ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.3.13–1.3.18
Πρόταση για παράταση της επίσκεψης του Κύρου στη Μηδία – Αιτιολόγηση της αποδοχής της
Μέχρι τα δώδεκα χρόνια του ο Κύρος ανατράφηκε με τις περσικές συνήθειες. Τότε επισκέφτηκε για πρώτη φορά τον παππού του από την πλευρά της μητέρας του Μανδάνης, τον βασιλιά των Μήδων Αστυάγη, και ήρθε σε επαφή με τις συνήθειες της μηδικής αυλής (την πολυτέλεια και εκζήτηση στον τρόπο ένδυσης, τις πρωτόγνωρες γαστριμαργικές απολαύσεις, τον απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης).
[1.3.13] Ἐπεὶ δὲ ἡ Μανδάνη παρεσκευάζετο ὡς ἀπιοῦσα πάλιν
πρὸς τὸν ἄνδρα, ἐδεῖτο αὐτῆς ὁ Ἀστυάγης καταλιπεῖν τὸν
Κῦρον. ἡ δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι βούλοιτο μὲν ἅπαντα τῷ πατρὶ
χαρίζεσθαι, ἄκοντα μέντοι τὸν παῖδα χαλεπὸν εἶναι νομίζειν
καταλιπεῖν. ἔνθα δὴ ὁ Ἀστυάγης λέγει πρὸς τὸν Κῦρον·
[1.3.14] Ὦ παῖ, ἢν μένῃς παρ’ ἐμοί, πρῶτον μὲν τῆς παρ’ ἐμὲ
εἰσόδου σοι οὐ Σάκας ἄρξει, ἀλλ’ ὁπόταν βούλῃ εἰσιέναι ὡς
ἐμέ, ἐπὶ σοὶ ἔσται· καὶ χάριν σοι εἴσομαι ὅσῳ ἂν πλεονάκις
εἰσίῃς ὡς ἐμέ. ἔπειτα δὲ ἵπποις τοῖς ἐμοῖς χρήσῃ καὶ ἄλλοις
ὁπόσοις ἂν βούλῃ, καὶ ὁπόταν ἀπίῃς, ἔχων ἄπει οὓς ἂν
αὐτὸς ἐθέλῃς. ἔπειτα δὲ ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ μετρίως σοι
δοκοῦν ἔχειν ὁποίαν βούλει ὁδὸν πορεύσῃ. ἔπειτα τά τε νῦν
ἐν τῷ παραδείσῳ θηρία δίδωμί σοι καὶ ἄλλα παντοδαπὰ
συλλέξω, ἃ σὺ ἐπειδὰν τάχιστα ἱππεύειν μάθῃς, διώξῃ, καὶ
τοξεύων καὶ ἀκοντίζων καταβαλεῖς ὥσπερ οἱ μεγάλοι ἄνδρες.
καὶ παῖδας δέ σοι ἐγὼ συμπαίστορας παρέξω, καὶ ἄλλα
ὁπόσα ἂν βούλῃ λέγων πρὸς ἐμὲ οὐκ ἀτυχήσεις. [1.3.15] ἐπεὶ ταῦτα
εἶπεν ὁ Ἀστυάγης, ἡ μήτηρ διηρώτα τὸν Κῦρον πότερον
βούλοιτο μένειν ἢ ἀπιέναι. ὁ δὲ οὐκ ἐμέλλησεν, ἀλλὰ ταχὺ
εἶπεν ὅτι μένειν βούλοιτο. ἐπερωτηθεὶς δὲ πάλιν ὑπὸ τῆς
μητρὸς διὰ τί εἰπεῖν λέγεται· Ὅτι οἴκοι μὲν τῶν ἡλίκων καὶ
εἰμὶ καὶ δοκῶ κράτιστος εἶναι, ὦ μῆτερ, καὶ ἀκοντίζων καὶ
τοξεύων, ἐνταῦθα δὲ οἶδ’ ὅτι ἱππεύων ἥττων εἰμὶ τῶν ἡλίκων·
καὶ τοῦτο εὖ ἴσθι, ὦ μῆτερ, ἔφη, ὅτι ἐμὲ πάνυ ἀνιᾷ. ἢν δέ
με καταλίπῃς ἐνθάδε καὶ μάθω ἱππεύειν, ὅταν μὲν ἐν Πέρσαις
ὦ, οἶμαί σοι ἐκείνους τοὺς ἀγαθοὺς τὰ πεζικὰ ῥᾳδίως νική-
σειν, ὅταν δ’ εἰς Μήδους ἔλθω, ἐνθάδε πειράσομαι τῷ πάππῳ
ἀγαθῶν ἱππέων κράτιστος ὢν ἱππεὺς συμμαχεῖν αὐτῷ. τὴν
δὲ μητέρα εἰπεῖν· [1.3.16] Τὴν δὲ δικαιοσύνην, ὦ παῖ, πῶς μαθήσῃ
ἐνθάδε ἐκεῖ ὄντων σοι τῶν διδασκάλων; καὶ τὸν Κῦρον φά-
ναι· Ἀλλ’, ὦ μῆτερ, ἀκριβῶς ταῦτά γε οἶδα. Πῶς σὺ
οἶσθα; τὴν Μανδάνην εἰπεῖν. Ὅτι, φάναι, ὁ διδάσκαλός
με ὡς ἤδη ἀκριβοῦντα τὴν δικαιοσύνην καὶ ἄλλοις καθίστη
δικάζειν. καὶ τοίνυν, φάναι, ἐπὶ μιᾷ ποτε δίκῃ πληγὰς
ἔλαβον ὡς οὐκ ὀρθῶς δικάσας. [1.3.17] ἦν δὲ ἡ δίκη τοιαύτη. παῖς
μέγας μικρὸν ἔχων χιτῶνα παῖδα μικρὸν μέγαν ἔχοντα
χιτῶνα ἐκδύσας αὐτὸν τὸν μὲν ἑαυτοῦ ἐκεῖνον ἠμφίεσε, τὸν
δ’ ἐκείνου αὐτὸς ἐνέδυ. ἐγὼ οὖν τούτοις δικάζων ἔγνων
βέλτιον εἶναι ἀμφοτέροις τὸν ἁρμόττοντα ἑκάτερον χιτῶνα
ἔχειν. ἐν τούτῳ δή με ἔπαισεν ὁ διδάσκαλος, λέξας ὅτι
ὁπότε μὲν τοῦ ἁρμόττοντος εἴην κριτής, οὕτω δέοι ποιεῖν,
ὁπότε δὲ κρῖναι δέοι ποτέρου ὁ χιτὼν εἴη, τοῦτ’ ἔφη σκε-
πτέον εἶναι τίς κτῆσις δικαία ἐστί, πότερα τὸ βίᾳ ἀφελόμενον
ἔχειν ἢ τὸ ποιησάμενον ἢ πριάμενον κεκτῆσθαι· ἐπεὶ δὲ [ἔφη]
τὸ μὲν νόμιμον δίκαιον εἶναι, τὸ δὲ ἄνομον βίαιον, σὺν τῷ
νόμῳ ἐκέλευεν ἀεὶ τὸν δικαστὴν τὴν ψῆφον τίθεσθαι. οὕτως
ἐγώ σοι, ὦ μῆτερ, τά γε δίκαια παντάπασιν ἤδη ἀκριβῶ· ἢν
δέ τι ἄρα προσδέωμαι, ὁ πάππος με, ἔφη, οὗτος ἐπιδιδάξει.
[1.3.18] Ἀλλ’ οὐ ταὐτά, ἔφη, ὦ παῖ, παρὰ τῷ πάππῳ καὶ ἐν Πέρσαις
δίκαια ὁμολογεῖται. οὗτος μὲν γὰρ τῶν ἐν Μήδοις πάντων
ἑαυτὸν δεσπότην πεποίηκεν, ἐν Πέρσαις δὲ τὸ ἴσον ἔχειν
δίκαιον νομίζεται. καὶ ὁ σὸς πρῶτος πατὴρ τὰ τεταγμένα
μὲν ποιεῖ τῇ πόλει, τὰ τεταγμένα δὲ λαμβάνει, μέτρον δὲ
αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχὴ ἀλλ’ ὁ νόμος ἐστίν. ὅπως οὖν μὴ ἀπολῇ
μαστιγούμενος, ἐπειδὰν οἴκοι ᾖς, ἂν παρὰ τούτου μαθὼν
ἥκῃς ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τυραννικόν, ἐν ᾧ ἐστι τὸ πλέον
οἴεσθαι χρῆναι πάντων ἔχειν. Ἀλλ’ ὅ γε σὸς πατήρ, εἶπεν
ὁ Κῦρος, δεινότερός ἐστιν, ὦ μῆτερ, διδάσκειν μεῖον ἢ πλέον
ἔχειν· ἢ οὐχ ὁρᾷς, ἔφη, ὅτι καὶ Μήδους ἅπαντας δεδίδαχεν
αὑτοῦ μεῖον ἔχειν; ὥστε θάρρει, ὡς ὅ γε σὸς πατὴρ οὔτ’
ἄλλον οὐδένα οὔτ’ ἐμὲ πλεονεκτεῖν μαθόντα ἀποπέμψει.
***
Όταν η Μανδάνη ετοιμαζότανε να γυρίση πάλι στον άντρα της, την παρακαλούσε ο Αστυάγης να αφήση τον Κύρο. Εκείνη είπε πως επιθυμούσε να κάμη κάθε χάρη στον πατέρα της, μα το θεωρεί δύσκολο να αφήση το γυιο της χωρίς τη θέλησή του. Τότε ο Αστυάγης λέει στον Κύρο: Αν, παιδί μου, μείνης κοντά μου, πρώτα πρώτα ο Σάκας δεν θα έχη δικαίωμα να σε εμποδίζη να έρχεσαι πλησίον μου, αλλά στη διάθεσή σου θα είναι να έρχεσαι να με συναντάς, όταν θέλης∙ και χάρη θα σου γνωρίζω όσο περισσότερο έρχεσαι πλησίον μου. Ύστερα να έχης στη διάθεσή σου τα άλογά μου, και όσα άλλα θέλεις και όταν αναχώρησης, θα πάρης μαζί σου όσα θέλεις. Και όσον αφορά το φαΐ, θα βαδίσης όποιον δρόμο θέλεις για να φτάσης στο μέτριο που προτιμάς. Έπειτα και τα ζώα που υπάρχουν τώρα στο βασιλικό κήπο, θα σου τα χαρίσω, και άλλα κάθε λογής θα μαζέψω, και μόλις μάθης να ιππεύης, θα τα κυνηγάς, και θα σκοτώνεις με το τόξο και με το κοντάρι, όπως κάνουν οι μεγάλοι. Και παιδιά θα σου δώσω να παίζης μαζί τους, και όσα άλλα επιθυμείς, μόλις μου τα πης, θα τα έχης αμέσως. Μόλις είπε αυτά ο Αστυάγης, ή μητέρα του ρωτούσε τον Κύρο, αν θέλη να μείνη κοντά στον πάππο του, ή να γυρίση στην Περσία. Ο Κύρος αμέσως χωρίς να χάση καιρό απάντησε πως επιθυμεί να μείνη. Και όταν και πάλι ρωτήθηκε από τη μητέρα του γιατί θέλει να μείνη, απάντησε: Γιατί στην πατρίδα μου είμαι και θεωρούμαι, μητέρα μου, ανώτερος από όλους τούς συνομηλίκους μου στο κοντάρι και το τόξο, εδώ όμως ξέρω πως είμαι κατώτερο από τους συνομηλίκους μου στην ιππασία· και τούτο, γνώριζε, μητέρα μου, πολύ με στενοχωρεί. Αν όμως μ' αφήσης εδώ, και μάθω ιππασία, όταν βρίσκωμαι στην Περσία, νομίζω πως θα σου νικήσω εύκολα εκείνους τους περίφημους πεζομάχους, και όταν γυρίσω στη Μηδία, θα προσπαθήσω εδώ χάριν του πάππου μου να βοηθώ αυτόν, γιατί θα είμαι ο πιο καλός από όλους τους ιππείς. Η μητέρα του απάντησε: Τη δικαιοσύνη όμως, παιδί μου, πώς θα τη μάθεις εδώ, αφού εκεί είναι οι δάσκαλοί σου; Και ο Κύρος της είπε: Μα, μητέρα μου, αυτή την ξέρω στην εντέλεια. Πώς την ξέρεις; ρώτησε η Μανδάνη. Ο δάσκαλός μου, είπε ο Κύρος, μ' έβαζε να δικάζω επειδή τελείως ήξερα τη δικαιοσύνη. Και κάποτε σε μια δίκη τιμωρήθηκα, γιατί δεν έβγαλα δίκαιη απόφαση. Η δίκη ήτο η έξης. Ένα μεγάλο παιδί έχοντας μικρό φόρεμα επήρε το φόρεμα ενός μικρού παιδιού που είχε μεγάλο φόρεμα, και έδωσε το δικό του στο μικρό παιδί, και αυτό επήρε και φόρεσε το φόρεμα του άλλου. Εγώ λοιπόν διωρίστηκα δικαστής στην υπόθεση αυτή, και έκρινα πως είναι καλύτερο και για τα δυο παιδιά να έχη καθένα το φόρεμα που ταιριάζει στο σώμα του. Γι' αυτή την απόφασή μου με έδειρε ο δάσκαλός μου και μου είπε ότι, αν διωριζόμουν να κρίνω σε ποιον ταιριάζει καλύτερα καθένα από τα δυο φορέματα, αυτή την απόφαση έπρεπε να βγάλω, αφού όμως με διώρισαν να αποφασίσω σε ποιον ανήκε κάθε φόρεμα, έπρεπε τούτο να σκεφθώ, μου είπε ο δάσκαλος, ποιος είναι δίκαιο να το έχη, εκείνος που με τη βία το άρπαξε από τον άλλο, ή εκείνος που το έφτιασε ή το αγόρασε; Και επειδή, είπε ο δάσκαλος, εκείνο που είναι σύμφωνο με το νόμο είναι δίκαιο, και εκείνο που δεν είναι σύμφωνο με το νόμο είναι αρπαγή και βία, μου υπεδείκνυε πως ο δικαστής πρέπει να βγάζη την απόφασή του σύμφωνα με τους νόμους. Έτσι, μητέρα μου, εγώ πια γνωρίζω στην εντέλεια τη δικαιοσύνη. Αν όμως έχω καμμιά έλλειψη στο ζήτημα αυτό, ο πάππος μου θα με διδάξη. Μα ο πάππος σου και οι Πέρσαι, είπε η Μανδάνη, δεν έχουν την ίδια γνώμη σε όσα αφορούν το δίκαιο. Γιατί αυτός εδώ ο πάππος σου εξουσιάζει όλα όσα υπάρχουν στη Μηδία, ενώ στην Περσία όλοι έχουν ίσα δικαιώματα. Και πρώτα ο πατέρας σου εκτελεί όσα το κράτος διατάζει, και παίρνει όσα προσδιορίζει το κράτος, και τις πράξεις του δεν τις κανονίζει η θέλησή του, μα ο νόμος. Πρόσεξε λοιπόν να μα χαθής από το πολύ ξύλο, όταν γυρίσης στην πατρίδα σου, αν έρθης στην Περσία έχοντας μάθει από τον πάππο σου τα φερσίματα των τυράννων, αντί να διδαχτής τα καθήκοντα του βασιλιά, γιατί οι απόλυτοι μονάρχες νομίζουν πως πρέπει νάχουν περισσότερα δικαιώματα από όλους τους άλλους. Μα ο πατέρας σου βέβαια, μητέρα μου, είπε ο Κύρος, είναι ικανώτερος να διδάξει τους άλλους να έχουν ολιγώτερα δικαιώματα, από όσο είναι ικανός να τους διδάξη να έχουν περισσότερα∙ ή δε βλέπεις, είπε, πως και τους Μήδους όλους έχει διδάξει να έχουν λιγώτερα δικαιώματα απ' αυτόν; Ώστε μη αμφιβάλλης πως ο πατέρας σου τουλάχιστον ούτε άλλον κανένα ούτε εμένα θα στείλη πίσω στην πατρίδα μου, έχοντάς με μάθει να θέλω περισσότερα από αυτόν.
Όταν η Μανδάνη ετοιμαζότανε να γυρίση πάλι στον άντρα της, την παρακαλούσε ο Αστυάγης να αφήση τον Κύρο. Εκείνη είπε πως επιθυμούσε να κάμη κάθε χάρη στον πατέρα της, μα το θεωρεί δύσκολο να αφήση το γυιο της χωρίς τη θέλησή του. Τότε ο Αστυάγης λέει στον Κύρο: Αν, παιδί μου, μείνης κοντά μου, πρώτα πρώτα ο Σάκας δεν θα έχη δικαίωμα να σε εμποδίζη να έρχεσαι πλησίον μου, αλλά στη διάθεσή σου θα είναι να έρχεσαι να με συναντάς, όταν θέλης∙ και χάρη θα σου γνωρίζω όσο περισσότερο έρχεσαι πλησίον μου. Ύστερα να έχης στη διάθεσή σου τα άλογά μου, και όσα άλλα θέλεις και όταν αναχώρησης, θα πάρης μαζί σου όσα θέλεις. Και όσον αφορά το φαΐ, θα βαδίσης όποιον δρόμο θέλεις για να φτάσης στο μέτριο που προτιμάς. Έπειτα και τα ζώα που υπάρχουν τώρα στο βασιλικό κήπο, θα σου τα χαρίσω, και άλλα κάθε λογής θα μαζέψω, και μόλις μάθης να ιππεύης, θα τα κυνηγάς, και θα σκοτώνεις με το τόξο και με το κοντάρι, όπως κάνουν οι μεγάλοι. Και παιδιά θα σου δώσω να παίζης μαζί τους, και όσα άλλα επιθυμείς, μόλις μου τα πης, θα τα έχης αμέσως. Μόλις είπε αυτά ο Αστυάγης, ή μητέρα του ρωτούσε τον Κύρο, αν θέλη να μείνη κοντά στον πάππο του, ή να γυρίση στην Περσία. Ο Κύρος αμέσως χωρίς να χάση καιρό απάντησε πως επιθυμεί να μείνη. Και όταν και πάλι ρωτήθηκε από τη μητέρα του γιατί θέλει να μείνη, απάντησε: Γιατί στην πατρίδα μου είμαι και θεωρούμαι, μητέρα μου, ανώτερος από όλους τούς συνομηλίκους μου στο κοντάρι και το τόξο, εδώ όμως ξέρω πως είμαι κατώτερο από τους συνομηλίκους μου στην ιππασία· και τούτο, γνώριζε, μητέρα μου, πολύ με στενοχωρεί. Αν όμως μ' αφήσης εδώ, και μάθω ιππασία, όταν βρίσκωμαι στην Περσία, νομίζω πως θα σου νικήσω εύκολα εκείνους τους περίφημους πεζομάχους, και όταν γυρίσω στη Μηδία, θα προσπαθήσω εδώ χάριν του πάππου μου να βοηθώ αυτόν, γιατί θα είμαι ο πιο καλός από όλους τους ιππείς. Η μητέρα του απάντησε: Τη δικαιοσύνη όμως, παιδί μου, πώς θα τη μάθεις εδώ, αφού εκεί είναι οι δάσκαλοί σου; Και ο Κύρος της είπε: Μα, μητέρα μου, αυτή την ξέρω στην εντέλεια. Πώς την ξέρεις; ρώτησε η Μανδάνη. Ο δάσκαλός μου, είπε ο Κύρος, μ' έβαζε να δικάζω επειδή τελείως ήξερα τη δικαιοσύνη. Και κάποτε σε μια δίκη τιμωρήθηκα, γιατί δεν έβγαλα δίκαιη απόφαση. Η δίκη ήτο η έξης. Ένα μεγάλο παιδί έχοντας μικρό φόρεμα επήρε το φόρεμα ενός μικρού παιδιού που είχε μεγάλο φόρεμα, και έδωσε το δικό του στο μικρό παιδί, και αυτό επήρε και φόρεσε το φόρεμα του άλλου. Εγώ λοιπόν διωρίστηκα δικαστής στην υπόθεση αυτή, και έκρινα πως είναι καλύτερο και για τα δυο παιδιά να έχη καθένα το φόρεμα που ταιριάζει στο σώμα του. Γι' αυτή την απόφασή μου με έδειρε ο δάσκαλός μου και μου είπε ότι, αν διωριζόμουν να κρίνω σε ποιον ταιριάζει καλύτερα καθένα από τα δυο φορέματα, αυτή την απόφαση έπρεπε να βγάλω, αφού όμως με διώρισαν να αποφασίσω σε ποιον ανήκε κάθε φόρεμα, έπρεπε τούτο να σκεφθώ, μου είπε ο δάσκαλος, ποιος είναι δίκαιο να το έχη, εκείνος που με τη βία το άρπαξε από τον άλλο, ή εκείνος που το έφτιασε ή το αγόρασε; Και επειδή, είπε ο δάσκαλος, εκείνο που είναι σύμφωνο με το νόμο είναι δίκαιο, και εκείνο που δεν είναι σύμφωνο με το νόμο είναι αρπαγή και βία, μου υπεδείκνυε πως ο δικαστής πρέπει να βγάζη την απόφασή του σύμφωνα με τους νόμους. Έτσι, μητέρα μου, εγώ πια γνωρίζω στην εντέλεια τη δικαιοσύνη. Αν όμως έχω καμμιά έλλειψη στο ζήτημα αυτό, ο πάππος μου θα με διδάξη. Μα ο πάππος σου και οι Πέρσαι, είπε η Μανδάνη, δεν έχουν την ίδια γνώμη σε όσα αφορούν το δίκαιο. Γιατί αυτός εδώ ο πάππος σου εξουσιάζει όλα όσα υπάρχουν στη Μηδία, ενώ στην Περσία όλοι έχουν ίσα δικαιώματα. Και πρώτα ο πατέρας σου εκτελεί όσα το κράτος διατάζει, και παίρνει όσα προσδιορίζει το κράτος, και τις πράξεις του δεν τις κανονίζει η θέλησή του, μα ο νόμος. Πρόσεξε λοιπόν να μα χαθής από το πολύ ξύλο, όταν γυρίσης στην πατρίδα σου, αν έρθης στην Περσία έχοντας μάθει από τον πάππο σου τα φερσίματα των τυράννων, αντί να διδαχτής τα καθήκοντα του βασιλιά, γιατί οι απόλυτοι μονάρχες νομίζουν πως πρέπει νάχουν περισσότερα δικαιώματα από όλους τους άλλους. Μα ο πατέρας σου βέβαια, μητέρα μου, είπε ο Κύρος, είναι ικανώτερος να διδάξει τους άλλους να έχουν ολιγώτερα δικαιώματα, από όσο είναι ικανός να τους διδάξη να έχουν περισσότερα∙ ή δε βλέπεις, είπε, πως και τους Μήδους όλους έχει διδάξει να έχουν λιγώτερα δικαιώματα απ' αυτόν; Ώστε μη αμφιβάλλης πως ο πατέρας σου τουλάχιστον ούτε άλλον κανένα ούτε εμένα θα στείλη πίσω στην πατρίδα μου, έχοντάς με μάθει να θέλω περισσότερα από αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου