικής, που ναι συνηθισμένο στο μισόφωτο των ιδεαλιστικών φαντασιώσεων – εξεγείρονται εναντίον των ξεκάθαρων συμπερασμάτων και εναντίον της φωτεινής απλής αλήθειας. Φοβούνται τόσο την αλήθεια, ώστε προτιμούν να υποστηρίζουν την αντίφαση που δημιουργούν εκείνοι οι ίδιοι μ” αυτό το παράλογο πλάσμα της φαντασίας, την αθάνατη ψυχή, είτε γυρεύουν να βρουν τη λύση μέσα σ” έναν καινούριο παραλογισμό.
μέσα στο πλάσμα της φαντασίας που λέγεται Θεός. Απ” τη σκοπιά της θεωρίας, ο Θεός δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο, παρεκτός το τελευταίο αποκούμπι και η υπέρτατη έκφραση όλων των παραλογισμών και των αντιφάσεων του ιδεαλισμού. Μέσα στη θεολογία, που αντιπροσωπεύει την παιδιάστικη και απλοϊκή μεταφυσική, παρουσιάζεται σαν η βάση και το κυρίως αίτιο του παράλογου- μέσα όμως στην καθαρή μεταφυσική, δηλαδή μέσα στη λεπτόλογα επεξεργασμένη κι ορθολογικοποιημένη θεολογία, αποτελεί αντίθετα το έσχατο αίτιο και την υπέρτατη καταφυγή, με την έννοια ότι όλες τις αντιφάσεις που φαίνονται άλυτες μέσα στον πραγματικό κόσμο, τις ερμηνεύουν μέσα στο Θεό και διαμέσου του Θεού, δηλαδή διαμέσου του παράλογου που το » χουν στολίσει όσο γίνεται περισσότερο με μιαν επίφαση ορθολογικότητας.
Η ύπαρξη ενός προσωπικού Θεού και η αθανασία της ψυχής είναι δυο πλάσματα της φαντασίας αξεχώρι- στα, είναι οι δυο πόλοι του ίδιου απόλυτου παραλογισμού, που ο καθένας τους φέρνει στο μυαλό τον άλλον, και που ο καθένας τους γυρεύει μάταια να ερμηνευτεί με βάση τον άλλον, ν” ανακαλύψει το λόγο της ύπαρξής του μέσα στον άλλον. Το ίδιο ισχύει και για την κατάφωρη αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στο υποτιθέμενο άπειρο του κάθε ανθρώπου και στο πραγματικό γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, άρα ένα μεγάλο πλήθος από άπειρα όντα που βρίσκονται το ένα έξω από τ” άλλο και που αναγκαστικά περιορίζουν το ένα το άλλο- ανάμεσα στη θνητότητα και στην αθανασία τους- ανάμεσα στη φυσική τους εξάρτηση και στην απόλυτη ανεξαρτησία του ενός απ” το άλλο. IV αυτές τις αντιφάσεις, οι ιδεαλιστές έχουν μονάχα μιαν απάντηση: το Θεό. – Αν η απάντηση αυτή δεν σας εξηγεί τίποτα, κι αν δεν σας ικανοποιεί, τόσο το χειρότερο για σας. Άλλην απάντηση, δεν μπορούν να σας δώσουν.
Τα πλάσματα της φαντασίας που λέγονται αθανασία της ψυχής και ηθική του ατόμου – που το δεύτερο είναι αναγκαίο επακόλουθο του πρώτου – αποτελούν την άρνηση κάθε ηθικής. Και, απ” αυτή την άποψη, πρέπει να δώσουμε δίκιο στους θεολόγους που, όντας πολύ πιο συνεπείς και πιο λογικοί απ” τους μεταφυσικούς, αρνιούνται κατηγορηματικό αυτό που φτάσανε να ονομάζουν οι άνθρωποι σήμερα ανεξάρτητη η9ι- κή” διακηρύσσουν οι θεολόγοι λογικότατα ότι απ” τη στιγμή που κάποιος παραδέχεται την αθανασία της ψυχής και την ύπαρξη του Θεού, οφείλει ν” αναγνωρίσει και το ότι μπορεί να υπάρχει μόνο μια ηθική, δηλαδή ο θειικός νόμος, ο νόμος τον οποίον αποκάλυψε ο Θεός, η θρησκευτική μ” άλλα λόγια ηθική, δηλαδή η σχέση της αθάνατης ψυχής με το Θεό διαμέσου της Θείας Χάρης. Έξω απ” αυτή την ανορθολογική, θαυματουργική και μυστικιστική σχέση, τη μόνη άγια και τη μόνη επιθυμητή, κι έξω από τις συνέπειες που απορρέουν απ” αυτήν για τον άνθρωπο, όλες οι άλλες σχέσεις έχουν αξία μηδαμινή. Η θεϊκή ηθική είναι η απόλυτη άρνηση της ανθρώπινης ηθικής.
Η θεϊκή ηθική έχει βρει την τέλεια έκφρασή της στην ακόλουθη χριστιανική ρήση: «Αγάπα το Θεό περισσότερο απ” τον εαυτό σου, και τον πλησίον σου, το διπλανό σου, όσο και τον εαυτό σου», πράγμα που υποδηλώνει τη θυσία τόσο του διπλανού σου όσο και του εαυτού σου στο Θεό. Η θυσία του εαυτού μας μπορεί να χαρακτηριστεί ανοησία- η θυσία, όμως, του διπλανού μας είναι, από ανθρώπινη σκοπιά, απολύτως ανήθικη. Και γιατί υποχρεώνομαι να κάνω μιαν απάνθρωπη θυσία; Για τη σωτηρία της ψυχής μου. Αυτή είναι η τελευταία λέξη του χριστιανισμού. Επομένως, για να είμαι αρεστός στο Θεό και για να σώσω την ψυχή μου, πρέπει να θυσιάσω το διπλανό μου. Αυτό είναι ο απόλυτος εγωισμός. Ο εγωισμός αυτός που δεν περιορίζεται, δεν καταστρέφεται αλλά μονάχα μασκαρεύεται στον Καθολικισμό με την καταναγκαστική συλλογικό- τητα και με την εξουσιαστική, ιεραρχική και δεσποτική ενότητα της Εκκλησίας, εμφανίζεται με όλη την κυνική σαφήνεια στον Προτεσταντισμό, που είναι ένα είδος θρησκευτικού «ο οώζων εαυτόν σωθήτω».
Οι μεταφυσικοί, με τη σειρά τους, πασχίζουν να συγκαλύψουν τον εγωισμό αυτόν, που είναι η εγγενής και θεμελιώδης αρχή όλων των ιδεαλιστικών θεωριών, μιλώντας ελάχιστα, όσο λιγότερο γίνεται για τις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, και όσο περισσότερο γίνεται για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πράγμα που δεν είναι καθόλου ωραίο, ούτε ειλικρινές, ούτε και λογικό από μέρους τους- γιατί απ” τη στιγμή που κάποιος παραδέχεται ότι υπάρχει Θεός, είναι υποχρεωμένος ν” αναγνωρίσει πως είναι ανάγκη να υπάρχουν και σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό· και οφείλει ν” αναγνωρίσει ότι μπροστά σ” αυτές τις σχέσεις με το απόλυτο και υπέρτατο ον, όλες οι άλλες σχέσεις είναι κατανάγκην κίβδηλες. Είτε ο Θεός δεν είναι Θεός, είτε η παρουσία του απορροφά και καταστρέφει τα πάντα. Ας προχωρήσουμε, όμως…
Οι μεταφυσικοί, λοιπόν, αναζητούν την ηθική μέσα στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και, ταυτόχρονα, διατείνονται ότι η ηθική είναι ένα γεγονός απόλυτα ατομικό, ένας θεϊκός νόμος γραμμένος μέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Να ποια είναι η αξερίζωτη αντίφαση που πάνω της θεμελιώνεται η ηθική θεωρία των ιδεαλιστών. Απ” τη στιγμή που κουβαλώ μέσα μου, πριν απ” όλες τις σχέσεις μου με την κοινωνία και μετά συνέπεια ανεξάρτητα από κάθε επίδραση τούτης της κοινωνίας πάνω μου, έναν ηθικό νόμο γραμμένο πρωταρχικά από τον ίδιο το Θεό μες στην καρδιά μου, αυτός ο ηθικός νόμος είναι αναγκαστικά ξένος και αδιάφορος, αν όχι και εχθρικός, προς την ύπαρξή μου μέσα στην κοινωνία· ο ηθικός αυτός νόμος, δεν μπορεί να αφορά τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, και μπορεί να ρυθμίζει μόνο τις σχέσεις μου με το Θεό, όπως πολύ λογικό βεβαιώνει η θεολογία. Όσο για τους ανθρώπους, με βάση το νόμο αυτό, είναι για μένα ολότελα ξένοι. Αφού ο ηθικός νόμος έχει διαμορφωθεί κι έχει γραφεί μες στην καρδιά μου ανεξάρτητα απ” όλες μου τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, δεν μπορεί να “ χει καμιά σχέση μ’αυτούς.
Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να πει: ο νόμος αυτός σας προστάζει συγκεκριμένα ν” αγαπάτε τους ανθρώπους όσο και τον εαυτό σας, γιατί οι άνθρωποι είναι ίσοι με σας- να μη κάνετε σ” αυτούς ό,τι δε θέλετε να κάνουν κι εκείνοι σε σας, να προσέχετε να τους φέρνεστε διαρκώς σαν ίσους, σαν ηθικά ισότιμους και με γνώμονα σας τη δικαιοσύνη. Σ” αυτό απαντώ ότι: αν είν” αλήθεια πως ο ηθικός νόμος περιλαμβάνει τούτη την εντολή, οφείλω απ” αυτό να συμπεράνω ότι δεν είναι διαμορφωμένος και ότι δεν έχει γραφεί μόνο μέσα στη δική μου καρδιά- προϋποθέτει αναγκαστικά την προγενέστερη ύπαρξη των σχέσεών μου μ” άλλους ανθρώπους, με τους όμοιούς μου, και κατά συνέπεια δε δημιουργεί τούτες τις σχέσεις αλλά, βρίσκοντάς τες κιόλας εγκαθιδρυμένες απ” τη φύση, τις ρυθμίζει μονάχα κι αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την αναπτυγμένη τους εκδήλωση, την εξήγησή τους και το επακόλουθο τους. Έπεται απ” τα παραπάνω ότι ο ηθικός νόμος δεν είναι γεγονός ατομικό αλλά κοινωνικό, ότι είναι δηλαδή δημιούργημα της κοινωνίας.
Αν δεν συνέβαινε αυτό, ο ηθικός νόμος, που “ ναι γραμμένος μες στην καρδιά μου, θα “ ταν παράλογος- θα ρύθμιζε τις σχέσεις μου με όντα με τα οποία δε θα “ χα καμιά σχέση και που θα αγνοούσα ακόμα και την ύπαρξή τους. Σ” αυτό, οι μεταφυσικοί δίνουν μιαν απάντηση. Λένε ότι κάθε ανθρώπινο άτομο κουβαλά γραμμένον μέσα στην καρδιά του, από τη γέννησή του κιόλας, από το χέρι του ίδιου του Θεού, τον ηθικό τούτο νόμο- μόνο που, ο νόμος αυτός, βρίσκεται αρχικά σε λανθάνουσα κατάσταση, υπάρχει μόνο δυνητικά, δεν είναι πραγματωμένος ούτε και εκδηλώνεται στο ίδιο το άτομο, που δεν μπορεί να τον πραγματώσει και που δε φτάνει να τον απροκρυπτογραφήσει μέσα του, παρά μόνο στο βαθμό που αναπτύσσεται μέσα στην κοινωνία των ομοίων του- κοντολογίς, ότι ο άνθρωπος δεν αποκτά συνείδηση του νόμου αυτού που “ ναι γραμμένος μέσα του, παρά μόνο μέσα απ” τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους.
Με την εξήγηση αυτήν, που δίχως να “ ναι πειστική είναι τουλάχιστον αληθοφανής, να “ μαστέ πάλι στο δόγμα των έμφυτων ιδεών, των έμφυτων συναισθημάτων και των έμφυτων αρχών. Το γνωρίζουμε τούτο το δόγμα- η ανθρώπινη ψυχή – αθάνατη και άπειρη στην ουσία της, αλλά καθορισμένη, περιορισμένη και βεβα- ρυμένη εξαιτίας του σώματος, και κατά κάποιον τρόπο τυφλωμένη κι εκμηδενισμένη στην πραγματική της ύπαρξη – περιέχει όλες αυτές τις αιώνιες και θεϊκές αρχές αλλά εν αγνοία της, δίχως αρχικό να υποψιάζεται καν την ύπαρξή τους. Όντας αθάνατη, οφείλει αναγκαστικά να “ ναι αιώνια τόσο σε σχέση με το παρελθόν όσο και σε σχέση με το μέλλον. Γιατί αν είχε κάποια αρχή, θα “ χε αναπόφευκτα και κάποιο τέλος, και δε θα “ταν διόλου αθάνατη. Τί υπήρξε και τί έκανε στη διάρκεια όλη αυτής της αιωνιότητας που άφησε πίσω της; Μονάχα ο Θεός το ξέρει- όσο για την ψυχή την ίδια, δε θυμάται το παρελθόν, το αγνοεί.
Είναι ένα μεγάλο μυστήριο, γεμάτο καυγαλέες αντιφάσεις, που για να τις άρουμε θα πρέπει να προσφύγουμε στην υπέρτατη αντίφαση, στο Θεό. Διατηρεί παντοτινά μέσα της, δίχως καθόλου να τις αμφισβητεί, σ” ένα ολότελα μυστηριώδες κομμάτι του είναι της, όλες τις θεϊκές αρχές. Χαμένη, όμως, μέσα στο γήινο σώμα της, αποκτηνωμένη απ” τις χονδροειδείς υλικές συνθήκες της γέννησης και της ύπαρξής της πάνω στη γη, δεν έχει πια την ικανότητα να τις συλλάβει, ούτε και τη δύναμη να τις ξαναθυμηθεί. Είναι λες και δεν τις είχε καθόλου μέσα της. Να, όμως, που μέσα στην κοινωνία συναντιώνται ένα πλήθος από ανθρώπινες ψυχές, όλες εξίσου αθάνατες εξαιτίας της ουσίας τους, κι όλες εξίσου αποκτηνωμένες, εξευτελισμένες και υλοποιημένες μες στην πραγματική τους ύπαρξη.
Πρώτα πρώτα, αναγνωρίζουν τόσο λίγό ή μια την άλλη, ώστε η μια υλοποιημένη ψυχή τρώει την άλλη. Η ανθρωποφαγία ήταν, όπως ξέρουμε, η πρώτη πρακτική του ανθρώπινου είδους. Στη συνέχεια, εξακολουθώντας τον λυσσαλέο αναμεταξύ τους πόλεμο, η καθεμιά πασχίζει να υποτάξει όλες τις άλλες· πρόκειται για τη μακρά χρονική περίοδο της δουλείας, που φαίνεται πως δεν έχει τελειώσει ούτε σήμερα. Ούτε στην ανθρωποφαγία ούτε στη δουλεία δε βλέπουμε φυσικά το παραμικρό ίχνος απ” τις θεϊκές αρχές. Μέσα σ” αυτήν, όμως, την ακατάπαυτη σύγκρουση των λαών και των ανθρώπων μεταξύ τους που αποτελεί την ιστορία και εξαιτίας των αναρίθμητων βασάνων που είναι το πιο ξεκάθαρο τους αποτέλεσμα, οι ψυχές σιγά σιγά ξυπνάνε, βγαίνουν από τη νάρκη τους κι από την αποκτήνωσή τους, ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους, τον αναγνωρίζουν και εμβαθύνουν ολοένα και περισσότερο στο εσώτερο είναι τους, προκαλούνται και διεγείρονται η μια απ” την άλλη, κι αρχίζουν να θυμούνται τον εαυτό τους, να προαισθάνονται αρχικά και στη συνέχεια να βλέπουν και να νιώθουν πιο καθαρά τις αρχές που χάραξε μέσα τους για πάντα με το ίδιο του το χέρι ο Θεός.
Αυτό το ξύπνημα κι αυτή η ανάμνηση πραγματοποιούνται πρώτα πρώτα μέσα στις ψυχές τις όχι πιο άπειρες και τις όχι πιο αθάνατες, γιατί το αντίθετο θ” αποτελούσε παραλογισμό- το άπειρο, δεν επιδέχεται ούτε αύξηση ούτε ελάττωση, κι αυτό κάνει την ψυχή ακόμα και του πιο μεγάλου ηλίθιου να είναι εξίσου άπειρη και αθάνατη με την ψυχή της πιο κορυφαίας μεγαλοφυίας- πραγματοποιούνται μέσα στις λιγότερο χοντροκομμένα υλοποιημένες ψυχές και κατά συνέπεια στις πιο ικανές να ξυπνήσουν και ν” αναθυμηθούν. Αυτές οι ψυχές είναι των μεγαλοφυών ανθρώπων, των θεόπνευστων, εκείνων που αποκαλύπτουν τη Θεία Χάρη, των νομοθετών και των προφητών. Απ” τη στιγμή που αυτοί οι μεγάλοι και άγιοι άνθρωποι, φωτισμένοι και παρακινημένοι απ” το άγιο πνεύμα, που δίχως τη δική του βοήθεια δε γίνεται τίποτα μεγάλο και καλό μέσα σ” αυτό τον κόσμο, απ” τη στιγμή που ξαναβρίσκουν μέσα τους μιαν απ” αυτές τις θεϊκές αλήθειες που κάθε άνθρωπος κουβαλά ασύνει- δα μες στην ψυχή του, γίνεται φυσικά πολύ εύκολο για τους πιο χοντροκομμένα υλοποιημένους ανθρώπους να κάνουν την ίδιαν ανακάλυψη μέσα τους.
“ Ετσι, κάθε μεγάλη αλήθεια, όλες οι αιώνιες αρχές που εκδηλώνονται πρώτα πρώτα μέσα στην ιστορία σαν εκ Θεού αποκαλύψεις, περιορίζεται αργότερα σε θεϊκή αλήθεια βέβαια, αλλά σε θεϊκή αλήθεια που ο καθένας οφείλει και μπορεί να την ξαναβρεί μέσα του και να την αναγνωρίσει σαν βάση της άπειρης ουσίας του ή της αθάνατης ψυχής του. Αυτό εξηγεί το πώς μια αλήθεια, που αρχικά την αποκάλυψε ένας μόνον άνθρωπος, με το που διαδίδεται σιγά σιγά παραέξω, βρίσκει απόστολους, λίγους αρχικά και που τους κυνηγάνε όπως και τον ίδιο τον Κύριο οι μάζες και οι επίσημοι εκπρόσωποι της κοινωνίας· διαδίδεται, όμως, ολοένα και περισσότερο, εξαιτίας κι αυτών των ίδιων των καταδιώξεων, και στο τέλος εισβάλλει αργά ή γρήγορα μέσα στη συλλογική συνείδηση και αφού πρώτα υπήρξε για πολύν καιρό μια αλήθεια αποκλειστικά ατομική, μετατρέπεται στο τέλος σε μια κοινωνικά αποδεκτή αλήθεια* πραγματοποιείται κουτσά στραβά μες στους δημόσιους και ιδιωτικούς θεσμούς της κοινωνίας, κι έτσι γίνεται σιγά σιγά ο νόμος της.
Να ποια είναι η γενική θεωρία των ηθικολόγων της μεταφυσικής σχολής. Με την πρώτη ματιά, όπως είπα, φαίνεται πειστικότατη και μοιάζει να συμφιλιώνει τα πιο ανόμοια πράγματα: την εκ Θεού αποκάλυψη και το ανθρώπινο λογικό, την αθανασία και την απόλυτη ανεξαρτησία των ατόμων, με τη θνητότητα και την απόλυτη τους εξάρτηση, τον ατομικισμό με το σοσιαλισμό. Αν, όμως, εξετάσουμε από πιο κοντά τούτη τη θεωρία και τις συνέπειές της, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια φαινομενική μόνο συμφιλίωση, που κρύβει κάτω από μια ψεύτικη επίφαση ορθολογισμού και σοσιαλισμού τον παμπάλαιο θρίαμβο του θεϊκού παραλογισμού πάνω στο ανθρώπινο λογικό και του ατομικού εγωισμού πάνω στην κοινωνική αλληλεγγύη. Καταλήγει, σε τελευταία ανάλυση, στο διαχωρισμό και στην απόλυτη απομόνωση των ανθρώπων και, κατά συνέπεια, στην άρνηση κάθε ηθικής
Παρά το ότι η θεωρία αυτή υποστηρίζει πως είναι καθαρά ορθολογική, αρχίζει με την άρνηση κάθε λογικού, με το παράλογο, με το πλάσμα της φαντασίας που λέγεται άπειρο να χάνεται μέσα στο πεπερασμένο, ή με την υπόθεση ότι υπάρχει μια ψυχή, ένα πλήθος αθάνατων ψυχών που κατοικούν κι είναι φυλακισμένες μέσα στα θνητά τους σώματα. Για να διορθώσει και για να ερμηνεύσει αυτό τον παραλογισμό, υποχρεώνεται να καταφύγει σε κάτι άλλο, στον κατεξοχήν παραλογισμό, στο Θεό, σ” ένα είδος αθάνατης, προσωπικής, αμετακίνητης ψυχής, που κατοικεί κι είναι φυλακισμένη σ” ένα σύμπαν παροδικό και θνητό και που, παρόλα αυτά, διαφυλάγει την παντογνωσία και την παντοδυναμία της. “ Οταν κάποιος υποβάλλει αδιάκριτα ερωτήματα, που η θεωρία αυτή είναι φυσικά ανίκανη να τα απαντήσει, γιατί δεν υπάρχει απάντηση για το παράλογο ούτε και ερμηνεία γι” αυτό, αποκρίνεται η θεωρία αυτή με τη φοβερή λέξη «Θεός», με το μυστηριώδες απόλυτο, που δε σημαίνει απολύτως τίποτα ή που σημαίνει το αδύνατο, μ” ένα πράγμα που, σύμφωνα μ” αυτήν, δίνει απάντηση στα πάντα και ερμηνεύει τα πάντα. Πρόκειται για δικό της ζήτημα και για δικαίωμά της, γιατί γι” αυτό το λόγο, επειδή είναι κληρονόμος και λίγο πολύ υπάκουη θηγατέρα της θεολογίας, ονομάζεται μεταφυσική.
Αυτό που πρέπει να εξετάσουμε εδώ, είναι οι ηθικές επιπτώσεις τούτης της θεωρίας. Ας επισημάνουμε πρώτα πρώτα ότι η ηθική της, παρά τη σοσιαλιστική της επίφαση, είναι μια ηθική βαθύτατα, αποκλειστικά, ατομική· έπειτα απ” αυτό, δε θα δυσκολευτούμε πια ν” αποδείξουμε ότι, αφού αυτό είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της, αποτελεί στην πραγματικότητα την άρνηση κάθε ηθικής. Μέσα σ” αυτή τη θεωρία, η αθάνατη και ατομική ψυχή του κάθε ατόμου ξεχωριστά, άπειρη ή απόλυτα αυτάρκης ως προς την ουσία της και σαν τέτοια μη έχοντας ανάγκη από κανένα απολύτως ον, ούτε κι από σχέσεις με άλλα όντα για να συμπληρωθεί, βρίσκεται φυλακισμένη και κατά κάποιον τρόπο αρχικά εκμηδενισμένη μέσα σ” ένα θνητό σώμα. “ Οντας σ” αυτή την κατάσταση της πτώσης, που τα αίτιά της θα μας μένουν αναμφίβολα για πάντα άγνωστα αφού το ανθρώπινο πνεύμα είναι ανίκανο να τα εξηγήσει κι αφού η εξήγηση τους δίνεται μόνο με το απόλυτο μυστήριο, με το Θεό· όντας περιορισμένη σ” αυτή την κατάσταση της υλικότητας και της απόλυτης εξάρτησης από τον εξωτερικό κόσμο, η ανθρώπινη ψυχή έχει ανάγκη απ” την κοινωνία για να ξυπνήσει, για ν” αναθυμηθεί τον εαυτό της, για ν” αποκτήσει πάλι συνείδηση του εαυτού της και των θεϊκών αρχών που απ” τις απαρχές της αιωνιότητας τοποθετήθηκαν μέσα της από τον ίδιο το Θεό και αποτελούν την ουσία της.
Να ποια είναι ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας και το σοσιαλιστικό κομμάτι αυτής της θεωρίας. Οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και του κάθε ατόμου με όλα τ” άλλα, κοντολογίς η κοινωνική ζωή, δεν παρουσιάζονται σ” αυτήν παρά μόνο σαν ένα αναγκαίο μέσο ανάπτυξης, σαν γέφυρα και όχι σαν στόχος· ο απόλυτος και έσχατος στόχος για κάθε άνθρωπο είναι κείνος ο ίδιος, έξω απ” όλους τους άλλους ανθρώπους· είναι κείνος ο ίδιος, μπροστά στην απόλυτη ατομικότητα, μπροστά στο Θεό. “ Ηταν ανάγκη να βγουν οι άνθρωποι απ” τον γήινο εκμηδενισμό τους, να ξαναβρούν τον εαυτό τους, να ξαναποκτήσουν την αθάνατη ουσία τους· απ” τη στιγμή, όμως, που ξαναβρίσκουν την ψυχή, αυτή, μη μπορώντας να ζήσει παρά μόνο μοναχή της, τους γυρίζει την πλάτη και μένει ριγμένη στην περισυλλογή του μυστικιστικού παράλογου, στη λατρεία του Θεού της.
Αν διατηρεί ακόμα κάποιες σχέσεις με τους ανθρώπους, αυτό δε γίνεται από ηθική ανάγκη ούτε κατά συνέπεια από αγάπη για τους ανθρώπους, γιατί κάποιος αγαπά μόνον αυτό που έχει ανάγκη κι αυτό που τον έχει ανάγκη- κι ο άνθρωπος που “ χει ξαναβρεί την άπειρη και αθάνατη ουσία του, όντας αυτάρκης δεν έχει πια ανάγκη από κανέναν, έχει ανάγκη μόνο από το Θεό, ο οποίος εξαιτίας μιας μυστηριώδους ιδιότητας που μόνον οι μεταφυσικοί την καταλαβαίνουν, φαίνεται να κατέχει μιαν απειρία πιο άπειρη και μιαν αθανασία πιο αθάνατη απ” τις αντίστοιχες των ανθρώπων- έχοντας στο εξής την υποστήριξη της παντογνωσίας και της παντοδυναμίας του Θεού, το άτομο συνέρχεται και γίνεται εσωτερικά ελεύθερο, οπότε δεν μπορεί πια να “ χει ανάγκη απ” τους άλλους ανθρώπους. Αν, επομένως, εξακολουθεί να διατηρεί μερικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους αυτό μπορεί να συμβαίνει μόνο για δυο λόγους.
Πρώτα πρώτα, γιατί όσο το άτομο μένει γελοία ντυμένο με το θνητό του σώμα, έχει ανάγκη να φάει, να βρει κατάλυμα, να ντυθεί, να υπερασπίσει τον εαυτό του τόσο από την εξωτερική φύση όσο κι από τις επιθέσεις των ανθρώπων όταν είναι άνθρωπος πολιτισμένος, έχει ανάγκη από μια ποσότητα υλικών πραγμάτων που συνιστούν την ευπορία, την άνεση, την πολυτέλεια και που μερικό απ” αυτά, άγνωστα στους πατεράδες μας, θεωρούνται σήμερα απ” όλο τον κόσμο αντικείμενα πρώτης ανάγκης. Θα μπορούσε θαυμάσια ν” ακολουθήσει το παράδειγμα των αγίων των περασμένων αιώνων και, αφού απομονωνόταν σε μια σπηλιά, να τρέφεται με ρίζες. Φαίνεται, όμως, ότι αυτό δεν είναι του γούστου των σύγχρονων αγίων που σκέφτονται αναμφίβολα ότι η υλική άνεση είναι απαραίτητη για τη σωτηρία της ψυχής. Επομένως, έχει ανάγκη απ” όλα αυτό τα πράγματα· αυτά τα πράγματα, όμως, μπορούν να παραχτούν μόνο με τη συλλογική δουλειά των ανθρώπων: η μεμονωμένη δουλειά ενός μόνον ανθρώπου θα “ ταν ανίκανη να παράγει έστω και το ένα εκατομμυριοστό τους. “ Επεται απ” τα παραπάνω ότι το άτομο που κατέχει την αθάνατη ψυχή και την εσωτερική ελευθερία του ανεξάρτητα απ” την κοινωνία, ο σύγχρονος άγιος, έχει υλικά ανάγκη απ” αυτή την κοινωνία, δίχως, από ηθική σκοπιά, να την έχει ούτε στο παραμικρό ανάγκη.
Ποιό, όμως, είναι το όνομα που πρέπει να δώσουμε σε σχέσεις που το μόνο κίνητρο τους είναι οι αποκλειστικά υλικές ανάγκες, που ταυτόχρονα δεν επικυρώνονται και δε στηρίζονται από καμία ηθική ανάγκη; Είναι φανερό ότι το μοναδικό όνομα που μπορούσε να δώσουμε σ” αυτές, είναι το όνομα εκμετάλλευση. Και πράγματι, μέσα στη μεταφυσική ηθική και μέσα στην αστική κοινωνία που, όπως ξέρουμε, έχει για βάση της αυτή την ηθική, κάθε άτομο γίνεται αναγκαστικό εκμεταλλευτής της κοινωνίας, δηλαδή όλων, και το κράτος – με τις διαφορετικές του μορφές, από το θεοκρατικό κράτος και την πιο απόλυτη μοναρχία μέχρι την πιο δημοκρατική αβασί- λευτη δημοκρατία που βασίζεται στο πιο πλατύ γενικό δικαίωμα ψήφου – δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ρυθμιστής και ο εγγυητής αυτής της αμοιβαίας εκμετάλλευσης.
Μέσα στην αστική κοινωνία, που βασίζεται στη μεταφυσική ηθική, κάθε άτομο, εξαιτίας της ανάγκης ή εξαιτίας της λογικής της θέσης του, παρουσιάζεται σαν εκμεταλλευτής των άλλων, γιατί έχει ανάγκη,υλικά μεν απ” όλους, ηθικά δε από κανέναν. Επομένως, ο καθένας, αν απομακρυνθεί απ” την κοινωνική αλληλεγγύη που την βλέπει σαν εμπόδιο για την ολόπλευρη ελευθερία της ψυχής του μα και την επιζητά σαν μέσο απαραίτητο για τη διατήρηση του σώματος του, την βλέπει μόνον από τη σκοπιά της υλικής, της προσωπικής του χρησιμότητας και της φέρνει, της δίνει μόνον όσα είναι απολύτως απαραίτητα για να “χει όχι το δικαίωμα αλλά και την εξουσία να εξασφαλίσει για τον εαυτό του τούτη τη χρησιμότητα.
Κοντολογίς, ο καθένας την βλέπει σαν εκμεταλλευτή. Όταν, όμως, όλοι είναι εξίσου εκμεταλλευτές, πρέπει αναγκαστικά να υπάρχουν ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι, γιατί κάθε εκμετάλλευση προϋποθέτει και εκμεταλλευόμενους. Υπάρχουν, επομένως, εκμεταλλευτές που είναι εκμεταλλευτές συνάμα δυνητικά και πραγματικά· και άλλοι, το μεγάλο πλήθος, ο λαός, που είναι εκμεταλλευτές μόνο δυνητικά, που θα “ θελαν να “ ναι εκμεταλλευτές, μα στην πραγματικότητα δεν είναι. Στην πράξη είναι οι αιώνια εκμεταλλευόμενοι.Σε κοινωνική οικονομία, να λοιπόν σε τι καταλήγει η μεταφυσική ή αστική ηθική· σ” έναν ανελέητο και αχαλίνωτο πόλεμο όλων των ανθρώπων μεταξύ τους, σ” έναν λυσσαλέο πόλεμο όπου οι πολλοί χάνονται για να εξασφαλιστεί θρίαμβος και η ευημερία των λίγων. Ο δεύτερος λόγος που μπορεί να σπρώξει έναν άνθρωπο που έχει συνειδητοποιήσει ολόπλευρα τον εαυτό του να διατηρήσει τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, είναι η επιθυμία να γίνει αρεστός στο Θεό και το καθήκον να εκπληρώσει τη δεύτερη εντολή του Θεού· η πρώτη είναι να αγαπάς το Θεό περισσότερο απ” τον εαυτό σου, και η δεύτερη να αγαπάς τους ανθρώπους, τους διπλανούς σου, όσο και τον εαυτό σου και να τους κάνεις, για την αγάπη τον Θεον, όλα τα καλά που επιθυμείς να σου κάνουν κι αυτοί.
Προσέξτε τούτα τα λόγια: «για την αγάπη τον θεον». Εκφράζουν τέλεια το χαρακτήρα της μοναδικής ανθρώπινης αγάπης που είναι δυνατό να υπάρχει μέσα στη μεταφυσική ηθική, που συγκεκριμένα επιβάλλει να μην αγαπάμε καθόλου τους ανθρώπους για τους εαυτούς τους, επειδή αυτό είναι για μας ανάγκη, αλλά μόνο για να γίνουμε αρεστοί στον υπέρτατο Κύριο. Εξάλλου, έτσι θα “ πρεπε να “ ναι τα πράγματα· γιατί απ” τη στιγμή που η μεταφυσική παραδέχεται την ύπαρξη ενός Θεού και τις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, οφείλει, όπως και η θεολογία, να υποτάξει σ” αυτές όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ιδέα του Θεού απορροφά, καταστρέφει όλα όσα δεν είναι Θεός, και αντικαθιστά όλες τις ανθρώπινες και γήινες πραγματικότητες με τα θεϊκά πλάσματα της φαντασίας.
Στη μεταφυσική ηθική, όπως είπα, ο άνθρωπος που απόκτησε συνείδηση της αθάνατης ψυχής του και της ατομικής τους ελευθερίας μπροστά στο Θεό και μέσα στο Θεό, δεν μπορεί ν” αγαπάει τους ανθρώπους, γιατί ηθικά δεν τους έχει ανάγκη και γιατί κάποιος μπορεί ν” αγαπήσει, όπως πρόσθεσα, μόνον αυτά που “χουν ανάγκη απ” αυτή την αγάπη.
Αν κάποιος πιστέψει τα όσα λένε γι” αυτά οι θεολόγοι και οι μεταφυσικοί, ο πρώτος όρος καλύπτεται τέλεια στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, γιατί υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει δίχως το Θεό. Ο άνθρωπος, λοιπόν, μπορεί και οφείλει ν” αγαπά το Θεό, γιατί τον έχει ανάγκη. Όσο για τον δεύτερο όρο, για το ότι δηλαδή μπορεί ν” αγαπήσει μόνον εκείνον που “χει ανάγκη απ” αυτή την αγάπη, δεν τον βρίσκουμε να καλύπτεται στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό. Θα “ ταν ασέβεια να πούμε ότι ο Θεός μπορεί να “χει ανάγκη από την αγάπη των ανθρώπων. Γιατί, «να χεις ανάγκη», σημαίνει να σου λείπει ένα πράγμα που “ ναι αναγκαίο για την πληρότητα της ύπαρξής σου, είναι επομένως μια εκδήλωση αδυναμίας, μια ομολογία έλλειψης. Ο Θεός, ο απόλυτα αυτάρκης, δεν μπορεί να “ χει ανάγκη από κανέναν και από τίποτα. Μη έχοντας καμιά ανάγκη από την αγάπη των ανθρώπων, δεν μπορεί να τους αγαπάει- κι αυτό που ονομάζεται «αγάπη του» για τους ανθρώπους είναι μόνο μια απόλυτη συντριβή, παρόμοια και φυσικά πιο θαυμαστή ακόμα απ” αυτήν που ο πανίσχυρος Αυτοκράτορας της Γερμανίας έχει σήμερα για όλους τους υπηκόους του. Η αγάπη των ανθρώπων για το Θεό, μοιάζει τόσο πολύ με την αγάπη των γερμανών γι” αυτό το μονάρχη που “γινε σήμερα πανίσχυρος, ώστε μπροστά στο Θεό, δε γνωρίζουν δύναμη πιο μεγάλη απ” τη δική του.
Η αληθινή, πραγματική αγάπη, έκφραση μιας αμοιβαίας και ισοδύναμης και για τους δυο ανάγκης, μπορεί να υπάρξει μόνον ανάμεσα σε ίσους. Η αγάπη του ανώτερου για τον κατώτερο, είναι η συντριβή, η καταπίεση κι η περιφρόνηση, είναι ο εγωισμός, η αλαζονεία κι η ματαιοδοξία που θριαμβεύουν μες στο συναίσθημα ενός μεγαλείου που βασίζεται στον εξευτελισμό των άλλων. Η αγάπη του κατώτερου για τον ανώτερο, είναι η ταπείνωση, οι τρόμοι και οι ελπίδες του δούλου που περιμένει απ” τον κύριο και αφέντη του είτε τη δυστυχία είτε την ευτυχία. Να ποιός είναι ο χαρακτήρας της λεγόμενης αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους και των ανθρώπων για το Θεό. Είναι ο δεσποτισμός του ενός και η υποδούλωση των άλλων.
Τί σημαίνουν, λοιπόν τα λόγια «αγαπάτε τους ανθρώπους και κάνετέ τους το καλό για την αγάπη του Θεού;» Σημαίνουν να τους φέρνεστε όπως θέλει να τους φέρνεστε ο Θεός. Και πώς θέλει να τους φέρνεστε ο Θεός; Σα να “ ναι δούλοι. Ο Θεός, από τη φύση του, είναι υποχρεωμένος να τους φέρνεται έτσι. Όντας κείνος ο ίδιος ο απόλυτος Κύριος και αφέντης, είναι υποχρεωμένος να τους βλέπει σαν απόλυτα δούλους· αν τους βλέπει έτσι, δεν μπορεί να κάνει ποτέ τίποτε άλλο έξω απ” το να τους φέρνεται ανάλογα. Για να τους ελευθερώσει θα “χε στη διάθεση του ένα μόνο μέσο- θα “ πρεπε να παραιτηθεί, να εκμηδενιστεί και να εξαφανιστεί. Η απαίτηση, όμως, αυτή θα “ταν υπερβολική για την παντοδυναμία του. Μπορεί πολύ καλά – για να συμφιλιώσει την περίεργη αγάπη που νιώθει για τους ανθρώπους με την αιώνια δικαιοσύνη του, την όχι λιγότερο ιδιόρρυθμη – να θυσιάσει τον μονογενή του υιό, όπως μας το ιστορεί το Ευαγγέλιο· αλλά το να παραιτηθεί, ν” αυτοκτονήσει για την αγάπη των ανθρώπων, αυτό δε θα το κάνει ποτέ, εκτός κι αν τον αναγκάσει να το κάνει η επιστημονική κριτική. “ Οσο η εύπιστη φαντασία των ανθρώπων του επιτρέπει να υπάρχει, θα “ ναι πάντα ο απόλυτος άρχοντας, ο Κύριος των δούλων. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι το να φερνόμαστε στους ανθρώπους σύμφωνα μ” όσα λέει ο Θεός, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο πέρα απ” το να τους φερνόμαστε σα να “ναι δούλοι.
Το ν” αγαπάμε τους ανθρώπους σύμφωνα μ” όσα λέει ο Θεός. σημαίνει ν” αγαπάμε την υποδούλωσή τους. Εγώ, όντας άτομο αθάνατο και ολοκληρωμένο χάρη στο Θεό, και που αισθάνομαι ελεύθερος ακριβώς γιατί είμαι δούλος του Θεού, δεν έχω ανάγκη από κανέναν άνθρωπο για να κάνω πληρέστερη την ευδαιμονία της πνευματικής και ηθικής μου ύπαρξης, αλλά διατηρώ τις σχέσεις μου μ” αυτούς απλώς για να υπακούσω στο Θεό· αγαπώντας τους για την αγάπη του Θεού και φερνόμενος σ” αυτούς όπως λέει ο Θεός, θέλω να ναι δούλοι του Θεού όπως κι εγώ. Επομένως, αν θέλει ο ανώτατος Κύριος να με εκλέξει για να κάνω να υπερισχύσει η άγια θέλησή του πάνω στη γη, πρόθυμα θα υποχρεώσω τους άλλους ανθρώπους να υπακούσουν με τη βία. Να ποιος είναι ο αληθινός χαρακτήρας αυτού που οι ειλικρινείς και σοβαροί λάτρεις του Θεού ονομάζουν ανθρώπινη αγάπη τους. Δεν πρόκειται, δηλαδή, τόσο για την αφοσίωση αυτών που αγαπούν, όσο για την καταναγκαστική θυσία εκείνων που αποτελούν τα αντικείμενα ή μάλλον τα θύματα τούτης της αγάπης. Δεν πρόκειται για την απελευθέρωσή τους αλλά για την υποδούλωσή τους προς μεγαλύτερη δόξα του Θεού. Μ” αυτό τον τρόπο μετατρέπεται η θεϊκή εξουσία σε ανθρώπινη εξουσία, και μ” αυτό τον τρόπο ιδρύει η Εκκλησία το κράτος.
Σύμφωνα μ” όσα λέει η θεωρία, όλοι οι άνθρωποι θα “πρεπε να υπηρετούν το Θεό μ” αυτό τον τρόπο. “ Οπως ξέρουμε όμως, όλοι είναι κλητοί, αλλά λίγοι είναι οι εκλεκτοί. Κι εξάλλου, αν όλοι ήταν εξίσου ικανοί να εκπληρώσουν τις επιθυμίες του Θεού, δηλαδή, αν όλοι είχαν φτάσει στον ίδιο βαθμό πνευματικής και ηθικής τελειοποίησης, αγιότητας και ελευθερίας μέσα στο Θεό, η υπηρεσία αυτή θα γινόταν άχρηστη.Αν είναι απαραίτητη, είναι γιατί οι άνθρωποι στη μεγάλη πλειονότητά τους δεν έχουν φτάσει σ” αυτό το σημείο- από τα παραπάνω έπεται ότι, αυτή τη μάζα που “ ναι ακόμα αμαθής και άθεη, θα “ πρεπε να την αγαπάμε και να της φερνόμαστε σύμφωνα μ” όσα λέει ο Θεός- μ” άλλα λόγια, θα “πρεπε να κυβερνιέται και να υποτάσσεται σε μια μειονότητα αγίων, που ο Θεός δε θα παραλείπει να τους διαλέγει κείνος ο ίδιος με τον άλφα ή βήτα τρόπο και να τους τοποθετεί σε θέση προνομιακή που θα τους επιτρέπει να εκπληρώνουν το καθήκον αυτό(7).
Η μυσταγωγική φράση για τη διακυβέρνηση των λαϊκών μαζών, για το καλό τους αναμφίβολα, για τη σωτηρία των ψυχών τους, αν όχι και για τη σωτηρία των σωμάτων τους, μέσα στα θεοκρατικά κι αριστοκρατικά κράτη, από τους άγιους και τους αριστοκράτες, και μέσα στα δογματικά, φιλελεύθερα κράτη, καθώς και στα δημοκρατικά που βασίζονται στο γενικό δικαίωμα ψήφου, από τους έξυπνους και τους πλούσιους, είναι το ίδιο: «Όλα για το λαό, τίποτα από το λαό». Πράγμα που σημαίνει ότι οι άγιοι, οι αριστοκράτες ή μάλλον οι προνομιούχοι άνθρωποι είτε απ” τη σκοπιά της επιστημονικά αναπτυγμένης εξυπνάδας είτε απ” τη σκοπιά του πλούτου, όντας πολύ πιο απομακρυσμένοι απ” τον ιδεαλισμό ή απ” το Θεό λένε οι μεν, από το λογικό, τη δικαιοσύνη και την αληθινή ελευθερία λένε οι δε, απ” όσο είναι απομακρυσμένες οι λαϊκές μάζες, έχουν την ιερή και ευγενή αποστολή να τις καθοδηγήσουν. Θυσιάζοντας τα συμφέροντά τους και παραμελώντας τις υποθέσεις τους, θα πρέπει ν” αφοσιωθούν στην ευτυχία τον μικρού τους αδερφού, του λαού. Η διακυβέρνηση δεν είναι απόλαυση, είναι ένα επώδυνο καθήκον: δεν αναζητά κανείς σ” αυτήν την ικανοποίηση της φιλοδοξίας ή της ματαιοδοξίας ή της προσωπικής του πλεονεξίας, αλλά μόνο την ευκαιρία να θυσιαστεί για την ευτυχία όλου του κόσμου. Γι” αυτό αναμφίβολα και ο αριθμός των ανταγωνιζόμενων για τις ανώτερες δημόσιες θέσεις είναι τόσο μικρός, και γι” αυτό οι βασιλιάδες κι οι υπουργοί, καθώς και οι ανώτεροι και κατώτεροι δημόσιοι λειτουργοί, δέχονται την εξουσία με βαριά καρδιά.
Αυτά, λοιπόν, είναι, μέσα στην κοινωνία όπως την βλέπει η θεωρία των μεταφυσικών, τα δυο διαφορετικά και μάλιστα αντιτιθέμενα είδη των σχέσεων που μπορεί να υπάρξουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Το πρώτο είναι αυτό της εκμετάλλενσης και το δεύτερο είναι αυτό της διακνβέρνηαης. Αν είναι αλήθεια ότι διακυβέρνηση σημαίνει να θυσιάζεσαι για το καλό εκείνων που κυβερνάς, αυτή η δεύτερη σχέση βρίσκεται στην πραγματικότητα σε απόλυτη αντίφαση με την πρώτη, μ” αυτήν της εκμετάλλευσης. Ας προσέξουμε, όμως, καλά. Σύμφωνα με την ιδεαλιστική θεωρία, είτε τη θεολογική είτε τη μεταφυσική, η έκφραση «το καλό των μαζών» δεν μπορεί να σημαίνει την επίγεια ευημερία τους, ούτε και την επίγεια ευτυχία τους· τι είναι λίγες δεκάδες χρόνια επίγειας ζωής σε σύγκριση με την αιωνιότητα! Πρέπει, λοιπόν, να κυβερνά κανείς τις μάζες όχι με στόχο τούτη τη χυδαία ευτυχία που δίνουν οι υλικές δυνάμεις πάνω στη γη, αλλά με στόχο την αιώνια σωτηρία τους.
Οι υλικές στερήσεις και τα υλικά βάσανα μπορούν εξάλλου να θεωρηθούν έλλειψη εκπαίδευσης, αφού είναι αποδεδειγμένο ότι υπερβολικά πολλές σωματικές απολαύσεις σκοτώνουν την αθάνατη ψυχή. Τότε, όμως, η αντίφαση αίρεται: εκμεταλλεύομαι και κυβερνώ σημαίνουν το ίδιο πράγμα, το ένα συμπληρώνει το άλλο και το ένα χρησιμεύει στο άλλο σαν μέσο για την επιτυχία του σκοπού του.
Εκμετάλλευση και διακυβέρνηση, είναι τα δυο αξεχώριστα στοιχεία του συνόλου που ονομάζεται πολιτική. Η πρώτη, δίνει τα μέσα για να κυβερνάς και συγκροτεί τόσο την αναγκαία βάση όσο και το στόχο κάθε λογής διακυβέρνησης, που με τη σειρά της κατοχυρώνει και νομιμοποιεί την εξουσία να εκμεταλλεύεσαι τους άλλους. Από τις απαρχές κιόλας της ιστορίας, αυτά έχουν διαμορφώσει την πραγματική ζωή όλων των κρατών: θεοκρατικών, μοναρχικών, αριστοκρατικών και ακόμα δημοκρατικών. Προηγουμένως και μέχρι τη μεγάλη επανάσταση του τέλους του 18ου αιώνα, τη στενή τους σύνδεση την έκρυβαν τα πλάσματα της φαντασίας που λέγονταν θρησκεία, βασιλιάς και ιππότης· από τότε που το βάναυσο χέρι της αστικής τάξης έσκισε όλους τους πέπλους, που στο κάτω κάτω ήταν αρκετά διάφανοι, από τότε που η επαναστατική της πνοή διέλυσε όλα αυτά τα άχρηστα πλάσματα της φαντασίας, που από πίσω τους η Εκκλησία και το κράτος, η θεοκρατία, η μοναρχία και η αριστοκρατία μπόρεσαν για τόσον καιρό να εκπληρώνουν ανεμπόδιστα όλες τις ιστορικές τους αισχρότητες- από τότε που η αστική τάξη, ενοχλημένη από το να “ναι άκμονας έγινε με τη σειρά της σφύρα- κοντολογίς, από τότε που εκείνη εγκαθίδρυσε το σύγχρονο κράτος, αυτή η μοιραία σύνδεση έγινε για όλους μια αλήθεια ολοφάνερη και αναμφισβήτητη.
Η εκμετάλλευση είναι το ορατό σώμα, και η κυβέρνηση είναι η ψυχή του αστικού καθεστώτος. Και όπως είδαμε, τόσο η μια όσο κι η άλλη, μέσα στην τόσο στενή αυτή σύνδεση, είναι τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη η αναγκαία και πιστή έκφραση του μεταφυσικού ιδεαλισμού, το αναπόφευκτο επακόλουθο αυτού του αστικού δόγματος που αναζητά την ελευθερία και την ηθική των ατόμων έξω απ” την κοινωνική αλληλεγγύη. Η θεωρία αυτή καταλήγει στην εκμεταλλευτική διακυβέρνηση από λίγους και εκλεκτούς, στην εκμετάλλευση και στην υποδούλωση των πολλών, και, για όλους, στην άρνηση κάθε ηθικής και κάθε ελευθερίας.
Αφού δείξαμε πώς ο ιδεαλισμός, ξεκινώντας απ” τις αφηρημένες έννοιες του Θεού, απ” την αθανασία των ψυχών, απ” την πρωταρχική ελευθερία των ατόμων κι από την ηθική τους που “ναι ανεξάρτητες από την κοινωνία, φτάνει μοιραία στην επικύρωση της δουλείας και της ανηθικότητας, θα πρέπει τώρα να δείξουμε πώς η πραγματική επιστήμη, ο υλισμός και ο σοσιαλισμός – που η δεύτερη τούτη λέξη δεν είναι τίποτε άλλο πέρα απ” την ορθή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη της πρώτης -, ακριβώς γιατί παίρνουν σαν αφετηρία τους την υλική φύση και τη φυσική και πρωταρχική δουλεία των ανθρώπων, και έτσι υποχρεώνονται και γι” αυτό το λόγο ν” αναζητήσουν την απελευθέρωση των ανθρώπων όχι κάπου έξω, αλλά μέσα στους κόλπους της κοινωνίας, όχι εναντίον της αλλά με τη βοήθειά της, οφείλουν εξίσου αναγκαστικά να καταλήξουν στην εγκαθίδρυση της πιο ολόπλευρης ελευθερίας των ανθρώπων και της ανθρώπινης ηθικής {…}
(Εδώ τελειώνει το χειρόγραφο).
Σημειώσεις:
1.0 άγγλος πρώην παπάς Ουίλιαμ Γκόντγουιν (1756-1836) θεωρείται ένας από τους πατέρες του αναρχισμού.
Ο γερμανός καθηγητής σε παρθεναγωγείο Μαξ Στίρνερ (που το πραγματικό του όνομα ήταν Κάσπαρ Σμιτ και έζησε από τα 1806 ως τα 1856) είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ατομικιστικού αναρχισμού.
Ο γάλλος τυπογράφος Πιέρ Ζοζέ Προυνιόν (1809-1865) είναι μια από τις μεγαλύτερες μορφές του πρώιμου αναρχικού κινήματος.
Περισσότερα στοιχεία γι” αυτούς και για τις ιόέες τους μπορεί να βρει ο αναγνώστης ατο Αλφαβητάρι τον αναρχισμού, εκδ. Κατσάνος.
2. «Ανθρωπινότητα», δηλαδή η ιδιότητά του να είσαι άνθρωπος. Ο Μπακούνιν χρησιμοποιεία τον όρο αυτόν σε αντιδιαστολή προς τη ζωικότητα, την ιδιότητα του να είσαι ζώο.
3. Χασασίνος. Λέξη αράβικη που προέρχεται από τη λέξη χασίς. “ Ετσι ονομάζονταν τα μέλη ενός μυστικού μοναστικού τάγματος μουσουλμάνων που, στη διάρκεια των Σταυροφοριών, δολοφονούσαν τους εχθρούς της πίστης τους υπό την επήρεια του χασίς. Η λέξη πέρασε στη συνέχεια σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά) και σημαίνει το δολοφόνο.
4. Αμπσολουτισμός. Πολιτικό σύστημα που υποστηρίζει ότι όλες οι εξουσίες πρέπει να συγκεντρώνονται στα χέρια του ίδιου προσώπου (ή της ίδιας ομάδας προσώπων).
5. Δογματικοί. Αυτοί που κατά την εποχή της Παλινόρθωσης της Μοναρχίας στη Γαλλία υποστήριζαν τις φιλελεύθερες πολιτικές θεωρίες, δηλαδή την εφαρμογή της Χάρτας του 1814.
5. Δογματικοί. Αυτοί που κατά την εποχή της Παλινόρθωσης της Μοναρχίας στη Γαλλία υποστήριζαν τις φιλελεύθερες πολιτικές θεωρίες, δηλαδή την εφαρμογή της Χάρτας του 1814.
6 (Κατά λέξη: «Αφήστε να κάνουν, αφήστε να περάσουν»). Η αρχή του πλήρους οικονομικού φιλελευθερισμού (καμία κρατική παρέμβαση στην αγορά, κανένας εισαγωγικός δασμός, κλπ.).
7. (Του Μπακούνιν). Τον παλιό καλό καιρό, όταν η χριστιανική πίστη δεν είχε ακόμα κλονιστεί και αντιπροσωπευόταν κυρίως από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που βρισκόταν στη μεγαλύτερη της ακμή, ο Θεός δε δυσκολευόταν καθόλου να ορίσει τους εκλεκτούς. Εξυπακουόταν ότι όλοι οι κυρίαρχοι, μεγάλοι και μικροί, κυβερνούσαν με τη χάρη του Θεού, τουλάχιστον αν δεν είχαν αφοριστεί. Η αριστοκρατία βάσιζε τα προνόμια της πάνω στην ευλογία της αγίας Εκκλησίας. Ο προτεσταντισμός πάλι, που, αναμφίβολα παρά τις προθέσεις του, συνέβαλε σημαντικά στην καταστροφή της πίστης, άφησε, απ” αυτή την άποψη τουλάχιστον, ολότελα άθικτο το χριστιανικό δόγμα: «Όλες οι εξουσίες, επανέλαβε μαζί με τον απόστολο Παύλο, απορρέουν απ” το Θεό».
«Εφτασε να ενισχύσει την εξουσία των βασιλιάδων διακηρύσσοντας ότι προέρχεται απευθείας απ” το Θεό και δεν έχει ανάγκη από την παρέμβαση της Εκκλησίας- απεναντίας, υπέταξε την Εκκλησία στην πολιτική εξουσία. Από τότε, όμως, που η φιλοσοφία του τελευταίου αιώνα, συμμαχώντας με την αστική επανάσταση, κατάφερε ένα χτύπημα θανάσιμο στην πίστη και ανέτρεψε όλους τους θεσμούς που βασίζονταν πάνω σ” αυτή την πίστη, το δόγμα της εξουσίας δυσκολεύεται να επανεγκαθιδρυθεί μες στη συνείδηση των ανθρώπων. Οι τωρινοί βασιλιάδες εξακολουθούν φυσικά να ονομάζονται βασιλιάδες «με τη χάρη τον θεού» (ελέω Θεού) αυτές οι λέξεις όμως, που είχανε κάποτε μια τόσο ζωντανή, τόσο ισχυρή και τόσο πραγματική σημασία, δε θεωρούνται πια από τις μορφωμένες τάξεις καθώς και από μια μερίδα του ίδιου του λαού, τίποτε άλλο πέρα από μια έκφραση γερασμένη και κοινότοπη, που στο βάθος δε σημαίνει απολύτως τίποτα.
Ο Ναπολέων ο I» προσπάθησε να την ξανανιώσει προσθέτοντας της το ακόλουθο συμπλήρωμα: «και με τη δέληση του λαού», που προστιθέμενη στην πρώτη είτε αναιρείται και συνάμα την αναιρεί, είτε σημαίνει πως ό,τι θέλει ο λαός το θέλει κι ο Θεός. Μένει να μάθουμε τι θέλει ο λαός, και ποιο είναι το όργανο που εκφράζει με τον πιο πιστό τρόπο τούτη τη θέληση. Οι ριζοσπάστες δημοκράτες φαντάζονται ότι την εκφράζει πάντα με τον πιο πιστό τρόπο η Εθνοσυνέλευση που εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία. “ Αλλοι, ακόμα πιο ριζοσπάστες, προσθέτουν σ” αυτό και τα δημοψηφίσματα, την απευθείας ψηφοφορία όλου του λαού πάνω σε κάθε κάπως σημαντικό καινούριο νόμο. Όλοι, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, μετριοπαθείς ριζοσπάστες και εξτρεμιστές ριζοσπάστες, συμφωνούν σ” ένα σημείο: είτε ο λαός κυβερνιέται από βασιλιά, είτε εκλέγει ο ίδιος τους κυβερνήτες και τα αφεντικά του, είτε τους επιβάλλουν κάποιοι άλλοι, πρέπει να χει κυβερνήτες και αφεντικά. Μη έχοντας ο λαός εξυπνάδα, πρέπει ν” αφήνει να τον κυβερνάνε άλλοι, αυτοί που έχουν.
Ενώ κατά τους περασμένους αιώνες ζητούσαν απλοϊκά την εξουσία στο όνομα του Θεού, σήμερα δογματικά τη ζητούν στο όνομα της εξυπνάδας· αυτοί που ζητούν την εξουσία, δεν είναι πια οι παπάδες μιας διαλυμένης θρησκείας αλλά οι διπλωματούχοι παπάδες της δογματικής εξυπνάδας, κι αυτό σ” έναν καιρό που η εξυπνάδα ετούτη έχει ολοφάνερα χρεωκοπήσει. Γιατί ποτέ οι μορφωμένοι και σοφοί άνθρωποι, και γενικά αυτοί που ονομάζονται φωτισμένες τάξεις δεν έδειξαν μια τέτοια ηθική κατάπτωση, μια τέτοια δειλία, έναν τέτοιον εγωισμό και μια τέτοια πλήρη απουσία πεποιθήσεων όπως αυτά που δείχνουν στις μέρες μας. Εξαιτίας της δειλίας, παρά τις γνώσεις τους, οι τάξεις αυτές έχουν παραμείνει κουτές, δεν καταλαβαίνουν τίποτα, επιθυμούν μόνο τη συντήρηση αυτού που υπάρχει, και ελπίζουν ανόητα ότι θα σταματήσουν την πορεία της ιστορίας με την κτηνώδη βία της στρατιωτικής δικτατορίας, που στα πόδια της είναι σήμερα ταπεινά γονατισμένες.
«Όπως άλλοτε οι εκπρόσωποι της θεϊκής εξυπνάδας και της θεϊκής εξουσίας, η Εκκλησία και οι παπάδες, ήταν περισσότερο απ” όσο πρέπει φανερά συνδεδεμένοι με την οικονομικήν εκμετάλλευση των μαζών, πράγμα που ήταν και το κύριο αίτιο της πτώσης τους, έτσι και σήμερα οι εκπρόσωποι της ανθρώπινης εξυπνάδας και της ανθρώπινης εξουσίας, το κράτος, οι σοφοί και οι φωτισμένες τάξεις, ταυτίζονται περισσότερο απ” όσο πρέπει φανερά με το ίδιο τούτο έργο της κτηνώδους και άδικης εκμετάλλευσης – κι έτσι δεν μπορούν να διατηρήσουν έστω και την παραμικρή ηθική δύναμη και το παραμικρό ηθικό κύρος. Αφού αισθάνονται να τους καταδικάζει και η ίδια η συνείδησή τους, νιώθουν ξεμασκαρεμένοι και δεν έχουν άλλη διέξοδο εναντίον της περιφρόνησης που ξέρουν ότι δικαιολογημένα τους αξίζει, έξω απ” την αιμοβόρα επιχειρηματολογία της οργανωμένης και ένοπλης βίας. Αυτό που αποτελεί σήμερα το κράτος, το ορατό σώμα της εκμεταλλευτικής και δογματικής εξυπνάδας των προνομιούχων τάξεων, είναι τούτη η οργάνωση που βασίζεται σε τρία μισητά πράγματα: στη γραφειοκρατία, στην αστυνομία και στο μόνιμο στρατό.
Εναντίον αυτής της σαπισμένης και ετοιμοθάνατης εξυπνάδας, ξυπνά και παίρνει μορφή μέσα στις λαϊκές μάζες μια καινούρια εξυπνάδα, νέα και ρωμαλέα, γεμάτη μέλλον και ζωή, αναμφίβολα όχι ακόμα επιστημονικά αναπτυγμένη αλλά που προσβλέπει στην καινούρια επιστήμη που ναι απαλλαγμένη απ” όλες τις ανοησίες της μεταφυσικής και της θεολογίας. Αυτή η εξυπνάδα δε 6α “χει ούτε διπλωματούχους καθηγητές, ούτε προφήτες, ούτε παπάδες, αλλά θα λάμπει μέσα στον καθένα και μέσα σ” όλους, και δε θα θεμελιώσει ούτε καινούρια Εκκλησία ούτε καινούριο κράτος· θα καταστρέψει μέχρι και τα τελευταία υπολείμματα αυτής της θανάσιμης και καταραμένης αρχής της εξουσίας, τόσο της ανθρώπινης όσο και της θεϊκής, και θα δώσει στον καθένα την ολόπλευρη ελευθερία του. Μ” αυτό τον τρόπο, θα πραγματώσει την ισότητα, την αλληλεγγύη και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων.
7. (Του Μπακούνιν). Τον παλιό καλό καιρό, όταν η χριστιανική πίστη δεν είχε ακόμα κλονιστεί και αντιπροσωπευόταν κυρίως από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που βρισκόταν στη μεγαλύτερη της ακμή, ο Θεός δε δυσκολευόταν καθόλου να ορίσει τους εκλεκτούς. Εξυπακουόταν ότι όλοι οι κυρίαρχοι, μεγάλοι και μικροί, κυβερνούσαν με τη χάρη του Θεού, τουλάχιστον αν δεν είχαν αφοριστεί. Η αριστοκρατία βάσιζε τα προνόμια της πάνω στην ευλογία της αγίας Εκκλησίας. Ο προτεσταντισμός πάλι, που, αναμφίβολα παρά τις προθέσεις του, συνέβαλε σημαντικά στην καταστροφή της πίστης, άφησε, απ” αυτή την άποψη τουλάχιστον, ολότελα άθικτο το χριστιανικό δόγμα: «Όλες οι εξουσίες, επανέλαβε μαζί με τον απόστολο Παύλο, απορρέουν απ” το Θεό».
«Εφτασε να ενισχύσει την εξουσία των βασιλιάδων διακηρύσσοντας ότι προέρχεται απευθείας απ” το Θεό και δεν έχει ανάγκη από την παρέμβαση της Εκκλησίας- απεναντίας, υπέταξε την Εκκλησία στην πολιτική εξουσία. Από τότε, όμως, που η φιλοσοφία του τελευταίου αιώνα, συμμαχώντας με την αστική επανάσταση, κατάφερε ένα χτύπημα θανάσιμο στην πίστη και ανέτρεψε όλους τους θεσμούς που βασίζονταν πάνω σ” αυτή την πίστη, το δόγμα της εξουσίας δυσκολεύεται να επανεγκαθιδρυθεί μες στη συνείδηση των ανθρώπων. Οι τωρινοί βασιλιάδες εξακολουθούν φυσικά να ονομάζονται βασιλιάδες «με τη χάρη τον θεού» (ελέω Θεού) αυτές οι λέξεις όμως, που είχανε κάποτε μια τόσο ζωντανή, τόσο ισχυρή και τόσο πραγματική σημασία, δε θεωρούνται πια από τις μορφωμένες τάξεις καθώς και από μια μερίδα του ίδιου του λαού, τίποτε άλλο πέρα από μια έκφραση γερασμένη και κοινότοπη, που στο βάθος δε σημαίνει απολύτως τίποτα.
Ο Ναπολέων ο I» προσπάθησε να την ξανανιώσει προσθέτοντας της το ακόλουθο συμπλήρωμα: «και με τη δέληση του λαού», που προστιθέμενη στην πρώτη είτε αναιρείται και συνάμα την αναιρεί, είτε σημαίνει πως ό,τι θέλει ο λαός το θέλει κι ο Θεός. Μένει να μάθουμε τι θέλει ο λαός, και ποιο είναι το όργανο που εκφράζει με τον πιο πιστό τρόπο τούτη τη θέληση. Οι ριζοσπάστες δημοκράτες φαντάζονται ότι την εκφράζει πάντα με τον πιο πιστό τρόπο η Εθνοσυνέλευση που εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία. “ Αλλοι, ακόμα πιο ριζοσπάστες, προσθέτουν σ” αυτό και τα δημοψηφίσματα, την απευθείας ψηφοφορία όλου του λαού πάνω σε κάθε κάπως σημαντικό καινούριο νόμο. Όλοι, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, μετριοπαθείς ριζοσπάστες και εξτρεμιστές ριζοσπάστες, συμφωνούν σ” ένα σημείο: είτε ο λαός κυβερνιέται από βασιλιά, είτε εκλέγει ο ίδιος τους κυβερνήτες και τα αφεντικά του, είτε τους επιβάλλουν κάποιοι άλλοι, πρέπει να χει κυβερνήτες και αφεντικά. Μη έχοντας ο λαός εξυπνάδα, πρέπει ν” αφήνει να τον κυβερνάνε άλλοι, αυτοί που έχουν.
Ενώ κατά τους περασμένους αιώνες ζητούσαν απλοϊκά την εξουσία στο όνομα του Θεού, σήμερα δογματικά τη ζητούν στο όνομα της εξυπνάδας· αυτοί που ζητούν την εξουσία, δεν είναι πια οι παπάδες μιας διαλυμένης θρησκείας αλλά οι διπλωματούχοι παπάδες της δογματικής εξυπνάδας, κι αυτό σ” έναν καιρό που η εξυπνάδα ετούτη έχει ολοφάνερα χρεωκοπήσει. Γιατί ποτέ οι μορφωμένοι και σοφοί άνθρωποι, και γενικά αυτοί που ονομάζονται φωτισμένες τάξεις δεν έδειξαν μια τέτοια ηθική κατάπτωση, μια τέτοια δειλία, έναν τέτοιον εγωισμό και μια τέτοια πλήρη απουσία πεποιθήσεων όπως αυτά που δείχνουν στις μέρες μας. Εξαιτίας της δειλίας, παρά τις γνώσεις τους, οι τάξεις αυτές έχουν παραμείνει κουτές, δεν καταλαβαίνουν τίποτα, επιθυμούν μόνο τη συντήρηση αυτού που υπάρχει, και ελπίζουν ανόητα ότι θα σταματήσουν την πορεία της ιστορίας με την κτηνώδη βία της στρατιωτικής δικτατορίας, που στα πόδια της είναι σήμερα ταπεινά γονατισμένες.
«Όπως άλλοτε οι εκπρόσωποι της θεϊκής εξυπνάδας και της θεϊκής εξουσίας, η Εκκλησία και οι παπάδες, ήταν περισσότερο απ” όσο πρέπει φανερά συνδεδεμένοι με την οικονομικήν εκμετάλλευση των μαζών, πράγμα που ήταν και το κύριο αίτιο της πτώσης τους, έτσι και σήμερα οι εκπρόσωποι της ανθρώπινης εξυπνάδας και της ανθρώπινης εξουσίας, το κράτος, οι σοφοί και οι φωτισμένες τάξεις, ταυτίζονται περισσότερο απ” όσο πρέπει φανερά με το ίδιο τούτο έργο της κτηνώδους και άδικης εκμετάλλευσης – κι έτσι δεν μπορούν να διατηρήσουν έστω και την παραμικρή ηθική δύναμη και το παραμικρό ηθικό κύρος. Αφού αισθάνονται να τους καταδικάζει και η ίδια η συνείδησή τους, νιώθουν ξεμασκαρεμένοι και δεν έχουν άλλη διέξοδο εναντίον της περιφρόνησης που ξέρουν ότι δικαιολογημένα τους αξίζει, έξω απ” την αιμοβόρα επιχειρηματολογία της οργανωμένης και ένοπλης βίας. Αυτό που αποτελεί σήμερα το κράτος, το ορατό σώμα της εκμεταλλευτικής και δογματικής εξυπνάδας των προνομιούχων τάξεων, είναι τούτη η οργάνωση που βασίζεται σε τρία μισητά πράγματα: στη γραφειοκρατία, στην αστυνομία και στο μόνιμο στρατό.
Εναντίον αυτής της σαπισμένης και ετοιμοθάνατης εξυπνάδας, ξυπνά και παίρνει μορφή μέσα στις λαϊκές μάζες μια καινούρια εξυπνάδα, νέα και ρωμαλέα, γεμάτη μέλλον και ζωή, αναμφίβολα όχι ακόμα επιστημονικά αναπτυγμένη αλλά που προσβλέπει στην καινούρια επιστήμη που ναι απαλλαγμένη απ” όλες τις ανοησίες της μεταφυσικής και της θεολογίας. Αυτή η εξυπνάδα δε 6α “χει ούτε διπλωματούχους καθηγητές, ούτε προφήτες, ούτε παπάδες, αλλά θα λάμπει μέσα στον καθένα και μέσα σ” όλους, και δε θα θεμελιώσει ούτε καινούρια Εκκλησία ούτε καινούριο κράτος· θα καταστρέψει μέχρι και τα τελευταία υπολείμματα αυτής της θανάσιμης και καταραμένης αρχής της εξουσίας, τόσο της ανθρώπινης όσο και της θεϊκής, και θα δώσει στον καθένα την ολόπλευρη ελευθερία του. Μ” αυτό τον τρόπο, θα πραγματώσει την ισότητα, την αλληλεγγύη και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου