Η τελική διερεύνηση της προαίρεσης προϋποθέτει την πλήρη αποσαφήνιση της εκούσιας πράξης, αφού προαίρεση με ακούσιο τρόπο δεν υφίσταται. Μοιραία, αυτά που πρώτα πρέπει να ξεκαθαριστούν είναι ο εξαναγκασμός και η αναγκαιότητα: «Αναφέρεται, τώρα, και κάποιος άλλος τρόπος πράξεων που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή αναγκαιότητα: όχι λόγω αντιπαλότητας του λογικού και της ορέξεως, αλλά όταν οι άνθρωποι πράττουν κάτι λυπηρό και κακό γι’ αυτούς, επειδή αν δεν το κάνουν, θα υποστούν βία, δεσμά ή θάνατο» (1225a 2-6).
Ο εξαναγκασμός έχει να κάνει με τις πράξεις που εκβιάζονται υπό την απειλή (ή και χρήση) βίας κι οποιουδήποτε άλλου μέσου καταπίεσης υπονομεύοντας κάθε έννοια ελεύθερης επιλογής. Είναι σαφές ότι εκείνος που υποκύπτει στις επιταγές του τυράννου για να σώσει το παιδί του κάθε άλλο παρά πράττει ελεύθερα.
Ο Αριστοτέλης όμως διερωτάται: «Ισχύει αυτό ή μήπως εκούσια όλοι κάνουν ό,τι κάνουν; Γιατί έχουν τη δυνατότητα και να μην το κάνουν, και να υποστούν τις συγκεκριμένες συμφορές. Θα μπορούσε, βέβαια, ίσως κανείς να πει ότι εξαρτάται από τις συμφορές» (1225a 7-10).
Εν τέλει, ακόμη και ο πιο επαίσχυντος εξαναγκασμός δίνει πάντα τη δυνατότητα της επιλογής, αφού μπορεί κανείς να μην υποκύψει αψηφώντας τις συνέπειες. Για τον Αριστοτέλη τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: «Όλες όσες» (πράξεις εννοείται) «είναι στην ευχέρεια του εκάστοτε ανθρώπου να τις πράξει ή να μην τις πράξει, και να τις υποστεί ή να μην τις υποστεί, ό,τι κι αν κάνει, το θέλει δεν το θέλει, το κάνει εκούσια κι όχι εξαναγκαστικά» (1225a 11-13).
Φυσικά, το να ενδώσει κανείς σε έναν τέτοιο εκβιασμό προβαίνοντας σε πράξεις, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έκανε, αποτελεί σοβαρό ελαφρυντικό, αφού όλοι είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τη δυσκολία της θέσης του. Από την άλλη, υπάρχει πάντα το βάρος της πράξης που του ζητείται. Όσο πιο επαίσχυντη είναι, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η θέση του. Κι αυτό είναι ζήτημα ευθύνης. Δικαιούται κανείς να σκοτώσει τα παιδιά όλων των άλλων για να σώσει το δικό του; Το δίλημμα αυτό είναι το περιθώριο της επιλογής που θέτει ο Αριστοτέλης.
Υπό αυτή τη συνθήκη, ακούσια είναι η πράξη του ανθρώπου που υπερβαίνει τη φύση του. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιον επειδή δεν έκανε άλμα τριάντα μέτρων προκειμένου να σώσει το συμπολεμιστή του. Μια τέτοια απαίτηση θα ήταν παράλογη, αφού ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης.
Όμως, πέρα από τα εντελώς προφανή (όπως το παραπάνω παράδειγμα) υπάρχουν και οι περιπτώσεις που οι δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης τίθενται με τρόπο περισσότερο υποκειμενικό: «Γι’ αυτό και πολλοί θεωρούν τον έρωτα κάτι ακούσιο, και ορισμένες περιπτώσεις θυμού και τις φυσικές ανάγκες. Λένε ότι όλα αυτά έχουν ισχύ που ξεπερνά τη φύση» (1225a 23-25).
Για χάρη του έρωτα υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να φτάσουν σε ακραίες ενέργειες, όπως και υπό την επήρεια του θυμού. Ο βρασμός της ψυχής λειτουργεί ελαφρυντικά και στα σύγχρονα δικαστήρια. Όχι όμως απαλλακτικά, αφού όλα έχουν κάποιο όριο. Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι και η ευθύνη του ανθρώπου: να καταφέρει να χαλιναγωγήσει τα πάθη του.
Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δικαιολογήσουν ακόμη και το φόνο, αν πρόκειται για ζήτημα τιμής ή αποκατάστασης μιας αδικίας. Η φράση «καλά τον/την έκανε» αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την αντίληψη που θέλει το βρασμό της ψυχής να τίθεται ως κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση δικαιολογώντας όλες τις συμπεριφορές.
Κι όσο πιο επαίσχυντο είναι το πλήγμα που υπέστη κάποιος, τόσο πιο ελαστικά γίνονται τα όρια της ανοχής για τον τρόπο που θα αντιδράσει. Όμως, αυτό αφορά τους ανθρώπους της κοινωνίας, που συμπάσχουν και ταυτίζονται, κι όχι το νόμο, που, όσο κι αν δείχνει κατανόηση στον ανθρώπινο ψυχισμό, οφείλει πάντα να εκπροσωπεί το πρόταγμα της λογικής. Κι ευτυχώς είναι έτσι.
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Τελικά όλα ανάγονται στο τι “είναι στο χέρι μας”, πράγμα που δηλώνει ακριβώς τι μπορεί να υπομείνει η φύση του καθενός. Αυτό που δεν αντέχει να υποφέρει κάποιος και δεν είναι απ’ τη φύση στην όρεξη ή το λογικό του, αυτό δεν είναι στο χέρι του. Γι’ αυτό και για τους θεόληπτους και για τους προφήτες, μολονότι ασκούν επίσης ένα διανοητικό έργο, δε λέμε ούτε ότι κάνουν κάτι που είναι στο χέρι τους ούτε ότι ενεργούν ή μιλούν αυτόνομα. Παράλληλα, βέβαια, δε λέμε ότι ενεργούν και βάσει της επιθυμίας τους. Άρα, ορισμένες σκέψεις και πάθη δεν είναι στο χέρι μας, όπως δεν είναι στο χέρι μας και πράξεις που προκαλούνται από αυτές τις σκέψεις και τους λογισμούς» (1225a 29-39).
Το αναμφισβήτητο της ύπαρξης ανθρώπινων συμπεριφορών που ξεπερνούν και την όρεξη (επιθυμία) και τη λογική δεν κατοχυρώνει την αποφυγή της ευθύνης. Κατοχυρώνει, όμως, το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να δράσει ανεξέλεγκτα, χωρίς να υπολογίσει ούτε τις συνέπειες που θα υποστεί ούτε το κακό (ή το καλό) που θα προκαλέσει. Ενδέχεται να μην μπορεί ακόμη και να ερμηνεύσει ο ίδιος τη συμπεριφορά του.
Όμως, η υποκειμενικότητα των ορίων (και των κινήτρων) που καθιστούν μια συμπεριφορά ανεξέλεγκτη οδηγεί σε αναγκαστικό αδιέξοδο. (Πώς θα μπορούσε να οριστεί κάτι τέτοιο;) Γι’ αυτό και ο νόμος είναι αδύνατο να λειτουργήσει αθωωτικά. Ο Αριστοτέλης θα περιοριστεί στα αυτονόητα με μια δόση ειρωνείας: «Αν για παράδειγμα κάποιος φτάσει να σκοτώσει, για να μην τον θωπεύσουν, θα είναι γελοίο να πει ότι το έκανε λόγω εξαναγκασμού και αναγκαιότητας» (1225a 16-18).
Πέραν αυτών το εκούσιο αναγκαστικά συμβαδίζει με τη γνώση: «αντιτίθεται η γνώση σε ποιον κάνεις κάτι ή πώς ή για ποιο σκοπό με την άγνοια σε ποιον κάνεις κάτι ή πώς ή τι· άγνοια οπωσδήποτε του ίδιου του πράγματος και όχι ως τυχαίο συμβάν. Και το να ενεργεί κανείς με άγνοια σε ποιον κάνει κάτι ή πώς ή τι κάνει είναι ακούσιο. Άρα, το αντίθετό του είναι εκούσιο» (1225b 3-9).
Βέβαια, κι εδώ υπάρχουν προϋποθέσεις, γιατί άλλο να αγνοεί κάποιος κάτι που πράγματι δεν οφείλει να γνωρίζει κι άλλο να προβαίνει σε πράξεις λόγω άγνοιας που, όμως, όφειλε να μην έχει. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που αγνοεί τη σημασία που μπορεί να έχει μια οδική σήμανση και προκαλεί ατύχημα έχει την ευθύνη αυτού (όφειλε να ξέρει όλα τα σήματα), ενώ εκείνος που χάνει τον έλεγχο επειδή ο δρόμος έχει κακοτεχνία όχι. Την ευθύνη εδώ την έχουν οι υπεύθυνοι του δρόμου, καθώς ο οδηγός δεν όφειλε να γνωρίζει την κακοτεχνία τους.
Το τελικό αριστοτελικό συμπέρασμα είναι σαφές: «όσα είναι στο χέρι κάποιου να μην τα κάνει, αλλά τα κάνει όχι λόγω άγνοιας αλλά με προσωπική ευθύνη, και αυτά χαρακτηρίζονται υποχρεωτικώς εκούσια, και αυτό είναι τελικά το εκούσιο. Αντίθετα, όσα κάνει από άγνοια είναι ακούσια» (1225b 10-13).
Το ξεκαθάρισμα αυτών δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για την αποσαφήνιση της έννοιας της προαίρεσης: «Τώρα ας μιλήσουμε για την προαίρεση (έλλογη προτίμηση), διερευνώντας την καταρχάς λογικά» (1225b 22-24). Η επιλογή να αποδώσει την προαίρεση ως έλλογη προτίμηση (ο όρος αυτός δεν υπάρχει στο συγκεκριμένο χωρίο του Αριστοτέλη) κρίνεται απολύτως εύστοχη, αφενός γιατί αφορά μόνο τους ανθρώπους («προαίρεση τα ζώα δεν έχουν» 1225b 34-35) κι αφετέρου γιατί είναι αδύνατο να νοηθεί υπό την κυριαρχία ενός πάθους: «όταν βιώνουν ένα πάθος» (εννοείται οι άνθρωποι) «αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο έλλογης προτίμησης,» («ου προαιρούνται» στο πρωτότυπο) «απλώς το υπομένουν» (1225b 36-38).
Κι ακριβώς επειδή η προαίρεση εμπεριέχει εννοιολογικά το στοιχείο της λογικής, είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη θέληση: «άλλο η θέληση κι άλλο η προαίρεση. Διότι οι άνθρωποι επιθυμούν εν γνώσει τους ακόμα και τα ανέφικτα, π.χ. να βασιλεύουν σε όλους τους ανθρώπους ή να είναι αθάνατοι· κανείς τους όμως δεν τα θέτει αυτά ως αντικείμενα προαίρεσης, εκτός αν αγνοεί ότι είναι ανέφικτα. Άρα, γίνεται φανερό ότι αντικείμενο προαίρεσης αποτελεί κάτι που είναι στο χέρι μας να το πετύχουμε» (1225b 41-47).
Για τον ίδιο λόγο η προαίρεση δεν μπορεί να νοηθεί ούτε ως κρίση ούτε ως σκέψη: «Αντίστοιχα, είναι φανερό πως ούτε κρίση είναι η προαίρεση ούτε απλώς μια σκέψη. Διότι έχουμε ήδη συμφωνήσει ότι η προαίρεση αποτελεί κάτι που είναι στο χέρι μας, ενώ διατυπώνουμε πολλές κρίσεις και για πράγματα που δεν είναι στο χέρι μας, π.χ. μπορεί να ειπωθεί ότι το μήκος της διαγωνίου δεν εξαρτάται από το μήκος των πλευρών» (1226a 1-5).
Επιπλέον, ως προαίρεση δεν μπορεί να νοηθεί η επιθυμία για την εκπλήρωση κάποιου τελικού σκοπού. Ο τελικός σκοπός είναι από θέση αρχής επιθυμητός, ως κάτι που προέρχεται από τη φύση, και δε χρειάζεται τη λογική για να επιβεβαιωθεί ο πόθος μιας τέτοιας πραγμάτωσης. Για παράδειγμα δεν είναι θέμα προαίρεσης η επιθυμία να είναι κανείς υγιής. Όλοι θέλουν να έχουν υγεία με τρόπο αυτόματο, όπως όλοι θέλουν να ζήσουν. Αν κάποιος αρνείται αυτούς τους τελικούς στόχους, προφανώς εμπίπτει σε κάποια ψυχική παθολογία.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «κανείς τελικός σκοπός δεν έρχεται ως αντικείμενο έλλογης προτίμησης, αλλά αντικείμενο προτίμησης αποτελούν μόνο τα μέσα που οδηγούν σε αυτόν. Εννοώ ότι η υγεία δεν είναι αντικείμενο έλλογης προτίμησης, ενώ τέτοιο είναι το να περπατάς ή να ξεκουράζεσαι χάριν της υγείας» (1226a 9-12).
Κατ’ επέκταση και η ευτυχία, ως απώτερος τελικός σκοπός του ανθρώπου, δεν έχει να κάνει με την προαίρεση: «Η ευτυχία, επίσης, δεν είναι αντικείμενο έλλογης προτίμησης, αλλά το να διαχειρίζεσαι το χρήμα ή να διακινδυνεύεις χάριν αυτής» (1226a 12-13). Με δυο λόγια, η προαίρεση έχει να κάνει με τα μέσα που θα μεταχειριστεί κανείς προκειμένου να πετύχει τον τελικό σκοπό παρά με τον ίδιο τον τελικό σκοπό, που τίθεται ως κάτι αυτονόητο, δηλαδή ως δεδομένα επιθυμητό: «ο τελικός σκοπός είναι αυτός για τον οποίο επιλέγονται τα μέσα, ενώ το τι προαιρείται είναι ακριβώς αυτά τα μέσα» (1226a 15-17).
Το τελικό συμπέρασμα είναι σαφές: «Συμπεραίνουμε ότι η προαίρεση διακρίνεται τόσο από την κρίση όσο και από τη θέληση. Διότι και η κρίση επιθυμεί κατεξοχήν τον τελικό σκοπό, αλλά προαίρεση τελικού σκοπού δεν υπάρχει. Έχει δειχθεί, συνεπώς, ότι η προαίρεση δεν είναι αποκλειστικά ούτε θέληση ούτε κρίση ούτε αντίληψη» (1226a 20-24).
Η προαίρεση σχετίζεται πάντα με τη δυνατότητα του εφικτού. Χωρίς αυτή την προοπτική στερείται νοήματος: «δε σκεφτόμαστε για πράγματα που συμβαίνουν στους Ινδούς, αλλά ούτε και για το πώς θα τετραγωνιστεί ο κύκλος (τα των Ινδών δεν είναι στο χέρι μας, ενώ ο τετραγωνισμός του κύκλου είναι ολικά ανέφικτος)» (1226a 36-38).
Όμως, η προαίρεση πέρα από το εφικτό εμπεριέχει και την κρίση και τη θέληση, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με καμιά από τις δύο αυτές έννοιες: «Άρα η προαίρεση είναι κάτι άλλο, το οποίο απαρτίζεται από κρίση και θέληση· διότι τόσο η κρίση όσο και η θέληση χαρακτηρίζουν κάποιον που προβαίνει σε μια έλλογη προτίμηση (προαίρεση)» (1226b 5-6).
Η ίδια η ετυμολογία της λέξης το καταδεικνύει χωρίς περιστροφές: «Τρόπον τινά το δείχνει και η ίδια η λέξη. Διότι η προαίρεσις είναι αίρεσις (προτίμηση), όχι βέβαια σκέτη αλλά προτίμηση του ενός αντί του άλλου, πράγμα που προϋποθέτει οπωσδήποτε σκέψη και απόφαση. Συμπεραίνουμε ότι η προαίρεση βασίζεται σε μια κρίση για την οποία έχουμε σκεφτεί» (1226b 8-11).
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «Οπότε γίνεται φανερό ότι η προαίρεση είναι όρεξη που προϋποθέτει σκέψη και απόφαση για όσα είναι στο χέρι μας. Διότι όλοι μας σκεφτόμαστε και αποφασίζουμε τις προτιμήσεις μας, πλην όμως δεν επιλέγουμε και όλα όσα σκεφτόμαστε» (1226b 20-24).
Και υπάρχει και συνέχεια: «Αυτός είναι και ο λόγος που η προαίρεση δε συναντάται στα υπόλοιπα ζωντανά όντα, αλλά ούτε και σε κάθε ηλικία ούτε και σε κάθε άνθρωπο, όπως δε συναντώνται η ικανότητα λήψης αποφάσεων και η αντίληψη της αιτιότητας. Και, ενώ τίποτε δεν αποκλείει να έχουν πολλοί μια κρίση για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να πράξουν κάτι, το να προχωρήσουν σε αυτό ύστερα από λογική ανάλυση δεν το έχουν τόσο πολλοί» (1226b 26-31).
Για να ολοκληρωθεί: «Συγχρόνως, πολλά τα κάνουμε, χωρίς να τα σκεφτούμε και να τα αποφασίσουμε από πριν. Έτσι προκύπτει αναγκαστικά το συμπέρασμα ότι το αντικείμενο της προαίρεσης είναι οπωσδήποτε εκούσιο, ενώ κάθε τι εκούσιο δεν είναι οπωσδήποτε και αντικείμενο προαίρεσης. Και όλες οι πράξεις που ανάγονται σε προαίρεση είναι εκούσιες, ενώ οι ακούσιες δεν είναι οπωσδήποτε αποτέλεσμα προαίρεσης» (1226b 41-47).
Από αυτή την άποψη, η προαίρεση, ως έλλογη επιλογή, αποτελεί το θεμέλιο της ευτυχίας. Ο άνθρωπος που θέτει τις σωστές προτεραιότητες και ταυτόχρονα έχει τη βούληση να τις ακολουθήσει παίρνοντας τις κατάλληλες αποφάσεις είναι αυτός που θα κερδίσει την ευδαιμονία. Αντίθετα, εκείνος που άγεται και φέρεται από το κοινωνικά προβαλλόμενο, χωρίς τη δυνατότητα της λογικής κρίσης και τη γνώση του εαυτού για να επιλέξει αυτό που πραγματικά του αρμόζει είναι καταδικασμένος. Οι επιλογές του δεν μπορούν παρά να κινούνται στην επιφάνεια.
Στην ουσία, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αναζητά τα καλύτερα για τον εαυτό του, αλλά εγκλωβίζεται στο να πετύχει τα καλύτερα σύμφωνα με την κρίση των άλλων. Υπό αυτή τη συνθήκη, η ευτυχία του αφορά τους άλλους. Κι αυτή είναι η έλλειψη προσωπικότητας. Όμως, μια αδύναμη προσωπικότητα είναι αδύνατο προαιρείται ουσιωδώς. Αυτό που της απομένει είναι η μίμηση…
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου