Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρεται και πόλη Γραία: «οἵ θ᾽ Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν / Σχοῖνόν τε Σκῶλόν τε πολύκνημόν τ᾽ Ἐτεωνόν, / Θέσπειαν Γραῖάν τε καὶ εὐρύχορον Μυκαλησσόν, / οἵ τ᾽ ἀμφ᾽ Ἅρμ᾽ ἐνέμοντο καὶ Εἰλέσιον καὶ Ἐρυθράς, τον Αρκεσίλαο, τον Προθοήνορα και τον Κλονίο.» (Β-495) Απόδοση: «Αυτοί που / κατοικούσαν στην Υρία και στην πετρώδη Αυλίδα και στο / Σχοίνο και στο Σκώλο και στον Ετεωνό με τα πολλά φαράγγια, / στη Θέσπεια και στη Γραία και στην ευρύχωρη Μυκαλησσό, και αυτοί / που κατοικούσαν γύρω στο Άρμα και στο Ειλέσιο και στις Ερυθρές.»
Ο γεωγράφος Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.) αναφέρει ότι το όνομα της πόλης «η Γραία» προέκυψε από σύντμηση της αρχικής ονομασίας «Τανα-γραία» (που αρχικά η ονομασία αυτή ήταν όνομα γυναίκας, της κόρη του Ασωπού, και μετά της πόλης). Η Γραία ήταν πολύ μεγάλη σε έκταση, περιλάμβανε την Αυλίδα, τη Μυκαλησσό, το Άρμα κ.α.
Ο Αριστοτέλης (Στάγειρα 384-Χαλκίδα 322 π.Χ.) σημειώνει ότι ο αρχαίος Ωρωπός ονομαζόταν «Γραία» και η περιοχή του Ωρωπού «Γραϊκή». Ο Ρωμαίος ιστορικός Πρίσκος (410-470 μ.Χ.) διηγείται, ότι στην πρεσβεία που έστειλαν οι Ρωμαίοι προς τον Aττίλα (448 μ. Χ.) υπήρχε και κάποιος που έμοιαζε με Σκύθη, αλλά ήταν Γραικός στην καταγωγή: «Συνήντησε τινά ον εξέλαβεν ως βάρβαρον εκ του ενδύματος, προσαγορεύσαντα αυτόν «ελληνική φωνή» επειδή δ’ ηπόρηοεν ότι ελληνίζει Σκύθης ανήρ, τον ηρώτησε τις είναι· απεκρίθη δ’ εκείνος ότι είναι «Γραικός το γένος»: «Διατρίβοντι δε μοι και περιπάτους ποιουμένω προ του περιβόλου των οικημάτων προσελθών τις, ον βάρβαρον εκ της Σκυθικής ωήθην είναι στολής, Ελληνιστί ασπάζεταί με φωνή, “χαίρε” προσειπών, ώστε με θαυμάζειν ότι γε δή ελληνίζει Σκύθης ανήρ. εγώ δε έφην αιτίαν πολυπραγμοσύνης είναί μοι την Ελλήνων φωνήν. τότε δε γελάσας έφη Γραικός μεν είναι το γένος, κατ’ εμπορίαν δε ες το Βιμινάκιον εληλυθέναι την προς τω Ίστρω ποταμώ Μυσών πόλιν.» Δηλαδή: «Ενώ βρισκόμουν και έκανα περιπάτους στον περίβολο των οικημάτων, με πλησίασε κάποιος που τον νόμισα για βάρβαρο γιατί φορούσε σκυθικά ρούχα. Με χαιρετά στα Ελληνικά λέγοντας “χαίρε”, ώστε εξεπλάγην βλέποντας Σκύθη να ελληνίζει. Εγώ δε είπα ότι θεωρώ ότι όποιος μιλάει Ελληνικά πρέπει να είναι πολυπράγμων. Αυτός γελώντας μου είπε ότι είναι Γραικός στο γένος, που ήλθε για εμπόριο στον Βιμινάκιο, την πόλη των Μυσών κοντά στον Ίστρο ποταμό»).
Στο σπουδαίο Λεξικό του Σούδα ή Σουίδα (μέσα 10ου αιώνα μ.Χ.) ο άγνωστος συγγραφέας σημειώνει: γραία η= η παλαιά, Γραικοί= οι Έλληνες από Κώμης τινός ή Γραικού τινός· εκ του Γραΐξ – Γραικός (σ. 256)· στο ίδιο η λέξη «Ρωμιός» δεν λημματογραφείται και ορίζεται σαφώς ότι η λέξη Ρωμαίος δεν σημαίνει τον Έλληνα.
Στο λεξικό των Henry George Liddell & Robert Scott βρίσκουμε: γραῖα, Ιων. γραίη, ἡ, I. 1. ηλικιωμένη γυναίκα, θηλ. του γραῦς, γέρων, (βλ. γεραιά), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· γραῖαι δαίμονες, λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Αισχύλ. 2. ως επίθ. στις πλάγιες πτώσεις, φθαρμένος, μαραμένος, στον ίδ., σε Ευρ. II. Γραῖαι, αἱ, κόρες του Φόρκυος και της Κητούς, με όμορφα πρόσωπα, αλλά γκρίζα μαλλιά ήδη από τη γέννησή τους, σε Ησίοδ. Και γρᾱΐδιον, τό, υποκορ. του γραῖα, γριά σε προχωρημένη ηλικία, γριούλα, σε Αριστοφ., Ξεν.• συνηρ. γρᾴδιον, σε Αριστ., Δημ. Ίσως οι λέξεις γραία και Γραικός έχουν κοινή ετυμολογική προέλευση – Γραικός= ο παλαιός κάτοικος.
Ο Θεόδωρος Στουδίτης [759-826] εκφράζει τη λύπη του για κάποιο μοναχό ονόματι Ορέστη, που λιποτάκτησε στους εικονομάχους, και τον ενθαρρύνει να μείνει πιστός στις αρχές του «χάριν της δόξης του Χριστού υπέρ ου δονείται η ταπεινή Γραικία μάλα».
Σε παρηγορητική του επιστολή προς την ηγουμένη Ευφροσύνη της Μονής Κλουβίου, ο Θεόδωρος κάνει λόγο για στρατηγίες και δημαγωγίες «εν Αρμενία και εν Γραικία». Η δυτικά της «αφ’ ηλίου ανατολών» Αρμενίας Γραικία είναι η βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι γηγενείς ή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ονομάζονται Γραικοί από τον διάσημο ηγούμενο της Μονής Στουδίου. Σε άλλη επιστολή, ο Θεόδωρος θρηνεί για την εικονομαχική πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα του Δ’ [775-780] και ιδιαίτερα τις διώξεις εναντίον των εικονοφίλων πού εξαπέλυσε το 780. Αποκαλεί τον αυτοκράτορα αντίχριστο προ του Αντιχρίστου και εκφωνεί: «Ακούσατε πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην τι γέγονεν εν Γραικοίς».
Κατά τον δέκατο αιώνα, περιγράφοντας την ανωμαλία και την αναταραχή που προκάλεσε η Σλαβική ομάδα που ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή των Πατρών, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει ότι οι Σλάβοι κατ’ αρχήν λεηλάτησαν τις κατοικίες των γειτόνων τους Γραικών και κατόπιν πήγαν εναντίον της πόλεως των Πατρών.
Στην «Ιστορία της Βλαχίας», ο Μιχαήλ Καντακουζηνός σημειώνει: «Εις τον καιρόν της αυθεντείας του» Ραδέλ βόδα «πήραν οι Τούρκοι την Κωνσταντινούπολιν από τους Γραικούς.» Για τον Ράδελ βόδα Στριδά (1665) διαβάζουμε: «Υιός του Λέων βόδα, ζητημένος παρά των αρχόντων από την πόρτα, όστις αφού έλαβε την αυθεντείαν κ’ ήθεν στη Βλαχία, δεν εφύλαξε τα προνόμια του τόπου, αλλά φέρωντας Ρωμαίους πολλούς κοντά του, επροξενήθη μεγάλη επανάστασις κατά τε του αυθέντου και των Ρωμαίων έθνος».
Στο λεξικό του Δημητράκου (σ. 1689) βρίσκουμε ακόμη τους τύπους: γραικίζω= ομιλώ την ελληνικήν, ελληνίζω, γραικίζομαι= εξελληνίζομαι (εγραικίθησαν λέξεις), γραικικός -η -ο= ελληνικός, γραικίς η= Ελληνίς, Ελληνίδα, γραικιστής ο= ο γράφων ή ομιλών την απλήν ελληνικήν, τα γραικικά (ως αντίθετο δίνεται το αρχαϊστής), γραικιστί (επίρρ.)= ελληνιστί, στα (απλά) ελληνικά, κατά τον ελληνικόν τρόπον, γραικίτης ο= ο Γραικός, ο ελληνικός (γραικίταις πέπλοις), γραικολογιά η= το σύνολο των Ελλήνων, οι Έλληνες, ο Ελληνισμός (ο Ψυχάρης γράφει: «όλη η γραικολογιά που σήμερα σηκώνει ψηλά τη μύτη»· ως πρώτο συνθετικό, το γραικο– σχηματίζει διάφορα σύνθετα: Γραικοβάρβαρος, Γραικοβυζαντίνοι, Γραικογάλλοι, γραικογερμανικός, Γραικορρωμαίοι και άλλα.
Ο λόγιος και ιερέας Ηλίας Μηνιάτης, (1669-1714) ίσως ένας από τους ικανότερους ρήτορες της ορθοδοξίας, δεν αναφέρει μάλλον καθόλου τον όρο Γραικός, αντιπαραθέτει όμως τους Έλληνες και τους βαρβάρους: «Ο Θεός θέλει αδιαφόρως όλοι οι άνθρωποι να τον φυλάττωσι· δεν είναι άνθρωπος οπού να μην είναι χρεώστης να φυλάττη τον νόμο του Θεού. Έλληνες και βάρβαροι, ασεβείς και ορθόδοξοι, Ιουδαίοι και Χριστιανοί έχουσι το αυτό χρέος.»
Η λέξη «γραικός» ή διάφορα παράγωγα της, μαρτυρούνται και στη δημοτική ποίηση: «Βρε παιδιά Γραικόπουλα και Γρεβενιτόπουλα, γένεστε Τουρκόπουλα, να χαρείτε την Τουρκιά, τ’ άλογα τα γρήγορα, τα σπαθιά τα δαμασκιά; / – Βρε κυρά μου Τούρκισσα, κάλλιο γένε συ Ρωμιά, να χαρείς τη Λαμπριά, με τα κόκκινα τ’ αυγά.». Και αλλού: «Κι ο Καραΐσκος φώναξε, ψιλή φωνίτσα βγάζει· / Έλληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθείτε / και πάρ’ το γιούχα η Τουρκιά, κι έρθει και μας χαλάσει, / Σαν Έλληνες βαστάξετε και σαν Γραικοί σταθείτε.».
Όπως φαίνεται και στα προηγούμενα παραδείγματα, η ονομασία Γραικός σημαίνει τον Έλληνα και χρησιμοποιείται πολλές φορές αντί για το Έλληνες, που σήμαινε για κάποιο διάστημα τους “εθνικούς”, τους οπαδούς της παλαιάς ελληνικής θρησκείας, ανεξαρτήτως καταγωγής, τους “ειδωλολάτρες”, κατά την απαξιωτική έκφραση πολλών χριστιανών συγγραφέων. Σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, ο Γραικός ξεχώριζε από τον Έλληνα και ως προς την καταγωγή, αφού η κλασική αρχαία θρησκεία (δωδεκάθεο κλπ.) είχε πολλούς πιστούς και ιερείς που δεν ήταν “Έλληνες το γένος”. Η λέξη Έλληνας περνάει έτσι σε δεύτερη η τρίτη χρήση, ειδικά κατά την βυζαντινή περίοδο, αφού η πολεμική ρητορική των πατέρων της Εκκλησίας έχει συνδέσει τους Έλληνες με τους λεγόμενους εθνικούς. Εξάλλου, και η χρήση της λέξης Ρωμιός, η οποία εμφανίζεται μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, συμπεριλαμβάνει στο ποίμνιο το σύνολο των Ρωμαίων υπηκόων που ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, μαζί με αυτούς που είχαν ελληνική καταγωγή.
Το επίθετο γραικικός χρησιμοποιεί και ο Ψυχάρης στο περιβόητο «Ταξίδι» του: Γιὰ τοῦτο καὶ γὼ τρελλαίνουμαι γιὰ τὸν καλό μας τὸ γραικικὸ λαό. Ἔχω μάλιστα μιὰ ἰδέα· ἡ νέα μας φιλολογία θὰ βγῇ καμιὰ μέρα μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ. Ωστόσο, αλλού γράφει ότι το «ἔθνος τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἔξυπνο ἔθνος· μόνο στὸ ζήτημα τῆς γλώσσης εἶναι ποὺ τὰ μπερδέβει. Και λίγο παρακάτω: «Στὴν ἀρχή, − καθὼς τὸ κατάλαβαν ὅλοι σήμερα στὴν Ἑλλάδα, − ἡ γλῶσσα εἶταν ὁλογεμάτη ι· μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πρόφερναν τὸ ι, η, υ, ει, υι, καὶ τὸ οι. Τί ἔκαμε τότες ὁ Γραικός; Ἀπὸ τότες εἶταν ξυπνὸς καὶ πῆρε ἀπόφαση, γιὰ νἀποφύγῃ τὴ μονοτονία, νὰ βάζὴ κάπου ι, κάπου η, υ, ει υι, ἢ οι. ὁ πρῶτος Γραικὸς ποὺ ἄρχισε νὰ γράφῃ, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ξέρῃ μὲ τί τρόπο ἔπρεπε νὰ γράψῃ ὅσα ἄκουγε, ἀφοῦ ὅλα εἶχαν τὴν ἴδια προφορά. Ὕπαρχε λοιπὸ ἀλφάβητο, πρὶν γίνῃ γλῶσσα.»
Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (Marcus Tullius Cicero, 3 Ιανουαρίου 106 π.Χ. – 7 Δεκεμβρίου 43 π.Χ.). Ανάμεσα στα άλλα παρατσούκλια του (π.χ. Κικέρκουλος, δηλ. «Κικερούλης», Κικεράκιος και Κικερίσκος) μαρτυρείται και ο χαρακτηρισμός Γραίκουλος ή Γραίκος, προφανώς εξαιτίας της ελληνομάθειάς του.
Οι Γραικύλοι
Όποιος λοιπόν θέλει να εξετάσει σε κάπως μεγαλύτερο βάθος την ιστορική παρουσία του ελληνισμού πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ότι οι «Έλληνες» είναι λαός πανάρχαιος, όποιο περιεχόμενο κι αν δώσουμε στον όρο· επιπλέον, χρειάζεται να εξετάσει τις εσωτερικές, κοινωνικές ή «ταξικές» διαφοροποιήσεις του ίδιου λαού, όπως εμφανίστηκαν στο χώρο και τον χρόνο, από την εποχή του Ομήρου μέχρι τις μέρες μας. Παρά τη γενική εντύπωση που έχουμε σήμερα, οι Έλληνες υπήρξαν σχετικά πολυπληθής λαός για πολλούς αιώνες και έδρασαν στην ιστορία άλλοτε ως στοιχείο «ηγεμονικό» και άλλοτε ως στοιχείο «υποταγμένο» σε ξένους κυρίαρχους. (Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: ως προς τα δημογραφικά στοιχεία, οι Έλληνες της κλασικής περιόδου ήταν αναλογικά όσοι περίπου είναι και οι σημερινοί Αμερικανοί ή Ρώσοι – υπήρξαν δηλαδή, εκτός των άλλων, και “μεγάλη δύναμη” της εποχής, με ισχυρή και γεωγραφικά εκτεταμένη παρουσία, όπως και οι Ρωμαίοι αργότερα.) Ακόμα και τις περιόδους που ο Ελληνισμός διαβιούσε μέσα σε πολυεθνικά πολιτικά συγκροτήματα, έπαιξε σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό ρόλο.
Οι Γραικύλοι
Όποιος λοιπόν θέλει να εξετάσει σε κάπως μεγαλύτερο βάθος την ιστορική παρουσία του ελληνισμού πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ότι οι «Έλληνες» είναι λαός πανάρχαιος, όποιο περιεχόμενο κι αν δώσουμε στον όρο· επιπλέον, χρειάζεται να εξετάσει τις εσωτερικές, κοινωνικές ή «ταξικές» διαφοροποιήσεις του ίδιου λαού, όπως εμφανίστηκαν στο χώρο και τον χρόνο, από την εποχή του Ομήρου μέχρι τις μέρες μας. Παρά τη γενική εντύπωση που έχουμε σήμερα, οι Έλληνες υπήρξαν σχετικά πολυπληθής λαός για πολλούς αιώνες και έδρασαν στην ιστορία άλλοτε ως στοιχείο «ηγεμονικό» και άλλοτε ως στοιχείο «υποταγμένο» σε ξένους κυρίαρχους. (Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: ως προς τα δημογραφικά στοιχεία, οι Έλληνες της κλασικής περιόδου ήταν αναλογικά όσοι περίπου είναι και οι σημερινοί Αμερικανοί ή Ρώσοι – υπήρξαν δηλαδή, εκτός των άλλων, και “μεγάλη δύναμη” της εποχής, με ισχυρή και γεωγραφικά εκτεταμένη παρουσία, όπως και οι Ρωμαίοι αργότερα.) Ακόμα και τις περιόδους που ο Ελληνισμός διαβιούσε μέσα σε πολυεθνικά πολιτικά συγκροτήματα, έπαιξε σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό ρόλο.
Τα ελληνιστικά χρόνια, τα χρόνια του Βυζαντίου, καθώς και ολόκληρη η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας, φέρουν έντονα τα σημάδια της επιρροής των Ελλήνων· αρκεί προς το παρόν να θυμίσουμε ότι «διεθνής γλώσσα της εποχής» σε όλο το μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των ελληνιστικών βασιλείων είναι η λεγόμενη κοινή ελληνική. Άλλοι τοποθετούν τη λήξη της ελληνιστικής περιόδου στο 146 π.Χ. και άλλοι στο 30 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι καταλαμβάνουν και το τελευταίο ελληνιστικό κράτος των Πτολεμαίων. Η Ναυμαχία του Ακτίου (2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) ήταν η κρίσιμη αναμέτρηση ανάμεσα στον Οκταβιανό από τη μια πλευρά και τον Μάρκο Αντώνιο με το ναυτικό της Κλεοπάτρας από την άλλη – η σύγκρουση έληξε με νίκη του Οκταβιανού. Όπως και νάχει το πράγμα, την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ελλάδα (περ. 146 π.Χ.-330 μ.Χ.), εμφανίζεται και η λέξη Γραικύλος, ως περιφρονητική και υβριστική ονομασία για τους Έλληνες. [λόγ. < λατ. Graeculus < Graec(us) = Γραι κ(ός) -ulus = -ύλος] Σύμφωνα με τον καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας Δημήτρη Νικήτα, «ο ελληνικός χαρακτηρισμός «Γραικύλος» είναι απόδοση του λατινικού χαρακτηρισμού Graeculus, ο οποίος με τη σειρά του είναι υποκοριστικό του εθνικού ονόματος Graecus που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για τους Έλληνες. Το λατινικό υποκοριστικό μαρτυρείται σε πενήντα περίπου χωρία λατίνων συγγραφέων, από τα χρόνια του Κικέρωνα μέχρι σχεδόν τον 4ο αιώνα μ.Χ. Το ελληνικό υποκοριστικό, με εξαίρεση μια μαρτυρία του Δίωνος, δεν εντοπίζεται στην αρχαία ελληνική και στη βυζαντινή γραμματεία ως τον 10ο αιώνα.» Το όνομα Graeculus, μαζί με το όνομα Poenulus (= «Καρχηδονίσκος»), είναι τα μόνα υποκοριστικά εθνικών χαρακτηρισμών που περιέχει η λατινική γλώσσα. «Πατέρας» του επιθέτου (Graeculus) ήταν πιθανότατα ο Κικέρων· η λέξη αναφέρεται στο έργο του επανειλημμένα (16 φορές).
Έκτοτε, η λέξη Γραικύλος παίρνει διάφορες σημασίες, κατά κανόνα υβριστικές και απαξιωτικές. Σημαίνει λ.χ. τον τυχοδιώκτη χωρίς αρχές, αυτόν που κηρύσσει την εθελοδουλία, τον δόλιο και κουτοπόνηρο τύπο, τον πρόθυμο υποτακτικό των ξένων κατακτητών ή κυρίαρχων ή τον ξερόλα υποκριτή με ιδιοτελείς σκοπούς, τον Ελληνίσκο. Στην Κάλτσα της Νώενας, ένα μικρό σατυρικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ένας εξυπνάκιας νεαρός σπουδαστής χαρακτηρίζεται Γραικύλος: «Εἰς ἕνα ὅμιλον ἀντικρινὸν ἐκάθηντο τρεῖς λιμοκοντόροι. Οἱ δύο μόνον ἐφοροῦσαν στενά. Ὁ τρίτος, ἀμύστακος ἀκόμη, ἐφοροῦσε κομψὰ ρασάκια, καὶ εἶχε τὴν κοτσίδα του ὀπίσω δεμένην εἰς τὴν μέσην μὲ κορδέλαν. Ἴσως ἦτο Ριζαρείτης.» «Καὶ τὸ κάτω-κάτω, κύριε, ἐπέφερεν οἱονεὶ ἀποστρέφων τὸν λόγον πρὸς τὸν Ριζαρείτην, ἀφοῦ δὲν σ᾿ ἀρέσει, κύριε, ἡ Θρησκεία καὶ τὸ ἱερατικὸν στάδιον, διατί φορεῖς ράσα, καὶ διατί οἱ φιλόστοργοι γονεῖς σου σὲ στέλνουν νὰ φοιτᾷς εἰς τὴν Ριζάρειον; Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»
Ο Ρωμαίος Κικέρων θεωρεί πολλούς Έλληνες της εποχής του «ανάξιους απογόνους» των αρχαίων και τους στολίζει με διάφορα επίθετα: «Με βάζετε να απαντήσω σε μια ερωτησούλα, σαν να είμαι κανένας Γραικύλος, τεμπέλης και πολυλογάς και ίσως πολύξερος και πολυδιαβασμένος»· εντούτοις, αναγνωρίζει την αξία της κλασικής ελληνικής τέχνης και της παιδείας, όταν αναφέρεται σ’ έναν άλλο Ρωμαίο, τον Βέρρη, κατηγορώντας τον ουσιαστικά ως αμόρφωτο, αφού δε γνώριζε τα ελληνικά: «(Το άγαλμα της Σαπφούς) είχε έξοχη κατασκευή και στη βάση του έφερε χαραγμένο ένα καταπληκτικό επίγραμμα. Εκείνος ο πολύξερος και Γραικύλος (ο Βέρρης) που τάχα τα γροικάει αυτά σε βάθος και μόνος αυτός τα καταλαβαίνει δεν θα είχε αρπάξει το άγαλμα αυτό, αν γνώριζε έστω κι ένα γράμμα ελληνικό;»
Έκτοτε, η λέξη Γραικύλος παίρνει διάφορες σημασίες, κατά κανόνα υβριστικές και απαξιωτικές. Σημαίνει λ.χ. τον τυχοδιώκτη χωρίς αρχές, αυτόν που κηρύσσει την εθελοδουλία, τον δόλιο και κουτοπόνηρο τύπο, τον πρόθυμο υποτακτικό των ξένων κατακτητών ή κυρίαρχων ή τον ξερόλα υποκριτή με ιδιοτελείς σκοπούς, τον Ελληνίσκο. Στην Κάλτσα της Νώενας, ένα μικρό σατυρικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ένας εξυπνάκιας νεαρός σπουδαστής χαρακτηρίζεται Γραικύλος: «Εἰς ἕνα ὅμιλον ἀντικρινὸν ἐκάθηντο τρεῖς λιμοκοντόροι. Οἱ δύο μόνον ἐφοροῦσαν στενά. Ὁ τρίτος, ἀμύστακος ἀκόμη, ἐφοροῦσε κομψὰ ρασάκια, καὶ εἶχε τὴν κοτσίδα του ὀπίσω δεμένην εἰς τὴν μέσην μὲ κορδέλαν. Ἴσως ἦτο Ριζαρείτης.» «Καὶ τὸ κάτω-κάτω, κύριε, ἐπέφερεν οἱονεὶ ἀποστρέφων τὸν λόγον πρὸς τὸν Ριζαρείτην, ἀφοῦ δὲν σ᾿ ἀρέσει, κύριε, ἡ Θρησκεία καὶ τὸ ἱερατικὸν στάδιον, διατί φορεῖς ράσα, καὶ διατί οἱ φιλόστοργοι γονεῖς σου σὲ στέλνουν νὰ φοιτᾷς εἰς τὴν Ριζάρειον; Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»
Ο Ρωμαίος Κικέρων θεωρεί πολλούς Έλληνες της εποχής του «ανάξιους απογόνους» των αρχαίων και τους στολίζει με διάφορα επίθετα: «Με βάζετε να απαντήσω σε μια ερωτησούλα, σαν να είμαι κανένας Γραικύλος, τεμπέλης και πολυλογάς και ίσως πολύξερος και πολυδιαβασμένος»· εντούτοις, αναγνωρίζει την αξία της κλασικής ελληνικής τέχνης και της παιδείας, όταν αναφέρεται σ’ έναν άλλο Ρωμαίο, τον Βέρρη, κατηγορώντας τον ουσιαστικά ως αμόρφωτο, αφού δε γνώριζε τα ελληνικά: «(Το άγαλμα της Σαπφούς) είχε έξοχη κατασκευή και στη βάση του έφερε χαραγμένο ένα καταπληκτικό επίγραμμα. Εκείνος ο πολύξερος και Γραικύλος (ο Βέρρης) που τάχα τα γροικάει αυτά σε βάθος και μόνος αυτός τα καταλαβαίνει δεν θα είχε αρπάξει το άγαλμα αυτό, αν γνώριζε έστω κι ένα γράμμα ελληνικό;»
ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ , ΓΡΑΙΚΟΣ , ΡΩΜΙΟΣ , ΕΛΛΗΝΑΣ ,ΕΘΝΙΚΟΣ ,ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ,...ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ , ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ , ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφή