Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ ΠΑΥΛΟΣ (1855 - 1935)

Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης

Η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του θα ήταν πρόκληση και μόνο από το γεγονός πως υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για έξι περίπου χρόνια και διετέλεσε δύο φορές Αντιβασιλέας, μέσα στην πιο ταραγμένη δεκαετία της ιστορίας της Ελλάδας, από το 1919 έως το 1929. Η επιλογή αυτή αποτέλεσε την αναγνώριση του κύρους και του κοινού σεβασμού προς το πρόσωπο του μεγαλύτερου Ναυάρχου της Ελλάδας, μετά τη συγκρότησή της ως κράτους το 1828.

Παράλληλα αποδεικνύει την εμπιστοσύνη που ενέπνεε η σωφροσύνη και ο πατριωτισμός του, που τον ανύψωσαν πάνω από τις πολιτικές σκοπιμότητες, τις έριδες, τους διχασμούς και τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα της εποχής. Ο χαρακτήρας κάθε ανθρώπου εκτός από τα κληρονομικά του χαρακτηριστικά διαμορφώνεται και από το περιβάλλον στο οποίο γεννιέται και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνει και αντιλαμβάνεται τα πρώτα του ερεθίσματα από τον κόσμο...

Ο Κουντουριώτης γεννήθηκε το 1855 στην Ύδρα, μόλις 30 χρόνια μετά την κορύφωση της Ελληνικής επανάστασης. Στην Ύδρα, τότε, ζούσαν ακόμη πολλοί ναυτικοί του ’21 και το λιμάνι της έσφυζε από ιστιοφόρα, πολλά από τα οποία ανήκαν στους θρυλικούς ναυμάχους της επανάστασης και είχαν κυβερνηθεί απ’ αυτούς.

Ο πατέρας του Θεόδωρος, ήταν γιος του Γεωργίου Κουντουριώτη που είχε διατελέσει Πρόεδρος του Εκτελεστικού για μεγάλο χρονικό διάστημα τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1820, όταν ο Ελληνισμός πάλευε για τη λευτεριά του. Εκεί, στο αρχοντικό του παππού του, που δεσπόζει ψηλά στη δυτική πλευρά της Ύδρας ταυτίστηκε με το Υδραίικο περιβάλλον κι έγινε η προσωποποίηση της παράδοσης των ηρωικών χρόνων, συνεχιστής των μπουρλοτιέρηδων, κληρονομώντας όλες τις αρετές και τις αδυναμίες της μεγάλης εκείνης γενιάς που συνδύαζε τα ασυμβίβαστα. Τη φρόνηση, με τη γενναιότητα που άγγιζε τα όρια του παράλογου, το μυαλό με την καρδιά.

Η καταγωγή και η οικογενειακή παράδοση τον οδήγησαν αναπόφευκτα στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού. Το 1873 κατατάσσεται στο Ναυτικό Σχολείο, πρόδρομο της μετέπειτα Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, το 1877 αποφοιτά και τον επόμενο χρόνο ονομάζεται Σημαιοφόρος.

Τον Μάιο του 1886 παίρνει το πρώτο του βάπτισμα πυρός. Όντας Υποπλοίαρχος και έχοντας υπό τις διαταγές του τις κανονιοφόρους Α και Β, εισπλέει κατόπιν διαταγής στον Αμβρακικό, για να κάμει αισθητή την παρουσία του ελληνικού Ναυτικού σ’ αυτή την κλειστή σαν λίμνη θάλασσα, τα παράλια της οποίας μοιράζονταν Ελλάδα και Τουρκία.

Κατά τον είσπλου βάλλεται συγχρόνως από τα πυροβολεία του φρουρίου της Πρέβεζας, από Τουρκικά στρατεύματα που ήταν εκεί στρατοπεδευμένα και από μια τουρκική φρεγάτα που ναυλοχούσε στην περιοχή. Ανταποδίδει τα πυρά. Μετά το πέρας της στρατιωτικής οπερετικής περιπέτειας, που αποκλήθηκε και ειρηνοπόλεμος και που στοίχισε πολύ στη χώρα σε κόστος και διεθνές κύρος, διατάσσεται να επαναπλεύσει στο Ναύσταθμο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1887, η κυβέρνηση παρήγγειλε τα τρία θωρηκτά: Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά.

Το 1890 νυμφεύθηκε την Αγγελική Πετρακοκκίνου, κόρη του πλουσίου Χιώτη, η οποία όμως δεν έζησε να τον δει στις μέρες της δόξας του αργότερα.

Πέθανε πολύ νωρίς, το 1903, σε ηλικία μόλις 38 ετών και ετάφη στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Κουντουριώτη στην Ύδρα. Ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να την θυμάται και κάθε φορά αναφερόταν σ’ αυτήν με συγκίνηση και νοσταλγία. Όπως διηγείτο ο Παντελής Χορν, εκλεκτός συγγραφέας και φίλος της οικογένειας Κουντουριώτη, που υπηρετούσε στον Αβέρωφ κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ως Μάχιμος Υποπλοίαρχος.

Ο Κουντουριώτης απέκτησε τρία παιδιά: Τη Λουκία, τη Δέσποινα και τον Θεόδωρο, ο οποίος γεννήθηκε το 1897 και σταδιοδρόμησε μετέπειτα ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Πολύ αργότερα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ελένη Γερ. Κούππα με την οποία δεν απέκτησε παιδιά.

Τον Ιανουάριο του 1897 ως Πλωτάρχης, Κυβερνήτης του ατμομυοδρόμωνα Αλφειός, διατάσσεται να μεταβεί μαζί με άλλα πλοία στην Κρήτη προς υποστήριξη του χριστιανικού πληθυσμού του νησιού, μαζί με το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Για την περίοδο εκείνη αναφέρεται, ότι υπέβαλε πρόταση στο Υπουργείο να εισδύσει με μερικά πλοία της επιλογής του στα Δαρδανέλια και να επιτεθεί στον τουρκικό στόλο. Τέτοια άδεια δεν του δόθηκε και οι επικριτές του βρήκαν την ευκαιρία να τον ψέξουν για «παραφροσύνη».

Αντίθετα οι φίλοι του βρήκαν την πρόταση «αξιοθαύμαστα τολμηρή». Σ’ αυτήν πάντως, είναι εμφανή τα κατάλοιπα της κληρονομιάς από τους θρυλικούς μπουρλοτιέρηδες του τόπου καταγωγής του. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου μετά την έναρξη του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου συμμετέχει, ως κυβερνήτης πάντα του Αλφειού, στις επιχειρήσεις της Μοίρας του Αιγαίου στα παράλια της τουρκοκρατούμενης Πιερίας. Μαζί με τα τορπιλοβόλα 14 και 16 ενεργεί καταδρομική επιχείρηση με ναυτικό αποβατικό άγημα στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς και πυρπολεί αποθήκες εφοδίων του Οθωμανικού στρατού.



Κατά την επιχείρηση φονεύεται ο Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 16, Ανθυποπλοίαρχος Εμμανουήλ Αντωνιάδης ο οποίος γίνεται έτσι, ο πρώτος νεκρός απόφοιτος της νεοσύστατης Σχολής Ναυτικών Δοκίμων που λειτουργεί από το 1884. Στους νεκρούς προστίθενται επίσης δύο ναύτες και ένας πολίτης κάτοικος της περιοχής. Από την καταδρομική αυτή ενέργεια στις 12 Απριλίου 1897 έχουν διασωθεί έξι τουρκικές σημαίες που πάρθηκαν σαν λάφυρο και βρίσκονται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.

Το 1900, Αντιπλοίαρχος πλέον Κυβερνήτης του ευδρόμου Ναύαρχος Μιαούλης, προτείνει στο Υπουργείο Ναυτικών και εγκρίνεται, να εκτελέσει το εκπαιδευτικό ταξίδι των Ναυτικών Δοκίμων με το πλοίο του στην Αμερική. Το ταξίδι πραγματοποιείται από 3 Ιουλίου έως 22 Νοεμβρίου. Για τον χρόνο που πραγματοποιείται και τον τύπο του πλοίου αποτελεί επικίνδυνη περιπέτεια και η μεταφορά των Ναυτικών Δοκίμων συνιστά ανάληψη υψίστης ευθύνης. Ο Κουντουριώτης επιδεικνύει σπάνια ναυτικά προσόντα διαπλέοντας τον Ατλαντικό δύο φορές, σχεδόν αποκλειστικά με πανιά, για εξοικονόμηση καυσίμων.

Στην Αμερική γίνεται ενθουσιωδώς δεκτός από την ελληνική ομογένεια της Βοστώνης. Το 1908 ως Πλοίαρχος τοποθετείται υπασπιστής του Βασιλέως Γεωργίου Α΄. Γι’ αυτή του την τοποθέτηση εκτιμώνται η σοβαρότητα του χαρακτήρα του, η αφοσίωσή του στους θεσμούς, η σύνεση και η σωφροσύνη που επιδεικνύει σε μια ταραγμένη εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας η ψύχραιμη αποτίμηση της θέσης της χώρας και ο προσδιορισμός των εθνικών στόχων αποτελεί εναγώνια ζητούμενο στο πολιτικό και το στρατιωτικό περιβάλλον.

Το 1910 ως Πλοίαρχος τίθεται επικεφαλής της «Μοίρας Γυμνασίων» του στόλου, θέση στην οποία παραμένει μέχρι το 1912. Τον Σεπτέμβρη του 1912 ο Παύλος Κουντουριώτης έφθασε μπροστά στην ιστορία όταν ακριβώς η πατρίδα τον είχε μεγάλη ανάγκη. Βρέθηκε εκεί κι έγινε ο Σωτήρας της. Αξίζει εδώ να παρατεθεί ένα τηλεγράφημα που απέστειλε ο Τούρκος Υπουργός των Ναυτικών στον Ναύαρχο Αρχηγό του τουρκικού στόλου, για να γίνει αντιληπτό ποια ιδέα είχαν οι αντίπαλοι για τον Έλληνα Αρχηγό του Στόλου.

«Επί του Αβέρωφ θα επιβαίνει, όπως πληροφορούμαι, ως γενικός αρχηγός του ελληνικού στόλου, ο Κουντουριώτης, άριστος αξιωματικός, με πείρα, με θάρρος, με πατριωτισμό και πλείστες άλλες ναυτικές αρετές. Ο Κουντουριώτης είναι εκ των αρίστων αξιωματικών.

Ο Υπουργός των Ναυτικών
Μαχμούτ Μουκτάρ.»


Οι Βαλκανικοί είναι ίσως οι ενδοξότεροι πόλεμοι τους οποίους έχει διεξαγάγει το Ελληνικό κράτος από της απελευθερώσεώς του και ο Παύλος Κουντουριώτης αναδείχθηκε αναμφίβολα στο ψηλότερο ναυτικό σύμβολο της νεώτερης Ελλάδας. Οι γεωπολιτικές συνθήκες που οδήγησαν τις τρεις Σλαβικές Χριστιανικές χώρες των Βαλκανίων να συμπήξουν συμμαχία εναντίον της κυριάρχου Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχουν εκτεθεί σε άλλα άρθρα και παρεμβάσεις της παρούσας έκδοσης.

Ο μόνος στρατηγικός παράγοντας που έλειπε από τους συμμάχους και για τον οποίον έγινε δεκτή η Ελλάδα στη συμμαχία ήταν το Ελληνικό Ναυτικό. Ήταν η μόνη συμμαχική δύναμη που μπορούσε να αποκόψει τις Οθωμανικές στρατηγικές εφεδρείες και να τις ακινητοποιήσει στα λιμάνια της Μικράς Ασίας. Εάν οι περίπου 250.000 Οθωμανοί έφεδροι κατόρθωναν να διαπεραιωθούν στη Μακεδονία και να αντιπαρατεθούν στα μέτωπα των μαχών είναι πολύ πιθανόν ότι θα ήταν διαφορετική η εξέλιξη του πολέμου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα υποτυπώδη έως ανύπαρκτα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα της εποχής δεν επέτρεπαν την έγκαιρη μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και ρεύματος εφοδίων δια ξηράς. Έτσι λοιπόν οι Σλάβοι της Βαλκανικής υποχρεώθηκαν να κάνουν δεκτή την Ελλάδα στη συμμαχία τους παρά τις αντικρουόμενες επιδιώξεις που είχε καθένας για τα εδάφη της Μακεδονίας που θα απελευθερώνονταν από την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Η αποστολή της επίτευξης απόλυτης κυριαρχίας στο Αιγαίο αναλαμβανόταν με δισταγμό από το Πολεμικό Ναυτικό, λόγω της αριθμητικής υπεροχής του Τουρκικού Ναυτικού. Υπεροχής που επιβεβαιωνόταν με κάθε επιτελική σύγκριση δυνάμεων και παρά την πρόσφατη ένταξη στον Ελληνικό στόλο του νεότευκτου σύγχρονου και ισχυρού, θωρακισμένου καταδρομικού Αβέρωφ.

Σε πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1912 υπό την προεδρία του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και στο οποίο ήταν παρόντες όλοι οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Ναυτικού και αξιωματούχοι της κυβέρνησης, καθώς και ο έχων αναλάβει πρόσφατα τα καθήκοντα του Αρχηγού του Στόλου, Πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης, έγινε ανασκόπηση των δυνατοτήτων των ναυτικών μονάδων και παρατέθηκαν τα στοιχεία της σύγκρισης των δύο στόλων.



Εκτοπίσματα, ταχύτητες, αριθμός και διαμέτρημα πυροβόλων, πάχη θωρακίσεων, πληρώματα, τα πάντα τέθηκαν κάτω από λεπτομερειακή εξέταση και διατυπώθηκαν γνώμες και απόψεις που συνέτειναν στο ό,τι ο στόλος, λογικά, απαιτούσε ενίσχυση εν όψει της δύσκολης αποστολής του. Ο πρωθυπουργός επηρεασμένος από την παράθεση των δυσμενών στοιχείων δυσφορούσε.

Όταν κλήθηκε ο Κουντουριώτης να σχολιάσει τη ροή και τα συμπεράσματα της συζήτησης, εξέφρασε την εδραιωμένη πεποίθησή του ότι ο ελληνικός στόλος θα έβγαινε νικητής σε απ’ ευθείας αντιπαράθεση με τον Τουρκικό, διότι τα στελέχη του θα αγωνίζονταν με αυταπάρνηση και υψηλό ηθικό.

Ο Πρωθυπουργός ανακουφίστηκε από την παρέμβαση του Αρχηγού και ένιωσε ελεύθερος να προχωρήσει στα σχέδιά του. Για την επίδραση που είχε στον Πρωθυπουργό η στάση του Κουντουριώτη εκείνη την ημέρα, είναι χαρακτηριστική η επιστολή που του έστειλε ο Ελ. Βενιζέλος 21 χρόνια μετά, την επέτειο της ναυμαχίας της Έλλης, την 3η Δεκεμβρίου 1933.

Φίλτατε Ναύαρχε.

Είκοσι ένα χρόνια κλείουν σήμερα από την ημέρα, που με την ναυμαχία της Έλλης εξησφάλισες την κατά θάλασσαν υπεροπλίαν της Ελλάδος και των συμμάχων της και έτσι εξησφάλισες την τελικήν νίκην των. Όλοι οι Έλληνες σου είμεθα ευγνώμονες διά την νίκην σου αυτήν.

Περισσότερον από όλους εκείνος, που γνωρίζει, ότι χωρίς την αδάμαστον αποφασιστικότητά σου και την πίστην σου εις την κατά θάλασσαν νίκην μας, δεν θα απεφασίζαμεν να λάβωμεν μέρος εις τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον, με αποτέλεσμα ότι, αν μεν νικούσαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, τα όριά μας θα έμεναν οριστικώς εις την Μελούνα ή το πολύ θα έφθαναν στον Αλιάκμονα, αν δε νικούσαν οι Τούρκοι, η ζωή των ομογενών της Αυτοκρατορίας θα απέβαινεν ανυπόφορος.

Με εξαίρετον τιμήν και αγάπην
Ελευθ. Κ. Βενιζέλος


Ο Ελληνικός στόλος αποπλέοντας από το Φάληρο στις 5 Οκτωβρίου 1912 έπαιρνε μαζί του βαρύ το φορτίο των ελπίδων του Ελληνικού λαού. Αυτό επέβαλε να εξασφαλίσει την απόλυτη θαλάσσια κυριαρχία στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, γεγονός που θα σήμαινε την πλήρη απαγόρευση των θαλασσίων επικοινωνιών για τις Οθωμανικές μεταφορές και την απρόσκοπτη και ασυνόδευτη εκτέλεση των μεταφορών μονάδων και εφοδίων που θα απαιτούσε η εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων των τεσσάρων συμμάχων στρατών.

Τονίζοντας τη συμβολή του Πολεμικού Ναυτικού με κανένα τρόπο δεν επιχειρείται να υποβαθμισθεί η συμβολή του Στρατού. Κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει τον ηρωισμό που επέδειξαν στα πεδία των μαχών ξηράς τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας. Κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει την ορμή που έμοιαζε περισσότερο με ξέσπασμα και που σάρωνε στο διάβα της τις τουρκικές φρουρές και τις εστίες αντιστάσεως.

Δεν γεννάται καμία αμφιβολία για την τακτική αξία των μαχών, για τα περάσματα, τους λόφους, τα ποτάμια, τις οχυρές θέσεις. Δεν παραγνωρίζεται καθόλου η ψυχολογική αλλά και η ουσιαστική αξία της απελευθέρωσης χωριών και πόλεων και η δικαιολογημένη προβολή του ενθουσιασμού και της συγκίνησης των τοπικών πληθυσμών που υποδέχονταν τα Ελληνικά απελευθερωτικά στρατεύματα.

Ο πρωταγωνιστής, όμως, που έκρινε την έκβαση του πολέμου και που ουσιαστικά εκδίωξε του Οθωμανούς από τα Βαλκάνια ύστερα από απόλυτη κυριαρχία τους σ’ αυτά, μεγαλύτερη από πέντε αιώνες, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ήταν ο Ναυτικός αγώνας του Αιγαίου. Ο Ελληνικός στόλος ήταν εκείνος που κράτησε αδρανείς και αχρησιμοποίητες τις τουρκικές εφεδρείες στα λιμάνια της Μικράς Ασίας, τόσο απαραίτητες για τους Οθωμανούς στην κρίσιμη περίοδο του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.

Η μεγάλη, η στρατηγική νίκη του πολέμου, κερδήθηκε στη θάλασσα. Ήταν αυτή που εάν χανόταν, μοιραία θα είχε άλλη εξέλιξη η ροή του πολέμου και η ιστορία θα ήταν διαφορετική. Στο παρόν σημείωμα λόγω περιορισμών διατιθέμενου χώρου θα αναφέρω μόνο σε μορφή τίτλων τις ναυτικές επιχειρήσεις εκείνες που συνέτειναν περισσότερο στην επίτευξη ναυτικής κυριαρχίας και βοήθησαν τις επιχειρήσεις του Στρατού.



Ως τέτοιες είναι γνωστές οι συγκρούσεις των δύο στόλων στο ακρωτήριο της Έλλης και νοτιοδυτικά της Λήμνου, στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και 5 Ιανουαρίου 1913 αντιστοίχως. Αντίθετα είναι σχετικά άγνωστες οι Αλβανίας και η αποκοπή των Ιταλικών και αυστροουγγρικών εμπορικών πλοίων τα οποία συντηρούσαν το ρεύμα ανεφοδιασμού του Οθωμανικού στρατού, που υπερασπιζόταν τα Ιωάννινα.

Γνωστές είναι επίσης οι επιχειρήσεις απελευθέρωσης όλων των νησιών του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου από ναυτικά αποβατικά αγήματα και στις περιπτώσεις της Λέσβου και της Χίου, σε συνδυασμό με στρατιωτικές δυνάμεις. Άξιος μνείας και πολύ σημαντικός ήταν ο αγώνας δρόμου μεταξύ των βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων και του Ελληνικού στόλου για την κατάληψη της χερσονήσου του Αγίου Όρους. Η επιχείρηση αυτή που διεξήχθη την 1η Νοεμβρίου από το αντιτορπιλικό Θύελλα κατ’ αρχήν και τα Αβέρωφ,

Πάνθηρ και Ιέραξ αργότερα, διέσωσε το Άγιο Όρος από πολλές περιπέτειες που ενδεχομένως θα δημιουργούνταν, αν προλάβαιναν τα σπεύδοντα Βουλγαρικά στρατεύματα να το καταλάβουν. Δύο επιχειρήσεις που φανέρωναν το πνεύμα ηρωισμού με το οποίο το ναυτικό πολεμούσε τον προαιώνιο εχθρό ήσαν :

– Στις 18 Οκτωβρίου 1912 η διείσδυση στη Θεσσαλονίκη του τορπιλοβόλου 11 με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Ν. Βότση, που κατέληξε στον τορπιλισμό και βύθιση του Τουρκικού θωρηκτού Φετχί Μπουλέντ.

– Στις 9 Νοεμβρίου 1912 η διείσδυση στο Αϊβαλί του τορπιλοβόλου 14 με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Περ. Αργυρόπουλο, ο τορπιλισμός και βύθιση Τουρκικής κανονιοφόρου που ναυλοχούσε εκεί.

Τέλος θα ήθελα να αναφέρω δύο δευτερεύουσες επιχειρήσεις ως προς τα αποτελέσματά τους, οι οποίες όμως καταγράφηκαν ως παγκόσμιες πρωτιές και διατηρούν τη σημασία τους για το Πολεμικό Ναυτικό:

– Στις 9 Δεκεμβρίου 1912 εκτελέσθηκε η πρώτη παγκοσμίως βολή τορπίλης σε πολεμική επιχείρηση, από το υποβρύχιο Δελφίν σε κατάδυση εναντίον του τουρκικού ευδρόμου Μετζιτιέ. Κυβερνήτης ήταν ο Πλωτάρχης Στέφανος Παπαρρηγόπουλος.

– Στις 24 Ιανουαρίου 1913 εκτελέσθηκε η πρώτη παγκοσμίως πτήση υδροπλάνου ναυτικής αεροπορίας επ’ ωφελεία ναυτικής δυνάμεως. Πιλότος ήταν ο Λοχαγός Μιχ. Μουτούσης και παρατηρητής ο Σημαιοφόρος Αριστ. Μωραϊτίνης.

Στις επιχειρήσεις του Ναυτικού δέσποζε η προσωπικότητα του Αρχηγού και η προτροπή του για επίδειξη ακραίου επιθετικού πνεύματος στις όποιες συναντήσεις με τον εχθρό. Δεν είναι δύσκολο να προσπαθήσεις να σκιαγραφήσεις την προσωπικότητα του αρχιτέκτονα της νίκης των Βαλκανικών Πολέμων, του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη. Είναι απλό, γιατί κι ο ίδιος ήταν απλός. Λιτός και απέριττος, σχεδόν ασκητικός, έδειχνε βαθιά αποστροφή προς τις επιδείξεις και τις κοσμικές εκδηλώσεις.

Διατηρούσε ακλόνητη πίστη στον Θεό και πίστευε πως κάθε ενέργεια πρέπει να ξεκινά πάντοτε από την επίκληση της Θείας βοήθειας. Αντιφατικός στη συμπεριφορά, συνειδητοποιημένος αριστοκράτης ως απόγονος υψηλής γενιάς αρχόντων της Ύδρας, ήξερε να προσεγγίζει και να μιλά καλύτερα απ’ τον καθένα τη γλώσσα του λαού, των αγαθών νησιωτών που συγκροτούσαν τα πληρώματά του, τα οποία διοίκησε στη ζωή του.

Μιλούσε Αρβανίτικα απ’ ευθείας στην ψυχή των ανδρών του και παρά το γεγονός ό,τι επέβαλε σκληρή πειθαρχία σε όλους, τους υπ’ αυτόν, αξιωματικούς και ναύτες, ήταν αγαπητός, γιατί πρώτος αυτός έδινε το παράδειγμα της προσήλωσης στο καθήκον και της αγάπης, μέχρι θυσίας, προς την πατρίδα. Από τη διεξαγωγή των ναυτικών επιχειρήσεων των Βαλκανικών Πολέμων θα ήθελα να σχολιάσω τρία μόνο σημεία που χαρακτηρίζουν την ιδιοσυγκρασία του Ναυάρχου και περιγράφουν μόνα τους, πολύ εύγλωττα τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του.

Σημείο 1ο. Η Επιλογή του Ορμητηρίου του Στόλου.

Το 1897 ο Στόλος του Αιγαίου ναυλοχούσε στο ορμητήριο των Ωρεών της Μαγνησίας με στόχο να βρίσκεται πλησιέστερα στο θέατρο των επιχειρήσεων που δικαιολογημένα θεωρείτο το κεντρικό βόρειο Αιγαίο. Το 1912 τα επίσημα σχέδια του Επιτελείου προέβλεπαν και πάλι τους Ωρεούς, ενώ μεγάλη συζήτηση γινόταν για τον όρμο της Αγίας Μαρίνας στον νότιο Ευβοϊκό ώστε να συντομευθούν οι οδοί επικοινωνίας με τον Ναύσταθμο. Κανείς δεν περίμενε την αποφασιστική επιλογή του αρχηγού.



Θέτοντας πάνω απ’ όλα την εκπλήρωση της αποστολής του, που την έβλεπε αποκλειστικά σε μια αποφασιστική σύγκρουση με τον Τουρκικό στόλο, παραβλέποντας το πλήθος των αντιθέτων επιχειρημάτων και παραμερίζοντας τα πολλά μειονεκτήματα που συνεπαγόταν η επιλογή του, πλέει αποφασιστικά, καταλαμβάνει τη Λήμνο και εγκαθίσταται στον ασφαλέστατο από καιρικές συνθήκες όρμο του Μούδρου, πενήντα μόλις μίλια από την έξοδο των στενών των Δαρδανελίων. Με την κίνηση αυτή επιδεικνύει ένα άκρως επιθετικό πνεύμα.

Η μεγαλοφυής και ορμητική επιλογή του Ναυάρχου πιθανόν να ενήργησε εκφοβιστικά για τις τουρκικές ναυτικές δυνάμεις οι οποίες βράδυναναδικαιολόγητα κατά δύο περίπου μήνες να ανταποκριθούν και να επιχειρήσουν την έξοδό τους από την Προποντίδα και τα Δαρδανέλια. Πολύ αργότερα στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 έγινε πολύς λόγος και χύθηκε πολύ μελάνι για τη διεκδίκηση της πατρότητας της ιδέας χρησιμοποιήσεως του Μούδρου ως ορμητηρίου του στόλου.

Ο ίδιος ο Κουντουριώτης, ολύμπιος κι απόμακρος, δεν έλαβε ποτέ μέρος σ’ αυτή τη διελκυστίνδα τοποθετήσεων και αντεγκλήσεων. Στη στρατιωτική δεοντολογία είναι γνωστό πως σημασία έχει ποιος αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη μιας αποφάσεως και όχι ποιος την εισηγείται, αν υποθέσουμε πως κάποιος άλλος την εισηγήθηκε.

Σημείο 2ο. Η διεξαγωγή των δύο αποφασιστικών ναυμαχιών της Έλλης και της Λήμνου.

Ο χειρισμός του Ελληνικού στόλου, ουσιαστικά δηλαδή της ναυαρχίδας Αβέρωφ και της Μοίρας των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά απέδειξε μιαν ακατάσχετη ορμητικότητα και επιθετικό πνεύμα συνοδευόμενο από περιφρόνηση προς τον θάνατο, που σπάνια συναντάται και λίγο απέχει από το να επικρίνεται από τις Επιτελικές Σχολές Πολέμου.

Ιδιαίτερα στην πρώτη ναυμαχία, κατά τη φάση της καταδίωξης του Τουρκικού στόλου, είναι γεγονός πως ο Αβέρωφ πέρασε μέσα στο βεληνεκές των επάκτιων πυροβολείων και αν δεχόταν ένα σοβαρό πλήγμα ασφαλώς τα πράγματα θα είχαν διαφορετική εξέλιξη. Στη φάση αυτή όταν λόγω υπερθέρμανσης των πυροβόλων του Αβέρωφ ελαττώθηκε η ταχυβολία του, ο Ναύαρχος πήρε τη μεγάλη απόφαση.

Με την ταχύτητα του πλοίου στο ψηλότερο σημείο, τα 22 καζάνια να αποδίδουν τη μεγίστη ισχύ τους, στόχευε την τουρκική ναυαρχίδα και έπλεε «πάση δυνάμει» να την εμβολίσει, να την κόψει στα δύο. Έφθασε μέχρις αποστάσεως 2.600 μέτρων. Οι Τούρκοι έφευγαν και δεν πίστευαν. Χώθηκαν τρομαγμένοι στα στενά απ’ όπου δεν ξαναβγήκαν για ένα μήνα. Μετά από χρόνια ο Ναύαρχος διηγιόταν σε κάποιους φίλους του για εκείνη τη στιγμή:

«Είδα εκείνη την ώρα σαν όραμα πάνω στους δύο κάβους των Στενών τον παππού μου και τον Μιαούλη, να μου κάνουν νόημα και να με καλούν. Και όρμησα πάνω τους».

Σημείο 3ο. Εφαρμογή των αρχών του πολέμου.

Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς προς τη 2η του Γενάρη του 1913 (παλαιό ημερολόγιο), μέσα σε πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες θύελλας με καταιγίδες, το θωρακισμένο καταδρομικό Χαμιδιέ διέλαθε απαρατήρητο και ανεντόπιστο κινήθηκε στο Αιγαίο, ως επιδρομικό. Στις 2 Ιανουαρίου το πρωί ξημερώθηκε έξω απ’ το λιμάνι της Σύρου, όπου βομβάρδισε το εξοπλισμένο εμπορικό «Μακεδονία» το οποίο βρισκόταν εκεί λόγω βλάβης πηδαλίου.

Η επιχείρηση θεωρήθηκε από τον Ναύαρχο σαν μια καλά προσχεδιασμένη παραπλανητική κίνηση εκ μέρους του τουρκικού ναυαρχείου, που απέβλεπε να παρασύρει κάποιο τμήμα του Ελληνικού στόλου να αποσπασθεί από τον Μούδρο και να κυνηγήσει το επιδρομικό. Εν προκειμένω μόνο ο Αβέρωφ είχε αυτή τη δυνατότητα λόγω ταχύτητας. Πράγματι η Ελληνική κυβέρνηση θορυβήθηκε και συνέστησε στον αρχηγό του στόλου να επιληφθεί αποσπώντας Μοίρα του στόλου υπό τον Αβέρωφ.

Ο Κουντουριώτης έχοντας την υποψία ότι επρόκειτο για Τουρκικό τέχνασμα και εφαρμόζοντας με σταθερότητα την αρχή του πολέμου «εμμονή στον σκοπό» αρνήθηκε να συμμορφωθεί, πείθοντας την κυβέρνηση να αναστείλει τη διαταγή της.

Σε τρεις μέρες, την 5η Ιανουαρίου, ο Τουρκικός στόλος εξέπλευσε των Στενών και κινήθηκε προς τον Μούδρο για να συναντήσει τον Ελληνικό. Η ναυμαχία της Λήμνου επέφερε το τελειωτικό πλήγμα στον Τουρκικό στόλο και κρίθηκε από την ευστοχία των Ελληνικών πυρών αυτή τη φορά. Διήρκεσε μόνο 20 λεπτά και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μια άτακτη φυγή των Τουρκικών πλοίων προς τα Στενά, έχοντας τα θωρηκτά μόλις επιπλέοντα με πυρκαγιές, σημαντικές ζημιές πολλούς νεκρούς και τραυματίες.


Στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο ο στόλος υπό την καθοδήγηση του Κουντουριώτη προσέφερε και πάλι σημαντικές υπηρεσίες στην απελευθέρωση της Θράκης με την απόλυτη κυριαρχία στα παράλιά της. Μετά το ένδοξο πέρας των Βαλκανικών Πολέμων ο Κουντουριώτης προάγεται σε Αντιναύαρχο και γίνεται ο πρώτος που θα καταλάβει αυτό το βαθμό στο Πολεμικό Ναυτικό. Η προαγωγή του εκείνη έγινε:

«...δι εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας, παρασχεθείσας υπ’ αυτού τη Πατρίδι, εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του, ως αρχηγού του στόλου του Αιγαίου».

Το καλοκαίρι του 1915 ο Κουντουριώτης επιβαίνων του Αβέρωφ επισκέφθηκε την Κρήτη η οποία είχε συνενωθεί με την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε στα Χανιά είχε τόσο ενθουσιασμό, παλμό και συγκίνηση, που άφησε εποχή.

Στη συνέχεια παραμένοντας Ναύαρχος εν ενεργεία, διετέλεσε Υπουργός των Ναυτικών στην κυβέρνηση Στ. Σκουλούδη από τον Οκτώβριο του 1915 έως τον Ιούνιο του 1916. Κατά την υπουργική του θητεία αποδεικνύεται εξαιρετικά προσεκτικός και σώφρων στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων, σε αντίθεση με την ορμητικότητα που είχε επιδείξει ως αρχηγός στόλου. Διαφώνησε με την κυβέρνηση στην οποία μετείχε στο θέμα της ουδετερότητας και υποστήριξε τη συμμαχία με την Αντάντ.

Ο Κουντουριώτης ήταν φιλοβασιλικός, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο κι αντιφατικό. Αγαπούσε τον θεσμό σαν μια εγγύηση της ενότητας και της συνέχειας του κράτους και ο σεβασμός του στον θρόνο ήταν αποτέλεσμα της φλογερής φιλοπατρίας του χωρίς κανένα ίχνος προσωπολατρείας. Είναι γεγονός πως ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς το πρόσωπό του, λόγω της προϋπηρεσίας του Ναυάρχου ως υπασπιστή του πατέρα του, Γεωργίου.

Παρά ταύτα όταν ο Ναύαρχος θεώρησε το 1916 ότι το καθήκον προς την πατρίδα τον καλούσε να λάβει θέση στο πλευρό του μεγάλου πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου δεν δίστασε στιγμή και τάχθηκε ολόψυχα, ως μέλος της τριανδρίας της Δημοκρατικής Άμυνας, (Βενιζέλος, Κουντουριώτης, Δαγκλής) στην επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης.

Στο σημείο αυτό είναι επιβεβλημένο να παρατεθεί ένα απόσπασμα από επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου που γράφτηκε την 30η Αυγούστου 1916 και στην οποία διαφαίνεται η εκτίμηση που έτρεφε ο Εθνάρχης στο πρόσωπο του Ναυάρχου, όπως άλλωστε και ολόκληρος ο Ελληνικός λαός:

Αθήναι 30 Αυγούστου 1916.

Φίλτατε Ναύαρχε.

Τα πράγματα φθάνουν εις το απροχώρητον. Μετά την παραίτησιν του κ. Ζαΐμη και την συγκρότησιν της νέας κυβερνήσεως και την υπό των Βουλγάρων ουσιαστικήν κατάληψιν της Καβάλλας δεν πρέπει να μας μένη καμμία αμφιβολία Ναύαρχε! Κάμε τον σταυρόν σου εις το όνομα του Θεού. Σε εξορκίζω προς τούτο. Άλλη οδός σωτηρίας δεν έμεινε δια την Ελλάδα. Δεν έχομεν το δικαίωμα ούτε σεις ούτε εγώ ν’ αφήσωμεν να συμπληρωθή η καταστροφή, χωρίς να επιδιώξωμεν την σωτηρίαν.

Εάν, φίλτατε ναύαρχε, αρνηθήτε να κινηθήτε, εν καθήκον μου υπολείπεται. Να καταγγείλω εις το έθνος τον όλεθρον εις τον οποίον σύρεται και να δηλώσωότι, μη έχων την δύναμιν να αποτρέψω τον όλεθρον, αλλά και μη θέλων να παρίσταμαι σιωπηλός μάρτυς της καταστροφής και της ατιμώσεως, φεύγω οριστικώς από την Ελλάδα.

Ναύαρχε ! Εις χείραν πάλιν Κουντουριώτη κρέμεται η σωτηρία του έθνους, εφ’ όσον είνε ακόμη καιρός. Με αισθήματα εξόχου τιμής και αδελφικής αγάπης, υμέτερος

(Υπογραφή)
Ελευθέριος Βενιζέλος»
.

Μεγάλες και ιστορικές στιγμές του έθνους, όπως διαγράφονται από την ιδιωτική αλληλογραφία δύο μεγάλων ανδρών, που ζούσαν, αγωνίζονταν και ανέπνεαν για το έθνος και την Ελληνική πατρίδα. Έγινε έτσι συμπαραστάτης του δημιουργού της μεγάλης Ελλάδας καθ’ όλη τη μέχρι το 1920 επική περίοδο των Ελληνικών θριάμβων προσφέροντας στο κίνημα της Θεσσαλονίκης την πανελλήνια αποδοχή του. Ούτε προσωπικές συμπάθειες, ούτε οικογενειακές καταβολές, τον εμπόδισαν μπροστά σ’ αυτό που πίστεψε ύψιστο συμφέρον για την πατρίδα.


Στις 14 Ιουνίου 1917 επιστρέφοντας στην Αθήνα μαζί με την κυβέρνηση Βενιζέλου αναλαμβάνει το Υπουργείο των Ναυτικών και αναστυλώνει το ηθικό των ανδρών του κλάδου, που τόσο είχε ταλαιπωρηθεί από τις περιπέτειες των Αγγλο – Γαλλικών κατασχέσεων και καταλήψεων

Το 1919 καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας και στις 2 Δεκεμβρίου αποχωρεί από την ενεργό υπηρεσία του Ναυτικού τιμής ένεκεν ως Ναύαρχος, με την ήρεμη γαλήνη του ανδρός που πρόταξε πάντα το καθήκον προς την πατρίδα έναντι όποιας προσωπικής επιδίωξης.

Μετά τον θάνατο του Βασιλέως Αλέξανδρου η γενική εκτίμηση και αποδοχή στο πρόσωπό του τον ανεβάζει στο αξίωμα του Αντιβασιλέα, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Αποτελεί χαρακτηριστικό της ποιότητας των πολιτικών του αντιπάλων, ότι τον Δεκέμβριο του 1921 επιχειρούν απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την απομάκρυνση του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ η κοινή εμπιστοσύνη και ο σεβασμός τον φέρουν και πάλι για δεύτερη φορά στο αξίωμα του Αντιβασιλέα. Τον Μάρτιο του 1924 μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας η εθνοσυνέλευση του αναθέτει προσωρινά τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Τον Μάρτιο του 1926 με την κήρυξη της δικτατορίας του Πάγκαλου διαμαρτύρεται, παραιτείται, αποχωρεί και πηγαίνει να ιδιωτεύσει στην Ύδρα. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα της επιστολής που του αποστέλλει ο Πάγκαλος την ίδια ημέρα της επιβολής της Δικτατορίας, παρακαλώντας τον να αποσύρει την παραίτησή του:

Πρόεδρος Υπουργικού Συμβουλίου

26 Μαρτίου 1926

Σεβαστέ μου κ. Πρόεδρε
………………………………………..

Κύριε Πρόεδρε θεωρώ καθήκον μου να επικαλεσθώ τον εγνωσμένον πατριωτισμόν σας όπως δεχθήτε να αποσύρετε την παραίτησίν σας την οποίαν άλλωστε δεν εκάμαμε γνωστήν ούτε εδημοσιεύσαμε. Εν ανάγκη μπορείτε να μείνετε 5 – 6 ημέρες ή και οριστικώς εν Ύδρα διότι ελπίζω ότι εντός 2 ή τριών το πολύ μηνών θα ρυθμίσωμεν δι εκλογών την κατάστασιν οπότε πλέον αν δεν θέλετε θα μπορείτε να αποσυρθήτε οριστικώς με την γαλήνην της συνειδήσεως πλήρη ότι επιτελέσατε το καθήκον σας εις τας κρισίμους αυτάς στιγμάς.

(Υπογραφή)
Θεόδωρος Πάγκαλος».


Στις 26 Αυγούστου του 1926 ο Δικτάτορας ανατρέπεται και ο Κουντουριώτης επανέρχεται στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Είναι η εποχή που γίνεται δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του έξω από το Δημαρχείο των Αθηνών. Τον Μάιο του 1929 η εθνοσυνέλευση τον εκλέγει τακτικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα έχουμε ένα ακόμα δείγμα του ιδεαλισμού του Παύλου Κουντουριώτη. Μόλις αντιλαμβάνεται τα πρώτα συμπτώματα προσβολής του από ασθένεια Πάρκινσον παραιτείται την 10η Δεκεμβρίου 1929, επτά μόνο μήνες μετά την εκλογή του.

Στέλνει μήνυμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο μέσω του πρέσβη αδελφού του:

«Παραιτήθηκα γιατί αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Όταν θα ήρχοντο να μα επισκέπτονται οι ξένοι πρέσβεις θα το αντιλαμβάνοντο. Οι σκέψεις και οι κρίσεις τους θα ήσαν δυσμενείς δια την πατρίδα».

Αποσύρεται οριστικά από τα κοινά περιοριζόμενος σε απλή ζωή μεταξύ του σπιτιού του στο Παλαιό Φάληρο και της αγαπημένης του Ύδρας. Στις 22 Αυγούστου 1935 έδυσε ήσυχα και ήρεμα και κατά την επιθυμία του η σορός του μεταφέρθηκε στον πέτρινο τάφο που είχε ο ίδιος ετοιμάσει κάτω από το αρχοντικό του στην Ύδρα, να αγναντεύει το πέλαγος που τόσο αγάπησε και μέσα στο οποίο μεγαλούργησε.

Μπρος στον ανοιχτό τάφο τον μεγάλο Ναύαρχο αποχαιρέτησε ο τότε Αρχηγός του Στόλου Ναύαρχος Σακελλαρίου οι τελευταίες λέξεις του οποίου ήταν «...Απέρχεσαι ακόμη του κόσμου τούτου με την βιβλική σου ευσέβειαν και ευλάβειαν προς την πίστιν των πατέρων μας, δικαίως κατακτήσας τον τίτλον του αγίου».


Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης υπήρξε μία από τις πλέον ευγενικές φυσιογνωμίες του πανθέου των θαλασσινών ηρώων του Ελληνισμού. Έχοντας την ορμητικότητα των ναυμάχων του 1821 ήταν γεννημένος ναύτης,προικισμένος με βαθύ στρατηγικό και τακτικό ένστικτο, πολιτικός, διπλωμάτης, ανθρωπιστής, με διαίσθηση και ενόραση. Αν θα έπρεπε με δυο λόγια να περιγράψουμε τον χαρακτήρα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη θα αναφέραμε την σεμνότητα και την αγάπη του προς τον Θεό, την πατρίδα και το Ναυτικό.

Είχε συνείδηση του ενδόξου παρελθόντος της οικογενείας του και αγωνιούσε να φανεί αντάξιος των προγόνων του. Ποτέ δεν ζήτησε τα αξιώματα που κατέλαβε. Χαρακτηριστική είναι η πρώτη παράγραφος της διαθήκης του:

«Έζησα πιστός εις την Χριστιανικήν θρησκείαν και εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον εκκλησίαν. Ηγάπησα δι’ όλης της ψυχής μου την πατρίδαν μου. Κατά το μέτρον των δυνάμεών μου και τη βοήθεια του Θεού εξετέλεσα το καθήκον μου. Ατενίζω ήρεμος την κρίσιν της ιστορίας».

Οι Αξιωματικοί του Ναυτικού θυμούνται πάντα με σεβασμό τον μεγάλο Ναύαρχο που σφράγισε με τη δική του αξιοπρεπή και ωφέλιμη παρουσία την Ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα. Όπως δε συνηθίζαμε εμείς οι παλαιότεροι, όταν τα καράβια του Ναυτικού παρέπλεαν την πόλη της Ύδρας απένεμαν τιμητικό χαιρετισμό με σήμανση «Γενικής Ακινησίας» προς τον πέτρινο σταυρό του λιτού τάφου του Ναυάρχου.

Σ’ αυτές τις στιγμές, με το πλήρωμα παρατεταγμένο σε στάση προσοχής, λες και βλέπαμε τον Ναύαρχο αλλοπαρμένο στη γέφυρα του Αβέρωφ, που άφριζε σκίζοντας τα κύματα, μέσα σε λάμψεις κανονιοβολισμών και βροχή οβίδων, να αντικρίζει τους προγόνους του να σκιαγραφούνται στα βουνά και στους κάβους της Μικράς Ασίας και να τον καλούν κοντά τους, προς τον θάνατο και τη δόξα.

Στ’ αυτιά μας ηχούσαν τα ίδια τα λόγια του Ναυάρχου, να υπαγορεύουν το θρυλικό του σήμα, προς τα πλοία του στόλου:

«Με την δύμαμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου, με την πεποίθησιν της νίκης, εναντίον του εχθρού του γένους.

Κουντουριώτης»
.

Τα "Ιατρικά" του Ναυάρχου και Προέδρου της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας Παύλου Κουντουριώτη

Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935), όπως εξάλλου όλοι οι άνθρωποι, ήρθε αντιμέτωπος στη ζωή του με την αρρώστια, ακόμη και με το θάνατο, όταν προσπάθησαν δύο φορές ανεπιτυχώς να τον δολοφονήσουν.

Ίσως, δεν θα είχε κανένα νόημα η οποιαδήποτε μνεία στο είδος, αλλά και στο μέγεθος των νοσημάτων, που τον «ταλαιπώρησαν», όσο ο ίδιος βρισκόταν ακόμη στη ζωή, όμως, έστω και μια σύντομη αναφορά στην υγεία του θα μπορούσε ενδεχομένως να φωτίσει και μια άλλη πλευρά της προσωπικότητας του νικητή των«ναυμαχιών της Έλλης και της Λήμνου» των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913.

Του ανθρώπου που συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», η οποία σφραγίστηκε με τη συνθήκη των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920. Κι αυτό, γιατί ο τρόπος, με τον οποίο συμπεριφέρεται ένα άτομο μπροστά στην αρρώστια, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα του.

Από τα λίγα εξάλλου διαθέσιμα βιογραφικά του ναυάρχου ελάχιστες πτυχές της ζωής του έχουν φωτιστεί- και αυτές ακροθιγώς και αποσπασματικά- σε σχέση με τις λίγες φορές, που υπήρξε ο ίδιος ασθενής. Στις καταγεγραμμένες μαρτυρίες που ακολουθούν, δεν χρειάζεται κανείς να έχει εξειδικευμένες γνώσεις ψυχολογίας, για να βγάλει από μόνος του τα συμπεράσματα για τον ψυχισμό του «ασθενή» Κουντουριώτη.



Λίγες ημέρες μετά τη «ναυμαχία της Λήμνου» ο Κουντουριώτης, έχοντας όλα τα συμπτώματα μιας γαστρορραγίας (δυνατούς πόνους στο στομάχι, καφεοειδείς εμέτους και μέλαινες κενώσεις), παρέμεινε κλινήρης ακολουθώντας τις οδηγίες του γιατρού του πλοίου· η παράταση των μαύρων κενώσεων ανησύχησαν το γιατρό, ο οποίος συνέστησε μεταφορά του ναυάρχου σε νοσοκομείο για περαιτέρω νοσηλεία λόγω υπόνοιας συνέχισης της γαστρορραγίας και των κινδύνων που αυτή εγκυμονεί, που στην περίπτωση αυτή απαιτείται μετάγγιση αίματος και ενδεχομένως χειρουργική επέμβαση.

Ο Δούσμανης, που μετέφερε τους επιστημονικούς προβληματισμούς και την ανησυχία του γιατρού στον Κουντουριώτη, προκειμένου αυτός να διακομιστεί σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης για περαιτέρω αντιμετώπιση, έλαβε την αρνητική απάντηση του ναυάρχου· ευτυχώς η γερή του κράση υπερίσχυσε και σε λίγες ημέρες έγινε καλά.

Κάποτε, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ναύαρχος Κουντουριώτης αρρώστησε και κατόπιν συστάσεων των θεραπόντων ιατρών του, προκειμένου να αναρρώσει, απομονώθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα, γεγονός που του δημιούργησε μελαγχολία∙ ο γιατρός του Ναυτικού Ζουμής, τον οποίο ιδιαίτερα αγαπούσε και εκτιμούσε ο ναύαρχος, κλήθηκε στην Ύδρα για να τον εξετάσει.

Η γνωμάτευση δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας «Κύριε Πρόεδρε, η υγεία σας είναι αρίστη, ενοσταλγήσατε να προσφέρητε τας υπηρεσίας σας και πάλιν εις το Έθνος, διό και σας συνιστώ να επιστρέψητε εις τας Αθήνας» και ο ναύαρχος συνήλθε αμέσως.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1929 ο Κουντουριώτης παραιτήθηκε από το αξίωμα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας για λόγους υγείας, όταν διαπίστωσε ότι τα αρχικά κλινικά συμπτώματα, τα οποία του παρουσιάστηκαν (έλλειψη αυθόρμητης κινητικότητας, χαρακτηριστικό τρέμουλο κατά την ηρεμία), δεν ήταν άλλα, παρά εκείνα, που συνδέονταν με τη νόσο, που για πρώτη φορά το 1817 περιέγραψε ολοκληρωμένα ο Άγγλος γιατρός Πάρκινσον (James Parkinson, 1755 - 1824).

Η επιστολή παραίτησης, που απέστειλε στον προθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο (1864 - 1936), με την οποία του κοινοποίησε την αμετάκλητη απόφασή του, αποτελεί μνημείο ιδεαλισμού: "Παραιτήθηκα, γιατί αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Όταν θα ήρχοντο να με επισκέπτονται ξένοι πρέσβεις, θα το αντιλαμβάνοντο.

Οι σκέψεις και οι κρίσεις τους θα ήσαν δυσμενείς δια την πατρίδα" . άραγε πόσοι πολιτικοί ηγέτες σήμερα στον κόσμο μπορούν να αρθρώσουν τέτοιο λόγο, όταν βαριά άρρωστοι - θλιβερά ερείπια του εαυτού τους - προσπαθούν να κρατηθούν γαντζωμένοι στην εξουσία; Άλλα ήθη, άλλες εποχές, τότε που υπήρχαν ηγέτες, που ενέπνεαν και ξεσήκωναν τον λαό. O tempora o mores!

Το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1934 μια δυσάρεστη είδηση, που είχε δημοσιευτεί στον τύπο, λύπησε τους Έλληνες «Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης παραθερίζων είς Ύδραν ασθενεί σοβαρώς»∙ σε μικρό χρονικό διάστημα η υγεία του ναυάρχου βελτιώθηκε, η αιτία όμως που τον στενοχώρησε δεν ήταν ο κίνδυνος της αρρώστιας για τη ζωή του, αλλά η θεραπευτική πειθαρχία, στην οποία τον υπέβαλαν οι θεράποντες γιατροί του.

Υποχρεωμένος, όμως, εκ των συνθηκών να υπακούσει στις θεραπευτικές προσταγές είπε με φιλοσοφική διάθεση, αλλά και παράπονο «Ουαί τοις ηττημένοις». Τέσσερις μικρές ιστορίες, μεγάλης όμως βαρύτητας και σημαντικότητας, όχι μόνο γιατί το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι το κεντρικό πρόσωπο, γύρω από το οποίο περιστρέφονται, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο αντέδρασε.

Παρόλο, που στη διαμόρφωση της προσωπικότητας σημαντικό ρόλο παίζει το οικογενειακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο έχει μεγαλώσει κανείς, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται, εντούτοις άτομα, που συμβιούν μέσα στο ίδιο περιβάλλον, αναπτύσσουν πολλές φορές μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά απέναντι στην αρρώστια. Αυτή η παρατήρηση μας επιβάλλει να αναζητήσουμε βαθύτερα στον ψυχολογικό κόσμο αυτών των ατόμων, προκειμένου να βρούμε τους παράγοντες, οι οποίοι θα μπορέσουν ενδεχομένως να ερμηνεύσουν αυτή τη διαφορά.



Οι ειδικοί, που έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν τον τρόπο αντίδρασης απέναντι στην αρρώστια, καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι το πάσχον άτομο αναπτύσσει μια ιδιαίτερη συλλογιστική απέναντι στους κινδύνους, που εγκυμονεί μια αρρώστια για τη ζωή τους. Όλοι συμφωνούν, ότι η ανατροπή της υγείας ορίζεται με υποκειμενικό τρόπο από τον ίδιο τον ασθενή, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κάποιου είδους αλλαγή της κοινωνικής του κατάστασης και, ότι η συνειδητοποίηση της νόσου συνοδεύεται από συμπεριφορές του αρρώστου, που επηρεάζονται από ένα σύνολο κοινωνικοοικονομικών, πολιτιστικών και ψυχολογικών παραγόντων.

Αλλά και ο τρόπος, που προσεγγίζει ο άρρωστος τη διαταραχή της υγείας του, επηρεάζεται από ένα σύνολο κοινωνικών, ψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων με πρώτο εξ αυτών το σωματικό σύμπτωμα/ενόχλημα, που θα τον οδηγήσει στο γιατρό.

Η «κουλτούρα» ενός ατόμου ως σύνολο ηθών, εθίμων και αντιλήψεων, υπό την ανθρωπολογική της έννοια, παίζει ίσως το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση συγκεκριμένων απόψεων για την αρρώστια, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τον τρόπο, με τον οποίο το συγκεκριμένο άτομο θα αντιδράσει σ’ αυτή. Επομένως η προσωπική στάση του αρρώστου δεν αποτελεί τυχαία, αλλά συνειδητή διαδικασία συμπεριφοράς.

Ο άρρωστος, οποιοσδήποτε άρρωστος, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, τη μόρφωση και την κοινωνική του θέση, διακατέχεται από το αίσθημα της ανασφάλειας, που η ίδια η αρρώστια προκαλεί. Φοβάται, ακόμη και αν δεν το λέει, λειτουργεί καχύποπτα απέναντι στο γιατρό ή σε όσους προσπαθούν να τον βοηθήσουν και δυσφορεί, γιατί αισθάνεται εξάρτηση από αυτούς. Ο τρόπος, που συνήθως αντιδρά έχει ενδιαφέρον από ψυχολογική άποψη, γιατί αντανακλά το χαρακτήρα του.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί, από μια άποψη, επιστημονικό θέσφατο, ότι η αντίδραση του ασθενή απέναντι στο φόβο, που η αρρώστια επιφέρει, εκφράζεται ορισμένες φορές με αντίθετη συμπεριφορά και φαινομενικά παρουσιάζεται ως αντίδραση τόλμης, προκειμένου ο πάσχων να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του και ύστερα στους άλλους, ότι δεν φοβάται, ενώ στην πραγματικότητα κρύβει μέσα του βαθιά ανησυχία και φοβία.

Στην «περίπτωση Κουντουριώτη» όμως, σύμφωνα με την προσωπική μου εκτίμηση, ο τρόπος που αντέδρασε απέναντι στη γαστρορραγία του δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρά έκφραση τόλμης, γενναιότητας, αλλά και ευθύνης απέναντι στην «ιερή» υποχρέωση, που είχε αναλάβει ως Αρχηγός του Στόλου. Εξάλλου η αντοχή κάθε οργανισμού απέναντι στην αρρώστια, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο κάποιος την ξεπερνά εξαρτάται όχι μόνο από τη σωματική του κράση, αλλά και τις ψυχικές του αντοχές∙ και ο Κουντουριώτης διέθετε και τα δύο.

Εκτός όμως αυτών, ο ίδιος είχε σαφή αντίληψη του γεγονότος, ότι όταν ένας άνθρωπος αρρωστήσει, δεν αλλάζει μόνο η δική του ζωή, αλλά μαζί με τη δική του επηρεάζονται και οι ζωές των ανθρώπων, που τον περιβάλλουν. Είναι εύκολο να αναλογιστεί κανείς τι θα συνέβαινε, αν ο ναύαρχος είχε δεχτεί να μεταφερθεί στο νοσοκομείο! Το ηθικό των ανδρών του θα έπεφτε, αφού ο Αρχηγός τους θα τους εγκατέλειπε βαριά άρρωστος.

Αυτά, ίσως, σκεπτόταν ο Κουντουριώτης όταν απάντησε θυμωμένα στην επιμονή του Δούσμανη για τη διακομιδή του «Εγώ δεν πάω πουθενά. Μονάχα πεθαμένο θα με βγάλετε από δω μέσα. Ακούς εκεί νοσοκομείο. Έχουμε πόλεμο Σοφοκλή. Έτσι τα παρατάμε κι’ αφήνουμε να μας τρέχουνε στους γιατρούς ή πιάνουμε το κρεβάτι σαν τις λεχώνες;».

Η μελαγχολία του Κουντουριώτη, ως έκφραση της- έστω και πρόσκαιρης- απώλειας του προσωπικού του ρόλου από την τύχη των εθνικών θεμάτων, που διαχειριζόταν εκείνη την εποχή από τη θέση του ύπατου αξιώματος της Πολιτείας, «γιατρεύτηκε» με τη σταθερή και αποφασιστική προτροπή του γιατρού να επιστρέψει πίσω στα καθήκοντά του.

Ο τρόπος, με τον οποίο αντέδρασε ο Κουντουριώτης στο τρεμούλιασμα των χεριών του, ενός από τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας, που του προξένησε απώλεια του ελέγχου της κίνησης των μελών του σώματός του, φανερώνει άνθρωπο υπεύθυνο, με συγκροτημένη σκέψη και υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στη θέση, που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία. Η παραίτησή του υπήρξε ο επίλογος της πολιτικής του καριέρας, πράξη εθνικής αξιοπρέπειας και έμπρακτου πατριωτισμού, προσωπική υπέρβαση και μάθημα ήθους με διαχρονική αξία.



Το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από τη δημόσια ανακοίνωση της αρρώστιας του Κουντουριώτη, που τον οδήγησε στο θάνατο μετά από ένα χρόνο, τον Αύγουστο του 1935, υπήρξε γι’ αυτόν περίοδος εντελέχειας και υπαρξιακού επαναπροσδιορισμού. Παρά το γεγονός, ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη κλονίζεται μπροστά στην επίγνωση του θανάτου, ακριβώς αυτή η πραγματικότητα είναι που μετουσιώνει το υπαρξιακό άγχος σε φιλοσοφική διάθεση για το νόημα της ζωής, αντιμετωπίζοντάς τον ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής.

Οι τρεις λέξεις «Ουαί τοις ηττημένοις», που αναφώνησε ο ναύαρχος, όταν αρρώστησε, φανερώνουν τη φιλοσοφική και ταυτόχρονα τη θυμοσοφική του διάθεση, όταν αυτός, που δεν ηττήθηκε ποτέ, νικημένος από το γήρας, θέλησε «να δείξει πόσο σκληρό είναι να υποτάσσεται κάποιος σε ξένη συμβατική θέληση, εκείνος που θέληση δική του είχε πάντα να επιβάλλεται σε όλους με λόγια λίγα και έργα μεγάλα και ηρωικά, άξια μια ημέρα να γίνουν εποποιία και θρύλος».

Η Καριέρα του Ναύαρχου Π. Κουντουριώτη

Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης υπήρξε:

Δυο φορές, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. 1924 -1925 και 1929.
Δυο φορές, Αντιβασιλέας. 1920 και 1921-1922.
Αρχηγός του ελληνικού στόλου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο πρώτος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού που του απονεμήθηκε ο βαθμός του Υποναυάρχου (1911).
Ο πρώτος Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (1912).
Ο πρώτος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού που του απονεμήθηκε ο βαθμός του Αντιναυάρχου (1913)
Ο πρώτος κυβερνήτης ελληνικού πολεμικού, του εύδρομου "Μιαούλης", που έκανε για πρώτη φορά (1901) υπερπόντιο εκπαιδευτικό πλου, των Ναυτικών Δοκίμων, στην Αμερική, διαπλέοντας επί τέσσερις μήνες τον Ατλαντικό σχεδόν αποκλειστικά με πανιά.
Υπουργός των Ναυτικών σε τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις (1916, 1917 και 1919).
Υπασπιστής του Βασιλέα Γεωργίου Α (1908).

Κουντουριώτης ο Ναύαρχος της Νίκης

Ο ήλιος έγερνε να βουτήξει στη θάλασσα καθώς το τελευταίο από τα Τουρκικά πλοία εγκατέλειπε το Αιγαίο κι έσπευδε να χωθεί στα στενά του Ελλησπόντου: Τέσσερα θωρηκτά και οκτώ ελαφρά πολεμικά τσακισμένα, ντροπιασμένα και με την ουρά στα σκέλια, βιάζονταν να κρυφτούν κάτω από τα τηλεβόλα της ακτής.

Ήταν 5 Ιανουαρίου του 1913 και η ναυμαχία της Λήμνου μόλις είχε τελειώσει. Στα 57 του χρόνια, ο υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης καλούσε, από τη γέφυρα του Θωρηκτού «Αβέρωφ», τα κανόνια να σιγήσουν κι άκουγε με υπερηφάνεια τις ιαχές των ανδρών του Ελληνικού στόλου, που τον επευφημούσαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Γεννημένος το 1855, έκλεινε τα 19, όταν, το 1874, κατατάχθηκε δόκιμος στο Πολεμικό Ναυτικό.

Στα 31 του, ήταν αρχικυβερνήτης των δύο κανονιοφόρων που πέρασαν σαν σίφουνας τα στενά της Πρέβεζας βομβαρδίζοντας τις εχθρικές κανονιοστοιχίες της ακτής και προκαλώντας τρομερές ζημιές σε δυο τουρκικά πολεμικά. Και στα 42 του, στον άτυχο πόλεμο του 1897, είπε «όχι» βροντερό, όταν κλήθηκε από τους Ευρωπαίους ναυάρχους να εγκαταλείψει με την ατμοκίνητη φρεγάδα του τα Χανιά. Τον απείλησαν ότι θα τον βυθίσουν κι απάντησε πως θα έπαιρνε στο βυθό και μερικά από τα πλοία των μεγάλων δυνάμεων, αν το επιχειρούσαν. Δεν τόλμησαν.

Στα 1901, ήταν ο πρώτος Έλληνας κυβερνήτης πολεμικού (του «Μιαούλης»), που πέρασε τον Ατλαντικό κι έφτασε ως την Αμερική, πραγματοποιώντας εκπαιδευτικό ταξίδι. Στα 1905, ο Βασιλιάς Γεώργιος τον ζήτησε υπασπιστή του. Στα 1910, ήταν αρχηγός μοίρας και, στα 1911, πήγε στην Αγγλία να παραλάβει το κόσμημα του Ελληνικού στόλου, το θωρηκτό «Αβέρωφ», με τον θρύλο του οποίου συνέδεσε το όνομά του.

Ανήμερα της κήρυξης του Βαλκανικού πολέμου, στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο Παύλος Κουντουριώτης έπαιρνε τον βαθμό του Υποναυάρχου, αναλάμβανε αρχηγός του στόλου στο Αιγαίο και ύψωνε το σήμα του στον «Αβέρωφ». Την επομένη, 6 του μήνα, έπλεε έξω από τη Λήμνο. Έφτασαν και δυο επιταγμένα ατμόπλοια με 600 ναύτες και μια διλοχία αποσπασμένη από το 20ό σύνταγμα πεζικού. Στις 8 Οκτωβρίου, έγινε απόβαση στο νησί. Στις 9, η Λήμνος ήταν ελληνική.

Ο Κουντουριώτης έκανε το νησί βάση κι ορμητήριό του, έστειλε καταδρομικά να περιπολούν στα Δαρδανέλια, ώστε να μην μπορεί τουρκικό πλοίο να ξεμυτίσει από τα στενά, απέκλεισε τους Τούρκους στα παράλια της Μικράς Ασίας κι άρχισε τις επισκέψεις στα νησιά του Αιγαίου.



Ως τις 18 Οκτωβρίου, είχαν ελευθερωθεί σχεδόν δίχως μάχες η Θάσος, ο Αϊ Στράτης και η Ίμβρος. Στις 19, η διλοχία απελευθέρωσε τη Σαμοθράκη, στις 21 τα Ψαρά, στις 24 την Τένεδο και, στις 4 Νοεμβρίου, την Ικαρία. Στο ίδιο διάστημα, η Σάμος επαναστάτησε χωρίς βοήθεια, ενώ η Κρήτη είχε στείλει τους εκπροσώπους της στο ελληνικό κοινοβούλιο. Με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που κατείχαν οι Ιταλοί από τον περασμένο Απρίλιο, σχεδόν όλα τα νησιά είχαν απελευθερωθεί. Έμεναν η Μυτιλήνη και η Χίος. Γι’ αυτές, η διλοχία δεν αρκούσε. Οι Τούρκοι τις είχαν οχυρώσει κι έπρεπε να ασχοληθεί στα σοβαρά ο στόλος.

Στις 7 Νοεμβρίου, έγινε η απόβαση στη Μυτιλήνη. Στο νησί βγήκαν 1030 αξιωματικοί κι οπλίτες και 250 ναύτες. Κυνήγησαν τους Τούρκους που υποχώρησαν στο εσωτερικό κι οχυρώθηκαν σε ένα παλιό στρατόπεδο. Οι Έλληνες τους πολιόρκησαν. Ενισχύσεις που έφτασαν την 1η Δεκεμβρίου, επέτρεψαν στους Έλληνες να κάνουν γενική επίθεση στις 2 του μήνα. Πέντε ώρες αργότερα, οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Είχε προηγηθεί η απελευθέρωση της Χίου.

Όταν ολοκληρώθηκε η απόβαση στη Μυτιλήνη, ο Ελληνικός στόλος έφυγε για το νησί της μαστίχας. Στις 11 Νοεμβρίου, στάλθηκε τελεσίγραφο στον Τούρκο διοικητή να παραδοθεί. Αρνήθηκε. Ο στόλος μετακινήθηκε σε άλλη θέση. Την ίδια μέρα ξεκίνησε, με βάρκες, η απόβαση ενός συντάγματος που είχε αποσπαστεί από τη 2η μεραρχία.

Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν απέναντι κι άρχισαν να πυροβολούν. Μια ομοβροντία από τα πλοία τους έπεισε ν’ αποσυρθούν στην πόλη. Ώσπου το σύνταγμα να βγει στη στεριά, είχε νυχτώσει. Η μεταφορά των κανονιών αναβλήθηκε για την επομένη. Μέσα στη νύχτα, οι Τούρκοι έφυγαν από την πόλη κι οχυρώθηκαν σ’ ένα χωριό.

Ξημερώματα 12 Νοεμβρίου, τα κανόνια μεταφέρθηκαν στην ξηρά και οι στρατιώτες παρατάχθηκαν και με βήμα παρέλασης μπήκαν στην πόλη της Χίου, που πλημμύριζε στα γαλανόλευκα. Την ίδια μέρα, έγινε έφοδος εναντίον των Τούρκων που παράτησαν το οχυρωμένο χωριό και αποτραβήχτηκαν σε οχυρές θέσεις στο βουνό. Ως τη νύχτα, ολόκληρο το νησί είχε κυριευθεί, εκτός από το βουνό, όπου οχυρώθηκαν οι τουρκικές δυνάμεις. Οι Έλληνες τις περικύκλωσαν κι άρχισαν να κανονιοβολούν. Σε λίγες μέρες, οι Τούρκοι παραδόθηκαν.

Στις 20 Νοεμβρίου 1912, η Τουρκία υπέγραψε τη συνθήκη της Τσαλτάτζας, με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος με τις Βαλκανικές χώρες, εκτός από την Ελλάδα. Οι Ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε ν’ αρχίσουν στις 3 Δεκεμβρίου, στο Λονδίνο. Ώσπου να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία, ο πόλεμος θα συνεχιζόταν. Αυτό σήμαινε αυξημένες ευθύνες για τον ελληνικό στόλο, καθώς η θάλασσα ήταν ο μοναδικός δρόμος για τους Τούρκους.

Ο Κουντουριώτης εγκαταστάθηκε στο λιμάνι του Μούνδρου, στη Λήμνο. Την 1η Δεκεμβρίου, το Ελληνικό πολεμικό «Σφενδόνη» περιπολούσε έξω από τα στενά. Το πλήρωμα είδε ένα Τουρκικό αντιτορπιλικό που προσπαθούσε να βγει στο Αιγαίο. Άρχισε να το κανονιοβολεί, ενώ κοντά τους έσπευσε και το «Λόγχη». Οι Τούρκοι απάντησαν με τα κανόνια της στεριάς αλλά το πολεμικό προτίμησε να ξαναμπεί στα στενά.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, οι Τούρκοι δοκίμασαν πάλι να βγουν στο Αιγαίο με ένα καταδρομικό και τρία αντιτορπιλικά. Τα δυο Ελληνικά τους βγήκαν μπροστά και τα Τουρκικά ξαναγύρισαν στα στενά. Τη νύχτα, έφτασαν εκεί άλλα οχτώ Ελληνικά πλοία. Απλώθηκαν σε σχήμα τόξου, καθώς γινόταν φανερό πως οι Τούρκοι θα επαναλάμβαναν την απόπειρα.

Η 2 του μήνα πέρασε ήσυχη. Ήταν η μέρα, που εκδηλώθηκε η νικηφόρα Ελληνική γενική επίθεση στη Μυτιλήνη. Στις 3 κι ενώ στο Λονδίνο άρχιζαν οι Ελληνοτουρκικές συνομιλίες, ο στόλος των Τούρκων έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση: Τέσσερα θωρηκτά κι άλλα εννιά πολεμικά ξεμύτισαν από τα στενά.Αλλά και οι Έλληνες διέθεταν τέσσερα θωρηκτά. Τους περίμεναν απλωμένοι, κοντά στο ακρωτήριο της Έλλης, στο σημείο που κατά τη μυθολογία έπεσε και πνίγηκε η σύντροφος του Φρίξου, καθώς τους κουβαλούσε το χρυσόμαλλο κριάρι.

Οι Τούρκοι άνοιξαν πυρ στις 9.22’ το πρωί. Οι Έλληνες πλησίασαν κι απάντησαν στα πυρά, στις 9.25’. Στις 9.35’, το θωρηκτό «Αβέρωφ» αποσπάστηκε από τον σχηματισμό και με συνεχές ζιγκ ζαγκ βρέθηκε στην πορεία των Τουρκικών, που το έβλεπαν να πλέει καταπάνω τους με όλη την ταχύτητα των 24 κόμβων που ανέπτυσσαν τα 19.000 άλόγα των μηχανών του. Έπεσε πανικός. Οι Τούρκοι ανέκρουσαν πρύμνα κι έσπευσαν να φυλαχτούν στα στενά. Στις 10.25’, η ναυμαχία της Έλλης είχε τελειώσει.



Για ένα μήνα, οι Τούρκοι δεν ξανατόλμησαν να βγουν απ’ τα στενά. Στις 2 Ιανουαρίου 1913, το καταδρομικό τους «Χαμιδιέ» ξεγλίστρησε και πέρασε τον ελληνικό κλοιό. Οι Τούρκοι υπέθεσαν ότι ο Κουντουριώτης θα το κυνηγούσε κι άρα θα άφηνε αφύλαχτα τα στενά. Ο ναύαρχος, όμως, έδωσε διαταγή να μην ασχοληθεί κανείς με αυτό το σκάφος. Καθώς οι διαπραγματεύσεις καρκινοβατούσαν, ο θαλασσόλυκος καταλάβαινε πως δεν ήταν δυνατόν να μην επιχειρήσουν πάλι οι Τούρκοι να σπάσουν τον αποκλεισμό. Δε διαψεύστηκε.

Πρωί, 5 Ιανουαρίου 1913, τα τέσσερα θωρηκτά «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», «Τουργούτ Ρέις», «Μεσουδιέ» και «Μετζιτιέ» καθώς και οκτώ ελαφρά πολεμικά πλοία βγήκαν στο Αιγαίο. Σκοπός τους, να ενισχύσουν τον Τουρκικό στρατό που νικιόταν παντού στη στεριά από τους Έλληνες, οι οποίοι συνέχιζαν μόνοι τον Α' Βαλκανικό πόλεμο.

Ο Κουντουριώτης τους άφησε να ανοιχτούν και τους περίμενε έξω από τη Λήμνο με τη ναυαρχίδα του, το θωρηκτό «Αβέρωφ», και τα επίσης θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά», μαζί με οκτώ αντιτορπιλικά. Η ναυμαχία κράτησε ως το σούρουπο, όταν τα Τουρκικά αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω τσακισμένα. Ως τις 30 Μαΐου, οπότε τέλειωσε ο πόλεμος, Τουρκικό πλοίο δεν ξαναβγήκε απ’ τα στενά. Ο Κουντουριώτης μετείχε και στις Ελληνικές επιχειρήσεις του Β’ Βαλκανικού πολέμου, στην παραλία της Θράκης. Το τέλος του χρόνου τον βρήκε τιμημένο αντιναύαρχο.

Δεν έμεινε αργός. Στα 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος του ανέθεσε το υπουργείο των Ναυτικών. Το κράτησε ως το 1916, οπότε παραιτήθηκε για να μετάσχει στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη. Έγινε μέλος της τριανδρίας και ξαναπήρε το υπουργείο, μετά τις 14 Ιουνίου του 1917, όταν η Ελλάδα επανενώθηκε κι ο Βενιζέλος ξανάγινε πρωθυπουργός. Έμεινε στην κυβέρνηση ως το 1919. Στα 64 του χρόνια, παραιτήθηκε κι αποχώρησε με τον βαθμό του ναυάρχου. Πίστευε ότι ήταν ώρα να ιδιωτεύσει. Όμως, είχε ακόμα πολλά να προσφέρει.

Με τον Κωνσταντίνο παραιτημένο, στον θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδας ήταν ο γιος του Αλέξανδρος. Μια μαϊμού τον δάγκωσε. Πέθανε, στις 12 Οκτωβρίου 1920, ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη του προεκλογικού αγώνα.

Ο Παύλος Κουντουριώτης κλήθηκε να αναλάβει Αντιβασιλιάς ώσπου να ξεκαθαριστεί το τοπίο. Οι εκλογές έγιναν την 1η Νοεμβρίου 1920 κι οδήγησαν το κόμμα των Φιλελευθέρων στη συντριβή. Ο Βενιζέλος, που πριν από δυο μήνες έφερνε «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», ούτε καν βουλευτής δε βγήκε. Ο Κουντουριώτης παραιτήθηκε από Αντιβασιλιάς, ενώ στον θρόνο επανήλθε ο Κωνσταντίνος.

Με βαθιά οδύνη, ο ναύαρχος παρακολούθησε τα γεγονότα που ακολούθησαν ως τη Μικρασιατική καταστροφή και το κίνημα Πλαστήρα - Γονατά. Ο Κωνσταντίνος εκδιώχθηκε γι’ άλλη μια φορά, τον Σεπτέμβριο του 1922. Τον Δεκέμβριο του 1923, τον ακολούθησε κι ο γιος του Γεώργιος Β’. Στα 68 του χρόνια, ο Παύλος Κουντουριώτης κλήθηκε να αναλάβει Αντιβασιλιάς για δεύτερη φορά.

Λίγους μήνες αργότερα, με μοχλό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, η Ελλάδα ανακηρύχθηκε δημοκρατία. Ο Κουντουριώτης μετονομάστηκε σε προσωρινό πρόεδρο και παρακλήθηκε να μείνει στο πόστο αυτό, ώσπου να γίνουν οι εκλογές για την ανάδειξη τακτικού προέδρου. Ήταν άνοιξη του 1924. Τον Μάρτιο του 1926, οι εκλογές δεν είχαν γίνει ακόμα. Κι ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε επιβάλει μια περίεργη δικτατορία. Ο ναύαρχος παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τις μεθοδεύσεις.

Τον Αύγουστο, ο Πάγκαλος είχε ανατραπεί κι ο Παύλος Κουντουριώτης ξαναγινόταν προσωρινός πρόεδρος της Δημοκρατίας. Επιτέλους, οι εκλογές για την ανάδειξη κανονικού προέδρου έγιναν τον Μάιο του 1929. Ο Κουντουριώτης ήταν τότε 74 χρόνων. Εκλέχτηκε πανηγυρικά κι έμεινε στο πόστο του ως τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, οπότε παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Πέθανε έξι χρόνια αργότερα, στα 1935, σε ηλικία 80 χρόνων.



Πολεμικά Πλοία με το Όνομα Κουντουριώτης

Το όνομα του Παύλου Κουντουριώτη έχει δοθεί μέχρι σήμερα σε 4 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού:

1. Το πρώτο, ένα ελαφρύ καταδρομικό, παρόμοιο με το Αγγλικού τύπου CHATΗAM, παραγγέλθηκε σε Αγγλικά ναυπηγεία το 1914. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατασχέθηκε από τους Άγγλους και εντάχθηκε στον Βρετανικό στόλο με το όνομα BIRKENHEAD.

2. Το δεύτερο, ένα αντιτορπιλικό τύπου DARDO (H 07) ήταν ένα από τα τέσσερα (ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΨΑΡΑ) που παραγγέλθηκαν από την Ελληνική κυβέρνηση στα ιταλικά ναυπηγεία το 1933 και παρελήφθηκαν το 1933. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του πολέμου 1940-1941, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η 2η και η 3η επιδρομή στα στενά του Οτράντο (15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941).

Διέφυγε στη Μέση Ανατολή απ' όπου στάλθηκε για εκσυγχρονισμό στη Βομβάη (Ιούνιος 1941 - Απρίλιος 1942). Χρησιμοποιήθηκε ως συνοδό κατά τη διάρκεια του πολέμου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 1943, οπότε τέθηκε σε κατάσταση ενέργειας συντήρησης. Παροπλίσθηκε το 1946 μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.

3. Το τρίτο, ένα αντιτορπιλικό στόλου τύπου GEARING FRAM I (D-213), άρχισε να ναυπηγείται στις 2 Μαΐου 1945 από τα ναυπηγεία Bethlehem Steel στο Quincy των ΗΠΑ. Καθελκύστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1945 και εντάχθηκε στο Ναυτικό των ΗΠΑ στις 8 Μαρτίου 1946 με το όνομα USS RUPERTUS DD 851. Παρελήφθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό, στις 10 Ιουλίου 1973 στο San Diego της πολιτείας California των ΗΠΑ, με πρώτο κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Π. Ευσταθίου ΠΝ, και κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 23 Μαρτίου 1974. Παροπλίσθηκε το 1995.

4. Τη σημερινή φρεγάτα κλάσης Standard, F 462 (πρώην Ολλανδική KORTENAER). Ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Koninklijka Maatschappij de Schelde στο Vlissingen της Ολλανδίας και εντάχθηκε στη δύναμη του Ολλανδικού Ναυτικού στις 26 Οκτωβρίου 1978.

Αγοράσθηκε από το ΠΝ και η ύψωση της Ελληνικής Σημαίας έγινε στο Den Helder της Ολλανδίας στις 15 Δεκεμβρίου 1997, με πρώτο κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Δ. Ελευσινιώτη ΠΝ. Κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1998. Αποτελεί την πρώτη φρεγάτα του τύπου που διήλθε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού από ελληνικά χέρια στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στο διάστημα 2004-2006.



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου