Αυτά τα ολίγα για το τότε. Ερχόμενοι στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ελληνοχριστιανική προπαγάνδα, η οποία εμφανίζει ούτε λίγο, ούτε πολύ, τους τρεις Ιεράρχες ως Έλληνες και προστάτες των Ελληνικών γραμμάτων. Καθιερώθηκαν δε, ως τέτοιοι, μετά την Απελευθέρωση και μάλιστα με την σφραγίδα του νεοσύστατου επίσημου ελληνικού κράτους και της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1842. Βρισκόμαστε ήδη στα πρώτα στάδια της δημιουργίας της ιδέας του ανύπαρκτου «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού», με τον οποία η Εκκλησία, προσπαθεί να διαγράψει μονοκονδυλιά το ένοχο παρελθόν της (διωγμοί, σφαγές, αφορισμοί, προδοσίες, καταπίεση, οικονομική αφαίμαξη των πιστών κ.ά.). Και δεν περιορίζεται μόνο εκεί, αλλά κάνοντας το άσπρο μαύρο, προσπαθεί να παρουσιάσει εαυτόν ως θεματοφύλακα του ελληνικού γένους (οϊμέ...).
Οι τρεις Ιεράρχες, τιμώνται από την ελληνική Εκκλησία διότι, λέει, «διέσωσαν» τα ελληνικά γράμματα. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει, είναι, από ποιους τα διέσωσαν και πώς; Αφού η ελληνική γλώσσα ήταν, τότε, η επίσημη γλώσσα του γνωστού κόσμου! Επιπλέον, για τί είδους «γράμματα μιλάμε», απ' τη στιγμή που ως γνωστόν οι επιστήμες στο θεοκρατικό Βυζάντιο ήταν υπό διωγμόν, ενώ τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα καίγονταν σωρηδόν και δημοσίως; Ο συγγραφέας Τζόζεφ Μακ Κέιμπ μάλιστα έχει κάνει και την εξής θλιβερή διαπίστωση: «Το Βυζάντιο επί δέκα ολόκληρους αιώνες δεν κατόρθωσε να παράγει ούτε ένα βιβλίο που να διαβάζεται σήμερα από έναν καλλιεργημένο άνθρωπο». Και πως να παράγει, αφού ως «γράμματα» τότε θεωρούνταν τα θρησκευτικά συγγράμματα των «πατέρων» της Εκκλησίας και τα λοιπά σκοταδιστικά θρησκευτικά κείμενα;
Ας δούμε όμως πως «υπερασπίστηκαν» τον Ελληνισμό και το Ελληνικό Πνεύμα οι τρεις Ιεράρχες, μέσα απ' τα κείμενά τους (τα πρωτότυπα κείμενα των παραπομπών, για τον όποιο ενδιαφερόμενο, υπάρχουν στην «Ελληνική Πατρολογία»)...
Μέγας Βασίλειος:
«Προσταγή! Μη δειλιάζετε από των ελληνικών πιθανολογημάτων… τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυλού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός την φωτεινότητα, αλλά σαν δάδες καπνίζουσες καταμελανώνουν και σπιλώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώνυμος γνώση σε όσους την χρησιμοποιούν».
(«Εις τον προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον», 7.196.3)
«Είναι εχθροί οι Έλληνες...διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζoντας με ορθάνοιχτο στόμα τον “Ισραήλ”. Στόμα δε, λέγει εδώ ο προφήτης (βλ. Ησαΐας Θ΄: 11) την σοφιστική του λόγου δύναμη, η οποία τα πάντα χρησιμοποίησε για να παραπλανήσει αυτούς που πιστεύουν με απλότητα στον Θεό».
(«Εις τον προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον», 9.230.8)
«Δεν πρέπει να παραδώσετε στους αρχαίους (Έλληνες) συγγραφείς το τιμόνι του νου σας, για να σας πάνε όπου αυτοί θέλουν... Οδηγός μας στην εδώ κάτω ζωὴ είναι η Αγία Γραφή, που η γλώσσα της έχει πολύ μυστήριο... Αν οι δυο διδασκαλίες έχουν κάποια συγγένεια, θα ήταν ωφέλιμη η γνώση και των δυο. Αλλά έχουν και μεγάλη διαφορά. Γι᾿ αυτό, αν τις βάλουμε τη μια πλάι στην άλλη και τις συγκρίνουμε, θα δούμε καθαρά ότι η μια υπερέχει της άλλης (εννοεί ότι υπερέχει η εβραϊκή έναντι της ελληνικής)... Όσοι στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων δεν αναζητούν μονάχα τη γλύκα και τη χάρη του λόγου, μπορούν ν᾿ αποκομίσουν και κάποια ωφέλεια για την ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αυτά τα συγγράμματα να τα σπουδάζουμε ακολουθώντας το παράδειγμα των μελισσών. Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν».
(«Παραινέσεις προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», παρ. 1-4)
[σ.σ.: Ο τίτλος του λόγου, είναι τουλάχιστον παραπλανητικός. Ο Βασίλειος, δεν προτρέπει, αλλά ουσιαστικά αποτρέπει. Αποτρέπει την διάβαση των «επικίνδυνων» -για την ιουδαιοχριστιανική θρησκεία- μονοπατιών της Ελληνικής Παιδείας. Προτρέπει, κατ' ουσίαν, στην «ξερή» και υπό όρους χρήση των ελληνικών γραμμάτων, χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα, απλά σαν ένα εργαλείο κατανόησης των θρησκευτικών κειμένων.]
ΔΕΣ: Ο ανθέλληνας Mέγας Βασίλειος: Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας
«Αν κοιτάξεις στα ενδότερα (των ελληνικών σκέψεων) θα δεις, τέφρα και σκόνη και τίποτε υγιές, αλλά τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγας (των Ελλήνων φιλοσόφων), όλα δε είναι γεμάτα ακαθαρσίες και πύον, και πάντα τα δόγματα τους βρίθουν από σκουλήκια… Αυτά γέννησαν και αύξησαν οι Έλληνες, παίρνοντας από τους φιλοσόφους τους… Εμείς όμως, δεν παραιτούμαστε από την μάχη εναντίον τους».
(«Υπόμνημα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν», Ομιλία Ξ', 59.369-370)
«Πού είναι τώρα οι σοφοί των Ελλήνων με τα πυκνά τους γένια, με τους έξωμους χιτώνες τους και με τα παραφουσκωμένα λόγια; Όλη την βάρβαρη Ελλάδα ο σκηνοποιός (ο Παύλος) επέστρεψε (εκχριστιάνισε). Ας είναι ανάμεσά τους κι αυτός ο περιβόητος Πλάτων, που τρεις φορές πήγε στη Σικελία, γεμάτος επίδειξη και κομπορρημοσύνη, μα κανείς δεν του έδωσε προσοχή. Όμως εκείνος ο σκηνοποιός όχι μόνο στη Σικελία, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σ’ όλη την οικουμένη πέταξε και δεν σκανδάλισε, και είναι φυσικό, γιατί οι διδάσκαλοι δεν καταφρονούνται από την εργασία τους αλλά από τα ψέμματά τους».
(«Ερμηνεία εις την “Προς Ρωμαίους επιστολήν”», 60.407)
«Πόσο κόπιασε ο Πλάτων με τους μαθητές του με το να μας συζητεί περί γραμμής και γωνίας και σημείου και περί αριθμών αρτίων και περιττών και ίσων μεταξύ τους και ανίσων και για τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ως ο ιστός της αράχνης -διότι αυτά στη ζωή είναι περισσότερο άχρηστα από εκείνα τα υφάσματα- και χωρίς να ωφελήσει πολύ ή λίγο με τις συζητήσεις αυτές εγκατέλειψε έτσι τη ζωή;».
(«Ερμηνεία εις την “Α΄ Κορινθίους επιστολήν”», Ομιλία Δ', 61.34)
«Οι Έλληνες φιλόσοφοι και ρήτορες, είναι καταγέλαστοι και δεν διαφέρουν από τα παιδιά που λένε ανοησίες. Γιατί δεν μπόρεσαν να πάρουν με το μέρος τους ούτε έναν σοφό η άσοφο, ούτε άνδρα ή γυναίκα, ούτε ένα μικρό παιδί από τόσα έθνη κι από τόσους λαούς, αλλά προκαλούσαν τόσα γέλια τα βιβλία που είχαν γράψει, ώστε, μόλις τα παρουσίαζαν, να εξαφανίζονται, γι' αυτό και χάθηκαν τα περισσότερα... Ποτέ δεν έκαμαν το σωστό, αλλά ήσαν δειλοί, φιλόδοξοι, αλαζόνες και είχαν ασυλλόγιστα πάθη... Ο Ελληνισμός μπορεί ν' απλώθηκε σ' όλη τη γη και να κατέκτησε τις καρδιές των ανθρώπων, καταλύθηκε όμως με την δύναμη του Χριστού και το κήρυγμά μας φυτεύτηκε στις ψυχές των ανθρώπων... Και όσοι ήταν άπιστοι εντυπωσιάστηκαν από την διδασκαλία του Ιησού και περιφρόνησαν την δουλοπρέπεια, την ανελευθερία και την ποταπότητα των Ελλήνων. Όλοι διέκριναν την ευγένεια των μέσων που χρησιμοποιούν οι χριστιανοί, σε αντίθεση με την αισχρότητα των Ελλήνων».
(«Εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ελλήνων», παρ. 11-12, 15, 40)
[σ.σ.: Ολόκληρο αυτό κείμενο, είναι ένας λίβελλος εναντίον των Ελλήνων και του Ελληνισμού.]
«Όλα αυτά τα λόγια της Ελληνικής μωρίας, είναι παραληρήματα που προκαλούν το γέλιο. Διότι όπως ακριβώς εάν κάποιος αποτολμά να σημαδεύει τον ουρανό με το τόξο του προσπαθώντας να τον κάνει κομμάτια με τα βέλη του ή να αποστερέψει τον ωκεανό με το να τον αδειάζει με τα χέρια του, δεν θα υπάρχει κανένας εύθυμος που δεν θα γελάσει μαζί του, αλλά οι σοβαρότεροι θα χύσουν πολλά δάκρυα (για τα χάλια του). Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όταν οι Έλληνες μας αντιμιλούν, είναι καλό να γελάς εις βάρος τους και να κλαις για λογαριασμό τους. Διότι αυτοί επιχειρούν πολύ πιο κενόδοξα πράγματα απ’ αυτόν που ελπίζει ότι μπορεί να τραυματίσει τον ουρανό ή να αδειάσει τη θάλασσα».
(«Εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ελλήνων», παρ. 21)
«Όπου η μνήμη των μαρτύρων, εκεί και η ντροπή των Ελλήνων».
(«Εις τον άγιον ιερομάρτυραν Βαβύλαν», παρ. β')
«Όσο πιο βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και της ελληνικής απέχει παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα…».
(«Υπόμνημα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν», Ομιλία Α', 59.31)
«Tα παιδιά να υπακούτε στους γονείς σας σύμφωνα με το θέλημα του Kυρίου… Εκτός κι αν ο γονέας είναι Έλληνας...».
(«Προς Eφεσίους επιστολήν», Oμιλία KA', παρ. α')
«Τι όμως, άγιος είναι ο ναός του Σεράπιδος διά τα βιβλία; (αναφέρεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που υπήρχαν στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας) Μη γένοιτο! Αλλ’ εκείνα μεν (τα ιουδαϊκά αυτά βιβλία) έχουν την δική τους αγιότητα, στον τόπο όμως (στο Σεράπειο δηλαδή) δεν την μεταδίδουν...αλλά δαίμονες οικούσι τον τόπον...μάλλον δε και αυτών (των Ελλήνων) όντων δαιμόνων...και παρ’ αυτών (των Ελλήνων) στέκει εκεί βωμός απάτης αόρατος, εις τον οποίον ψυχάς ανθρώπων θυσιάζουσι... Κατάλαβε λοιπόν και φανέρωσε (διέδωσε) ότι δαίμονες κατοικούν εκεί».
(«Λόγοι κατά Ιουδαίων», Λόγος Α', παρ. στ')
«Κανένας δεν πρέπει να δίνει στα παιδιά του ονόματα των (Ελλήνων) προγόνων του, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προπάππου, αλλά να δίνει τα ονόματα των δικαίων (δηλ. εβραϊκά, της Παλαιάς Διαθήκης), των μαρτύρων, των επισκόπων και των αποστόλων».
(«Περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα»)
«Που είναι τώρα τα έργα του Πλάτωνα, του Πυθαγόρα και των Αθηναίων (φιλοσόφων); Οι ψαράδες (Απόστολοι) και ο σκηνοποιός (Παύλος) διέδωσαν το έργο τους όχι μόνο στην Ιουδαία, αλλά και στη γλώσσα των βάρβαρων, κάτι που οι Έλληνες μόνο στον ύπνο τους θα φαντάζονταν».
(«Ομιλία Η', λεχθείσα εν τη εκκλησίᾳ τη επὶ Παύλου, Γότθων αναγνόντων, και πρεσβυτέρου Γότθου προομιλήσαντος», παρ. α')
«Αφανίσαμε από προσώπου γης κάθε ίχνος παιδείας, τέχνης και φιλοσοφίας του αρχαίου κόσμου».
(«Ο ανθελληνισμός στα πατερικά και εκκλησιαστικά κείμενα» [Γεώργιος Σιέττος])
[σ.σ.: Αδιαμφισβήτητο «επίτευγμα», με πολύ γνωστό παράδειγμα εφαρμογής τον φόνο της Ελληνίδας φιλοσόφου Υπατίας.]
ΔΕΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. ΕΝΑΣ ΒΡΩΜΟΣΤΟΜΟΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΑΣ
Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος**:
«Η μητέρα μου πρόσεχε να μη φιλήσουν τα χείλη μου ελληνικά χείλη, να μην αγγίξουν τα χέρια μου ελληνικά χέρια και ούτε ελληνικά τραγούδια να μολύνουν τα αφτιά και την γλώσσα μου».
(«Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου», παρ. ι')
«Οι αμόρφωτοι (Έλληνες) φιλόσοφοι, ενώ μυθολογούσαν για τα άστρα και δημιούργησαν την αστρολογία, δεν κατάφεραν να εξηγήσουν πως μας διοικεί ο Θεός».
(«Λόγος προς αστρονόμους»)
«(Η βάπτιση του Ιησού), δεν είναι μυστήριο απατηλό, ούτε ελληνική απάτη και μέθη. Είναι μυστήριο θείο και λαμπρό».
(«Εις τα Άγια Φώτα», παρ. α')
«Η σοφία των Ελλήνων είναι τύφος... Οι Έλληνες είναι αλαζόνες...δεισιδαίμονες...αυθάδεις...».
(«Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον»)
«Ποίος Ευκλείδης εμιμήσατο ταύτα, γραμμαίς εμφιλοσοφών ταις ουκ ούσαις, και κάμνων εν ταις αποδείξεσι; Τίνος Παλαμήδους τακτικά κινήματά τε και σχήματα γεράνων, ως φασι, και ταυτά παιδεύματα κινουμένων εν τάξει, και μετά ποικίλης της πτήσεως; Ποίοι Φειδίαι και Ζεύξιδες και Πολύγνωτοι, Παρράσιοι τε τινες και Αγλαοφώντες, κάλλη μεθ᾿ υπερβολής γράφειν και πλάττειν ειδότες;».
(«Λόγος θεολογικὸς Β', περὶ Θεολογίας», παρ. 25)
Τέλος, για να τελειώνει και η ιστορία ελληνοχριστιανικής φαντασίας, σε ότι αφορά την ελληνικότητα των τριών Ιεραρχών, κανένας απ' αυτούς δεν ήταν Έλληνας, ή τουλάχιστον δεν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο με βεβαιότητα. Ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (επονομαζόμενος και «Θεολόγος») ήταν Καππαδόκες. Η δε καταγωγή του Ιωάννη Χρυσόστομου, ο οποίος γεννήθηκε στη Συρία, είναι αδιευκρίνιστη και εντελώς αυθαίρετα παρουσιάζεται ως Έλληνας. Το ότι η μητέρα του είχε ελληνικό όνομα (Ανθούσα) δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, καθώς ήταν συνηθισμένη πρακτική την εποχή εκείνη, οι Εβραίοι να λαμβάνουν ελληνικά ονόματα. Δεν ήταν όμως καθόλου συνηθισμένο, Έλληνες να λαμβάνουν εβραϊκά ονόματα και μάλιστα από τη στιγμή της γέννησής τους, όπως ο Ιωάννης (το «Ιωάννης» είναι εβραϊκό όνομα). Το όνομα της θείας του, ήταν επίσης εβραϊκό (Σαββία), ο δε πατέρας του, έφερε το ρωμαϊκό στρατιωτικό τίτλο «Σεκούνδιος» και οι ρωμαϊκοί τίτλοι, αλλά και τα ρωμαϊκά ονόματα επίσης, ήταν κάτι συνηθισμένο στους Εβραίους τότε (π.χ. ο Σαούλ που έγινε Παύλος). Το πιο πιθανόν λοιπόν, για τον Χρυσόστομο, και με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, είναι πως ήταν Εβραίος χριστιανός.
-----------------------
* Δώστε βάση να δείτε τι αρλούμπες αναγράφονται στην ιστοσελίδα της Εκκλησίας και στο συγκεκριμένο κείμενο που αφορά το τέλος της διαμάχης των τρεις Ιεραρχών: «Οι ίδιοι οι άγιοι έδωσαν τέλος στη διαμάχη εμφανιζόμενοι στο θεοσεβή, ενάρετο και προικισμένο με πλούσια χαρίσματα ιεράρχη Ιωάννη Μαυρόποδα, επίσκοπο Ευχαϊτών, λέγοντάς του ότι μεταξύ τους δεν υπήρχε αντιδικία και να ενεργήσει τα δέοντα για να σταματήσει η επικίνδυνη για την ενότητα της Εκκλησίας διαμάχη».
Οι τρεις Ιεράρχες έζησαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός διατέλεσε αυτοκράτορας του Βυζαντίου μεταξύ στα τέλη του 11ου αιώνα μ.Χ. και αρχές του 12ου. Ο Ιωάννης Μαυρόπους έζησε κι αυτός τον 11ο αιώνα μ.Χ. (τον πρόλαβε τον Αλέξιο). Μιλάμε δηλαδή για μια απίστευτη -και ανεπίτρεπτη- χρονική ακροβασία της Εκκλησίας, μόνο και μόνο για να παρουσιάσει το παραμυθάκι της, όσο το δυνατόν πιο όμορφο, γεμάτο καλοσύνη και ομόνοια. Εκτός κι αν εννοείται ότι εμφανίστηκαν «θαυματουργικώς», οπότε δεν μας εκπλήσσει τίποτε. Αν και είναι απορίας άξιον, πως τόσους αιώνες οι «άγιοι» δεν έκαναν κάτι για να σταματήσουν τις έριδες κι όταν το αποφάσισαν, χρειάστηκαν... διαμεσολαβητή.
** Ο Γρηγόριος, σε σχέση με τους άλλους Ιεράρχες, εμφανίζεται λιγότερo ανθέλληνας, αν και η ακόλουθη διαπίστωσή του (που θυμίζει Τερτυλλιανό), σε απλά ελληνικά, μπορεί να προβληματίσει, ακόμα και τον πιο καλόπιστο χριστιανό, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής: «Τίποτα δεν μπορεί να επιβληθεί καλύτερα στον κόσμο από τη μωρολογία· όσο λιγότερο καταλαβαίνουν κάτι, τόσο περισσότερο το θαυμάζουν»! («Ἐπειδὴ τὸ μὲν ῥᾳδίως ληπτὸν, ἅπαν εὐκαταφρόνητον· τὸ δὲ ὑπὲρ ἡμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον· καὶ γυμνάζει τὸν πόθον ἅπαν τὸ διαφεῦγον τὴν ἔφεσιν» [«Περί φιλοπτωχίας», παρ. λγ']).
οι έπαινοι για των Ελλήνων τα χριστιανικά ιδεώδη»
Καβάφη «Ιουλιανός εν Νικομηδεία.
Ο Χρυσόστομος είχε αναρριχηθεί στο θρόνο με τη βοήθεια του άθλιου Αρμένη ευνούχου Ύπατου Ευτρόπιου, που επιτρόπευε αρχικά τον μισοπάλαβο αυτοκράτορα Αρκάδιο, παντρεύοντάς τον με την έκφυλη Ευδοξία. Όταν ο ευνούχος έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και ο όχλος τον πολιόρκησε μέσα στο ναό ο Χρυσόστομος προσπάθησε να τον σώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Η Ιωάννα Τσάτσου, γραμματεύς του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού επί Κατοχής, και σύζυγος του Προέδρου Κ. Τσάτσου, στο βιβλίο της της «Αθηναΐς» (Εστία-1970), στηλιτεύει την «ασύδοτη κοσμική εξουσία» του Βυζαντίου. «Εγκληματίες, άνθρωποι αισχροί, σαν τον ευνούχο Ευτρόπιο, περιστοιχίζουν τους αυτοκράτορες (εννοεί τους Αρκάδιο και Ευδοξία) και τους παρωθούν σε όργια και κακουργίες…Τα εγκλήματα είναι ανατριχιαστικά. Μα μέσ’ από την άβυσσο…προβάλλουν οι ξεχωριστοί…Εκείνοι που διψούν δικαιοσύνη. Εκείνοι που ανεβάζουν στον πατριαρχικό θρόνο έναν άγιο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο». Η Ι.Τσάτσου ξεχνά πως τον Χρυσόστομο ανέβασε στον θρόνο ο «αισχρός Ευτρόπιος». Έτσι γράφεται η Ιστορία στην εθνικόφρονα Ελλάδα.
Ο Χρυσόστομος ήταν μια κλασσική περίπτωση φανατικού θρησκόληπτου αλλά με την εξαίρεση της μεγάλη παιδείας του, την οποία όμως μπλόκαρε η θρησκευτική πίστη. Ήταν αυτό που θα λέγαμε αδιάφθορος-όχι και τόσο βέβαια όταν χρειάστηκε να γίνει πατριάρχης-και συγκρούστηκε με το αμαρτωλό κατεστημένο που τον ανέβασε, με τον Ευτρόπιο, με την αυλή και με την Ευδοξία. Ήταν το ίδιο κατεστημένο που τον στήριξε στους βανδαλισμούς του, αυτό που τον έστειλε στην εξορία, επειδή ο Χρυσόστομος εξελίχτηκε σε δεινό ελεγκτή της αμαρτίας των Ισχυρών. Αυτό το σχήμα δεν είναι άγνωστο στη Χριστιανοσύνη. Φιλόδοξοι άνθρωποι γίνονται από σκληρούς μονάρχες αρχιεπίσκοποι και στο τέλος εξοντώνονται από τα αφεντικά τους, όταν σηκώνουν κεφάλι. Αυτή ήταν η μοίρα του αρχιεπίσκοπου Θωμά Μπέκετ που συγκρούστηκε με τον Ερρίκο 2ο, αυτή και του μητροπολίτη Φίλιππου που δολοφονήθηκε από τον Ιβάν τον τρομερό.
Ο Χρυσόστομος, πίστευε πως είχε την αποστολή να εξαφανίσει τις αρχαίες θρησκείες. Σήκωσε λοιπόν πόλεμο «κατά αγαλμάτων» και ανθρώπων. «Ανέσπασεν εκ βάθρων» τους αρχαίους ναούς της Παλαιστίνης, χρηματοδοτούμενους από πλούσια θρησκόληπτα χηρευάμενα γύναια της Πόλης και χρησιμοποιώντας «ασκητάς πυρπολούμενους από ζήλον θεού», εξοπλισμένους με αυτοκρατορική διαταγή (Θεοδώρητος, 5, 29). Φρόντισε να τους αφιονίσει γράφοντας για τους εθνικούς, πως είναι στιγματισμένοι, χειρότεροι κι από τα γουρούνια που πασαλείφονται με περιττώματα και πως τους αξίζει λιθοβολισμός. Το 401 διέταξε την ολοκλήρωση της καταστροφής του περίφημου ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο (Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστορία, P.G., τ.83), ενός από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, συνεχίζοντας το έργο που είχαν ξεκινήσει το 263 μ.Χ. οι Γότθοι. Δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς τη βοήθεια της αμαρτωλής κοσμικής Εξουσίας, την οποία αργότερα έλεγξε σαν κλασσικός παπάς κυρίως ως προς την σεξουαλική συμπεριφορά της και για τις σπατάλες της.
Κατά τα λοιπά, ο Χρυσόστομος μιλάει γι’ αυτούς που «νοσούν» «τα της Ελληνικής μωρίας», για τους Έλληνες που συνευρίσκονται με πόρνους και μοιχούς παραβιάζοντας την φύση και επινοώντας παράνομες μίξεις κλπ (Ομιλία στην Α΄ προς Κορινθίους). Στην «Κατά Ελλήνων» ομιλία του αποφαίνεται πως «Πλάτων σεσίγηκεν» και ερωτά χαιρέκακα «που νυν της Ελλάδος ο τύφος; που των Αθηνών το όνομα, που των φιλοσόφων ο λύρος;». Στον λόγο του «Εις τους Ανδριάντας» (ΙΖ΄), αποφαίνεται πως οι φιλόσοφοι είναι «κυνικά καθάρματα, οι των επιτραπεζίων κυνών αθλιώτερον διακείμενοι και γαστρός ένεκεν πάντα ποιούντες». «Εάν κοιτάξει κανείς στα ενδότερα των Ελλήνων, θα δει στάχτη και κουρνιαχτό, τίποτα το υγιές, το λαρύγγι τους είναι σαν ανοιχτός τάφος, γεμάτο ακαθαρσίες και αίμα και η πίστη τους γεμάτη σκουλήκια» (Στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, 59, 370, 7-11). Μια από τις ομιλίες του τιτλοφορείται: «Προς τους καταλείψαντες την εκκλησίαν και αυτομολήσαντες προς τας ιπποδρομίας και τα θέατρα» (Δ. Ναλπάντη «Το Βυζαντινό θέατρο»). Τι βλέπει ο άγιος; «Αν στα ενδότερα (των ελληνικών σκέψεων) κοιτάξεις, θα δεις, τέφρα και σκόνη και υγιές τίποτα, αλλά τάφος ανοιχτός ο λάρυγγάς τους, (των Ελλήνων φιλοσόφων) τα πάντα δε γεμάτα ακαθαρσίες και ιχώρ, (πύον) και πάντα τα δόγματά τους βρίθουν σκωλήκων… Αυτά γέννησαν και αύξησαν οι Έλληνες, από των φιλοσόφων λαβόντες… Ημείς δε, ου παραιτούμεθα της κατ΄αυτών μάχης» (Εις αγ. Ιωάννην Ευαγγελιστήν. Ομιλία ΞΣ΄). «Όσο πιό βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και τη Ελληνικής απέχει Παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα… Ούτος ο (πιστός) βάρβαρος, την οικουμένη ολάκερη κατέλαβε… και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανίζονται, τούτου (του βάρβαρου) καθ΄εκάστην λαμπρότερα γίνονται» (Ιωάνν. 59.31.33). «Όλα αυτά προέρχονται από την ανοησία της φιλοσοφίας των Ελλήνων και αυτή είναι η μητέρα όλων των κακών» (Α΄ Ομιλία προς Κορινθίους , 18.16).
Ο άγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, μιλά υποτιμητικά για τους Έλληνες δημιουργούς: «Ποιοι Φειδίαι και Ζεύξιδες και Πολύγνωτοι, Παράσσιοι τε τινές και Αγλαοφώντες...» (Λόγος ΚΗ΄, & 25), ενώ θαυμάζει την αρχιτεκτονική των χριστιανικών ναών. Ο ίδιος κατηγορούσε «την κίβδηλον ποίησιν» των Ελλήνων.
Τον Μεσαίωνα παρατηρήθηκε φοβερή παραγωγή πλαστών συναξαριών. Τα προϊόντα της παραχάραξης χρησιμοποιούνται από την Εκκλησία για να ισχυροποιήσει τη θέση της. Ο Χρυσόστομος αποκαλεί την προγραμματισμένη παραχάραξη «ευγενή πανουργία και εύστοχο ψεύδος». (Ντέσνερ, 1994, τ.Γ΄, σ.181.)
Παρατηρώ μια σιωπή για τον τρόπο αναρίχησης στο θρόνο των αγίων Γρηγορίου και Χρυσόστομου, με τη βοήθεια της κοσμικής εξουσίας. Σύμφωνα με τους Ι. Κανόνες αυτό αποτελεί αιτία καθαίρεσης. Μάλιστα ο Γρηγόριος διορίστηκε απ’ ευθείας από τον αυτοκράτορα και ενθρονίστηκε στο ναό των Αποστόλων παρουσία ισχυρής φρουράς.
Όπως συμβαίνει πάντα όταν κάποιος λακές αναλαμβάνει αξίωμα με την επέμβαση του αφεντικού του, αρχικά τουλάχιστον γλείφει ασύστολα για να ανταποδώσει το καλό. Έτσι κι ο Χρυσόστομος, που χάρις στον άθλιο ευνούχο Ευτρόπιο έγινε πατριάρχης και μπήκε στα ανάκτορα, για να κολακέψει το αφεντικό του τον βασιλιά Αρκάδιο, παίνευε τον αρχιχασάπη Θεοδόσιο Α΄ τον πατέρα του, έναν από τους πιό άθλιους και αιματοβαμένους αυτοκράτορες, που διέταξε δυο γενικές σφαγές αμάχων στη Θεσσαλονίκη και στην Αντιόχεια. Πέρα από φονιάς ο Θεοδόσιος ήταν και «περί τας ερωτικάς επιθυμίας επιρρεπής», αμάρτημα πολύ βαρύ για τους επισκόπους που δεν έχουν πρόβλημα με τις σφαγές, αλλά δεν ανέχονται (για τους άλλους), τις ερωτικές παρεκτροπές. Ο ξεδιάντροπος Χρυσόστομος τον αποκαλεί «ευσεβή μονάρχη» που πολεμούσε όχι με τόξα και βέλη αλλά με δάκρυα και προσευχές». Patrologia Graeca τ.63, σ. 49.
Ο Χρυσόστομος έδωσε ιδεολογική κάλυψη στην βασιλική εξουσία. Υποστηρίζει (Ομιλία IV, 4-5) πως η δύναμη είναι βασιλικό προνόμιο και ότι το κατάλληλο μέσο για την επιβολή της βασιλικής εξουσίας, είναι τα όπλα. Συνεισέφερε δηλαδή κι αυτός στην αλλοίωση του πρώτου χριστιανικού πνεύματος της προκωνσταντίνειας εποχής, που αποστρεφόταν τον πόλεμο και τα όπλα. Και όλα αυτά γιατί βρέθηκε κι αυτός στη βασιλική σφηκοφωλιά, εντάχθηκε στο αμαρτωλό αυτό σύστημα και όποιος δεν στηρίξει το σπίτι του κλπ
Ο Γρηγόριος καλεί τον αυτοκράτορα να εκστρατεύσει κατά των αιρετικών «με ειδικά μέτρα τιμωρίας», για δε τον Χρυσόστομο πως αρχικά μεν είχε εναντιωθεί στη βια για θέματα πίστεως, «αργότερα όμως θα εναγκαλισθεί κι αυτός τον νομοθετικό καταναγκασμό και τις διώξεις των αιρέσεων.
Επιστήμη και Φιλοσοφία βασίζονται στην έρευνα, στην αμφισβήτηση και στην ανατροπή προηγούμενων αληθειών. Γι' αυτές τα δόγματα και τα ιερατεία τους είναι για τα σκουπίδια.
Αυτούσιο απόσπασμα από το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου, «Βασανιστήρια και Εξουσία», εκδόσεις Στάχυ, 2003
Σελίδα 212-214:
Ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί την εξουσία δοσμένη από Θεού. Αντίσταση κατά της εξουσίας σημαίνει αντίσταση στις θεϊκές εντολές «ο γαρ αντιτασσόμενος τη εξουσία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε» (11). Ρώτησαν τον ιεράρχη για την εμπρέπουσα στάση της εκκλησίας απέναντι στους δούλους που καταφεύγουν σʼ αυτή για να σωθούν από τις αγριότητες των κυρίων τους. Η απάντησή του: θα τους παραδίνουμε στα αφεντικά αφού πρώτα τους νουθετήσουμε να είναι υπάκουοι. Γιατί όποιος υπομένει με καλή καρδιά τον ζυγό της δουλείας είναι άξιος της βασιλείας των ουρανών –«όσοι δε υπό ζυγόν όντες δούλοι, ταις αδελφότησι προσφεύγουσι, νουθετηθέντας από αυτούς, και βελτιωθέντας, αποπέμπεσθαι χρη τοις δεσπόταις… ο ζυγός της δουλείας, ευαρέστως τω Κυρίω, κατορθούμενος, βασιλείας ουρανών άξιον συνίστησι» (12).
Ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί κοινωνική αναγκαιότητα της δουλεία. Άλλη σωτηρία για τους σκλάβους που καταπιέζονται δια βίου, βασανίζονται και θανατώνονται με μαρτύρια δεν υπάρχει εκτός από την τυφλή υποταγή, την επιμονή και την προσδοκία για τη μέλλουσα ζωή. Και περιορίζεται στην παραίνεση προς τους δουλοκτήτες για μετριοπάθεια και δικαιοσύνη – «το δίκαιον γαρ και την ισότητα κελευόμεθα φυλάττειν και προς τους δούλους» (13).
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος περιορίζεται στο κατηγορητήριο κατά των πλουσίων που συντηρούν κοπάδια δούλων από ματαιοδοξία και υπενθυμίζει στη δέσποινα που βασανίζει μέρα νύχτα τη σκλάβα της, πως και κείνη είναι χριστιανή και για αυτό αδερφή της. Και συμβουλεύει τους δούλους να υποτάσσονται στη μοίρα τους(14). Ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός καλεί τους δούλους να δείχνουν υπακοή στους κυρίους τους(15). Κατά τον ιεράρχη σκλαβιά και ελευθερία είναι απλά ονομασίες, επινοήματα της ανθρώπινης κακίας. Ο κακός είναι σκλάβος, ο καλός ελεύθερος «δούλος εμοί πας σκαιός, ελεύθερος όστις άχρηστος» (16). Με αυτή την ποιητική διατύπωση ο Γρηγόριος απομακρύνεται με σύνεση από το κοινωνικό πρόβλημα, αποφεύγει αναφορά στην τραγωδία μιας τάξης που βασανίζεται και θανατώνεται με αγριότητα, καταγγέλλει το δουλοκτητικό σύστημα και κατευθύνει τους διαλογισμούς του σε υπερβατικούς χώρους, υπενθυμίζοντας ότι ο θεός βρέχει επί δικαίους και αδίκους.
(11)Βασίλειος ο Μέγας (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, τ. 53, σελ. 134)
(12)Ο.π. τ. 5, σελ. 207-208.
(13) Ο.π. σελ. 171
(14)PatrologiaGraecaτ. 62, σελ. 109 και τ. 54, σελ. 600
(15) Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, τ. 37, σελ. 938.
(16)Ο.π. σελ. 853. Ο Γρηγόριος ενστερνίζεται τις αντιλήψεις που αποδίδονται στον Αλέξανδρο. Ζητούσε, γράφει ο Πλούταρχος, να θεωρούν τους καλούς ως συγγενείς και τους κακούς ως ξένους «πρόστρεξεν ηγείσθαι πάντας… συγγενείς δε τους αγαθούς, αλλοφύλους δε τους πονηρούς… το μεν Ελληνικόν τη αρετή το δε βαρβαρικόν κακία τεκμαίρεσθαι» (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Ι, 6c)
Η εδραίωση του Βυζαντίου στηρίχθηκε στη δίωξη του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, με τη συνεργασία αυτοκρατόρων και Πατριαρχείων. Καταστατική αρχή του ήταν η εξαφάνιση οτιδήποτε ελληνικού και ο καταναγκαστικός εκχριστιανισμός με κάθε μέσον. Μετά την καθεστωτική του επικύρωση, ο χριστιανισμός επιδίωξε να είναι και η μοναδική θρησκεία, ακυρώνοντας οιαδήποτε έννοια ανεξιθρησκίας. Τα γεγονότα βίας, λεηλασίας, τρομοκρατίας, καταστροφών, φόνων, καύσεως των βιβλίων είναι γνωστά και δεν είναι μεμονωμένα, αλλά μαζικά. Είναι ο βυζαντινός μεσαίωνας.
Σε αυτό το «θεάρεστο» έργο συνέβαλαν τα μάλα οι βυζαντινοί θεολόγοι, οι οποίοι δεν ήταν διδάσκαλοι της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας, αλλά της χριστιανικής ηθικής και πίστεως, της εξ αποκαλύψεως μοναδικής αλήθειας. Οι τελευταίοι διδάσκαλοι της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν οι εθνικοί φιλόσοφοι Πλωτίνος, Πορφύριος, Λιβάνιος, Πρόκλος, Δαμάσκιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εναντίωσης στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό αποτελεί η γνωστή θεολογική τριάδα (Ιωάννης, Γρηγόριος, Βασίλειος).
Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τις εορτές των εθνικών «σατανικάς και πομπάς δαιμόνων» και επικρίνει την ελληνική φιλοσοφία, επειδή προβάλλει ιδέες αντίθετες προς το χριστιανικό δόγμα. Ενθερμος υποστηρικτής της «θεοπνευστίας» των χριστιανικών κειμένων και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας, υβρίζει την πλατωνική πολιτεία ως «καταγέλαστον», καθώς και τον παλαιό του δάσκαλο Λιβάνιο, επειδή κατήγγειλε τον εμπρησμό του Ναού του Απόλλωνος στην Αντιόχεια ως έργο των Χριστιανών.
Οι ύβρεις του είναι δηλωτικές της «χρυσοστομίας» του: «Ω μιαρέ…ώ ληρόσοφε…άθλιε και ταλαίπωρε…». Υποστηρίζει ότι τον Ναό έκαψε ο ίδιος ο θεός των Χριστιανών και καταλήγει: «Πράγματι οι Ελληνες είναι πάντα παιδιά, δεν υπάρχει ώριμος Ελλην». Ο Ιωάννης, ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διέταξε την καταστροφή του Ναού της Αρτέμιδος στην Εφεσο.
Ο Γρηγόριος επιτίθεται λάβρος κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, χαρακτηρίζοντάς την άχρηστη και νόθα. Συσχετίζει τους αιρετικούς με τον ελληνικό λόγο και τους στηλιτεύει, διότι αποτελούν ένα «καινόν ασεβείας εργαστήριον». Επιτιθέμενος κατά του Ιουλιανού, που επανέφερε την αρχαιοελληνική παιδεία, ο Γρηγόριος δεν παραθέτει επιχειρήματα, αλλά λιβελογραφεί και υβρίζει: «Ευηθέστατε και ασεβέστατε και απαιδευτότατε τα μεγάλα». Καταφέρεται επίσης κατά των Ομήρου, Ηρακλείτου, Αναξαγόρα, Επίκτητου, Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη. Τέλος, στο δίλημμα που ο ίδιος θέτει, ποια είναι προτιμότερη, η αρχαιοελληνική παιδεία («έξω») ή η χριστιανική («ημετέρα»), η εκλογή του είναι σαφώς η δεύτερη.
Ο «ουρανοφάντωρ» Βασίλειος θεωρεί την πολιτική δευτερεύουσα και σχετικής αξίας, καθότι γήινη και αφορώσα το σώμα, ενώ ανώτερη είναι η θεία εξουσία που αφορά την ψυχή στη «μέλλουσα ζωή». Συνεπώς, είναι εντελώς αντίθετος τόσο στην αρχαιοελληνική αντίληψη, που θεωρεί την πολιτική ως πρώτιστη και ουσιαστική ιδιότητα του ανθρώπου (ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῶον, γράφει ο Αριστοτέλης), όσο και στην πρακτική της αρχαιοελληνικής πόλεως, που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή στην πολιτική. Απορρίπτει διαρρήδην τη δημοκρατία, που έχει ως βασική αρχή τη συμμετοχή όλων στην εξουσία και στις αποφάσεις.
Κατά τον Βασίλειο, πηγή της εξουσίας δεν είναι ο δήμος, αλλά ο θεός και ο μόνος ικανός να την ασκήσει είναι ο ελέω θεού βασιλεύς. Υποστηρίζοντας το δόγμα «ένας θεός, ένας βασιλεύς, μια οικουμένη», αντιστρατεύεται την αρχαιοελληνική αντίληψη, κατά την οποία πηγή της εξουσίας είναι ο δήμος και όχι ο μονάρχης ή ο θεός.
Το ποικιλοτρόπως προβαλλόμενο κείμενο «Ομιλία προς τους νέους» αναδεικνύει ακριβώς το αδύνατον της ειρηνικής συνύπαρξης ελληνικού πολιτισμού και χριστιανισμού. Το κείμενο αυτό είναι υπεράσπιση των χριστιανικών ιδεωδών και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Η μόνη αποδεκτή αρετή είναι η πίστη, που προτείνεται ως ανώτερη της έρευνας και της έλλογης γνώσης. Απαξιώνει τον πραγματικό κόσμο προς όφελος της «άλλης ζωής», της «αιωνίου». Προκρίνονται έτσι όλες οι αξίες και σημασίες που είναι εντελώς αντίθετες με την αρχαιοελληνική πρακτική, ηθική και γνωσιοθεωρία. Οι αναφορές του, άλλωστε, στους Έλληνες συγγραφείς είναι επιφανειακές και επιλεκτικές, εξυπηρετούν τα ηθικολογικά του πρότυπα.
Είναι εμφανές πως οι «τρεις Ιεράρχες» δεν υπερασπίζονται την αρχαιοελληνική παιδεία, την ελευθερία και τη δημοκρατία, αλλά το χριστιανικό δόγμα της μισαλλοδοξίας και της ετερονομίας. Η παιδεία ως έννοια και κοσμική πρακτική δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα και δη στην Αθήνα. Επιφανείς αντιπρόσωποι είναι οι μεγάλοι φιλόσοφοι Δημόκριτος, Πρωταγόρας, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης. Αυτοί θα έπρεπε να εμπνέουν μια πολιτική κοινωνία και όχι θεολογικές μετριότητες του βυζαντινού μεσαίωνα. Οι «τρεις Ιεράρχες» είναι τεχνητή κατασκευή των νεοελλήνων χριστιανών για ιδεολογική χρήση, την οποία τι κράτος επιβάλλει αυταρχικώς σε μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Είναι απορίας άξιο γιατί απονέμεται αυτή η τιμή στους 3 φανατικούς βυζαντινούς καλόγερους; Σε τι ωφέλησαν την ανθρωπότητα; Ούτε την Παιδεία, ούτε τη Φιλοσοφία, ούτε την Τέχνη, ούτε την Επιστήμη προήγαγαν. Μήπως ίδρυσαν σχολεία ή δίδαξαν οι ίδιοι κάπου τα Γράμματα; Ποια είναι τέλος πάντων η παρακαταθήκη τους και πως επέδρασαν στην προόδο των ανθρώπων; Η σχολική γιορτή των Τριών Ιεραρχών, είναι μια καθαρή ανοησία, που αφορά τους πιστούς αλλά με κανένα τρόπο την εκπαιδευτική κοινότητα. Είναι καιρός να μπει άμεσα ζήτημα κατάργησής της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου