Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (3.201-3.252)

Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
καὶ λίην κεῖνος μὲν ἐτίσατο, καί οἱ Ἀχαιοὶ
οἴσουσι κλέος εὐρὺ καὶ ἐσσομένοισιν ἀοιδήν.
205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν,
τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς,
οἵ τέ μοι ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται.
ἀλλ᾽ οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον,
πατρί τ᾽ ἐμῷ καὶ ἐμοί· νῦν δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης.»
210 Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεὶ δὴ ταῦτά μ᾽ ἀνέμνησας καὶ ἔειπες,
φασὶ μνηστῆρας σῆς μητέρος εἵνεκα πολλοὺς
ἐν μεγάροις ἀέκητι σέθεν κακὰ μηχανάασθαι.
εἰπέ μοι ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι, ἦ σέ γε λαοὶ
215 ἐχθαίρουσ᾽ ἀνὰ δῆμον, ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ.
τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτίσεται ἐλθών,
ἢ ὅ γε μοῦνος ἐών, ἢ καὶ σύμπαντες Ἀχαιοί;
εἰ γάρ σ᾽ ὣς ἐθέλοι φιλέειν γλαυκῶπις Ἀθήνη
ὡς τότ᾽ Ὀδυσσῆος περικήδετο κυδαλίμοιο
220 δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχομεν ἄλγε᾽ Ἀχαιοί—
οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας
ὡς κείνῳ ἀναφανδὰ παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη—
εἴ σ᾽ οὕτως ἐθέλοι φιλέειν κήδοιτό τε θυμῷ,
τῶ κέν τις κείνων γε καὶ ἐκλελάθοιτο γάμοιο.»
225 Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ὦ γέρον, οὔ πω τοῦτο ἔπος τελέεσθαι ὀΐω·
λίην γὰρ μέγα εἶπες· ἄγη μ᾽ ἔχει. οὐκ ἂν ἐμοί γε
ἐλπομένῳ τὰ γένοιτ᾽, οὐδ᾽ εἰ θεοὶ ὣς ἐθέλοιεν.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
230 «Τηλέμαχε, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
ῥεῖα θεός γ᾽ ἐθέλων καὶ τηλόθεν ἄνδρα σαώσαι.
βουλοίμην δ᾽ ἂν ἐγώ γε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας
οἴκαδέ τ᾽ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι,
ἢ ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος, ὡς Ἀγαμέμνων
235 ὤλεθ᾽ ὑπ᾽ Αἰγίσθοιο δόλῳ καὶ ἧς ἀλόχοιο.
ἀλλ᾽ ἦ τοι θάνατον μὲν ὁμοίϊον οὐδὲ θεοί περ
καὶ φίλῳ ἀνδρὶ δύνανται ἀλαλκέμεν, ὁππότε κεν δὴ
μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
240 «Μέντορ, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα κηδόμενοί περ.
κείνῳ δ᾽ οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος, ἀλλά οἱ ἤδη
φράσσαντ᾽ ἀθάνατοι θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν.
νῦν δ᾽ ἐθέλω ἔπος ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι
Νέστορ᾽, ἐπεὶ περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων·
245 τρὶς γὰρ δή μίν φασιν ἀνάξασθαι γένε᾽ ἀνδρῶν,
ὥς τέ μοι ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι.
ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, σὺ δ᾽ ἀληθὲς ἐνίσπες·
πῶς ἔθαν᾽ Ἀτρεΐδης εὐρυκρείων Ἀγαμέμνων;
ποῦ Μενέλαος ἔην; τίνα δ᾽ αὐτῷ μήσατ᾽ ὄλεθρον
250 Αἴγισθος δολόμητις, ἐπεὶ κτάνε πολλὸν ἀρείω;
ἦ οὐκ Ἄργεος ἦεν Ἀχαϊκοῦ, ἀλλά πῃ ἄλλῃ
πλάζετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους, ὁ δὲ θαρσήσας κατέπεφνε;»

***
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τώρα στον Νέστορα αποκρίθηκε:
«Ω Νέστορα, γιε του Νηλέα, δόξα λαμπρή των Αχαιών,
εκείνος πολύ καλά εκδικήθηκε, γι᾽ αυτό θα διαλαλούν
οι Αχαιοί παντού το κλέος του, και θα το τραγουδούν
οι άνθρωποι στο μέλλον.
Μακάρι και σ᾽ εμένα τόση δύναμη να ᾽διναν οι θεοί,
που να μπορούσα να τους τιμωρήσω τους μνηστήρες
για τη βαριά παρανομία τους — αυτούς που μηχανεύονται εναντίον μου
ακόλαστα έργα, υβριστικά.
Αλλά οι θεοί δεν όρισαν μια τέτοια τύχη και σ᾽ εμένα —
μήτε σ᾽ εμένα μήτε στον πατέρα μου. Και πρέπει τώρα
να υποφέρω το κακό υπομένοντας.»
210 Αμέσως ο ιππικός Γερήνιος Νέστορας απάντησε:
«Καλέ μου φίλε, αφού τα αναλογίστηκες μόνος αυτά
και τα προφέρεις· λένε λοιπόν πως εξαιτίας της μάνας σου
κάθονται οι πολλοί μνηστήρες στο παλάτι, δίχως την άδειά σου,
και το κακό σου μηχανεύονται.
Αλήθεια πες μου· υποτάσσεσαι γιατί το θέλεις;
ή ο λαός της χώρας σου σ᾽ εχθρεύεται, ακολουθώντας ίσως
και τη φωνή κάποιου θεού;
Κι όμως ποιος ξέρει, μπορεί να φτάσει εκείνος κάποια μέρα,
εκδικητής της βίας, μόνος του ή και να τον συντρέξουν
κι όλοι οι άλλοι Αχαιοί.
Γιατί είμαι βέβαιος, αν ήθελε η γλαυκόματη Αθηνά
κι εσένα να σου δείξει τόση αγάπη, όση φροντίδα φιλική
έδειχνε τότε εκεί, στη μακρινή χώρα των Τρώων,
για τον αξέχαστο Οδυσσέα, όταν εμείς οι Αχαιοί
220 τραβούσαμε τα πάνδεινα —
ομολογώ, ποτέ δεν είδα στη ζωή μου θεούς να δείχνουν τόση αγάπη
αναφανδόν, όπως αναφανδόν του παραστάθηκε η Αθηνά Παλλάδα εκείνου.
Αν ήθελε λοιπόν κι εσένα ν᾽ αγαπήσει τόσο, αν μέσα της
είχε την έγνοια σου, ε τότε αυτοί, όλοι τους και χωριστά ο καθένας,
τον γάμο θα ξεχνούσαν μια για πάντα.»
Αλλά στον Νέστορα αντιμίλησε με τη δική του φρόνηση ο Τηλέμαχος:
«Δεν το πιστεύω, γέροντα, αληθινά να βγουν τα λόγια σου·
μεγάλον λόγο πρόφερες, κι έχει θολώσει ο νους μου· όχι, δεν έχω
ελπίδα πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σ᾽ εμένα, έστω
κι αν το θελήσουν οι θεοί.»
Σ᾽ εκείνον όμως η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, γύρισε κι είπε:
230 «Τηλέμαχε, τι λόγος τώρα ξέφυγε απ᾽ το στόμα σου!
Εύκολα ο θεός, αν το θελήσει, σώζει τον άνθρωπο, κι από μακριά.
Εγώ θα προτιμούσα, μετά από βάσανα πολλά,
να φτάσω κάποτε στο σπίτι μου για να χαρώ τον γυρισμό,
παρά γυρίζοντας εφέστιος να αφανιστώ καθώς ο Αγαμέμνων,
που δόλια τον αφάνισαν ο Αίγισθος κι η νόμιμη γυναίκα του.
Μόνο που τον κοινό θάνατο των θνητών, αυτόν δεν τον μπορούν
μήτε οι θεοί, ακόμη και σ᾽ εκείνον που αγαπούν, για πάντα ν᾽ αποτρέψουν,
όταν η ώρα φτάνει να γκρεμίσει κάποιον η ολέθρια μοίρα
με το ανελέητο τέλος του θανάτου.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της αποκρίθηκε:
240 «Μέντορα, πια δεν ωφελεί μ᾽ αυτά να συνεχίσουμε, κι ας μας βαραίνει
τόσος πόνος· θα μείνει εκείνου ο νόστος μια ψευδαίσθηση, αφού οι αθάνατοι αποφάσισαν τον θάνατό του, μαύρο το ριζικό του.
Γι᾽ αυτό θέλω ν᾽ αλλάξω τώρα λόγο, άλλο να μάθω από τον Νέστορα
ρωτώντας, που και στη γνώση και στη δίκαιη κρίση του υπερέχει —
λένε πως τρεις ολόκληρες γενιές στην Πύλο βασιλεύει,
έτσι φαντάζει και σ᾽ εμένα που τον βλέπω αθάνατος.
Ω Νέστορα, γιε του Νηλέα, μίλα και πες μου την αλήθεια·
πώς πέθανε ο γιος του Ατρέα, ο Αγαμέμνων με την τόση ισχύ;
πού να ᾽ταν ο Μενέλαος; ποιον όλεθρο μελέτησε
250 ο δολοπλόκος Αίγισθος, που σκότωσε κατά πολύ ανώτερόν του;
μήπως εκείνος έλειπε, μήπως δεν βρέθηκε στων Αχαιών το Άργος;
αλλού παράδερνε περιπλανώμενος σε ξένες χώρες; οπότε αυτός
ξεθάρρεψε κι έκανε φόνο;»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου