Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (17.356-17.408)

Ἦ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἐδέξατο καὶ κατέθηκεν
αὖθι ποδῶν προπάροιθεν, ἀεικελίης ἐπὶ πήρης,
ἤσθιε δ᾽ ἧος ἀοιδὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἄειδεν·
εὖθ᾽ ὁ δεδειπνήκειν, ὁ δ᾽ ἐπαύετο θεῖος ἀοιδός,
360 μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρ᾽· αὐτὰρ Ἀθήνη
ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα
ὄτρυν᾽, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι,
γνοίη θ᾽ οἵ τινές εἰσιν ἐναίσιμοι οἵ τ᾽ ἀθέμιστοι·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὥς τιν᾽ ἔμελλ᾽ ἀπαλεξήσειν κακότητος.
365 βῆ δ᾽ ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον,
πάντοσε χεῖρ᾽ ὀρέγων, ὡς εἰ πτωχὸς πάλαι εἴη.
οἱ δ᾽ ἐλεαίροντες δίδοσαν, καὶ ἐθάμβεον αὐτὸν,
ἀλλήλους τ᾽ εἴροντο τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν·
370 «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,
τοῦδε περὶ ξείνου· ἦ γὰρ μιν πρόσθεν ὄπωπα.
ἦ τοι μέν οἱ δεῦρο συβώτης ἡγεμόνευεν,
αὐτὸν δ᾽ οὐ σάφα οἶδα, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίνοος δ᾽ ἔπεσιν νείκεσσε συβώτην·
375 «ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα, τίη δὲ σὺ τόνδε πόλινδε
ἤγαγες; ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι,
πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες;
ἦ ὄνοσαι ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος
ἐνθάδ᾽ ἀγειρόμενοι, σὺ δὲ καί ποθι τόνδ᾽ ἐκάλεσσας;»
380 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«Ἀντίνο᾽, οὐ μὲν καλὰ καὶ ἐσθλὸς ἐὼν ἀγορεύεις·
τίς γὰρ δὴ ξεῖνον καλεῖ ἄλλοθεν αὐτὸς ἐπελθὼν
ἄλλον γ᾽, εἰ μὴ τῶν οἳ δημιοεργοὶ ἔασι,
μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων,
385 ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδόν, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων;
οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν·
πτωχὸν δ᾽ οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν.
ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἰς μνηστήρων
δμωσὶν Ὀδυσσῆος, περὶ δ᾽ αὖτ᾽ ἐμοί· αὐτὰρ ἐγώ γε
390 οὐκ ἀλέγω, ἧός μοι ἐχέφρων Πηνελόπεια
ζώει ἐνὶ μεγάροις καὶ Τηλέμαχος θεοειδής.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«σίγα, μή μοι τοῦτον ἀμείβεο πολλὰ ἔπεσσιν·
Ἀντίνοος δ᾽ εἴωθε κακῶς ἐρεθιζέμεν αἰεὶ
395 μύθοισιν χαλεποῖσιν, ἐποτρύνει δὲ καὶ ἄλλους.»
Ἦ ῥα καὶ Ἀντίνοον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἀντίνο᾽, ἦ μευ καλὰ πατὴρ ὣς κήδεαι υἷος,
ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι
μύθῳ ἀναγκαίῳ· μὴ τοῦτο θεὸς τελέσειε.
400 δός οἱ ἑλών· οὔ τοι φθονέω· κέλομαι γὰρ ἐγώ γε·
μήτ᾽ οὖν μητέρ᾽ ἐμὴν ἅζευ τό γε μήτε τιν᾽ ἄλλον
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο.
ἀλλ᾽ οὔ τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα·
αὐτὸς γὰρ φαγέμεν πολὺ βούλεαι ἢ δόμεν ἄλλῳ.»
405 Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε·
«Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες.
εἴ οἱ τόσσον πάντες ὀρέξειαν μνηστῆρες,
καί κέν μιν τρεῖς μῆνας ἀπόπροθεν οἶκος ἐρύκοι.»

***
Είπε, και δέχτηκε στις χούφτες του το φαγητό, το ακούμπησε
μπροστά στα πόδια του, πάνω στο θλιβερό σακούλι,
κι άρχισε να μασά, όσο τραβούσε το τραγούδι ο αοιδός.
Όταν απόφαγε, κι ο αοιδός σταμάτησε,
360 την ώρα που οι μνηστήρες θορυβούσαν, ήλθε και στάθηκε η Αθηνά
στον Οδυσσέα πλάι, γιο του Λαέρτη, και τον ξεσήκωσε
για να μαζέψει τ᾽ αποφάγια των μνηστήρων, να μάθει ποιοι
το μέτρο σέβονται και ποιοι το δίκιο καταργούν —
έτσι κι αλλιώς δεν έμελλε κανένα να γλιτώσει
από τον όλεθρό του.
Αυτός πήρε τα πόδια του, κι αρχίζοντας από δεξιά,
με τη σειρά εκλιπαρούσε τον καθένα, απλώνοντας τα χέρια του,
λες κι ήταν σ᾽ όλη τη ζωή του ζήτουλας.
Εκείνοι συμπονώντας κάτι του έδιναν, απορημένοι όμως
και ρωτώντας μεταξύ τους ποιος είναι αυτός και από πού ξεφύτρωσε.
Τότε ο Μελάνθιος, ο γιδολάτης, πήρε τον λόγο να τους εξηγήσει:
370 «Ακούσετε από μένα, μνηστήρες της περίλαμπρης βασίλισσας,
κάτι γι᾽ αυτόν τον ξένο, γιατί τον είδα και πρωτύτερα·
εδώ τον έσερνε ο χοιροβοσκός, δείχνοντας και τον δρόμο,
αλλά δεν έχω περισσότερα να πω για τη γενιά του και τη σκούφια του.»
Πιάστηκε απ᾽ τα λόγια του και μίλησε βαριά ο Αντίνοος στον Εύμαιο:
«Ε συ, χοιροβοσκέ, καλά σε ξέρουμε! Για πες λοιπόν γιατί
μας τον κουβάλησες αυτόν εδώ στην πόλη; λες δεν μας φτάνουν
άλλοι αλήτες, φορτικοί ζητιάνοι, του φαγητού μας λυμεώνες;
Αγανακτείς από τη μια μ᾽ όσους εδώ μαζεύονται,
και τρώνε τ᾽ αγαθά του αφεντικού σου, κι από την άλλη προσκαλείς
αυτόν εδώ παραπανίσιο.»
380 Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Αντίνοε, κι αν έχεις φύτρα ευγενική, άσχημα τώρα μίλησες.
Αλήθεια, πες ποιος πάει γυρεύοντας αλλού να φέρει κάποιον ξένο,
εκτός κι αν είναι απ᾽ αυτούς που ξέρουν κάποια τέχνη·
μάντης, γιατρός για τις κακές αρρώστιες, για τα δοκάρια μαραγκός,
και βέβαια θείος αοιδός, που ευφραίνει το τραγούδι του.
Αυτούς και μόνο προσκαλούν οι άνθρωποι στη γη μας την απέραντη·
ποιος σκέφτηκε ποτέ να φέρει σπίτι του ζητιάνο,
που σίγουρα θα τον απομυζήσει;
Όμως εσύ, απ᾽ όλους τους μνηστήρες, δείχνεσαι ο πιο σκληρός
στου Οδυσσέα τους δούλους — σ᾽ εμένα με το παραπάνω. Αλλά κι εγώ
390 αδιαφορώ, όσο θα ζουν ακόμα στο παλάτι η Πηνελόπη,
γνωστική και φρόνιμη, και θεϊκός στην όψη του ο Τηλέμαχος.»
Μπήκε ο Τηλέμαχος στη μέση τότε, με τη δική του φρόνηση:
«Σώπασε λέω, μη σπαταλάς λόγια πολλά μαζί του.
Το ᾽χει ο Αντίνοος συνήθεια άσχημα να πειράζει
με βαριές βρισιές, κι ύστερα παρασύρει και τους άλλους.»
Έπειτα γύρισε μιλώντας στον Αντίνοο, και πέταξαν σαν τα πουλιά τα λόγια του:
«Το βλέπω, Αντίνοε, πως με φροντίζεις, όπως πατέρας γιο·
γι᾽ αυτό με σπρώχνεις έξω τον ξένο να πετάξω
από το σπίτι, με βία και φωνές — που να μη δώσει ο θεός να γίνει.
400 Ωστόσο πιάσε και δώσ᾽ του κάτι· έχεις το λεύτερο από μένα·
εγώ ο ίδιος σ᾽ το ζητώ· και μην ντραπείς τη μάνα μου, μήτε
κανένα δούλο, απ᾽ όσους ζουν σ᾽ αυτό το σπίτι
του θεϊκού Οδυσσέα.
Αλλ᾽ όχι, τέτοια φρόνηση δεν κρύβεις μες στις φρένες σου·
το ᾽χεις καλύτερο μόνος σου να χορταίνεις, παρά να δίνεις
και σε κάποιον άλλον.»
Πήρε πάλι τον λόγο κι απάντησε ο Αντίνοος:
«Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα κι ασύδοτε, τι βγήκε από το στόμα σου;
Αν τόσο οι μνηστήρες όλοι είχαν την όρεξη να δώσουν,
τότε σου λέω μακριά απ᾽ το σπίτι σου θα ᾽μενε αυτός,
τρεις μήνες το λιγότερο.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου