Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 4.66.1–4.68.6

Επιχείρηση των Αθηναίων για κατάληψη των Μεγάρων

Μετά την επιτυχία του στη Σφακτηρία (βλ. ΘΟΥΚ 4.37.1–4.41.4), ο Κλέωνας έγινε παντοδύναμος. Οι Αθηναίοι με επιθέσεις στην Πελοπόννησο και με την κατάληψη των Κυθήρων προκάλεσαν νέες δυσχέρειες στους Λακεδαιμονίους. Για να αποκλείσουν όμως την Πελοπόννησο, έπρεπε να καταλάβουν τα Μέγαρα.


[4.66.1] Τοῦ δ’ αὐτοῦ θέρους Μεγαρῆς οἱ ἐν τῇ πόλει πιεζόμενοι
ὑπό τε Ἀθηναίων τῷ πολέμῳ, αἰεὶ κατὰ ἔτος ἕκαστον δὶς
ἐσβαλλόντων πανστρατιᾷ ἐς τὴν χώραν, καὶ ὑπὸ τῶν σφε-
τέρων φυγάδων τῶν ἐκ Πηγῶν, οἳ στασιασάντων ἐκπεσόντες
ὑπὸ τοῦ πλήθους χαλεποὶ ἦσαν λῃστεύοντες, ἐποιοῦντο λόγους
ἐν ἀλλήλοις ὡς χρὴ δεξαμένους τοὺς φεύγοντας μὴ ἀμφο-
τέρωθεν τὴν πόλιν φθείρειν. [4.66.2] οἱ δὲ φίλοι τῶν ἔξω τὸν θροῦν
αἰσθόμενοι φανερῶς μᾶλλον ἢ πρότερον καὶ αὐτοὶ ἠξίουν
τούτου τοῦ λόγου ἔχεσθαι. [4.66.3] γνόντες δὲ οἱ τοῦ δήμου προστάται
οὐ δυνατὸν τὸν δῆμον ἐσόμενον ὑπὸ τῶν κακῶν μετὰ σφῶν
καρτερεῖν, ποιοῦνται λόγους δείσαντες πρὸς τοὺς τῶν Ἀθη-
ναίων στρατηγούς, Ἱπποκράτη τε τὸν Ἀρίφρονος καὶ Δημο-
σθένη τὸν Ἀλκισθένους, βουλόμενοι ἐνδοῦναι τὴν πόλιν καὶ
νομίζοντες ἐλάσσω σφίσι τὸν κίνδυνον ἢ τοὺς ἐκπεσόντας
ὑπὸ σφῶν κατελθεῖν. ξυνέβησάν τε πρῶτα μὲν τὰ μακρὰ
τείχη ἑλεῖν Ἀθηναίους (ἦν δὲ σταδίων μάλιστα ὀκτὼ ἀπὸ
τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν Νίσαιαν τὸν λιμένα αὐτῶν), ὅπως μὴ
ἐπιβοηθήσωσιν ἐκ τῆς Νισαίας οἱ Πελοποννήσιοι, ἐν ᾗ
αὐτοὶ μόνοι ἐφρούρουν βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων,
ἔπειτα δὲ καὶ τὴν ἄνω πόλιν πειρᾶσθαι ἐνδοῦναι· ῥᾷον δ’
ἤδη ἔμελλον προσχωρήσειν τούτου γεγενημένου.

[4.67.1] Οἱ οὖν Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἀπό τε τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων
παρεσκεύαστο ἀμφοτέροις, ὑπὸ νύκτα πλεύσαντες ἐς Μινῴαν
τὴν Μεγαρέων νῆσον ὁπλίταις ἑξακοσίοις, ὧν Ἱπποκράτης
ἦρχεν, ἐν ὀρύγματι ἐκαθέζοντο, ὅθεν ἐπλίνθευον τὰ τείχη
καὶ ἀπεῖχεν οὐ πολύ· [4.67.2] οἱ δὲ μετὰ τοῦ Δημοσθένους τοῦ ἑτέρου
στρατηγοῦ Πλαταιῆς τε ψιλοὶ καὶ ἕτεροι περίπολοι ἐνή-
δρευσαν ἐς τὸ Ἐνυάλιον, ὅ ἐστιν ἔλασσον ἄπωθεν. καὶ
ᾔσθετο οὐδεὶς εἰ μὴ οἱ ἄνδρες οἷς ἐπιμελὲς ἦν εἰδέναι τὴν
νύκτα ταύτην. [4.67.3] καὶ ἐπειδὴ ἕως ἔμελλε γίγνεσθαι, οἱ προ-
διδόντες τῶν Μεγαρέων οὗτοι τοιόνδε ἐποίησαν. ἀκάτιον
ἀμφηρικὸν ὡς λῃσταί, ἐκ πολλοῦ τεθεραπευκότες τὴν ἄνοιξιν
τῶν πυλῶν, εἰώθεσαν ἐπὶ ἁμάξῃ, πείθοντες τὸν ἄρχοντα, διὰ
τῆς τάφρου κατακομίζειν τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ
ἐκπλεῖν· καὶ πρὶν ἡμέραν εἶναι πάλιν αὐτὸ τῇ ἁμάξῃ κομί-
σαντες ἐς τὸ τεῖχος κατὰ τὰς πύλας ἐσῆγον, ὅπως τοῖς ἐκ
τῆς Μινῴας Ἀθηναίοις ἀφανὴς δὴ εἴη ἡ φυλακή, μὴ ὄντος
ἐν τῷ λιμένι πλοίου φανεροῦ μηδενός. [4.67.4] καὶ τότε πρὸς ταῖς
πύλαις ἤδη ἦν ἡ ἅμαξα, καὶ ἀνοιχθεισῶν κατὰ τὸ εἰωθὸς ὡς
τῷ ἀκατίῳ οἱ Ἀθηναῖοι (ἐγίγνετο γὰρ ἀπὸ ξυνθήματος τὸ
τοιοῦτον) ἰδόντες ἔθεον δρόμῳ ἐκ τῆς ἐνέδρας, βουλόμενοι
φθάσαι πρὶν ξυγκλῃσθῆναι πάλιν τὰς πύλας καὶ ἕως ἔτι ἡ
ἅμαξα ἐν αὐταῖς ἦν, κώλυμα οὖσα προσθεῖναι· καὶ αὐτοῖς
ἅμα καὶ οἱ ξυμπράσσοντες Μεγαρῆς τοὺς κατὰ τὰς πύλας
φύλακας κτείνουσιν. [4.67.5] καὶ πρῶτον μὲν οἱ περὶ τὸν Δημοσθένη
Πλαταιῆς τε καὶ περίπολοι ἐσέδραμον οὗ νῦν τὸ τροπαῖόν
ἐστι, καὶ εὐθὺς ἐντὸς τῶν πυλῶν (ᾔσθοντο γὰρ οἱ ἐγγύτατα
Πελοποννήσιοι) μαχόμενοι τοὺς προσβοηθοῦντας οἱ Πλα-
ταιῆς ἐκράτησαν καὶ τοῖς τῶν Ἀθηναίων ὁπλίταις ἐπιφερο-
μένοις βεβαίους τὰς πύλας παρέσχον· [4.68.1] ἔπειτα δὲ καὶ τῶν
Ἀθηναίων ἤδη ὁ αἰεὶ ἐντὸς γιγνόμενος ἐχώρει ἐπὶ τὸ τεῖχος.
[4.68.2] καὶ οἱ Πελοποννήσιοι φρουροὶ τὸ μὲν πρῶτον ἀντίσχοντες
ἠμύνοντο ὀλίγοι, καὶ ἀπέθανόν τινες αὐτῶν, οἱ δὲ πλείους
ἐς φυγὴν κατέστησαν, φοβηθέντες ἐν νυκτί τε πολεμίων
προσπεπτωκότων καὶ τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχο-
μένων, νομίσαντες τοὺς ἅπαντας σφᾶς Μεγαρέας προδεδω-
κέναι. [4.68.3] ξυνέπεσε γὰρ καὶ τὸν τῶν Ἀθηναίων κήρυκα ἀφ’
ἑαυτοῦ γνώμης κηρύξαι τὸν βουλόμενον ἰέναι Μεγαρέων
μετὰ Ἀθηναίων θησόμενον τὰ ὅπλα. οἱ δ’ ὡς ἤκουσαν,
οὐκέτι ἀνέμενον, ἀλλὰ τῷ ὄντι νομίσαντες κοινῇ πολεμεῖσθαι
κατέφυγον ἐς τὴν Νίσαιαν. [4.68.4] ἅμα δὲ ἕῳ ἑαλωκότων ἤδη τῶν
τειχῶν καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει Μεγαρέων θορυβουμένων οἱ
πρὸς τοὺς Ἀθηναίους πράξαντες καὶ ἄλλο μετ’ αὐτῶν πλῆθος,
ὃ ξυνῄδει, ἔφασαν χρῆναι ἀνοίγειν τὰς πύλας καὶ ἐπεξιέναι
ἐς μάχην. [4.68.5] ξυνέκειτο δὲ αὐτοῖς τῶν πυλῶν ἀνοιχθεισῶν
ἐσπίπτειν τοὺς Ἀθηναίους, αὐτοὶ δὲ διάδηλοι ἔμελλον
ἔσεσθαι (λίπα γὰρ ἀλείψεσθαι), ὅπως μὴ ἀδικῶνται. ἀσφά-
λεια δὲ αὐτοῖς μᾶλλον ἐγίγνετο τῆς ἀνοίξεως· καὶ γὰρ
οἱ ἀπὸ τῆς Ἐλευσῖνος κατὰ τὸ ξυγκείμενον τετρακισχίλιοι
ὁπλῖται τῶν Ἀθηναίων καὶ ἱππῆς ἑξακόσιοι [οἱ] τὴν νύκτα
πορευόμενοι παρῆσαν. [4.68.6] ἀληλιμμένων δὲ αὐτῶν καὶ ὄντων
ἤδη περὶ τὰς πύλας καταγορεύει τις ξυνειδὼς τοῖς ἑτέροις
τὸ ἐπιβούλευμα. καὶ οἳ ξυστραφέντες ἁθρόοι ἦλθον καὶ οὐκ
ἔφασαν χρῆναι οὔτε ἐπεξιέναι (οὐδὲ γὰρ πρότερόν πω τοῦτο
ἰσχύοντες μᾶλλον τολμῆσαι) οὔτε ἐς κίνδυνον φανερὸν τὴν
πόλιν καταγαγεῖν· εἴ τε μὴ πείσεταί τις, αὐτοῦ τὴν μάχην
ἔσεσθαι. ἐδήλουν δὲ οὐδὲν ὅτι ἴσασι τὰ πρασσόμενα, ἀλλὰ
ὡς τὰ βέλτιστα βουλεύοντες ἰσχυρίζοντο, καὶ ἅμα περὶ τὰς
πύλας παρέμενον φυλάσσοντες, ὥστε οὐκ ἐγένετο τοῖς ἐπι-
βουλεύουσι πρᾶξαι ὃ ἔμελλον.

***
[4.66.1] Το ίδιο καλοκαίρι οι Μεγαρίτες μέσα στην πολιτεία, στενεμένοι τόσο από τους Αθηναίους που τους πολεμούσαν κ' έκαναν χωρίς εξαίρεση κάθε χρόνο δυο φορές εισβολή στον τόπο τους μ' όλη τους την ένοπλη δύναμη, όσο κι απ' τους δικούς τους πρόσφυγες από τις Πηγές, που μετά τον εμφύλιο πόλεμο είχαν διωχτεί από τους δημοκρατικούς και τους ενοχλούσανε με ληστρικές επιδρομές, για όλ' αυτά συζητούσαν οι Μεγαρίτες μεταξύ τους, λέγοντας πως θα 'πρεπε να δεχτούν τους εξορίστους και να μην αφήνουν την πολιτεία να καταστρέφεται κι από τις δυο μεριές. [4.66.2] Ακούγοντας οι φίλοι των εξορίστων τα ψιθυρίσματα, άρχισαν τώρα κι αυτοί φανερά ν' απαιτούν να εκτελεστούν οι προτάσεις αυτές. [4.66.3] Κι όταν κατάλαβαν οι ηγέτες των δημοκρατικών πως ο λαός δε θα ήταν αρκετά ισχυρός ώστε ν' αντέξει με καρτερία στα βάσανα μαζί τους, φοβήθηκαν και ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους στρατηγούς των Αθηναίων, τον Ιπποκράτη, τον γιο του Αρίφρονα και το Δημοσθένη το γιο του Αλκισθένη, θέλοντας να τους παραδώσουν την πολιτεία τους και πιστεύοντας πως ο κίντυνος απ' αυτό θα ήτανε γι' αυτούς μικρότερος παρά να γυρίσουν όσους είχαν εξορίσει. Συμφώνησαν λοιπόν πρώτα απ' όλα, να πάρουν στην κυριότητά τους τα μακρά τείχη οι Αθηναίοι (και το μάκρος τους ήταν κάπου οχτώ στάδια από την πολιτεία ως τη Νίσαια, το λιμάνι) για να μην έρθουν και τους επιτεθούν οι Πελοποννήσιοι από τη Νίσαια που τη φρουρούσαν αποκλειστικά αυτοί, για να είναι ασφαλισμένα τα Μέγαρα, και δεύτερο να προσπαθήσουν να τους παραδώσουν και την απάνω πολιτεία· κ' ευκολότερα έμελλαν να προσχωρήσουν οι κάτοικοί της μια κ' είχε γίνει το πάρσιμο των τειχών.

[4.67.1] Οι Αθηναίοι λοιπόν, αφού είχανε γίνει οι προετοιμασίες με συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις κι από τα δύο μέρη, αρμένισαν νύχτα στη Μινώα, το νησί των Μεγαρέων, έκρυψαν εξακόσιους αρματωμένους στρατιώτες με αρχηγό τους τον Ιπποκράτη, σ' ένα λάκκο, απ' όπου έβγαζαν το χώμα για να φτιάχνουν τούβλα για τα τείχη, και που δεν απείχε πολύ απ' αυτά· [4.67.2] οι άλλοι, Πλαταιείς ελαφρά οπλισμένοι και άλλοι περίπολοι που ήρθαν με το Δημοσθένη, το δεύτερο στρατηγό, έστησαν ενέδρα στο Ενυάλιο που απέχει ακόμα λιγότερο. Και δεν τους πήρε είδηση κανείς, εξόν οι άντρες που δουλειά τους ήταν να ξέρουν τι γινόταν τη νύχτα εκείνη. [4.67.3] Κι όταν κόντευε να ξημερώσει έκαναν αυτοί το εξής: Από καιρό προτήτερα είχαν προετοιμάσει το άνοιγμα των πυλών, κάνοντας πως ήταν πειρατές και φέρνοντες μιαν ελαφριά δίκουπη βάρκα πάνω σ' ένα κάρρο εξασφαλίζοντας τη συγκατάθεση του αρχηγού της φρουράς να τους αφήνει να τη φέρουνε μέσα από το λάκκο νύχτα και ρίχνοντάς την στη θάλασσα να φεύγουν. Πριν ξημερώσει για καλά έφερναν πάλι τη βάρκα πάνω στο κάρρο κοντά στο τείχος κατά τη μεριά της πύλης, για να μη φαίνεται από τη φρουρά των Αθηναίων στη Μινώα, αφού δεν υπήρχε στο λιμάνι κανένα πλοίο που να μπορούσε να δει κανείς. [4.67.4] Εκείνη λοιπόν τη νύχτα βρέθηκε το κάρρο κολλητά στην πύλη, κι όταν άνοιξε αυτή όπως συνήθως για να μπει μέσα η βάρκα, οι Αθηναίοι (η όλη υπόθεση έγινε με προσυμφωνημένα συνθήματα) το είδαν και ήρθαν τρεχάτοι από την ενέδρα, θέλοντας να προφτάσουν πριν ξανακλείσουν οι πύλες κι όσο βρισκόταν ακόμα το κάρρο στο άνοιγμά της, εμποδίζοντας τα θυρόφυλλα να σμίξουν· και σύγχρονα μ' αυτούς οι Μεγαρίτες που συνεργούσανε μαζί τους σκότωσαν τους φύλακες των πυλών. [4.67.5] Και πρώτα–πρώτα μπήκαν τρεχάτοι μέσα οι Πλαταιείς κ' οι περίπολοι που ήταν με το Δημοσθένη, στο σημείο που βρίσκεται τώρα το τρόπαιο κι αμέσως μόλις βρέθηκαν μέσα από την πύλη (γιατί τους πήραν τότε είδηση οι πιο κοντινοί Πελοποννήσιοι) πολέμησαν οι Πλαταιείς μ' όσους πρόστρεξαν ν' αμυνθούν και σιγούρεψαν το άνοιγμα της πύλης για τους στρατιώτες των Αθηναίων που ορμούσαν κατόπι τους.

[4.68.1] Ύστερ' απ' αυτό κάθε Αθηναίος στρατιώτης που έμπαινε πια μέσα προχωρούσε κατά πάνω στο τείχος. [4.68.2] Και οι Πελοποννήσιοι στην αρχή κρατούσανε γερά και υπεράσπιζαν τον εαυτό τους, μα λίγοι, και μερικοί απ' αυτούς σκοτώθηκαν, οι περισσότεροι όμως το 'βαλαν στα πόδια, επειδή φοβήθηκαν μέσα στο σκοτάδι καθώς είχαν πέσει πάνω τους οι εχτροί και τους πολεμούσαν και οι Μεγαρίτες που τους είχαν προδώσει, νομίζοντας πως όλοι οι Μεγαρίτες είχαν παραδοθεί. [4.68.3] Γιατί έτυχε κιόλας να κηρύξει ο κήρυκας των Αθηναίων από δική του πρωτοβουλία, όποιος Μεγαρίτης θέλει, να πάει με τους Αθηναίους βάζοντας κάτω τα όπλα του. Όταν τ' άκουσαν λοιπόν αυτοί, δεν περίμεναν άλλο, αλλά πιστεύοντας πως αληθινά τους πολεμούσαν κι από τις δυο μεριές με κοινή συμφωνία, κατέφυγαν στη Νίσαια. [4.68.4] Και την αυγή αφού είχαν παρθεί πια τα τείχη και οι κάτοικοι των Μεγάρων βρίσκονταν σε φοβισμένη ανησυχία, εκείνοι που είχαν διαπραγματευτεί με τους Αθηναίους και μαζί τους όλο το πλήθος των άλλων που γνώριζαν τι γινόταν, έλεγαν πως πρέπει ν' ανοίξουν τις πύλες και να βγουν έξω να δώσουνε μάχη. [4.68.5] Και είχε συμφωνηθεί μ' αυτούς όταν ανοίξουν οι πύλες να ορμήσουνε μέσα οι Αθηναίοι, κι αυτοί οι ίδιοι να διακρίνονται σα συναγωνιστές τους (γιατί είχαν αλείψει τα κορμιά τους με πάχος) έτσι που να μην κακοποιηθούν· και ήταν διπλά εξασφαλισμένοι ανοίγοντας έτσι τις πύλες· γιατί είχαν κιόλας έρθει (κατά τη συμφωνία) οι τέσσερις χιλιάδες Αθηναίοι στρατιώτες κ' οι εξακόσιοι ιππείς που είχε συμφωνηθεί νά 'ρθουν αφού βάδισαν τη νύχτα από την Ελευσίνα. [4.68.6] Ενώ δε αυτοί είχαν κιόλας αλείψει τα κορμιά τους και ήτανε μαζεμένοι κοντά στις πύλες, καταγγέλλει κάποιος που ήξερε τα πράματα, τη δολοπλοκία στους άλλους. Κι αυτοί κάνοντας μεταβολή και γυρίζοντας πίσω όλοι μαζί πήγαν κοντά τους κ' έλεγαν πως δεν πρέπει αυτοί νά 'βγουν κυνηγώντας τους εχθρούς τους (γιατί ποτέ ως τότε δεν είχαν τολμήσει κάτι τέτοιο, ούτε και τότε που είχαν μεγαλύτερη δύναμη) ούτε να ρίξουν την πολιτεία σε φανερό κίντυνο· κι αν κανείς δεν το παραδέχεται αυτό, η μάχη θα δοθεί εκεί. Δε φανέρωσαν αυτοί με κανένα τρόπο πως ήξεραν τη συνωμοσία, αλλά υποστήριζαν ότι συλλογίζονταν μόνο το καλό της πολιτείας και συνάμα έμεναν κοντά στις πύλες και τις φρουρούσαν, έτσι που δε στάθηκε δυνατό να εκπληρώσουν τους σκοπούς τους εκείνοι που είχαν συνωμοτήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου