Τειρεσίαο ἄνακτος, ἐπεὶ κατὰ θέσφατ᾽ ἔλεξεν·
αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, ὄφρ᾽ ἐπὶ μήτηρ
ἤλυθε καὶ πίεν αἷμα κελαινεφές· αὐτίκα δ᾽ ἔγνω,
καί μ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
155 «Τέκνον ἐμόν, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα
ζωὸς ἐών; χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι.
μέσσῳ γὰρ μεγάλοι ποταμοὶ καὶ δεινὰ ῥέεθρα,
Ὠκεανὸς μὲν πρῶτα, τὸν οὔ πως ἔστι περῆσαι
πεζὸν ἐόντ᾽, ἢν μή τις ἔχῃ εὐεργέα νῆα.
160 ἦ νῦν δὴ Τροίηθεν ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνεις
νηΐ τε καὶ ἑτάροισι πολὺν χρόνον; οὐδέ πω ἦλθες
εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾽ εἶδες ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκα;»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«μῆτερ ἐμή, χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀΐδαο
165 ψυχῇ χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίαο·
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος, οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾽ αἰὲν ἔχων ἀλάλημαι ὀϊζύν,
ἐξ οὗ τὰ πρώτισθ᾽ ἑπόμην Ἀγαμέμνονι δίῳ
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μαχοίμην.
170 ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο;
ἢ δολιχὴ νοῦσος, ἦ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν;
εἰπὲ δέ μοι πατρός τε καὶ υἱέος, ὃν κατέλειπον,
175 ἢ ἔτι πὰρ κείνοισιν ἐμὸν γέρας, ἦέ τις ἤδη
ἀνδρῶν ἄλλος ἔχει, ἐμὲ δ᾽ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι.
εἰπὲ δέ μοι μνηστῆς ἀλόχου βουλήν τε νόον τε,
ἠὲ μένει παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσει
ἦ ἤδη μιν ἔγημεν Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος.»
180 Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο πότνια μήτηρ·
«καὶ λίην κείνη γε μένει τετληότι θυμῷ
σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν· ὀϊζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ
φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ.
σὸν δ᾽ οὔ πώ τις ἔχει καλὸν γέρας, ἀλλὰ ἕκηλος
185 Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας
δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ᾽ ἀλεγύνειν·
πάντες γὰρ καλέουσι. πατὴρ δὲ σὸς αὐτόθι μίμνει
ἀγρῷ, οὐδὲ πόλινδε κατέρχεται· οὐδέ οἱ εὐναὶ
δέμνια καὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα,
190 ἀλλ᾽ ὅ γε χεῖμα μὲν εὕδει ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ
ἐν κόνι ἄγχι πυρός, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷται·
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος τεθαλυῖά τ᾽ ὀπώρη,
πάντῃ οἱ κατὰ γουνὸν ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο
φύλλων κεκλιμένων χθαμαλαὶ βεβλήαται εὐναί·
195 ἔνθ᾽ ὅ γε κεῖτ᾽ ἀχέων, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἀέξει
σὸν νόστον ποθέων· χαλεπὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει.
οὕτω γὰρ καὶ ἐγὼν ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον·
οὔτ᾽ ἐμέ γ᾽ ἐν μεγάροισιν ἐΰσκοπος ἰοχέαιρα
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν,
200 οὔτε τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥ τε μάλιστα
τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν·
ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ,
σή τ᾽ ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ γ᾽ ἔθελον φρεσὶ μερμηρίξας
205 μητρὸς ἐμῆς ψυχὴν ἑλέειν κατατεθνηυίης.
τρὶς μὲν ἐφωρμήθην, ἑλέειν τέ με θυμὸς ἀνώγει,
τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ
ἔπτατ᾽· ἐμοὶ δ᾽ ἄχος ὀξὺ γενέσκετο κηρόθι μᾶλλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
210 «Μῆτερ ἐμή, τί νύ μ᾽ οὐ μίμνεις ἑλέειν μεμαῶτα,
ὄφρα καὶ εἰν Ἀΐδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε
ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο;
ἦ τί μοι εἴδωλον τόδ᾽ ἀγαυὴ Περσεφόνεια
ὄτρυν᾽, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω;»
215 Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο πότνια μήτηρ·
«ὤ μοι, τέκνον ἐμόν, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν,
οὔ τί σε Περσεφόνεια, Διὸς θυγάτηρ, ἀπαφίσκει,
ἀλλ᾽ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε τίς κε θάνῃσιν·
οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν,
220 ἀλλὰ τὰ μέν τε πυρὸς κρατερὸν μένος αἰθομένοιο
δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ᾽ ὀστέα θυμός,
ψυχὴ δ᾽ ἠΰτ᾽ ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται.
ἀλλὰ φόωσδε τάχιστα λιλαίεο· ταῦτα δὲ πάντα
ἴσθ᾽, ἵνα καὶ μετόπισθε τεῇ εἴπῃσθα γυναικί.»
***
150 Αυτά μου μήνυσε η ψυχή του μάντη Τειρεσία, και πίσω κίνησε
για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,
ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ᾽ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
160 Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Τροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Ιθάκη καν·
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;»
Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
«Μάνα, το χρέος μ᾽ έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Αχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω, αφότου
τότε, στην αρχή, κινούσα, τον θεϊκό Αγαμέμνονα ακολουθώντας,
και βρέθηκα στο Ίλιο με τις καλές φοράδες, τους Τρώες να πολεμώ.
170 Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Αχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;»
180 Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
«Ησύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες,
πνίγεται στο κλάμα.
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ᾽ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει,
γιατί ακόμη όλοι τον καλούν.
Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια·
δεν κατεβαίνει πια στην πόλη· δεν έχει να πλαγιάσει
καλοστρωμένη κλίνη, με φλοκάτες, σεντόνια αστραφτερά.
190 Σαν βαρυχειμωνιάσει, κοιμάται στο υποστατικό, μαζί με δούλους,
καταγής, πλάι στη φωτιά, ντυμένος στα κουρέλια του.
Όταν καλοκαιριάζει πάλι, έρχεται ο θέρος, μεστώνουν οι καρποί,
τότε παντού, όπου βρεθεί, στους κήπους, σε πλαγιές κι αμπέλια,
μαζεύει τα πεσμένα φύλλα, και κουρνιάζει ταπεινά.
Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
200 δεν πήγα απ᾽ τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ψυχή του.
Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
για την ευγενική σου καλοσύνη — αυτά μου στέρησαν
τη γλύκα της ζωής.»
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν᾽ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ᾽ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
210 «Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο.
Εκτός και αν αγέρωχη η Περσεφόνη μόνο τον άδειον ίσκιο σου
μου στέλνει, να οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν᾽ αναστενάζω.»
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
«Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο,
όχι, δεν σ᾽ απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.
Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
220 όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά —
μόνο η ψυχή πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.»
150 Αυτά μου μήνυσε η ψυχή του μάντη Τειρεσία, και πίσω κίνησε
για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,
ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ᾽ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
160 Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Τροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Ιθάκη καν·
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;»
Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
«Μάνα, το χρέος μ᾽ έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Αχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω, αφότου
τότε, στην αρχή, κινούσα, τον θεϊκό Αγαμέμνονα ακολουθώντας,
και βρέθηκα στο Ίλιο με τις καλές φοράδες, τους Τρώες να πολεμώ.
170 Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Αχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;»
180 Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
«Ησύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες,
πνίγεται στο κλάμα.
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ᾽ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει,
γιατί ακόμη όλοι τον καλούν.
Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια·
δεν κατεβαίνει πια στην πόλη· δεν έχει να πλαγιάσει
καλοστρωμένη κλίνη, με φλοκάτες, σεντόνια αστραφτερά.
190 Σαν βαρυχειμωνιάσει, κοιμάται στο υποστατικό, μαζί με δούλους,
καταγής, πλάι στη φωτιά, ντυμένος στα κουρέλια του.
Όταν καλοκαιριάζει πάλι, έρχεται ο θέρος, μεστώνουν οι καρποί,
τότε παντού, όπου βρεθεί, στους κήπους, σε πλαγιές κι αμπέλια,
μαζεύει τα πεσμένα φύλλα, και κουρνιάζει ταπεινά.
Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
200 δεν πήγα απ᾽ τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ψυχή του.
Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
για την ευγενική σου καλοσύνη — αυτά μου στέρησαν
τη γλύκα της ζωής.»
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν᾽ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ᾽ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
210 «Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο.
Εκτός και αν αγέρωχη η Περσεφόνη μόνο τον άδειον ίσκιο σου
μου στέλνει, να οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν᾽ αναστενάζω.»
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
«Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο,
όχι, δεν σ᾽ απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.
Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
220 όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά —
μόνο η ψυχή πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου