“Δεν βλέπω κανένα καλό στο να ’χω πολλούς άρχοντες· Αφήστε έναν μόνο να είναι ο αφέντης, αφήστε έναν μόνο να είναι ο βασιλιάς”.
Αυτά τα λόγια έβαλε ο Όμηρος στο στόμα του Οδυσσέα, ενώ ο τελευταίος απευθυνόταν στο λαό. Αν δεν είχε πει τίποτα άλλο πέρα απ’ το: «Δεν βλέπω κανένα καλό στο να ’χω πολλούς άρχοντες», θα είχε μιλήσει σωστά. Στο όνομα της λογικής θα έπρεπε να υποστηρίξει ότι η αρχή των πολλών δεν μπορεί να είναι κάτι καλό, αφού η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, αμέσως μόλις αυτός αποκτήσει τον τίτλο του άρχοντα, γίνεται καταχρηστική και παράλογη. Αντιθέτως, δηλώνει αυτό που μοιάζει τερατώδες: «Αφήστε έναν μόνο να είναι ο αφέντης, αφήστε έναν μόνο να είναι ο βασιλιάς».Δεν πρέπει να επικρίνουμε τον Οδυσσέα, που πιθανώς εκείνη την στιγμή ήταν υποχρεωμένος να εκστομίσει αυτά τα λόγια προκειμένου να καταπνίξει μια ανταρσία του στρατού, διαλέγοντας γι’ αυτό το λόγο, κατά την γνώμη μου, μια γλώσσα που υπάκουε στην ανάγκη παρά στην αλήθεια. Όμως, υπό το φως της λογικής, είναι μεγάλη δυστυχία να βρίσκεσαι κάτω από τις διαταγές και το κάλεσμα ενός μόνο αφέντη, μιας και με τίποτα δεν μπορείς να είσαι βέβαιος πως αυτός θα είναι ευγενικός, αφού πάντα θα εναπόκειται στην εξουσία του να είναι άσπλαχνος οποτεδήποτε το επιθυμήσει.
Όσον αφορά δε το ζήτημα του να έχεις πολλούς αφέντες, σε σύγκριση με το να έχεις έναν, ισοδυναμεί με το να είσαι, αναλογικά, περισσότερες φορές δυστυχισμένος. Αν και δεν επιθυμώ αυτή την στιγμή να συζητήσω αυτό το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο ζήτημα, δηλαδή εάν άλλες μορφές διακυβέρνησης είναι προτιμότερες από την μοναρχία, ακόμη θα επιθυμούσα να γνωρίζω, πριν θέσω τις αμφιβολίες μου για την θέση που πρέπει να κατέχει η μοναρχία ανάμεσα στις κοινοπολιτείες, εάν ανήκει ή όχι σ’ αυτήν την κατηγορία, μιας και είναι δύσκολο να πιστέψω ότι υπάρχει οποιοδήποτε κοινό καλό σε μια πολιτεία όπου όλα ανήκουν σ’ έναν αφέντη. Αυτό το ζήτημα όμως, μπορεί να περιμένει μιαν άλλη στιγμή και σίγουρα απαιτεί μια ξεχωριστή μελέτη, που από την ίδια της την φύση θα συμπεριλάβει όλες τις μορφές της πολιτικής συζήτησης.
Προς το παρόν, θέλω απλώς να καταλάβω πώς συμβαίνει σε τόσους πολλούς ανθρώπους, σε τόσα πολλά χωριά, σε τόσες πολλές πόλεις, σε τόσα πολλά έθνη, να υποφέρουν κάποιες φορές κάτω από έναν και μόνο τύραννο, ο οποίος δεν έχει άλλη εξουσία από την εξουσία που του έχουν δώσει- ο οποίος είναι σε θέση να τους βλάψει μόνο στο βαθμό στον οποίο επιθυμούν να τον υπομείνουν· ο οποίος δεν μπορεί να τους κάνει κανένα κακό, εκτός αν προτιμήσουν να τον ανεχτούν παρά να τον αντιπαλέψουν.
Σίγουρα μια εντυπωσιακή περίπτωση! Έπειτα, είναι τόσο κοινότοπο που κάποιος πρέπει περισσότερο να θλίβεται και λιγότερο να διερωτάται στη θέα ενός εκατομμυρίου ανθρώπων υπηρετούντων την αθλιότητα, με τους λαιμούς τους κάτω από το ζυγό, χωρίς να έχουν εξαναγκαστεί από ένα πλήθος μεγαλύτερο απ’ αυτούς, αλλά απλώς, έτσι φαίνεται, κολακευμένοι και γοητευμένοι στο όνομα ενός και μόνο ανθρώπου, του οποίου η εξουσία που χρειάζονται δεν είναι ο φόβος, αφού προφανώς είναι το μόνο πρόσωπο του οποίου οι ικανότητες δεν μπορούν να εκτιμηθούν λόγω της απανθρωπιάς και της κτηνωδίας που επιδεικνύει προς αυτούς.
Ένα χαρακτηριστικό της αδυναμίας του ανθρώπινου είδους είναι ότι συχνά πρέπει να υπακούσουμε στη δύναμη- πρέπει να κάνουμε παραχωρήσεις- δεν μπορούμε να είμαστε πάντοτε οι δυνατότεροι.
Συνεπώς, όταν ένα έθνος εξαναγκάζεται από την τύχη του πολέμου να υπηρετήσει μία και μοναδική κλίκα, όπως συνέβη με την πόλη των Αθηνών και την εξουσία των Τριάκοντα Τυράννων, κάποιος δεν πρέπει να εκπλήσσεται που το έθνος υπακούει, αλλά απλώς να θλίβεται από την κατάσταση· ή μάλλον, αντί να εκπλήσσεται ή να θλίβεται, να συλλογιέται υπομονετικά το κακό και να προσμένει με ελπίδα ένα ευτυχέστερο μέλλον.
Είναι τέτοια η φύση μας, ώστε τα κοινά καθήκοντα των ανθρωπίνων σχέσεων καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος στην πορεία της ζωής μας. Είναι λογικό να αγαπούμε την αρετή, να εκτιμούμε τις καλές πράξεις, να ευγνωμονούμε το καλό από οποιαδήποτε πηγή κι αν προέρχεται, και, συχνά, να παραιτούμεθα από κάποιες ανέσεις μας προκειμένου να αυξήσουμε την τιμή και την υπεροχή κάποιων ανθρώπων που αγαπούμε και που το αξίζουν.
Συνεπώς, εάν κάτοικοι μιας χώρας έχουν βρει κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, το οποίο έχει επιδείξει σπάνια προνοητικότητα στο να τους προστατεύσει σε μια επείγουσα περίπτωση, σπάνια τόλμη στο να τους υπερασπίσει, σπάνια φροντίδα για να τους κυβερνήσει, και εάν, από εκείνο το σημείο και πέρα, κολλήσουν την κακή συνήθεια να τον υπακούουν και να εξαρτώνται απ’ αυτόν σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον προικίσουν με συγκεκριμένα προνόμια, φοβούμαι ότι μια τέτοια διαδικασία δεν είναι συνετή, καθόσον μετακινώντας τον από μια θέση στην οποία έκανε το καλό και προωθώντας τον σε μια άλλη θέση επιβολής, μπορεί να κάνει το κακό.
Σίγουρα ενόσω συνεχίζει να εκδηλώνει καλή θέληση, δεν πρέπει κάποιος να φοβάται ή να περιμένει να πληγωθεί από έναν άνθρωπο που γενικά φαίνεται ευνοϊκά διατεθειμένος.
Αλλά, Ω Μεγαλοδύναμε! Τι παράξενο φαινόμενο είναι αυτό; Τι όνομα πρέπει να του δώσουμε; Ποια είναι η φύση αυτής της δυστυχίας; Τι ανηθικότητα είναι αυτή, ή μάλλον τι αθλιότητα; Να βλέπεις έναν ατέλειωτο αριθμό ανθρώπων όχι απλώς να υπακούει, αλλά να οδηγείται στη δουλικότητα; Όχι να κυβερνάται, αλλά να τυραννιέται;
Αυτοί οι φουκαράδες δεν έχουν περιουσία, οικογένεια, γυναίκα, παιδιά, ούτε ακόμη και την ίδια τους τη ζωή που να μπορούν να τη θεωρήσουν δική τους. Υποφέρουν από τη λεηλασία, την κακοβουλία, τη σκληρότητα, όχι ενός στρατού, όχι μιας βαρβαρικής φυλής, εξαιτίας των οποίων πρέπει να χύσουν το αίμα τους και να θυσιάσουν τις ζωές τους, αλλά από έναν και μόνο άνθρωπο- όχι από έναν Ηρακλή, ούτε από έναν Σαμψών, αλλά από έναν μοναδικό ανθρωπάκο.
Πολύ συχνά αυτός ο ίδιος ανθρωπάκος είναι ο πιο δειλός και μαλθακός σ’ ολόκληρο το έθνος, ξένος ως προς τον αχό της μάχης και διατακτικός στις άμμους των κονταρομαχιών – όχι μόνο χωρίς την ενεργητικότητα να κατευθύνει τους άνδρες εν όπλοις, αλλά με μόλις την αναγκαία ρώμη για να πλαγιάσει με μια κοινή γυναίκα! Θα πούμε την υποταγή σε έναν τέτοιο ηγέτη, δειλία; Θα αποκαλέσουμε εκείνους που τον υπηρετούν δειλούς και λιγόψυχους;
Αν δύο, αν τρεις, αν τέσσερις, δεν υπερασπίζονται τον εαυτό τους από τον έναν, μπορεί να θεωρήσουμε τη κατάσταση αυτή εκπληκτική, αλλά παρόλα αυτά, κατανοήσιμη. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί κάποιος να δικαιολογηθεί με τη υποψία έλλειψης θάρρους. Αλλά εάν εκατό, εάν χίλιοι υπομένουν τα καπρίτσια ενός μόνου ανθρώπου, μήπως μάλλον πρέπει να πούμε ότι δεν τους λείπει το θάρρος, αλλά η επιθυμία να υψωθούν εναντίον του και ότι μια τέτοια στάση υποδηλώνει αδιαφορία παρά δειλία;
Όταν όχι εκατό, όχι χίλιοι άνθρωποι, αλλά εκατό επαρχίες, χίλιες πόλεις, ένα εκατομμύριο άνθρωποι, αρνούνται να επιτεθούν εναντίον ενός άνδρα, από τον οποίο η ευγενέστερη μεταχείριση που αναμένουν είναι η επιβολή της δουλοπαροικίας και η σκλαβιά, πώς θα το αποκαλέσουμε αυτό; Είναι δειλία; Βεβαίως υπάρχει αναπόφευκτα σε κάθε ανηθικότητα κάποιο όριο, πέρα από το οποίο κανείς δεν πάει. Δύο, πιθανόν δέκα, να φοβούνται τον έναν- αλλά όταν χίλιοι, ένα εκατομμύριο άνθρωποι, χίλιες πόλεις αποτυγχάνουν να προστατευθούν απέναντι στην κυριαρχία ενός ανθρώπου, αυτό δεν μπορεί να αποκληθεί δειλία, αφού η δειλία δεν πέφτει ποτέ τόσο χαμηλά και η γενναιότητα δεν μπορεί να ταυτιστεί με την προσπάθεια ενός ατόμου να αλώσει ένα οχυρό, να επιτεθεί σε ένα στρατό, ή να κατακτήσει ένα βασίλειο.
Τότε, τι είναι αυτή η τερατώδης ανηθικότητα, που ούτε καν της αξίζει να την αποκαλούμε δειλία, μια ανηθικότητα για την οποία δεν μπορεί να βρεθεί ορισμός αρκετά ποταπός, που η ίδια η φύση απαρνείται και οι γλώσσες αρνούνται να την ονομάσουν; Βάλτε από τη μια μεριά πενήντα χιλιάδες ένοπλους άνδρες και από την άλλη τον ίδιο αριθμό- αφήστε τους να συναντηθούν στη μάχη, με τη μια πλευρά να μάχεται για να διατηρήσει την ελευθερία της και την άλλη να θέλει να της την πάρει- σε ποιους, για μαντέψτε, θα έρθει η νίκη- ποιοι άνδρες πιστεύετε ότι θα πορευτούν γενναία στη μάχη – εκείνοι που προεξοφλούν σαν ανταμοιβή των πόνων τους τη διατήρηση της ελευθερίας τους, ή εκείνοι που δεν μπορούν να περιμένουν οποιοδήποτε άλλο βραβείο για τα χτυπήματα που ανταλλάσσουν από τη σκλαβιά των άλλων;
Η μια πλευρά θα έχει μπροστά στα μάτια της τις ευλογίες του παρελθόντος και την ελπίδα μιας παρόμοιας χαράς στο μέλλον οι σκέψεις τους θα βρίσκονται λιγότερο στον συγκριτικά σύντομο πόνο της μάχης, απ’ όσο πιθανώς θα υπομείνουν για πάντα, αυτοί, τα παιδιά τους και όλοι τους οι απόγονοι. Η άλλη πλευρά δεν έχει τίποτα να της εμπνεύσει θάρρος εκτός από την αδύναμη πίεση της απληστίας, η οποία ξεθωριάζει μπροστά στον κίνδυνο και η οποία ποτέ δεν μπορεί να είναι τόσο έντονη, έτσι μου φαίνεται, ώστε να μην πτοείται με την ελάχιστη σταγόνα αίμα από τις πληγές.
Σκεφτείτε τις δικαίως διάσημες μάχες του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, ακόμη φρέσκιες στην καταγραμμένη ιστορία και τα μυαλά των ανθρώπων σαν να είχε συμβεί χθες, μάχες που έγιναν στην Ελλάδα για την ευημερία των Ελλήνων και χρησιμεύουν ως παράδειγμα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ποια δύναμη πιστεύετε ότι έδωσε σε μια τέτοια ελάχιστη χούφτα ανδρών όχι την ισχύ αλλά το θάρρος να αντισταθεί στην επίθεση ενός στόλου τόσο τεράστιου, ώστε ακόμη και οι θάλασσες δεν μπορούσαν να τον σηκώσουν και να νικήσουν τις στρατιές τόσων πολλών εθνών, στρατιών τόσο πελώριων ώστε οι αξιωματικοί τους μόνο, να ξεπερνούν ολόκληρη την ελληνική δύναμη;
Τι άλλο ήταν πέρα από το γεγονός ότι, εκείνες τις ένδοξες ημέρες, αυτός ο αγώνας δεν αντιπροσώπευε τόσο έναν αγώνα μεταξύ Ελλήνων και Περσών, όσο μια νίκη της ελευθερίας επί της κυριαρχίας, της ελευθερίας επί της απληστίας; Μας καταπλήσσει όταν ακούμε τις αφηγήσεις της αξίας της ελευθερίας από τις καρδιές εκείνων που την υπεράσπισαν αλλά ποιος θα μπορούσε να πιστέψει τις αναφορές για το τι συμβαίνει καθημερινά ανάμεσα στους κατοίκους μερικών χωριών, ποιος στ’ αλήθεια θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένας μόνο άνθρωπος μπορεί να ταλαιπωρεί εκατοντάδες χιλιάδες και να τους στερεί την ελευθερία τους;
Ποιος θα μπορούσε να δώσει βάση σε μια τέτοια αναφορά αν απλώς την άκουγε, χωρίς να είναι μάρτυρας του συμβάντος; Κι αν αυτή η κατάσταση συνέβαινε μόνο σε μακρινά εδάφη και σε μας μόνο τη μετέφεραν, ποιος ανάμεσά μας δεν θα τη θεωρούσε μύθο που κάποιος τον φαντάστηκε ή τον εφηύρε και όχι κάτι το πραγματικό; Προφανώς δεν υπάρχει λόγος να αγωνιστεί κάποιος για την ανατροπή αυτού του μοναδικού τυράννου, αφού ο τελευταίος αυτομάτως θα ηττηθεί εφόσον η χώρα αρνηθεί να συναινέσει στη ίδια της τη σκλαβιά: δεν υπάρχει ανάγκη να τον στερήσουμε από κάτι, αλλά απλώς να μην του δώσουμε τίποτα- δεν υπάρχει ανάγκη ώστε η χώρα να προσπαθήσει να κάνει κάτι για την ίδια που θα αποδειχθεί εις βάρος της.
Είναι, συνεπώς, οι ίδιοι οι κάτοικοι που επιτρέπουν, ή μάλλον επιφέρουν, την ίδια τους την υποταγή, αφότου, σταματώντας να υποτάσσονται, θα θέσουν τέρμα στη δουλεία τους. Ένας λαός σκλαβώνεται μόνος του, κόβει τον ίδιο του το λαιμό όταν, έχοντας επιλέξει ανάμεσα στο να είναι υποτελής και στο να είναι ελεύθερος, εγκαταλείπει τις ελευθερίες και μπαίνει στο ζυγό, συναινώντας στην ίδια του τη δυστυχία, ή μάλλον, προφανώς, καλωσορίζοντάς την. Εάν κοστίζει κάτι στους ανθρώπους η ανάκτηση της ελευθερίας τους, δεν θα τονίσω την ανάγκη δράσης προς αυτή την κατεύθυνση, αν και δεν υπάρχει τίποτα που ένα ανθρώπινο ον θα μπορούσε να αγαπήσει περισσότερο από την αποκατάσταση του δικού του φυσικού δικαιώματος, να μεταμορφωθεί ο ίδιος από ένα κτήνος με σκυφτή πλάτη σε άνθρωπο για να το πούμε έτσι. Δεν απαιτώ απ’ αυτόν τέτοια τόλμη- αφήστε τον να προτιμά την αμφίβολη ασφάλεια της άθλιας ζωής όπως την επιθυμεί. Τι γίνεται τότε;
Εάν προκειμένου να έχει την ελευθερία δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από το να την επιθυμεί, εάν μόνο μια απλή πράξη της θέλησης είναι αναγκαία, υπάρχει κανένα έθνος στον κόσμο που να θεωρεί πως μια απλή επιθυμία έχει τόσο υψηλό τίμημα προκειμένου να ανακτήσει δικαιώματα, τα οποία οφείλει να είναι έτοιμο να αποκαταστήσει με κόστος το ίδιο του το αίμα, δικαιώματα τέτοια που η απώλειά τους υποβιβάζει όλους τους τίμιους ανθρώπους σε σημείο να νιώθουν τη ζωή αφόρητη και τον ίδιο το θάνατο σαν σωτηρία;
Όλοι γνωρίζουν ότι η φωτιά που ξεκινά από έναν μικρό σπινθήρα θα μεγαλώσει και θα γίνει φλόγα όσο βρίσκει ξύλο να κάψει- όμως χωρίς να σβηστεί με νερό, αλλά απλώς μη βρίσκοντας άλλο καύσιμο να τροφοδοτηθεί, ξοδεύεται μονάχη της, ξεθυμαίνει, και δεν είναι πια φλόγα. Παρομοίως, όσο περισσότερο οι τύραννοι διαρπάζουν, τόσο περισσότερο λαχταρούν, αφανίζουν και καταστρέφουν όσο περισσότερο κάποιος υποχωρεί απέναντί τους και τους υπακούει, τόσο περισσότερο αυτοί γίνονται ισχυρότεροι και τρομερότεροι, έτοιμοι να αφανίσουν και να καταστρέψουν. Αλλά αν ούτε ένα πράγμα δεν υποχωρεί απέναντί τους, αν, χωρίς καμιά βία, απλώς κανείς δεν υπακούει, απογυμνώνονται και εκμηδενίζονται, ακριβώς όπως όταν η ρίζα δεν παίρνει τροφή, το κλαδί μαραίνεται και πεθαίνει.
Για να καρπωθούν το καλό που επιθυμούν, οι τολμηροί δεν φοβούνται τον κίνδυνο- οι έξυπνοι δεν αρνούνται να υποφέρουν τα βάσανα. Είναι οι χαζοί και οι δειλοί που ούτε είναι σε θέση να υπομείνουν τις ταλαιπωρίες, ούτε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους- σταματούν απλώς στη λαχτάρα γι’ αυτά και χάνουν μέσω της ατολμίας τη γενναιότητα που ξεπηδά από την προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, αν και η επιθυμία να τα απολαύσουν παραμένει ακόμα ως μέρος της φύσης τους.
Μια κοινή λαχτάρα στους έξυπνους και τους χαζούς, στους γενναίους και τους δειλούς, είναι αυτή για όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία, μόλις αποκτηθούν, τους κάνουν ευτυχισμένους και ικανοποιημένους. Όμως εμφανίζεται να λείπει ένα στοιχείο. Δεν γνωρίζω πώς συμβαίνει η φύση να αποτυγχάνει να τοποθετήσει στις καρδιές των ανθρώπων μια φλογερή επιθυμία για ελευθερία, μια ευλογία τόσο μεγάλη και επιθυμητή, ώστε μόλις χαθεί, να ακολουθούν αμέσως όλα τα κακά, και ακόμη και οι ευλογίες να παραμένουν άγευστες και άνοστες λόγω της διάβρωσής τους από τη δουλεία.
Η ελευθερία είναι η μοναδική χαρά στην οποία οι άνθρωποι δεν φαίνεται να επιμένουν γιατί στα σίγουρα εάν πράγματι την ήθελαν, θα την είχαν. Προφανώς αρνούνται αυτό το θαυμάσιο προνόμιο γιατί το αποκτούν τόσο εύκολα.
Φτωχοί, εξαθλιωμένοι και χαζοί άνθρωποι, έθνη αποφασισμένα για την ίδια σας την δυστυχία και τυφλά στο δικό σας καλό! Αφήνεστε να στερήστε μπροστά στα ίδια σας τα μάτια, το καλύτερο μέρος των εσόδων σας, τα χωράφια σας λεηλατούνται, τα σπίτια σας ληστεύονται, τα οικογενειακά σας κειμήλια αφαιρούνται. Ζείτε με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορείτε να θεωρήσετε ούτε ένα πράγμα δικό σας’ και μάλλον θα θεωρείτε τους εαυτούς σας τυχερούς που δανείζετε την ιδιοκτησία σας, τις οικογένειές σας και την ίδια σας την ζωή.
Όλη αυτή η καταστροφή, αυτή η δυστυχία, αυτή η ερήμωση, πέφτει επάνω σας όχι από ξένους εχθρούς, αλλά από το μοναδικό εχθρό τον οποίο εσείς καθιστάτε τόσο δυνατό, για τον οποίο πηγαίνετε με γενναιότητα στον πόλεμο, για το μεγαλείο του οποίου δεν αρνείστε να προσφέρετε στο θάνατο τα ίδια σας τα κορμιά. Εκείνος, που έτσι σας καταδυναστεύει, έχει μόνο δύο μάτια, μόνο δύο χέρια, μόνο ένα σώμα, τίποτα παραπάνω από όσα διαθέτει και ο τελευταίος άνθρωπος ανάμεσα στους αμέτρητους που κατοικούν στις πόλεις σας- στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα παραπάνω για να σας καταστρέψει από τη εξουσία που εσείς του απονείματε.
Πού βρήκε αρκετά μάτια για να σας κατασκοπεύσει, εάν δεν του τα δώσατε οι ίδιοι; Πώς μπορεί να έχει τόσα πολλά χέρια για να σας χτυπά, εάν δεν τα δανείστηκε από σας; Τα πόδια με τα οποία ποδοπατά τις πόλεις σας, πού τα βρήκε, αν δεν είναι τα δικά σας; Πώς έχει οποιαδήποτε εξουσία πάνω σας, εκτός μέσα από σας; Πώς θα τολμούσε να σας επιτεθεί, εάν δεν είχε τη συνεργασία σας; Τι θα μπορούσε να σας κάνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν συνεργούσατε με τον κλέφτη που σας ρημάζει, εάν δεν ήσασταν συνένοχοι με τον εγκληματία που σας σκοτώνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν προδίδατε τους εαυτούς σας;
Σπέρνετε τα χωράφια σας ώστε να μπορεί να τα ρημάζει, φτιάχνετε και επιπλώνετε τα σπίτια σας ώστε να του δίνετε αγαθά για να πλιατσικολογήσει- ανατρέφετε τις κόρες σας ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τη λαγνεία του- μεγαλώνετε τα παιδιά σας προκειμένου να ασκήσει πάνω τους το μεγαλύτερο προνόμιο που ξέρει – να οδηγηθούν στις μάχες του, να πάνε στο σφαγείο, να γίνουν υπηρέτες της απληστίας του και όργανα της εκδίκησής του- παραδίδετε τα κορμιά σας στην σκληρή εργασία προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιεί τις απολαύσεις του και να κυλιέται στις αισχρές ηδονές του- αδυνατίζετε προκειμένου να τον κάνετε τον ισχυρότερο και τον ενδοξότερο που θα σας έχει υπό έλεγχο. Από όλες αυτές τις ταπεινώσεις, τέτοιες που ούτε τα κτήνη του αγρού θα υπέμεναν, μπορείτε να απαλλαγείτε, αν το προσπαθήσετε, όχι περνώντας στη δράση, αλλά απλώς επιθυμώντας την ελευθερία.
Αποφασίστε να μην υπηρετείτε πλέον και αμέσως είστε ελεύθεροι.
Δεν σας ζητώ να θέσετε τις χείρες πάνω στον τύραννο για να τον ανατρέψετε, αλλά απλώς να μην τον στηρίζετε πλέον- τότε θα τον δείτε σαν έναν μεγάλο Κολοσσό του οποίου αποσπάστηκε το βάθρο, να πέφτει από το ίδιο του το βάρος και να σπάει σε κομμάτια! Οι γιατροί έχουν αναμφίβολα δίκιο όταν μας προειδοποιούν να μην αγγίζουμε τα τραύματα που δεν έχουν ακόμα θεραπευθεί και ενδεχομένως να κάνω κήρυγμα, καθώς απευθύνομαι σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν χάσει από καιρό όλη τους την ευαισθησία και, καθώς δεν συνειδητοποιούν πλέον την αδυναμία τους, υποφέρουν απλώς από μια θανάσιμη αρρώστια. Αφήστε μας λοιπόν, συνεπώς, να κατανοήσουμε με τη λογική, αν είναι δυνατόν, πώς συμβαίνει αυτή η επίμονη προθυμία προς υποταγή να έχει τόσο βαθιά ριζώσει σ’ ένα έθνος, ώστε η ίδια η αγάπη για την ελευθερία να φαίνεται τώρα αφύσικη.
Κατ’ αρχήν όλοι θα συμφωνήσουν ότι, εάν κατευθύνουμε τις ζωές μας σύμφωνα με τους τρόπους που σχεδίασε η φύση και με τα μαθήματα που αυτή μας δίδαξε, θα πρέπει ενστικτωδώς να υπακούμε στους γονείς μας- αργότερα θα πρέπει να υιοθετήσουμε τη λογική μας οδηγό και να μην είμαστε σκλάβοι κανενός. Όσον αφορά την υπακοή που έχει ο καθένας ενστικτωδώς απέναντι στον πατέρα και στην μητέρα, συμφωνούμε, ο καθένας εκλαμβάνει τον εαυτό του ως υπόδειγμα.
Τώρα, το κατά πόσο η λογική είναι έμφυτη ή όχι, αυτό είναι ένα ζήτημα που συζητείται έντονα από τους ακαδημαϊκούς και μ’ αυτό ασχολούνται όλες οι φιλοσοφικές σχολές. Προς το παρόν νομίζω ότι δεν σφάλλω αν δηλώσω πως εκεί, στις ψυχές μας, υπάρχει κάποιος αυτόχθων σπόρος της λογικής, ο οποίος, αν καλλιεργηθεί με καλές συμβουλές και άσκηση, θα φτιάξει λουλούδια της αρετής, αλλά ο οποίος, από την άλλη, αν είναι ανίκανος να αντισταθεί στην ανηθικότητα που τον περιβάλλει, θα πνιγεί και θα μαραθεί.
Όμως, σίγουρα, αν υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο ξεκάθαρο και προφανές, απέναντι στο οποίο κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια του, είναι το γεγονός πως η φύση, χειροποίητη από τον θεό και κυβερνούμενη από τους ανθρώπους, μας έριξε όλους στο ίδιο καλούπι προκειμένου να βλέπουμε ο ένας τον άλλο ως συντρόφους, ή μάλλον, ως αδελφούς.
Εάν στο μοίρασμα των δώρων της η φύση ευνόησε μερικούς περισσότερο από κάποιους άλλους, όσον αφορά το σώμα ή το πνεύμα, παρόλα αυτά δεν σχεδίασε να μας βάλει σ’ αυτόν τον κόσμο σαν να ήταν ένα πεδίο μάχης και δεν προίκισε τον δυνατότερο ή τον εξυπνότερο ώστε αυτοί να δρουν σαν ένοπλοι ληστές στο δάσος και να επιτίθενται στον πιο αδύναμο. Κάποιος πρέπει μάλλον να συμπεράνει ότι μοιράζοντας μεγαλύτερα μερίδια στον έναν και μικρότερα στον άλλο, η φύση σκόπευε να δώσει μια ευκαιρία να εκδηλωθεί η αδελφική αγάπη, κάποιοι από μας που έχουμε τη δύναμη να βοηθάμε τους άλλους που την χρειάζονται.
Εφεξής, αφού αυτή η ευγενική μητέρα μας έδωσε ολόκληρο τον κόσμο ως τόπο κατοικίας, μας στέγασε στο ίδιο σπίτι, μας έπλασε σύμφωνα με το ίδιο υπόδειγμα εις τρόπον ώστε να αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, πρέπει και εμείς να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας- αφού απέμεινε σ’ όλους μας το μεγάλο δώρο της φωνής και της ομιλίας για την αδελφική συσχέτιση, πέτυχε μ’ αυτόν τον τρόπο την κοινή και αμοιβαία δήλωση των σκέψεών μας, την επικοινωνία των σκέψεών μας· και αφού προσπάθησε με κάθε τρόπο να στενέψει και να σφίξει τα δεσμά της ένωσης και της συγγένειάς μας· αφού αποκάλυψε με κάθε δυνατό τρόπο την πρόθεσή της, όχι τόσο να μας ενώσει όσο να μας καταστήσει ένα οργανικό όλο, δεν μπορεί να υπάρχει περαιτέρω αμφιβολία ότι είμαστε όλοι εκ φύσεως ελεύθεροι, καθόσον είμαστε όλοι σύντροφοι. Συνεπώς δεν πρέπει κανένας να σκεφτεί ότι η φύση προόρισε μερικούς από μας για δούλους, αφού στην πραγματικότητα μας δημιούργησε όλους καθ’ όμοιο τρόπο.
Άρα είναι άγονη η συζήτηση κατά πόσο η ελευθερία είναι φυσική ή όχι, αφού κανείς δεν μπορεί να μείνει σκλάβος χωρίς να έχει κάποιο πρόβλημα, και σ’ έναν κόσμο που κυβερνά η φύση, η οποία είναι λογική, δεν υπάρχει τίποτα τόσο ενάντιο σ’ αυτήν, όσο η αδικία. Αφού η ελευθερία είναι η φυσική μας κατάσταση, όχι μόνο την κατέχουμε, αλλά θα πρέπει και να την υπερασπιστούμε.
Τώρα, εάν, παρ’ ελπίδα, κάποιοι θέσουν υπό αμφισβήτηση αυτό το συμπέρασμα και είναι τόσο διεφθαρμένοι ώστε να μην είναι σε θέση να αναγνωρίσουνε τα δικαιώματα και τις έμφυτες τάσεις τους, πρέπει να τους κάνω την τιμή, η οποία στην κυριολεξία είναι δική τους και να τους θέσω, ούτως ειπείν, σαν άγρια κτήνη στον άμβωνα, ώστε να ρίξω φως στη φύση και στην κατάστασή τους. Τα πραγματικά κτήνη, Θεέ μου βοήθα με!, εάν οι άνθρωποι δεν είναι τόσο κουφοί, τους κραυγάζουν «Ζήτω η ελευθερία!». Πολλά από αυτά πεθαίνουν αμέσως μόλις αιχμαλωτιστούν: ακριβώς όπως το ψάρι φεύγει από τη ζωή μόλις βγει από το νερό, έτσι αυτά τα πλάσματα κλείνουν τα μάτια τους στο φως και δεν επιθυμούν να επιβιώσουν όταν χάσουν την φυσική τους ελευθερία. Εάν τα ζώα επρόκειτο να θεσμοθετήσουν μια τάξη στο δικό τους βασίλειο, οι άρχοντές τους θα επιλέγονταν απ’ αυτόν τον τύπο.
Άλλα, από τα μεγαλύτερα εώς τα μικρότερα, όταν συλλαμβάνονται προβάλλουν τέτοια αντίσταση, με τα νύχια, τα κέρατα, το ράμφος, και τα πόδια τους, ώστε δείχνουν αρκετά φανερά πόσο είναι προσκολλημένα σ’ αυτό που χάνουν κατόπιν, στην αιχμαλωσία, εκδηλώνουν με τόσα πολλά εμφανή σημάδια τη συναίσθηση της δυστυχίας τους, ώστε είναι εύκολο να δεις ότι μάλλον μαραζώνουν παρά ζουν και συνεχίζουν την ύπαρξή τους περισσότερο μέσα στο θρήνο της χαμένης τους ελευθερίας, παρά στη χαρά της δουλείας τους.
Τι άλλο μπορεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά του ελέφαντα, ο οποίος, αφού αμυνθεί μέχρις εσχάτων και γνωρίζοντας ότι έφτασε η στιγμή που θα πιαστεί, χτυπά με σφοδρότητα τα σαγόνια του στα δέντρα και σπάζει τους χαυλιόδοντές του, δείχνοντας έτσι τη λαχτάρα του να παραμείνει ελεύθερος όπως ήταν και αποδεικνύοντας την αντίληψη και την ικανότητά του να εξαγοράσει τους κυνηγούς, ελπίζοντας ότι μέσω της θυσίας των χαυλιοδόντων του θα του επιτραπεί να προσφέρει το ελεφαντόδοντό του ως λύτρα για την ελευθέρια του;
Ταΐζουμε το άλογο από τη γέννησή του προκειμένου να το εκπαιδεύσουμε να υπακούει στις διαταγές μας. Όμως αν και έχει εξημερωθεί με τόση δυσκολία, όταν πρόκειται να το ζέψουμε δαγκώνει το χαλινό, σηκώνεται στα πισινά του πόδια στο άγγιγμα του σπιρουνιού, σαν να θέλει να αποκαλύψει το ένστικτό του και να δείξει με τις πράξεις του ότι, εάν υπακούει, το κάνει όχι λόγω της ελεύθερης θέλησής του, αλλά κάτω από ανάγκη.
Τι περισσότερο να πούμε; «Ακόμη και τα βόδια κάτω από το βάρος του ζυγού παραπονούνται και τα πουλιά στο κλουβί τους θρηνούν», όπως έγραψα κάποιο καιρό πριν, παίζοντας με τη γαλλική μας ποίηση. Γι’ αυτό δεν διστάζω γράφοντας σε σένα, Ω Λόνγκα, να παρουσιάσω κάποιους στίχους μου, τους οποίους ποτέ δεν διάβασα, γιατί η προφανής σου ενθάρρυνση πολύ πιθανόν να με γεμίσει έπαρση.
Και τώρα, αφού όλα τα όντα, επειδή αισθάνονται, υποφέρουν από δυστυχία κάτω από τη υποταγή και λαχταρούν την ελευθερία- αφού τα ίδια τα ζώα, αν και έχουν φτιαχτεί για να υπηρετούν τον άνθρωπο, δεν μπορούν να συνηθίσουν τον έλεγχο χωρίς να διαμαρτύρονται, ποια διαβολική αλλαγή απομάκρυνε τόσο τον άνθρωπο από τη φύση ώστε αυτός, το μόνο πλάσμα που πραγματικά γεννήθηκε για να είναι ελεύθερο, δεν έχει τη μνήμη της αρχικής του κατάστασης και την επιθυμία να επιστρέψει σ’ αυτήν;
Υπάρχουν τρία είδη τυράννων- κάποιοι αντλούν την υπερήφανη θέση τους μέσω της εκλογής τους από το λαό, άλλοι με τη δύναμη των όπλων, άλλοι μέσω της κληρονομιάς. Εκείνοι που απέκτησαν την εξουσία τους μέσω μιας πολεμικής ενέργειας, δρουν τόσο έξυπνα, ώστε είναι προφανές ότι κυβερνούν μια κατακτημένη χώρα. Εκείνοι που γεννήθηκαν για να βασιλεύσουν, σπανίως είναι καλύτεροι, γιατί έχουν ανατραφεί στους μαστούς της τυραννίας, έχουν ρουφήξει μαζί με το γάλα τους τα ένστικτα του τυράννου και εκλαμβάνουν τους ανθρώπους υπό την αρχή τους σαν κληρονομημένους δουλοπάροικούς τους- και ανάλογα με την ατομική τους προδιάθεση, τσιγκούνικη ή γενναιόδωρη, συμπεριφέρονται στο βασίλειό τους όπως στην περιουσία τους.
Εκείνος που έχει πάρει το χρίσμα από το λαό, όμως, οφείλει να είναι, έτσι νομίζω, πιο ανεκτικός και έτσι θα είναι, πιστεύω, εκτός ίσως από την περίπτωση που αμέσως μόλις δει τον εαυτό του πιο ψηλά από τους άλλους, κολακευμένος από εκείνη την ιδιότητα που θα την αποκαλέσουμε μεγαλείο, σχεδιάζει να μην εγκαταλείψει ποτέ αυτή τη θέση.
Ένας τέτοιος άνθρωπος συνήθως υπολογίζει να περάσει στα παιδιά του την αρχή που ο λαός του έχει απονείμει’ και αμέσως μόλις οι κληρονόμοι του πάρουν αυτή τη στάση, είναι παράξενο σε ποιο βαθμό υπερακοντίζουν άλλους τυράννους σε όλες τις μορφές της ανηθικότητας και ιδιαιτέρως στη σκληρότητα, επειδή δεν βρίσκουν άλλα μέσα για να επιβάλλουν αυτή τη νέα τυραννία, απ’ το να σφίξουν τον έλεγχο και να απομακρύνουν τους υπηκόους τους τόσο μακριά από οποιαδήποτε ιδέα ελευθερίας, έτσι ώστε ακόμη και αν η ανάμνησή της είναι φρέσκια, σύντομα να ξεριζωθεί.
Έπειτα, για να είμαστε πιο ακριβείς, αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρεις τύπους τυραννίας, αλλά όσον αφορά την εκδήλωση μιας προτίμησης, δεν μπορώ να ευνοήσω κανέναν. Γιατί, αν και τα μέσα για να αποκτηθεί η εξουσία διαφέρουν, η μέθοδος διακυβέρνησης πρακτικά είναι η ίδια- εκείνοι που έχουν εκλεγεί συμπεριφέρονται σαν ευνουχιστές- εκείνοι που είναι κατακτητές κάνουν το λαό λεία τους· εκείνοι που είναι κληρονόμοι σχεδιάζουν να συμπεριφερθούν σαν οι άνθρωποι να ήταν οι φυσικοί τους σκλάβοι.
Σε σχέση μ’ αυτό, ας φανταστούμε μερικά νεογέννητα άτομα, που ούτε είναι εξοικειωμένα με τη σκλαβιά κι ούτε επιθυμούν την ελευθερία, στην πραγματικότητα αγνοούν την ουσία των λέξεων. Αν τους επιτραπεί να επιλέξουν ανάμεσα στο να είναι σκλάβοι και ελεύθεροι άνθρωποι, σε τι θα δώσουν την ψήφο τους; Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι στην πλειοψηφία τους θα προτιμήσουν να οδηγηθούν από τη λογική αυτοπροσώπως, παρά να δέχονται διαταγές σύμφωνα με τα καπρίτσια ενός μόνου ανθρώπου. Η μόνη πιθανή εξαίρεση μπορεί να είναι οι Ισραηλίτες, οι οποίοι, χωρίς καμιά πίεση ή ανάγκη, διόρισαν έναν τύραννο.
Ποτέ δεν μπορώ να διαβάσω την ιστορία τους χωρίς να οργιστώ και ακόμη να γίνω αρκετά απάνθρωπος ώστε να νιώσω ικανοποίηση με τα πολλά δεινά που τους συνέβησαν εξαιτίας αυτού του πράγματος. Αλλά σίγουρα όλοι οι άνθρωποι, όσο τουλάχιστον παραμένουν άνθρωποι, πριν αφεθούν να σκλαβωθούν, είτε πρέπει να εξαναγκαστούν με τη βία, είτε να εξαπατηθούν να κατακτηθούν από στρατούς ξένους όπως η Σπάρτη και η Αθήνα από τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, ή από πολιτικές διαμάχες, όπως συνέβη σε μια πρώιμη περίοδο, που ο έλεγχος των Αθηνών είχε περάσει στα χέρια του Πεισιστράτου.
Όταν οι άνθρωποι χάνουν την ελευθερία τους μέσω της απάτης, δεν προδίδονται τόσο συχνά από τους άλλους, όσο παρασύρονται από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Αυτό συνέβη με το λαό των Συρακουσών, τη μεγαλύτερη πόλη της Σικελίας. Όταν στις οδύνες του πολέμου και παίρνοντας μέτρα απρόσεκτα μόνο για τον τοτινό κίνδυνο, προώθησαν τον Διόνυσο, τον πρώτο τους τύραννο, αναθέτοντας σε αυτόν την αρχηγία του στρατού, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι του είχαν δώσει τέτοια δύναμη ώστε στη νικηφόρα επιστροφή του αυτός ο άξιος άνθρωπος θα συμπεριφερόταν σαν να είχε κατατροπώσει όχι τους εχθρούς, αλλά τους συμπατριώτες του και από αρχηγός έγινε βασιλιάς και κατόπιν από βασιλιάς, τύραννος.
Είναι απίστευτο το πώς, μόλις ο άνθρωπος γίνει υπήκοος, ταχέως ξεχνά τόσο ολοκληρωτικά την προηγούμενη ελευθερία του, ώστε πολύ δύσκολα ξεσηκώνεται για να την ξαναποκτήσει, υπακούοντας τόσο εύκολα και με τόση προθυμία στα λεγόμενα του ενός ηγέτη, κι έτσι παρατηρούμε μια κατάσταση όπου αυτός ο άνθρωπος δεν έχει χάσει τόσο την ελευθερία του όσο έχει κερδίσει την σκλαβιά του. Αληθεύει ότι στην αρχή οι άνθρωποι υποτάσσονται κάτω από τον εξαναγκασμό και τη βία αλλά εκείνοι που έρχονται μετά απ’ αυτούς, υπακούουν χωρίς τύψεις και κάνουν πρόθυμα ό,τι και οι προκάτοχοί τους, επειδή πρέπει να το κάνουν.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι που γεννιούνται κάτω από το ζυγό και κατόπιν ανατρέφονται και μεγαλώνουν στη σκλαβιά, είναι ικανοποιημένοι, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, να ζουν στη κατάσταση που γεννήθηκαν, χωρίς να γνωρίζουν οποιαδήποτε άλλη κατάσταση ή δικαίωμα και θεωρώντας περίπου φυσιολογική την κατάσταση στην οποία έχουν γεννηθεί. Δεν υπάρχει, όμως, κληρονόμος τόσο σπάταλος ή αδιάφορος που να μην ψάχνει κάποιες φορές τα λογιστικά βιβλία του πατέρα του, προκειμένου να δει αν απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα της κληρονομιάς του ή εάν, ενδεχομένως, τα δικαιώματά του, όπως και εκείνα του προκατόχου του, έχουν καταπατηθεί.
Παρ’ όλα αυτά είναι αρκετά φανερό πως η ισχυρή επίδραση της συνήθειας δεν είναι πιο υποχρεωτική απ’ όσο σ’ αυτό, δηλαδή την εξοικείωση με την υποταγή. Έχει ειπωθεί ότι ο Μιθριδάτης εκπαιδεύτηκε στο να πίνει δηλητήριο. Σαν κι αυτόν, μαθαίνουμε να καταπίνουμε και να μην βρίσκουμε πικρό, το δηλητήριο της δουλείας.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η φύση επιδρά στη διαμόρφωσή μας σύμφωνα με τη θέλησή της και μας κάνει να αποκαλύπτουμε τα πλούσια ή φτωχικά χαρίσματά μας- όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχει λιγότερη δύναμη πάνω μας από τη συνήθεια, για το λόγο ότι το φυσικό χάρισμα, αδιάφορα πόσο καλό είναι, χάνεται εάν δεν υποβοηθηθεί, δοθέντος ότι το περιβάλλον μάς διαμορφώνει πάντοτε με το δικό μας τρόπο, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, παρά τα δώρα της φύσης.
Ο καλός σπόρος που η φύση μας φυτεύει είναι τόσο αδύναμος και αναξιόπιστος ώστε να μην μπορεί ν’ αντέξει την ελάχιστη βλάβη από μια κακή ανατροφή- ανθεί δύσκολα, χαλάει, μαραίνεται και χάνεται στο τίποτα. Τα καρποφόρα δέντρα διατηρούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους αν τους επιτραπεί να μεγαλώσουν ανεμπόδιστα, αλλά τα χάνουν ταχέως και βγάζουν παράξενα φρούτα, όχι τα κανονικά τους, όταν αναμιγνύονται με άλλα. Κάθε χόρτο έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τις αρετές και τις ιδιότητές του- όμως ο παγετός, ο καιρός, το έδαφος ή τα χέρια του κηπουρού, δυναμώνουν ή μειώνουν την αντοχή του- το φυτό που βλέπουμε σ’ ένα σημείο, δεν αναγνωρίζεται σ’ ένα άλλο.
Οιοσδήποτε μπορούσε να παρατηρήσει τους πρώτους Βενετούς, μια χούφτα άνθρωποι που ζούσαν τόσο ελεύθερα ώστε ακόμη και ο πιο μοχθηρός ανάμεσά τους να μη θέλει να είναι ο βασιλιάς τους, έτσι γεννημένοι και εκπαιδευμένοι ώστε δεν θα συναγωνίζονταν με κάποιον εκτός αν επρόκειτο για το ποιος από τους δυο θα έδινε την καλύτερη συμβουλή και θα καλλιεργούσε πιο προσεκτικά την ελευθερία τους, έτσι δασκαλεμένοι και μεγαλωμένοι από την κούνια τους, που δεν θα άλλαζαν μ’ όλα τα καλά του κόσμου ένα γιώτα από την ελευθερία τους- ποιος, λέω, οικείος με την αρχική φύση τέτοιων ανθρώπων, μπορεί να επι- σκεφτεί σήμερα τα εδάφη του ανθρώπου που είναι γνωστός ως ο Μεγάλος Δόγης και εκεί ψύχραιμα να ατενίσει ανθρώπους απρόθυμους να ζουν αν δεν τον υπηρετούν και να διατηρεί την εξουσία του με κόστος της ζωής τους;
Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι αυτές οι δυο ομάδες ανθρώπων έχουν κοινή καταγωγή; Μήπως κάποιος θα συμπεράνει ότι η πόλη των ανθρώπων έχει μεταβληθεί σ’ ένα θηριοτροφείο ζώων; Ο Λυκούργος, ο νομοθέτης της Σπάρτης, αναφέρεται ότι είχε μεγαλώσει δυο σκυλιά της ίδιας γέννας, παχαίνοντας το ένα στην κουζίνα και εκπαιδεύοντας το άλλο στους αγρούς με τους ήχους της σάλπιγγας και του κέρατος, προκειμένου να δείξει στους Λακεδαιμονίους ότι οι άνθρωποι, επίσης, μεγαλώνουν σύμφωνα με τις αρχικές τους συνήθειες. Έβαλε τα δυο σκυλιά στον ανοιχτό χώρο της αγοράς και ανάμεσά τους τοποθέτησε μια κούπα με σούπα και μια με λαγό. Ο ένας σκύλος έτρεξε στη σούπα και ο άλλος στο λαγό κι όμως ήταν, όπως είχε βεβαιώσει, αδέρφια από τους ίδιους γονείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο αυτός ο ηγέτης, με τους νόμους και τα έθιμά του διαμόρφωσε και δίδαξε τους Σπαρτιάτες τόσο καλά, ώστε ο καθένας από αυτούς θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να αναγνωρίσει οποιαδήποτε άλλη αρχή πέρα από το νόμο και τη λογική.
Μου προκαλεί ευχαρίστηση να φέρνω στη μνήμη μου τη συζήτηση του παλιού καιρού ανάμεσα στους ευνοούμενους του Ξέρξη, του μεγάλου βασιλιά της Περσίας, και δύο Λακεδαιμόνιους. Όταν ο Ξέρξης εξόπλισε τον μεγάλο στρατό του για να κατακτήσει την Ελλάδα, έστειλε τους πρεσβευτές του στις ελληνικές πόλεις για να ζητήσει γη και ύδωρ. Αυτή ήταν η διαδικασία που υιοθετούσαν οι Πέρσες για να καλέσουν τις Πόλεις να παραδοθούν. Όμως δεν είχε στείλει τέτοιους αγγελιοφόρους στην Αθήνα και την Σπάρτη, γιατί αυτούς που έστειλε εκεί ο Δαρείος, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες άλλους έριξαν σε χαντάκια και άλλους σε πηγάδια, με την πρόσκληση να πάρουν ελεύθερα νερό και χώμα για να τα πάνε πίσω στον αφέντη τους.
Εκείνοι οι ‘Ελληνες δεν μπορούσαν να επιτρέψουν ούτε την παραμικρή υποψία προσβολής της ελευθερίας τους. Παρ’ όλα αυτά, οι Σπαρτιάτες υποψιάστηκαν ότι είχαν προκαλέσει την οργή των θεών με την πράξη τους, και ιδιαίτερα την οργή του Ταλθύβιου, θεού των αγγελιοφόρων προκειμένου να τον κατευνάσουν, αποφάσισαν να στείλουν στον Ξέρξη δύο πολίτες τους, ως εξιλέωση για το σκληρό θάνατο που επέβαλλαν στους πρεσβευτές του πατέρα του. Οι δύο Σπαρτιάτες, που τους έλεγαν Σπερθία και Βούλη, εθελουσίως προσφέρθηκαν να θυσιαστούν. ‘Ετσι ανεχώρησαν και καθ’ οδόν έφτασαν στο παλάτι ενός Πέρση που τον έλεγαν Υδάρνη, τοποτηρητή του Βασιλέως σ’ όλες τις παραθαλάσσιες ασιατικές πόλεις.
Τους δέχτηκε με μεγάλες τιμές, τους έκανε το τραπέζι και μετά, λέγοντας το ένα και το άλλο, τους ρώτησε γιατί αρνήθηκαν τόσο άκαμπτα τη φιλία του βασιλιά του. «Σκεφτείτε καλά, Ω Σπαρτιάτες» είπε, «και θα καταλάβετε από το παράδειγμά μου ότι ο βασιλιάς γνωρίζει πώς να τιμά αυτούς που το αξίζουν και πιστέψτε το, αν ήσασταν άντρες του θα έκανε το ίδιο και με σας· εάν ανήκατε σ’ αυτόν και σας ήξερε, δεν θα υπήρχε ένας ανάμεσά σας που δεν θα ήταν άρχοντας κάποιας ελληνικής πόλης».
«Μ’ αυτά τα λόγια, Υδάρνη, δεν μας δίνεις καλή συμβουλή» απάντησαν οι Λακεδαιμόνιοι, «γιατί έχεις δοκιμάσει μόνο το πλεονέκτημα για το οποίο μιλάς· δεν γνωρίζεις το προνόμιο το οποίο απολαμβάνουμε. Έχεις την τιμή να απολαμβάνεις την εύνοια του βασιλιά- αλλά δεν γνωρίζεις τίποτα για την ελευθερία, τι νοστιμάδα έχει και πόσο είναι γλυκιά. Γιατί αν γνώριζες το παραμικρό γι’ αυτήν, εσύ ο ίδιος θα μας συμβούλευες να την υπερασπιστούμε, όχι με τα δόρατα και τις ασπίδες, αλλά με τα ίδια τα δόντια και τα νύχια».
Μόνο οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαν να δώσουν τέτοια απάντηση, και σίγουρα και οι δυο τους μιλούσαν σύμφωνα με την εκπαίδευσή τους. Ήταν αδύνατο για έναν Πέρση να λυπηθεί για την ελευθερία αφού δεν την είχε γνωρίσει, αλλά και αδύνατο για τους Λακεδαιμονίους να υποφέρουν την υποταγή αφού είχαν απολαύσει την ελευθερία.
Ο Κάτων ο Ουτικανός, ενώ ήταν ακόμη παιδί κάτω από την επίβλεψη της βέργας, μπορούσε να πηγαινοέρχεται στο σπίτι του δικτάτορα Σύλλα. Λόγω της οικογενειακής του καταγωγής και επειδή ήταν στενός συγγενής του Σύλλα, η πόρτα του σπιτιού ήταν πάντα ανοιχτή. Είχε πάντοτε μαζί του το δάσκαλό του όταν πήγαινε εκεί, όπως ήταν το έθιμο για τα παιδιά ευγενικής καταγωγής. Πρόσεξε ότι στο σπίτι του Σύλλα, όταν ήταν παρών ο δικτάτορας ή κατόπιν διαταγής του, κάποιοι άνδρες φυλακίζονταν και άλλοι καταδικάζονταν κάποιος άλλος στραγγαλιζόταν σε κάποιον έπαιρναν την περιουσία, σε κάποιον άλλο το κεφάλι- συνοπτικώς, όλοι πήγαιναν εκεί όχι σαν σπίτι ενός δικαστή της πόλης, αλλά του τυράννου του λαού, και συνεπώς αυτό δεν ήταν ένα δικαστήριο αλλά μάλλον το καταφύγιο ενός τυράννου. Και τότε το νέο παλικάρι είπε στο δάσκαλό του, «Γιατί δεν μου δίνεις ένα στιλέτο; Θα το κρύψω κάτω από τη χλαμύδα μου. Πηγαίνω συχνά στο δωμάτιο του Σύλλα πριν ξυπνήσει και το χέρι μου είναι αρκετά δυνατό για να απαλλάξει την πόλη απ’ αυτόν».
Έχουμε εδώ να κάνουμε με λόγια που χαρακτηρίζουν εντελώς τον Κάτωνα- ήταν η πραγματική αρχή αυτού του ήρωα, τόσο άξια του τέλους του. Και δεν θα έπρεπε να μνημονεύσει κανείς το όνομά του ή τη χώρα του, αλλά απλώς να πει τα γεγονότα έτσι όπως συνέβησαν, το επεισόδιο από μόνο του μιλά εύγλωττα και ο καθένας θα μαντέψει ότι είναι ένας Ρωμαίος γεννημένος στη Ρώμη τον καιρό που ήταν ελεύθερη. Και γιατί όλα αυτά; Σίγουρα όχι επειδή πιστεύω ότι ο τόπος ή η περιοχή έχει κάποια σχέση μ’ αυτά, αφού σε οποιοδήποτε μέρος και σε οποιοδήποτε κλίμα η υποταγή είναι πικρή και η ελευθερία ευχαρίστηση· αλλά απλώς γιατί έχω τη γνώμη ότι κάποιος πρέπει να λυπάται εκείνους οι οποίοι, μόλις γεννηθούν, έχουν τον ζυγό πάνω από το λαιμό τους. Πρέπει να τους απαλλάξουμε και να τους συγχωρήσουμε, αφού ούτε καν έχουν δει τη σκιά της ελευθερίας και, αφού μάλλον δεν τη γνωρίζουν, δεν μπορούν να αντιληφθούν το κακό που υποφέρουν μέσα στη σκλαβιά τους.
Εάν ήταν πράγματι μια χώρα όπως εκείνη των Κυμερίων που αναφέρει ο Όμηρος, όπου ο ήλιος έλαμπε διαφορετικά απ’ ό,τι στη δική μας, ρίχνοντας τη λάμψη του για έξη μήνες συνεχώς και μετά άφηνε την ανθρωπότητα να μισοκοιμάται στο σκοτάδι μέχρι να επιστρέψει στο τέλος του άλλου μισού χρόνου, θα ξαφνιαζόμασταν αν μαθαίναμε ότι εκείνοι που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της μακράς νύχτας μεγαλώνουν τόσο συνηθισμένοι στο τοπικό σκοτάδι, ώστε αν δεν τους πει κάποιος για τον ήλιο να μην επιθυμούν να δουν το φως; Κανείς δεν μαραζώνει για κάτι που δεν ξέρει- η λαχτάρα έρχεται μόνο μετά την απόλαυση και συνιστά, εν μέσω της εμπειρίας της θλίψης, την ανάμνηση της περασμένης χαράς.
Είναι πράγματι στη φύση του ανθρώπου να είναι ελεύθερος και να επιθυμεί κάτι τέτοιο, όμως ο χαρακτήρας του είναι τέτοιος που ενστικτωδώς ακολουθεί τις τάσεις που η εκπαίδευσή του έχει δώσει.
Ας παραδεχτούμε συνεπώς ότι όλα εκείνα τα πράγματα στα οποία έχει εκπαιδευτεί και συνηθίσει ο άνθρωπος του φαίνονται φυσικά, και μόνο ό,τι είναι πραγματικά εγγενές σ’ αυτόν το λαμβάνει με την αρχική του, μη εκπαιδευμένη, ατομικότητα. Συνεπώς, το έθιμο γίνεται η πρώτη αιτία για την εθελοδουλεία. Οι άνθρωποι είναι σαν τα όμορφα άλογα κούρσας που ενώ στην αρχή δαγκώνουν το χαλινό, αργότερα τους αρέσει, και δεν δέχονται τη σέλα, αν και λίγο μετά μαθαίνουν να χαίρονται όταν τους βάζουν τα χάμουρα και καμαρώνουν υπερήφανα κάτω από τα στολίδια τους.
Παρομοίως οι άνθρωποι μεγαλώνουν συνηθίζοντας την ιδέα ότι ανέκαθεν ήταν υποταγμένοι και οι πατεράδες τους ζούσαν με τον ίδιο τρόπο- θα πιστέψουν ότι είναι υποχρεωμένοι να υποφέρουν αυτό το κακό και θα πείσουν τους εαυτούς τους μέσω παραδειγμάτων και της μίμησης των άλλων, δίνοντας κύρος τελικώς σ’ εκείνους που τους διατάζουν μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, βασισμένοι στην ιδέα ότι έτσι συνέβαινε πάντα.
Υπάρχουν πάντα κάποιοι, περισσότερο προικισμένοι από άλλους, που αισθάνονται το βάρος του ζυγού και δεν μπορούν να κρατηθούν να μην προσπαθήσουν να τον αποτινάξουν: αυτοί είναι οι άνθρωποι που ποτέ δεν δαμάζονται κάτω από το ζυγό και οι οποίοι πάντοτε, όπως ο Οδυσσέας σε γη και θάλασσα αναζητούσε σταθερά τον καπνό της καμινάδας του, δεν μπορούν να εμποδίσουν τους εαυτούς τους από το να ψάχνουν για τα φυσικά τους προνόμια και από το να θυμούνται τους προγόνους και τις πρότερες συνήθειές τους.
Αυτοί είναι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι οι οποίοι έχοντας καθαρό μυαλό και πνεύμα που βλέπει μακριά, δεν ικανοποιούνται όπως η κτηνώδης μάζα, να βλέπουν μόνο ό,τι βρίσκεται μπροστά στα πόδια τους, αλλά μάλλον κοιτούν γύρω τους, πίσω και πριν, και ακόμη φέρνουν στη μνήμη τους πράγματα του παρελθόντος προκειμένου να κρίνουν εκείνα του μέλλοντος, και συγκρίνουν και τα δυο με την τωρινή τους κατάσταση. Είναι αυτοί που έχοντας από τη φύση καλά μυαλά, τα εκπαίδευσαν περαιτέρω μέσω της μελέτης και της μάθησης. Ακόμη και αν η ελευθερία είχε εντελώς χαθεί από τη γη, τέτοιοι άνθρωποι θα την εφεύρισκαν. Γι’ αυτούς η σκλαβιά δεν έχει χάρες, αδιάφορο πόσο καλά μεταμφιέζεται.
Ο Μεγάλος Σουλτάνος γνώριζε καλά ότι τα βιβλία και η διδαχή, πέρα από οτιδήποτε άλλο, δίνουν στους ανθρώπους την αίσθηση να κατανοούν την ίδια τους τη φύση και να σιχαίνονται την τυραννία. Καταλαβαίνω ότι στην χώρα του υπάρχουν λίγοι μορφωμένοι άνθρωποι, αφού δεν θέλει να υπάρχουν πολλοί. Εξαιτίας αυτού του περιορισμού, άνθρωποι μεγάλου ζήλου και αφοσίωσης, οι οποίοι παρά το πέρασμα του χρόνου διατηρούν την αγάπη τους για την ελευθερία, παραμένουν ακόμα αναποτελεσματικοί γιατί, όσο πολυάριθμοι και αν είναι, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους- είναι μόνοι τους μέσα στις φιλοδοξίες τους.
Στην πραγματικότητα, ο Μώμος, ο θεός του σαρκασμού, δεν κορόιδευε απλώς όταν έκρινε τον άνθρωπο που είχε πλάσει ο Ήφαιστος, δηλαδή το ότι ο δημιουργός δεν είχε αφήσει ούτε ένα μικρό παράθυρο στην καρδιά του πλάσματός του, ώστε να γίνονται φανερές οι σκέψεις του. Αναφέρεται ότι όταν ο Βρούτος, ο Κάσσιος και ο Κάσκας, στην προσπάθειά τους να απελευθερώσουν τη Ρώμη και συνεπώς ολόκληρο τον κόσμο, αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν στην παρέα τους τον Κικέρωνα, αυτόν που έτρεφε μεγάλο ενθουσιασμό για τη δημόσια ευημερία, αν ποτέ υπήρξε τέτοιος, γιατί θεώρησαν την καρδιά του πολύ δειλή για μια τόσο ανώτερη πράξη· εμπιστεύθηκαν την επιθυμία του αλλά δεν ήταν τόσο σίγουροι για το κουράγιο του.
Έπειτα, οποιοσδήποτε μελετήσει τις πράξεις προηγούμενων εποχών και το χρονικό της αρχαιότητας, δεν θα βρει στην πράξη παράδειγμα ηρώων που απέτυχαν να σώσουν τη χώρα τους από τα κακά χέρια όταν καταπιάστηκαν με το καθήκον με στέρεη, ανεπιφύλακτη και ειλικρινή πρόθεση. Η ελευθερία, όπως αποκαλύπτει η φύση της, φαίνεται πως τους έδωσε καινούργια δύναμη. Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, ο Θρασύβουλος, ο Βρούτος ο Πρεσβύτερος, ο Βαλεριανός και ο Δίων, πέτυχαν αποτελεσματικά ό,τι σχεδίασαν ενάρετα: γιατί δύσκολα αποτυγχάνει ποτέ η ισχυρή θέληση από την καλή μοίρα. Ο Βρούτος ο Νεώτερος και ο Κάσσιος κατάφεραν να εξαλείψουν τη δουλεία και παρότι χάθηκαν προσπαθώντας να αποκαταστήσουν την ελευθερία, δεν πέθαναν άθλια (τι βλασφημία θα ήταν να ειπωθεί πως υπήρχε κάτι το άθλιο σ’ αυτούς τους άντρες, είτε στο θάνατό τους είτε όσο ζούσαν!).
Ο χαμός τους προκάλεσε μεγάλη ζημιά, παντοτινή δυστυχία και ολοκληρωτική καταστροφή της Δημοκρατίας, η οποία φάνηκε να θάβεται μαζί τους. Άλλα, κατοπινά εγχειρήματα εναντίον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ήταν απλά συνωμοσίες φιλόδοξων ανθρώπων, που δεν τους αξίζει λύπη για τη δυστυχία που τους έπληξε, αφού είναι φανερό ότι δεν σκόπευαν να καταστρέψουν, αλλά απλώς να αρπάξουν το στέμμα, μηχανορραφώντας για την εκδίωξη του τυράννου, αλλά και για την διατήρηση της τυραννίας.
Όσον αφορά εμένα, δεν εύχομαι την επιτυχία τέτοιων ανθρώπων και είμαι ευτυχισμένος που έχουν δείξει με το παράδειγμά τους ότι το ιερό όνομα της Ελευθερίας δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιείται για να καλυφθεί ένα κίβδηλο εγχείρημα.
«Πώς συμβαίνει, αυτή η επίμονη προθυμία προς υποταγή να έχει ριζώσει τόσο ώστε η ίδια η αγάπη για την ελευθερία να φαίνεται τώρα αφύσικη;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου