ΛΥΣ 12.92–100
Προσφώνηση προς τους ολιγαρχικούς και τους δημοκρατικούς δικαστές –Ἐπίλογος: Το χρέος απέναντι στα θύματα των Τριάκοντα
Πλησιάζοντας στο τέλος του λόγου του, ο ρήτορας αιτιολόγησε την πρότασή του για θανατική καταδίκη του κατηγορουμένου και προσπάθησε να μεταπείσει τους δικαστές που σκόπευαν να ψηφίσουν για την αθώωσή του. Και συνεχίζει:
[92] Βούλομαι δὲ ὀλίγα ἑκατέρους ἀναμνήσας καταβαίνειν,
τούς τε ἐξ ἄστεως καὶ τοὺς ἐκ Πειραιῶς, ἵνα τὰς ὑμῖν διὰ
τούτων γεγενημένας συμφορὰς παραδείγματα ἔχοντες τὴν
ψῆφον φέρητε. καὶ πρῶτον μὲν ὅσοι ἐξ ἄστεώς ἐστε, σκέ-
ψασθε ὅτι ὑπὸ τούτων οὕτω σφόδρα ἤρχεσθε, ὥστε ἀδελ-
φοῖς καὶ ὑέσι καὶ πολίταις ἠναγκάζεσθε πολεμεῖν τοιοῦτον
πόλεμον, ἐν ᾧ ἡττηθέντες μὲν τοῖς νικήσασι τὸ ἴσον ἔχετε,
νικήσαντες δ’ ἂν τούτοις ἐδουλεύετε. [93] καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους
οὗτοι μὲν [ἂν] ἐκ τῶν πραγμάτων μεγάλους ἐκτήσαντο,
ὑμεῖς δὲ διὰ τὸν πρὸς ἀλλήλους πόλεμον ἐλάττους ἔχετε·
συνωφελεῖσθαι μὲν γὰρ ὑμᾶς οὐκ ἠξίουν, συνδιαβάλλεσθαι
δ’ ἠνάγκαζον, εἰς τοσοῦτον ὑπεροψίας ἐλθόντες ὥστε οὐ
τῶν ἀγαθῶν κοινούμενοι πιστοὺς ὑμᾶς ἐκτῶντο, ἀλλὰ τῶν
ὀνειδῶν μεταδιδόντες εὔνους ᾤοντο εἶναι. [94] ἀνθ’ ὧν ὑμεῖς
νῦν ἐν τῷ θαρραλέῳ ὄντες, καθ’ ὅσον δύνασθε, καὶ ὑπὲρ
ὑμῶν αὐτῶν καὶ ὑπὲρ τῶν ἐκ Πειραιῶς τιμωρήσασθε,
ἐνθυμηθέντες μὲν ὅτι ὑπὸ τούτων πονηροτάτων ὄντων ἤρ-
χεσθε, ἐνθυμηθέντες δὲ ὅτι μετ’ ἀνδρῶν νῦν ἀρίστων
πολιτεύεσθε καὶ τοῖς πολεμίοις μάχεσθε καὶ περὶ τῆς πό-
λεως βουλεύεσθε, ἀναμνησθέντες δὲ τῶν ἐπικούρων, οὓς
οὗτοι φύλακας τῆς σφετέρας ἀρχῆς καὶ τῆς ὑμετέρας δου-
λείας εἰς τὴν ἀκρόπολιν κατέστησαν. [95] καὶ πρὸς ὑμᾶς μὲν
ἔτι πολλῶν ὄντων εἰπεῖν τοσαῦτα λέγω. ὅσοι δ’ ἐκ Πει-
ραιῶς ἐστε, πρῶτον μὲν τῶν ὅπλων ἀναμνήσθητε, ὅτι πολ-
λὰς μάχας ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ μαχεσάμενοι οὐχ ὑπὸ τῶν πο-
λεμίων ἀλλ’ ὑπὸ τούτων εἰρήνης οὔσης ἀφῃρέθητε τὰ ὅπλα,
ἔπειθ’ ὅτι ἐξεκηρύχθητε μὲν ἐκ τῆς πόλεως, ἣν ὑμῖν οἱ
πατέρες παρέδοσαν, φεύγοντας δὲ ὑμᾶς ἐκ τῶν πόλεων
ἐξῃτοῦντο. [96] ἀνθ’ ὧν ὀργίσθητε μὲν ὥσπερ ὅτ’ ἐφεύγετε,
ἀναμνήσθητε δὲ καὶ τῶν ἄλλων κακῶν ἃ πεπόνθατε ὑπ’
αὐτῶν, οἳ τοὺς μὲν ἐκ τῆς ἀγορᾶς τοὺς δ’ ἐκ τῶν ἱερῶν
συναρπάζοντες βιαίως ἀπέκτειναν, τοὺς δὲ ἀπὸ τέκνων καὶ
γονέων καὶ γυναικῶν ἀφέλκοντες φονέας αὑτῶν ἠνάγκασαν
γενέσθαι καὶ οὐδὲ ταφῆς τῆς νομιζομένης εἴασαν τυχεῖν,
ἡγούμενοι τὴν αὑτῶν ἀρχὴν βεβαιοτέραν εἶναι τῆς παρὰ
τῶν θεῶν τιμωρίας. [97] ὅσοι δὲ τὸν θάνατον διέφυγον, πολ-
λαχοῦ κινδυνεύσαντες καὶ εἰς πολλὰς πόλεις πλανηθέντες
καὶ πανταχόθεν ἐκκηρυττόμενοι, ἐνδεεῖς ὄντες τῶν ἐπιτη-
δείων, οἱ μὲν ἐν πολεμίᾳ τῇ πατρίδι τοὺς παῖδας καταλι-
πόντες, οἱ δ’ ἐν ξένῃ γῇ, πολλῶν ἐναντιουμένων ἤλθετε
εἰς τὸν Πειραιᾶ. πολλῶν δὲ καὶ μεγάλων κινδύνων ὑπαρ-
ξάντων ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι τοὺς μὲν ἠλευθερώσατε,
τοὺς δ’ εἰς τὴν πατρίδα κατηγάγετε. [98] εἰ δὲ ἐδυστυχήσατε
καὶ τούτων ἡμάρτετε, αὐτοὶ μὲν ἂν δείσαντες ἐφεύγετε μὴ
πάθητε τοιαῦτα οἷα καὶ πρότερον, καὶ οὔτ’ ἂν ἱερὰ οὔτε
βωμοὶ ὑμᾶς ἀδικουμένους διὰ τοὺς τούτων τρόπους ὠφέ-
λησαν, ἃ καὶ τοῖς ἀδικοῦσι σωτήρια γίγνεται· οἱ δὲ παῖδες
ὑμῶν, ὅσοι μὲν ἐνθάδε ἦσαν, ὑπὸ τούτων ἂν ὑβρίζοντο, οἱ
δ’ ἐπὶ ξένης μικρῶν ἂν ἕνεκα συμβολαίων ἐδούλευον ἐρημίᾳ
τῶν ἐπικουρησόντων.
[99] Ἀλλὰ γὰρ οὐ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι βούλομαι λέγειν,
τὰ πραχθέντα ὑπὸ τούτων οὐ δυνάμενος εἰπεῖν. οὐδὲ γὰρ
ἑνὸς κατηγόρου οὐδὲ δυοῖν ἔργον ἐστίν, ἀλλὰ πολλῶν.
ὅμως δὲ τῆς ἐμῆς προθυμίας <οὐδὲν> ἐλλέλειπται, ὑπέρ
<τε> τῶν ἱερῶν, ἃ οὗτοι τὰ μὲν ἀπέδοντο τὰ δ’ εἰσιόντες
ἐμίαινον, ὑπέρ τε τῆς πόλεως, ἣν μικρὰν ἐποίουν, ὑπέρ τε
τῶν νεωρίων, ἃ καθεῖλον, καὶ ὑπὲρ τῶν τεθνεώτων, οἷς
ὑμεῖς, ἐπειδὴ ζῶσιν ἐπαμῦναι οὐκ ἐδύνασθε, ἀποθανοῦσι
βοηθήσατε. [100] οἶμαι δ’ αὐτοὺς ἡμῶν τε ἀκροᾶσθαι καὶ ὑμᾶς
εἴσεσθαι τὴν ψῆφον φέροντας, ἡγουμένους, ὅσοι μὲν ἂν
τούτων ἀποψηφίσησθε, αὐτῶν θάνατον κατεψηφισμένους
ἔσεσθαι, ὅσοι δ’ ἂν παρὰ τούτων δίκην λάβωσιν, ὑπὲρ
αὐτῶν τὰς τιμωρίας πεποιημένους.
Παύσομαι κατηγορῶν, ἀκηκόατε, ἑωράκατε, πεπόνθατε,
ἔχετε· δικάζετε.
***
Επιθυμώ δε να κατέλθω του βήματος, αφού υπενθυμίσω ολίγα και εις τους εκ του Άστεως και εις τους εκ Πειραιώς διά να ψηφίσητε έχοντες ως παράδειγμα τας γενομένας εξ αιτίας των δικαζομένων συμφοράς. Και πρώτον μεν οι εκ του Άστεως να σκεφθήτε ότι υπό τούτων τόσον πολύ επιέζεσθε, ώστε ηναγκάζεσθε να διεξάγητε εναντίον των αδελφών σας, των τέκνων σας και των συμπολιτών σας τοιούτον πόλεμον, εις τον οποίον αφού ενικήθητε τα αυτά μεν δικαιώματα με τους νικητάς έχετε (διότι οι δημοκρατικοί σάς ημνήστευσαν εάν δε ενικούσατε θα είσθε τότε δούλοι εις τούτους (τους Τριάκοντα). Και τας ιδιωτικάς των περιουσίας τεραστίως ηύξησαν ένεκα των περιστάσεων, και δεν έκριναν άξιον να ωφελήσθε και σεις, αλλά σας ηνάγκαζον να συκοφαντή ο ένας τον άλλον, και τόσον υπερήφανοι κατέστησαν, ώστε δεν προσεπάθουν να σας κάμουν πιστούς οπαδούς των δίδοντες εις σας μέρος των αγαθών, αλλ' εφαντάζοντο ότι είναι δυνατόν να σας κάμουν φίλους των μεταδίδοντες εις σας τας αισχράς και αδίκους πράξεις των. Δι' όλα αυτά σεις ευρισκόμενοι τώρα εν ασφαλεία τιμωρήσατε αυτούς, όσον δύνασθε, και χάριν του εαυτού σας και χάριν των δημοκρατικών, έχοντες υπ' όψιν σας ότι οι πονηρότατοι ούτοι σας εξουσίαζον, ότι τώρα ζήτε ως ελεύθεροι πολίται μετά χρηστών ανδρών, ότι μάχεσθε εναντίον των εχθρών της πόλεως, και όχι των συμπολιτών σας, και ότι ελευθέρως συνέρχεσθε και αποφασίζετε διά τα συμφέροντα του κράτους. Ενθυμηθήτε τους επικούρους, τους οποίους ούτοι εγκατέστησαν εις την Ακρόπολιν ως φύλακας της εξουσίας των και της δουλείας σας. Και προς σας μεν, αν και υπάρχουν πολλά ακόμη, που έπρεπε να λεχθούν, τόσα ολίγα λέγω. Οι εκ Πειραιώς δε ενθυμηθήτε πρώτον μεν, τα όπλα σας, ότι δηλαδή εις σας που είχετε διεξαγάγει πολλάς μάχας εις εχθρικάς χώρας, δεν σας αφήρεσαν τα όπλα οι εχθροί, αλλά ούτοι (οι Τριάκοντα) εν καιρώ ειρήνης, έπειτα δε ότι εξεδιώχθητε μεν εκ της πόλεως την οποίαν σας παρέδωσαν οι γονείς σας, και ότι σας εζήτουν από τας πόλεις, εις τας οποίας είχετε καταφύγει. Δι' όλα αυτά πρέπει να αγανακτήτε, καθώς ηγανακτήτε, όταν εξωρίζεσθε, ενθυμηθήτε και τας άλλας συμφοράς, τας οποίας υπέστητε υπ' αυτών, οι οποίοι άλλους μεν από την αγοράν, άλλους δε από τα ιερά βιαίως αρπάζοντες εφόνευον, άλλους δε βιαίως αποσπώντες από τας αγκάλας των τέκνων των, των γονέων των και των συζύγων των, τους ηνάγκασαν να αυτοκτονήσουν, και δεν επέτρεψαν να ενταφιασθούν με τον καθιερωμένον τρόπον των κηδειών, επειδή επίστευον ότι η εξουσία των είναι τόσον ασφαλής, ώστε ουδέ οι θεοί ηδύναντο να τιμωρήσουν την ασέβειάν των. Όσοι δε διεφύγετε τον θάνατον, αν και εκινδυνεύσατε πολλάκις, και περιεπλανήθητε εις πολλάς πόλεις, και από όλα τα μέρη εξεδιώκεσθε στερούμενοι των μέσων της συντηρήσεως, άλλοι μεν, αν και εγκαταλείψετε τα τέκνα εις την πατρίδα, ήτις ήτο εχθρά, άλλοι δε ευρισκόμενοι εις ξένας χώρας εσπεύσατε εις τον Πειραιά, αν και πολλοί ηναντιούντο εις την πρόθεσίν σας να μεταβήτε εις Πειραιά προς βοήθειαν των δημοκρατικών. Αν και παρουσιάσθησαν πολλοί και μεγάλοι κίνδυνοι, αναδειχθέντες σεις άνδρες γενναίοι άλλους μεν ελευθερώσατε, τους εξορίστους δε εις την πατρίδα των επανεφέρατε. Εάν δε ενικάσθε, και απετυγχάνετε του σκοπού σας, σεις μεν θα εφεύγετε φοβηθέντες μήπως πάθετε τα ίδια, τα οποία και πρότερον επάθετε, και ούτε ιερά ούτε βωμοί, τα οποία και τους αδικούντας σώζουν, ήτο δυνατόν, εξ αιτίας των Τριάκοντα, να σας ωφελήσουν αδικουμένους. Τα παιδιά σας δε, όσα μεν θα έμενον εδώ θα υφίσταντο παν είδος ταπεινώσεως και αδικίας υπό τούτων, οι δε εις ξένας χώρας ευρισκόμενοι ένεκα μικρών δανείων θα εγίνοντο δούλοι, διότι ουδείς θα υπήρχε να τους βοηθήση.
Αλλά παύω, διότι δεν θέλω να ομιλώ δι' εκείνα τα οποία έμελλον να γίνουν, επειδή δεν δύναμαι να εκθέσω τας πράξεις αυτών, διότι αυτό δεν είναι έργον ούτε ενός ούτε δύο κατηγόρων αλλά πολλών. Ουδόλως όμως μου έλειψεν η προθυμία να κατηγορώ αυτούς. Εκδικηθήτε διά τα ιερά, εκ των οποίων ούτοι άλλα μεν επώλησαν, εις άλλα δε εισερχόμενοι εμίαινον αυτά, εκδικηθήτε διά την πόλιν, την οποίαν έκαμαν μικράν, εκδικηθήτε διά τον ναύσταθμον, τον οποίον κατέστρεψαν· διά τους φονευθέντας, τους οποίους σεις βοηθήσατε αποθανόντας, αφού ζώντας δεν ηδύνασθε να τους βοηθήτε. Νομίζω δε ότι αυτοί (οι αποθανόντες) και ακούουσιν ημάς και θέλουσι γνωρίσει πώς θα χρησιμοποιήσετε την ψήφον σας, στοχαζόμενοι (οι αποθανόντες) ότι όσοι μεν εξ υμών τυχόν δώσητε ψήφον υπέρ τούτων (των κατηγορουμένων) θέλετε καταδικάσει αυτούς (τους αποθανόντας) εις θάνατον, όσοι δε καταδικάσητε τούτους (τους κατηγορουμένους) ότι υπέρ αυτών (των αποθανόντων) θα διαθέσητε την ψήφον σας. Θα παύσω την κατηγορίαν. Έχετε ακούσει, έχετε ίδει, έχετε πάθει, τους έχετε εις την εξουσίαν σας, καταδικάσατέ τους.
Επιθυμώ δε να κατέλθω του βήματος, αφού υπενθυμίσω ολίγα και εις τους εκ του Άστεως και εις τους εκ Πειραιώς διά να ψηφίσητε έχοντες ως παράδειγμα τας γενομένας εξ αιτίας των δικαζομένων συμφοράς. Και πρώτον μεν οι εκ του Άστεως να σκεφθήτε ότι υπό τούτων τόσον πολύ επιέζεσθε, ώστε ηναγκάζεσθε να διεξάγητε εναντίον των αδελφών σας, των τέκνων σας και των συμπολιτών σας τοιούτον πόλεμον, εις τον οποίον αφού ενικήθητε τα αυτά μεν δικαιώματα με τους νικητάς έχετε (διότι οι δημοκρατικοί σάς ημνήστευσαν εάν δε ενικούσατε θα είσθε τότε δούλοι εις τούτους (τους Τριάκοντα). Και τας ιδιωτικάς των περιουσίας τεραστίως ηύξησαν ένεκα των περιστάσεων, και δεν έκριναν άξιον να ωφελήσθε και σεις, αλλά σας ηνάγκαζον να συκοφαντή ο ένας τον άλλον, και τόσον υπερήφανοι κατέστησαν, ώστε δεν προσεπάθουν να σας κάμουν πιστούς οπαδούς των δίδοντες εις σας μέρος των αγαθών, αλλ' εφαντάζοντο ότι είναι δυνατόν να σας κάμουν φίλους των μεταδίδοντες εις σας τας αισχράς και αδίκους πράξεις των. Δι' όλα αυτά σεις ευρισκόμενοι τώρα εν ασφαλεία τιμωρήσατε αυτούς, όσον δύνασθε, και χάριν του εαυτού σας και χάριν των δημοκρατικών, έχοντες υπ' όψιν σας ότι οι πονηρότατοι ούτοι σας εξουσίαζον, ότι τώρα ζήτε ως ελεύθεροι πολίται μετά χρηστών ανδρών, ότι μάχεσθε εναντίον των εχθρών της πόλεως, και όχι των συμπολιτών σας, και ότι ελευθέρως συνέρχεσθε και αποφασίζετε διά τα συμφέροντα του κράτους. Ενθυμηθήτε τους επικούρους, τους οποίους ούτοι εγκατέστησαν εις την Ακρόπολιν ως φύλακας της εξουσίας των και της δουλείας σας. Και προς σας μεν, αν και υπάρχουν πολλά ακόμη, που έπρεπε να λεχθούν, τόσα ολίγα λέγω. Οι εκ Πειραιώς δε ενθυμηθήτε πρώτον μεν, τα όπλα σας, ότι δηλαδή εις σας που είχετε διεξαγάγει πολλάς μάχας εις εχθρικάς χώρας, δεν σας αφήρεσαν τα όπλα οι εχθροί, αλλά ούτοι (οι Τριάκοντα) εν καιρώ ειρήνης, έπειτα δε ότι εξεδιώχθητε μεν εκ της πόλεως την οποίαν σας παρέδωσαν οι γονείς σας, και ότι σας εζήτουν από τας πόλεις, εις τας οποίας είχετε καταφύγει. Δι' όλα αυτά πρέπει να αγανακτήτε, καθώς ηγανακτήτε, όταν εξωρίζεσθε, ενθυμηθήτε και τας άλλας συμφοράς, τας οποίας υπέστητε υπ' αυτών, οι οποίοι άλλους μεν από την αγοράν, άλλους δε από τα ιερά βιαίως αρπάζοντες εφόνευον, άλλους δε βιαίως αποσπώντες από τας αγκάλας των τέκνων των, των γονέων των και των συζύγων των, τους ηνάγκασαν να αυτοκτονήσουν, και δεν επέτρεψαν να ενταφιασθούν με τον καθιερωμένον τρόπον των κηδειών, επειδή επίστευον ότι η εξουσία των είναι τόσον ασφαλής, ώστε ουδέ οι θεοί ηδύναντο να τιμωρήσουν την ασέβειάν των. Όσοι δε διεφύγετε τον θάνατον, αν και εκινδυνεύσατε πολλάκις, και περιεπλανήθητε εις πολλάς πόλεις, και από όλα τα μέρη εξεδιώκεσθε στερούμενοι των μέσων της συντηρήσεως, άλλοι μεν, αν και εγκαταλείψετε τα τέκνα εις την πατρίδα, ήτις ήτο εχθρά, άλλοι δε ευρισκόμενοι εις ξένας χώρας εσπεύσατε εις τον Πειραιά, αν και πολλοί ηναντιούντο εις την πρόθεσίν σας να μεταβήτε εις Πειραιά προς βοήθειαν των δημοκρατικών. Αν και παρουσιάσθησαν πολλοί και μεγάλοι κίνδυνοι, αναδειχθέντες σεις άνδρες γενναίοι άλλους μεν ελευθερώσατε, τους εξορίστους δε εις την πατρίδα των επανεφέρατε. Εάν δε ενικάσθε, και απετυγχάνετε του σκοπού σας, σεις μεν θα εφεύγετε φοβηθέντες μήπως πάθετε τα ίδια, τα οποία και πρότερον επάθετε, και ούτε ιερά ούτε βωμοί, τα οποία και τους αδικούντας σώζουν, ήτο δυνατόν, εξ αιτίας των Τριάκοντα, να σας ωφελήσουν αδικουμένους. Τα παιδιά σας δε, όσα μεν θα έμενον εδώ θα υφίσταντο παν είδος ταπεινώσεως και αδικίας υπό τούτων, οι δε εις ξένας χώρας ευρισκόμενοι ένεκα μικρών δανείων θα εγίνοντο δούλοι, διότι ουδείς θα υπήρχε να τους βοηθήση.
Αλλά παύω, διότι δεν θέλω να ομιλώ δι' εκείνα τα οποία έμελλον να γίνουν, επειδή δεν δύναμαι να εκθέσω τας πράξεις αυτών, διότι αυτό δεν είναι έργον ούτε ενός ούτε δύο κατηγόρων αλλά πολλών. Ουδόλως όμως μου έλειψεν η προθυμία να κατηγορώ αυτούς. Εκδικηθήτε διά τα ιερά, εκ των οποίων ούτοι άλλα μεν επώλησαν, εις άλλα δε εισερχόμενοι εμίαινον αυτά, εκδικηθήτε διά την πόλιν, την οποίαν έκαμαν μικράν, εκδικηθήτε διά τον ναύσταθμον, τον οποίον κατέστρεψαν· διά τους φονευθέντας, τους οποίους σεις βοηθήσατε αποθανόντας, αφού ζώντας δεν ηδύνασθε να τους βοηθήτε. Νομίζω δε ότι αυτοί (οι αποθανόντες) και ακούουσιν ημάς και θέλουσι γνωρίσει πώς θα χρησιμοποιήσετε την ψήφον σας, στοχαζόμενοι (οι αποθανόντες) ότι όσοι μεν εξ υμών τυχόν δώσητε ψήφον υπέρ τούτων (των κατηγορουμένων) θέλετε καταδικάσει αυτούς (τους αποθανόντας) εις θάνατον, όσοι δε καταδικάσητε τούτους (τους κατηγορουμένους) ότι υπέρ αυτών (των αποθανόντων) θα διαθέσητε την ψήφον σας. Θα παύσω την κατηγορίαν. Έχετε ακούσει, έχετε ίδει, έχετε πάθει, τους έχετε εις την εξουσίαν σας, καταδικάσατέ τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου