Ι. Παρατακτικά (συνδετικά) σύνθετα
§ 81. Παλιά είναι τα ἕν-δεκα, δ(υ)ώ-δεκα (§ 66), un - decim, duo - decim , πρβ. επίσης γερμ. drei - zehn 'δεκατρία' κτλ.· αργότερα σχηματίστηκαν επίσης τα δεκα-τρεῖς, δεκα-πέντε κτλ., καθώς και το δεκα-δύο. Σχηματισμοί με συνδετική λέξη εμφανίζονται για πρώτη φορά στα Ελληνικά της ιστορικής περιόδου: τρεισκαίδεκα, ἑπτακαίδεκα κτλ. (§ 66), καλο-κἀγαθός (-θία· δες § 36)· πολύ τολμηρό είναι το νηλιπο-και-βλεπέλαιος 'ξυπόλητος αναζητώντας μύρο' σε επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας. Η ύστερη (όπως και η νέα) ελληνική αρέσκεται να συνδέει στη σύνθεση συναφείς ουσιαστικές ή επιθετικές έννοιες (αντιθέσεις): αὐξομείωσις 'παλίρροια (αὔξη) και άμπωτη' (βυζαντ.). Μερικοί (και μάλιστα ακριβώς οι παλιότεροι) από αυτούς τους σχηματισμούς διευκολύνουν τη μετάβαση από τα προσδιοριστικά στα συνδετικά σύνθετα: λευκ-έρυθρος (Αριστοτ.) σήμαινε αρχικά 'με ανοιχτό ερυθρό' και μόλις αργότερα 'λευκός και ερυθρός ταυτόχρονα'· αντίστοιχα τα χλωρό-μελας 'με ξεθωριασμένο μαύρο' (Γαληνός), ὠχρό-λευκος 'με ξεθωριασμένο λευκό' (Διοσκουρ.), γλυκύ-πικρος 'γλυκά πικρός' (Σαπφώ), καθώς και ουσιαστικά όπως ἀρτό-κρεας, ἰατρό-μαντις, κλαυσί-γελως.
§ 82. Πολύ ξεκάθαρη είναι η ιστορία του ἀνδρό-γυνος: αρχικά (από τον Ηρόδοτο και εξής) χαρακτηρίζει τον 'ερμαφρόδιτο' ή τον 'φοβητσιάρη', δηλαδή ένα πρόσωπο που είναι ταυτόχρονα άντρας και γυναίκα, και αυτό έπρεπε να εκφραστεί με μία λέξη· η σειρά είναι μάλλον τυχαία: ο Σοφοκλής λέει γύν-ανδρος, ο Επίχαρμος γυναίκ-ανδρες. Οι σημερινοί Έλληνες, όμως, με το ἀντρό-γυνο(ν) (προφέρεται και ἀνδρ-) εννοούν ένα 'ζευγάρι', δηλαδή άντρα και γυναίκα'.[1] Το γεγονός ότι και εδώ η ανάγκη παραγωγής και περαιτέρω σύνθεσης ευνοεί το σύνθετο (§ 36 κεξ.) αποδεικνύουν παραδείγματα όπως φαγησι-πόσια 'φαγοπότια' (Αθήναιος) και τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός 'που συναρμολογεί τορνευτές λύρες και ασπίδες' (Αριστοφ.).
§ 83. Αν τα συνδετικά σύνθετα είναι το δίχως άλλο πολύ σπάνια, ακόμη σπανιότερη είναι η επιθετικοποίησή τους: με το ἀνδρό-γυνα λουτρά ένα ανώνυμο επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας εννοεί 'μεικτά λουτρά αντρών και γυναικών'. Το νυχθήμερος (θηλ.) το βρίσκουμε σε έναν πάπυρο του 4ου αιώνα μ.Χ. [2] με τη σημασία 'εικοσιτετράωρος', την ίδια σημασία έχει και στην Καινή Διαθήκη. [3] Επίσης χρυσ-ελεφαντ-ήλεκτρος 'ποικιλμένος με χρυσό, ελεφαντόδοντο και ήλεκτρο' (Πλούταρχος από κάποιον ποιητή).
----------------------
[1] Η σημερινή λέξη αντρόγυνο προέρχεται από διαφορετικό σύνθετο της ελληνιστικής εποχής. (Δες και την ετυμολογία της στο ΛΚΝ.) Η προφορά [ndr] συνεχίζει την παλιά προφορά. Στα μεσαιωνικά ελληνικά συναντούμε και τη γραφή ντρ. Η σημερινή λόγια προφορά [nðr] είναι "ορθογραφική προφορά": στηρίζεται σε παρανόηση της αξίας του γράμματος δ στα αρχαία ελληνικά. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά.)
[2] Mitteis - Wilcken, Grundzüge und Chrestomathie der Papyruskunde ΙΙ 2, αριθμ. 78, στ. 6.
[3] Προς Κορινθίους Β΄ 11, 25: νυχθήμερον… ἐποίησα 'διέθεσα εικοσιτέσσερις ώρες', δηλαδή όχι ως επίρρημα!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου