κήδε᾽, ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ οὐρανίωνες·
τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.
Ὠγυγίη τις νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται,
245 ἔνθα μὲν Ἄτλαντος θυγάτηρ, δολόεσσα Καλυψώ,
ναίει ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεός· οὐδέ τις αὐτῇ
μίσγεται οὔτε θεῶν οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων.
ἀλλ᾽ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων
οἶον, ἐπεί μοι νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ
250 Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.
ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νεὸς ἀμφιελίσσης
ἐννῆμαρ φερόμην· δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ
νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, ἔνθα Καλυψὼ
255 ναίει ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεός, ἥ με λαβοῦσα
ἐνδυκέως ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν ἠδὲ ἔφασκε
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήρων ἤματα πάντα·
ἀλλ᾽ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν.
ἔνθα μὲν ἑπτάετες μένον ἔμπεδον, εἵματα δ᾽ αἰεὶ
260 δάκρυσι δεύεσκον, τά μοι ἄμβροτα δῶκε Καλυψώ·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθε,
καὶ τότε δή μ᾽ ἐκέλευσεν ἐποτρύνουσα νέεσθαι
Ζηνὸς ὑπ᾽ ἀγγελίης, ἢ καὶ νόος ἐτράπετ᾽ αὐτῆς.
πέμπε δ᾽ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε,
265 σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν,
οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέον ἤματα ποντοπορεύων,
ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾽ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα
γαίης ὑμετέρης, γήθησε δέ μοι φίλον ἦτορ
270 δυσμόρῳ· ἦ γὰρ μέλλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ
πολλῇ, τήν μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
ὅς μοι ἐφορμήσας ἀνέμους κατέδησε κελεύθου,
ὤρινεν δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον, οὐδέ τι κῦμα
εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι.
275 τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ᾽· αὐτὰρ ἐγώ γε
νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον, ὄφρα με γαίῃ
ὑμετέρῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ.
ἔνθα κέ μ᾽ ἐκβαίνοντα βιήσατο κῦμ᾽ ἐπὶ χέρσου,
πέτρῃς πρὸς μεγάλῃσι βαλὸν καὶ ἀτερπέϊ χώρῳ·
280 ἀλλ᾽ ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἧος ἐπῆλθον
ἐς ποταμόν, τῇ δή μοι ἐείσατο χῶρος ἄριστος,
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο.
ἐκ δ᾽ ἔπεσον θυμηγερέων, ἐπὶ δ᾽ ἀμβροσίη νὺξ
ἤλυθ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἀπάνευθε διιπετέος ποταμοῖο
285 ἐκβὰς ἐν θάμνοισι κατέδραθον, ἀμφὶ δὲ φύλλα
ἠφυσάμην· ὕπνον δὲ θεὸς κατ᾽ ἀπείρονα χεῦεν.
ἔνθα μὲν ἐν φύλλοισι, φίλον τετιημένος ἦτορ,
εὗδον παννύχιος καὶ ἐπ᾽ ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ·
δύσετό τ᾽ ἠέλιος, καί με γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν.
290 ἀμφιπόλους δ᾽ ἐπὶ θινὶ τεῆς ἐνόησα θυγατρὸς
παιζούσας, ἐν δ᾽ αὐτὴ ἔην ἐϊκυῖα θεῇσι.
τὴν ἱκέτευσ᾽· ἡ δ᾽ οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ,
ὡς οὐκ ἂν ἔλποιο νεώτερον ἀντιάσαντα
ἐρξέμεν· αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσιν.
295 ἥ μοι σῖτον δῶκεν ἅλις ἠδ᾽ αἴθοπα οἶνον,
καὶ λοῦσ᾽ ἐν ποταμῷ, καί μοι τάδε εἵματ᾽ ἔδωκε.
ταῦτά τοι, ἀχνύμενός περ, ἀληθείην κατέλεξα.»
***
240 Τον λόγο πήρε τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Είναι οδυνηρό, βασίλισσα, τα τόσα πάθη μου να εξιστορήσω
ένα προς ένα, μ᾽ όσα πολλά με βάρυναν οι επουράνιοι θεοί.
Ωστόσο θα απαντήσω στην ερώτηση, ό,τι ζητάς να μάθεις θα το πω.
Υπάρχει ένα νησί απόμακρο, η Ωγυγία, καταμεσής στο πέλαγος·
το κατοικεί η Καλυψώ, η θυγατέρα του Άτλαντα,
θεά καλλίκομη και φοβερή, που κρύβει τόσους δόλους·
θεός ή άνθρωπος δεν έσμιξε μαζί της, κι όμως εμένα
κάποιος δαίμονας μ᾽ οδήγησε συφοριασμένο στη ζεστή φωλιά της·
όταν, με τον πυρφόρο κεραυνό του, βρήκε ο Δίας και τσάκισε
250 το γρήγορο καράβι μου στο ταραγμένο, μπλάβο πέλαγος.
Εκεί αφανίστηκαν οι άλλοι, όλοι τους τίμιοι σύντροφοι·
μόνο εγώ, σφιχτά πιασμένος στην καρίνα, απομεινάρι απ᾽ το ευέλικτο
καράβι, μέρες εννιά πάλεψα με τη θάλασσα· ώσπου τη δέκατη,
μια νύχτα μαύρη, μ᾽ έριξαν οι θεοί στης Ωγυγίας το νησί· η Καλυψώ
το κατοικεί, δαιμονική θεά, καλλίκομη· αυτή με πήρε,
με φρόντισε μ᾽ αγάπη, με φιλοξένησε και μ᾽ έτρεφε· έλεγε
θα με κάνει αθάνατο κι αγέραστον εις τον αιώνα.
Αλλά δεν μπόρεσε ως το τέλος μες στα στήθη μου
τη γνώμη μου να αλλάξει.
Έμεινα ωστόσο στο νησί της καθηλωμένος επτά χρόνους,
260 μουσκεύοντας τα χαρισμένα ρούχα της τ᾽ αθάνατα στο δάκρυ.
Και μόνο όταν, με του καιρού τα αλλάγματα, μπήκε ο όγδοος χρόνος,
μου παραγγέλλει πως μπορώ να φύγω, πως είναι πρόθυμη
να με κατευοδώσει — ίσως να πήρε μήνυμα απ᾽ τον Δία,
μπορεί όμως να γύρισε κι ο νους της.
Μ᾽ έβαλε τότε σε σχεδία ξυλόδετη, άφθονα τρόφιμα μου δίνει και γλυκό κρασί,
μ᾽ έντυσε και με ρούχα αθάνατα,
έστειλε και τον ούριο άνεμο, ήπιο κι άβλαβο, ξοπίσω μου.
Εποντοπόρησα μέρες δεκαεπτά· στη δέκατη όγδοη φάνηκαν
βουνά βαθύσκιωτα της χώρας σας, κι ο δύσμοιρος αισθάνθηκα
270 χαρά μες στην ψυχή μου· κι όμως μου μέλλονταν μιαν άλλη συμφορά
να ζήσω μεγαλύτερη, που πάνω μου την έριξε
ο κοσμοσείστης Ποσειδών.
Σήκωσε δυνατούς ανέμους τον δρόμο μου εμποδίζοντας,
συντάραξε της θάλασσας τα βάθη, και πια το κύμα δεν μ᾽ αφήνει
να μείνω πάνω στη σχεδία, αναστενάζοντας βαριά·
η ανεμοθύελλα την έκανε κομμάτια, και βρέθηκα
να πολεμώ με κύματα θεόρατα, ωσότου ο αγέρας που φυσούσε
και τα ρεύματα στη γη σας μ᾽ έφεραν κοντά.
Κι όπως δοκίμασα να βγω, το κύμα θα με ξέσχιζε σ᾽ εκείνα επάνω
τα πελώρια βράχια — άγριος τόπος κι αφιλόξενος.
280 Έκανα πίσω τότε, πήρα ξανά να κολυμπώ, οπότε βρέθηκα μπροστά
σ᾽ ένα ποτάμι· αυτό το μέρος είδα πως είναι το καλύτερο,
ήμερο, δίχως βράχους, προστατευμένο απ᾽ τους ανέμους.
Ξέπνοος μπόρεσα και μετά βίας έξω σύρθηκα· στο μεταξύ πέφτει
κι η νύχτα θεϊκή, από το ιερό ποτάμι ξεμακραίνοντας,
κάτω από θάμνους έγειρα να κοιμηθώ, μάζεψα γύρω μου
κλαδιά και φύλλα,
κι ένας θεός τα μάτια μου έκλεισε σε ατέλειωτο ύπνο.
Εκεί, στα φύλλα ανάμεσα, με την καρδιά βαριά, κοιμήθηκα
όλη τη νύχτα· κοιμόμουν κι όταν είχε ξημερώσει,
μέχρι και το άλλο μεσημέρι.
Κι έπεφτε πια στη δύση ο ήλιος, τότε γλυκύς ο ύπνος μ᾽ άφησε.
290 Τα μάτια ανοίγοντας, βλέπω κορίτσια στο ακρογιάλι,
να παίζουν γύρω από την κόρη σου, κι εκείνη ανάμεσά τους
ωραία σαν αθάνατη.
Την ικετεύω, κι εκείνη καθόλου δεν ξαστόχησε σε φρόνηση
και θάρρος, δείχνοντας αρετές που λες πως δεν τις έχει
ο κάθε νέος που μπροστά σου βγαίνει —
γιατί οι νεότεροι συχνά συμπεριφέρονται αστόχαστα.
Μου πρόσφερε λοιπόν πολύ ψωμί και κόκκινο κρασί,
μ᾽ έβαλε στο ποτάμι να λουστώ, μ᾽ έντυσε και μ᾽ αυτά τα ρούχα.
Όσο κι αν είμαι βαρυμένος από λύπη, σου εξιστόρησα,
βασίλισσα, την πάσα αλήθεια.»
240 Τον λόγο πήρε τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Είναι οδυνηρό, βασίλισσα, τα τόσα πάθη μου να εξιστορήσω
ένα προς ένα, μ᾽ όσα πολλά με βάρυναν οι επουράνιοι θεοί.
Ωστόσο θα απαντήσω στην ερώτηση, ό,τι ζητάς να μάθεις θα το πω.
Υπάρχει ένα νησί απόμακρο, η Ωγυγία, καταμεσής στο πέλαγος·
το κατοικεί η Καλυψώ, η θυγατέρα του Άτλαντα,
θεά καλλίκομη και φοβερή, που κρύβει τόσους δόλους·
θεός ή άνθρωπος δεν έσμιξε μαζί της, κι όμως εμένα
κάποιος δαίμονας μ᾽ οδήγησε συφοριασμένο στη ζεστή φωλιά της·
όταν, με τον πυρφόρο κεραυνό του, βρήκε ο Δίας και τσάκισε
250 το γρήγορο καράβι μου στο ταραγμένο, μπλάβο πέλαγος.
Εκεί αφανίστηκαν οι άλλοι, όλοι τους τίμιοι σύντροφοι·
μόνο εγώ, σφιχτά πιασμένος στην καρίνα, απομεινάρι απ᾽ το ευέλικτο
καράβι, μέρες εννιά πάλεψα με τη θάλασσα· ώσπου τη δέκατη,
μια νύχτα μαύρη, μ᾽ έριξαν οι θεοί στης Ωγυγίας το νησί· η Καλυψώ
το κατοικεί, δαιμονική θεά, καλλίκομη· αυτή με πήρε,
με φρόντισε μ᾽ αγάπη, με φιλοξένησε και μ᾽ έτρεφε· έλεγε
θα με κάνει αθάνατο κι αγέραστον εις τον αιώνα.
Αλλά δεν μπόρεσε ως το τέλος μες στα στήθη μου
τη γνώμη μου να αλλάξει.
Έμεινα ωστόσο στο νησί της καθηλωμένος επτά χρόνους,
260 μουσκεύοντας τα χαρισμένα ρούχα της τ᾽ αθάνατα στο δάκρυ.
Και μόνο όταν, με του καιρού τα αλλάγματα, μπήκε ο όγδοος χρόνος,
μου παραγγέλλει πως μπορώ να φύγω, πως είναι πρόθυμη
να με κατευοδώσει — ίσως να πήρε μήνυμα απ᾽ τον Δία,
μπορεί όμως να γύρισε κι ο νους της.
Μ᾽ έβαλε τότε σε σχεδία ξυλόδετη, άφθονα τρόφιμα μου δίνει και γλυκό κρασί,
μ᾽ έντυσε και με ρούχα αθάνατα,
έστειλε και τον ούριο άνεμο, ήπιο κι άβλαβο, ξοπίσω μου.
Εποντοπόρησα μέρες δεκαεπτά· στη δέκατη όγδοη φάνηκαν
βουνά βαθύσκιωτα της χώρας σας, κι ο δύσμοιρος αισθάνθηκα
270 χαρά μες στην ψυχή μου· κι όμως μου μέλλονταν μιαν άλλη συμφορά
να ζήσω μεγαλύτερη, που πάνω μου την έριξε
ο κοσμοσείστης Ποσειδών.
Σήκωσε δυνατούς ανέμους τον δρόμο μου εμποδίζοντας,
συντάραξε της θάλασσας τα βάθη, και πια το κύμα δεν μ᾽ αφήνει
να μείνω πάνω στη σχεδία, αναστενάζοντας βαριά·
η ανεμοθύελλα την έκανε κομμάτια, και βρέθηκα
να πολεμώ με κύματα θεόρατα, ωσότου ο αγέρας που φυσούσε
και τα ρεύματα στη γη σας μ᾽ έφεραν κοντά.
Κι όπως δοκίμασα να βγω, το κύμα θα με ξέσχιζε σ᾽ εκείνα επάνω
τα πελώρια βράχια — άγριος τόπος κι αφιλόξενος.
280 Έκανα πίσω τότε, πήρα ξανά να κολυμπώ, οπότε βρέθηκα μπροστά
σ᾽ ένα ποτάμι· αυτό το μέρος είδα πως είναι το καλύτερο,
ήμερο, δίχως βράχους, προστατευμένο απ᾽ τους ανέμους.
Ξέπνοος μπόρεσα και μετά βίας έξω σύρθηκα· στο μεταξύ πέφτει
κι η νύχτα θεϊκή, από το ιερό ποτάμι ξεμακραίνοντας,
κάτω από θάμνους έγειρα να κοιμηθώ, μάζεψα γύρω μου
κλαδιά και φύλλα,
κι ένας θεός τα μάτια μου έκλεισε σε ατέλειωτο ύπνο.
Εκεί, στα φύλλα ανάμεσα, με την καρδιά βαριά, κοιμήθηκα
όλη τη νύχτα· κοιμόμουν κι όταν είχε ξημερώσει,
μέχρι και το άλλο μεσημέρι.
Κι έπεφτε πια στη δύση ο ήλιος, τότε γλυκύς ο ύπνος μ᾽ άφησε.
290 Τα μάτια ανοίγοντας, βλέπω κορίτσια στο ακρογιάλι,
να παίζουν γύρω από την κόρη σου, κι εκείνη ανάμεσά τους
ωραία σαν αθάνατη.
Την ικετεύω, κι εκείνη καθόλου δεν ξαστόχησε σε φρόνηση
και θάρρος, δείχνοντας αρετές που λες πως δεν τις έχει
ο κάθε νέος που μπροστά σου βγαίνει —
γιατί οι νεότεροι συχνά συμπεριφέρονται αστόχαστα.
Μου πρόσφερε λοιπόν πολύ ψωμί και κόκκινο κρασί,
μ᾽ έβαλε στο ποτάμι να λουστώ, μ᾽ έντυσε και μ᾽ αυτά τα ρούχα.
Όσο κι αν είμαι βαρυμένος από λύπη, σου εξιστόρησα,
βασίλισσα, την πάσα αλήθεια.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου