"... Όμως, εκείνα τα μαυροφορεμένα υποκείμενα, που τρώνε περισσότερο κι από τους ελέφαντες και κατεβάζοντας αμέτρητα ποτήρια, παρενοχλούν τους άλλους που συνοδεύουν το πιοτό τους με τραγούδια, αυτοί που συγκαλύπτουν τις επιδόσεις τους στο φαγοπότι με μια τεχνητή χλομάδα του προσώπου.
Αυτοί, ενώ ο νόμος παραμένει σε ισχύ, ορμούν πάνω στους ναούς κρατώντας ξύλα και πέτρες και σίδερα, και μερικές φορές χωρίς αυτά, με χέρια και πόδια. Ακολουθεί η εκ του ασφαλούς λεηλασία, το γκρέμισμα της στέγης, η κατεδάφιση των τοίχων, σπάσιμο των αγαλμάτων, αναποδογύρισμα των βωμών...
Και οι ιερείς των ναών είναι υποχρεωμένοι να σωπαίνουν ή να πεθαίνουν. Κι αφού κατεδαφίσουν έναν ναό, σπεύδουν στον δεύτερο και στον τρίτο κι ύστερα στοιβάζουν τρόπαια πάνω σε τρόπαια, καταπατώντας τον νόμο.
Τέτοιες πράξεις αποτολμούνται και μέσα σε πόλεις, όμως κυρίως στην ύπαιθρο. Κι είναι πολλοί αυτοί που κάθε φορά επιτίθενται κι ύστερα από τα μύρια κακά που διαπράττουν τα σκορπισμένα πλήθη, συγκεντρώνονται και ζητούν αναμεταξύ τους λογαριασμό των πράξεων τους, και το 'χουν σε ντροπή να μην έχουν διαπράξει τα μεγαλύτερα αδικήματα.
Ξεχύνονται στους αγρούς σαν χείμαρροι και μαζί με τους ναούς ερημώνουν και τους αγρούς.Γιατί όταν ένας αγρός στερηθεί τον ναό του, πάει χαμένος, τυφλώνεται και πεθαίνει.
Οι ναοί, βασιλιά, είναι η ψυχή των αγρών οι ναοί πρωτοέδωσαν ζωή στους αγρούς, και από γενιά σε γενιά παραδόθηκαν στους σημερινούς ανθρώπους.
Σ' αυτούς αποθέτουν τις ελπίδες τους οι αγρότες, για τις γυναίκες ή τους συζύγους, για τα παιδιά τους, για τις αγελάδες, για τη γη που σπέρνουν και φυτεύουν. Κι όταν παθαίνει τέτοιο κακό η ύπαιθρος, μαζί με τις ελπίδες των αγροτών χάνεται κι η προθυμία τους, γιατί πιστεύουν πως θα πάνε οι κόποι τους χαμένοι, αφού στερήθηκαν τους θεούς που θα βοηθήσουν ώστε οι κόποι τους να ευοδωθούν.
Και όπως δεν δουλεύουν τη γη με την ίδια φροντίδα, ούτε κι η σοδειά μπορεί να είναι ίδια με πριν. Έτσι, και ο γεωργός γίνεται φτωχότερος και η είσπραξη φόρων μειώνεται. Γιατί, ακόμα και να είναι κανείς πρόθυμος ν' αποδώσει φόρους, τον εμποδίζει η ίδια η αδυναμία του.
Να τι αντίκτυπο έχουν στις μεγάλες υποθέσεις του κράτους οι βιαιότητες που αποτολμούν ενάντια στον κόσμο της υπαίθρου οι άνθρωποι αυτοί που ισχυρίζονται ότι πολεμούν τους ναούς.
Μόνο που ο πόλεμός τους, είναι γι' αυτούς πηγή εισοδήματος, γιατί αρπάζουν όχι μόνο ό,τι βρίσκεται μες στους ναούς αλλά και τα υπάρχοντα των ταλαίπωρων αγροτών, την παραγωγή τους και τα ζωντανά.
Και αποχωρούν τελικά οι εισβολείς κουβαλώντας τη λεία τους από τα μέρη που εκπόρθησαν. Και δεν τους φτάνει αυτό, αλλά σφετερίζονται και ξένα κτήματα, λέγοντας ότι η γη του τάδε γεωργού είναι περιουσία του ναού, και πολλοί έχουν χάσει έτσι πατρικές περιουσίες, επειδή προβάλλονται ψεύτικοι τίτλοι.
Από τα δεινά των άλλων καλοπερνούν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι κάνοντας νηστείες λατρεύουν τον θεό τους.
Κι αν κάποιοι από τα θύματά τους πάνε στην πόλη και βρουν τον «ποιμένα» (έτσι αποκαλούνται κάποιοι άνθρωποι, όχι και τόσο αγαθοί) και κλαίγοντας του διηγηθούν τα όσα έπαθαν, ο «ποιμένας» αυτός επαινεί τους κακοποιούς και ξαποστέλνει τους παθόντες, λέγοντάς τους πως είναι κερδισμένοι κι από πάνω, που δεν έπαθαν χειρότερα.
Κι όμως, βασιλιά, δικοί σου υπήκοοι είναι κι αυτοί και σου είναι πιο χρήσιμοι από τους άλλους που εγκληματούν σε βάρος τους, όσο πιο χρήσιμος είναι ένας εργαζόμενος από έναν άεργο.
Αυτοί είναι οι μέλισσες, ενώ εκείνοι οι κηφήνες.
Κι όταν ακούνε πως σε κάποιο κτήμα υπάρχουν πράγματα προς αρπαγή, αμέσως κατηγορούν τον κτηματία ότι κάνει θυσίες και άλλα κακά, και ότι πρέπει να γίνει ένοπλη επέμβαση, και να σου, καταφθάνουν οι σωφρονιστές.
Έτσι τις βαφτίζουν τις ληστείες τους, αν και η λέξη «ληστεία» είναι ανεπαρκής.
Ο ληστής κοιτάει να ξεφύγει και αρνείται την πράξη του κι αν τον πεις ληστή θα το πάρει για προσβολή. Ενώ αυτοί περηφανεύονται και καμαρώνουν για τα κατορθώματα τους και τα διηγούνται σε όσους δεν τα γνωρίζουν, κι από πάνω έχουν και την αξίωση να ανταμειφθούν γι' αυτά.
Όμως τι άλλο είναι αυτό, αν όχι πόλεμος κατά των γεωργών σε καιρό ειρήνης; Σε τίποτα βέβαια δεν μειώνει τις συμφορές τους το ότι τις παθαίνουν από συμπατριώτες τους, για να μη πω ότι είναι ακόμα πιο τρομερό, όσα περιέγραψα παραπάνω, να τα παθαίνεις σε καιρό ειρήνης απ' αυτούς που θα 'ταν φυσικό να τους έχεις συμμάχους σε ώρες πολέμου.
...Κι αν αρχίσουν να μου μιλάνε για τις Βίβλους στις οποίες μένουν πιστοί, όπως ισχυρίζονται, εγώ θα τους αντιπαραθέσω τις φαύλες πράξεις τους.
Γιατί αν δεν ήταν φαύλες, οι ίδιοι δεν θα ζούσαν τώρα μες στην πολυτέλεια.
Και ξέρουμε τώρα, ότι όπως περνούν τις μέρες περνούν και τις νύχτες τους. Δεν θα ήταν αφύσικο, όταν τη μέρα δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό, να είναι φρόνιμοι τη νύχτα;
Έχουν καταστραφεί τόσοι και τόσοι ναοί στην ύπαιθρο εξ αιτίας της θρασύτητας και της παράνοιάς τους, της δίψας για κέρδος και της έλλειψης αυτοσυγκράτησης.
Και να μία απόδειξη: Υπήρχε στη Βέροια ένα χάλκινο άγαλμα του Ασκληπιού που είχε τη μορφή του ωραίου Αλκιβιάδη -σε τούτο το άγαλμα η τέχνη εξομοιωνόταν με τη φύση. Τόσο ωραίο ήταν, που ακόμα κι εκείνοι που το έβλεπαν καθημερινά δεν χόρταιναν να το κοιτάζουν. Κανείς δεν είναι τόσο ξεδιάντροπος ώστε να πει ότι γίνονταν θυσίες σ' αυτό το άγαλμα.
Κι ωστόσο, βασιλιά, τούτο το άγαλμα που για να γίνει τόσο τέλειο χρειάστηκε τόσος κόπος αλλά και λαμπρότητα ψυχής, έχει πια γίνει κομμάτια, έχει χαθεί. Το έργο του Φειδία, το μοιράστηκαν αναμεταξύ τους χέρια πολλά.
Για ποια προσφορά αίματος; Για ποια θυσία; Για ποια παράνομη λατρεία;
Κρίνοντας από την περίπτωση αυτή -όπου ενώ δεν είχαν να καταγγείλουν καμιά θυσία έκαναν κομμάτια τον Αλκιβιάδη, ή μάλλον τον Ασκληπιό, στερώντας την πόλη από το στολίδι της-, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί κινήθηκαν και στην ύπαιθρο κατά τον ίδιο τρόπο.
Καμία θυσία δεν προσφέρθηκε στους ναούς εκείνους, όπου απλώς πήγαιναν και έβρισκαν ανάπαυση οι δουλευτάδες κι ωστόσο γκρεμίστηκαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Κι αυτοί που τους στερήθηκαν μοιάζουν τώρα με ανθρώπους που τους έριξαν από το καράβι στη θάλασσα.
Ποιοι αξίζει λοιπόν να τιμωρηθούν; Αυτοί που τηρούν τους νόμους ή εκείνοι που στη θέση των νόμων βάζουν τις επιθυμίες τους;
Αν είναι κακό πράγμα η ανυπακοή στα διατάγματα σου, βασιλιά, τότε οι άνθρωποι που δεν έκαναν θυσίες υπάκουσαν σ' αυτά, ενώ ακριβώς το αντίθετο έκαναν όσοι λεηλάτησαν περιουσίες που εσύ ο ίδιος όρισες να παραμείνουν στα χέρια των ιδιοκτητών τους.
Κι όσοι αυθαίρετα επέβαλαν τιμωρίες, οφείλουν να τιμωρηθούν γι' αυτό και για το ότι οι τιμωρίες που επέβαλαν ήταν τελείως ανάρμοστες, καθώς άφησαν ζωντανούς ανθρώπους που κατηγορούσαν, και κατέστρεψαν άψυχα πράγματα, τα οποία κανείς δεν είναι δυνατό να κατηγορήσει..."
Προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο: Υπέρ των ελληνικών ναών (Απόσπασμα)
Ο Λιβάνιος (314- 393 μχ) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς νεοπλατωνιστές. Υπήρξε φημισμένος δάσκαλος ρητορικής και σοφιστής. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 314 μχ σε μία από τις πιο επιφανής οικογένειες της πόλης. Δάσκαλός του στα βασικά μαθήματα υπήρξε οΖηνόθιος, σε γενικές όμως γραμμές είχε πολλούς δασκάλους και παρακολούθησε πολλαπλές σχολές αποκτώντας ευρύτατη και αμιγώς ελληνική μόρφωση, αφού η οικογένεια του έδινε μεγάλη σημασία στην σωστή παιδεία.
Οι πολιτικοί του λόγοι ήταν ομολογουμένως εκπληκτικοί και προκαλούσαν τον θαυμασμό των ακροατών του.Υπήρξε προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, του αποκαλούμενου ως παραβάτη από τους χριστιανούς και συνεργάστηκε μαζί του για την αποκατάσταση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Ο Λιβάνιος θεωρούσε αυτονόητη την ανωτερότητα της ελληνικής παιδείας και υποτιμούσε οτιδήποτε ιουδαιοχριστιανικό ή λατινικό. Ίδρυσε σχολή στην Αντιόχεια το 354, η οποία κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε μετατραπεί σε μία από τις πιο φημισμένες εστίες ενασχόλησης με την ελληνική παιδεία και γλώσσα. Αν και ήταν ένθερμος εθνικός, ακόμα και οι χριστιανοί «προσκυνούσαν» τις γνώσεις του και κατ έφταναν από όλες τις γωνίες της αυτοκρατορίας ώστε να μαθητεύσουν κοντά του.
Στην ουσία ο Λιβάνιος ήταν αυτός που έδωσε τα γραμματικά εφόδια σε πολλούς από τους χριστιανούς ώστε να αντιμετωπίσουν την πνευματική ανωτερότητα των εθνικών. Υπήρξε λοιπόν δάσκαλος τόσο σημαντικών χριστιανών όπως του Μ. Βασιλείου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όσο και σημαντικών εθνικών όπως του αυτοκράτορα Ιουλιανού και του Αμμιανού Μαρκελίνου.
Η πλειοψηφία των μαθητών τον λάτρευαν (χριστιανών και εθνικών ταυτοχρόνως), με εξαίρεση τον Ιωάννη τον «Χρυσόστομο» ο οποίος έβρισε αισχρά τον Λιβάνιο που θρήνησε για τον εμπρησμό του ναού του Απόλλωνα στη Δάφνη από τους χριστιανούς...
Αυτοί, ενώ ο νόμος παραμένει σε ισχύ, ορμούν πάνω στους ναούς κρατώντας ξύλα και πέτρες και σίδερα, και μερικές φορές χωρίς αυτά, με χέρια και πόδια. Ακολουθεί η εκ του ασφαλούς λεηλασία, το γκρέμισμα της στέγης, η κατεδάφιση των τοίχων, σπάσιμο των αγαλμάτων, αναποδογύρισμα των βωμών...
Και οι ιερείς των ναών είναι υποχρεωμένοι να σωπαίνουν ή να πεθαίνουν. Κι αφού κατεδαφίσουν έναν ναό, σπεύδουν στον δεύτερο και στον τρίτο κι ύστερα στοιβάζουν τρόπαια πάνω σε τρόπαια, καταπατώντας τον νόμο.
Τέτοιες πράξεις αποτολμούνται και μέσα σε πόλεις, όμως κυρίως στην ύπαιθρο. Κι είναι πολλοί αυτοί που κάθε φορά επιτίθενται κι ύστερα από τα μύρια κακά που διαπράττουν τα σκορπισμένα πλήθη, συγκεντρώνονται και ζητούν αναμεταξύ τους λογαριασμό των πράξεων τους, και το 'χουν σε ντροπή να μην έχουν διαπράξει τα μεγαλύτερα αδικήματα.
Ξεχύνονται στους αγρούς σαν χείμαρροι και μαζί με τους ναούς ερημώνουν και τους αγρούς.Γιατί όταν ένας αγρός στερηθεί τον ναό του, πάει χαμένος, τυφλώνεται και πεθαίνει.
Οι ναοί, βασιλιά, είναι η ψυχή των αγρών οι ναοί πρωτοέδωσαν ζωή στους αγρούς, και από γενιά σε γενιά παραδόθηκαν στους σημερινούς ανθρώπους.
Σ' αυτούς αποθέτουν τις ελπίδες τους οι αγρότες, για τις γυναίκες ή τους συζύγους, για τα παιδιά τους, για τις αγελάδες, για τη γη που σπέρνουν και φυτεύουν. Κι όταν παθαίνει τέτοιο κακό η ύπαιθρος, μαζί με τις ελπίδες των αγροτών χάνεται κι η προθυμία τους, γιατί πιστεύουν πως θα πάνε οι κόποι τους χαμένοι, αφού στερήθηκαν τους θεούς που θα βοηθήσουν ώστε οι κόποι τους να ευοδωθούν.
Και όπως δεν δουλεύουν τη γη με την ίδια φροντίδα, ούτε κι η σοδειά μπορεί να είναι ίδια με πριν. Έτσι, και ο γεωργός γίνεται φτωχότερος και η είσπραξη φόρων μειώνεται. Γιατί, ακόμα και να είναι κανείς πρόθυμος ν' αποδώσει φόρους, τον εμποδίζει η ίδια η αδυναμία του.
Να τι αντίκτυπο έχουν στις μεγάλες υποθέσεις του κράτους οι βιαιότητες που αποτολμούν ενάντια στον κόσμο της υπαίθρου οι άνθρωποι αυτοί που ισχυρίζονται ότι πολεμούν τους ναούς.
Μόνο που ο πόλεμός τους, είναι γι' αυτούς πηγή εισοδήματος, γιατί αρπάζουν όχι μόνο ό,τι βρίσκεται μες στους ναούς αλλά και τα υπάρχοντα των ταλαίπωρων αγροτών, την παραγωγή τους και τα ζωντανά.
Και αποχωρούν τελικά οι εισβολείς κουβαλώντας τη λεία τους από τα μέρη που εκπόρθησαν. Και δεν τους φτάνει αυτό, αλλά σφετερίζονται και ξένα κτήματα, λέγοντας ότι η γη του τάδε γεωργού είναι περιουσία του ναού, και πολλοί έχουν χάσει έτσι πατρικές περιουσίες, επειδή προβάλλονται ψεύτικοι τίτλοι.
Από τα δεινά των άλλων καλοπερνούν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι κάνοντας νηστείες λατρεύουν τον θεό τους.
Κι αν κάποιοι από τα θύματά τους πάνε στην πόλη και βρουν τον «ποιμένα» (έτσι αποκαλούνται κάποιοι άνθρωποι, όχι και τόσο αγαθοί) και κλαίγοντας του διηγηθούν τα όσα έπαθαν, ο «ποιμένας» αυτός επαινεί τους κακοποιούς και ξαποστέλνει τους παθόντες, λέγοντάς τους πως είναι κερδισμένοι κι από πάνω, που δεν έπαθαν χειρότερα.
Κι όμως, βασιλιά, δικοί σου υπήκοοι είναι κι αυτοί και σου είναι πιο χρήσιμοι από τους άλλους που εγκληματούν σε βάρος τους, όσο πιο χρήσιμος είναι ένας εργαζόμενος από έναν άεργο.
Αυτοί είναι οι μέλισσες, ενώ εκείνοι οι κηφήνες.
Κι όταν ακούνε πως σε κάποιο κτήμα υπάρχουν πράγματα προς αρπαγή, αμέσως κατηγορούν τον κτηματία ότι κάνει θυσίες και άλλα κακά, και ότι πρέπει να γίνει ένοπλη επέμβαση, και να σου, καταφθάνουν οι σωφρονιστές.
Έτσι τις βαφτίζουν τις ληστείες τους, αν και η λέξη «ληστεία» είναι ανεπαρκής.
Ο ληστής κοιτάει να ξεφύγει και αρνείται την πράξη του κι αν τον πεις ληστή θα το πάρει για προσβολή. Ενώ αυτοί περηφανεύονται και καμαρώνουν για τα κατορθώματα τους και τα διηγούνται σε όσους δεν τα γνωρίζουν, κι από πάνω έχουν και την αξίωση να ανταμειφθούν γι' αυτά.
Όμως τι άλλο είναι αυτό, αν όχι πόλεμος κατά των γεωργών σε καιρό ειρήνης; Σε τίποτα βέβαια δεν μειώνει τις συμφορές τους το ότι τις παθαίνουν από συμπατριώτες τους, για να μη πω ότι είναι ακόμα πιο τρομερό, όσα περιέγραψα παραπάνω, να τα παθαίνεις σε καιρό ειρήνης απ' αυτούς που θα 'ταν φυσικό να τους έχεις συμμάχους σε ώρες πολέμου.
...Κι αν αρχίσουν να μου μιλάνε για τις Βίβλους στις οποίες μένουν πιστοί, όπως ισχυρίζονται, εγώ θα τους αντιπαραθέσω τις φαύλες πράξεις τους.
Γιατί αν δεν ήταν φαύλες, οι ίδιοι δεν θα ζούσαν τώρα μες στην πολυτέλεια.
Και ξέρουμε τώρα, ότι όπως περνούν τις μέρες περνούν και τις νύχτες τους. Δεν θα ήταν αφύσικο, όταν τη μέρα δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό, να είναι φρόνιμοι τη νύχτα;
Έχουν καταστραφεί τόσοι και τόσοι ναοί στην ύπαιθρο εξ αιτίας της θρασύτητας και της παράνοιάς τους, της δίψας για κέρδος και της έλλειψης αυτοσυγκράτησης.
Και να μία απόδειξη: Υπήρχε στη Βέροια ένα χάλκινο άγαλμα του Ασκληπιού που είχε τη μορφή του ωραίου Αλκιβιάδη -σε τούτο το άγαλμα η τέχνη εξομοιωνόταν με τη φύση. Τόσο ωραίο ήταν, που ακόμα κι εκείνοι που το έβλεπαν καθημερινά δεν χόρταιναν να το κοιτάζουν. Κανείς δεν είναι τόσο ξεδιάντροπος ώστε να πει ότι γίνονταν θυσίες σ' αυτό το άγαλμα.
Κι ωστόσο, βασιλιά, τούτο το άγαλμα που για να γίνει τόσο τέλειο χρειάστηκε τόσος κόπος αλλά και λαμπρότητα ψυχής, έχει πια γίνει κομμάτια, έχει χαθεί. Το έργο του Φειδία, το μοιράστηκαν αναμεταξύ τους χέρια πολλά.
Για ποια προσφορά αίματος; Για ποια θυσία; Για ποια παράνομη λατρεία;
Κρίνοντας από την περίπτωση αυτή -όπου ενώ δεν είχαν να καταγγείλουν καμιά θυσία έκαναν κομμάτια τον Αλκιβιάδη, ή μάλλον τον Ασκληπιό, στερώντας την πόλη από το στολίδι της-, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί κινήθηκαν και στην ύπαιθρο κατά τον ίδιο τρόπο.
Καμία θυσία δεν προσφέρθηκε στους ναούς εκείνους, όπου απλώς πήγαιναν και έβρισκαν ανάπαυση οι δουλευτάδες κι ωστόσο γκρεμίστηκαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Κι αυτοί που τους στερήθηκαν μοιάζουν τώρα με ανθρώπους που τους έριξαν από το καράβι στη θάλασσα.
Ποιοι αξίζει λοιπόν να τιμωρηθούν; Αυτοί που τηρούν τους νόμους ή εκείνοι που στη θέση των νόμων βάζουν τις επιθυμίες τους;
Αν είναι κακό πράγμα η ανυπακοή στα διατάγματα σου, βασιλιά, τότε οι άνθρωποι που δεν έκαναν θυσίες υπάκουσαν σ' αυτά, ενώ ακριβώς το αντίθετο έκαναν όσοι λεηλάτησαν περιουσίες που εσύ ο ίδιος όρισες να παραμείνουν στα χέρια των ιδιοκτητών τους.
Κι όσοι αυθαίρετα επέβαλαν τιμωρίες, οφείλουν να τιμωρηθούν γι' αυτό και για το ότι οι τιμωρίες που επέβαλαν ήταν τελείως ανάρμοστες, καθώς άφησαν ζωντανούς ανθρώπους που κατηγορούσαν, και κατέστρεψαν άψυχα πράγματα, τα οποία κανείς δεν είναι δυνατό να κατηγορήσει..."
Προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο: Υπέρ των ελληνικών ναών (Απόσπασμα)
Ο Λιβάνιος (314- 393 μχ) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς νεοπλατωνιστές. Υπήρξε φημισμένος δάσκαλος ρητορικής και σοφιστής. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 314 μχ σε μία από τις πιο επιφανής οικογένειες της πόλης. Δάσκαλός του στα βασικά μαθήματα υπήρξε οΖηνόθιος, σε γενικές όμως γραμμές είχε πολλούς δασκάλους και παρακολούθησε πολλαπλές σχολές αποκτώντας ευρύτατη και αμιγώς ελληνική μόρφωση, αφού η οικογένεια του έδινε μεγάλη σημασία στην σωστή παιδεία.
Οι πολιτικοί του λόγοι ήταν ομολογουμένως εκπληκτικοί και προκαλούσαν τον θαυμασμό των ακροατών του.Υπήρξε προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, του αποκαλούμενου ως παραβάτη από τους χριστιανούς και συνεργάστηκε μαζί του για την αποκατάσταση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Ο Λιβάνιος θεωρούσε αυτονόητη την ανωτερότητα της ελληνικής παιδείας και υποτιμούσε οτιδήποτε ιουδαιοχριστιανικό ή λατινικό. Ίδρυσε σχολή στην Αντιόχεια το 354, η οποία κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε μετατραπεί σε μία από τις πιο φημισμένες εστίες ενασχόλησης με την ελληνική παιδεία και γλώσσα. Αν και ήταν ένθερμος εθνικός, ακόμα και οι χριστιανοί «προσκυνούσαν» τις γνώσεις του και κατ έφταναν από όλες τις γωνίες της αυτοκρατορίας ώστε να μαθητεύσουν κοντά του.
Στην ουσία ο Λιβάνιος ήταν αυτός που έδωσε τα γραμματικά εφόδια σε πολλούς από τους χριστιανούς ώστε να αντιμετωπίσουν την πνευματική ανωτερότητα των εθνικών. Υπήρξε λοιπόν δάσκαλος τόσο σημαντικών χριστιανών όπως του Μ. Βασιλείου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όσο και σημαντικών εθνικών όπως του αυτοκράτορα Ιουλιανού και του Αμμιανού Μαρκελίνου.
Η πλειοψηφία των μαθητών τον λάτρευαν (χριστιανών και εθνικών ταυτοχρόνως), με εξαίρεση τον Ιωάννη τον «Χρυσόστομο» ο οποίος έβρισε αισχρά τον Λιβάνιο που θρήνησε για τον εμπρησμό του ναού του Απόλλωνα στη Δάφνη από τους χριστιανούς...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου