ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.25–1.4.26
Η αναχώρηση από τη Μηδία
Στο διάστημα που έμεινε κοντά στον παππού του Αστυάγη, ο Κύρος φανέρωσε τα πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα, ιδίως όταν τον βοήθησε να αντιμετωπίσει κάποιους Ασσυρίους, που κυνηγώντας είχαν εισέλθει στη μηδική επικράτεια.
[1.4.25] Ἐν μὲν δὴ Μήδοις ταῦτα ἐγεγένητο, καὶ οἵ τε ἄλλοι
πάντες τὸν Κῦρον διὰ στόματος εἶχον καὶ ἐν λόγῳ καὶ ἐν
ᾠδαῖς, ὅ τε Ἀστυάγης καὶ πρόσθεν τιμῶν αὐτὸν τότε
ὑπερεξεπέπληκτο ἐπ’ αὐτῷ. Καμβύσης δὲ ὁ τοῦ Κύρου
πατὴρ ἥδετο μὲν πυνθανόμενος ταῦτα, ἐπεὶ δ’ ἤκουσεν ἔργα
ἀνδρὸς ἤδη διαχειριζόμενον τὸν Κῦρον, ἀπεκάλει δή, ὅπως
τὰ ἐν Πέρσαις ἐπιχώρια ἐπιτελοίη. καὶ ὁ Κῦρος δὲ ἐνταῦθα
λέγεται εἰπεῖν ὅτι ἀπιέναι βούλοιτο, μὴ ὁ πατήρ τι ἄχθοιτο
καὶ ἡ πόλις μέμφοιτο. καὶ τῷ Ἀστυάγει δὲ ἐδόκει εἶναι
ἀναγκαῖον ἀποπέμπειν αὐτόν. ἔνθα δὴ ἵππους τε αὐτῷ
δοὺς οὓς αὐτὸς ἐπεθύμει λαβεῖν καὶ ἄλλα συσκευάσας πολλὰ
ἔπεμπε καὶ διὰ τὸ φιλεῖν αὐτὸν καὶ ἅμα ἐλπίδας ἔχων
μεγάλας ἐν αὐτῷ ἄνδρα ἔσεσθαι ἱκανὸν καὶ φίλους ὠφελεῖν
καὶ ἐχθροὺς ἀνιᾶν. ἀπιόντα δὲ τὸν Κῦρον προὔπεμπον
πάντες [καὶ παῖδες] καὶ ἥλικες καὶ ἄνδρες καὶ γέροντες ἐφ’
ἵππων καὶ Ἀστυάγης αὐτός, καὶ οὐδένα ἔφασαν ὅντιν’ οὐ
δακρύοντ’ ἀποστρέφεσθαι. [1.4.26] καὶ Κῦρον δὲ αὐτὸν λέγεται
σὺν πολλοῖς δακρύοις ἀποχωρῆσαι. πολλὰ δὲ δῶρα δια-
δοῦναί φασιν αὐτὸν τοῖς ἡλικιώταις ὧν Ἀστυάγης αὐτῷ
ἐδεδώκει, τέλος δὲ καὶ ἣν εἶχε στολὴν τὴν Μηδικὴν ἐκδύντα
δοῦναί τινι, δηλοῦνθ’ ὅτι τοῦτον μάλιστα ἠσπάζετο. τοὺς
μέντοι λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα λέγεται Ἀστυάγει
ἀπενεγκεῖν, Ἀστυάγην δὲ δεξάμενον Κύρῳ ἀποπέμψαι, τὸν
δὲ πάλιν τε ἀποπέμψαι εἰς Μήδους καὶ εἰπεῖν· Εἰ βούλει,
ὦ πάππε, ἐμὲ καὶ πάλιν ἰέναι ὡς σὲ μὴ αἰσχυνόμενον, ἔα
ἔχειν εἴ τῳ τι ἐγὼ δέδωκα· Ἀστυάγην δὲ ταῦτα ἀκούσαντα
ποιῆσαι ὥσπερ Κῦρος ἐπέστειλεν.
***
Αυτά λοιπόν έγιναν στη Μηδία, και όλοι μιλούσαν για τον Κύρο και στις συζητήσεις τους και στα τραγούδια τους, και ο Αστυάγης μολονότι τον τιμούσε και πρωτύτερα, τότε είχε υπερβολικά εκπλαγή για τις πράξεις του. Ο Καμβύσης ο πατέρας του Κύρου έχαιρε μεν μαθαίνοντας αυτά για το γυιο του, όταν όμως επληροφορήθηκε πως ο Κύρος εκτελεί πια έργα ανδρός, τον ανακάλεσε για να ασχολείται με κείνα που συνηθίζονται στην Περσία. Και ο Κύρος τότε λένε πως είπε ότι επιθυμεί να επιστρέψη στην Περσία για να μη στενοχωρηθή ο πατέρας του, και να μη τον κατηγορήσουν οι συμπολίτες του. Και ο Αστυάγης έκρινε πως πρέπει να τον στείλη στην πατρίδα του. Τότε λοιπόν του έδωσε όσα άλογα ήθελε να πάρη μαζί του, ετοίμασε γι' αυτόν και πολλά άλλα πράγματα, και τον έστειλε στην πατρίδα του, και γιατί τον αγαπούσε και γιατί είχε μεγάλες ελπίδες πως ο Κύρος θα γίνη άξιος και τους φίλους να ωφελή και τους εχθρούς να βλάπτη. Όταν ο Κύρος ανεχώρησε για την πατρίδα του, τον συνώδευαν για να τον αποχαιρετήσουν όλοι οι συνομήλικοι φίλοι του, και άντρες και γέροντες έφιπποι, και ο ίδιος ο Αστυάγης, και λένε πως όλοι γύρισαν δακρυσμένοι. Και ο Κύρος λένε πως δακρυσμένος ανεχώρησε. Λένε ακόμη ότι πολλά δώρα, από εκείνα που του έδωσε ο Αστυάγης, έδωσε στους συνομηλίκους του και ότι έβγαλε το Μηδικό φόρεμα που φορούσε, και τόδωσε σε κάποιον φανερό∙ είναι πως το έδωσε σε κείνον που αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους. Όσοι όμως πήρανε τα δώρα του Κύρου, λένε πως τα φέρανε στον Αστυάγη, και πως τα δέχτηκε και τα έστειλε στον Κύρο, και ότι ο Κύρος τα έστειλε πάλι στη Μηδία με την παραγγελία την εξής: Αν, πάππο μου, θέλης να έλθω πάλι στη Μηδία χωρίς να ντρέπωμαι, άφησε να έχη καθένας ό,τι του δώρησα. Ο Αστυάγης έκαμε όσα ο Κύρος του παράγγειλε.
Αυτά λοιπόν έγιναν στη Μηδία, και όλοι μιλούσαν για τον Κύρο και στις συζητήσεις τους και στα τραγούδια τους, και ο Αστυάγης μολονότι τον τιμούσε και πρωτύτερα, τότε είχε υπερβολικά εκπλαγή για τις πράξεις του. Ο Καμβύσης ο πατέρας του Κύρου έχαιρε μεν μαθαίνοντας αυτά για το γυιο του, όταν όμως επληροφορήθηκε πως ο Κύρος εκτελεί πια έργα ανδρός, τον ανακάλεσε για να ασχολείται με κείνα που συνηθίζονται στην Περσία. Και ο Κύρος τότε λένε πως είπε ότι επιθυμεί να επιστρέψη στην Περσία για να μη στενοχωρηθή ο πατέρας του, και να μη τον κατηγορήσουν οι συμπολίτες του. Και ο Αστυάγης έκρινε πως πρέπει να τον στείλη στην πατρίδα του. Τότε λοιπόν του έδωσε όσα άλογα ήθελε να πάρη μαζί του, ετοίμασε γι' αυτόν και πολλά άλλα πράγματα, και τον έστειλε στην πατρίδα του, και γιατί τον αγαπούσε και γιατί είχε μεγάλες ελπίδες πως ο Κύρος θα γίνη άξιος και τους φίλους να ωφελή και τους εχθρούς να βλάπτη. Όταν ο Κύρος ανεχώρησε για την πατρίδα του, τον συνώδευαν για να τον αποχαιρετήσουν όλοι οι συνομήλικοι φίλοι του, και άντρες και γέροντες έφιπποι, και ο ίδιος ο Αστυάγης, και λένε πως όλοι γύρισαν δακρυσμένοι. Και ο Κύρος λένε πως δακρυσμένος ανεχώρησε. Λένε ακόμη ότι πολλά δώρα, από εκείνα που του έδωσε ο Αστυάγης, έδωσε στους συνομηλίκους του και ότι έβγαλε το Μηδικό φόρεμα που φορούσε, και τόδωσε σε κάποιον φανερό∙ είναι πως το έδωσε σε κείνον που αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους. Όσοι όμως πήρανε τα δώρα του Κύρου, λένε πως τα φέρανε στον Αστυάγη, και πως τα δέχτηκε και τα έστειλε στον Κύρο, και ότι ο Κύρος τα έστειλε πάλι στη Μηδία με την παραγγελία την εξής: Αν, πάππο μου, θέλης να έλθω πάλι στη Μηδία χωρίς να ντρέπωμαι, άφησε να έχη καθένας ό,τι του δώρησα. Ο Αστυάγης έκαμε όσα ο Κύρος του παράγγειλε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου