2.4.Γ. Δραματική ποίηση
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άκμασε στα κλασικά χρόνια· όμως οι ρίζες του είναι πανάρχαιες και τα πρώτα του βήματα ανιχνεύονται στην Αρχαϊκή εποχή, τον 6ο π.Χ. αιώνα.
«Σήμερα θεωρούμε αυτονόητο ότι το έπος, η λυρική ποίηση και το δράμα είναι ποιητικά είδη που συνυπάρχουν στη δυτική λογοτεχνία. Στην Ελλάδα όμως, όπου δημιουργήθηκαν ως φορείς μεγάλης ποίησης, αυτά τα ποιητικά είδη άκμασαν διαδοχικά και όχι παράλληλα. Όταν παρακμάζει το έπος, προβάλλει η λυρική ποίηση, και όταν αυτή πλησιάζει στο τέλος της, γεννιέται το δράμα.» (Μ. Σνελ[1])
Ο Αριστοτέλης δεν αφήνει καμιάν αμφιβολία. Η τραγωδία, γράφει, αναπτύχτηκε ἀπό τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον (Ποιητική 1449a), δηλαδή από τους κορυφαίους τραγουδιστές που καθοδηγούσαν τους Χορούς όταν έψαλλαν λατρευτικά τραγούδια για τον Διόνυσο. Έτσι, οι ρίζες του θεάτρου πρέπει να αναζητηθούν στην εξέλιξη του διθυράμβου.
Κατά τον Ηρόδοτο, «ο Αρίων ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ξέρουμε να συνέθεσε, να ονομάτισε και να δίδαξε διθύραμβο, στην Κόρινθο» (1.23), στην αυλή του Περίανδρου. Ωστόσο, ο διθύραμβος[2] ήταν πολύ νωρίτερα γνωστός, π.χ. στον Αρχίλοχο, που έγραψε (απόσπ. 120 W.):
Ξέρω ν᾽ αρχίσω πρώτος όμορφο τραγούδι του Διονύσου,
διθύραμβο, όταν το κρασί σαν κεραυνός μου φλόγισε τα φρένα.
Ως λατρευτικό τραγούδι ο διθύραμβος είχε στο περιεχόμενό του αφηγηματικά και στην παρουσίασή του μιμητικά στοιχεία. Με την καθοδήγηση των εξαρχόντων του ο Χορός θα διηγόταν, και με τις χορευτικές κινήσεις του θα αναπαριστούσε, τα πάθη και τα κατορθώματα του θεού.
Νωρίς, μέσα στον 6ο π.Χ. αιώνα υποθέτουμε, οι εξάρχοντες ξεκίνησαν σιγά σιγά να παρεμβαίνουν στο τραγούδι, αντιπροσωπεύοντας κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο της αφήγησης. Έτσι ο κορυφαίος τραγουδιστής απόκτησε ξεχωριστό ρόλο και μπορούσε, με την υποθετική του ταυτότητα, να υποκρίνεται, δηλαδή να απαντά στις ερωτήσεις του Χορού. Στα αρχαία ελληνικά ὑποκρίνομαι σημαίνει «απαντώ», και ὑποκριτής είναι αρχικά «αυτός που δίνει απαντήσεις», αργότερα και ο ηθοποιός.
Αρκετά νωρίς, υποθέτουμε, εμφανίστηκαν και διθυραμβικά τραγούδια που πια δεν αναφέρονταν στον Διόνυσο, αλλά διηγόνταν ιστορίες για άλλους θεούς και ήρωες. Χαρακτηριστικό είναι ένα πολύ νεότερο παράδειγμα, ο διθύραμβος Θησεύς του Βακχυλίδη: ο Χορός, που τον αποτελούν, υποτίθεται, Αθηναίοι της εποχής του μύθου, ρωτά τον βασιλιά Αιγέα, που παριστάνεται από τον κορυφαίο, γιατί ακούστηκε πολεμικό σάλπισμα· και αυτός απαντά πως πλησιάζει την Αθήνα ένας άγνωστος νέος, φοβερός και τρομερός, σκοτώνοντας στον δρόμο του πλήθος θηρία και ληστές - ο Θησέας.
ΘΕΣΠΗΣ (6ος π.Χ. αι.)
Αθηναίος από τον δήμο της Ικαρίας (το σημερινό Διόνυσο),[3] ο Θέσπης αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη της τραγωδίας. Θρυλικό είναι το άρμα του Θέσπιδος, ένας διονυσιακός θίασος που τάχα τριγύριζε στους δήμους της Αττικής παρουσιάζοντας τις πρωιμότερες γνωστές θεατρικές παραστάσεις. Βέβαιο είναι μόνο πως πρώτος ο Θέσπης παρουσίασε τραγωδία στα Μεγάλα Διονύσια, στα χρόνια της 61ης Ολυμπιάδας (536-533 π.Χ.), τότε που την Αθήνα κυβερνούσε ως τύραννος ο Πεισίστρατος, γνωστός για τη φιλική του στάση απέναντι στη διονυσιακή λατρεία. Αν το έπαθλο που του δόθηκε ήταν ένας τράγος, όπως παραδίδεται, τότε αρχικά η λέξη τραγῳδία σήμαινε «τραγούδι για τον τράγο».
Αρχαίες πηγές μαρτυρούν ακόμα πως ο Θέσπης πρόσθεσε στα διθυραμβικά τραγούδια τον πρόλογο και τις ρήσεις, δηλαδή τα πρώτα ομιλητικά μέρη, και πως επινόησε τις υφασματένιες μάσκες. Και αν ακόμα οι παραπάνω νεωτερισμοί είχαν προετοιμαστεί ή προεξοφληθεί από τη φυσική εξέλιξη του διθυράμβου, ο Θέσπης ήταν που διαμόρφωσε την πρώιμη τραγωδία και καθιέρωσε τις τραγικές παραστάσεις ως οργανικό μέρος της αθηναϊκής λατρείας του Διονύσου.
Από τα έργα του μας σώζονται τέσσερις τίτλοι και πέντε μικρά αποσπάσματα, που όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι δικά του.
--------------------------
1. Β. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, μετάφρ. Δ. Ιακώβ, Αθήνα 1981 (Μ.Ι.Ε.Τ.) σ. 81.
2. Η λέξη διθύραμβος είναι ξενική, και θα διαδόθηκε στην Ελλάδα μαζί με τη λατρεία του Διονύσου.
3. Ο αρχαίος δήμος πήρε το όνομά του από τον μυθικό Ικάριο, που ο Διόνυσος του δίδαξε την καλλιέργεια των αμπελιών και την παραγωγή του κρασιού.
Κυριακή 4 Αυγούστου 2024
Ο Ξενοφώντας, ο λόγος των Θηβαίων και τα αδιέξοδα της ισχύος
Οι Θηβαίοι, όταν πια ήταν βέβαιο ότι θα συγκρουστούν με τους Λακεδαιμονίους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα επιδιώκοντας τη στρατιωτική τους συνδρομή. Φυσικά, το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Το παρελθόν ήταν ακόμη νωπό και η στάση των Θηβαίων κάθε άλλο παρά ενέπνεε εμπιστοσύνη.
Οι πρέσβεις δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να ξεκινήσουν απολογητικά: «Όταν μας κατηγορείτε, Αθηναίοι, ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά μέτρα εναντίον σας, άδικα μας κατηγορείτε: δεν ήταν η πόλη μας που έδωσε εκείνη την ψήφο, αλλά ένας μόνο άνθρωπος που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στο συνέδριο των συμμάχων». (3,5,8).
Με δυο λόγια, επρόκειτο για παρεξήγηση. Δεν ήταν οι Θηβαίοι που πρότειναν τα «σκληρά μέτρα», αλλά ο ένας και μοναδικός εκπρόσωπός «που έτυχε» να τους αντιπροσωπεύει «στο συνέδριο των συμμάχων». (Κι όταν λέμε «σκληρά μέτρα» εννοούμε την ολοκληρωτική εξόντωση της Αθήνας, που οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες απέρριψαν). Οι Θηβαίοι είναι το θύμα μιας κακής εκπροσώπησης, η οποία κινήθηκε αυθαίρετα – χωρίς ωστόσο να τιμωρήθηκε και ποτέ γι’ αυτό. Το επιχείρημα της απόλυτης ευθύνης του εκπροσώπου είναι αδύνατο να πείσει και γι’ αυτό δεν έχει καμία συνέχεια στο λόγο τους.
Οι πρέσβεις στρέφονται σ’ ενέργειες ευνοϊκές προς την Αθήνα: «Όταν άλλωστε μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε κατά του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μη μετάσχουμε στην εκστρατεία». (3,5,8).
Το ότι δεν είχαν πλέον κανένα συμφέρον να το κάνουν αυτό δε χρειάζεται να αναφερθεί. Αυτό που χρειάζεται είναι να γίνει σαφές ότι οι Αθηναίοι όχι μόνο πρέπει, αλλά έχουν ηθική υποχρέωση να βοηθήσουν, αφού οι Θήβα εξαιτίας τους βρίσκεται σε κίνδυνο: «Επειδή λοιπόν είστε μια από τις κύριες αφορμές της οργής των Λακεδαιμονίων εναντίον μας, δίκαιο είναι – νομίζουμε – να βοηθήσετε την πόλη μας». (3,5,8). Η αντιστροφή έχει ήδη επιτευχθεί. Οι Αθηναίοι όχι μόνο δεν αδικήθηκαν, αλλά έχουν και χρέος. Τουλάχιστον αυτό ορίζει το «δίκαιο».
Κι επειδή το επιχείρημα της μη συμμετοχής των Θηβαίων στην εκστρατεία εναντίον των δημοκρατικών μπορεί να δυσαρεστήσει την ολιγαρχική μερίδα, οι πρέσβεις νιώθουν την ανάγκη να συμπληρώσουν: «Πολύ περισσότερο έχουμε την απαίτηση να ξεσηκωθούν πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη: Οι Λακεδαιμόνιοι είναι που, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκράτες, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό – τάχα σαν σύμμαχοι – και σας παρέδωσαν στο λαό, έτσι που αν εξαρτιόταν απ’ αυτούς η τύχη σας ήσασταν χαμένοι – άλλο αν τούτος δω ο λαός σάς έσωσε». (3,5,9).
Κι ενώ οι ίδιοι ήταν θετικό που δεν εκστράτευσαν εναντίον των δημοκρατικών, σαν να μην άφησαν τους ολιγαρχικούς εκτεθειμένους με αυτόν τον τρόπο, οι Σπαρτιάτες φέρθηκαν ανέντιμα επειδή τους «παρέδωσαν στο λαό». Το γιατί οι Σπαρτιάτες «έκαναν μισητούς» τους Τριάντα τυράννους κι όχι οι ίδιοι με τις πρακτικές που ακολούθησαν δεν αιτιολογείται. Την ευθύνη των εγκλημάτων και του διχασμού θα την αναλάβει και πάλι οι Σπάρτη, αφού αυτό που προέχει είναι η ενότητα της Αθήνας, που πρέπει τώρα σύσσωμη να δώσει ένα καλό μάθημα σ’ αυτούς που προσπάθησαν να την καταστρέψουν.
Ο λόγος των Θηβαίων, μέχρι στιγμής, δεν ανταποκρίνεται ούτε στα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν ούτε στη διπλωματική διαδρομή των πόλεων ως εκείνη τη στιγμή ούτε στην πολιτική ευθύνη των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να πετύχουν αυτό που ζητούν. Γι’ αυτό περνάνε αμέσως στο κυρίως θέμα: «Το ξέρουμε βέβαια όλοι, Αθηναίοι, ότι θα θέλατε ν’ αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία». (3,5,10).
Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν επιχειρήματα, αυτό που μένει είναι η υπόσχεση, δηλαδή η ελπίδα. Και οι Θηβαίοι ξέρουν ακριβώς πού πρέπει να χτυπήσουν. Και ξέρουν, επίσης, ότι πρέπει να το κάνουν να φανεί εφικτό: «Το ότι εξουσιάζουν πολλούς δεν πρέπει να σας φοβίζει, αλλά ίσα ίσα να σας δίνει θάρρος: σκεφτείτε ότι τον καιρό που και σεις εξουσιάζατε πολλούς, είχατε και τους περισσότερους εχθρούς – που έκρυβαν το μίσος τους για σας όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν, και που μόλις μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν τ’ αληθινά τους αισθήματα απέναντί σας. Και τώρα λοιπόν, αν φανεί ότι εσείς κι εμείς συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα παρουσιαστούν πολλοί που τους μισούν». (3,5,10-11).
Κι επειδή αυτά είναι λόγια του αέρα, οι Θηβαίοι θα περάσουν και σε χειροπιαστά δεδομένα: «Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς; Στον πόλεμο εναντίον σας οι Λακεδαιμόνιοι τους έπεισαν, με χίλια παρακάλια, να πάρουν μέρος σ’ όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες. Ύστερα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν το σκοπό τους, μήπως μοιράστηκαν μαζί τους εδάφη, τιμές ή χρήματα; Αντί γι’ αυτό, βρίσκουν πρεπούμενο να διορίζουν είλωτες για αρμοστές – και μόλις τους ευνόησε η τύχη επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, τη δεσποτεία τους. Αλλά είναι φανερό ότι ξεγέλασαν κι όσους παρακίνησαν ν’ αποστατήσουν από σας, αφού αντί για ελευθερία τους έκαναν δυο φορές δούλους – τους τυραννούν κι οι αρμοστές, κι οι Δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Όσο για το Βασιλέα της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, μήπως τον μεταχειρίζονται διαφορετικά παρά αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους;» (3,5,12-13).
Ο πειρασμός για τους Αθηναίους είναι πολύ μεγάλος και η παρουσίαση της πραγματικότητας εξόχως ρεαλιστική. Είναι αλήθεια ότι οι σύμμαχοι δυσφορούσαν ανοιχτά με τη συμπεριφορά των Σπαρτιατών. Σχεδόν όλοι οι Πελοποννήσιοι ήταν δυσαρεστημένοι σε βαθμό που, αν δε συμμετείχαν ανοιχτά εναντίον της Σπάρτης, τουλάχιστον θα έμεναν ουδέτεροι, ώστε να μην εμποδίσουν την κατάρρευσή της. Οι Ηλείοι είχαν ήδη δείξει ανοιχτά τις προθέσεις τους. Η νέα συμμαχία, που πάει να δημιουργηθεί, είναι πολύ πιθανό να κυριαρχήσει, ιδίως αν καταφέρει μια περσική χρηματοδότηση, πράγμα όχι και τόσο απίθανο στην παρούσα στιγμή. (Μην ξεχνάμε ότι κι αυτές οι ενέργειες έχουν υποκινηθεί από τις δωροδοκίες του Τιθραύστη). Η Σπάρτη φαίνεται να έχει μπει για τα καλά στη θέση της Αθήνας.
Παρακολουθούμε την επανάληψη της ιστορίας με αντεστραμμένους όρους. Η Σπάρτη επιβάλλει αρμοστές, ασκεί επεκτατισμό στην Ασία και είναι πρόθυμη να βάλει στη θέση του οποιονδήποτε αυθαδιάσει στον ελλαδικό χώρο. Οι Πέρσες είναι και πάλι στο προσκήνιο έτοιμοι να παίξουν ακριβώς τον ίδιο ρόλο που είχαν παίξει και προηγουμένως. Η ισχύς είναι καταδικασμένη να επεκτείνεται και να δημιουργεί εχθρούς – όπως πρέπει να ελέγχει και τις συμμαχικές πόλεις με αρμοστές και Δεκαρχίες. Τώρα είναι η σειρά της Αθήνας να απελευθερώσει τις πόλεις από την κυριαρχία των Λακεδαιμονίων, ενώ εκείνοι απελευθερώνουν άλλες πόλεις από τους Πέρσες.
Οι Θηβαίοι πάντως είναι πρόθυμοι να υποσχεθούν τα πάντα: «Γιατί όταν είχατε την ηγεμονία είναι γνωστό πως προστάζατε μονάχα τους θαλασσινούς, ενώ τώρα θα προστάζετε όλους – κι εμάς, και τους Πελοποννησίους, κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε, και τον ίδιο τον Βασιλέα που ‘χει τη μεγαλύτερη δύναμη απ’ όλους». (3,5,14). Το δέλεαρ της κυριαρχίας αποδεικνύεται τόσο ισχυρό, που οι Αθηναίοι ανταποκρίνονται στους Θηβαίους, αν και ξέρουν την παντελή αφερεγγυότητά τους – το παρελθόν δεν είναι και τόσο μακρινό.
Οι Αθηναίοι τρέφουν ακόμη τη χίμαιρα της εξουσίας και μάλιστα ονειρεύονται ισχύ πολύ ανώτερη από εκείνη που είχαν. Κι ακριβώς επειδή θα είναι ανώτερη, θα είναι και ακατάρριπτη. Από αυτή την άποψη ο πελοποννησιακός πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Οι ίδιες πόλεις εναλλάσσουν ρόλους και συμμαχίες διεκδικώντας τη δυνατότητα να επιβληθούν πάνω στους άλλους. Ο αρχαίος κόσμος βρίσκεται σε διαρκή αναστάτωση, χωρίς να μπορεί να εξασφαλίσει τις ισορροπίες. (Ο μελλοντικός κόσμος δε θα είναι πολύ διαφορετικός). Η δύναμη της ισχύος θα αποδειχθεί καταλύτης όλων των εξελίξεων, είτε από την πλευρά αυτού που την διεκδικεί είτε από την πλευρά αυτού που την έχει και δε θέλει να τη χάσει.
Σε κάθε περίπτωση η κατάληξη είναι ο πόλεμος. Οι ανίσχυροι πρέπει να διαλέξουν στρατόπεδο. Και πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, γιατί οφείλουν να διαλέξουν το σωστό. Θα πάνε με τους δημοκρατικούς Αθηναίους με την ηγεμονία και τη φορολόγηση ή με τους ολιγαρχικούς Σπαρτιάτες με τους αρμοστές και τις Δεκαρχίες; Είτε έτσι είτε αλλιώς η πολιτική σκηνή θα είναι ελεγχόμενη. Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας φαίνεται προτιμότερη από την επιβολή του ξένου επιτηρητή. Κρατάει τα πλήθη πιο ήσυχα.
Ο άνθρωπος δεν έχει λύσει το πρόβλημα της συνύπαρξης. Τα παθήματά του μέσα στην ιστορία δε δείχνουν να τον συγκινούν. Η συνύπαρξη νοείται μόνο υπό τον όρο της προσωπικής ανωτερότητας. Η μάχη για την ισχύ, ως μάχη για την εξουσία, καταδεικνύει ότι πρώτα θα εξασφαλιστεί η δυνατότητα να διατάζει κάποιος και μετά θα γίνει συζήτηση.
Ο Θουκυδίδης το αποδίδει αυτό στη φύση του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον εθισμό που διαμορφώνει τους ανθρώπους, χωρίς βέβαια να απορρίπτει τη φύση. Όπως και να ‘χει, το στοίχημα του ανθρώπου να συνυπάρξει παραμένει ανοιχτό. Το δόλωμα της επικράτησης φαίνεται ανίκητο: «… πολύ πιο εύκολο είναι να πολεμηθούν οι επεκτατικές φιλοδοξίες των Λακεδαιμονίων απ’ ό,τι η δική σας αλλοτινή αυτοκρατορία: εσείς είχατε ναυτικό κι εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ τούτοι, λίγοι καθώς είναι, έχουν την αξίωση να εξουσιάζουν πολλούς που δεν είναι χειρότερα εξοπλισμένοι από τους ίδιους». (3,5,15).
Το ζήτημα δεν αφορά ποτέ τη δική μας πτώση, αλλά το πόσο εύκολο είναι να πέσει ο άλλος. Κι αφού πέσει, ποιος άλλος θα αναλάβει ξανά αν όχι εμείς; Στην ψηφοφορία που ακολούθησε «… όλοι ψήφισαν να τους βοηθήσουν». (3,5,16).
Μονάχα ο Θρασύβουλος πρόβαλε κάποιες αντιρρήσεις, κι αυτές μετά την ψηφοφορία: «Ο Θρασύβουλος τους ανακοίνωσε το ψήφισμα σαν απόκριση στο αίτημά τους, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι μ’ όλο που ο Πειραιάς ήταν ανοχύρωτος, οι Αθηναίοι θα ριψοκινδύνευαν για να προσφέρουν στους Θηβαίους υπηρεσία μεγαλύτερη από κείνη που τους είχαν προσφέρει αυτοί: “Γιατί εσείς”, είπε, “αρκεστήκατε να μην πάρετε μέρος στην εκστρατεία εναντίον μας, ενώ εμείς θα πολεμήσουμε στο πλευρό σας εναντίον τους, αν σας επιτεθούν”». (3,5,16).
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Οι πρέσβεις δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να ξεκινήσουν απολογητικά: «Όταν μας κατηγορείτε, Αθηναίοι, ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά μέτρα εναντίον σας, άδικα μας κατηγορείτε: δεν ήταν η πόλη μας που έδωσε εκείνη την ψήφο, αλλά ένας μόνο άνθρωπος που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στο συνέδριο των συμμάχων». (3,5,8).
Με δυο λόγια, επρόκειτο για παρεξήγηση. Δεν ήταν οι Θηβαίοι που πρότειναν τα «σκληρά μέτρα», αλλά ο ένας και μοναδικός εκπρόσωπός «που έτυχε» να τους αντιπροσωπεύει «στο συνέδριο των συμμάχων». (Κι όταν λέμε «σκληρά μέτρα» εννοούμε την ολοκληρωτική εξόντωση της Αθήνας, που οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες απέρριψαν). Οι Θηβαίοι είναι το θύμα μιας κακής εκπροσώπησης, η οποία κινήθηκε αυθαίρετα – χωρίς ωστόσο να τιμωρήθηκε και ποτέ γι’ αυτό. Το επιχείρημα της απόλυτης ευθύνης του εκπροσώπου είναι αδύνατο να πείσει και γι’ αυτό δεν έχει καμία συνέχεια στο λόγο τους.
Οι πρέσβεις στρέφονται σ’ ενέργειες ευνοϊκές προς την Αθήνα: «Όταν άλλωστε μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε κατά του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μη μετάσχουμε στην εκστρατεία». (3,5,8).
Το ότι δεν είχαν πλέον κανένα συμφέρον να το κάνουν αυτό δε χρειάζεται να αναφερθεί. Αυτό που χρειάζεται είναι να γίνει σαφές ότι οι Αθηναίοι όχι μόνο πρέπει, αλλά έχουν ηθική υποχρέωση να βοηθήσουν, αφού οι Θήβα εξαιτίας τους βρίσκεται σε κίνδυνο: «Επειδή λοιπόν είστε μια από τις κύριες αφορμές της οργής των Λακεδαιμονίων εναντίον μας, δίκαιο είναι – νομίζουμε – να βοηθήσετε την πόλη μας». (3,5,8). Η αντιστροφή έχει ήδη επιτευχθεί. Οι Αθηναίοι όχι μόνο δεν αδικήθηκαν, αλλά έχουν και χρέος. Τουλάχιστον αυτό ορίζει το «δίκαιο».
Κι επειδή το επιχείρημα της μη συμμετοχής των Θηβαίων στην εκστρατεία εναντίον των δημοκρατικών μπορεί να δυσαρεστήσει την ολιγαρχική μερίδα, οι πρέσβεις νιώθουν την ανάγκη να συμπληρώσουν: «Πολύ περισσότερο έχουμε την απαίτηση να ξεσηκωθούν πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη: Οι Λακεδαιμόνιοι είναι που, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκράτες, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό – τάχα σαν σύμμαχοι – και σας παρέδωσαν στο λαό, έτσι που αν εξαρτιόταν απ’ αυτούς η τύχη σας ήσασταν χαμένοι – άλλο αν τούτος δω ο λαός σάς έσωσε». (3,5,9).
Κι ενώ οι ίδιοι ήταν θετικό που δεν εκστράτευσαν εναντίον των δημοκρατικών, σαν να μην άφησαν τους ολιγαρχικούς εκτεθειμένους με αυτόν τον τρόπο, οι Σπαρτιάτες φέρθηκαν ανέντιμα επειδή τους «παρέδωσαν στο λαό». Το γιατί οι Σπαρτιάτες «έκαναν μισητούς» τους Τριάντα τυράννους κι όχι οι ίδιοι με τις πρακτικές που ακολούθησαν δεν αιτιολογείται. Την ευθύνη των εγκλημάτων και του διχασμού θα την αναλάβει και πάλι οι Σπάρτη, αφού αυτό που προέχει είναι η ενότητα της Αθήνας, που πρέπει τώρα σύσσωμη να δώσει ένα καλό μάθημα σ’ αυτούς που προσπάθησαν να την καταστρέψουν.
Ο λόγος των Θηβαίων, μέχρι στιγμής, δεν ανταποκρίνεται ούτε στα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν ούτε στη διπλωματική διαδρομή των πόλεων ως εκείνη τη στιγμή ούτε στην πολιτική ευθύνη των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να πετύχουν αυτό που ζητούν. Γι’ αυτό περνάνε αμέσως στο κυρίως θέμα: «Το ξέρουμε βέβαια όλοι, Αθηναίοι, ότι θα θέλατε ν’ αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία». (3,5,10).
Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν επιχειρήματα, αυτό που μένει είναι η υπόσχεση, δηλαδή η ελπίδα. Και οι Θηβαίοι ξέρουν ακριβώς πού πρέπει να χτυπήσουν. Και ξέρουν, επίσης, ότι πρέπει να το κάνουν να φανεί εφικτό: «Το ότι εξουσιάζουν πολλούς δεν πρέπει να σας φοβίζει, αλλά ίσα ίσα να σας δίνει θάρρος: σκεφτείτε ότι τον καιρό που και σεις εξουσιάζατε πολλούς, είχατε και τους περισσότερους εχθρούς – που έκρυβαν το μίσος τους για σας όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν, και που μόλις μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν τ’ αληθινά τους αισθήματα απέναντί σας. Και τώρα λοιπόν, αν φανεί ότι εσείς κι εμείς συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα παρουσιαστούν πολλοί που τους μισούν». (3,5,10-11).
Κι επειδή αυτά είναι λόγια του αέρα, οι Θηβαίοι θα περάσουν και σε χειροπιαστά δεδομένα: «Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς; Στον πόλεμο εναντίον σας οι Λακεδαιμόνιοι τους έπεισαν, με χίλια παρακάλια, να πάρουν μέρος σ’ όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες. Ύστερα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν το σκοπό τους, μήπως μοιράστηκαν μαζί τους εδάφη, τιμές ή χρήματα; Αντί γι’ αυτό, βρίσκουν πρεπούμενο να διορίζουν είλωτες για αρμοστές – και μόλις τους ευνόησε η τύχη επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, τη δεσποτεία τους. Αλλά είναι φανερό ότι ξεγέλασαν κι όσους παρακίνησαν ν’ αποστατήσουν από σας, αφού αντί για ελευθερία τους έκαναν δυο φορές δούλους – τους τυραννούν κι οι αρμοστές, κι οι Δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Όσο για το Βασιλέα της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, μήπως τον μεταχειρίζονται διαφορετικά παρά αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους;» (3,5,12-13).
Ο πειρασμός για τους Αθηναίους είναι πολύ μεγάλος και η παρουσίαση της πραγματικότητας εξόχως ρεαλιστική. Είναι αλήθεια ότι οι σύμμαχοι δυσφορούσαν ανοιχτά με τη συμπεριφορά των Σπαρτιατών. Σχεδόν όλοι οι Πελοποννήσιοι ήταν δυσαρεστημένοι σε βαθμό που, αν δε συμμετείχαν ανοιχτά εναντίον της Σπάρτης, τουλάχιστον θα έμεναν ουδέτεροι, ώστε να μην εμποδίσουν την κατάρρευσή της. Οι Ηλείοι είχαν ήδη δείξει ανοιχτά τις προθέσεις τους. Η νέα συμμαχία, που πάει να δημιουργηθεί, είναι πολύ πιθανό να κυριαρχήσει, ιδίως αν καταφέρει μια περσική χρηματοδότηση, πράγμα όχι και τόσο απίθανο στην παρούσα στιγμή. (Μην ξεχνάμε ότι κι αυτές οι ενέργειες έχουν υποκινηθεί από τις δωροδοκίες του Τιθραύστη). Η Σπάρτη φαίνεται να έχει μπει για τα καλά στη θέση της Αθήνας.
Παρακολουθούμε την επανάληψη της ιστορίας με αντεστραμμένους όρους. Η Σπάρτη επιβάλλει αρμοστές, ασκεί επεκτατισμό στην Ασία και είναι πρόθυμη να βάλει στη θέση του οποιονδήποτε αυθαδιάσει στον ελλαδικό χώρο. Οι Πέρσες είναι και πάλι στο προσκήνιο έτοιμοι να παίξουν ακριβώς τον ίδιο ρόλο που είχαν παίξει και προηγουμένως. Η ισχύς είναι καταδικασμένη να επεκτείνεται και να δημιουργεί εχθρούς – όπως πρέπει να ελέγχει και τις συμμαχικές πόλεις με αρμοστές και Δεκαρχίες. Τώρα είναι η σειρά της Αθήνας να απελευθερώσει τις πόλεις από την κυριαρχία των Λακεδαιμονίων, ενώ εκείνοι απελευθερώνουν άλλες πόλεις από τους Πέρσες.
Οι Θηβαίοι πάντως είναι πρόθυμοι να υποσχεθούν τα πάντα: «Γιατί όταν είχατε την ηγεμονία είναι γνωστό πως προστάζατε μονάχα τους θαλασσινούς, ενώ τώρα θα προστάζετε όλους – κι εμάς, και τους Πελοποννησίους, κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε, και τον ίδιο τον Βασιλέα που ‘χει τη μεγαλύτερη δύναμη απ’ όλους». (3,5,14). Το δέλεαρ της κυριαρχίας αποδεικνύεται τόσο ισχυρό, που οι Αθηναίοι ανταποκρίνονται στους Θηβαίους, αν και ξέρουν την παντελή αφερεγγυότητά τους – το παρελθόν δεν είναι και τόσο μακρινό.
Οι Αθηναίοι τρέφουν ακόμη τη χίμαιρα της εξουσίας και μάλιστα ονειρεύονται ισχύ πολύ ανώτερη από εκείνη που είχαν. Κι ακριβώς επειδή θα είναι ανώτερη, θα είναι και ακατάρριπτη. Από αυτή την άποψη ο πελοποννησιακός πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Οι ίδιες πόλεις εναλλάσσουν ρόλους και συμμαχίες διεκδικώντας τη δυνατότητα να επιβληθούν πάνω στους άλλους. Ο αρχαίος κόσμος βρίσκεται σε διαρκή αναστάτωση, χωρίς να μπορεί να εξασφαλίσει τις ισορροπίες. (Ο μελλοντικός κόσμος δε θα είναι πολύ διαφορετικός). Η δύναμη της ισχύος θα αποδειχθεί καταλύτης όλων των εξελίξεων, είτε από την πλευρά αυτού που την διεκδικεί είτε από την πλευρά αυτού που την έχει και δε θέλει να τη χάσει.
Σε κάθε περίπτωση η κατάληξη είναι ο πόλεμος. Οι ανίσχυροι πρέπει να διαλέξουν στρατόπεδο. Και πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, γιατί οφείλουν να διαλέξουν το σωστό. Θα πάνε με τους δημοκρατικούς Αθηναίους με την ηγεμονία και τη φορολόγηση ή με τους ολιγαρχικούς Σπαρτιάτες με τους αρμοστές και τις Δεκαρχίες; Είτε έτσι είτε αλλιώς η πολιτική σκηνή θα είναι ελεγχόμενη. Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας φαίνεται προτιμότερη από την επιβολή του ξένου επιτηρητή. Κρατάει τα πλήθη πιο ήσυχα.
Ο άνθρωπος δεν έχει λύσει το πρόβλημα της συνύπαρξης. Τα παθήματά του μέσα στην ιστορία δε δείχνουν να τον συγκινούν. Η συνύπαρξη νοείται μόνο υπό τον όρο της προσωπικής ανωτερότητας. Η μάχη για την ισχύ, ως μάχη για την εξουσία, καταδεικνύει ότι πρώτα θα εξασφαλιστεί η δυνατότητα να διατάζει κάποιος και μετά θα γίνει συζήτηση.
Ο Θουκυδίδης το αποδίδει αυτό στη φύση του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον εθισμό που διαμορφώνει τους ανθρώπους, χωρίς βέβαια να απορρίπτει τη φύση. Όπως και να ‘χει, το στοίχημα του ανθρώπου να συνυπάρξει παραμένει ανοιχτό. Το δόλωμα της επικράτησης φαίνεται ανίκητο: «… πολύ πιο εύκολο είναι να πολεμηθούν οι επεκτατικές φιλοδοξίες των Λακεδαιμονίων απ’ ό,τι η δική σας αλλοτινή αυτοκρατορία: εσείς είχατε ναυτικό κι εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ τούτοι, λίγοι καθώς είναι, έχουν την αξίωση να εξουσιάζουν πολλούς που δεν είναι χειρότερα εξοπλισμένοι από τους ίδιους». (3,5,15).
Το ζήτημα δεν αφορά ποτέ τη δική μας πτώση, αλλά το πόσο εύκολο είναι να πέσει ο άλλος. Κι αφού πέσει, ποιος άλλος θα αναλάβει ξανά αν όχι εμείς; Στην ψηφοφορία που ακολούθησε «… όλοι ψήφισαν να τους βοηθήσουν». (3,5,16).
Μονάχα ο Θρασύβουλος πρόβαλε κάποιες αντιρρήσεις, κι αυτές μετά την ψηφοφορία: «Ο Θρασύβουλος τους ανακοίνωσε το ψήφισμα σαν απόκριση στο αίτημά τους, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι μ’ όλο που ο Πειραιάς ήταν ανοχύρωτος, οι Αθηναίοι θα ριψοκινδύνευαν για να προσφέρουν στους Θηβαίους υπηρεσία μεγαλύτερη από κείνη που τους είχαν προσφέρει αυτοί: “Γιατί εσείς”, είπε, “αρκεστήκατε να μην πάρετε μέρος στην εκστρατεία εναντίον μας, ενώ εμείς θα πολεμήσουμε στο πλευρό σας εναντίον τους, αν σας επιτεθούν”». (3,5,16).
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Το Μονοπάτι προς την Εσωτερική Ακινησία: Αποκαλύπτοντας την Αληθινή Παρουσία
Μέσα στην αδιάκοπη φασαρία της καθημερινής ζωής, βρισκόμαστε συχνά παγιδευμένοι σε ένα δίκτυο σκέψεων, συναισθημάτων και εξωτερικών ερεθισμάτων. Ωστόσο, κάτω από αυτή την κακοφωνία κρύβεται μια βαθιά αλήθεια που μας παραπέμπει σε μια βαθύτερη κατανόηση της ύπαρξης. Αυτή η αλήθεια πραγματοποιείται μέσω της πρακτικής του Πραγματικού Διαλογισμού – ενός ταξιδιού που ξεπερνά τα επιφανειακά στρώματα του νου και μας οδηγεί στο ιερό της καθαρής επίγνωσης.
Η ουσία του πραγματικού διαλογισμού
Ο πραγματικός διαλογισμός, στην πιο αγνή του μορφή, είναι μια πράξη επίγνωσης. Είναι παρόμοιο με τη χριστιανική έννοια της νήψις, η οποία δίνει έμφαση σε μια κατάσταση εσωτερικής ακινησίας και εγρήγορσης. Αυτή η πρακτική δεν αφορά απλώς την ηρεμία του νου, αλλά την επίτευξη μιας κατάστασης βαθιάς ψυχικής σιωπής όπου η αδιάκοπη φλυαρία του νου σταματά. Σε αυτή την κατάσταση, δεν δεσμευόμαστε πλέον από τα όρια των διαδικασιών σκέψης, των κρίσεων ή των ερμηνειών. Αντίθετα, εναρμονιζόμαστε πλήρως με την παρούσα στιγμή, βιώνοντας τη ζωή με μια διαύγεια που υπερβαίνει τα συνηθισμένα.
Η σιωπή που φωτίζει το πραγματικό
Σε αυτή τη βαθιά σιωπή του νου, που συχνά αναφέρεται ως η νοητική κατάσταση ή «χωρίς μυαλό», εμφανίζεται μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση. Εδώ είναι που αρχίζει να ξεδιπλώνεται η αληθινή ουσία της πραγματικότητας. Αυτή δεν είναι μια παθητική κατάσταση, αλλά μια κατάσταση αυξημένης εγρήγορσης και δεκτικότητας. Είναι μια ενεργή ενασχόληση με το παρόν, χωρίς περισπασμούς της νοητικής δραστηριότητας. Σε αυτόν τον χώρο, η πραγματική - η αληθινή μας ουσία - έρχεται στο επίκεντρο. Αυτή η ουσία είναι η καθαρή Παρουσία, μια κατάσταση ύπαρξης που είναι ανεξάρτητη από τις εξωτερικές συνθήκες και τις εσωτερικές αφηγήσεις.
Η Γέννηση της Αληθινής Παρουσίας
Αυτή η ανάδυση της αληθινής Παρουσίας, που συχνά περιγράφεται στις πνευματικές παραδόσεις ως «γέννηση άνωθεν» ή πνευματική αναγέννηση, σημαίνει μια βαθιά αλλαγή στη συνείδηση. Είναι η αφύπνιση για την Αληθινή μας Ύπαρξη, μια ύπαρξη που δεν εξαρτάται από την κυμαινόμενη φύση του εξωτερικού κόσμου. Για να βιώσουμε αυτή τη γέννηση, πρέπει να καλλιεργήσουμε μια βαθιά εσωτερική ακινησία, μια απόλυτη ψυχική σιωπή που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την αληθινή μας φύση.
Σε αυτή τη σιωπηλή επίγνωση, ξεκολλάμε από την αδιάκοπη ροή των εξωτερικών φαινομένων. Αυτή η απόσπαση δεν συνεπάγεται αποδέσμευση από τη ζωή, αλλά μια βαθύτερη εμπλοκή με την εσωτερική μας πραγματικότητα. Στρέφοντας την εστίασή μας προς τα μέσα, ξυπνάμε στην Πραγματική Ύπαρξη—μια κατάσταση καθαρής Επίγνωσης που είναι ταυτόχρονα διαφωτιστική και μεταμορφωτική.
Το ταξίδι στην πλήρη αφύπνιση
Το ταξίδι προς αυτή την κατάσταση Πλήρους Αφύπνισης απαιτεί αφοσίωση και προθυμία να υπερβούμε τα επιφανειακά στρώματα της αντίληψης. Απαιτεί να προχωρήσουμε πέρα από την απλή πράξη της αντίληψης στο βασίλειο του καθαρού όντος – του Αληθινού Είναι. Αυτή η κατάσταση, που συχνά περιγράφεται ως ΟΝΤΟΤΗΤΑ (ΟΝΤΩΣ ΟΝ), είναι μια βαθιά συνειδητοποίηση της ύπαρξής μας πέρα από τις φυσικές και ψυχικές κατασκευές.
Για να φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση, πρέπει να αγκαλιάσουμε τη σιωπή της δραστηριότητας, μια παράδοξη κατάσταση όπου είμαστε πλήρως ζωντανοί και ανταποκρινόμενοι αλλά εσωτερικά ακίνητοι. Σε αυτή τη σιωπή, συντονιζόμαστε με τα λεπτά ρεύματα της ύπαρξης, αντιλαμβανόμενοι τη ζωή με μια φωτισμένη επίγνωση. Αυτή η Πλήρη Αφύπνιση δεν είναι ένας προορισμός, αλλά μια συνεχής διαδικασία εμβάθυνσης της επίγνωσής μας και ευθυγράμμισης με την αληθινή μας ουσία.
Συμπέρασμα
Ο πραγματικός διαλογισμός, ως μονοπάτι προς την εσωτερική ακινησία και την αληθινή επίγνωση, μας προσκαλεί να ξεκινήσουμε ένα μεταμορφωτικό ταξίδι. Μας καλεί να προχωρήσουμε πέρα από τον θόρυβο του μυαλού και τους περισπασμούς του εξωτερικού κόσμου, οδηγώντας μας σε μια βαθιά κατάσταση Παρουσίας. Σε αυτή την Παρουσία, ανακαλύπτουμε την ουσία του Αληθινού μας Είναι, μια κατάσταση καθαρής Επίγνωσης που υπερβαίνει το συνηθισμένο και μας οδηγεί στην καρδιά της ύπαρξης.
Καθώς καλλιεργούμε αυτή την εσωτερική ακινησία και αγκαλιάζουμε τη σιωπή του νου, αφυπνίζουμε στην πραγματικότητα της αληθινής μας φύσης. Αυτή η αφύπνιση είναι η πνευματική γέννηση για την οποία μιλούν οι αρχαίες παραδόσεις - μια γέννηση σε μια ανώτερη κατάσταση συνείδησης όπου βιώνουμε την πληρότητα της ζωής στην πιο αληθινή της μορφή. Μέσω του Πραγματικού Διαλογισμού, ξεκινάμε ένα ταξίδι αυτο-ανακάλυψης, φώτισης και τελικής συνειδητοποίησης του Αληθινού μας Είναι.
Σε αυτή τη σιωπηλή επίγνωση, ξεκολλάμε από την αδιάκοπη ροή των εξωτερικών φαινομένων. Αυτή η απόσπαση δεν συνεπάγεται αποδέσμευση από τη ζωή, αλλά μια βαθύτερη εμπλοκή με την εσωτερική μας πραγματικότητα. Στρέφοντας την εστίασή μας προς τα μέσα, ξυπνάμε στην Πραγματική Ύπαρξη—μια κατάσταση καθαρής Επίγνωσης που είναι ταυτόχρονα διαφωτιστική και μεταμορφωτική.
Το ταξίδι στην πλήρη αφύπνιση
Το ταξίδι προς αυτή την κατάσταση Πλήρους Αφύπνισης απαιτεί αφοσίωση και προθυμία να υπερβούμε τα επιφανειακά στρώματα της αντίληψης. Απαιτεί να προχωρήσουμε πέρα από την απλή πράξη της αντίληψης στο βασίλειο του καθαρού όντος – του Αληθινού Είναι. Αυτή η κατάσταση, που συχνά περιγράφεται ως ΟΝΤΟΤΗΤΑ (ΟΝΤΩΣ ΟΝ), είναι μια βαθιά συνειδητοποίηση της ύπαρξής μας πέρα από τις φυσικές και ψυχικές κατασκευές.
Για να φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση, πρέπει να αγκαλιάσουμε τη σιωπή της δραστηριότητας, μια παράδοξη κατάσταση όπου είμαστε πλήρως ζωντανοί και ανταποκρινόμενοι αλλά εσωτερικά ακίνητοι. Σε αυτή τη σιωπή, συντονιζόμαστε με τα λεπτά ρεύματα της ύπαρξης, αντιλαμβανόμενοι τη ζωή με μια φωτισμένη επίγνωση. Αυτή η Πλήρη Αφύπνιση δεν είναι ένας προορισμός, αλλά μια συνεχής διαδικασία εμβάθυνσης της επίγνωσής μας και ευθυγράμμισης με την αληθινή μας ουσία.
Συμπέρασμα
Ο πραγματικός διαλογισμός, ως μονοπάτι προς την εσωτερική ακινησία και την αληθινή επίγνωση, μας προσκαλεί να ξεκινήσουμε ένα μεταμορφωτικό ταξίδι. Μας καλεί να προχωρήσουμε πέρα από τον θόρυβο του μυαλού και τους περισπασμούς του εξωτερικού κόσμου, οδηγώντας μας σε μια βαθιά κατάσταση Παρουσίας. Σε αυτή την Παρουσία, ανακαλύπτουμε την ουσία του Αληθινού μας Είναι, μια κατάσταση καθαρής Επίγνωσης που υπερβαίνει το συνηθισμένο και μας οδηγεί στην καρδιά της ύπαρξης.
Καθώς καλλιεργούμε αυτή την εσωτερική ακινησία και αγκαλιάζουμε τη σιωπή του νου, αφυπνίζουμε στην πραγματικότητα της αληθινής μας φύσης. Αυτή η αφύπνιση είναι η πνευματική γέννηση για την οποία μιλούν οι αρχαίες παραδόσεις - μια γέννηση σε μια ανώτερη κατάσταση συνείδησης όπου βιώνουμε την πληρότητα της ζωής στην πιο αληθινή της μορφή. Μέσω του Πραγματικού Διαλογισμού, ξεκινάμε ένα ταξίδι αυτο-ανακάλυψης, φώτισης και τελικής συνειδητοποίησης του Αληθινού μας Είναι.
Το Μάθημα της ζωής
Κάθε άνθρωπος, όλοι μας, έχει την Απόλυτη Ευθύνη της Ύπαρξής του. Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για κανέναν… Ίσως να μην μπορούμε να πολεμήσουμε τις συνθήκες και τις συγκυρίες… μπορούμε όμως να τα αντιμετωπίσουμε όλα με ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο εγωισμός δεν είναι απλά μεταφυσική άγνοια, δεν είναι αρρώστια αφού μας απομακρύνει από την Αλήθεια… είναι αμαρτία επειδή εμποδίζει την Αγάπη του Θεού να μας αγκαλιάσει και να μας γιατρέψει.
Είναι παράξενη η Αγάπη του Θεού. Λειτουργεί σαν Ζωογόνος Δύναμη μέσα σε όλες τις υπάρξεις και δεν διαφέρει καθόλου από την ουσία της ύπαρξής τους… Κι επειδή δεν μπορεί να παρατηρηθεί σαν κάτι «διαφορετικό» φαίνεται σαν να μην υπάρχει. Μα μόνο οι τυφλοί δεν αναγνωρίζουν την Αγκαλιά μέσα στην Οποία υπάρχουν και ζουν.
Υπάρχει ένας ουσιαστικός αλλά μυστικός λόγος που οι άνθρωποι έρχονται στη γη. Και το ανακαλύπτει καθένας, προσωπικά, όταν ωριμάζουν οι συνθήκες. Άλλοι το κατανοούν νωρίς, άλλοι χρειάζονται πολλές ζωές… Όταν έρθει η ώρα καθένας θα το νοιώσει.
Το Αληθινό δεν βρίσκεται σε αυτά που ζούμε αλλά στον τρόπο που τα ζούμε, στην κατανόηση που μας οδηγεί πέρα από όλα τα φαινόμενα, στην Καρδιά της Απεραντοσύνης, στην Αληθινή Φύση μας.
Το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος είναι η αληθινή ολοκληρωτική και τελεσίδικη ταπεινότητα. Είναι η Ανοιχτή Πύλη του Ουρανού… Αντίθετα η ψεύτικη καλλιεργημένη ταπεινότητα (ενός εγώ), μια πειθαρχημένη συμπεριφορά, σε οδηγεί στα πιο μαύρα σκοτάδια του εγωισμού.
Αν Αναζητάς την Αλήθεια αναζήτησέ την μέσα σου, στην κατανόηση αυτού που συμβαίνει, κι όχι στις ανόητες ερμηνείες της σκέψης, ή στα οράματα της φαντασίας.
Ο εγωισμός δεν είναι απλά μεταφυσική άγνοια, δεν είναι αρρώστια αφού μας απομακρύνει από την Αλήθεια… είναι αμαρτία επειδή εμποδίζει την Αγάπη του Θεού να μας αγκαλιάσει και να μας γιατρέψει.
Είναι παράξενη η Αγάπη του Θεού. Λειτουργεί σαν Ζωογόνος Δύναμη μέσα σε όλες τις υπάρξεις και δεν διαφέρει καθόλου από την ουσία της ύπαρξής τους… Κι επειδή δεν μπορεί να παρατηρηθεί σαν κάτι «διαφορετικό» φαίνεται σαν να μην υπάρχει. Μα μόνο οι τυφλοί δεν αναγνωρίζουν την Αγκαλιά μέσα στην Οποία υπάρχουν και ζουν.
Υπάρχει ένας ουσιαστικός αλλά μυστικός λόγος που οι άνθρωποι έρχονται στη γη. Και το ανακαλύπτει καθένας, προσωπικά, όταν ωριμάζουν οι συνθήκες. Άλλοι το κατανοούν νωρίς, άλλοι χρειάζονται πολλές ζωές… Όταν έρθει η ώρα καθένας θα το νοιώσει.
Το Αληθινό δεν βρίσκεται σε αυτά που ζούμε αλλά στον τρόπο που τα ζούμε, στην κατανόηση που μας οδηγεί πέρα από όλα τα φαινόμενα, στην Καρδιά της Απεραντοσύνης, στην Αληθινή Φύση μας.
Το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος είναι η αληθινή ολοκληρωτική και τελεσίδικη ταπεινότητα. Είναι η Ανοιχτή Πύλη του Ουρανού… Αντίθετα η ψεύτικη καλλιεργημένη ταπεινότητα (ενός εγώ), μια πειθαρχημένη συμπεριφορά, σε οδηγεί στα πιο μαύρα σκοτάδια του εγωισμού.
Αν Αναζητάς την Αλήθεια αναζήτησέ την μέσα σου, στην κατανόηση αυτού που συμβαίνει, κι όχι στις ανόητες ερμηνείες της σκέψης, ή στα οράματα της φαντασίας.
Αλήθειες και ψέματα
Οι αληθινοί άνθρωποι που γράφουν ακόμα, γράφουν για να περιγράψουν τον Αληθινό Κόσμο, την Αληθινή Ζωή και όχι για να αλλάξουν τον κόσμο των ανθρώπων, της σκέψης τους και του θλιβερού πολιτισμού τους.
Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ ποτέ δεν χρησιμοποίησε τον όρο Λόγος. Από πού στο καλό ξεφύτρωσε στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο όρος Λόγος; Και πρόκειται για την Αρχαιοελληνική και Στωική Αντίληψη; για την αντίληψη του Φίλωνα από την Αλεξάνδρεια; για την Καμπαλιστική σύλληψη της Σοφίας; Ή μήπως (μήπως) πίσω από τις λέξεις των σοφών δεν υπάρχει παρά η ανθρώπινη φαντασία;
Το αμετάβλητο γεγονός μιας αδιαμφησβήτητης αλήθειας μπορεί να προκύψει μόνον σαν αποτέλεσμα της άμεσης βίωσης της πραγματικότητας κι όχι σαν διανοητική σύλληψη ή σαν μετάδοση μιας διανοητικής πληροφορίας. Η διανοητική σύλληψη μιας αλήθειας δεν είναι η αλήθεια.
Η διανοητική πίστη κι η συμμόρφωση της δραστηριότητας σύμφωνα με μια πίστη δεν είναι απόδειξη θρησκευτικής ζωής… δείχνει μάλλον έλλειψη ζωντανής νοημοσύνης και διανοητική αγκύλωση.
Τα πραγματική μυητικά τάγματα, από την προχριστιανική εποχή, δεν είχαν ποτέ δημόσια δράση… Έτσι όλοι αυτοί οι απατεωνίσκοι, σαν τους δήθεν ροδόσταυρους, και τέκτονες, κι άλλα παρόμοια, δεν εκπροσωπούν παρά την μικρή ανθρώπινη φαντασία τους.
Αν μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται ότι οι πνευματικοί ηγέτες σαν τον Δαλάι Λάμα ή τον Πάπα της Ρώμης, ή τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έχουν πνευματική εμπειρία της πραγματικότητας, τότε οποιοσδήποτε μπορεί να ισχυριστεί ότι οι πίθηκοι της αφρικανικής σαβάνας μπορούν να γίνουν πυρηνικοί επιστήμονες.
Το Ασύλληπτο Θείο: Ένα Βιωματικό Ταξίδι
Στην τεράστια έκταση της ανθρώπινης εμπειρίας, υπάρχει μια θεμελιώδης αλήθεια: η αληθινή γνώση είναι πάντα βιωματική. Αυτή η αλήθεια, άπιαστη αλλά πάντα παρούσα, ξεπερνά τα όρια της γλώσσας και της νόησης, που υπάρχει μέσα στη σφαίρα του Θείου - του Θεού, του Άγνωστου, του Χωρίς Ιδιότητες. Αυτή η Θεϊκή αλήθεια δεν είναι κάτι που πρέπει να συλληφθεί ή να αποτυπωθεί με λόγια. είναι πολύ απέραντο, πολύ βαθύ, πολύ υπερβατικό για να περιέχεται στα πεπερασμένα κατασκευάσματα της ανθρώπινης σκέψης.
Η Φύση της Θείας Αλήθειας
Το Θείο, στην πιο αγνή του μορφή, είναι μια εμπειρία - μια συνάντηση με το άρρητο. Δεν είναι ένα αντικείμενο που πρέπει να αναλυθεί, να θεωρητικοποιηθεί ή να συζητηθεί. Η ουσία του Θεού είναι πέρα από την περιγραφή, πέρα από την ικανότητα της γλώσσας. Μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτό μόνο με σύμβολα, υποδείξεις και υπαινιγμούς, αναγνωρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια περιγραφής του Θείου υπολείπεται της αληθινής του φύσης.
Η εμπειρία του Θεού είναι εγγενώς προσωπική και οικεία, που βρίσκεται μέσα στις φυσικές ικανότητες κάθε ανθρώπου. Είναι μια βαθιά εσωτερική γνώση, μια άμεση αντίληψη της Θείας παρουσίας. Αυτή η γνώση δεν προέρχεται από βιβλία, διδασκαλίες ή γνώσεις από δεύτερο χέρι. είναι μια άμεση και μεταμορφωτική εμπειρία που υπερβαίνει την πνευματική κατανόηση.
Βιωματική Γνώση εναντίον Εννοιολογικής Γνώσης
Τα ανθρώπινα όντα συχνά βασίζονται στο μυαλό για να κατασκευάσουν τη γνώση. Κατηγοριοποιούμε, χαρακτηρίζουμε και χαρτογραφούμε την πραγματικότητα με έννοιες και λέξεις, δημιουργώντας μια ομοιότητα τάξης και κατανόησης. Ωστόσο, αυτή η κατασκευασμένη γνώση, αν και χρήσιμη, δεν είναι η αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι μια αναπαράσταση, ένα νοητικό μοντέλο που δεν μπορεί ποτέ να συμπυκνώσει πλήρως την αλήθεια που θέλει να περιγράψει.
Η αληθινή γνώση, επομένως, δεν βρίσκεται στη συσσώρευση γεγονότων ή στην κυριαρχία των θεωριών. Βρίσκεται στην άμεση εμπειρία της πραγματικότητας όπως είναι. Είναι η γνώση που προκύπτει από το να ζεις, από το να είσαι πλήρως παρών σε κάθε στιγμή και από την ενασχόληση με τον κόσμο σε μια κατάσταση ανοιχτότητας και δεκτικότητας.
Αντίληψη και Φύση της Πραγματικότητας
Στο επίκεντρο της κατανόησής μας για την αλήθεια βρίσκεται η αντίληψη. Η αντίληψή μας διαμορφώνει την πραγματικότητά μας, επηρεάζοντας τον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο. Ακόμη και όταν η αντίληψή μας είναι ακριβής και οι γνώσεις μας ευθυγραμμίζονται με την πραγματικότητα, εξακολουθεί να είναι μια υποκειμενική ερμηνεία. Η απόλυτη αλήθεια, η Θεϊκή πραγματικότητα, παραμένει πέρα από την αντίληψη και τη νόηση.
Αναγνωρίζοντας αυτό, ανοίγουμε τον εαυτό μας σε έναν βαθύτερο, πιο εσωτερικό τρόπο γνώσης. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι η αληθινή γνώση δεν είναι η απόκτηση πληροφοριών αλλά η καλλιέργεια της επίγνωσης και της παρουσίας. Πρόκειται για την άμεση εμπειρία του κόσμου, χωρίς τα φίλτρα των προκατασκευασμένων αντιλήψεων και κρίσεων.
Το Ταξίδι του Μυστικού
Το μονοπάτι του μυστικιστή είναι ένα ταξίδι σε αυτή τη βιωματική γνώση. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί να εγκαταλείψουμε την ανάγκη κατανόησης και ελέγχου, και αντ' αυτού, να αγκαλιάσουμε το μυστήριο της ύπαρξης. Ο μυστικιστής γνωρίζει ότι το Θείο δεν μπορεί να συλληφθεί με λέξεις ή έννοιες, και έτσι αναζητά το Θείο στα σιωπηλά διαστήματα μεταξύ των σκέψεων, στην ησυχία της καρδιάς.
Αυτό το ταξίδι είναι ένα ταξίδι παράδοσης, επιτρέποντας στον εαυτό του να οδηγηθεί από τη Θεία παρουσία. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί ταπεινότητα, αναγνωρίζοντας ότι η ανθρώπινη γνώση είναι περιορισμένη και λανθασμένη. Ο μύστης εμπιστεύεται την άμεση εμπειρία του Θείου, γνωρίζοντας ότι είναι η μόνη αληθινή πηγή σοφίας και κατανόησης.
Ζώντας στο Φως της Θείας Αλήθειας
Το να ζεις στο φως της Θείας αλήθειας σημαίνει να ζεις με μια βαθιά αίσθηση ευλάβειας και δέους για το μυστήριο της ύπαρξης. Είναι να αγκαλιάσουμε πλήρως την παρούσα στιγμή, γνωρίζοντας ότι είναι εδώ και τώρα που συναντάμε το Θείο. Είναι να καλλιεργήσει μια κατάσταση εσωτερικής ακινησίας και ανοιχτότητας, επιτρέποντας στη Θεία παρουσία να αποκαλυφθεί στα συνηθισμένα και τα καθημερινά.
Σε αυτή την κατάσταση ύπαρξης, κάθε εμπειρία γίνεται πύλη προς το Θείο. Κάθε στιγμή είναι μια ευκαιρία να εμβαθύνουμε τη σύνδεσή μας με την απόλυτη πραγματικότητα. Μαθαίνουμε να βλέπουμε τον κόσμο με νέα μάτια, αντιλαμβανόμενοι το ιερό σε όλα τα πράγματα και αναγνωρίζοντας τη διασύνδεση όλης της ζωής.
Συμπέρασμα
Η αληθινή γνώση είναι πάντα βιωματική. Είναι η βιωμένη πραγματικότητα της Θείας παρουσίας μέσα και γύρω μας. Ξεπερνά τις λέξεις, τις έννοιες και τις διανοητικές κατασκευές, προσκαλώντας μας σε έναν βαθύτερο, πιο εσωτερικό τρόπο γνώσης. Καθώς ξεκινάμε αυτό το ταξίδι της βιωματικής γνώσης, ανοίγουμε τον εαυτό μας στο απεριόριστο μυστήριο του Θείου, επιτρέποντάς του να μεταμορφώσει τη ζωή μας και την κατανόησή μας για την πραγματικότητα.
Στο τέλος, συνειδητοποιούμε ότι η απόλυτη αλήθεια δεν είναι κάτι που πρέπει να συλληφθεί ή να κατέχει. Είναι μια ζωντανή, δυναμική παρουσία που βιώνουμε στα βάθη της ύπαρξής μας, οδηγώντας μας σε μια πληρέστερη, πλουσιότερη και πιο ουσιαστική ύπαρξη. Αυτή είναι η ουσία του μυστικισμού: μια άμεση, βιωματική συνάντηση με το Θείο που ξεπερνά όλα τα όρια και τους περιορισμούς, οδηγώντας μας στην καρδιά της ίδιας της αλήθειας.
Το Θείο, στην πιο αγνή του μορφή, είναι μια εμπειρία - μια συνάντηση με το άρρητο. Δεν είναι ένα αντικείμενο που πρέπει να αναλυθεί, να θεωρητικοποιηθεί ή να συζητηθεί. Η ουσία του Θεού είναι πέρα από την περιγραφή, πέρα από την ικανότητα της γλώσσας. Μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτό μόνο με σύμβολα, υποδείξεις και υπαινιγμούς, αναγνωρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια περιγραφής του Θείου υπολείπεται της αληθινής του φύσης.
Η εμπειρία του Θεού είναι εγγενώς προσωπική και οικεία, που βρίσκεται μέσα στις φυσικές ικανότητες κάθε ανθρώπου. Είναι μια βαθιά εσωτερική γνώση, μια άμεση αντίληψη της Θείας παρουσίας. Αυτή η γνώση δεν προέρχεται από βιβλία, διδασκαλίες ή γνώσεις από δεύτερο χέρι. είναι μια άμεση και μεταμορφωτική εμπειρία που υπερβαίνει την πνευματική κατανόηση.
Βιωματική Γνώση εναντίον Εννοιολογικής Γνώσης
Τα ανθρώπινα όντα συχνά βασίζονται στο μυαλό για να κατασκευάσουν τη γνώση. Κατηγοριοποιούμε, χαρακτηρίζουμε και χαρτογραφούμε την πραγματικότητα με έννοιες και λέξεις, δημιουργώντας μια ομοιότητα τάξης και κατανόησης. Ωστόσο, αυτή η κατασκευασμένη γνώση, αν και χρήσιμη, δεν είναι η αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι μια αναπαράσταση, ένα νοητικό μοντέλο που δεν μπορεί ποτέ να συμπυκνώσει πλήρως την αλήθεια που θέλει να περιγράψει.
Η αληθινή γνώση, επομένως, δεν βρίσκεται στη συσσώρευση γεγονότων ή στην κυριαρχία των θεωριών. Βρίσκεται στην άμεση εμπειρία της πραγματικότητας όπως είναι. Είναι η γνώση που προκύπτει από το να ζεις, από το να είσαι πλήρως παρών σε κάθε στιγμή και από την ενασχόληση με τον κόσμο σε μια κατάσταση ανοιχτότητας και δεκτικότητας.
Αντίληψη και Φύση της Πραγματικότητας
Στο επίκεντρο της κατανόησής μας για την αλήθεια βρίσκεται η αντίληψη. Η αντίληψή μας διαμορφώνει την πραγματικότητά μας, επηρεάζοντας τον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο. Ακόμη και όταν η αντίληψή μας είναι ακριβής και οι γνώσεις μας ευθυγραμμίζονται με την πραγματικότητα, εξακολουθεί να είναι μια υποκειμενική ερμηνεία. Η απόλυτη αλήθεια, η Θεϊκή πραγματικότητα, παραμένει πέρα από την αντίληψη και τη νόηση.
Αναγνωρίζοντας αυτό, ανοίγουμε τον εαυτό μας σε έναν βαθύτερο, πιο εσωτερικό τρόπο γνώσης. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι η αληθινή γνώση δεν είναι η απόκτηση πληροφοριών αλλά η καλλιέργεια της επίγνωσης και της παρουσίας. Πρόκειται για την άμεση εμπειρία του κόσμου, χωρίς τα φίλτρα των προκατασκευασμένων αντιλήψεων και κρίσεων.
Το Ταξίδι του Μυστικού
Το μονοπάτι του μυστικιστή είναι ένα ταξίδι σε αυτή τη βιωματική γνώση. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί να εγκαταλείψουμε την ανάγκη κατανόησης και ελέγχου, και αντ' αυτού, να αγκαλιάσουμε το μυστήριο της ύπαρξης. Ο μυστικιστής γνωρίζει ότι το Θείο δεν μπορεί να συλληφθεί με λέξεις ή έννοιες, και έτσι αναζητά το Θείο στα σιωπηλά διαστήματα μεταξύ των σκέψεων, στην ησυχία της καρδιάς.
Αυτό το ταξίδι είναι ένα ταξίδι παράδοσης, επιτρέποντας στον εαυτό του να οδηγηθεί από τη Θεία παρουσία. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί ταπεινότητα, αναγνωρίζοντας ότι η ανθρώπινη γνώση είναι περιορισμένη και λανθασμένη. Ο μύστης εμπιστεύεται την άμεση εμπειρία του Θείου, γνωρίζοντας ότι είναι η μόνη αληθινή πηγή σοφίας και κατανόησης.
Ζώντας στο Φως της Θείας Αλήθειας
Το να ζεις στο φως της Θείας αλήθειας σημαίνει να ζεις με μια βαθιά αίσθηση ευλάβειας και δέους για το μυστήριο της ύπαρξης. Είναι να αγκαλιάσουμε πλήρως την παρούσα στιγμή, γνωρίζοντας ότι είναι εδώ και τώρα που συναντάμε το Θείο. Είναι να καλλιεργήσει μια κατάσταση εσωτερικής ακινησίας και ανοιχτότητας, επιτρέποντας στη Θεία παρουσία να αποκαλυφθεί στα συνηθισμένα και τα καθημερινά.
Σε αυτή την κατάσταση ύπαρξης, κάθε εμπειρία γίνεται πύλη προς το Θείο. Κάθε στιγμή είναι μια ευκαιρία να εμβαθύνουμε τη σύνδεσή μας με την απόλυτη πραγματικότητα. Μαθαίνουμε να βλέπουμε τον κόσμο με νέα μάτια, αντιλαμβανόμενοι το ιερό σε όλα τα πράγματα και αναγνωρίζοντας τη διασύνδεση όλης της ζωής.
Συμπέρασμα
Η αληθινή γνώση είναι πάντα βιωματική. Είναι η βιωμένη πραγματικότητα της Θείας παρουσίας μέσα και γύρω μας. Ξεπερνά τις λέξεις, τις έννοιες και τις διανοητικές κατασκευές, προσκαλώντας μας σε έναν βαθύτερο, πιο εσωτερικό τρόπο γνώσης. Καθώς ξεκινάμε αυτό το ταξίδι της βιωματικής γνώσης, ανοίγουμε τον εαυτό μας στο απεριόριστο μυστήριο του Θείου, επιτρέποντάς του να μεταμορφώσει τη ζωή μας και την κατανόησή μας για την πραγματικότητα.
Στο τέλος, συνειδητοποιούμε ότι η απόλυτη αλήθεια δεν είναι κάτι που πρέπει να συλληφθεί ή να κατέχει. Είναι μια ζωντανή, δυναμική παρουσία που βιώνουμε στα βάθη της ύπαρξής μας, οδηγώντας μας σε μια πληρέστερη, πλουσιότερη και πιο ουσιαστική ύπαρξη. Αυτή είναι η ουσία του μυστικισμού: μια άμεση, βιωματική συνάντηση με το Θείο που ξεπερνά όλα τα όρια και τους περιορισμούς, οδηγώντας μας στην καρδιά της ίδιας της αλήθειας.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το μέλλον μας είναι η απάθεια
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το μέλλον μας είναι η απάθεια.
Μόνο όταν ο έξυπνος εγκέφαλός μας και η ανθρώπινη καρδιά μας συνεργάζονται αρμονικά, μπορούμε να επιτύχουμε το πραγματικό μας δυναμικό.
Δεν γίνεται να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να έχουμε αντίκτυπο στον κόσμο γύρω μας. Αυτό που κάνει τη διαφορά, είναι το πώς πρέπει να αποφασίσουμε εμείς τι είδους αντίκτυπο θέλουμε να έχουμε.
Έχουμε την επιλογή να χρησιμοποιήσουμε το δώρο της ζωής ώστε να κάνουμε τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος -ή να μην ενδιαφερθούμε καν.
Μόνο αν καταλαβαίνουμε, μπορούμε να ενδιαφερθούμε. Μόνο αν ενδιαφερθούμε, θα βοηθήσουμε. Μόνο αν βοηθήσουμε, θα σωθούμε.
Η αλλαγή συμβαίνει πρώτα ακούγοντας και μετά ξεκινώντας διάλογο με ανθρώπους που δεν πιστεύουμε πως αυτό που κάνουν είναι σωστό.
Εδώ είμαστε, το πιο έξυπνο είδος που έχει ζήσει ποτέ. TOTE πώς μπορούμε να καταστρέφουμε τον μόνο πλανήτη που έχουμε;
Κάποια μέρα θα κοιτάξουμε πίσω σε αυτή τη σκοτεινή εποχή της γεωργίας και θα κουνήσουμε τα κεφάλια μας. Πώς πιστέψαμε ότι ήταν καλή ιδέα να καλλιεργήσουμε το φαγητό μας με δηλητήρια;
Βλέπουμε τα ζώα να κάνουν πράγματα που εμείς, με την αλαζονεία μας, σκεφτόμαστε πως ήταν «απλά ανθρώπινα».
Είναι αυτές οι αναμφισβήτητες ιδιότητες ανθρώπινης αγάπης, συμπόνιας και αυτοθυσίας, που μου δίνουν ελπίδα για το μέλλον. Συχνά είμαστε πράγματι, σκληροί και κακοί. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Βασανίζουμε ο ένας τον άλλο, με λόγια και πράξεις, πολεμάμε, σκοτώνουμε. Αλλά είμαστε επίσης ικανοί για την πιο ευγενή, την πιο γενναιόδωρη και ηρωική συμπεριφορά.
Η αλλαγή που διαρκεί, είναι μια σειρά συμβιβασμών. Και ο συμβιβασμός είναι εντάξει, όσο οι αξίες μας δεν αλλάζουν.
Η πολιτισμική συσσώρευση έχει παραμορφώσει την ανθρώπινη ηθική και την πνευματική ανάπτυξη. Έχει παρεμποδίσει την ελευθερία της σκέψης, μας κρατά φυλακισμένους στους πολιτισμούς στους οποίους γεννηθήκαμε. Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα είναι σαφώς εμπόδιο στην παγκόσμια ειρήνη. Όσο εξακολουθούμε να αποδίδουμε μεγαλύτερη σημασία στην ιδιότητά μας ως μέλη μιας στενής ομάδας παρά στο «παγκόσμιο χωριό», θα προωθούμε την προκατάληψη και την άγνοια.
Μόνο όταν ο έξυπνος εγκέφαλός μας και η ανθρώπινη καρδιά μας συνεργάζονται αρμονικά, μπορούμε να επιτύχουμε το πραγματικό μας δυναμικό.
Δεν γίνεται να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να έχουμε αντίκτυπο στον κόσμο γύρω μας. Αυτό που κάνει τη διαφορά, είναι το πώς πρέπει να αποφασίσουμε εμείς τι είδους αντίκτυπο θέλουμε να έχουμε.
Έχουμε την επιλογή να χρησιμοποιήσουμε το δώρο της ζωής ώστε να κάνουμε τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος -ή να μην ενδιαφερθούμε καν.
Μόνο αν καταλαβαίνουμε, μπορούμε να ενδιαφερθούμε. Μόνο αν ενδιαφερθούμε, θα βοηθήσουμε. Μόνο αν βοηθήσουμε, θα σωθούμε.
Η αλλαγή συμβαίνει πρώτα ακούγοντας και μετά ξεκινώντας διάλογο με ανθρώπους που δεν πιστεύουμε πως αυτό που κάνουν είναι σωστό.
Εδώ είμαστε, το πιο έξυπνο είδος που έχει ζήσει ποτέ. TOTE πώς μπορούμε να καταστρέφουμε τον μόνο πλανήτη που έχουμε;
Κάποια μέρα θα κοιτάξουμε πίσω σε αυτή τη σκοτεινή εποχή της γεωργίας και θα κουνήσουμε τα κεφάλια μας. Πώς πιστέψαμε ότι ήταν καλή ιδέα να καλλιεργήσουμε το φαγητό μας με δηλητήρια;
Βλέπουμε τα ζώα να κάνουν πράγματα που εμείς, με την αλαζονεία μας, σκεφτόμαστε πως ήταν «απλά ανθρώπινα».
Είναι αυτές οι αναμφισβήτητες ιδιότητες ανθρώπινης αγάπης, συμπόνιας και αυτοθυσίας, που μου δίνουν ελπίδα για το μέλλον. Συχνά είμαστε πράγματι, σκληροί και κακοί. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Βασανίζουμε ο ένας τον άλλο, με λόγια και πράξεις, πολεμάμε, σκοτώνουμε. Αλλά είμαστε επίσης ικανοί για την πιο ευγενή, την πιο γενναιόδωρη και ηρωική συμπεριφορά.
Η αλλαγή που διαρκεί, είναι μια σειρά συμβιβασμών. Και ο συμβιβασμός είναι εντάξει, όσο οι αξίες μας δεν αλλάζουν.
Η πολιτισμική συσσώρευση έχει παραμορφώσει την ανθρώπινη ηθική και την πνευματική ανάπτυξη. Έχει παρεμποδίσει την ελευθερία της σκέψης, μας κρατά φυλακισμένους στους πολιτισμούς στους οποίους γεννηθήκαμε. Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα είναι σαφώς εμπόδιο στην παγκόσμια ειρήνη. Όσο εξακολουθούμε να αποδίδουμε μεγαλύτερη σημασία στην ιδιότητά μας ως μέλη μιας στενής ομάδας παρά στο «παγκόσμιο χωριό», θα προωθούμε την προκατάληψη και την άγνοια.
Αιώρα: Ένα Πανάρχαιο Ελληνικό Παιχνίδι
Όταν μικρά παιδιά κάναμε κούνια, ή ώς μεγαλύτεροι κοιμίζαμε τα παιδιά μας στην κούνια τους, κουνώντας το κρεβατάκι τους πέρα δώθε, κι ακόμα στις σύγχρονες παιδικές χαρές όταν βλέπουμε τα παιδιά να κάνουν κούνια, χαμογελάμε με συγκίνηση αφού μας έρχονται στο νού ευχάριστες αναμνήσεις. Η Κούνια ή αιώρα όπως ονομάζεται σωστότερα, είναι ταυτισμένη με την ευχάριστη παιδική ηλικία. Όμως, ποτέ δεν έχουμε σκεφτεί, και πως να το σκεφτεί κανείς εάν δεν το γνωρίζει, η Αιώρα είναι ένα πανάρχαιο Ελληνικό παιχνίδι, με βαθιές ρίζες στο συμβολισμό και τη μυθολογία, η τελετουργία του οποίου συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου και τη μαγεία.
Και ακόμη, ότι η αιώρηση, το κούνημα, έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Πολύ πίσω στην προϊστορία, όταν οι ανθρώποι δεν διέθεταν τη γνώση που διαθέτουμε σήμερα, οι ενέργειες τους καλύπτονταν πάντοτε από συμβολισμούς και δεισιδαιμονίες που σήμερα μας φαίνονται είτε αφελείς είτε παράδοξες. Και είναι λογικό να μας φαίνονται παράδοξα τα παλαιά δρώμενα, αλλά νομίζω ότι όλα όσα συνέβαιναν κάθε άλλο παρά αφελή ήταν, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι ήσαν αμεσότερα συνδεδεμένοι με το περιβάλλον και τη φύση. Αυτή η αμεσότητα αντανακλάται στο παιχνίδι της Αιώρας, το οποίο στην πρωταρχική του μορφή κάθε άλλο παρά παιχνίδι ηταν.
Ένα στοιχείο χαρακτηριστικό της πολυπλοκότητας του παιχνιδιού είναι και οι πολλές ονομασίες του που υποδεικνύουν αφενός την προέλευση του απο το μύθο και το συμβολισμό, αφετέρου τη διαχρονικότητα του. Στην αρχαιότητα το συναντάμε με τις ονομασίες αιώρα, σειρά, εύδειπνος, αλήτις, σφενδόνη, πέταυρον, αιώρα ή βραχίονος αιώρα κρεμάστρα, ενώ σήμερα το γνωρίζουμε ώς κούνια. Το παιχνίδι ώς έκ τούτου δείχνει τη μεγάλη σημασία που απηχεί ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και ιστορικά για το συγκεκριμένο χώρο, (αρχαία Ελλάδα), την επιρροή του σε άλλους λαούς (ρωμαϊκή περίοδος), τη διάσωση του στη βυζαντινή περίοδο και τη σημερινή του εμφάνιση, όπου δυστυχώς είναι αρκετά περιθωριοποιημένο, ενώ παραμένουν άγνωστες οι πτυχές της προέλευσης του.
Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δώς της μπάτσα να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει… Άς δώσουμε κι εμείς ένα ράπισμα στις σελίδες της μυθολογίας και να μεταφερθούμε στην παλιά εποχή, όταν οι λαοί από τη συχνή επικοινωνία μεταξύ τους αντάλασσαν γνώσεις, έθιμα και συνήθειες, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια. Ο μύθος που αφορά την εμφάνιση της αιώρας, στον Ελληνικό χώρο σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση της αμπελουργίας και τη λατρεία του θεού Διόνυσου, και το όλο ιστορικό είναι ένα τραγικός μύθος. Σύμφωνα με αυτόν, ο αρχαίος ήρωας του Αττικού Δήμου της Ικαρίας, ονομαζόμενος Ικάριος, φιλοξένησε κάποιο βράδυ χωρίς να το γνωρίζει το θεό Διόνυσο, ο οποίος ευχαριστημένος απο τη φιλοξενία του Ικαριου τον δίδαξε πως να καλλιεργεί αμπέλια και να φτιάχνει κρασί. Ο Ικάριος ακολουθώντας τις οδηγίες του Διόνυσου φύτεψε αμπέλια και παρασκεύασε κρασί με το οποίο μέθυσε κάποιους βοσκούς, δίνοντας ους να το πιούν σκέτο, χωρίς νερό. Τους έδωσε δηλαδή να πιούν ”Άκρατον Οίνον“, σε αντίθεση με την πάγια τακτική των Ελλήνων, που την συναντάμε στη συνέχεια, να πίνουν τον οίνο νερωμένο, δηλαδή κρασί. Οι βοσκοί, μή γνωρίζοντας περί τίνος επρόκειτο, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε, ότι τους δηλητηρίασε και πάνω στην παραζάλη του μεθυσιού τον σκότωσαν και έκρυψαν το πτώμα του.
Η κόρη του Ικάριου Ηριγόνη ή Εριγόνη άρχισε να τον αναζητά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να βρεί τα ίχνη του επί πολύ καιρό. Τον ανακάλυψε όμως, με τη βοήθεια της σκύλας της, της πιστής Μοίρας, και αφού του πρόσφερε τις τελευταίες εξυπηρετήσεις, έθαψε το πτώμα και γεμάτη θλίψη αυτοκτόνησε, κρεμασμένη από τα κλαδιά του δέντρου, κάτω από το οποίο είχε θάψει τον πατέρα της. Πεθαίνοντας καταράστηκε τις νεαρές κόρες των Αθηναίων να έχουν την ίδια μοίρα. (Απολλόδωρος, βιβλιοθήκη, Γ' 14,7) Και πράγματι μετά την αυτοκτονία της Ηριγόνης πολλές παρθένες-κόρες των Αθηνών αυτοκτόνησαν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμιά φανερή αιτία, παραφρονήσασαι η μία κατόπιν της άλλης, ”έν σειρά“, εξ' ου και η ονομασία Σειρά του παιχνιδιού. Ο μύθος υπονοεί εδώ ότι ο Διόνυσος οργισμένος από το φόνο του Ικάριου και την αυτοκτονία της Ηριγόνης, της οποίας το όνομα είναι σημαδιακό, θέλησε να τιμωρήσει τους Αθηναίους με το θάνατο των κορών τους. «…διά τοιαύτοις αιωρήσεως ώς τύπου δήθεν συμβόλου της αναρτήσεως της Ηριγόνης» (Χαρ. Ι. Βουλοδήμου, Περί του Ιδιωτικού βιβλίου των αρχαίων Ελλήνων τομ. Β, σελ. 99)
Μετά την ομαδική αυτοκτονία των παιδιών τους, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, οι Αθηναίοι αποτάθηκαν στο μαντείο των Δελφών για το τι πρέπει να κάνουν, και εκείνο τους χρησμοδότησε ότι έπρεπε να θεσπίσει εορτή πρός τιμή του Ικάριου και της Ηριγόνης, ώστε να εξιλεωθούν και να αποτρέψουν τη θανατηφόρα οργή του Διόνυσου. (Απολλόδωρος, οπ. π. Επίσης, Αθηναίος, Δειπνοσοφιστές ΙΔ' , 10) Ουσιαστικά το μαντείο υποδείκνυε στους Αθηναίους την αποδοχή της Διονυσιακής λατρείς, εξαναγκάζοντας τους στην καθιέρωση ετήσιας γιορτής. Έτσι, θεσπίσθηκε γιορτή που ονομάσθηκε Αιώρα, έκ του αιωρούμαι (= κινούμαι υπό την ρίπην του ανέμου) που γιορταζόταν κατά την περίοδο που άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια, πιθανότατα, όμως, κατά την ημέρα των χοών. Χοές ονομαζόταν η δεύτερη μέρα της λαμπρής Αθηναϊκής γιορτής των Ανθεστηρίων, που λάβαινε χώρα στις αρχές της Άνοιξης και διαρκούσε τρείς μέρες. Κάθε ημέρα είχε και την ονομασία της. Η πρώτη λεγόταν Πιθοίγια (οπότε ανοίγαν τους πύθους με το κρασί), η δεύτερη Χόες (γέμιζαν τα αγγεία χόες με κρασί και γινόταν κρασοκατάνυξη με στόλισμα των παιδιών, στα οποία επρόσφεραν δώρα) και η τρίτη Χύτροι (ήταν η μέρα που αφιερώνοταν στους νεκρούς και γίνονταν οι χύτρινοι αγώνες) (Λάμπρος Βρεττός, λεξικό τελετών αρχαίων Ελλήνων, σελ. 87 – 96) Στη διάρκεια της δεύτερης ημέρας των Χοών λάβαινε χώρα η γιορτή της Αιώρας, που ονομαζόταν και Εύδειπνος από τα πλούσια δείπνα που παρατιθόταν στη διάρκεια της. Επίσης, οι παρθένες των αθηνών κρεμούσαν στα κλαδιά των δέντρων μικρές κούκλες, αποκερί ή απο άργιλο, τις γνωστές πλαγγόνες, οι οποίες παρίσταναν τα κορίτσια που είχαν απαγχονιστεί.
Όπως σημειώνει ο Σπεράντσας, στη διάρκεια της γιορτής… ετελούντο θυσίαι και δείπνα, εξ' ου και Εύδειπνος προσωνομάσθη, και καθ' ην αι αττικαί παρθένοι ανεκινούντο είς αιώρας, προσάδουσαι ωδών της αλήτιν καλουμένων, ίσως ως εκ των περιπλανήσεων της Ηριγόνης, Αλήτις ονομάζετο και αυτή η εορτή, αγομένη κατ' έτος το θέρος, καθ' η των εποχών ήρχιζαν χρωματιζόμενοι και σταφυλά. Είς δε τα δείπνα παρεκάθωντο ιδίως πένητες, πρός σκοπόν να καθαγιασθεί η ευφορία του έτους. (Στέλιος Σπεράντσας, «αιώρα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Μ.Ε.Ε. τομ. β, σελ. 940) Οι νεαρές Αθηναίες κουνιόντουσαν στις αιώρες πάνω στα κλαδιά των δέντρων κρεμούσα τις πλαγγόνες και οι ίδιες τραγουδούσαν το τραγούδι αλήτις, τραγούδι λυπητερό, που αναφερόταν στις περιπλανήσεις της Ηριγόνης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πολυδεύκη τα λόγια του τραγουδιού είχαν γραφτεί από τον ποιητή Θεόδωρο τον Κολοφώνιο. (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, Δ, 7,55. Επίσης Αθηναίος, ΙΔ, 10) Η ονομασία του τραγουδιού προέρχεται πράγματι απο τη λέξη ”αλήτις” που σημαίνει ”η περιπλανώμενη“, εξαιτίας της Ηριγόνης που περιπλανιώνταν για να βρεί τον πατέρα της. Το τραγούδι εξιστορούσε τα βάσανα της κατά τη διάρκεια των αυτών των περιπλανήσεων και εξαιτίας του τραγουδιού η γιορτή της αιώρας είχε και την ονομασία «Αλήτιδες ημέραι».
Να σημειωθεί ότι το έθιμο της γιορτής της αιώρας απλώθηκε σ' όλη την Ελλάδα, πέρασε τα σύνορα του Ελλαδικού χώρου και ρίζωσε στα ήθη και έθιμα των περισσοτέρων λαών της χερσονήσου του Αίμου, γεγονός που έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Αυτό αποδεικνύει την ευρύτερη αποδοχή της Διονυσιακής λατρείας στο χώρο των Βαλκανίων και στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι η θράκη θεωρήθηκε ως η κατ”εξοχή χώρα όπου ρίζωσε η λατρεία του Διονύσου. Κατά την άποψη μου ο μύθος της αιώρας υποδεικνύει την αρχική δυσκολία, τη δυσπιστία των Αθηναίων να αποδεχτούν και να εντάξουν στις καθημερινές διαιτητικές τους συνήθειες ένα άγνωστο εώς τότε ποτό, τόν οίνο.Και ο μύθος κατά τον οποίο ο Ικάριος έδωσε στους βοσκούς ” άκρατο οίνο ” δηλαδή κρασί σκέτο, και αυτοί… ”γευσάμενοι του ποτού και χωρίς ύδατος δι' ηδονών αφειδώς ελκύσαντες πεφαρμάχθαι νομίσαντες απέκτεινον αυτόν“, δείχνει τις συνέπειες της οινοποσίας. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ενώ η ρίζα του μύθου είναι σαφής, η επεξήγηση του παραμένει ασαφής. Από τις διαφορετικές εκδοχές της καταγωγής της Ηριγόνης ή Εριγόνης, δηλαδή της προελέυσης του ονόματος της υπάρχουν και διαφοροποιήσεις του λατρευτικού μύθου, που κατα τον Hunziker μπορεί να είναι και υποκατάστατο παλαιοτέρων αιματηρών θυσιών. Όταν το μαντείο χρηματοδοτεί ότι ρπέπει να θεσπισθεί η γιορτή αυτή χρονικά λαβαίνει χώρα όταν αρχίζουν να ωριμάζουν τα σταφύλια.
Όπως σημειώνει ο Βρεττός, … το κρέμασμα της Ηριγόνης στο δέντρο, καθώς και οι αιώρες των παρθένων με το κούνημα τους είναι τα νέα σταφύλια που κρέμονται στα κλήματα και αιωρούνται απο το φύσημα του αέρα. Την άμεση σχέση του παιχνιδιού με τη λατρεία του Διονύσου δηλώνει μια σκηνή σ' έναν ωραίο αττικό σκύφο, που βρέθηκε το 1846 στο Τσιούζι και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βερολίνου. Ένας στεφανωμένος Σάτυρος, πιστός ακόλουθος του Διονύσου, στέκεται πίσω απο μιάν αιώρα, στην οποία κάθεται μιά νέα και της δίνει ώθηση. Ο σάτυρος που σπρώχνει την κούνια, σημαδεύει το βακχικό χαρακτήρα της γιορτής, όπως σε πολλές άλλες ανάλογες παραστάσεις. Τα κορδονάκια που είναι τυλιγμένα στο κεφάλι του, καθώς και τα φύλλα που σχηματίζουν ακτινωτό στεφάνι είναι θρησκευτικά σύμβολα, μας λέει ο Hunziker. Πάνω απο τη νέα που αιωρίζεται διαβάζουμε τη λέξη ΑΛΗ, που είναι η αρχή της λέξης ΑΛΗΤΙΣ, η οποία ταυτίζεται με την Ηριγόνη, και της οποίας το όνομα έχει τελετουργική σημασία. Ετυμολογείται απο τις λέξεις έαρ και γεννώ, που σημαίνει γεννωμένη την Άνοιξη ή η κόρη της Άνοιξης και εκπροσωπεί κατά την ερμηνεία του μύθου, την άμπελο, η δε πρός τιμήν της αγόμενη εορτή ανήκει επί την κατηγορία των Διονυσιακών και αγροτικών εορτών.
Συμβολική επίσης, είναι και η παρουσία του σκύλου ή σκύλας Μοίρα με τη βοήθεια της οποίας η Ηριγόνη βρήκε το πτώμα του πατέρα της. ”Μοίρα”… είναι αυτή που σπινθηροβολεί, που λάμπει, δηλαδή ο αστερισμός του Κυνός (σκύλου), ο αστερισμός του Σειρίου όπως λέγεται. Προηγουμένως αναφέρθηκα σε μιά ακραία άποψη του Hunziker σχετικά με τη γιορτή της αιώρας. Αυτά που σημειώνει είναι αρκετά ενδιαφέροντα: ”Όπως διαπιστώνουμε, είναι μόνο το όνομα Εριγόνη που παραμένει σταθερό. Τα υπόλοιπα στοιχεία του θρύλου ποικίλλου ή είναι αβέβαια. Εριγόνη πάει να πεί κόρη της Άνοιξης. Στοιχεία βρίσκουμε επίσης, στην Ελληνική μυθολογία για ένα γιό της Εριγόνης και του Διόνυσου, που ονομάζεται Στάφυλος”. Η Εριγόνη δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο απο την προσωποποίηση αυτή καθαυτή της άμπελου, την ώρα που φυτρώνει και η γιορτή που γινόταν προς τιμήν της κατατάσσεται στις πολυπληθείς Διονυσιακές και αγροτικές γιορτές. Η συνήθεια να κρεμούν κούνιες (αιώρες), άπ' όπου πήρε το όνομά της, αποτέλεσε το δίχως άλλο την καταγωγή του θρύλου που αναφέραμε. Όσο για την πραγματική σημασία του εθίμου, οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνώντας σε αυτό με τη θρυλική πιστεύουν ότι αναγνωρίζουν μιάν εξιλαστήρια τελετή, που αντικατέστησε τις αιματηρές θυσίες.
Είναι ο καθαρμός με τον αέρα που περιλαμβάνετε στις βακχικές λατρείες, μαζί με τον καθαρμό με το νερό και τον καθαρμό με τη φωτιά. Έχουμε ήδη παρατηρήσει πως ο θρύλος δεν προηγήθηκε από τη λατρεία, παρά πως της χρωστάει αντίθετα την καταγωγή του. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να προτείνουμε μιά διαφορετική εξήγηση. Σύμφωνα με τον αγροτικό χαρακτήρα ολόκληρης της γιορτής, η συγκεκριμένη τελετή έπρεπε να έχει σχέση με τις προσδοκίες που ο καλλιεργητής εξέφραζε με αυτή την ευκαιρία να έχει μιά καλή χρονιά με πλούσια σοδειά. Το δέντρο, κατά τις πεποιθήσεις των αρχαίων, ήταν το κυρίως σύμβολο κάθε ευφορίας και γενικά της πηγής της ζωής. Είναι λοιπόν πιθανόν πως οι Ελληνικές αιώρες, όπως επίσης, αναφέρεται και για την oscilla των Ρωμαίων, συνδεόταν με αυτή την πίστη, που τους απέδιδε γονιμοποιητική ικανότητα. Ένα γεγονός που ενισχύει αυτή την παρατήρηση είναι ότι η γιορτή τελείωνε με ένα πλούσιο γεύμα που διανεμόταν κυρίως στους φτωχούς και ονομαζόταν Εύδειπνο. Μιά ανάλογη γιορτή γινόταν στους Δελφούς και ονομαζόταν Χαρίλα.Το παιχνίδι αιώρα κατασκευάζεται με μονό ή πολλαπλό σχοινί που το κρεμάμε από γερό κλαδί δέντρου ή κάποια οριζόντια δοκό, είτε απο το ύπερθυρο της πόρτας είτε απο αλλού, όπου είναι δυνατό, δίνοντας του το σχήμα ενός U. Αυτός ή αυτή που αιωρείται κρατά με τα χέρια του τα δύο κάθετα σχοινιά και με σχετικές ωθήσεις των ποδιών και του σώματος του επιτυγχάνει να το κάνει να διαγράψει ημικυκλική τροχιά. Άν το παιχνίδι παίζεται από δυό ή τρία παιδιά, το ένα αιωρείται, ενώ τα άλλα του δίνουν τις σχετικές ωθήσεις από την πίσω πλευρά. Η ταχύτητα και το μέγεθος της τροχιάς της αιώρας πρέπει να ελέγχεται αφού είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε οδυνηρό ατύχημα. Συνήθως, στο σημείο όπου κάθεται το παιδί τοποθετείται γύρω-γύρω από το σχοινί ένα παχύ ύφασμα ώς πρόχειρη μορφή καθίσματος. Αιώρα Πέταυρον Στην παραλλαγή της αιώρας που γνωρίζουμε ώς Πέταυρον, την πρόχειρη μορφή καθίσματος έχει αντικαταστήσει μιά σανίδα λεπτή και μακριά, κατάλληλη και γερά προσαρμοσμένη πάνω στα σχοινιά.
Η σανίδα αυτή ονομαζόταν πέταυρον εξ ου και η ονομασία αυτή της αιώρας. Αυτή η μορφή αιώρας κάνει το παιχνίδι πολύ ποιό ευχάριστο, αλλά του δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ώς γυμναστικό όργανο. ”Ώς γυμνατικόν όργανον η αιώρα αποτελείται εξ' ορθογωνίου τετραπλεύρου σανίδος, μήκους 30-40 εκ. και πάχους 3εκ., ήτις κρέμαται οριζοντίως ύπερθεν του εδάφους είς ύψος 4-60 εκ., δια τεσσάρων σχοινιών, προσδεδεμένων επιμελώς είς εκάστην γωνίαν της σανίδος ανά δύο τα τέσσαρα τούτα σχοινία ενούνται μικρόν ανωτέρω και συγκροτούν δύο μόνον παράλληλα σχοινία, εξαρτώμενα δια κρίκων απο της εγκάρσιας γέφυρας του Γυμναστηρίου, εξ' ης εξαρτώνται και άλλα όργανα, το τραπέζιον, οι κρίκοι, αί κλίμακες κ.λπ. Επί του οργάνου τούτου, καθ' ον χρόνον αιωρείται ελαφρώς, ανέρχεται ο μέλλων να γυμνασθεί και κρατών τα σχοινία, δια καταλλήλων κινήσεων των ποδών και των χειρών αυξάνει το πλάτος της αιωρήσεως, εκτελών άμα διαφόρους ασκήσεις ισορροπίας κ.λπ.”. Όπως γνωρίζουμε από αρχαία κείμενα, το παιχνίδι του αιωρισμού ώς άσκηση το συνιστούσαν αρκετοί ιατροί, όπως π.χ. ο Αντίλλος, σημειόνωντας ότι έπρεπε να παίζεται προσεκτικά.Αυτό το απλό σανίδι της αιώρας, το πέταυρον, με την πάροδο του χρόνου έγινε πιό σύνθετο. Μετατράπηκε σε σκίμποδο (σκαμνάκι) το οποίο έφερε καλλιτεχνικές διακοσμήσεις, όπως γίνεται φανερό από διάφορες αναπαραστάσεις σε αγγεία, σήμερα στο μουσείο του Λούβρου ή στο μουσείο του Βερολίνου.
Στην πιό εξεζητημένη του μορφή μπροστά στο σκίμποδο υπήρχε μικρό υποπόδιο, που χρησίμευε στο να ανεβαίνουν ευκολότερα οι γυναίκες κυρίως πάνω στη σανίδα (πέταυρον) ή στο σκίμποδο. Από την Ελλάδα το παιχνίδι έγινε άμεσα αποδεκτό από τους Ρωμαίους, κυρίως τις Ρωμαίες που το αγάπησαν ιδιαίτερα και το αποκαλούσαν ”Oscillatio“. ”Οι Λατίνοι κατά τας εορτάς του τρυγητού, τας αγαμένας πρός τιμήν του Βάκχου, ηωρούντο επί σχοινίων αναρτηθέντων από πεύκων. Αι ρωμαίοι δέσποιναι πολύ ηρέσκοντο είς την αιώρησιν, ως σημειοί και ο Mercuriali εν τω συγγράματι του ”De arte gymnastica“, εν ω παραθέτει και εικόνα δεσποίνης καθήμενης επί αιώρας και ανακινουμένης υπό δύο θεραπαίνιδων“. Παρά τη μεγάλη διάδοση της αιώρας με σανίδι (πέταυρον), πολλοί θεωρούν το σανίδι αυτό μόνο ώς βοήθημα των ακροβατών και όχι ως παιχνίδι. Πάντως, ο Ιουβενάλης σημειώνει ότι ήταν παιχνίδι ειδικά των γυναικών. Στη σύγχρονη εποχή κάποιοι συγγραφείς ταυτίζουν το πέταυρον με τη σημερινή τραμπάλα κάτι που είναι λάθος, αφού το παιχνίδι αυτό (ή τραμπάλα) αντιστοιχεί σε μιά άλλη μορφή αιωρισμού εντελώς διαφορετικού από την αιώρα, της οποίας δε γνωρίζουμε κάποια ιδιαίτερη ονομασία.
Διαθέτουμε πάντως αναπαράσταση του παιχνιδιού αυτού που είναι ακριβώς ίδιο με την σημερινή τραμπάλη. Πάνω σε μια σταθερή βάση τοποθετούσαν μιά δοκό, στην άκρη της οποίας καθόντουσαν ή στεκόντουσαν δύο άτομα, που ανέβαιναν ή κατέβαιναν αλληλοδιαδόχως. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι ισορροπίας ιδιαίτερα διασκεδαστικό, όπως συμβαίνει και σήμερα, το οποίο αρκετοί ταυτίζουν με μιά μορφή αιωρισμού γνωστή ώς αιώρα ή βραχιόνιος. Αιώρα Ή Βραχιόνιος Το παιχνίδι που γνωρίζουμε ώς αιώρα ή βραχιόνιο είναι παιχνίδι αιωρισμού διαφορετικό από την αιώρα, αφού δεν χρησιμοποιεί καθόλου σχοινιά, συσχετιζόμενο, όμως, με αυτή αφού χρησιμοποιεί μιά μεγάλη σανίδα που οι αρχαίοι ονόμαζαν πέταυρον. Παράλληλα, η αιώρα ή βραχίονας είναι γυμναστικό όργανο. Το παιχνίδι γνώρισε μεγάλη διάδοση τόσο στον Ελληνικό κόσμο όσο και στο Ρωμαϊκό, το βρίσκουμε στο βυζάντιο με την ίδια ονομασία, και διασώζεται ως σήμερα με τη γνωστή ονομασία τραμπάλα. Η αρχαία μορφή του παιχνιδιού είχε ώς εξής. Βαθιά στο χώμα φυτευόταν ένας παχύς ξύλινος στύλος, περίπου 3 μέτρα.
Στο χώμα φυτευότα εώς 1 μέτρο και στερεωνόταν στη βάση του πολύ καλά. Στην κορυφή του στύλου τοποθετείτο, μεταλλική συνήθως καλύπτρα που στο κέντρο της είχε έναν κατακόρυφο άξονα, αρκετά παχύ σε διάμετρο (συνήθως λίγο μικρότερο από τη διάμετρο του στύλου). Πάνω στην καλύπτρα τοποθετείτο οριζόντια μιά ξύλινη δοκός, που στο κέντρο της είχε οπή, η οποία αντιστοιχούσε στη διάμετρο του άξονα της καλύπτρας. Υποθέτω ότι και αυτή η οπή πρέπει να είχε μεταλλική επένδυση, ώστε να ελλατώνονται οι φθορές απο την τριβή. Η οριζόντια δοκός είχε μήκος 3 μ. περίπου και μπορούσε να ταλαντεύεται ελεύθερα πάνω στον άξονα του στύλου, ενώ στα δυό της άκρα έφερε λαβές. Απο τις λαβές αυτές αιωρούντο οι δύο παίκτες, παίζοντας και γυμναζόμενοι ταυτόχρονα δίνοντας ωθήσεις με τα πόδια τους, ενώ εναλλάξ, ο ένας κατέβαινε λυγίζοντας τα γόνατα του ή ανέβαινε ωθούμενος από λάκτισμα στο έδαφος «Επί του οργάνου τούτου εκτελούνται διάφοροι ασκήσεις των ποδών, των χειρών και της οσφύως εν τω κενώ αλλ η κάθοδος δέον να γίνηται μετά μεγάλης προσοχής, μηδέποτε του ετέρου των γυμναζομένων αφήνοντος των λαβών, εν ω ο ετέρος αιωρείται ακόμη».
Το παιχνίδι, όμως, σε διαφορετική μορφή παιζόταν όπως και σήμερα, γεγονός που επιβεβαιώνεται απο παράσταση ερυθρόμορφης αττικής υδρίας από την Απουλία του 440-420 π.χ. επονομαζόμενης ως υδρίας του ”ζωγράφου του νάνου“. Εμφανίζει δύο νέες κοπέλες να τραμπαλίζονται όρθιες στα άκρα της τραμπάλας, ενώ στο κέντρο ένας ιπτάμενος ερωτιδέας τις παρακολουθεί. Προφανώς οι δύο παραλλαγές της τραμπάλας παιζόντουσαν ταυτόχρονα, η μιά ώς παιδικό παχνίδι σε ελεύθερες συγκεντρώσεις παιδιών, κυρίως κοριτσιών όμως, δεδομένου ότι όλες οι απεικονίσει αιωρισμού αναπαριστούν κοπέλλες που αιωρίζονται, ενώ η αρχική τραμπάλα, ώς γυμναστικό κυρίως όργανο, θα υπήρχε σε συγκεκριμένους χώρους π.χ. Γυμναστήρια. Μάλλον οι Ρωμαίοι έπαιζαν και τις δυό μορφές του παιχνιδιού, γεγονός που υποθέτουμε αλλά δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε. Το ίδιο ισχυεί και για τη βυζαντινή περίοδο, για την οποία δε διαθέτουμε το παραμικρό στοιχείο, εκτός των ελαχίστων που σημειώνει ο Φ. Κουκουλές: «Άλλη παιδία των παιδαρίων ήταν και η κρεμάστρα αιώρα, η νύν κούνια, ώς κατά τον Ε” αιώνα αναφέρει ο Νείλος ο ασκητής» .Διαπιστώνουμε ότι ο Κουκούλες στο απόσπασμα αυτό αναφέρεται στην παρουσία του παιχνιδιού αιώρα στο βυζάντιο. Δεν παρέχονται στοιχεία για τις παραλλαγές του, πέταυρον και αιώρα βραχιόνιος, που σήμερα γνωρίζουμε με αρκετές ονομασίες, όπως τράμπα, τραμπάλλα, νταναζελαβίτσα κ.λπ, ενώ ο Λουκόπουλος το ονομάζει δραμπάλα, παραθέτοντας και ωραία περιγραφή του: ”το παίζουν δυό παιδιά σε ανοιχτό μέρος, όπου φτιάχνουν τη δραμπάλα”. Είναι σαφής, λοιπόν, ο διαχρονικός χαρακτήρας του παιχνιδιού αιώρα που η σύγχρονη παρουσία του δηλώνει σαφέστατα ότι στο χρόνο και το χώρο έν προκειμένω, η παράδοση που ξεκίνησε από τη Μινωϊκή Κρήτη γύρω στο 1.700 π.χ. διατηρείται ακόμα η ίδια. Αυτό σημαίνει ότι το παιχνίδι παίζεται από τον ίδιο λαό και με τους ίδιους τρόπους και ας λένε οι διάφοροι Φαλμεράγερ ότι ο Ελληνικός λαός έσβησε από το χάρτη, ότι οι Σλάβοι πλημμύρισαν την Ελλάδα και μας εξαφάνισαν και άλλα παρόμοια, τα οποία με μεγάλη προθυμία ενστερνίζονται διάφορα ανθελληνικά κέντρα.
Φαίνεται, όμως ότι ο αιωρισμός είναι πανάρχαιο παγκόσμιο φαινόμενο και δε θα ήθελα να κλείσω το άρθρο χωρίς να παρουσιάσω τις τόσο σημαντικές απόψεις που διατυπώνονται γι' αυτό από τον Σ. Σπετάντσα: ”την συνήθειαν της αιωρήσεως ευρίσκομεν και παρά τοις αρχαίοις Ινδοίς. Οι Ινδοί κατά την εορτήν Ντολαγιάτρα, την οποίαν ήγον κατά τα μέσα Μαρτίου προς τιμήν του Κρίσνα-Βισνού, εκινούντο και αυτοί εις αιώρες και το άγαλμα του θεού εκίνουν τρις της ημέρας (πρωίαν, μεσημβρίαν και εσπέραν), Επίσης, κατά την εορτήν της Μαχαμπαράτας, η οποία ήγετο κατά τας θερινάς τροπάς, ανήρχετο επί αιώρας ο ιερεύς και απο ταύτη απήγγελε σχετικόν θρησκευτικόν άσμα. Σήμερον το έθιμον της αιώρας ευρίσκεται εν χρήση περί πλήστοις λαοίς και διά λόγους θρησκευτικούς και διά λόγους παιδιάς. Παρά τω Ελληνικώ λαώ είθισται κατά τας ημέρας του Πάσχα ή του Αγίου Γεωργίου, ενιαχού δε και κατά τας Απόκρεω, να αναρτώσιν από των δέντρων ή απο των δοκών των οικιών σχοινίνας αιώρας, απο των οποίων αιωρούνται παιδία και κοράσια άδοντα συγχρόνως διάφορα άσματα. Παρά Βουλγάροις, κατά τας αυτάς εορτάς νέοι, γέροντες και παιδία λικνίζονται είς τας αιώρας και άδουν ιδιαίτερον άσμα, αφηγούμενον την αρπαγήν της Γκροστάνγκας υπό του ηλίου. Επίσης, κατά τας ημέρας του πάσχα οι Λιθουανοί στήνουν αιώρας, πιστεύοντες ότι ούτω προάγεται η βλάστησις, κατά δε τας θερινάς τροπάς άδουν άσμα σχετιζόμενον πρός την αιώραν. Παρά τοις Εσθονοίς το έθιμον τελείται κατά τας θερινάς τροπάς, παρά δε τοις Ρώσοις κατά τας εορτάς του Πάσχα και του Αγίου Γεωργίου.
Οι σημερινοί Ινδοί πιστεύουν ότι στήνοντες αιώρας προάγουν την ευδοκίμησιν της ορύζης ή εμποδίζουν την σήψιν των συγκομισθέντων καρπών ή εξασφαλίζουν πλουσίαν αλιείαν. Εν Βόρνεο οι μάγοι αναρτώσιν αιώρας προ του οίκου του ασθενούς και κινούντες αυταί πιστεύουσιν ότι εκδιώκουσιν ούτη τη νόσον. Όσον αφορά την αρχή του εθίμου τούτου, το οποίο έχει τόσον ευρείαν διάδοσιν, επικρατεί ασυμφωνία μεταξύ των ερμηνευτών. Τινές παραδέχονται ότι παρ' αρχαίοις το έθιμο της αιώρας αποτελεί εξαγνιστικήν τελετήν, η οποία αντικατέστησεν αιματηράς θυσίας, ίσως δε και ανθρωποθυσίας. Είς την αιώρησιν διαβλέπουν πράξιν εξαγνισμού δια του αέρος. Κατ' άλλους η τελετή αυτή, αγροτικού χαρακτήρος ούσα, συνδέεται προς τας ελπίδας και την επιθυμίαν του καλλιεργητού, όπως η γόνιμον το έτος, και άφθονος η συγκομιδή. Το δέντρον, κατά την πίστιν των Αρχαίων, είναι το κυριώτερον σύμβολον πάσης γονιμότητος και η πηγή της ζωής καθόλου. Κατά τρίτην τέλος εκδοχήν το έθιμον είναι ηλιακής προελεύσεως (ο ήλιος εν τη Ριγβέδα καλείται μεταφορικώς αιώρ) και αποτελεί μαγικήν απομίμησιν της αιωρήσεως του ηλίου, σκοπούσε την υποβοήθησιν αυτού προς συμπλήρωσιν της ανόδου του, εξ ου εξαρτάται και η προαγωγή της βλαστήσεως. Πάσαι αι γνώμαι αυταί είναι εξ ίσου πιθαναί και ισοσθενείς. Ώς βέβαιον δύναται να θεωρηθεί μόνον ότι το έθιμον εγεννήθη εν μέσω των ινδοευρωπαϊκών λαών και σχετίζεται προς την ενιαύσιον λατρείαν“ .Ένα απλό παιχνίδι, που κάθε άλλο παρά απλό και παιχνίδι είναι. Απο τα βάθη της προϊστορίας συνεχίζουν να μας δραστηροποιούν κυτταρικές μνήμες, απόηχοι γεγονότων που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, ενταφιασμένες στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων. Και κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί και με ένα άλλο πολύ-πολύ σημαντικό παιχνίδι, την κούκλα που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν πλαγγών.
Και ακόμη, ότι η αιώρηση, το κούνημα, έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Πολύ πίσω στην προϊστορία, όταν οι ανθρώποι δεν διέθεταν τη γνώση που διαθέτουμε σήμερα, οι ενέργειες τους καλύπτονταν πάντοτε από συμβολισμούς και δεισιδαιμονίες που σήμερα μας φαίνονται είτε αφελείς είτε παράδοξες. Και είναι λογικό να μας φαίνονται παράδοξα τα παλαιά δρώμενα, αλλά νομίζω ότι όλα όσα συνέβαιναν κάθε άλλο παρά αφελή ήταν, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι ήσαν αμεσότερα συνδεδεμένοι με το περιβάλλον και τη φύση. Αυτή η αμεσότητα αντανακλάται στο παιχνίδι της Αιώρας, το οποίο στην πρωταρχική του μορφή κάθε άλλο παρά παιχνίδι ηταν.
Ένα στοιχείο χαρακτηριστικό της πολυπλοκότητας του παιχνιδιού είναι και οι πολλές ονομασίες του που υποδεικνύουν αφενός την προέλευση του απο το μύθο και το συμβολισμό, αφετέρου τη διαχρονικότητα του. Στην αρχαιότητα το συναντάμε με τις ονομασίες αιώρα, σειρά, εύδειπνος, αλήτις, σφενδόνη, πέταυρον, αιώρα ή βραχίονος αιώρα κρεμάστρα, ενώ σήμερα το γνωρίζουμε ώς κούνια. Το παιχνίδι ώς έκ τούτου δείχνει τη μεγάλη σημασία που απηχεί ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και ιστορικά για το συγκεκριμένο χώρο, (αρχαία Ελλάδα), την επιρροή του σε άλλους λαούς (ρωμαϊκή περίοδος), τη διάσωση του στη βυζαντινή περίοδο και τη σημερινή του εμφάνιση, όπου δυστυχώς είναι αρκετά περιθωριοποιημένο, ενώ παραμένουν άγνωστες οι πτυχές της προέλευσης του.
Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δώς της μπάτσα να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει… Άς δώσουμε κι εμείς ένα ράπισμα στις σελίδες της μυθολογίας και να μεταφερθούμε στην παλιά εποχή, όταν οι λαοί από τη συχνή επικοινωνία μεταξύ τους αντάλασσαν γνώσεις, έθιμα και συνήθειες, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια. Ο μύθος που αφορά την εμφάνιση της αιώρας, στον Ελληνικό χώρο σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση της αμπελουργίας και τη λατρεία του θεού Διόνυσου, και το όλο ιστορικό είναι ένα τραγικός μύθος. Σύμφωνα με αυτόν, ο αρχαίος ήρωας του Αττικού Δήμου της Ικαρίας, ονομαζόμενος Ικάριος, φιλοξένησε κάποιο βράδυ χωρίς να το γνωρίζει το θεό Διόνυσο, ο οποίος ευχαριστημένος απο τη φιλοξενία του Ικαριου τον δίδαξε πως να καλλιεργεί αμπέλια και να φτιάχνει κρασί. Ο Ικάριος ακολουθώντας τις οδηγίες του Διόνυσου φύτεψε αμπέλια και παρασκεύασε κρασί με το οποίο μέθυσε κάποιους βοσκούς, δίνοντας ους να το πιούν σκέτο, χωρίς νερό. Τους έδωσε δηλαδή να πιούν ”Άκρατον Οίνον“, σε αντίθεση με την πάγια τακτική των Ελλήνων, που την συναντάμε στη συνέχεια, να πίνουν τον οίνο νερωμένο, δηλαδή κρασί. Οι βοσκοί, μή γνωρίζοντας περί τίνος επρόκειτο, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε, ότι τους δηλητηρίασε και πάνω στην παραζάλη του μεθυσιού τον σκότωσαν και έκρυψαν το πτώμα του.
Η κόρη του Ικάριου Ηριγόνη ή Εριγόνη άρχισε να τον αναζητά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να βρεί τα ίχνη του επί πολύ καιρό. Τον ανακάλυψε όμως, με τη βοήθεια της σκύλας της, της πιστής Μοίρας, και αφού του πρόσφερε τις τελευταίες εξυπηρετήσεις, έθαψε το πτώμα και γεμάτη θλίψη αυτοκτόνησε, κρεμασμένη από τα κλαδιά του δέντρου, κάτω από το οποίο είχε θάψει τον πατέρα της. Πεθαίνοντας καταράστηκε τις νεαρές κόρες των Αθηναίων να έχουν την ίδια μοίρα. (Απολλόδωρος, βιβλιοθήκη, Γ' 14,7) Και πράγματι μετά την αυτοκτονία της Ηριγόνης πολλές παρθένες-κόρες των Αθηνών αυτοκτόνησαν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμιά φανερή αιτία, παραφρονήσασαι η μία κατόπιν της άλλης, ”έν σειρά“, εξ' ου και η ονομασία Σειρά του παιχνιδιού. Ο μύθος υπονοεί εδώ ότι ο Διόνυσος οργισμένος από το φόνο του Ικάριου και την αυτοκτονία της Ηριγόνης, της οποίας το όνομα είναι σημαδιακό, θέλησε να τιμωρήσει τους Αθηναίους με το θάνατο των κορών τους. «…διά τοιαύτοις αιωρήσεως ώς τύπου δήθεν συμβόλου της αναρτήσεως της Ηριγόνης» (Χαρ. Ι. Βουλοδήμου, Περί του Ιδιωτικού βιβλίου των αρχαίων Ελλήνων τομ. Β, σελ. 99)
Μετά την ομαδική αυτοκτονία των παιδιών τους, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, οι Αθηναίοι αποτάθηκαν στο μαντείο των Δελφών για το τι πρέπει να κάνουν, και εκείνο τους χρησμοδότησε ότι έπρεπε να θεσπίσει εορτή πρός τιμή του Ικάριου και της Ηριγόνης, ώστε να εξιλεωθούν και να αποτρέψουν τη θανατηφόρα οργή του Διόνυσου. (Απολλόδωρος, οπ. π. Επίσης, Αθηναίος, Δειπνοσοφιστές ΙΔ' , 10) Ουσιαστικά το μαντείο υποδείκνυε στους Αθηναίους την αποδοχή της Διονυσιακής λατρείς, εξαναγκάζοντας τους στην καθιέρωση ετήσιας γιορτής. Έτσι, θεσπίσθηκε γιορτή που ονομάσθηκε Αιώρα, έκ του αιωρούμαι (= κινούμαι υπό την ρίπην του ανέμου) που γιορταζόταν κατά την περίοδο που άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια, πιθανότατα, όμως, κατά την ημέρα των χοών. Χοές ονομαζόταν η δεύτερη μέρα της λαμπρής Αθηναϊκής γιορτής των Ανθεστηρίων, που λάβαινε χώρα στις αρχές της Άνοιξης και διαρκούσε τρείς μέρες. Κάθε ημέρα είχε και την ονομασία της. Η πρώτη λεγόταν Πιθοίγια (οπότε ανοίγαν τους πύθους με το κρασί), η δεύτερη Χόες (γέμιζαν τα αγγεία χόες με κρασί και γινόταν κρασοκατάνυξη με στόλισμα των παιδιών, στα οποία επρόσφεραν δώρα) και η τρίτη Χύτροι (ήταν η μέρα που αφιερώνοταν στους νεκρούς και γίνονταν οι χύτρινοι αγώνες) (Λάμπρος Βρεττός, λεξικό τελετών αρχαίων Ελλήνων, σελ. 87 – 96) Στη διάρκεια της δεύτερης ημέρας των Χοών λάβαινε χώρα η γιορτή της Αιώρας, που ονομαζόταν και Εύδειπνος από τα πλούσια δείπνα που παρατιθόταν στη διάρκεια της. Επίσης, οι παρθένες των αθηνών κρεμούσαν στα κλαδιά των δέντρων μικρές κούκλες, αποκερί ή απο άργιλο, τις γνωστές πλαγγόνες, οι οποίες παρίσταναν τα κορίτσια που είχαν απαγχονιστεί.
Όπως σημειώνει ο Σπεράντσας, στη διάρκεια της γιορτής… ετελούντο θυσίαι και δείπνα, εξ' ου και Εύδειπνος προσωνομάσθη, και καθ' ην αι αττικαί παρθένοι ανεκινούντο είς αιώρας, προσάδουσαι ωδών της αλήτιν καλουμένων, ίσως ως εκ των περιπλανήσεων της Ηριγόνης, Αλήτις ονομάζετο και αυτή η εορτή, αγομένη κατ' έτος το θέρος, καθ' η των εποχών ήρχιζαν χρωματιζόμενοι και σταφυλά. Είς δε τα δείπνα παρεκάθωντο ιδίως πένητες, πρός σκοπόν να καθαγιασθεί η ευφορία του έτους. (Στέλιος Σπεράντσας, «αιώρα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Μ.Ε.Ε. τομ. β, σελ. 940) Οι νεαρές Αθηναίες κουνιόντουσαν στις αιώρες πάνω στα κλαδιά των δέντρων κρεμούσα τις πλαγγόνες και οι ίδιες τραγουδούσαν το τραγούδι αλήτις, τραγούδι λυπητερό, που αναφερόταν στις περιπλανήσεις της Ηριγόνης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πολυδεύκη τα λόγια του τραγουδιού είχαν γραφτεί από τον ποιητή Θεόδωρο τον Κολοφώνιο. (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, Δ, 7,55. Επίσης Αθηναίος, ΙΔ, 10) Η ονομασία του τραγουδιού προέρχεται πράγματι απο τη λέξη ”αλήτις” που σημαίνει ”η περιπλανώμενη“, εξαιτίας της Ηριγόνης που περιπλανιώνταν για να βρεί τον πατέρα της. Το τραγούδι εξιστορούσε τα βάσανα της κατά τη διάρκεια των αυτών των περιπλανήσεων και εξαιτίας του τραγουδιού η γιορτή της αιώρας είχε και την ονομασία «Αλήτιδες ημέραι».
Να σημειωθεί ότι το έθιμο της γιορτής της αιώρας απλώθηκε σ' όλη την Ελλάδα, πέρασε τα σύνορα του Ελλαδικού χώρου και ρίζωσε στα ήθη και έθιμα των περισσοτέρων λαών της χερσονήσου του Αίμου, γεγονός που έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Αυτό αποδεικνύει την ευρύτερη αποδοχή της Διονυσιακής λατρείας στο χώρο των Βαλκανίων και στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι η θράκη θεωρήθηκε ως η κατ”εξοχή χώρα όπου ρίζωσε η λατρεία του Διονύσου. Κατά την άποψη μου ο μύθος της αιώρας υποδεικνύει την αρχική δυσκολία, τη δυσπιστία των Αθηναίων να αποδεχτούν και να εντάξουν στις καθημερινές διαιτητικές τους συνήθειες ένα άγνωστο εώς τότε ποτό, τόν οίνο.Και ο μύθος κατά τον οποίο ο Ικάριος έδωσε στους βοσκούς ” άκρατο οίνο ” δηλαδή κρασί σκέτο, και αυτοί… ”γευσάμενοι του ποτού και χωρίς ύδατος δι' ηδονών αφειδώς ελκύσαντες πεφαρμάχθαι νομίσαντες απέκτεινον αυτόν“, δείχνει τις συνέπειες της οινοποσίας. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ενώ η ρίζα του μύθου είναι σαφής, η επεξήγηση του παραμένει ασαφής. Από τις διαφορετικές εκδοχές της καταγωγής της Ηριγόνης ή Εριγόνης, δηλαδή της προελέυσης του ονόματος της υπάρχουν και διαφοροποιήσεις του λατρευτικού μύθου, που κατα τον Hunziker μπορεί να είναι και υποκατάστατο παλαιοτέρων αιματηρών θυσιών. Όταν το μαντείο χρηματοδοτεί ότι ρπέπει να θεσπισθεί η γιορτή αυτή χρονικά λαβαίνει χώρα όταν αρχίζουν να ωριμάζουν τα σταφύλια.
Όπως σημειώνει ο Βρεττός, … το κρέμασμα της Ηριγόνης στο δέντρο, καθώς και οι αιώρες των παρθένων με το κούνημα τους είναι τα νέα σταφύλια που κρέμονται στα κλήματα και αιωρούνται απο το φύσημα του αέρα. Την άμεση σχέση του παιχνιδιού με τη λατρεία του Διονύσου δηλώνει μια σκηνή σ' έναν ωραίο αττικό σκύφο, που βρέθηκε το 1846 στο Τσιούζι και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βερολίνου. Ένας στεφανωμένος Σάτυρος, πιστός ακόλουθος του Διονύσου, στέκεται πίσω απο μιάν αιώρα, στην οποία κάθεται μιά νέα και της δίνει ώθηση. Ο σάτυρος που σπρώχνει την κούνια, σημαδεύει το βακχικό χαρακτήρα της γιορτής, όπως σε πολλές άλλες ανάλογες παραστάσεις. Τα κορδονάκια που είναι τυλιγμένα στο κεφάλι του, καθώς και τα φύλλα που σχηματίζουν ακτινωτό στεφάνι είναι θρησκευτικά σύμβολα, μας λέει ο Hunziker. Πάνω απο τη νέα που αιωρίζεται διαβάζουμε τη λέξη ΑΛΗ, που είναι η αρχή της λέξης ΑΛΗΤΙΣ, η οποία ταυτίζεται με την Ηριγόνη, και της οποίας το όνομα έχει τελετουργική σημασία. Ετυμολογείται απο τις λέξεις έαρ και γεννώ, που σημαίνει γεννωμένη την Άνοιξη ή η κόρη της Άνοιξης και εκπροσωπεί κατά την ερμηνεία του μύθου, την άμπελο, η δε πρός τιμήν της αγόμενη εορτή ανήκει επί την κατηγορία των Διονυσιακών και αγροτικών εορτών.
Συμβολική επίσης, είναι και η παρουσία του σκύλου ή σκύλας Μοίρα με τη βοήθεια της οποίας η Ηριγόνη βρήκε το πτώμα του πατέρα της. ”Μοίρα”… είναι αυτή που σπινθηροβολεί, που λάμπει, δηλαδή ο αστερισμός του Κυνός (σκύλου), ο αστερισμός του Σειρίου όπως λέγεται. Προηγουμένως αναφέρθηκα σε μιά ακραία άποψη του Hunziker σχετικά με τη γιορτή της αιώρας. Αυτά που σημειώνει είναι αρκετά ενδιαφέροντα: ”Όπως διαπιστώνουμε, είναι μόνο το όνομα Εριγόνη που παραμένει σταθερό. Τα υπόλοιπα στοιχεία του θρύλου ποικίλλου ή είναι αβέβαια. Εριγόνη πάει να πεί κόρη της Άνοιξης. Στοιχεία βρίσκουμε επίσης, στην Ελληνική μυθολογία για ένα γιό της Εριγόνης και του Διόνυσου, που ονομάζεται Στάφυλος”. Η Εριγόνη δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο απο την προσωποποίηση αυτή καθαυτή της άμπελου, την ώρα που φυτρώνει και η γιορτή που γινόταν προς τιμήν της κατατάσσεται στις πολυπληθείς Διονυσιακές και αγροτικές γιορτές. Η συνήθεια να κρεμούν κούνιες (αιώρες), άπ' όπου πήρε το όνομά της, αποτέλεσε το δίχως άλλο την καταγωγή του θρύλου που αναφέραμε. Όσο για την πραγματική σημασία του εθίμου, οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνώντας σε αυτό με τη θρυλική πιστεύουν ότι αναγνωρίζουν μιάν εξιλαστήρια τελετή, που αντικατέστησε τις αιματηρές θυσίες.
Είναι ο καθαρμός με τον αέρα που περιλαμβάνετε στις βακχικές λατρείες, μαζί με τον καθαρμό με το νερό και τον καθαρμό με τη φωτιά. Έχουμε ήδη παρατηρήσει πως ο θρύλος δεν προηγήθηκε από τη λατρεία, παρά πως της χρωστάει αντίθετα την καταγωγή του. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να προτείνουμε μιά διαφορετική εξήγηση. Σύμφωνα με τον αγροτικό χαρακτήρα ολόκληρης της γιορτής, η συγκεκριμένη τελετή έπρεπε να έχει σχέση με τις προσδοκίες που ο καλλιεργητής εξέφραζε με αυτή την ευκαιρία να έχει μιά καλή χρονιά με πλούσια σοδειά. Το δέντρο, κατά τις πεποιθήσεις των αρχαίων, ήταν το κυρίως σύμβολο κάθε ευφορίας και γενικά της πηγής της ζωής. Είναι λοιπόν πιθανόν πως οι Ελληνικές αιώρες, όπως επίσης, αναφέρεται και για την oscilla των Ρωμαίων, συνδεόταν με αυτή την πίστη, που τους απέδιδε γονιμοποιητική ικανότητα. Ένα γεγονός που ενισχύει αυτή την παρατήρηση είναι ότι η γιορτή τελείωνε με ένα πλούσιο γεύμα που διανεμόταν κυρίως στους φτωχούς και ονομαζόταν Εύδειπνο. Μιά ανάλογη γιορτή γινόταν στους Δελφούς και ονομαζόταν Χαρίλα.Το παιχνίδι αιώρα κατασκευάζεται με μονό ή πολλαπλό σχοινί που το κρεμάμε από γερό κλαδί δέντρου ή κάποια οριζόντια δοκό, είτε απο το ύπερθυρο της πόρτας είτε απο αλλού, όπου είναι δυνατό, δίνοντας του το σχήμα ενός U. Αυτός ή αυτή που αιωρείται κρατά με τα χέρια του τα δύο κάθετα σχοινιά και με σχετικές ωθήσεις των ποδιών και του σώματος του επιτυγχάνει να το κάνει να διαγράψει ημικυκλική τροχιά. Άν το παιχνίδι παίζεται από δυό ή τρία παιδιά, το ένα αιωρείται, ενώ τα άλλα του δίνουν τις σχετικές ωθήσεις από την πίσω πλευρά. Η ταχύτητα και το μέγεθος της τροχιάς της αιώρας πρέπει να ελέγχεται αφού είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε οδυνηρό ατύχημα. Συνήθως, στο σημείο όπου κάθεται το παιδί τοποθετείται γύρω-γύρω από το σχοινί ένα παχύ ύφασμα ώς πρόχειρη μορφή καθίσματος. Αιώρα Πέταυρον Στην παραλλαγή της αιώρας που γνωρίζουμε ώς Πέταυρον, την πρόχειρη μορφή καθίσματος έχει αντικαταστήσει μιά σανίδα λεπτή και μακριά, κατάλληλη και γερά προσαρμοσμένη πάνω στα σχοινιά.
Η σανίδα αυτή ονομαζόταν πέταυρον εξ ου και η ονομασία αυτή της αιώρας. Αυτή η μορφή αιώρας κάνει το παιχνίδι πολύ ποιό ευχάριστο, αλλά του δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ώς γυμναστικό όργανο. ”Ώς γυμνατικόν όργανον η αιώρα αποτελείται εξ' ορθογωνίου τετραπλεύρου σανίδος, μήκους 30-40 εκ. και πάχους 3εκ., ήτις κρέμαται οριζοντίως ύπερθεν του εδάφους είς ύψος 4-60 εκ., δια τεσσάρων σχοινιών, προσδεδεμένων επιμελώς είς εκάστην γωνίαν της σανίδος ανά δύο τα τέσσαρα τούτα σχοινία ενούνται μικρόν ανωτέρω και συγκροτούν δύο μόνον παράλληλα σχοινία, εξαρτώμενα δια κρίκων απο της εγκάρσιας γέφυρας του Γυμναστηρίου, εξ' ης εξαρτώνται και άλλα όργανα, το τραπέζιον, οι κρίκοι, αί κλίμακες κ.λπ. Επί του οργάνου τούτου, καθ' ον χρόνον αιωρείται ελαφρώς, ανέρχεται ο μέλλων να γυμνασθεί και κρατών τα σχοινία, δια καταλλήλων κινήσεων των ποδών και των χειρών αυξάνει το πλάτος της αιωρήσεως, εκτελών άμα διαφόρους ασκήσεις ισορροπίας κ.λπ.”. Όπως γνωρίζουμε από αρχαία κείμενα, το παιχνίδι του αιωρισμού ώς άσκηση το συνιστούσαν αρκετοί ιατροί, όπως π.χ. ο Αντίλλος, σημειόνωντας ότι έπρεπε να παίζεται προσεκτικά.Αυτό το απλό σανίδι της αιώρας, το πέταυρον, με την πάροδο του χρόνου έγινε πιό σύνθετο. Μετατράπηκε σε σκίμποδο (σκαμνάκι) το οποίο έφερε καλλιτεχνικές διακοσμήσεις, όπως γίνεται φανερό από διάφορες αναπαραστάσεις σε αγγεία, σήμερα στο μουσείο του Λούβρου ή στο μουσείο του Βερολίνου.
Στην πιό εξεζητημένη του μορφή μπροστά στο σκίμποδο υπήρχε μικρό υποπόδιο, που χρησίμευε στο να ανεβαίνουν ευκολότερα οι γυναίκες κυρίως πάνω στη σανίδα (πέταυρον) ή στο σκίμποδο. Από την Ελλάδα το παιχνίδι έγινε άμεσα αποδεκτό από τους Ρωμαίους, κυρίως τις Ρωμαίες που το αγάπησαν ιδιαίτερα και το αποκαλούσαν ”Oscillatio“. ”Οι Λατίνοι κατά τας εορτάς του τρυγητού, τας αγαμένας πρός τιμήν του Βάκχου, ηωρούντο επί σχοινίων αναρτηθέντων από πεύκων. Αι ρωμαίοι δέσποιναι πολύ ηρέσκοντο είς την αιώρησιν, ως σημειοί και ο Mercuriali εν τω συγγράματι του ”De arte gymnastica“, εν ω παραθέτει και εικόνα δεσποίνης καθήμενης επί αιώρας και ανακινουμένης υπό δύο θεραπαίνιδων“. Παρά τη μεγάλη διάδοση της αιώρας με σανίδι (πέταυρον), πολλοί θεωρούν το σανίδι αυτό μόνο ώς βοήθημα των ακροβατών και όχι ως παιχνίδι. Πάντως, ο Ιουβενάλης σημειώνει ότι ήταν παιχνίδι ειδικά των γυναικών. Στη σύγχρονη εποχή κάποιοι συγγραφείς ταυτίζουν το πέταυρον με τη σημερινή τραμπάλα κάτι που είναι λάθος, αφού το παιχνίδι αυτό (ή τραμπάλα) αντιστοιχεί σε μιά άλλη μορφή αιωρισμού εντελώς διαφορετικού από την αιώρα, της οποίας δε γνωρίζουμε κάποια ιδιαίτερη ονομασία.
Διαθέτουμε πάντως αναπαράσταση του παιχνιδιού αυτού που είναι ακριβώς ίδιο με την σημερινή τραμπάλη. Πάνω σε μια σταθερή βάση τοποθετούσαν μιά δοκό, στην άκρη της οποίας καθόντουσαν ή στεκόντουσαν δύο άτομα, που ανέβαιναν ή κατέβαιναν αλληλοδιαδόχως. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι ισορροπίας ιδιαίτερα διασκεδαστικό, όπως συμβαίνει και σήμερα, το οποίο αρκετοί ταυτίζουν με μιά μορφή αιωρισμού γνωστή ώς αιώρα ή βραχιόνιος. Αιώρα Ή Βραχιόνιος Το παιχνίδι που γνωρίζουμε ώς αιώρα ή βραχιόνιο είναι παιχνίδι αιωρισμού διαφορετικό από την αιώρα, αφού δεν χρησιμοποιεί καθόλου σχοινιά, συσχετιζόμενο, όμως, με αυτή αφού χρησιμοποιεί μιά μεγάλη σανίδα που οι αρχαίοι ονόμαζαν πέταυρον. Παράλληλα, η αιώρα ή βραχίονας είναι γυμναστικό όργανο. Το παιχνίδι γνώρισε μεγάλη διάδοση τόσο στον Ελληνικό κόσμο όσο και στο Ρωμαϊκό, το βρίσκουμε στο βυζάντιο με την ίδια ονομασία, και διασώζεται ως σήμερα με τη γνωστή ονομασία τραμπάλα. Η αρχαία μορφή του παιχνιδιού είχε ώς εξής. Βαθιά στο χώμα φυτευόταν ένας παχύς ξύλινος στύλος, περίπου 3 μέτρα.
Στο χώμα φυτευότα εώς 1 μέτρο και στερεωνόταν στη βάση του πολύ καλά. Στην κορυφή του στύλου τοποθετείτο, μεταλλική συνήθως καλύπτρα που στο κέντρο της είχε έναν κατακόρυφο άξονα, αρκετά παχύ σε διάμετρο (συνήθως λίγο μικρότερο από τη διάμετρο του στύλου). Πάνω στην καλύπτρα τοποθετείτο οριζόντια μιά ξύλινη δοκός, που στο κέντρο της είχε οπή, η οποία αντιστοιχούσε στη διάμετρο του άξονα της καλύπτρας. Υποθέτω ότι και αυτή η οπή πρέπει να είχε μεταλλική επένδυση, ώστε να ελλατώνονται οι φθορές απο την τριβή. Η οριζόντια δοκός είχε μήκος 3 μ. περίπου και μπορούσε να ταλαντεύεται ελεύθερα πάνω στον άξονα του στύλου, ενώ στα δυό της άκρα έφερε λαβές. Απο τις λαβές αυτές αιωρούντο οι δύο παίκτες, παίζοντας και γυμναζόμενοι ταυτόχρονα δίνοντας ωθήσεις με τα πόδια τους, ενώ εναλλάξ, ο ένας κατέβαινε λυγίζοντας τα γόνατα του ή ανέβαινε ωθούμενος από λάκτισμα στο έδαφος «Επί του οργάνου τούτου εκτελούνται διάφοροι ασκήσεις των ποδών, των χειρών και της οσφύως εν τω κενώ αλλ η κάθοδος δέον να γίνηται μετά μεγάλης προσοχής, μηδέποτε του ετέρου των γυμναζομένων αφήνοντος των λαβών, εν ω ο ετέρος αιωρείται ακόμη».
Το παιχνίδι, όμως, σε διαφορετική μορφή παιζόταν όπως και σήμερα, γεγονός που επιβεβαιώνεται απο παράσταση ερυθρόμορφης αττικής υδρίας από την Απουλία του 440-420 π.χ. επονομαζόμενης ως υδρίας του ”ζωγράφου του νάνου“. Εμφανίζει δύο νέες κοπέλες να τραμπαλίζονται όρθιες στα άκρα της τραμπάλας, ενώ στο κέντρο ένας ιπτάμενος ερωτιδέας τις παρακολουθεί. Προφανώς οι δύο παραλλαγές της τραμπάλας παιζόντουσαν ταυτόχρονα, η μιά ώς παιδικό παχνίδι σε ελεύθερες συγκεντρώσεις παιδιών, κυρίως κοριτσιών όμως, δεδομένου ότι όλες οι απεικονίσει αιωρισμού αναπαριστούν κοπέλλες που αιωρίζονται, ενώ η αρχική τραμπάλα, ώς γυμναστικό κυρίως όργανο, θα υπήρχε σε συγκεκριμένους χώρους π.χ. Γυμναστήρια. Μάλλον οι Ρωμαίοι έπαιζαν και τις δυό μορφές του παιχνιδιού, γεγονός που υποθέτουμε αλλά δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε. Το ίδιο ισχυεί και για τη βυζαντινή περίοδο, για την οποία δε διαθέτουμε το παραμικρό στοιχείο, εκτός των ελαχίστων που σημειώνει ο Φ. Κουκουλές: «Άλλη παιδία των παιδαρίων ήταν και η κρεμάστρα αιώρα, η νύν κούνια, ώς κατά τον Ε” αιώνα αναφέρει ο Νείλος ο ασκητής» .Διαπιστώνουμε ότι ο Κουκούλες στο απόσπασμα αυτό αναφέρεται στην παρουσία του παιχνιδιού αιώρα στο βυζάντιο. Δεν παρέχονται στοιχεία για τις παραλλαγές του, πέταυρον και αιώρα βραχιόνιος, που σήμερα γνωρίζουμε με αρκετές ονομασίες, όπως τράμπα, τραμπάλλα, νταναζελαβίτσα κ.λπ, ενώ ο Λουκόπουλος το ονομάζει δραμπάλα, παραθέτοντας και ωραία περιγραφή του: ”το παίζουν δυό παιδιά σε ανοιχτό μέρος, όπου φτιάχνουν τη δραμπάλα”. Είναι σαφής, λοιπόν, ο διαχρονικός χαρακτήρας του παιχνιδιού αιώρα που η σύγχρονη παρουσία του δηλώνει σαφέστατα ότι στο χρόνο και το χώρο έν προκειμένω, η παράδοση που ξεκίνησε από τη Μινωϊκή Κρήτη γύρω στο 1.700 π.χ. διατηρείται ακόμα η ίδια. Αυτό σημαίνει ότι το παιχνίδι παίζεται από τον ίδιο λαό και με τους ίδιους τρόπους και ας λένε οι διάφοροι Φαλμεράγερ ότι ο Ελληνικός λαός έσβησε από το χάρτη, ότι οι Σλάβοι πλημμύρισαν την Ελλάδα και μας εξαφάνισαν και άλλα παρόμοια, τα οποία με μεγάλη προθυμία ενστερνίζονται διάφορα ανθελληνικά κέντρα.
Φαίνεται, όμως ότι ο αιωρισμός είναι πανάρχαιο παγκόσμιο φαινόμενο και δε θα ήθελα να κλείσω το άρθρο χωρίς να παρουσιάσω τις τόσο σημαντικές απόψεις που διατυπώνονται γι' αυτό από τον Σ. Σπετάντσα: ”την συνήθειαν της αιωρήσεως ευρίσκομεν και παρά τοις αρχαίοις Ινδοίς. Οι Ινδοί κατά την εορτήν Ντολαγιάτρα, την οποίαν ήγον κατά τα μέσα Μαρτίου προς τιμήν του Κρίσνα-Βισνού, εκινούντο και αυτοί εις αιώρες και το άγαλμα του θεού εκίνουν τρις της ημέρας (πρωίαν, μεσημβρίαν και εσπέραν), Επίσης, κατά την εορτήν της Μαχαμπαράτας, η οποία ήγετο κατά τας θερινάς τροπάς, ανήρχετο επί αιώρας ο ιερεύς και απο ταύτη απήγγελε σχετικόν θρησκευτικόν άσμα. Σήμερον το έθιμον της αιώρας ευρίσκεται εν χρήση περί πλήστοις λαοίς και διά λόγους θρησκευτικούς και διά λόγους παιδιάς. Παρά τω Ελληνικώ λαώ είθισται κατά τας ημέρας του Πάσχα ή του Αγίου Γεωργίου, ενιαχού δε και κατά τας Απόκρεω, να αναρτώσιν από των δέντρων ή απο των δοκών των οικιών σχοινίνας αιώρας, απο των οποίων αιωρούνται παιδία και κοράσια άδοντα συγχρόνως διάφορα άσματα. Παρά Βουλγάροις, κατά τας αυτάς εορτάς νέοι, γέροντες και παιδία λικνίζονται είς τας αιώρας και άδουν ιδιαίτερον άσμα, αφηγούμενον την αρπαγήν της Γκροστάνγκας υπό του ηλίου. Επίσης, κατά τας ημέρας του πάσχα οι Λιθουανοί στήνουν αιώρας, πιστεύοντες ότι ούτω προάγεται η βλάστησις, κατά δε τας θερινάς τροπάς άδουν άσμα σχετιζόμενον πρός την αιώραν. Παρά τοις Εσθονοίς το έθιμον τελείται κατά τας θερινάς τροπάς, παρά δε τοις Ρώσοις κατά τας εορτάς του Πάσχα και του Αγίου Γεωργίου.
Οι σημερινοί Ινδοί πιστεύουν ότι στήνοντες αιώρας προάγουν την ευδοκίμησιν της ορύζης ή εμποδίζουν την σήψιν των συγκομισθέντων καρπών ή εξασφαλίζουν πλουσίαν αλιείαν. Εν Βόρνεο οι μάγοι αναρτώσιν αιώρας προ του οίκου του ασθενούς και κινούντες αυταί πιστεύουσιν ότι εκδιώκουσιν ούτη τη νόσον. Όσον αφορά την αρχή του εθίμου τούτου, το οποίο έχει τόσον ευρείαν διάδοσιν, επικρατεί ασυμφωνία μεταξύ των ερμηνευτών. Τινές παραδέχονται ότι παρ' αρχαίοις το έθιμο της αιώρας αποτελεί εξαγνιστικήν τελετήν, η οποία αντικατέστησεν αιματηράς θυσίας, ίσως δε και ανθρωποθυσίας. Είς την αιώρησιν διαβλέπουν πράξιν εξαγνισμού δια του αέρος. Κατ' άλλους η τελετή αυτή, αγροτικού χαρακτήρος ούσα, συνδέεται προς τας ελπίδας και την επιθυμίαν του καλλιεργητού, όπως η γόνιμον το έτος, και άφθονος η συγκομιδή. Το δέντρον, κατά την πίστιν των Αρχαίων, είναι το κυριώτερον σύμβολον πάσης γονιμότητος και η πηγή της ζωής καθόλου. Κατά τρίτην τέλος εκδοχήν το έθιμον είναι ηλιακής προελεύσεως (ο ήλιος εν τη Ριγβέδα καλείται μεταφορικώς αιώρ) και αποτελεί μαγικήν απομίμησιν της αιωρήσεως του ηλίου, σκοπούσε την υποβοήθησιν αυτού προς συμπλήρωσιν της ανόδου του, εξ ου εξαρτάται και η προαγωγή της βλαστήσεως. Πάσαι αι γνώμαι αυταί είναι εξ ίσου πιθαναί και ισοσθενείς. Ώς βέβαιον δύναται να θεωρηθεί μόνον ότι το έθιμον εγεννήθη εν μέσω των ινδοευρωπαϊκών λαών και σχετίζεται προς την ενιαύσιον λατρείαν“ .Ένα απλό παιχνίδι, που κάθε άλλο παρά απλό και παιχνίδι είναι. Απο τα βάθη της προϊστορίας συνεχίζουν να μας δραστηροποιούν κυτταρικές μνήμες, απόηχοι γεγονότων που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, ενταφιασμένες στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων. Και κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί και με ένα άλλο πολύ-πολύ σημαντικό παιχνίδι, την κούκλα που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν πλαγγών.
Η πιο βαθιά ερωτική έλξη
Όταν δυο άνθρωποι μπορούν να γελάσουν με το ίδιο αστείο, όταν μπορούν να χτίσουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, όταν φτιάχνουν λέξεις δικές τους και στιγμές που μπορούν να είναι ελεύθεροι μαζί.
Η πιο βαθιά ερωτική έλξη, γεννιέται ανάμεσα σε ανθρώπους γεμάτους, που μπορούν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλο.
Εκεί που γίνεσαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου ή τουλάχιστον σε προκαλεί ο άλλος να γίνεις αυτό το παραπάνω που ούτε εσύ ο ίδιος δεν φαντάστηκες πως είσαι.
Ξέρεις, οι άνθρωποι δεν είναι ούτε η ηλικία τους, ούτε τα χαρακτηριστικά τους.
Είναι τα βιώματα, οι εμπειρίες, οι μνήμες τους..
Είναι ακόμα και οι ρωγμές τους..
Είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που συμφωνείς ακόμα και στη διατήρηση της σιωπής.. κι η σιωπή δεν είναι αμήχανη. Δεν κρύβει ανείπωτα..
Η πιο βαθιά ερωτική στιγμή, είναι εκείνο το “μετά”, μερικές ανάσες μακριά από την παράδοση.
Σε εκείνο το “μετά” να τα ποντάρεις όλα.
Πριν η λογική κατακλίσει το μυαλό και τις αισθήσεις και πάρει πίσω τον έλεγχο.
Το πιο βαθύ ερωτικό δέσιμο, είναι εκείνο που δεν χρειάστηκε να του ορίσεις την αρχή.. και το τέλος, γράφεται ακόμα.
Σοπενχάουερ: Οι διαφορές ανδρών - γυναικών
Άνδρες και γυναίκες
Όταν η φύση χώρισε το ανθρώπινο γένος στα δύο, η διαχωριστική γραμμή δεν πέρασε ακριβώς από το κέντρο. Σε όλες τις πολώσεις, η διαφορά θετικού και αρνητικού πόλου δεν είναι μόνο ποιοτική αλλά και ποσοτική.
Έτσι ακριβώς έβλεπαν τις γυναίκες και οι αρχαίοι και οι λαοί της Ανατολής, οι οποίοι διέβλεψαν την πρέπουσα θέση τους στην κοινωνία πολύ πιο σωστά από εμάς, με τις παλιές γαλλόφερτες ιδέες περί ιπποτικής ευγένειας και το ανεκδιήγητο σύστημα του σεβασμού των γυναικών, αυτό το βλακωδέστατο προϊόν του τευτονικού χριστιανισμού. Αυτού του είδους οι αντιλήψεις το μόνο που κατάφεραν, ήταν να κάνουν τις γυναίκες πιο υπεροπτικές και καταπιεστικές, έτσι που μερικές φορές δεν μπορώ να μην τις παρομοιάσω με τις ιερές μαϊμούδες στο Μπεναρές, οι οποίες, έχοντας απόλυτη συναίσθηση της ιερότητάς τους και της απαραβίαστης θέσης τους, νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν.
Η αδικία της φύσης
Η φύση πάντα έδειχνε να έχει μεγάλη προτίμηση για το ανδρικό φύλο. Πρώτα πρώτα, διαθέτει το προνόμιο της δύναμης και της ομορφιάς' στη σεξουαλική απόλαυση έχει την αποκλειστικότητα, ενώ απ’ την πλευρά της η γυναίκα έχει όλα τα βάρη και τα μειονεκτήματα. Αν ο άνδρας ήθελε να εκμεταλλευτεί αυτή τη μεροληψία της φύσης, η γυναίκα θα ήταν το πιο δυστυχισμένο πλάσμα στη Γη, γιατί η ευθύνη των παιδιών θα έπεφτε ολόκληρη επάνω της και η ίδια θα παρέμενε αβοήθητη να τα βγάλει πέρα με τις ισχνές δυνάμεις της.
Ωριμότητα - ανδρική και γυναικεία
Όσο πιο εξευγενισμένο και τέλειο είναι κάτι, τόσο πιο αργά φτάνει στην ωριμότητά του. Ο άνδρας φτάνει στην ωριμότητα των πνευματικών δυνάμεών του και της λογικής του από τα εικοσιοχτώ και μετά. Η γυναίκα στα δεκαοχτώ. Όμως στην περίπτωση της γυναίκας, όταν μιλάμε για λογική, εννοούμε κάτι πολύ περιορισμένο. Γι’ αυτό και οι γυναίκες παραμένουν παιδιά σε όλη τους τη ζωή- δεν βλέπουν παρά μόνο ό,τι είναι πολύ κοντά τους, παραμένουν προσκολλημένες στο παρόν, μπερδεύουν τά φαινόμενα με την πραγματικότητα και προτιμούν να ασχολούνται με τα μικροπράγματα παρά με τα σοβαρά ζητήματα.
Η φιλαρέσκεια - στον άνδρα και στη γυναίκα
Η φιλαρέσκεια των γυναικών, ακόμα κι όταν δεν είναι μεγαλύτερη από τη φιλαρέσκεια των ανδρών, έχει το κακό ότι στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά σε υλικά πράγματα, και συγκεκριμένα κυρίως στην προσωπική ομορφιά και κατά δεύτερο λόγο στα κοσμήματα, στις τουαλέτες και στην πολυτέλεια. Γι’ αυτό και η κοινωνικότητα είναι το στοιχείο της. Αυτό κάνει τις γυναίκες, εξαιτίας και της μικρής τους ευφυΐας, να ρέπουν στη σπατάλη. Όπως έλεγαν οι αρχαίοι: «Δαπανηρά φύσει γυνή» (Μένανδρος, Μονόστιχοι, 97). Η φιλαρέσκεια των ανδρών, αντίθετα, περιορίζεται συχνά σε μη υλικά προσόντα, όπως η εξυπνάδα, η φιλομάθεια, το θάρρος και άλλα παρόμοια.
Η σεξουαλική τιμή - ανδρική και γυναικεία
Η σεξουαλική τιμή διαιρείται σε γυναικεία τιμή και σε ανδρική τιμή: Δεδομένου ότι στην γυναικεία ζωή το πιο σημαντικό πράγμα είναι η σεξουαλική σχέση, η πιο σημαντική από τις δύο είναι η γυναικεία τιμή. Είναι η γενική αντίληψη που έχει ο κόσμος για μια κοπέλα, που δεν έχει δοθεί σε κανέναν άντρα, και για μια γυναίκα, που έχει δοθεί μόνο στον σύζυγό της· όσον αφορά το ανδρικό φύλο, είναι η αντίληψη, ότι ένας άνδρας, με το που θα πληροφορηθεί τη μοιχεία της γυναίκας του, θα την χωρίσει και γενικά θα την τιμωρήσει όσο μπορεί περισσότερο.
Η αγάπη για τα παιδιά - της μητέρας και του πατέρα
Η θεμελιακή αγάπη της μητέρας είναι, όπως στα ζώα έτσι και στους ανθρώπους, καθαρά ενστικτώδης, και κρατάει όσο και η απόλυτη σωματική αδυναμία των παιδιών. Η αγάπη του πατέρα για τα παιδιά του είναι άλλου τύπου και πολύ πιο ουσιαστική: βασίζεται στην αναγνώριση του εαυτού του σ’ αυτά, άρα έχει μεταφυσική προέλευση.
Φιλομάθεια και περιέργεια
Η λαχτάρα για γνώση, όταν στρέφεται στο γενικό, ονομάζεται φιλομάθεια' όταν στρέφεται στο επιμέρους, ονομάζεται περιέργεια. Τα αγοράκια δείχνουν κατά κανόνα φιλομάθεια' τα κοριτσάκια απλή περιέργεια, αλλά σε καταπληκτικό βαθμό και μερικές φορές με απεχθέστατη αφέλεια.
Ομορφιά - ανδρική και γυναικεία
Η ομορφιά ενός έφηβου και η ομορφιά ενός κοριτσιού έχουν μεταξύ τους την ίδια σχέση που έχει η ζωγραφική με λάδι και η ζωγραφική με παστέλ.
Η γυναίκα και η μυωπία της
Το μυαλό είναι αυτό που επιτρέπει στον άνδρα να μη ζει μόνος στο παρόν, όπως τα ζώα, αλλά να κοιτάζει γύρω του και να συνυπολογίζει το παρελθόν και το μέλλον' από κει προέρχεται η σωφροσύνη, η φροντίδα και το άγχος που διακατέχει πολλούς ανθρώπους. Τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα αυτής της κατάστασης τα μοιράζεται η γυναίκα, σε μικρότερο όμως βαθμό, εξαιτίας της χαμηλότερης νοητικής της ικανότητας. Θα μπορούσε μάλιστα να θεωρήσει κανείς ότι πάσχει από πνευματική μυωπία, επειδή, αν και κατανοεί διαισθητικά όλα όσα βρίσκονται κοντά της, το οπτικό της πεδίο είναι στενό και δεν περιλαμβάνει μακρινά πράγματα: άρα, τα πράγματα που είναι απόντα ή παρελθοντικά ή μελλοντικά, επηρεάζουν πολύ λιγότερο τις γυναίκες απ’ ό,τι τους άνδρες.
Γι’ αυτό και οι γυναίκες πολύ συχνά έχουν την τάση να είναι σπάταλες, και μερικές φορές αυτή η τάση τους φτάνει τα όρια της τρέλας: «Δαπανηρά φύσει γυνή» (Μένανδρος, Μονόστιχοι, 97). Όσα αρνητικά κι αν συνεπάγεται αυτό, μπορεί κανείς να πει ένα υπέρ: ότι η γυναίκα ζει περισσότερο στο παρόν απ’ ό,τι ο άνδρας και ότι, αν το παρόν είναι έστω κι ελάχιστα ανεκτό, το απολαμβάνει πολύ πιο πρόθυμα. Σ’ αυτό οφείλεται η ευθυμία, που είναι τόσο χαρακτηριστική για τις γυναίκες και που είναι τόσο επιθυμητή στον άνδρα, όταν τον βαραίνουν οι σκοτούρες της καθημερινότητας.
Σοπενχάουερ, Η τέχνη να ζεις με γυναίκες
Όταν η φύση χώρισε το ανθρώπινο γένος στα δύο, η διαχωριστική γραμμή δεν πέρασε ακριβώς από το κέντρο. Σε όλες τις πολώσεις, η διαφορά θετικού και αρνητικού πόλου δεν είναι μόνο ποιοτική αλλά και ποσοτική.
Έτσι ακριβώς έβλεπαν τις γυναίκες και οι αρχαίοι και οι λαοί της Ανατολής, οι οποίοι διέβλεψαν την πρέπουσα θέση τους στην κοινωνία πολύ πιο σωστά από εμάς, με τις παλιές γαλλόφερτες ιδέες περί ιπποτικής ευγένειας και το ανεκδιήγητο σύστημα του σεβασμού των γυναικών, αυτό το βλακωδέστατο προϊόν του τευτονικού χριστιανισμού. Αυτού του είδους οι αντιλήψεις το μόνο που κατάφεραν, ήταν να κάνουν τις γυναίκες πιο υπεροπτικές και καταπιεστικές, έτσι που μερικές φορές δεν μπορώ να μην τις παρομοιάσω με τις ιερές μαϊμούδες στο Μπεναρές, οι οποίες, έχοντας απόλυτη συναίσθηση της ιερότητάς τους και της απαραβίαστης θέσης τους, νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν.
Η αδικία της φύσης
Η φύση πάντα έδειχνε να έχει μεγάλη προτίμηση για το ανδρικό φύλο. Πρώτα πρώτα, διαθέτει το προνόμιο της δύναμης και της ομορφιάς' στη σεξουαλική απόλαυση έχει την αποκλειστικότητα, ενώ απ’ την πλευρά της η γυναίκα έχει όλα τα βάρη και τα μειονεκτήματα. Αν ο άνδρας ήθελε να εκμεταλλευτεί αυτή τη μεροληψία της φύσης, η γυναίκα θα ήταν το πιο δυστυχισμένο πλάσμα στη Γη, γιατί η ευθύνη των παιδιών θα έπεφτε ολόκληρη επάνω της και η ίδια θα παρέμενε αβοήθητη να τα βγάλει πέρα με τις ισχνές δυνάμεις της.
Ωριμότητα - ανδρική και γυναικεία
Όσο πιο εξευγενισμένο και τέλειο είναι κάτι, τόσο πιο αργά φτάνει στην ωριμότητά του. Ο άνδρας φτάνει στην ωριμότητα των πνευματικών δυνάμεών του και της λογικής του από τα εικοσιοχτώ και μετά. Η γυναίκα στα δεκαοχτώ. Όμως στην περίπτωση της γυναίκας, όταν μιλάμε για λογική, εννοούμε κάτι πολύ περιορισμένο. Γι’ αυτό και οι γυναίκες παραμένουν παιδιά σε όλη τους τη ζωή- δεν βλέπουν παρά μόνο ό,τι είναι πολύ κοντά τους, παραμένουν προσκολλημένες στο παρόν, μπερδεύουν τά φαινόμενα με την πραγματικότητα και προτιμούν να ασχολούνται με τα μικροπράγματα παρά με τα σοβαρά ζητήματα.
Η φιλαρέσκεια - στον άνδρα και στη γυναίκα
Η φιλαρέσκεια των γυναικών, ακόμα κι όταν δεν είναι μεγαλύτερη από τη φιλαρέσκεια των ανδρών, έχει το κακό ότι στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά σε υλικά πράγματα, και συγκεκριμένα κυρίως στην προσωπική ομορφιά και κατά δεύτερο λόγο στα κοσμήματα, στις τουαλέτες και στην πολυτέλεια. Γι’ αυτό και η κοινωνικότητα είναι το στοιχείο της. Αυτό κάνει τις γυναίκες, εξαιτίας και της μικρής τους ευφυΐας, να ρέπουν στη σπατάλη. Όπως έλεγαν οι αρχαίοι: «Δαπανηρά φύσει γυνή» (Μένανδρος, Μονόστιχοι, 97). Η φιλαρέσκεια των ανδρών, αντίθετα, περιορίζεται συχνά σε μη υλικά προσόντα, όπως η εξυπνάδα, η φιλομάθεια, το θάρρος και άλλα παρόμοια.
Η σεξουαλική τιμή - ανδρική και γυναικεία
Η σεξουαλική τιμή διαιρείται σε γυναικεία τιμή και σε ανδρική τιμή: Δεδομένου ότι στην γυναικεία ζωή το πιο σημαντικό πράγμα είναι η σεξουαλική σχέση, η πιο σημαντική από τις δύο είναι η γυναικεία τιμή. Είναι η γενική αντίληψη που έχει ο κόσμος για μια κοπέλα, που δεν έχει δοθεί σε κανέναν άντρα, και για μια γυναίκα, που έχει δοθεί μόνο στον σύζυγό της· όσον αφορά το ανδρικό φύλο, είναι η αντίληψη, ότι ένας άνδρας, με το που θα πληροφορηθεί τη μοιχεία της γυναίκας του, θα την χωρίσει και γενικά θα την τιμωρήσει όσο μπορεί περισσότερο.
Η αγάπη για τα παιδιά - της μητέρας και του πατέρα
Η θεμελιακή αγάπη της μητέρας είναι, όπως στα ζώα έτσι και στους ανθρώπους, καθαρά ενστικτώδης, και κρατάει όσο και η απόλυτη σωματική αδυναμία των παιδιών. Η αγάπη του πατέρα για τα παιδιά του είναι άλλου τύπου και πολύ πιο ουσιαστική: βασίζεται στην αναγνώριση του εαυτού του σ’ αυτά, άρα έχει μεταφυσική προέλευση.
Φιλομάθεια και περιέργεια
Η λαχτάρα για γνώση, όταν στρέφεται στο γενικό, ονομάζεται φιλομάθεια' όταν στρέφεται στο επιμέρους, ονομάζεται περιέργεια. Τα αγοράκια δείχνουν κατά κανόνα φιλομάθεια' τα κοριτσάκια απλή περιέργεια, αλλά σε καταπληκτικό βαθμό και μερικές φορές με απεχθέστατη αφέλεια.
Ομορφιά - ανδρική και γυναικεία
Η ομορφιά ενός έφηβου και η ομορφιά ενός κοριτσιού έχουν μεταξύ τους την ίδια σχέση που έχει η ζωγραφική με λάδι και η ζωγραφική με παστέλ.
Η γυναίκα και η μυωπία της
Το μυαλό είναι αυτό που επιτρέπει στον άνδρα να μη ζει μόνος στο παρόν, όπως τα ζώα, αλλά να κοιτάζει γύρω του και να συνυπολογίζει το παρελθόν και το μέλλον' από κει προέρχεται η σωφροσύνη, η φροντίδα και το άγχος που διακατέχει πολλούς ανθρώπους. Τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα αυτής της κατάστασης τα μοιράζεται η γυναίκα, σε μικρότερο όμως βαθμό, εξαιτίας της χαμηλότερης νοητικής της ικανότητας. Θα μπορούσε μάλιστα να θεωρήσει κανείς ότι πάσχει από πνευματική μυωπία, επειδή, αν και κατανοεί διαισθητικά όλα όσα βρίσκονται κοντά της, το οπτικό της πεδίο είναι στενό και δεν περιλαμβάνει μακρινά πράγματα: άρα, τα πράγματα που είναι απόντα ή παρελθοντικά ή μελλοντικά, επηρεάζουν πολύ λιγότερο τις γυναίκες απ’ ό,τι τους άνδρες.
Γι’ αυτό και οι γυναίκες πολύ συχνά έχουν την τάση να είναι σπάταλες, και μερικές φορές αυτή η τάση τους φτάνει τα όρια της τρέλας: «Δαπανηρά φύσει γυνή» (Μένανδρος, Μονόστιχοι, 97). Όσα αρνητικά κι αν συνεπάγεται αυτό, μπορεί κανείς να πει ένα υπέρ: ότι η γυναίκα ζει περισσότερο στο παρόν απ’ ό,τι ο άνδρας και ότι, αν το παρόν είναι έστω κι ελάχιστα ανεκτό, το απολαμβάνει πολύ πιο πρόθυμα. Σ’ αυτό οφείλεται η ευθυμία, που είναι τόσο χαρακτηριστική για τις γυναίκες και που είναι τόσο επιθυμητή στον άνδρα, όταν τον βαραίνουν οι σκοτούρες της καθημερινότητας.
Σοπενχάουερ, Η τέχνη να ζεις με γυναίκες
Πιστεύω άρα δεν σκέφτομαι
Η δύναμη κάθε θρησκευτικού δόγματος είναι η παθητικότητά σου.
Το να αποδέχεσαι, πιστεύοντας την μυθολογία που πουλάνε, είναι καθαρά δικό σου θέμα. Το να θες να την αποδέχονται και όλοι οι άλλοι, είναι η επιβολή της παράνοιας σου, σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία όρεξη να την δεχτούν.
Παθητικότητα και φανατισμός, μαζική υστερία και τρομοκρατία. Αυτά είναι τα όπλα των δογμάτων.
Πόσες φορές θέλατε να φωνάξετε:
ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ!
αλλά φοβηθήκατε τις συνέπειες;
Αυτολογοκρισία, η νίκη του δόγματος.
Να μην χρειάζεται πλέον να στο απαγορέψουν, αλλά να το απαγορεύεις εσύ στον εαυτό σου.
Να λες: Καλύτερα να μην το πω, άστο να πάει στα κομμάτια, θα χάσω περισσότερα, θα με κατηγορήσουν.
Να βλέπεις κάποιον να δέχεται την επίθεση του φανατισμένου όχλου και να στέκεσαι παθητικός, άβουλος, άχρηστος και μπορεί το χειρότερο... να συμμετέχεις μέσα στον όχλο, ώστε να μην ξεχωρίσεις και ο όχλος στραφεί μετά σε σένα.
Μέσα στον όχλο είσαι προστατευμένος.
Η εκκλησία είναι η κολεκτίβα της παράνοιας.
Εκεί μέσα ο φόβος είναι κοινοκτημοσύνη.
Σε τι μυθολογία θες να πιστέψεις;
Φτιάξε τον φανταστικό σου φίλο και λάτρεψέ τον.
Λούτρινο αρκουδάκι, Χριστός, Ροζ Μονόκερως, Αλλάχ, Δίας, Ιπτάμενη Μακαρονάδα... ελεύθερα, δεν υπάρχει περιορισμός στο σουρεαλισμό.
Τώρα πάρε τον φανταστικό σου φίλο και επέβαλε την λατρεία του στους άλλους.
Γίνε η κρατική θρησκεία, δίδαξε τα παιδιά, μέσω της κρατικής εκπαίδευσης, να πιστεύουν στο Χριστό ή στην Ιπτάμενη Μακαρονάδα και να έχουν εσένα ως τον εντολοδόχο της μοναδικής αλήθειας.
Δεν υπάρχει ομορφότερη δικτατορία.
«Η τρέλα μου είναι η μοναδική αλήθεια και αυτή η αλήθεια θα σας σώσει. Πιστέψτε, ακούστε τις τρέλες μου, που σας λέω ότι προέρχονται από τα μαγικά πλάσματα που πιστεύω και θα βρείτε τη λύτρωση στην επόμενη ζωή (ναι στην επόμενη, σε αυτή κάντε την πάπια και δώστε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ – μετάφραση: πληρώστε το κράτος και εμένα ως υπηρεσία).
Βρισκόμαστε στη χώρα της πίστης.
Όπου το πιστεύω αντικατέστησε τη σκέψη.
Πιστεύω σε έναν θεό, σε ένα δόγμα, σε μια ιδεολογία, σε έναν μεσσία, σε ένα προλεταριάτο, σε μια επανάσταση...
Πιστεύω = ναρκώνομαι
Πιστεύω = χειραγωγούμαι
Πιστεύω = παραμυθιάζομαι
Στη χώρα της πίστης, η σκέψη έχει ταφεί και πάνω στη ταφόπλακα έχει χαραχτεί «ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΡΑ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ».
Το να αποδέχεσαι, πιστεύοντας την μυθολογία που πουλάνε, είναι καθαρά δικό σου θέμα. Το να θες να την αποδέχονται και όλοι οι άλλοι, είναι η επιβολή της παράνοιας σου, σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία όρεξη να την δεχτούν.
Παθητικότητα και φανατισμός, μαζική υστερία και τρομοκρατία. Αυτά είναι τα όπλα των δογμάτων.
Πόσες φορές θέλατε να φωνάξετε:
ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ!
αλλά φοβηθήκατε τις συνέπειες;
Αυτολογοκρισία, η νίκη του δόγματος.
Να μην χρειάζεται πλέον να στο απαγορέψουν, αλλά να το απαγορεύεις εσύ στον εαυτό σου.
Να λες: Καλύτερα να μην το πω, άστο να πάει στα κομμάτια, θα χάσω περισσότερα, θα με κατηγορήσουν.
Να βλέπεις κάποιον να δέχεται την επίθεση του φανατισμένου όχλου και να στέκεσαι παθητικός, άβουλος, άχρηστος και μπορεί το χειρότερο... να συμμετέχεις μέσα στον όχλο, ώστε να μην ξεχωρίσεις και ο όχλος στραφεί μετά σε σένα.
Μέσα στον όχλο είσαι προστατευμένος.
Η εκκλησία είναι η κολεκτίβα της παράνοιας.
Εκεί μέσα ο φόβος είναι κοινοκτημοσύνη.
Σε τι μυθολογία θες να πιστέψεις;
Φτιάξε τον φανταστικό σου φίλο και λάτρεψέ τον.
Λούτρινο αρκουδάκι, Χριστός, Ροζ Μονόκερως, Αλλάχ, Δίας, Ιπτάμενη Μακαρονάδα... ελεύθερα, δεν υπάρχει περιορισμός στο σουρεαλισμό.
Τώρα πάρε τον φανταστικό σου φίλο και επέβαλε την λατρεία του στους άλλους.
Γίνε η κρατική θρησκεία, δίδαξε τα παιδιά, μέσω της κρατικής εκπαίδευσης, να πιστεύουν στο Χριστό ή στην Ιπτάμενη Μακαρονάδα και να έχουν εσένα ως τον εντολοδόχο της μοναδικής αλήθειας.
Δεν υπάρχει ομορφότερη δικτατορία.
«Η τρέλα μου είναι η μοναδική αλήθεια και αυτή η αλήθεια θα σας σώσει. Πιστέψτε, ακούστε τις τρέλες μου, που σας λέω ότι προέρχονται από τα μαγικά πλάσματα που πιστεύω και θα βρείτε τη λύτρωση στην επόμενη ζωή (ναι στην επόμενη, σε αυτή κάντε την πάπια και δώστε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ – μετάφραση: πληρώστε το κράτος και εμένα ως υπηρεσία).
Βρισκόμαστε στη χώρα της πίστης.
Όπου το πιστεύω αντικατέστησε τη σκέψη.
Πιστεύω σε έναν θεό, σε ένα δόγμα, σε μια ιδεολογία, σε έναν μεσσία, σε ένα προλεταριάτο, σε μια επανάσταση...
Πιστεύω = ναρκώνομαι
Πιστεύω = χειραγωγούμαι
Πιστεύω = παραμυθιάζομαι
Στη χώρα της πίστης, η σκέψη έχει ταφεί και πάνω στη ταφόπλακα έχει χαραχτεί «ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΡΑ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ».
Eρμής ο Τρισμέγιστος, Ερμητισμός και Αλχημεία
«Ό,τι είναι κάτω, μοιάζει με εκείνο που είναι επάνω και ό,τι είναιεπάνω, μοιάζει με αυτό που είναι κάτω» -ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ
Ο Ερμητισμός θεωρείται ότι βασίζεται σε πολύ αρχαία Αιγυπτιακά κείμενα των ιερών βιβλίων του Αιγυπτιακού Θεού Θωθ, του αντιστοίχου Θεού Ερμή των Ελλήνων, τα οποία μετάφρασε ο Μανέθωνας τον 3ο αιώνα π.χ, κατ’ εντολή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου του Β. Τα κείμενα αυτά σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο ήταν 20.000 ενώ σύμφωνα με τον Μανέθων 36.000, και περιείχαν μαγεία, φιλοσοφία, αστρολογία, ιατρική και αλχημεία.
Ο Ερμητισμός όπως τoν γνωρίζουμε σήμερα διαμορφώθηκε στην αρχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από κείμενα με το όνομα «Ασκληπιός», που αποδίδονται στον Ρωμαίο συγγραφέα Απούλιο. Ο Ερμητισμός ο οποίος χαρακτηρίζεται για τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα των κειμένων του, δίδασκε τον μονοθεϊσμό, την λατρεία του Θεού με πνευματικά μέσα, και επιδίωκε την γνώση του διαμέσω της μυστικής έκστασης.
Σύμφωνα με τον Ερμητισμό ο Θεός είναι άυλος αγέννητος, αμετάβλητος και αιώνιος ταυτίζεται με το Αγαθόν από όπου τα πάντα εκπορεύονται. Ο Θεός είναι το Παν:
«Ο Θεός είναι το παν. Και το παν διαπερνάει και περιβάλλει τα πάντα. Αυτόν τον λόγο, τέκνο μου, προσκύνησε και λάτρευε. Και μία είναι η θρησκεία του Θεού: να μην είναι κάτι το κακό». Λόγοι, X, 16
Ο πατέρας Νους του κόσμου είναι αρσενικοθήλυκος ζωή και φως, από τον οποίο ξεπηδά ο «Λόγος». Ο κόσμος του φωτός είναι το αρχέτυπο του αισθητού κόσμου, ο οποίος δημιουργείται από το κατώτερο μέρος του, ύστερα από απόφαση του Θεού και δια της συμμετοχής του «Λόγου», υιού του Θεού.
Στην συνέχεια ο πατέρας Νους γεννά έναν άλλο δεύτερο δημιουργό Νου, ο οποίος μέσω του «Λόγου» δημιουργεί τον δικό μας αισθητό κόσμο, που υπακούει στους κανόνες της Ειμαρμένης. Καθήκον του κατώτερου αισθητού κόσμου είναι να μιμείται τον ιδεατό (αρχέτυπο). Ο «Λόγος» με τον δημιουργό «Νού», θέτουν σε κίνηση τους επτά κύκλους, του πυρός.
«Ο Νους-Θεός που είναι αρσενικό-θηλυκός, ζωή και φως μαζί, γέννησε με έναν λόγο, άλλον δημιουργό Νου, ο οποίος είναι Θεός της φωτιάς και του πνεύματος και ο ενιαίος δημιουργός επτά διοικητών που περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο και η διοίκησή τους καλείται Ειμαρμένη και αμέσως από τα κατώτερα στοιχεία (του Θεού) ξεπήδησε ο Θεϊκός Λόγος στην περιοχή της καθαρής φυσικής δημιουργίας κι ενώθηκε με τον δημιουργό Νου (προς τον οποίον είναι ομοούσιος). Και ο δημιουργός Νους μαζί με τον Λόγο, που περιβάλλει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κραδασμούς στριφογύρισε τα δικά του δημιουργήματα και τα άφησε να στρέφονται από απροσδιόριστο χρόνο και θα συνεχίσουν να στρέφονται διαρκώς χωρίς τέλος». Λόγοι, Ι 9,10.
Ως «αγαθός» ο Θεός είναι κάθε αιτία κίνησης και γένεσης.
«Ο Θεός δημιουργεί τον αιώνα, ο αιώνας τον κόσμο, ο κόσμος τον χρόνο και ο χρόνος την γένεση. Η ουσία του θεού είναι το αγαθό, το καλό, η ευδαιμονία, η σοφία. Του αιώνα η ουσία είναι η ταυτότητα, του κόσμου η τάξη. Του χρόνου η μεταβολή, και της γένεσης ο θάνατος». Λόγοι, ΧΙ, 2
Τον ένα και μοναδικό Θεό, το απόλυτο αγαθό, ο άνθρωπος μπορεί να τον γνωρίσει μέσα από την δημιουργία.
«Από μία αρχή εξαρτώνται τα πάντα. Και η αρχή από τον ένα και μόνο. Και η αρχή κινείται για να γίνει και πάλι αρχή, αλλά το ένα μόνο μένει ακίνητο δεν κινείται. Υπάρχουν λοιπόν τρία: Ο Θεός, πατέρας και αγαθό ο κόσμος και ο άνθρωπος. Τον κόσμο τον δημιούργησε ο Θεός και τον άνθρωπο ο κόσμος. Ο κόσμος γίνεται υιός του Θεού και ο άνθρωπος γιος του κόσμου, δηλαδή εγγονός του θεού». Λόγος Ι, 14
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο από αγαθή πρόθεση δίνοντας του «Λόγο» και Νού. Στον άνθρωπο το «αγαθό» κατ’ αντιστοιχία του Θεού, υπάρχει μόνο ως ελάχιστο κακό, διαμέσου όμως του διαλογισμού και της έκστασης, είναι εφικτό ο άνθρωπος να βιώση την θέωση και να γνωρίσει τον Θεό. Το όραμα του Θεού διαμέσω της έκστασης χαρίζει την αθανασία, και γίνεται μόνο όταν η ψυχή αποδεσμευτεί από το σώμα.
«Είθε να αποκτήσεις φτερά σαν του πουλιού και να ανυψωθείς στον αέρα και ανάμεσα γης και ουρανού να σταθείς και να αντικρίσεις την στεριά της γής, το ρευστό της θάλασσας, των ποταμών τα ρεύματα, την ελεύθερη κίνηση του αέρα, την οξύτητα της φωτιάς, την αστείρευτη κίνηση, την ταχύτητα του ουρανού και την περιστροφή περί τον εαυτό τους». Λόγος Ε, 5
Ο πραγματικός άνθρωπος, ως ανώτερη Ψυχή, είναι δημιούργημα του πρώτου Θεού (όπως λέει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο) και για αυτό είναι πραγματικά και ουσιαστικά αθάνατος, αν και το σώμα του (η προσωπικότητά του) που το χαρίζει ο δεύτερος δημιουργός είναι φθαρτό και θνητό:
«Ο Κύριος και δημιουργός όλων των αιώνιων σωμάτων, Τατ, αφού μία φορά δημιούργησε, δεν ξαναδημιούργησε ούτε δημιουργεί (...) Όσο για το δικό μας δημιουργό επειδή είναι σε σώμα, αφού μας δημιούργησε, δημιουργεί πάντα και θα δημιουργεί σώματα, θνητά και διαλυτά. Διότι δεν είναι θεμιτό σε αυτόν να μιμείται το δημιουργό του, πράγμα εξάλλου αδύνατο. Διότι εκείνος έκανε τα πλάσματά του από την πρωταρχική ουσία, που είναι ασώματη, ο άλλος έπλασε εμάς από την σωματοποίηση που ακολούθησε.».Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 1, 2. (Διασώθηκε από τον Στοβαίο).
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η δημιουργία του ανθρώπου ξεκινάει με την δημιουργία του ανθρώπου αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα:
«Κι ο πατέρας όλων ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτό του, τον οποίον αγάπησε ως γέννημα δικό του. Και ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο Θεός αγάπησε την ίδια του την μορφή, του παρέδωσε όλα τα δημιουργήματα ». Λόγοι, Ι 12-15
Η δημιουργία του ανθρώπου γίνεται με την δημιουργία του ανθρώπου –αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα. Στην συνέχεια και ο άνθρωπος συμμετέχει στην δημιουργία. Αρχικά ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ήταν αρσενικοθήλυκος κάτι που συναντάμε επίσης στην αρχαιοελληνική γραμματεία τόσο στον Ησίοδο όσο και τον Πλάτωνα
«Οι ψυχές παιδί μου, Ώρε έχουν όμοια φύση, καθότι προέρχονται από τον ίδιο τόπο, όπου τις πλάθει ο δημιουργός, και δεν είναι ούτε αρσενικές ούτε θηλυκές. Διότι η διάκριση αυτή γίνεται στα σώματα και όχι στα ασώματα». Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 24, 8 (Διασώθηκε από τον Στοβαίο).
«Όταν επληρώθη η περίοδος, λύθηκε ο δεσμός που συγκρατούσε τα πάντα με την θέληση του Θεού. Έτσι όλα τα ζώα που ήταν αρσενικοθήλυκα κι ο άνθρωπος μαζί, διαλύθηκαν κι άλλα έγιναν αρσενικά κι άλλα θηλυκά. Και τότε ο Θεός είπε άγιο λόγο. Αυξάνεστε και πληθύνεστε όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα». Ποιμάνδρης Ι, 18.
Ο άνθρωπος - αρχέτυπο διαπερνόντας τους πλανητικούς κύκλους παρουσιάστηκε στην φύση, και εισέρχεται την ύλη. Κάτι όμως που είχε ως συνέπεια την πτώση του, διότι ως Νάρκισσος αγάπησε την μορφή του, την αντανάκλασή του στον υλικό κόσμο, και συνειδητά επέλεξε να κατοικήσει στην άλογη μορφή.
«Και τότε ο άνθρωπος είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του Θεού κι όταν είδε το απέραντο κάλλος κι όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στην μορφή του Θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στην σκιά του πάνω στην γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σε αυτήν. Κι αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογη μορφή. Και για αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα κι αθάνατος στην ουσία του». Λόγοι, Ι 12-15
Εξαιτίας της πτώσης του ο άνθρωπος έχει διπλή φύση, θνητός ως προς το σώμα και αθάνατος ως προς τη ουσία του. Ο άνθρωπος που έχει επίγνωση της αθάνατης φύσης του, προχωράει προς την γνώση του υπέρτατου αγαθού και την ένωση με τον Θεό, που γίνεται με την ενδοσκόπηση, ενώ ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε το σώμα του παραμένει στο σκοτάδι και τον θάνατο. Με τον θάνατο βέβαια δεν καταστρέφεται τίποτα απλώς γίνεται μια διάλυση των υλικών στοιχείων.
«-Δεν παθαίνουν πατέρα, τα ζώα που βρίσκονται μέσα σε αυτό (Θείο) και είναι μέρη του;
-Κράτα τον λόγο σου τέκνο μου, γιατί πλανάσαι στην ονομασία των φαινομένων
.Δεν πεθαίνει τίποτα τέκνο μου, αλλά ως σύνθετα σώματα, διαλύονται. Η διάλυση δεν είναι θάνατος, αλλά διάλυση του κράματος. Και διαλύεται όχι για να χαθεί αλλά για να γίνει κάτι νέο. Γιατί ποια είναι η ενέργεια της ζωής: Δεν είναι η κίνηση; Και υπάρχει τίποτα ακίνητο στον κόσμο; Τίποτε, παιδί μου.
-Ούτε η Γη δεν είναι ακίνητη πατέρα κατά την γνώμη σου;
-Όχι παιδί μου. Η γη είναι και πολυκίνητος από μόνη της και στάσιμη. Πόσο γελοίο είναι να λέμε την τροφό των πάντων ακίνητη, αυτή που βλασταίνει και γεννάει τα πάντα.Είναι αδύνατο να βλασταίνει κάτι δίχως να κινείται…
Τέκνο μου, ο κόσμος ως σύνολο είναι αμετάβλητος , αλλά τα μέρη του είναι μεταβλητά, ενώ τίποτα δεν είναι φθαρτό και τίποτα δεν χάνετε. Μόνο οι ορισμοί μπερδεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι η γένεση ζωή, αλλά η αίσθηση, ούτε ο θάνατος αλλά λήθη». Λόγοι ΙΒ, 17,18
Η ψυχή απελευθερώνεται και αναβαίνει περνώντας από τις εφτά σφαίρες αφήνοντας όλα της τα πάθη έως ότου φτάσει στην όγδοη φύση και την ένωση της με τον Θεό.
«Η ασεβής ψυχή μένει στην ίδια ουσία, κολάζεται από αυτήν και ζητάει γήινο σώμα για να εισέλθει. Σε ζώου σώμα δεν χωράει ανθρώπινη ψυχή και η Θέμιδα δεν επιτρέπει η ανθρώπινη ψυχή να εκπέσει σε αλόγου ζώου σώμα. Νόμος του Θεού είναι για να προφυλάσσει την ανθρώπινη ψυχή από μία τέτοια ύβρη». Λόγοι, X, 19.
Από τα παραπάνω καταδεικνύεται η ομοιότητα των Ερμητικών κειμένων τόσο με τον Ορφισμό, όσο και με την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη κυρίως αυτή των πυθαγόρειων. Υπάρχει όμως ομοιότητα και με τον Χριστιανισμό. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι Ερμητικά κείμενα βρέθηκαν ανάμεσα σε γνωστικά απόκρυφα ευαγγέλια (κείμενα του nag Hammadi 1947/48 ).
Στα Ερμητικά ενώ υπάρχει αναφορά στον ένα και μοναδικό Θεό, αναφέρονται και άλλοι Θεοί οι οποοίοι όμως είναι υποδεέστεροι του Θεού - Νου και κυριαρχούν σε ένα μόνο μέρος του κόσμου.
Ο Ερμητισμός δεν αποτέλεσε θρησκεία καθώς δεν είχε τελετουργίες καθαρμούς, και ιδιαίτερες μυστηριακές πράξεις. Η γνώση και η σωτηρία σε κάθε περίπτωση είναι αποκαλυπτική, και μπορεί ο άνθρωπος να την κατακτήσει με ενδοσκόπηση:
«Πότε λοιπόν θα μπορούσε να σε ευλογήσει ή να απευθυνθεί προς εσένα; Προς τα πού να γυρίσω τα μάτια μου, για να σε ευλογήσω, προς τα πάνω, προς τα κάτω, προς τα μέσα ή προς τα έξω; Δεν υπάρχει τρόπος, δεν υπάρχει τόπος γύρω από εσένα, ούτε άλλο τίποτε, ούτε κανένα από τα όντα. Όλα υπάρχουν σε σένα κι όλα προέρχονται από σένα. Δίνεις τα πάντα και δεν παίρνεις τίποτε. Εσύ τα κατέχεις όλα και δεν υπάρχει τίποτε που να μην το έχεις. Πότε να σε υμνήσω;
Γιατί ούτε ώρα, ούτε χρόνο είναι δυνατό να καταλάβεις. Και γιατί να σε υμνήσω; Για όσα δημιούργησες ή για όσα δεν δημιούργησες; Για όσα φανέρωσες ή για όσα έκρυψες; Και για ποιο λόγο θα πρέπει να σε υμνήσω; Σαν κάτι που ανήκει σε εμένα, σαν κάτι ξεχωριστό ή σαν κάτι άλλο; Γιατί εσύ είσαι ότι είμαι, συ είσαι ότι κάνω, συ είσαι ότι λέω. Είσαι το παν και δεν υπάρχει άλλο πέρα από εσένα. Κι ακόμα είσαι κι εκείνο που δεν υπάρχει. Συ είσαι ό,τι έχει δημιουργηθεί κι ό,τι δεν δημιουργήθηκε». Λόγοι, V 10.Ο Ερμητισμός ως συνοθύλευμα Ελληνικών, Αιγυπτιακών, Ανατολικών φιλοσοφικών αλλά και θεολογικών αντιλήψεων, και επηρέασε τα μέγιστα στην θεολογική και αλχημιστική πρακτική ιδιαίτερα του μεσαίωνα.
Ο «σμαραγδένιος πίνακας» του Ερμή του τρισμέγιστου αποτέλεσε την βίβλο της Αλχημείας.
1. Είναι ακριβές, σίγουρο και αληθινό.
2. Ό,τι είναι κάτω, μοιάζει με εκείνο που είναι επάνω και ό,τι είναι επάνω, μοιάζει με αυτό που είναι κάτω, προς εκπλήρωση των θαυμάτωντον Ενός.
3. Και όπως όλα δημιουργήθηκαν μέσω του Νου του ενός 'Οντος, έτσι ταπάντα γεννήθηκαν από εκείνο το Ον μέσω προσαρμογής.
4. Πατέρας τους είναι ο ήλιος, μητέρα τους η σελήνη· ο άνεμος τακυοφόρησε, η γη είναι η τροφός τους.
5. Πατέρας του παντός είναι το τέλεσμα.
6. Η δύναμη του είναι μεγάλη, αν μετατραπεί σε γη.
7. Χώρισε τη γη από το πυρ, το λεπτό από το παχυλό, ενεργώντας ήπιακαι δεξιοτεχνικά.
8. Ανέβα από τη γη στον ουρανό και μετά κατέβα πάλι στη γη, καισυνδύασε τις δυνάμεις των ανώτερων και κατώτερων όντων. Έτσι θααποχτήσεις τη δόξα όλον τον κόσμου και το σκότος θα απομακρυνθεί απόσένα.
9. Σε αυτό έγκειται η Δύναμη, ισχυρότερη από όλες τις δυνάμεις, γιατίΥπερνικά το λεπτοφυές και διαπερνάει το κάθε στερεό.
10. Έτσι δημιουργήθηκε ο κόσμος.
11. Εφάρμοσε τις θαυμάσιες υποδείξεις που δίνονται εδώ.
12. Πράγματι, αυτό που εξέθεσα για το έργο του ηλίου είναι πλήρες.
Στόχος της αλχημείας ήταν η μετατροπή ενός ευτελούς μετάλλου σε υδράργυρο που θεωρούταν ως η πρωταρχική ύλη των μετάλλων, και τελικά σε χρυσό.
Ο Ερμητισμός θεωρείται ότι βασίζεται σε πολύ αρχαία Αιγυπτιακά κείμενα των ιερών βιβλίων του Αιγυπτιακού Θεού Θωθ, του αντιστοίχου Θεού Ερμή των Ελλήνων, τα οποία μετάφρασε ο Μανέθωνας τον 3ο αιώνα π.χ, κατ’ εντολή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου του Β. Τα κείμενα αυτά σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο ήταν 20.000 ενώ σύμφωνα με τον Μανέθων 36.000, και περιείχαν μαγεία, φιλοσοφία, αστρολογία, ιατρική και αλχημεία.
Ο Ερμητισμός όπως τoν γνωρίζουμε σήμερα διαμορφώθηκε στην αρχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από κείμενα με το όνομα «Ασκληπιός», που αποδίδονται στον Ρωμαίο συγγραφέα Απούλιο. Ο Ερμητισμός ο οποίος χαρακτηρίζεται για τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα των κειμένων του, δίδασκε τον μονοθεϊσμό, την λατρεία του Θεού με πνευματικά μέσα, και επιδίωκε την γνώση του διαμέσω της μυστικής έκστασης.
Σύμφωνα με τον Ερμητισμό ο Θεός είναι άυλος αγέννητος, αμετάβλητος και αιώνιος ταυτίζεται με το Αγαθόν από όπου τα πάντα εκπορεύονται. Ο Θεός είναι το Παν:
«Ο Θεός είναι το παν. Και το παν διαπερνάει και περιβάλλει τα πάντα. Αυτόν τον λόγο, τέκνο μου, προσκύνησε και λάτρευε. Και μία είναι η θρησκεία του Θεού: να μην είναι κάτι το κακό». Λόγοι, X, 16
Ο πατέρας Νους του κόσμου είναι αρσενικοθήλυκος ζωή και φως, από τον οποίο ξεπηδά ο «Λόγος». Ο κόσμος του φωτός είναι το αρχέτυπο του αισθητού κόσμου, ο οποίος δημιουργείται από το κατώτερο μέρος του, ύστερα από απόφαση του Θεού και δια της συμμετοχής του «Λόγου», υιού του Θεού.
Στην συνέχεια ο πατέρας Νους γεννά έναν άλλο δεύτερο δημιουργό Νου, ο οποίος μέσω του «Λόγου» δημιουργεί τον δικό μας αισθητό κόσμο, που υπακούει στους κανόνες της Ειμαρμένης. Καθήκον του κατώτερου αισθητού κόσμου είναι να μιμείται τον ιδεατό (αρχέτυπο). Ο «Λόγος» με τον δημιουργό «Νού», θέτουν σε κίνηση τους επτά κύκλους, του πυρός.
«Ο Νους-Θεός που είναι αρσενικό-θηλυκός, ζωή και φως μαζί, γέννησε με έναν λόγο, άλλον δημιουργό Νου, ο οποίος είναι Θεός της φωτιάς και του πνεύματος και ο ενιαίος δημιουργός επτά διοικητών που περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο και η διοίκησή τους καλείται Ειμαρμένη και αμέσως από τα κατώτερα στοιχεία (του Θεού) ξεπήδησε ο Θεϊκός Λόγος στην περιοχή της καθαρής φυσικής δημιουργίας κι ενώθηκε με τον δημιουργό Νου (προς τον οποίον είναι ομοούσιος). Και ο δημιουργός Νους μαζί με τον Λόγο, που περιβάλλει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κραδασμούς στριφογύρισε τα δικά του δημιουργήματα και τα άφησε να στρέφονται από απροσδιόριστο χρόνο και θα συνεχίσουν να στρέφονται διαρκώς χωρίς τέλος». Λόγοι, Ι 9,10.
Ως «αγαθός» ο Θεός είναι κάθε αιτία κίνησης και γένεσης.
«Ο Θεός δημιουργεί τον αιώνα, ο αιώνας τον κόσμο, ο κόσμος τον χρόνο και ο χρόνος την γένεση. Η ουσία του θεού είναι το αγαθό, το καλό, η ευδαιμονία, η σοφία. Του αιώνα η ουσία είναι η ταυτότητα, του κόσμου η τάξη. Του χρόνου η μεταβολή, και της γένεσης ο θάνατος». Λόγοι, ΧΙ, 2
Τον ένα και μοναδικό Θεό, το απόλυτο αγαθό, ο άνθρωπος μπορεί να τον γνωρίσει μέσα από την δημιουργία.
«Από μία αρχή εξαρτώνται τα πάντα. Και η αρχή από τον ένα και μόνο. Και η αρχή κινείται για να γίνει και πάλι αρχή, αλλά το ένα μόνο μένει ακίνητο δεν κινείται. Υπάρχουν λοιπόν τρία: Ο Θεός, πατέρας και αγαθό ο κόσμος και ο άνθρωπος. Τον κόσμο τον δημιούργησε ο Θεός και τον άνθρωπο ο κόσμος. Ο κόσμος γίνεται υιός του Θεού και ο άνθρωπος γιος του κόσμου, δηλαδή εγγονός του θεού». Λόγος Ι, 14
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο από αγαθή πρόθεση δίνοντας του «Λόγο» και Νού. Στον άνθρωπο το «αγαθό» κατ’ αντιστοιχία του Θεού, υπάρχει μόνο ως ελάχιστο κακό, διαμέσου όμως του διαλογισμού και της έκστασης, είναι εφικτό ο άνθρωπος να βιώση την θέωση και να γνωρίσει τον Θεό. Το όραμα του Θεού διαμέσω της έκστασης χαρίζει την αθανασία, και γίνεται μόνο όταν η ψυχή αποδεσμευτεί από το σώμα.
«Είθε να αποκτήσεις φτερά σαν του πουλιού και να ανυψωθείς στον αέρα και ανάμεσα γης και ουρανού να σταθείς και να αντικρίσεις την στεριά της γής, το ρευστό της θάλασσας, των ποταμών τα ρεύματα, την ελεύθερη κίνηση του αέρα, την οξύτητα της φωτιάς, την αστείρευτη κίνηση, την ταχύτητα του ουρανού και την περιστροφή περί τον εαυτό τους». Λόγος Ε, 5
Ο πραγματικός άνθρωπος, ως ανώτερη Ψυχή, είναι δημιούργημα του πρώτου Θεού (όπως λέει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο) και για αυτό είναι πραγματικά και ουσιαστικά αθάνατος, αν και το σώμα του (η προσωπικότητά του) που το χαρίζει ο δεύτερος δημιουργός είναι φθαρτό και θνητό:
«Ο Κύριος και δημιουργός όλων των αιώνιων σωμάτων, Τατ, αφού μία φορά δημιούργησε, δεν ξαναδημιούργησε ούτε δημιουργεί (...) Όσο για το δικό μας δημιουργό επειδή είναι σε σώμα, αφού μας δημιούργησε, δημιουργεί πάντα και θα δημιουργεί σώματα, θνητά και διαλυτά. Διότι δεν είναι θεμιτό σε αυτόν να μιμείται το δημιουργό του, πράγμα εξάλλου αδύνατο. Διότι εκείνος έκανε τα πλάσματά του από την πρωταρχική ουσία, που είναι ασώματη, ο άλλος έπλασε εμάς από την σωματοποίηση που ακολούθησε.».Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 1, 2. (Διασώθηκε από τον Στοβαίο).
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η δημιουργία του ανθρώπου ξεκινάει με την δημιουργία του ανθρώπου αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα:
«Κι ο πατέρας όλων ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτό του, τον οποίον αγάπησε ως γέννημα δικό του. Και ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο Θεός αγάπησε την ίδια του την μορφή, του παρέδωσε όλα τα δημιουργήματα ». Λόγοι, Ι 12-15
Η δημιουργία του ανθρώπου γίνεται με την δημιουργία του ανθρώπου –αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα. Στην συνέχεια και ο άνθρωπος συμμετέχει στην δημιουργία. Αρχικά ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ήταν αρσενικοθήλυκος κάτι που συναντάμε επίσης στην αρχαιοελληνική γραμματεία τόσο στον Ησίοδο όσο και τον Πλάτωνα
«Οι ψυχές παιδί μου, Ώρε έχουν όμοια φύση, καθότι προέρχονται από τον ίδιο τόπο, όπου τις πλάθει ο δημιουργός, και δεν είναι ούτε αρσενικές ούτε θηλυκές. Διότι η διάκριση αυτή γίνεται στα σώματα και όχι στα ασώματα». Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 24, 8 (Διασώθηκε από τον Στοβαίο).
«Όταν επληρώθη η περίοδος, λύθηκε ο δεσμός που συγκρατούσε τα πάντα με την θέληση του Θεού. Έτσι όλα τα ζώα που ήταν αρσενικοθήλυκα κι ο άνθρωπος μαζί, διαλύθηκαν κι άλλα έγιναν αρσενικά κι άλλα θηλυκά. Και τότε ο Θεός είπε άγιο λόγο. Αυξάνεστε και πληθύνεστε όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα». Ποιμάνδρης Ι, 18.
Ο άνθρωπος - αρχέτυπο διαπερνόντας τους πλανητικούς κύκλους παρουσιάστηκε στην φύση, και εισέρχεται την ύλη. Κάτι όμως που είχε ως συνέπεια την πτώση του, διότι ως Νάρκισσος αγάπησε την μορφή του, την αντανάκλασή του στον υλικό κόσμο, και συνειδητά επέλεξε να κατοικήσει στην άλογη μορφή.
«Και τότε ο άνθρωπος είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του Θεού κι όταν είδε το απέραντο κάλλος κι όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στην μορφή του Θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στην σκιά του πάνω στην γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σε αυτήν. Κι αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογη μορφή. Και για αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα κι αθάνατος στην ουσία του». Λόγοι, Ι 12-15
Εξαιτίας της πτώσης του ο άνθρωπος έχει διπλή φύση, θνητός ως προς το σώμα και αθάνατος ως προς τη ουσία του. Ο άνθρωπος που έχει επίγνωση της αθάνατης φύσης του, προχωράει προς την γνώση του υπέρτατου αγαθού και την ένωση με τον Θεό, που γίνεται με την ενδοσκόπηση, ενώ ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε το σώμα του παραμένει στο σκοτάδι και τον θάνατο. Με τον θάνατο βέβαια δεν καταστρέφεται τίποτα απλώς γίνεται μια διάλυση των υλικών στοιχείων.
«-Δεν παθαίνουν πατέρα, τα ζώα που βρίσκονται μέσα σε αυτό (Θείο) και είναι μέρη του;
-Κράτα τον λόγο σου τέκνο μου, γιατί πλανάσαι στην ονομασία των φαινομένων
.Δεν πεθαίνει τίποτα τέκνο μου, αλλά ως σύνθετα σώματα, διαλύονται. Η διάλυση δεν είναι θάνατος, αλλά διάλυση του κράματος. Και διαλύεται όχι για να χαθεί αλλά για να γίνει κάτι νέο. Γιατί ποια είναι η ενέργεια της ζωής: Δεν είναι η κίνηση; Και υπάρχει τίποτα ακίνητο στον κόσμο; Τίποτε, παιδί μου.
-Ούτε η Γη δεν είναι ακίνητη πατέρα κατά την γνώμη σου;
-Όχι παιδί μου. Η γη είναι και πολυκίνητος από μόνη της και στάσιμη. Πόσο γελοίο είναι να λέμε την τροφό των πάντων ακίνητη, αυτή που βλασταίνει και γεννάει τα πάντα.Είναι αδύνατο να βλασταίνει κάτι δίχως να κινείται…
Τέκνο μου, ο κόσμος ως σύνολο είναι αμετάβλητος , αλλά τα μέρη του είναι μεταβλητά, ενώ τίποτα δεν είναι φθαρτό και τίποτα δεν χάνετε. Μόνο οι ορισμοί μπερδεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι η γένεση ζωή, αλλά η αίσθηση, ούτε ο θάνατος αλλά λήθη». Λόγοι ΙΒ, 17,18
Η ψυχή απελευθερώνεται και αναβαίνει περνώντας από τις εφτά σφαίρες αφήνοντας όλα της τα πάθη έως ότου φτάσει στην όγδοη φύση και την ένωση της με τον Θεό.
«Η ασεβής ψυχή μένει στην ίδια ουσία, κολάζεται από αυτήν και ζητάει γήινο σώμα για να εισέλθει. Σε ζώου σώμα δεν χωράει ανθρώπινη ψυχή και η Θέμιδα δεν επιτρέπει η ανθρώπινη ψυχή να εκπέσει σε αλόγου ζώου σώμα. Νόμος του Θεού είναι για να προφυλάσσει την ανθρώπινη ψυχή από μία τέτοια ύβρη». Λόγοι, X, 19.
Από τα παραπάνω καταδεικνύεται η ομοιότητα των Ερμητικών κειμένων τόσο με τον Ορφισμό, όσο και με την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη κυρίως αυτή των πυθαγόρειων. Υπάρχει όμως ομοιότητα και με τον Χριστιανισμό. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι Ερμητικά κείμενα βρέθηκαν ανάμεσα σε γνωστικά απόκρυφα ευαγγέλια (κείμενα του nag Hammadi 1947/48 ).
Στα Ερμητικά ενώ υπάρχει αναφορά στον ένα και μοναδικό Θεό, αναφέρονται και άλλοι Θεοί οι οποοίοι όμως είναι υποδεέστεροι του Θεού - Νου και κυριαρχούν σε ένα μόνο μέρος του κόσμου.
Ο Ερμητισμός δεν αποτέλεσε θρησκεία καθώς δεν είχε τελετουργίες καθαρμούς, και ιδιαίτερες μυστηριακές πράξεις. Η γνώση και η σωτηρία σε κάθε περίπτωση είναι αποκαλυπτική, και μπορεί ο άνθρωπος να την κατακτήσει με ενδοσκόπηση:
«Πότε λοιπόν θα μπορούσε να σε ευλογήσει ή να απευθυνθεί προς εσένα; Προς τα πού να γυρίσω τα μάτια μου, για να σε ευλογήσω, προς τα πάνω, προς τα κάτω, προς τα μέσα ή προς τα έξω; Δεν υπάρχει τρόπος, δεν υπάρχει τόπος γύρω από εσένα, ούτε άλλο τίποτε, ούτε κανένα από τα όντα. Όλα υπάρχουν σε σένα κι όλα προέρχονται από σένα. Δίνεις τα πάντα και δεν παίρνεις τίποτε. Εσύ τα κατέχεις όλα και δεν υπάρχει τίποτε που να μην το έχεις. Πότε να σε υμνήσω;
Γιατί ούτε ώρα, ούτε χρόνο είναι δυνατό να καταλάβεις. Και γιατί να σε υμνήσω; Για όσα δημιούργησες ή για όσα δεν δημιούργησες; Για όσα φανέρωσες ή για όσα έκρυψες; Και για ποιο λόγο θα πρέπει να σε υμνήσω; Σαν κάτι που ανήκει σε εμένα, σαν κάτι ξεχωριστό ή σαν κάτι άλλο; Γιατί εσύ είσαι ότι είμαι, συ είσαι ότι κάνω, συ είσαι ότι λέω. Είσαι το παν και δεν υπάρχει άλλο πέρα από εσένα. Κι ακόμα είσαι κι εκείνο που δεν υπάρχει. Συ είσαι ό,τι έχει δημιουργηθεί κι ό,τι δεν δημιουργήθηκε». Λόγοι, V 10.Ο Ερμητισμός ως συνοθύλευμα Ελληνικών, Αιγυπτιακών, Ανατολικών φιλοσοφικών αλλά και θεολογικών αντιλήψεων, και επηρέασε τα μέγιστα στην θεολογική και αλχημιστική πρακτική ιδιαίτερα του μεσαίωνα.
Ο «σμαραγδένιος πίνακας» του Ερμή του τρισμέγιστου αποτέλεσε την βίβλο της Αλχημείας.
1. Είναι ακριβές, σίγουρο και αληθινό.
2. Ό,τι είναι κάτω, μοιάζει με εκείνο που είναι επάνω και ό,τι είναι επάνω, μοιάζει με αυτό που είναι κάτω, προς εκπλήρωση των θαυμάτωντον Ενός.
3. Και όπως όλα δημιουργήθηκαν μέσω του Νου του ενός 'Οντος, έτσι ταπάντα γεννήθηκαν από εκείνο το Ον μέσω προσαρμογής.
4. Πατέρας τους είναι ο ήλιος, μητέρα τους η σελήνη· ο άνεμος τακυοφόρησε, η γη είναι η τροφός τους.
5. Πατέρας του παντός είναι το τέλεσμα.
6. Η δύναμη του είναι μεγάλη, αν μετατραπεί σε γη.
7. Χώρισε τη γη από το πυρ, το λεπτό από το παχυλό, ενεργώντας ήπιακαι δεξιοτεχνικά.
8. Ανέβα από τη γη στον ουρανό και μετά κατέβα πάλι στη γη, καισυνδύασε τις δυνάμεις των ανώτερων και κατώτερων όντων. Έτσι θααποχτήσεις τη δόξα όλον τον κόσμου και το σκότος θα απομακρυνθεί απόσένα.
9. Σε αυτό έγκειται η Δύναμη, ισχυρότερη από όλες τις δυνάμεις, γιατίΥπερνικά το λεπτοφυές και διαπερνάει το κάθε στερεό.
10. Έτσι δημιουργήθηκε ο κόσμος.
11. Εφάρμοσε τις θαυμάσιες υποδείξεις που δίνονται εδώ.
12. Πράγματι, αυτό που εξέθεσα για το έργο του ηλίου είναι πλήρες.
Στόχος της αλχημείας ήταν η μετατροπή ενός ευτελούς μετάλλου σε υδράργυρο που θεωρούταν ως η πρωταρχική ύλη των μετάλλων, και τελικά σε χρυσό.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΟΝ ΗΣΙΟΔΟ
Φυσικά δεν ὀφείλεται σε ἁπλή αὐθαιρεσία τοῦ Ἡσιόδου το γεγονός ότι μετατρέπει το ἐπικαιρικά δεδομένο σε κάτι πού ἔχει μόνιμη ὕπαρξη. Ἀντίθετα ὁ ποιητής ἀκολουθεί ἕνα οὐσιαστικό χαρακτηριστικό τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας και σκέψης, το ὁποῖο ὅμως ὁδηγεῖ ὑποχρεωτικά ἔξω ἀπό τις πρωτόγονες θρησκευτικές ἀντιλήψεις. Το φαινόμενο αὐτό το ὑποδεικνύει ἰδιαίτερα ὁ γλωσσικός σχηματισμός τῶν ὀνομάτων πού ἐπινοεῖ ὁἩσίοδος για τις θεότητές του. Ἡ Γαλήνη π.χ., ἡ νηνεμία, εἶναι μια ἀπό τις Νηρηίδες του. Γαλήνη ὅμως στα Ἑλληνικά εἶναι ἡ συνηθισμένη λέξη για τη νηνεμία ὡς ἀφηρημένη ἔννοια, ὅπως θα λέγαμε σήμερα.
Βέβαια δεν εἶναι δυνατός ὁ διαχωρισμός ἀνάμεσα σε ἀφηρημένες ἔννοιες και ὀνόματα θεῶν στην ἀρχαϊκή γλώσσα, γιατί ὅταν κάποιος χαρακτήριζε μια ὁρισμένη κατάσταση ὡς νηνεμία, τη θεωροῦσε ἀποτέλεσμα τῆς ἐπέμβασης τῆς θεότητας. «Κυριαρχεῖ γαλήνη» σημαίνει: ἡ θεότητα ἡμερεύει το πέλαγος. Ἀλλά ὅταν κάποιος ἀποδεσμεύει τη Γαλήνη ἀοό αὐτή τη συγκεκριμένη κατάσταση, και ἡ θεότητα δεν ἀποτελεῖ μια ὁλοκληρωμένη μυθική μορφή, για την ὁποία κάποιος μπορεῖ να διηγηθεῖ ἱστορίες, το ὄνομα βρίσκεται ἤδη στα ὅρια τοῦ ἀφηρημένου. Το γεγονός ὅτι οἱ πολυάριθμες θεότητες τοῦ Ἡσιόδου – και ἰδιαίτερα αὐτές πού ὁ ἴδιος ὁ ποιητής εἰσάγει για να ἐξηγήσει τον κόσμο – βρίσκονται στο μεταίχμιο, δηλαδή ἀνάμεσα στις θεότητες πού ἀφενός ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ἄμεσα και συγκλονίζεται ἀκαριαία ἀπό το βίωμά τους και ἀφετέρου στους ἀφηρημένους χαρακτηρισμούς για τις δυνάμεις πού δροῦν και ὑπάρχουν, ἔχει ὡς συνέπεια την ἀδυναμία τοῦ Ἡσιόδου να βρεῖ για τά ἔπη του μια καθαρή και γνήσια μορφή για το θεῖο.
Ὁ Ἡσίοδος δεν περιγράφει ὅπως ὁ Ὅμηρος μεγάλα γεγονότα πού σχεδίασαν οἱ θεοί και δεν ἔχει στη διάθεσή του ἕνα σχῆμα κατάλληλο για να παραστήσει θεωρητικά αὐτό πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἔτσι οἱ προτροπές πού απευθύνει στον ἀδερφό του στά Ἕργα εἶναι ζωντανότερες και περισσότερο ἐνδιαφέρουσες ἀπό τις θεολογικές του θεωρίες, γιατί πηγάζουν ἀπό τις προσωπικές του ἐμπειρίες. Ὡστόσο ὁ Ἡσίοδος ἔκανε με τη Θεογονία ἕνα σημαντικό βῆμα ἀπό το ἔπος προς τη φιλοσοφία, το ὁποῖο εἶχε σοβαρές συνέπειες…
Ὁ Ἡσίοδος δεν ἐνδιαφέρεται για μια συγκεκριμένη περίπτωση, ἀλλά για τις ἀρχές, γιά τό σύστημα. Ἔτσι δεν γίνεται μόνο πρόδρομος και πρωτοπόρος τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά, ὅσο παράδοξο κι ἄν φαίνεται, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό: ἔστω κι ἄν «το κάθετί εἶναι γεμάτο θεούς», ὅλοι αύτοί οἱ θεοί ἀποτελοῦν μιά ἑνότητα…
Ἡ ποίηση τοῦ Ἡσιόδου θέλει να ἔχει ὡς περιεχόμενό της ἀλήθειες και ὄχι ὄμορφα ψέμματα. Στο σημεῖο αὐτό ἡ σχέση του με τον Ὅμηρο εἶναι ὅμοια με τη σχέση ἀνάμεσα στον Θουκυδίδη και τον Ἡρόδοτο…
Ὅπως το κάθετί πού ὑπάρχει στον κόσμο μας ἔχει δημιουργηθεῖ, ἔτσι και ἡ τάξη εἶναι δημιούργημα τοῦ Δία…
Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τοῦ θεϊκοῦ ὀνόματος ἐναρμονίζεται με τη βασική τάση τοῦ Ἡσίοδου να στοχάζεται για τις ἀρχές τῶν ὄντων· ἔτσι προηγεῖται ἀπό τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, και ὁ Δίας του, ὡς ἐπιτηρητής τῆς κοσμικῆς τάξης, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό τῶν μεταγενέστερων στοχατῶν…
Ὁ ποιητής τονίζει την τάξη και το δίκαιο στην θεϊκή σφαίρα, και στο σημεῖο αὐτό προχωρεῖ πολύ πιο πέρα ἀπό τον Ὅμηρο…
Φυσικά και ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει τον Δία ὡς ἀνώτατο θεό, καθώς και ἄλλους θεούς με μικρότερη ἤ μεγαλύτερη δύναμη καί με ἄνισο κύρος. Ἀλλά ο Ἡσίοδος εἶναι ὁ πρῶτος πού ἀναζητᾶ μια ἱεραρχική τάξη. Αὐτό σημαίνει: ρωτᾶ για τη σημασία τοῦ σημαντικοῦ και για την ἀξία τοῦ ἀξιόλογου.
Ὁ Ἡσίοδος δεν ἐνδιαφέρεται για μια συγκεκριμένη περίπτωση, ἀλλά για τις ἀρχές, γιά τό σύστημα. Ἔτσι δεν γίνεται μόνο πρόδρομος και πρωτοπόρος τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά, ὅσο παράδοξο κι ἄν φαίνεται, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό: ἔστω κι ἄν «το κάθετί εἶναι γεμάτο θεούς», ὅλοι αύτοί οἱ θεοί ἀποτελοῦν μιά ἑνότητα…
Ἡ ποίηση τοῦ Ἡσιόδου θέλει να ἔχει ὡς περιεχόμενό της ἀλήθειες και ὄχι ὄμορφα ψέμματα. Στο σημεῖο αὐτό ἡ σχέση του με τον Ὅμηρο εἶναι ὅμοια με τη σχέση ἀνάμεσα στον Θουκυδίδη και τον Ἡρόδοτο…
Ὅπως το κάθετί πού ὑπάρχει στον κόσμο μας ἔχει δημιουργηθεῖ, ἔτσι και ἡ τάξη εἶναι δημιούργημα τοῦ Δία…
Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τοῦ θεϊκοῦ ὀνόματος ἐναρμονίζεται με τη βασική τάση τοῦ Ἡσίοδου να στοχάζεται για τις ἀρχές τῶν ὄντων· ἔτσι προηγεῖται ἀπό τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, και ὁ Δίας του, ὡς ἐπιτηρητής τῆς κοσμικῆς τάξης, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό τῶν μεταγενέστερων στοχατῶν…
Ὁ ποιητής τονίζει την τάξη και το δίκαιο στην θεϊκή σφαίρα, και στο σημεῖο αὐτό προχωρεῖ πολύ πιο πέρα ἀπό τον Ὅμηρο…
Φυσικά και ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει τον Δία ὡς ἀνώτατο θεό, καθώς και ἄλλους θεούς με μικρότερη ἤ μεγαλύτερη δύναμη καί με ἄνισο κύρος. Ἀλλά ο Ἡσίοδος εἶναι ὁ πρῶτος πού ἀναζητᾶ μια ἱεραρχική τάξη. Αὐτό σημαίνει: ρωτᾶ για τη σημασία τοῦ σημαντικοῦ και για την ἀξία τοῦ ἀξιόλογου.
ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΕΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ “ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ” ΤΗΣ ΑΣΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΕΩΣ, ΟΦΕΙΛΕΙ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ, ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΕΙ ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΩΝ
Δύο από τις πιό χαρακτηριστικές ιδιότητες αυτού του μεταελληνικού κόσμου στον οποίον ζεί εδώ και 16 αιώνες η ανθρωπότητα, είναι η υπερβολική ασάφεια και η μεγάλη δεξιοτεχνία στην παραποίηση. Αυτή η ίδια η προέλευση άλλωστε του συγκεκριμένου “πολιτισμού” που τώρα κυριαρχεί, προϋποθέτει αξιωματικά κάτι τέτοιο, αφού ένας πολύ πονηρός τρόπος για να κρύβει κανείς την όποια ανεπιθύμητη, για αυτόν, αλήθεια είναι να μιλάει ακατανόητα ή με ασάφεια, αλλά και να παραχαράζει ή να παραποιεί γεγονότα και νοήματα. Ο E. A. Ράουτερ παρατηρούσε από την δεκαετία του 60 κιόλας ότι «όσο ασαφέστερα εκφράζεται κανείς, τόσο περισσότερο μένει κρυμμένο το ψέμα που υπάρχει στον λόγο του...» (“Η Κατασκευή Υπηκόων”)
Οι Αρχαίοι, αβάπτιστοι και πραγματικοί Έλληνες πρόγονοί μας, έδιδαν μεγάλη προσοχή στην ακριβολογία, για αυτό άλλωστε και έφθασαν την ανθρώπινη νόηση στα ύπατα ιστορικά της σημεία. Κάθε λέξη σήμαινε ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα, ούτε ένα χ παραπλήσιο, ούτε ένα ψ παρόμοιο. Από τους ομηρικούς κιόλας χρόνους, βρίσκουμε να χρησιμοποιούν εν συνόλω δώδεκα (12!!!) ρήματα για το “βλέπω”, και συγκεκριμένα τα: βλέπειν, θεωρείν, ειδείν, οράν, λεύσσειν, αθρείν, θεάσθαι, σκέπτεσθαι, όσσεσθαι, δενδίλλειν, δέρκεσθαι και παπταίνειν, ένα διαφορετικό δηλαδή ρήμα για κάθε διαφορετικό κοίταγμα.
Γίνεται σαφές εδώ λοιπόν ότι όποιος θέλει να πολεμήσει ενάντια στον “πολιτισμό” της ασάφειας και της παραποιήσεως, οφείλει, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, να υπερασπισθεί και να παλινορθώσει το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ των λέξεων και των όρων. Διαφορετικά ασταμάτητα θα ιδρώνουμε και θα ματώνουμε σε κύκλους, αναπαράγοντας κυκλικά την απέραντη αχρηστία, όπως εκείνοι που ματαίως αγωνίσθησαν με τη λέξη “σύντροφος” στο στόμα, αγνοώντας ωστόσο παντελώς τι πραγματικά σημαίνει αυτή η λέξη, η πιό παρεξηγημένη λέξη του 20ου αιώνος, όπως και η λέξη “Θεός” κατέληξε η πιό παρεξηγημένη των τελευταίων δύο χιλιετιών.
Σήμερα όλοι είναι, ή παριστάνουν ότι είναι... “Δημοκράτες”, ο δε πλανήτης κατακλύζεται από.. εμμεσό-“Δημοκρατίες” παντός είδους: αστικοκοινοβουλευτικές, βασιλευόμενες, στρατοκρατικές, τηλεοπτικές, φασιστικές και πάει λέγοντας, προς αύξηση των δόσεων της διαστρεβλώσεως και της αχρηστεύσεως των εννοιών.
Τι εστί ωστόσο Δημοκρατία; Πέρα από τους όποιους ισχυρισμούς των σύγχρονων απατεώνων και μεταπρατών του όρου (και αυτοί είναι δισεκατομμύρια..), αυτός ο όρος, τον οποίο γέννησε η υψηλή ακριβολογία των πολυθεϊστών πραγματικών Ελλήνων της αρχαιότητος, σημαίνει ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ, δηλαδή ΑΜΕΣΗ διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων από το εύτακτο σώμα των ενεργών πολιτών. Η ερμηνεία αυτή, δημιουργεί ωστόσο από μόνη της πρόβλημα, αφού εισάγει ως απαιτούμενα, δύο παντελώς ξένα προς την σύγχρονη ψευτο-“Δημοκρατία” στοιχεία, δηλαδή την ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ (Άμεση Δημοκρατία) και την πολιτική ΑΥΤΕΝΕΡΓΕΙΑ.
Για τους προγόνους μας, τους πραγματικούς και αβάπτιστους Έλληνες, η Δημοκρατία αποτελούσε την ανώτατη βαθμίδα της πολιτικής Τέχνης, δηλαδή της διαχειρίσεως των πραγμάτων της Πατρίδος / Μητρίδος “Πόλεως” η οποία οριζόταν όχι με τρόπο μαγικό αλλά απτό, λογικό και άρα πλήρως κατανοήσιμο. Η Πατρίς / Μητρίς “Πόλις” (εκ της οποίας άλλωστε και η λέξη “Πολιτική”) μπορούσε να καταμετρηθεί και ορισθεί. Ήταν το σύνολο των κληρονομημένων χωμάτων που στοιχειώνονταν από τη σποδό των πατέρων και από τους φυλετικούς και οικογενειακούς Θεούς.
Μία “Πόλις” δεν ήταν ωστόσο μόνον τα χώματα ή τα σπίτια της, όπως η ρωμαϊκή Urbs. Αυτό που επιπροσθέτως κοσμούσε τον όρο, ήταν η ύπαρξη του Δήμου, της ΜΟΙΡΑΣΙΑΣ δηλαδή των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, μέσα από (αυτο) θεσμούς που έδεναν σε συμπαγές πολιτικό σώμα τους πολίτες. Για τους πραγματικούς Έλληνες, δεν υπήρχε η σύγχρονη διάσταση, έως αντιπαλότητος, του προσωπικού στοιχείου από το πολιτικό, της προσωπικής συνειδήσεως από την κοινοτική. Δεν νοείτο για τους Έλληνες αδιαφορία για τα πολιτικά πράγματα ή αποφυγή σαφούς θέσεως, ιδίως σε περιπτώσεις διαμαχών.
Αυτή η συμμετοχή, αυτή η μοιρασιά που προϋπέθετε η ύπαρξη του ΔΗΜΟΥ, γέννησε πολύ σύντομα ένα θαυμαστό χαρακτηριστικό του Έλληνος Ανθρώπου που λέγεται Παρρησία. Η Παρρησία, από το πάς και ρήσις, δεν είναι παρά η υποχρέωση να εκφέρει ο ελεύθερος άνθρωπος με κάθε κόστος τη γνώμη του, ακόμη και σε βάρος της προσωπικής τους ασφάλειας. Και δεν είναι φυσικά διόλου τυχαίο το ότι η λέξη “Παρρησία”, εξηφανίσθη μετά την πλήρη καταστροφή των Ελληνικών πολιτικών θεσμών (λ.χ. διάλυση επί Γιουτπράδα / Ιουστινιανού των τελευταίων Βουλευτηρίων των Ελληνικών πόλεων) από τους εκχριστιανισμένους Ρωμαίους, που κακώς ονομάζονται “Βυζαντινοί”.
Στην Παρρησία των Ελλήνων η χριστιανική αντιπρόταση υπήρξε, για το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον μας, δουλοπρέπεια, κρυψίνοια και προς τα κάτω ισοπεδωτισμός.
Ο κόσμος των Ελλήνων Εθνικών της Αρχαιότητος, ανέπτυξε και δόξασε, αν όχι τις πρώτες, τουλάχιστον τις βέλτιστες των πολιτικά αυτοθεσμιζόμενων κοινωνιών που ενεφανίσθησαν πάνω σε τούτο τον πλανήτη. Λειτούργησε μέσα από κοινωνίες που κατά θαυμαστό τρόπο το ατομικό και το δημόσιο συμφέρον υπήρξαν απολύτως ταυτόσημα. Λειτούργησε μέσα από κοινωνίες που όριζαν την έννοια “ελευθερία” όχι ως ατομική συλλογή δικαιωμάτων άμυνας απέναντι σε μία διαχωρισμένη Εξουσία και απέναντι σε ανταγωνιστές συνυπήκοους (συν-υπακούοντες), αλλά, αντίθετα, ως το δικαίωμα του ενεργού πολίτη στην αξιοπρέπεια και την αυτορρύθμιση της καθημερινής του ζωής.
Όλα αυτά, η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ δηλαδή, για τους χριστιανούς δεν ήσαν παρά “Πολίτευμα του Διαβόλου” (civitas diaboli κατά τον Ευσέβειο Καισαρείας). Αντιπρότειναν λοιπόν για πολλούς αιώνες μία στυγνή θεοκρατική Αυταρχία της Μοναρχίας και της Εκκλησίας πάνω σε απρόσωπους και ταπεινωμένους πνευματικά και πολιτικά υπήκοους. Στην “Βουληφόρο Αγορά” των πολυθείστών Ελλήνων, σε αυτόν τον ψυχογεωγραφικό χώρο που μέσα του, η κίνηση των ιδεών, ο Διάλογος και η λογική επιχειρηματολογία και γνώμη θεσμοποιούντο ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ιδιότητα, σε αυτόν τον χώρο που τον ενέπνευσαν Βουλαίοι, Αγοραίοι, Θέσμιοι, Φίλιοι, Εταιρείοι και Λεσχανόριοι Θεοί, αντιπρότειναν οι χριστιανοί την πλήρη κατάργηση όλων των πολιτικών θεσμών, εκμηδένιση του Διαλόγου και της λογικής επιχειρηματολογίας και γνώμης, ορίζοντας ως μοναδικό κοινωνικό (και όχι μόνο) θεσμό την... Εκκλησία. Το άτομο δεν δικαιούτο πλέον ν’αγορεύει ενώπιον πλήθους ατόμων. Το δικαίωμα του λόγου το είχαν πλέον μόνο οι κρατούντες, σε έναν εφιαλτικό λόγο δίχως αντίλογο και μήτε καν στους ναούς δεν επιτρέπονταν (ούτε άλλωστε και σήμερα επιτρέπονται) οι ερωτήσεις ή οι αγορεύσεις από την απρόσωπη βάση.
Στα τέλη του 18ου αιώνος, όπως ήδη προείπαμε, η καρμανιόλα γκρέμισε την θεοκρατία, δεν μπόρεσε όμως να παλινορθώσει την πραγματική Δημοκρατία, δηλαδή την Άμεση, παρά τις κραυγές αρκετών “Ορεινών” ενάντια στην απάτη των εκπροσωπήσεων. Αυτό που επεκράτησε παγκοσμίως, ήταν τελικά ο αστείος αγγλικός “Κοινοβουλευτισμός”, ενώ από την γαλλική έκρηξη έμεινε τελικά ο αφελής εξισωτισμός του “εγκαλιτέ” που, αντίθετα από την πραγματική Δημοκρατία, επέτρεψε το ανέβασμα στο πολύ δύσκολο βάθρο του πολίτη, του οποιουδήποτε είχε απλώς.. ανθρώπινο σχήμα και ήξερε να... ομιλεί: “η σύγχρονη δυτική πολιτική κουλτούρα έχει δημιουργηθεί επί τή βάσει ουτοπικών ιδανικών και ειδικά πάνω στην αντιφατική ουτοπία της Γαλλικής Επανάστασης... της οποίας ο υποτιθέμενος μετασχηματισμός σε πολιτιστική πραγματικότητα, σήμαινε την σταθεροποίηση και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά δεν προέβαλλε επίσης και τις υποχρεώσεις του πολίτη” (Παν, Ν. Χιώτης, “Η Παράδοση του Διαφωτισμού στην Ελλάδα”, Ενάλιος, Αθήναι 1998, σελ. 306)
Αυτή η έκπτωση της Δημοκρατίας και του πολίτη οδήγησε τάχιστα σε αυτό που σήμερα όλοι μας διαπιστώνουμε γύρω μας, παρά το ότι σχεδόν κανείς δεν τολμάει να το ομολογήσει. Ένας τερατώδης συνδυασμός σκληρής ολιγαρχίας (πολύ επικίνδυνης μάλιστα αφού υποτίθεται ότι είναι, συν τοις άλλοις, και.. εκλεγμένη) και πλήρους “βλακοκρατίας” (στα μέτρα που τοποθέτησε σοφά τον όρο ο αείμνηστος Ευάγγελος Λεμπέσης) έρχεται σαν νέα απόλυτη αλήθεια, λες και δεν μας έφθανε η αλαζονία του Χριστιανισμού, να ποζάρει ως το βέλτιστο τάχα Πολίτευμα, τη στιγμή που δεν αποτελεί παρά μία χυδαία παραποίηση της αληθινής, πατρογονικής και ΑΜΕΣΗΣ Δημοκρατίας των προγόνων μας. Η πραγματική και ΑΜΕΣΗ Δημοκρατία προϋποθέτει την εύκολη πρόσβαση του πολίτη στα αξιώματα της Εξουσίας, κάτι που ο σημερινός Κοινοβουλευτισμός δεν προσφέρει, με τα πλαφόν ποσοστών (στη χώρα μας μάλιστα μηδενίζεται ο όποιος πολιτικός λόγος αδυνατεί να ξεπεράσει το 3% των ψήφων), τις μη απλές αναλογικές και τα τεράστια οικονομικά μεγέθη που απαιτούνται για μία στοιχειωδώς αποτελεσματική προεκλογική προσπάθεια: “Ολιγαρχικό πολίτευμα υπάρχει όταν εξουσιάζουν το πολίτευμα εκείνοι που έχουν περιουσίες” τονίζει πολύ σωστά και με κάθε σαφήνεια ο Αριστοτέλης (“Πολιτικά” 1279β, 18). Προϋποθέτει επίσης την βουληφορία ΜΟΝΟΝ των ενεργών, ελευθεροφρόνων και πληροφορημένων πολιτών, αφού η εξίσωση των τελευταίων, μέσω της τρελής “λόγικής” μία ψήφος προς μία ψήφο, με τους αδιάφορους, τους φοβικούς και εν πλήρει άγνοια τυγχάνοντες, αποτελεί ουσιαστικά μία απαξίωση του ανθρώπου και μία τυραννία των αθλίων: “Ο πολιτισμός που προβάλλει την ισότητα του ατόμου ενώπιον του νόμου και την αδελφοσύνη βασισμένη στον χριστιανικό ηθικό κώδικα, είναι ένας πολιτικά, μορφωτικά και κοινωνικά κουτσουρεμένος πολιτισμός, γιατί αφήνει εκτός του πεδίου του την αρετή του ανθρώπου” (Π. Ν. Χιώτης, ως άνω, σελ. 307)
Οι Αρχαίοι, αβάπτιστοι και πραγματικοί Έλληνες πρόγονοί μας, έδιδαν μεγάλη προσοχή στην ακριβολογία, για αυτό άλλωστε και έφθασαν την ανθρώπινη νόηση στα ύπατα ιστορικά της σημεία. Κάθε λέξη σήμαινε ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα, ούτε ένα χ παραπλήσιο, ούτε ένα ψ παρόμοιο. Από τους ομηρικούς κιόλας χρόνους, βρίσκουμε να χρησιμοποιούν εν συνόλω δώδεκα (12!!!) ρήματα για το “βλέπω”, και συγκεκριμένα τα: βλέπειν, θεωρείν, ειδείν, οράν, λεύσσειν, αθρείν, θεάσθαι, σκέπτεσθαι, όσσεσθαι, δενδίλλειν, δέρκεσθαι και παπταίνειν, ένα διαφορετικό δηλαδή ρήμα για κάθε διαφορετικό κοίταγμα.
Γίνεται σαφές εδώ λοιπόν ότι όποιος θέλει να πολεμήσει ενάντια στον “πολιτισμό” της ασάφειας και της παραποιήσεως, οφείλει, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, να υπερασπισθεί και να παλινορθώσει το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ των λέξεων και των όρων. Διαφορετικά ασταμάτητα θα ιδρώνουμε και θα ματώνουμε σε κύκλους, αναπαράγοντας κυκλικά την απέραντη αχρηστία, όπως εκείνοι που ματαίως αγωνίσθησαν με τη λέξη “σύντροφος” στο στόμα, αγνοώντας ωστόσο παντελώς τι πραγματικά σημαίνει αυτή η λέξη, η πιό παρεξηγημένη λέξη του 20ου αιώνος, όπως και η λέξη “Θεός” κατέληξε η πιό παρεξηγημένη των τελευταίων δύο χιλιετιών.
Σήμερα όλοι είναι, ή παριστάνουν ότι είναι... “Δημοκράτες”, ο δε πλανήτης κατακλύζεται από.. εμμεσό-“Δημοκρατίες” παντός είδους: αστικοκοινοβουλευτικές, βασιλευόμενες, στρατοκρατικές, τηλεοπτικές, φασιστικές και πάει λέγοντας, προς αύξηση των δόσεων της διαστρεβλώσεως και της αχρηστεύσεως των εννοιών.
Τι εστί ωστόσο Δημοκρατία; Πέρα από τους όποιους ισχυρισμούς των σύγχρονων απατεώνων και μεταπρατών του όρου (και αυτοί είναι δισεκατομμύρια..), αυτός ο όρος, τον οποίο γέννησε η υψηλή ακριβολογία των πολυθεϊστών πραγματικών Ελλήνων της αρχαιότητος, σημαίνει ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ, δηλαδή ΑΜΕΣΗ διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων από το εύτακτο σώμα των ενεργών πολιτών. Η ερμηνεία αυτή, δημιουργεί ωστόσο από μόνη της πρόβλημα, αφού εισάγει ως απαιτούμενα, δύο παντελώς ξένα προς την σύγχρονη ψευτο-“Δημοκρατία” στοιχεία, δηλαδή την ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ (Άμεση Δημοκρατία) και την πολιτική ΑΥΤΕΝΕΡΓΕΙΑ.
Για τους προγόνους μας, τους πραγματικούς και αβάπτιστους Έλληνες, η Δημοκρατία αποτελούσε την ανώτατη βαθμίδα της πολιτικής Τέχνης, δηλαδή της διαχειρίσεως των πραγμάτων της Πατρίδος / Μητρίδος “Πόλεως” η οποία οριζόταν όχι με τρόπο μαγικό αλλά απτό, λογικό και άρα πλήρως κατανοήσιμο. Η Πατρίς / Μητρίς “Πόλις” (εκ της οποίας άλλωστε και η λέξη “Πολιτική”) μπορούσε να καταμετρηθεί και ορισθεί. Ήταν το σύνολο των κληρονομημένων χωμάτων που στοιχειώνονταν από τη σποδό των πατέρων και από τους φυλετικούς και οικογενειακούς Θεούς.
Μία “Πόλις” δεν ήταν ωστόσο μόνον τα χώματα ή τα σπίτια της, όπως η ρωμαϊκή Urbs. Αυτό που επιπροσθέτως κοσμούσε τον όρο, ήταν η ύπαρξη του Δήμου, της ΜΟΙΡΑΣΙΑΣ δηλαδή των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, μέσα από (αυτο) θεσμούς που έδεναν σε συμπαγές πολιτικό σώμα τους πολίτες. Για τους πραγματικούς Έλληνες, δεν υπήρχε η σύγχρονη διάσταση, έως αντιπαλότητος, του προσωπικού στοιχείου από το πολιτικό, της προσωπικής συνειδήσεως από την κοινοτική. Δεν νοείτο για τους Έλληνες αδιαφορία για τα πολιτικά πράγματα ή αποφυγή σαφούς θέσεως, ιδίως σε περιπτώσεις διαμαχών.
Αυτή η συμμετοχή, αυτή η μοιρασιά που προϋπέθετε η ύπαρξη του ΔΗΜΟΥ, γέννησε πολύ σύντομα ένα θαυμαστό χαρακτηριστικό του Έλληνος Ανθρώπου που λέγεται Παρρησία. Η Παρρησία, από το πάς και ρήσις, δεν είναι παρά η υποχρέωση να εκφέρει ο ελεύθερος άνθρωπος με κάθε κόστος τη γνώμη του, ακόμη και σε βάρος της προσωπικής τους ασφάλειας. Και δεν είναι φυσικά διόλου τυχαίο το ότι η λέξη “Παρρησία”, εξηφανίσθη μετά την πλήρη καταστροφή των Ελληνικών πολιτικών θεσμών (λ.χ. διάλυση επί Γιουτπράδα / Ιουστινιανού των τελευταίων Βουλευτηρίων των Ελληνικών πόλεων) από τους εκχριστιανισμένους Ρωμαίους, που κακώς ονομάζονται “Βυζαντινοί”.
Στην Παρρησία των Ελλήνων η χριστιανική αντιπρόταση υπήρξε, για το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον μας, δουλοπρέπεια, κρυψίνοια και προς τα κάτω ισοπεδωτισμός.
Ο κόσμος των Ελλήνων Εθνικών της Αρχαιότητος, ανέπτυξε και δόξασε, αν όχι τις πρώτες, τουλάχιστον τις βέλτιστες των πολιτικά αυτοθεσμιζόμενων κοινωνιών που ενεφανίσθησαν πάνω σε τούτο τον πλανήτη. Λειτούργησε μέσα από κοινωνίες που κατά θαυμαστό τρόπο το ατομικό και το δημόσιο συμφέρον υπήρξαν απολύτως ταυτόσημα. Λειτούργησε μέσα από κοινωνίες που όριζαν την έννοια “ελευθερία” όχι ως ατομική συλλογή δικαιωμάτων άμυνας απέναντι σε μία διαχωρισμένη Εξουσία και απέναντι σε ανταγωνιστές συνυπήκοους (συν-υπακούοντες), αλλά, αντίθετα, ως το δικαίωμα του ενεργού πολίτη στην αξιοπρέπεια και την αυτορρύθμιση της καθημερινής του ζωής.
Όλα αυτά, η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ δηλαδή, για τους χριστιανούς δεν ήσαν παρά “Πολίτευμα του Διαβόλου” (civitas diaboli κατά τον Ευσέβειο Καισαρείας). Αντιπρότειναν λοιπόν για πολλούς αιώνες μία στυγνή θεοκρατική Αυταρχία της Μοναρχίας και της Εκκλησίας πάνω σε απρόσωπους και ταπεινωμένους πνευματικά και πολιτικά υπήκοους. Στην “Βουληφόρο Αγορά” των πολυθείστών Ελλήνων, σε αυτόν τον ψυχογεωγραφικό χώρο που μέσα του, η κίνηση των ιδεών, ο Διάλογος και η λογική επιχειρηματολογία και γνώμη θεσμοποιούντο ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ιδιότητα, σε αυτόν τον χώρο που τον ενέπνευσαν Βουλαίοι, Αγοραίοι, Θέσμιοι, Φίλιοι, Εταιρείοι και Λεσχανόριοι Θεοί, αντιπρότειναν οι χριστιανοί την πλήρη κατάργηση όλων των πολιτικών θεσμών, εκμηδένιση του Διαλόγου και της λογικής επιχειρηματολογίας και γνώμης, ορίζοντας ως μοναδικό κοινωνικό (και όχι μόνο) θεσμό την... Εκκλησία. Το άτομο δεν δικαιούτο πλέον ν’αγορεύει ενώπιον πλήθους ατόμων. Το δικαίωμα του λόγου το είχαν πλέον μόνο οι κρατούντες, σε έναν εφιαλτικό λόγο δίχως αντίλογο και μήτε καν στους ναούς δεν επιτρέπονταν (ούτε άλλωστε και σήμερα επιτρέπονται) οι ερωτήσεις ή οι αγορεύσεις από την απρόσωπη βάση.
Στα τέλη του 18ου αιώνος, όπως ήδη προείπαμε, η καρμανιόλα γκρέμισε την θεοκρατία, δεν μπόρεσε όμως να παλινορθώσει την πραγματική Δημοκρατία, δηλαδή την Άμεση, παρά τις κραυγές αρκετών “Ορεινών” ενάντια στην απάτη των εκπροσωπήσεων. Αυτό που επεκράτησε παγκοσμίως, ήταν τελικά ο αστείος αγγλικός “Κοινοβουλευτισμός”, ενώ από την γαλλική έκρηξη έμεινε τελικά ο αφελής εξισωτισμός του “εγκαλιτέ” που, αντίθετα από την πραγματική Δημοκρατία, επέτρεψε το ανέβασμα στο πολύ δύσκολο βάθρο του πολίτη, του οποιουδήποτε είχε απλώς.. ανθρώπινο σχήμα και ήξερε να... ομιλεί: “η σύγχρονη δυτική πολιτική κουλτούρα έχει δημιουργηθεί επί τή βάσει ουτοπικών ιδανικών και ειδικά πάνω στην αντιφατική ουτοπία της Γαλλικής Επανάστασης... της οποίας ο υποτιθέμενος μετασχηματισμός σε πολιτιστική πραγματικότητα, σήμαινε την σταθεροποίηση και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά δεν προέβαλλε επίσης και τις υποχρεώσεις του πολίτη” (Παν, Ν. Χιώτης, “Η Παράδοση του Διαφωτισμού στην Ελλάδα”, Ενάλιος, Αθήναι 1998, σελ. 306)
Αυτή η έκπτωση της Δημοκρατίας και του πολίτη οδήγησε τάχιστα σε αυτό που σήμερα όλοι μας διαπιστώνουμε γύρω μας, παρά το ότι σχεδόν κανείς δεν τολμάει να το ομολογήσει. Ένας τερατώδης συνδυασμός σκληρής ολιγαρχίας (πολύ επικίνδυνης μάλιστα αφού υποτίθεται ότι είναι, συν τοις άλλοις, και.. εκλεγμένη) και πλήρους “βλακοκρατίας” (στα μέτρα που τοποθέτησε σοφά τον όρο ο αείμνηστος Ευάγγελος Λεμπέσης) έρχεται σαν νέα απόλυτη αλήθεια, λες και δεν μας έφθανε η αλαζονία του Χριστιανισμού, να ποζάρει ως το βέλτιστο τάχα Πολίτευμα, τη στιγμή που δεν αποτελεί παρά μία χυδαία παραποίηση της αληθινής, πατρογονικής και ΑΜΕΣΗΣ Δημοκρατίας των προγόνων μας. Η πραγματική και ΑΜΕΣΗ Δημοκρατία προϋποθέτει την εύκολη πρόσβαση του πολίτη στα αξιώματα της Εξουσίας, κάτι που ο σημερινός Κοινοβουλευτισμός δεν προσφέρει, με τα πλαφόν ποσοστών (στη χώρα μας μάλιστα μηδενίζεται ο όποιος πολιτικός λόγος αδυνατεί να ξεπεράσει το 3% των ψήφων), τις μη απλές αναλογικές και τα τεράστια οικονομικά μεγέθη που απαιτούνται για μία στοιχειωδώς αποτελεσματική προεκλογική προσπάθεια: “Ολιγαρχικό πολίτευμα υπάρχει όταν εξουσιάζουν το πολίτευμα εκείνοι που έχουν περιουσίες” τονίζει πολύ σωστά και με κάθε σαφήνεια ο Αριστοτέλης (“Πολιτικά” 1279β, 18). Προϋποθέτει επίσης την βουληφορία ΜΟΝΟΝ των ενεργών, ελευθεροφρόνων και πληροφορημένων πολιτών, αφού η εξίσωση των τελευταίων, μέσω της τρελής “λόγικής” μία ψήφος προς μία ψήφο, με τους αδιάφορους, τους φοβικούς και εν πλήρει άγνοια τυγχάνοντες, αποτελεί ουσιαστικά μία απαξίωση του ανθρώπου και μία τυραννία των αθλίων: “Ο πολιτισμός που προβάλλει την ισότητα του ατόμου ενώπιον του νόμου και την αδελφοσύνη βασισμένη στον χριστιανικό ηθικό κώδικα, είναι ένας πολιτικά, μορφωτικά και κοινωνικά κουτσουρεμένος πολιτισμός, γιατί αφήνει εκτός του πεδίου του την αρετή του ανθρώπου” (Π. Ν. Χιώτης, ως άνω, σελ. 307)
Οι γυναίκες στη σύντομη ζωή του Αλέξανδρου
Η πρώτη γυναίκα στη ζωή του Αλέξανδρου ήταν φυσικά «η αυτού μήτηρ Ολυμπιάς», η μητέρα του Ολυμπιάδα.
Ποιός θα φανταζόταν στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων (αφού στη μικρή σε έκταση Ελλάδα οι Πέρσες πάντα έρχονταν με πολυπληθείς στρατούς) ποιός θα φανταζόταν ότι ενάμισι αιώνα αργότερα ένας Έλληνας θα ήταν στον θρόνο της απέραντης Περσικής Αυτοκρατορίας; Γιατί αυτό έγινε με τον Αλέξανδρο. Δεν κατέλυσε το βασίλειο του Μεγάλου Βασιλιά, όπως λέγεται, μετά τον θάνατο του... Δαρείου Κοδομανού, αλλά διατήρησε ο ίδιος πολλά από τα περσικά γνωρίσματα. Η δημιουργία της φήμης του να πάει πέρα από την Περσική επικράτεια για να φτάσει στη Άκρη του Κόσμου, που βρισκόταν ανατολικά στον Ωκεανό - που ήταν, χωρίς να το ξέρει, ο Ειρηνικός - σε αντιστοιχία με τον μυθικό προπάτορά του που είχε φτάσει στην άλλη Άκρη του Κόσμου που βρισκόταν δυτικά, εκεί στις Ηράκλειες Στήλες, που ήταν ο Ατλαντικός Ωκεανός, καθώς και το αήττητό του στις είκοσι δύο μάχες που έδωσε πάντα μπροστά ο ίδιος, έκαναν αυτόν τον φιλοσοφημένο ηγέτη - που πέθανε μάλιστα νέος σε ηλικία - να ονομαστεί μέγας. Μέγας Αλέξανδρος.
Θυμάμαι ακόμα την «ελληνική» απάντηση του αρχαιολόγου «με όραμα» Μανώλη Ανδρόνικου (που βρήκε, μετά από επίμονη έρευνα μιας ολόκληρης ζωής, αυτά που τον δικαίωσαν στη Βεργίνα) όταν τον είχε ρωτήσει Αμερικανός δημοσιογράφος «Ο Μέγας Αλέξανδρος, εκτός από Μέγας, ήταν και μέγας πότης, έπινε πολύ κρασί. Εσείς τί έχετε να πείτε γι’ αυτό;»: «Ε, φυσικά έπινε πολύ κρασί. Δεν μπορείς να κάνεις και μεγάλα κατορθώματα, πίνοντας κόκα κόλα»!
Η πρώτη γυναίκα στη ζωή του Αλέξανδρου ήταν φυσικά «η αυτού μήτηρ Ολυμπιάς», η μητέρα του Ολυμπιάδα. Όχι μόνο γιατί ήταν αυτή που τον έφερε στη ζωή, αλλά γιατί ήταν η ίδια ανικανοποίητο πνεύμα, είχε μεταφυσικές ανησυχίες και τη δίψα να μάθει περισσότερα για τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Έτσι κι ο γιος της δεν έμεινε μόνο σαν κορυφαίος στρατηλάτης στην Ιστορία, αλλά και σαν αιώνιος μαθητής του Αριστοτέλους, του Αριστοτέλη στη Μίεζα, καθώς και του συγγενή της μητέρας του, του Λεωνίδα, που τον σκληραγώγησε και τον έμαθε να κοιμάται στο πάτωμα. Θαύμασε έτσι έναν άλλον που κοιμόταν στο έδαφος, όταν συνάντησε στην Κόρινθο τον Διογένη. Η δίψα της μητέρας του να μάθει περισσότερα για τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου ακολούθησε και τον ίδιο και τον έφερε από τους φιλοσόφους της Ελλάδας να ρωτάει, σχετικά γι’ αυτά, ακόμα και τους βραχμάνες της μακρινής Πενταποταμίας στην Ινδία. Δείτε δυό από τις ερωτήσεις του και τις απαντήσεις που του δώσανε: - Ποιοί είναι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Γη, οι ζωντανοί ή οι πεθαμένοι; - Οι ζωντανοί, γιατί οι πεθαμένοι έχουνε πάψει πιά να είναι άνθρωποι. - Ποιά ήρθε πρώτη, η μέρα ή η νύχτα; - Η νύχτα ήρθε μια μέρα νωρίτερα.
Η μητέρα του λοιπόν. Η πρώτη και η πιο αποφασιστική από όλες τις άλλες γυναίκες της σύντομης ζωής του. Της είχε αδυναμία και λατρεία. Και απόδειξη ήταν τα γράμματα που της έστελνε σ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του. Μάλιστα, όταν ο Αντίπατρος, αυτός που τον άφησε πίσω του, τοποτηρητής του όσο θα έλειπε, του έστειλε γράμμα με παράπονα για τη μητέρα του, ο Αλέξανδρος αντέδρασε ως εξής: «Δεν ξέρει ο Αντίπατρος ότι ένα της μόνο δάκρυ είναι αρκετό για να ξεπλύνει πολλά γράμματα σαν αυτό». Ήτανε γιος αυτού του Αντίπατρου ο Κάσσανδρος, που, μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα και για λόγους συμφερόντων και εξουσίας θανάτωσε την κυριότερη αντίπαλό του, την μητέρα, την Ολυμπιάδα. Μετά, ο Κάσσανδρος παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Αλέξανδρου (ο Φίλιππος είχε πολλές ερωμένες) την Θεσσαλονίκη, που το όνομά της το έκανε πόλη και πολύ αργότερα θα γινόταν και τραγούδι «Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα» ή «Θεσσαλονίκη, είσαι μια, στον Κόσμο δεν ειν’ άλλη». Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η Ολυμπιάς έτρεφε αγάπη και στοργή γι’ αυτήν, επειδή την ανάθρεψε σαν δικό της παιδί, αφού είχε μείνει ορφανή είκοσι μόλις μέρες μετά τη γέννησή της. Κι όμως η Θεσσαλονίκη ήταν γραφτό να παντρευτεί αυτόν που σκότωσε την προστάτιδά της. Μια άλλη ετεροθαλής αδελφή του Αλέξανδρου, η Κυνάνη, σύμφωνα με τις μεταγενέστερες λαϊκές παραδόσεις έγινε «η γοργόνα η αδελφή του Μεγαλέξανδρου»!
Μπορεί αυτές οι δυο αδελφές του να έμειναν αθάνατες με τα θρυλικά ονόματά τους, ο ίδιος όμως και η μητέρα του έγινε γραφτό να μείνουν άταφοι! Ο Αλέξανδρος για δυο ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του, ταριχευμένος μόνο, γιατί μαίνονταν γύρω του οι συγκρούσεις των διαδόχων στρατηγών του και η Ολυμπιάς λόγω της διαταγής του Κάσσανδρου να τη λιθοβολήσουν «αφήνοντας άταφο το πτώμα της να σαπίσει». Ελεεινές πραγματικότητες - που δεν ταιριάζουν με μια θαυμαστή ιστορία που κατέγραψε ο Χρόνος. Η αλήθεια πάντως για την Ολυμπιάδα είναι ότι είχε βάλει να σκοτώσουν πολύ κόσμο, πριν σκοτώσουνε την ίδια. Αρχίζοντας από τη δεύτερη σύζυγο του Φιλίππου την Κλεοπάτρα και τα παιδιά της όταν ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο, μέχρι τον ετεροθαλή αδελφό του γιου της τον Φίλιππο Αρριδαίο και την Ανταία Ευρυδίκη, την κόρη της Κυνάνης, επειδή συμμάχησαν με τον Κάσσανδρο και τον είχαν ανακηρύξει επιμελητή του Μακεδονικού θρόνου. Η Ολυμπιάς, βλέποντας να κινδυνεύουν τα συμφέροντα του εγγονού της, του μοναδικού γιου του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, τους είχε αιχμαλωτίσει και τους είχε θανατώσει με άγριο τρόπο.
Και για να τελειώσουμε με την αρχή της, το όνομα Ολυμπιάς δεν ήτανε το όνομά της. Ήταν παρατσούκλι, που της το είχε δώσει ο Φίλιππος στην επόμενη χρονιά του γάμου τους, το 356 πριν τη βίαιη αναχρονολόγησή μας, όταν αγγελιοφόρος τού ανήγγειλε ότι τα άλογά του νίκησαν στην Ολυμπιάδα - όπως τους έλεγαν οι Έλληνες τότε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και δεν ήταν μόνο αυτός ο αγγελιοφόρος. Ο Φίλιππος επέστρεφε από μια εκστρατεία και ήρθαν και τον βρήκαν και άλλοι δύο. Ο ένας του ανέφερε «Νίκη, βασιλιά μου! Ο στρατηγός σου ο Παρμενίων νίκησε τους Ιλλυριούς» και ο άλλος τον είχε προφτάσει πριν φτάσει στην Πέλλα «Χαρά, βασιλιά μου! Η βασίλισσα γέννησε γιό!» Η αντίδραση του Φιλίππου στο συνδυασμό αυτών των τριών χαρούμενων ειδήσεων ήταν να στραφεί προς τον ουρανό και να πει «Ω Μοίρα! Στείλε και λίγο κακό, για να αποφύγω τον φθόνο των θεών!» Τόσο ευτυχισμένος ήταν εκείνη τη μέρα. Η μητέρα του Αλέξανδρου, λοιπόν, ήταν η δεύτερη κόρη του Νεοπτόλεμου, του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου. Το όνομά της, ήτανε Πολυξένη όταν ήταν μικρή και Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε. Και, όπως είπαμε, μετονομάστηκε σε Ολυμπιάδα.
Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, η πρώτη και η τελευταία - όπως αποδείχτηκε - στη ζωή του γιού της, δεν έζησε (όπως κάνουν άλλες) στη μεγάλη σκιά των δύο ιστορικών προσωπικοτήτων, του Φιλίππου και του Αλέξανδρου . Δεν υστερούσε καθόλου σε δύναμη προσωπικότητας και η συμμετοχή ή η παρέμβασή της συνετέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση πολλών γεγονότων της εποχής της. Ήταν η πιο μορφωμένη απ’ όλες με όσες σχετίστηκε ο Φίλιππος και απ’ όλες γενικά τις Μακεδονίτισσες αρχόντισσες – αυτή, η Ηπειρώτισσα. Εξασκούσε μια απαράμιλλη γοητεία με την ομορφιά της και με τη σοβαρότητά της. Θυσίαζε πολλά για την ακόρεστη φιλαρχία της, εκτός από τη ζωή και την φήμη του γιου της, που τον αγαπούσε παθολογικά.
Η δεύτερη γυναίκα στο…μεγάλωμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν μια συνομήλική του εταίρα. Στην Πέλλα ζούσαν πάρα πολλές Θεσσαλές εταίρες, χορεύτριες και παλλακίδες. Γνωστότερες ήταν η Καλλίξεινα η Θεσσαλή και η άλλη, η ομορφότερη Ελληνίδα της εποχής εκείνης, η Παγκάστη η Λαρισαία, που και τις δυό τις έστειλε η Ολυμπιάς να πλαγιάσουν με το γιο της. Ο Αλέξανδρος φαίνεται πως διάλεξε την Παγκάστη, που τελικά τον μύησε στην τέχνη του έρωτα, κατά τον Κλαύδιο Αιλιανό (Ποικίλη Ιστορία).
Ένας άλλος Ρωμαίος, ο Πλίνιος, στην «Φυσική Ιστορία» του, τη λέει λανθασμένα Παγκάσπη - περιγράφοντας ένα περιστατικό, σχετικό μ’ αυτήν που δεν είναι όμως παραδεκτό στην συνολική αναφορά του. Λέει, λοιπόν, ότι ο Αλέξανδρος θέλοντας ν’ απαθανατίσει την ασύγκριτη ομορφιά της ερωμένης του, ανέθεσε στον προσωπικό του ζωγράφο από την Κω, τον Απελλή, να της φιλοτεχνήσει το πορτραίτο. Ο Απελλής είναι γνωστό πως είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να ζωγραφίζει τον κατοπινό στρατηλάτη. Φαίνεται όμως ότι μεταξύ του Απελλή και της Παγκάστης αναπτύχτηκε σφοδρό αίσθημα. Όταν ο Αλέξανδρος το κατάλαβε - σε μια εκδήλωση μεγαλοψυχίας τού τη δώρισε. Τελικά, ο Απελλής έκανε γυναίκα του την Παγκάστη. Ωστόσο, μετά τον γάμο, χάνονται τα ίχνη της Λαρισαίας εταίρας. Κι ενώ ο Απελλής πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά των Περσών, η Παγκάστη θα απουσιάζει, ενώ θα ακούγεται μια άλλη εταίρα, η Θαΐς, αυτή που θα παρασύρει τους άλλους να κάψουν την Περσέπολη, που λεγόταν Πάρσα στα περσικά. Τι απέγινε η καλλονή που προτίμησε να γίνει γυναίκα ενός ζωγράφου κι όχι πιθανή βασίλισσα των Μακεδόνων; Λέγεται ότι η Παγκάστη πόζαρε για το έργο του Απελλή «Αναδυόμενη Αφροδίτη» που όμως δεν σώθηκε. Την ίδια τύχη είχε και το πορτραίτο της.
Μια άλλη γυναίκα, εφτά χρόνια μεγαλύτερή του, μύησε κι αυτή από πολύ νωρίς τον Αλέξανδρο. Τον μύησε στα περσικά ήθη κι έθιμα πριν πάει στην Περσία μεγαλύτερος πιά, κι αρχίσει εκεί να υιοθετεί όλο και περισσότερο τις περσικές συνήθειες. Γνωρίζουμε ότι φόρεσε περσικά ενδύματα και σύμβολα εξουσίας κι ότι εκτός από την επίσημη σύζυγό του, την Αφγανή πριγκίπισσα Ρωξάνη, έλαβε ως δεύτερη και τρίτη σύζυγο την κόρη και την ανιψιά του νεκρού πλέον Δαρείου.
Ποιά ήταν όμως αυτή που στα νεανικά του χρόνια τού έμαθε την Περσία, όταν η Περσία ήταν ακόμα ένα όνειρο; Και όχι μόνο αυτό. Στάθηκε, όπως φαίνεται, μετά τη μητέρα του την Ολυμπιάδα, η γυναίκα που τον επηρέασε σ’ όλες εκείνες τις αποφάσεις που ανέδειξαν τον Αλέξανδρο διαφορετικό στην Παγκόσμια Ιστορία. Κι όμως, το όνομά της δεν αναφέρεται ποτέ στα σημερινά ιστορικά εγχειρίδια. Ήτανε μια Περσίδα. Και λεγόταν Βαρσίνη. Την αναφέρει στα αρχαία χρόνια ο Πλούταρχος, στο κυριότερο έργο του «Βίοι Παράλληλοι». Ήτανε κόρη του σατράπη της Φρυγίας Αρτάβαζου. Χάρη στον ισχυρό πατέρα της έλαβε εξαιρετική μόρφωση, τόσο από Πέρσες όσο κι από Έλληνες δασκάλους. Δυο χρόνια πριν γεννηθεί στην Πέλλα ο Αλέξανδρος, ο Αρτάβαζος τα έβαλε με τον Πέρση βασιλιά προσπαθώντας να ανεξαρτητοποιηθεί. Στον στρατό του υπηρετούσαν μισθοφορικά και δυο Έλληνες, δυο αδέλφια από την Ρόδο, ο Μέντωρ και ο Μέμνων. Ο σατράπης τους ξεχώρισε και ενθουσιασμένος από τις υπηρεσίες τους πάντρεψε την πεντάχρονη Βαρσίνη με τον μεγαλύτερο αδελφό, τον Μέντορα. Αυτό ήταν στα πλαίσια ενός εθιμικού περσικού γάμου: Η νύφη παρέμενε μέχρι την ενηλικίωσή της στην κατοικία του πατέρα της. Ο άντρας της την επισκεπτόταν κατά καιρούς εθιμοτυπικά, προσφέροντας στην οικογένειά της δώρα. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, ήρθε η ήττα του Αρτάβαζου από τον Πέρση βασιλιά. Τώρα, αντίθετα με την παλιά εποχή που Έλληνες όπως ο Ιππίας, ο Δημάρατος ή ο Θεμιστοκλής κατέφευγαν στην Περσική Αυτοκρατορία, ο πρώην σατράπης μαζί με όλη την οικογένειά του κατέφυγαν στην Ελλάδα και βρέθηκαν στην Πέλλα. Ο Φίλιππος τους πρόσφερε άσυλο στην αυλή του. Έτσι η Βαρσίνη βρέθηκε στη μακεδονική πρωτεύουσα από τα εννέα της όταν ο Αλέξανδρος ήταν δύο χρονών μέχρι τα είκοσι της όταν ο Αλέξανδρος είχε γίνει δεκατριών. Η νεαρή Περσίδα γνωρίστηκε μαζί του και συχνά, στη διάρκεια της εφηβείας της, έπαιζε με το κατά πολύ μικρότερό της χαριτωμένο βασιλόπαιδο. Στο μεταξύ, ο εθιμικός άντρας της, ο Μέντωρ, που δεν είχε έρθει τότε μαζί τους αλλά είχε καταφύγει στην Αίγυπτο, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Πέρση βασιλιά, που συγχώρησε και τον πεθερό του, τον πρώην στασιαστή σατράπη, επιτρέποντάς του να επιστρέψει με την οικογένειά του στα κτήματα που είχε στην Τρωάδα. Έτσι, αναπάντεχα, ο δεκατριάχρονος Αλέξανδρος, που δεν αποκλείεται η Βαρσίνη να ήταν ο πρώτος του έρωτας, είδε με απελπισία να φεύγει από την Πέλλα η όμορφη εικοσάχρονη φίλη του.
Τα λίγα επόμενα χρόνια πέρασαν. Και μέσα σ’ αυτά, ο νέος στην ηλικία Μακεδόνας, μετά την απρόσμενη δολοφονία του πατέρα του, ανέβηκε στον θρόνο όχι για να καθίσει, αλλά για να υποτάξει την υπόλοιπη Ελλάδα - πλην Λακεδαιμονίων - και να την πάρει μαζί του στην εκστρατεία που προετοίμαζε ο πατέρας του ενάντια στους Πέρσες. Η Βαρσίνη, στη δικιά της παράλληλη ζωή στη Μικρά Ασία, πρόλαβε να χαρίσει μια θυγατέρα στον άντρα της τον Μέντορα, μα και να χάσει τον ίδιο στα τρία πρώτα χρόνια. Μετά, στους επόμενους μόνο μήνες, παντρεύτηκε τον αδελφό του τον Μέμνονα, που είχε την φιλοδοξία να γίνει στρατιωτικός διοικητής των δυτικών περιοχών της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο νέος Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ο Κοδομανός του ικανοποίησε αυτή την φιλοδοξία, θέτοντάς του όμως τον όρο να του στείλει, για εγγύηση, τη γυναίκα του Βαρσίνη - που, έτσι εκείνη βρέθηκε, σαν εκλεκτή όμηρος, στο χώρο της Περσικής Αυλής. Εκεί μέσα έμαθε ότι έγινε για δεύτερη φορά χήρα, αφού ο Μέμνων - που είχε ξεφύγει τον θάνατο στη Μάχη του Γρανικού εναντίον των Μακεδόνων - έμελλε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή στην πολιορκία της Μυτιλήνης. Στην ίδια χρονιά, στη Μάχη της Ισσού, ο Δαρείος με την άτακτη φυγή του άφησε στα χέρια του Αλέξανδρου την μητέρα του, την εξαιρετικού κάλλους γυναίκα του, την αδελφή του, τον γιο του και τις δυο κόρες του, μαζί με τη συνοδεία τους. Κι ανάμεσά τους τη Βαρσίνη. Ο Αλέξανδρος ενθουσιάστηκε που ξαναείδε την φίλη των παιδικών του χρόνων. Τώρα όμως ήταν και οι δυο μεγάλοι και προέκυψε ερωτική σχέση. Αυτή ήταν όμορφη και ώριμη γυναίκα τριανταενός ετών κι αυτός ένας πανέμορφος εικοσιτετράχρονος άνδρας, με όλη τη λάμψη του αήττητου. Πέντε χρόνια αργότερα, η ωραία Περσίδα που μιλούσε ελληνικά γέννησε τον πρωτότοκο γιο του Αλεξάνδρου, που τον είπαν Ηρακλή - με το όνομα του μυθικού προγόνου του.
Από τη Μάχη της Ισσού μέχρι το γάμο του Μακεδόνα στρατηλάτη με την Αφγανή Ρωξάνη, μεσολαβούν τα χρόνια που η Βαρσίνη έκανε το παιδί τους και είναι παραπάνω από πιθανό να συνδέονταν όλο εκείνο το χρονικό διάστημα τόσο φιλικά όσο και ερωτικά. Στη λέξη «φιλικά» βάζω και την διακριτική επιρροή της πάνω στις ενέργειες του Αλέξανδρου. Η παλιά του φίλη είχε τώρα κάθε λόγο να τον ωθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα της, του πρώην σατράπη της Φρυγίας Αρτάβαζου για ανεξαρτησία, ανατρέποντας τη δυναστεία των Αχαιμενιδών. Είχε ζήσει στην αυλή του Δαρείου και γνώριζε τις αδυναμίες του. Οι συμβουλές της είναι πολύ πιθανό να αποδείχθηκαν πολύτιμες στην τελική Μάχη των Γαυγαμήλων. Από κει κι ύστερα, η επίδραση της Βαρσίνης μπορεί να εξηγήσει πολλά για τη συμπεριφορά του Αλέξανδρου, όπως η στρατολόγηση αξιόμαχων Περσών στο στράτευμά του, η υιοθέτηση περσικών βασιλικών εθίμων - με αποκορύφωμα να τον προσκυνούν οι πάντες, η επιδίωξή του να εισπράττει μόνο κολακείες και γενικά η μεταβολή του χαρακτήρα του προς το αυταρχικότερο. Ακόμη και ο γάμος του με την όμορφη κι όμως άσημη Ρωξάνη θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν αποτέλεσμα της επιρροής της Βαρσίνης - αφού μόνο με μια «κουμπαριά» όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα, θα μπορούσε να καθυποτάξει τελικά τους πάντοτε ανυπότακτους και τότε και στις μέρες μας Αφγανούς. Βέβαια, ο γάμος του Αλέξανδρου με την Ρωξάνη σήμαινε σίγουρα την απομάκρυνση της Βαρσίνης από το άμεσο περιβάλλον του Μακεδόνα της ζωής της. Αλλά η τριανταεξάχρονη πλέον Περσίδα έσφιγγε στην αγκαλιά της ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε να της προσφέρει ο Έλληνάς της: Τον γιο του, που τον γέννησε το 327. Τρία χρόνια αργότερα πάντρεψε την δεκαοκτάχρονη κόρη της, που την είχε αποκτήσει νωρίτερα από τον Μέντορα τον Ρόδιο, με τον παιδικό φίλο και κατοπινό ναύαρχο του Αλέξανδρου, τον Νέαρχο. Στη συνέχεια, αποσύρθηκε διακριτικά με τον Ηρακλή της στην Πέργαμο, αφού προηγουμένως συμβούλεψε κατά πάσα πιθανότητα τον Αλέξανδρο να παντρευτεί, για λόγους παγίωσης του καθεστώτος του, την θυγατέρα αλλά και την ανιψιά του Δαρείου.
Η Ρωξάνη (όπως την είπαν στα ελληνικά, ενώ στη βακτριανή γλώσσα της λεγόταν Ροσάνακ και σήμαινε αστέρι) είχε γεννηθεί το 347, εννιά χρόνια μετά τον Αλέξανδρο και τον παντρεύτηκε στα είκοσί της χρόνια, ύστερα από την κατάκτηση του βράχου της Σογδιανής, του φρουρίου του πατέρα της από τους Μακεδόνες. Η πατρίδα της η Βακτρία, ήταν κάπου στο σημερινό βόρειο Αφγανιστάν και ο ξένος σύζυγός της την γνώρισε σαν κόρη του πολέμαρχου Οξυάρτη. Ο γάμος τους είχε πολιτική σκοπιμότητα για το εξευμενισμό των Βακτρικών Σατραπειών, αλλά ο Αλέξανδρος δήλωνε ερωτευμένος. Η Ρωξάνη τον συνόδευσε στην εκστρατεία του στην Ινδία το 327 και γέννησε τον γιο τους Αλέξανδρο Δ', τέσσερα χρόνια μετά, στη Βαβυλώνα. Και μπορεί το αστέρι της Σογδιανής να είχε μέσα της ακόμα τον επίσημο γιο από τον Μακεδόνα στρατηλάτη οκτώ μήνες πριν αυτός σβήσει αναπάντεχα, όμως ο Αλέξανδρος είχε παντρευτεί στο μεταξύ συμβολικά στα Σούσα - σε μια δεύτερη και σε μια τρίτη φορά του - την κόρη του Δαρείου την Στάτειρα και την ανιψιά του Δαρείου την Παρυσάτιδα. Η Στάτειρα έμεινε έγκυος κι αυτή από τον Αλέξανδρο. Γι’ αυτό η Ρωξάνη, για να μην υπάρχουν άλλοι διάδοχοι στον θρόνο, με τη βοήθεια του Περδίκκα έβαλε και σκότωσαν την Στάτειρα και την Παρυσάτιδα. Αν και μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως δεν έχασε τη ζωή της η Παρυσάτις, αλλά η αδελφή της Στάτειρας, η Δρυπέτη, η χήρα του Ηφαιστίωνα.
Ο ξαφνικός απροσδόκητος θάνατος του Αλέξανδρου άφησε εκτεθειμένους και την ωραία γυναίκα του και το γεννημένο πλέον παιδί του. Και πράγματι, οι δυό τους έπεσαν θύματα θανάσιμης δηλητηρίασης αργότερα, το 310, μετά από παρέμβαση του Κάσσανδρου - αφού ο 13χρονος Αλέξανδρος Δ' ήταν ο μόνος νόμιμος διάδοχος της τεράστιας αυτοκρατορίας. Η δηλητηρίαση τελέστηκε από τον Γλαυκία, αξιωματικό των Εταίρων.
Αλλά ούτε και ο πρωτότοκος γιος του Αλέξανδρου ο Ηρακλής γλύτωσε απ’ αυτή τη μοίρα. Στην ίδια εποχή που όλοι οι στρατηγοί του μεγάλου στρατηλάτη μάχονταν να φτιάξουν δικιές τους επικράτειες με κομμάτια της ελληνοασιατικής αυτοκρατορίας, ο στρατηγός Πολυπέρχων είχε προσπαθήσει αυτός να ιδρύσει το δικό του βασίλειο με βασιλέα τον δεκαεπτάχρονο τότε Ηρακλή. Ο Κάσσανδρος, ναί ο Κάσσανδρος και πάλι, θορυβήθηκε εφόσον ένας γνήσιος γιος του Αλέξανδρου θα ματαίωνε τα πολιτικά σχέδιά του κι έτσι ήρθε σε συνεννόηση με τον αντίπαλό του Πολυπέρχοντα. Με κρυφά ανταλλάγματα, που δεν τα μάθαμε ποτέ, συμφώνησαν από κοινού την επόμενη χρονιά το 309 να σκοτώσουν τόσο τον Ηρακλή όσο και τη μητέρα του τη Βαρσίνη. Έτσι η όμορφη και μορφωμένη Περσίδα, που είχε πρωτοέρθει εννιά χρονών στην Ελλάδα και που τόσο πολύ αγαπήθηκε από τον αξέχαστο Μακεδόνα, έκλεισε βάναυσα τα μάτια της στα πενήντα τρία της χρόνια.
Αλλά και οι άλλες γυναίκες από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον έγιναν ένα με το σκοτάδι. Η αδερφή του Αλέξανδρου, η Κλεοπάτρα, δολοφονήθηκε το 308, καθώς πήγαινε στην Αίγυπτο για να προσφέρει το χέρι της στον στρατηγό του, τον Πτολεμαίο. Η ετεροθαλής αδερφή του Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, που είχε παντρευτεί τον Κάσσανδρο, σκοτώθηκε από τον πεθερό της τον Αντίπατρο, κατά τη διάρκεια της δυναστικής έριδας με τον αδερφό του. Η επίσης ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, η Κυνάνη, είχε εκτελεστεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 323, στη ίδια χρονιά που έσβησε ο αδελφός της, με παρέμβαση του Περδίκκα, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν για να παντρευτεί τον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο.
Αυτές ήταν κυρίως οι γυναίκες που σημαδεύτηκαν από τη σύντομη ζωή του Αλέξανδρου. Οι γυναίκες, τα παιδιά του, και η μοίρα τους. Για να δούμε την αποτρόπαιη και άγρια ζωή που τον περιέβαλε - και που είναι η ίδια με αυτή που ζούμε μέχρι σήμερα.
Ποιός θα φανταζόταν στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων (αφού στη μικρή σε έκταση Ελλάδα οι Πέρσες πάντα έρχονταν με πολυπληθείς στρατούς) ποιός θα φανταζόταν ότι ενάμισι αιώνα αργότερα ένας Έλληνας θα ήταν στον θρόνο της απέραντης Περσικής Αυτοκρατορίας; Γιατί αυτό έγινε με τον Αλέξανδρο. Δεν κατέλυσε το βασίλειο του Μεγάλου Βασιλιά, όπως λέγεται, μετά τον θάνατο του... Δαρείου Κοδομανού, αλλά διατήρησε ο ίδιος πολλά από τα περσικά γνωρίσματα. Η δημιουργία της φήμης του να πάει πέρα από την Περσική επικράτεια για να φτάσει στη Άκρη του Κόσμου, που βρισκόταν ανατολικά στον Ωκεανό - που ήταν, χωρίς να το ξέρει, ο Ειρηνικός - σε αντιστοιχία με τον μυθικό προπάτορά του που είχε φτάσει στην άλλη Άκρη του Κόσμου που βρισκόταν δυτικά, εκεί στις Ηράκλειες Στήλες, που ήταν ο Ατλαντικός Ωκεανός, καθώς και το αήττητό του στις είκοσι δύο μάχες που έδωσε πάντα μπροστά ο ίδιος, έκαναν αυτόν τον φιλοσοφημένο ηγέτη - που πέθανε μάλιστα νέος σε ηλικία - να ονομαστεί μέγας. Μέγας Αλέξανδρος.
Θυμάμαι ακόμα την «ελληνική» απάντηση του αρχαιολόγου «με όραμα» Μανώλη Ανδρόνικου (που βρήκε, μετά από επίμονη έρευνα μιας ολόκληρης ζωής, αυτά που τον δικαίωσαν στη Βεργίνα) όταν τον είχε ρωτήσει Αμερικανός δημοσιογράφος «Ο Μέγας Αλέξανδρος, εκτός από Μέγας, ήταν και μέγας πότης, έπινε πολύ κρασί. Εσείς τί έχετε να πείτε γι’ αυτό;»: «Ε, φυσικά έπινε πολύ κρασί. Δεν μπορείς να κάνεις και μεγάλα κατορθώματα, πίνοντας κόκα κόλα»!
Η πρώτη γυναίκα στη ζωή του Αλέξανδρου ήταν φυσικά «η αυτού μήτηρ Ολυμπιάς», η μητέρα του Ολυμπιάδα. Όχι μόνο γιατί ήταν αυτή που τον έφερε στη ζωή, αλλά γιατί ήταν η ίδια ανικανοποίητο πνεύμα, είχε μεταφυσικές ανησυχίες και τη δίψα να μάθει περισσότερα για τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Έτσι κι ο γιος της δεν έμεινε μόνο σαν κορυφαίος στρατηλάτης στην Ιστορία, αλλά και σαν αιώνιος μαθητής του Αριστοτέλους, του Αριστοτέλη στη Μίεζα, καθώς και του συγγενή της μητέρας του, του Λεωνίδα, που τον σκληραγώγησε και τον έμαθε να κοιμάται στο πάτωμα. Θαύμασε έτσι έναν άλλον που κοιμόταν στο έδαφος, όταν συνάντησε στην Κόρινθο τον Διογένη. Η δίψα της μητέρας του να μάθει περισσότερα για τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου ακολούθησε και τον ίδιο και τον έφερε από τους φιλοσόφους της Ελλάδας να ρωτάει, σχετικά γι’ αυτά, ακόμα και τους βραχμάνες της μακρινής Πενταποταμίας στην Ινδία. Δείτε δυό από τις ερωτήσεις του και τις απαντήσεις που του δώσανε: - Ποιοί είναι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Γη, οι ζωντανοί ή οι πεθαμένοι; - Οι ζωντανοί, γιατί οι πεθαμένοι έχουνε πάψει πιά να είναι άνθρωποι. - Ποιά ήρθε πρώτη, η μέρα ή η νύχτα; - Η νύχτα ήρθε μια μέρα νωρίτερα.
Η μητέρα του λοιπόν. Η πρώτη και η πιο αποφασιστική από όλες τις άλλες γυναίκες της σύντομης ζωής του. Της είχε αδυναμία και λατρεία. Και απόδειξη ήταν τα γράμματα που της έστελνε σ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του. Μάλιστα, όταν ο Αντίπατρος, αυτός που τον άφησε πίσω του, τοποτηρητής του όσο θα έλειπε, του έστειλε γράμμα με παράπονα για τη μητέρα του, ο Αλέξανδρος αντέδρασε ως εξής: «Δεν ξέρει ο Αντίπατρος ότι ένα της μόνο δάκρυ είναι αρκετό για να ξεπλύνει πολλά γράμματα σαν αυτό». Ήτανε γιος αυτού του Αντίπατρου ο Κάσσανδρος, που, μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα και για λόγους συμφερόντων και εξουσίας θανάτωσε την κυριότερη αντίπαλό του, την μητέρα, την Ολυμπιάδα. Μετά, ο Κάσσανδρος παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Αλέξανδρου (ο Φίλιππος είχε πολλές ερωμένες) την Θεσσαλονίκη, που το όνομά της το έκανε πόλη και πολύ αργότερα θα γινόταν και τραγούδι «Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα» ή «Θεσσαλονίκη, είσαι μια, στον Κόσμο δεν ειν’ άλλη». Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η Ολυμπιάς έτρεφε αγάπη και στοργή γι’ αυτήν, επειδή την ανάθρεψε σαν δικό της παιδί, αφού είχε μείνει ορφανή είκοσι μόλις μέρες μετά τη γέννησή της. Κι όμως η Θεσσαλονίκη ήταν γραφτό να παντρευτεί αυτόν που σκότωσε την προστάτιδά της. Μια άλλη ετεροθαλής αδελφή του Αλέξανδρου, η Κυνάνη, σύμφωνα με τις μεταγενέστερες λαϊκές παραδόσεις έγινε «η γοργόνα η αδελφή του Μεγαλέξανδρου»!
Μπορεί αυτές οι δυο αδελφές του να έμειναν αθάνατες με τα θρυλικά ονόματά τους, ο ίδιος όμως και η μητέρα του έγινε γραφτό να μείνουν άταφοι! Ο Αλέξανδρος για δυο ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του, ταριχευμένος μόνο, γιατί μαίνονταν γύρω του οι συγκρούσεις των διαδόχων στρατηγών του και η Ολυμπιάς λόγω της διαταγής του Κάσσανδρου να τη λιθοβολήσουν «αφήνοντας άταφο το πτώμα της να σαπίσει». Ελεεινές πραγματικότητες - που δεν ταιριάζουν με μια θαυμαστή ιστορία που κατέγραψε ο Χρόνος. Η αλήθεια πάντως για την Ολυμπιάδα είναι ότι είχε βάλει να σκοτώσουν πολύ κόσμο, πριν σκοτώσουνε την ίδια. Αρχίζοντας από τη δεύτερη σύζυγο του Φιλίππου την Κλεοπάτρα και τα παιδιά της όταν ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο, μέχρι τον ετεροθαλή αδελφό του γιου της τον Φίλιππο Αρριδαίο και την Ανταία Ευρυδίκη, την κόρη της Κυνάνης, επειδή συμμάχησαν με τον Κάσσανδρο και τον είχαν ανακηρύξει επιμελητή του Μακεδονικού θρόνου. Η Ολυμπιάς, βλέποντας να κινδυνεύουν τα συμφέροντα του εγγονού της, του μοναδικού γιου του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, τους είχε αιχμαλωτίσει και τους είχε θανατώσει με άγριο τρόπο.
Και για να τελειώσουμε με την αρχή της, το όνομα Ολυμπιάς δεν ήτανε το όνομά της. Ήταν παρατσούκλι, που της το είχε δώσει ο Φίλιππος στην επόμενη χρονιά του γάμου τους, το 356 πριν τη βίαιη αναχρονολόγησή μας, όταν αγγελιοφόρος τού ανήγγειλε ότι τα άλογά του νίκησαν στην Ολυμπιάδα - όπως τους έλεγαν οι Έλληνες τότε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και δεν ήταν μόνο αυτός ο αγγελιοφόρος. Ο Φίλιππος επέστρεφε από μια εκστρατεία και ήρθαν και τον βρήκαν και άλλοι δύο. Ο ένας του ανέφερε «Νίκη, βασιλιά μου! Ο στρατηγός σου ο Παρμενίων νίκησε τους Ιλλυριούς» και ο άλλος τον είχε προφτάσει πριν φτάσει στην Πέλλα «Χαρά, βασιλιά μου! Η βασίλισσα γέννησε γιό!» Η αντίδραση του Φιλίππου στο συνδυασμό αυτών των τριών χαρούμενων ειδήσεων ήταν να στραφεί προς τον ουρανό και να πει «Ω Μοίρα! Στείλε και λίγο κακό, για να αποφύγω τον φθόνο των θεών!» Τόσο ευτυχισμένος ήταν εκείνη τη μέρα. Η μητέρα του Αλέξανδρου, λοιπόν, ήταν η δεύτερη κόρη του Νεοπτόλεμου, του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου. Το όνομά της, ήτανε Πολυξένη όταν ήταν μικρή και Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε. Και, όπως είπαμε, μετονομάστηκε σε Ολυμπιάδα.
Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, η πρώτη και η τελευταία - όπως αποδείχτηκε - στη ζωή του γιού της, δεν έζησε (όπως κάνουν άλλες) στη μεγάλη σκιά των δύο ιστορικών προσωπικοτήτων, του Φιλίππου και του Αλέξανδρου . Δεν υστερούσε καθόλου σε δύναμη προσωπικότητας και η συμμετοχή ή η παρέμβασή της συνετέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση πολλών γεγονότων της εποχής της. Ήταν η πιο μορφωμένη απ’ όλες με όσες σχετίστηκε ο Φίλιππος και απ’ όλες γενικά τις Μακεδονίτισσες αρχόντισσες – αυτή, η Ηπειρώτισσα. Εξασκούσε μια απαράμιλλη γοητεία με την ομορφιά της και με τη σοβαρότητά της. Θυσίαζε πολλά για την ακόρεστη φιλαρχία της, εκτός από τη ζωή και την φήμη του γιου της, που τον αγαπούσε παθολογικά.
Η δεύτερη γυναίκα στο…μεγάλωμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν μια συνομήλική του εταίρα. Στην Πέλλα ζούσαν πάρα πολλές Θεσσαλές εταίρες, χορεύτριες και παλλακίδες. Γνωστότερες ήταν η Καλλίξεινα η Θεσσαλή και η άλλη, η ομορφότερη Ελληνίδα της εποχής εκείνης, η Παγκάστη η Λαρισαία, που και τις δυό τις έστειλε η Ολυμπιάς να πλαγιάσουν με το γιο της. Ο Αλέξανδρος φαίνεται πως διάλεξε την Παγκάστη, που τελικά τον μύησε στην τέχνη του έρωτα, κατά τον Κλαύδιο Αιλιανό (Ποικίλη Ιστορία).
Ένας άλλος Ρωμαίος, ο Πλίνιος, στην «Φυσική Ιστορία» του, τη λέει λανθασμένα Παγκάσπη - περιγράφοντας ένα περιστατικό, σχετικό μ’ αυτήν που δεν είναι όμως παραδεκτό στην συνολική αναφορά του. Λέει, λοιπόν, ότι ο Αλέξανδρος θέλοντας ν’ απαθανατίσει την ασύγκριτη ομορφιά της ερωμένης του, ανέθεσε στον προσωπικό του ζωγράφο από την Κω, τον Απελλή, να της φιλοτεχνήσει το πορτραίτο. Ο Απελλής είναι γνωστό πως είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να ζωγραφίζει τον κατοπινό στρατηλάτη. Φαίνεται όμως ότι μεταξύ του Απελλή και της Παγκάστης αναπτύχτηκε σφοδρό αίσθημα. Όταν ο Αλέξανδρος το κατάλαβε - σε μια εκδήλωση μεγαλοψυχίας τού τη δώρισε. Τελικά, ο Απελλής έκανε γυναίκα του την Παγκάστη. Ωστόσο, μετά τον γάμο, χάνονται τα ίχνη της Λαρισαίας εταίρας. Κι ενώ ο Απελλής πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά των Περσών, η Παγκάστη θα απουσιάζει, ενώ θα ακούγεται μια άλλη εταίρα, η Θαΐς, αυτή που θα παρασύρει τους άλλους να κάψουν την Περσέπολη, που λεγόταν Πάρσα στα περσικά. Τι απέγινε η καλλονή που προτίμησε να γίνει γυναίκα ενός ζωγράφου κι όχι πιθανή βασίλισσα των Μακεδόνων; Λέγεται ότι η Παγκάστη πόζαρε για το έργο του Απελλή «Αναδυόμενη Αφροδίτη» που όμως δεν σώθηκε. Την ίδια τύχη είχε και το πορτραίτο της.
Μια άλλη γυναίκα, εφτά χρόνια μεγαλύτερή του, μύησε κι αυτή από πολύ νωρίς τον Αλέξανδρο. Τον μύησε στα περσικά ήθη κι έθιμα πριν πάει στην Περσία μεγαλύτερος πιά, κι αρχίσει εκεί να υιοθετεί όλο και περισσότερο τις περσικές συνήθειες. Γνωρίζουμε ότι φόρεσε περσικά ενδύματα και σύμβολα εξουσίας κι ότι εκτός από την επίσημη σύζυγό του, την Αφγανή πριγκίπισσα Ρωξάνη, έλαβε ως δεύτερη και τρίτη σύζυγο την κόρη και την ανιψιά του νεκρού πλέον Δαρείου.
Ποιά ήταν όμως αυτή που στα νεανικά του χρόνια τού έμαθε την Περσία, όταν η Περσία ήταν ακόμα ένα όνειρο; Και όχι μόνο αυτό. Στάθηκε, όπως φαίνεται, μετά τη μητέρα του την Ολυμπιάδα, η γυναίκα που τον επηρέασε σ’ όλες εκείνες τις αποφάσεις που ανέδειξαν τον Αλέξανδρο διαφορετικό στην Παγκόσμια Ιστορία. Κι όμως, το όνομά της δεν αναφέρεται ποτέ στα σημερινά ιστορικά εγχειρίδια. Ήτανε μια Περσίδα. Και λεγόταν Βαρσίνη. Την αναφέρει στα αρχαία χρόνια ο Πλούταρχος, στο κυριότερο έργο του «Βίοι Παράλληλοι». Ήτανε κόρη του σατράπη της Φρυγίας Αρτάβαζου. Χάρη στον ισχυρό πατέρα της έλαβε εξαιρετική μόρφωση, τόσο από Πέρσες όσο κι από Έλληνες δασκάλους. Δυο χρόνια πριν γεννηθεί στην Πέλλα ο Αλέξανδρος, ο Αρτάβαζος τα έβαλε με τον Πέρση βασιλιά προσπαθώντας να ανεξαρτητοποιηθεί. Στον στρατό του υπηρετούσαν μισθοφορικά και δυο Έλληνες, δυο αδέλφια από την Ρόδο, ο Μέντωρ και ο Μέμνων. Ο σατράπης τους ξεχώρισε και ενθουσιασμένος από τις υπηρεσίες τους πάντρεψε την πεντάχρονη Βαρσίνη με τον μεγαλύτερο αδελφό, τον Μέντορα. Αυτό ήταν στα πλαίσια ενός εθιμικού περσικού γάμου: Η νύφη παρέμενε μέχρι την ενηλικίωσή της στην κατοικία του πατέρα της. Ο άντρας της την επισκεπτόταν κατά καιρούς εθιμοτυπικά, προσφέροντας στην οικογένειά της δώρα. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, ήρθε η ήττα του Αρτάβαζου από τον Πέρση βασιλιά. Τώρα, αντίθετα με την παλιά εποχή που Έλληνες όπως ο Ιππίας, ο Δημάρατος ή ο Θεμιστοκλής κατέφευγαν στην Περσική Αυτοκρατορία, ο πρώην σατράπης μαζί με όλη την οικογένειά του κατέφυγαν στην Ελλάδα και βρέθηκαν στην Πέλλα. Ο Φίλιππος τους πρόσφερε άσυλο στην αυλή του. Έτσι η Βαρσίνη βρέθηκε στη μακεδονική πρωτεύουσα από τα εννέα της όταν ο Αλέξανδρος ήταν δύο χρονών μέχρι τα είκοσι της όταν ο Αλέξανδρος είχε γίνει δεκατριών. Η νεαρή Περσίδα γνωρίστηκε μαζί του και συχνά, στη διάρκεια της εφηβείας της, έπαιζε με το κατά πολύ μικρότερό της χαριτωμένο βασιλόπαιδο. Στο μεταξύ, ο εθιμικός άντρας της, ο Μέντωρ, που δεν είχε έρθει τότε μαζί τους αλλά είχε καταφύγει στην Αίγυπτο, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Πέρση βασιλιά, που συγχώρησε και τον πεθερό του, τον πρώην στασιαστή σατράπη, επιτρέποντάς του να επιστρέψει με την οικογένειά του στα κτήματα που είχε στην Τρωάδα. Έτσι, αναπάντεχα, ο δεκατριάχρονος Αλέξανδρος, που δεν αποκλείεται η Βαρσίνη να ήταν ο πρώτος του έρωτας, είδε με απελπισία να φεύγει από την Πέλλα η όμορφη εικοσάχρονη φίλη του.
Τα λίγα επόμενα χρόνια πέρασαν. Και μέσα σ’ αυτά, ο νέος στην ηλικία Μακεδόνας, μετά την απρόσμενη δολοφονία του πατέρα του, ανέβηκε στον θρόνο όχι για να καθίσει, αλλά για να υποτάξει την υπόλοιπη Ελλάδα - πλην Λακεδαιμονίων - και να την πάρει μαζί του στην εκστρατεία που προετοίμαζε ο πατέρας του ενάντια στους Πέρσες. Η Βαρσίνη, στη δικιά της παράλληλη ζωή στη Μικρά Ασία, πρόλαβε να χαρίσει μια θυγατέρα στον άντρα της τον Μέντορα, μα και να χάσει τον ίδιο στα τρία πρώτα χρόνια. Μετά, στους επόμενους μόνο μήνες, παντρεύτηκε τον αδελφό του τον Μέμνονα, που είχε την φιλοδοξία να γίνει στρατιωτικός διοικητής των δυτικών περιοχών της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο νέος Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ο Κοδομανός του ικανοποίησε αυτή την φιλοδοξία, θέτοντάς του όμως τον όρο να του στείλει, για εγγύηση, τη γυναίκα του Βαρσίνη - που, έτσι εκείνη βρέθηκε, σαν εκλεκτή όμηρος, στο χώρο της Περσικής Αυλής. Εκεί μέσα έμαθε ότι έγινε για δεύτερη φορά χήρα, αφού ο Μέμνων - που είχε ξεφύγει τον θάνατο στη Μάχη του Γρανικού εναντίον των Μακεδόνων - έμελλε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή στην πολιορκία της Μυτιλήνης. Στην ίδια χρονιά, στη Μάχη της Ισσού, ο Δαρείος με την άτακτη φυγή του άφησε στα χέρια του Αλέξανδρου την μητέρα του, την εξαιρετικού κάλλους γυναίκα του, την αδελφή του, τον γιο του και τις δυο κόρες του, μαζί με τη συνοδεία τους. Κι ανάμεσά τους τη Βαρσίνη. Ο Αλέξανδρος ενθουσιάστηκε που ξαναείδε την φίλη των παιδικών του χρόνων. Τώρα όμως ήταν και οι δυο μεγάλοι και προέκυψε ερωτική σχέση. Αυτή ήταν όμορφη και ώριμη γυναίκα τριανταενός ετών κι αυτός ένας πανέμορφος εικοσιτετράχρονος άνδρας, με όλη τη λάμψη του αήττητου. Πέντε χρόνια αργότερα, η ωραία Περσίδα που μιλούσε ελληνικά γέννησε τον πρωτότοκο γιο του Αλεξάνδρου, που τον είπαν Ηρακλή - με το όνομα του μυθικού προγόνου του.
Από τη Μάχη της Ισσού μέχρι το γάμο του Μακεδόνα στρατηλάτη με την Αφγανή Ρωξάνη, μεσολαβούν τα χρόνια που η Βαρσίνη έκανε το παιδί τους και είναι παραπάνω από πιθανό να συνδέονταν όλο εκείνο το χρονικό διάστημα τόσο φιλικά όσο και ερωτικά. Στη λέξη «φιλικά» βάζω και την διακριτική επιρροή της πάνω στις ενέργειες του Αλέξανδρου. Η παλιά του φίλη είχε τώρα κάθε λόγο να τον ωθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα της, του πρώην σατράπη της Φρυγίας Αρτάβαζου για ανεξαρτησία, ανατρέποντας τη δυναστεία των Αχαιμενιδών. Είχε ζήσει στην αυλή του Δαρείου και γνώριζε τις αδυναμίες του. Οι συμβουλές της είναι πολύ πιθανό να αποδείχθηκαν πολύτιμες στην τελική Μάχη των Γαυγαμήλων. Από κει κι ύστερα, η επίδραση της Βαρσίνης μπορεί να εξηγήσει πολλά για τη συμπεριφορά του Αλέξανδρου, όπως η στρατολόγηση αξιόμαχων Περσών στο στράτευμά του, η υιοθέτηση περσικών βασιλικών εθίμων - με αποκορύφωμα να τον προσκυνούν οι πάντες, η επιδίωξή του να εισπράττει μόνο κολακείες και γενικά η μεταβολή του χαρακτήρα του προς το αυταρχικότερο. Ακόμη και ο γάμος του με την όμορφη κι όμως άσημη Ρωξάνη θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν αποτέλεσμα της επιρροής της Βαρσίνης - αφού μόνο με μια «κουμπαριά» όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα, θα μπορούσε να καθυποτάξει τελικά τους πάντοτε ανυπότακτους και τότε και στις μέρες μας Αφγανούς. Βέβαια, ο γάμος του Αλέξανδρου με την Ρωξάνη σήμαινε σίγουρα την απομάκρυνση της Βαρσίνης από το άμεσο περιβάλλον του Μακεδόνα της ζωής της. Αλλά η τριανταεξάχρονη πλέον Περσίδα έσφιγγε στην αγκαλιά της ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε να της προσφέρει ο Έλληνάς της: Τον γιο του, που τον γέννησε το 327. Τρία χρόνια αργότερα πάντρεψε την δεκαοκτάχρονη κόρη της, που την είχε αποκτήσει νωρίτερα από τον Μέντορα τον Ρόδιο, με τον παιδικό φίλο και κατοπινό ναύαρχο του Αλέξανδρου, τον Νέαρχο. Στη συνέχεια, αποσύρθηκε διακριτικά με τον Ηρακλή της στην Πέργαμο, αφού προηγουμένως συμβούλεψε κατά πάσα πιθανότητα τον Αλέξανδρο να παντρευτεί, για λόγους παγίωσης του καθεστώτος του, την θυγατέρα αλλά και την ανιψιά του Δαρείου.
Η Ρωξάνη (όπως την είπαν στα ελληνικά, ενώ στη βακτριανή γλώσσα της λεγόταν Ροσάνακ και σήμαινε αστέρι) είχε γεννηθεί το 347, εννιά χρόνια μετά τον Αλέξανδρο και τον παντρεύτηκε στα είκοσί της χρόνια, ύστερα από την κατάκτηση του βράχου της Σογδιανής, του φρουρίου του πατέρα της από τους Μακεδόνες. Η πατρίδα της η Βακτρία, ήταν κάπου στο σημερινό βόρειο Αφγανιστάν και ο ξένος σύζυγός της την γνώρισε σαν κόρη του πολέμαρχου Οξυάρτη. Ο γάμος τους είχε πολιτική σκοπιμότητα για το εξευμενισμό των Βακτρικών Σατραπειών, αλλά ο Αλέξανδρος δήλωνε ερωτευμένος. Η Ρωξάνη τον συνόδευσε στην εκστρατεία του στην Ινδία το 327 και γέννησε τον γιο τους Αλέξανδρο Δ', τέσσερα χρόνια μετά, στη Βαβυλώνα. Και μπορεί το αστέρι της Σογδιανής να είχε μέσα της ακόμα τον επίσημο γιο από τον Μακεδόνα στρατηλάτη οκτώ μήνες πριν αυτός σβήσει αναπάντεχα, όμως ο Αλέξανδρος είχε παντρευτεί στο μεταξύ συμβολικά στα Σούσα - σε μια δεύτερη και σε μια τρίτη φορά του - την κόρη του Δαρείου την Στάτειρα και την ανιψιά του Δαρείου την Παρυσάτιδα. Η Στάτειρα έμεινε έγκυος κι αυτή από τον Αλέξανδρο. Γι’ αυτό η Ρωξάνη, για να μην υπάρχουν άλλοι διάδοχοι στον θρόνο, με τη βοήθεια του Περδίκκα έβαλε και σκότωσαν την Στάτειρα και την Παρυσάτιδα. Αν και μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως δεν έχασε τη ζωή της η Παρυσάτις, αλλά η αδελφή της Στάτειρας, η Δρυπέτη, η χήρα του Ηφαιστίωνα.
Ο ξαφνικός απροσδόκητος θάνατος του Αλέξανδρου άφησε εκτεθειμένους και την ωραία γυναίκα του και το γεννημένο πλέον παιδί του. Και πράγματι, οι δυό τους έπεσαν θύματα θανάσιμης δηλητηρίασης αργότερα, το 310, μετά από παρέμβαση του Κάσσανδρου - αφού ο 13χρονος Αλέξανδρος Δ' ήταν ο μόνος νόμιμος διάδοχος της τεράστιας αυτοκρατορίας. Η δηλητηρίαση τελέστηκε από τον Γλαυκία, αξιωματικό των Εταίρων.
Αλλά ούτε και ο πρωτότοκος γιος του Αλέξανδρου ο Ηρακλής γλύτωσε απ’ αυτή τη μοίρα. Στην ίδια εποχή που όλοι οι στρατηγοί του μεγάλου στρατηλάτη μάχονταν να φτιάξουν δικιές τους επικράτειες με κομμάτια της ελληνοασιατικής αυτοκρατορίας, ο στρατηγός Πολυπέρχων είχε προσπαθήσει αυτός να ιδρύσει το δικό του βασίλειο με βασιλέα τον δεκαεπτάχρονο τότε Ηρακλή. Ο Κάσσανδρος, ναί ο Κάσσανδρος και πάλι, θορυβήθηκε εφόσον ένας γνήσιος γιος του Αλέξανδρου θα ματαίωνε τα πολιτικά σχέδιά του κι έτσι ήρθε σε συνεννόηση με τον αντίπαλό του Πολυπέρχοντα. Με κρυφά ανταλλάγματα, που δεν τα μάθαμε ποτέ, συμφώνησαν από κοινού την επόμενη χρονιά το 309 να σκοτώσουν τόσο τον Ηρακλή όσο και τη μητέρα του τη Βαρσίνη. Έτσι η όμορφη και μορφωμένη Περσίδα, που είχε πρωτοέρθει εννιά χρονών στην Ελλάδα και που τόσο πολύ αγαπήθηκε από τον αξέχαστο Μακεδόνα, έκλεισε βάναυσα τα μάτια της στα πενήντα τρία της χρόνια.
Αλλά και οι άλλες γυναίκες από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον έγιναν ένα με το σκοτάδι. Η αδερφή του Αλέξανδρου, η Κλεοπάτρα, δολοφονήθηκε το 308, καθώς πήγαινε στην Αίγυπτο για να προσφέρει το χέρι της στον στρατηγό του, τον Πτολεμαίο. Η ετεροθαλής αδερφή του Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, που είχε παντρευτεί τον Κάσσανδρο, σκοτώθηκε από τον πεθερό της τον Αντίπατρο, κατά τη διάρκεια της δυναστικής έριδας με τον αδερφό του. Η επίσης ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, η Κυνάνη, είχε εκτελεστεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 323, στη ίδια χρονιά που έσβησε ο αδελφός της, με παρέμβαση του Περδίκκα, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν για να παντρευτεί τον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο.
Αυτές ήταν κυρίως οι γυναίκες που σημαδεύτηκαν από τη σύντομη ζωή του Αλέξανδρου. Οι γυναίκες, τα παιδιά του, και η μοίρα τους. Για να δούμε την αποτρόπαιη και άγρια ζωή που τον περιέβαλε - και που είναι η ίδια με αυτή που ζούμε μέχρι σήμερα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)