845 ΟΙ. ποῦ, τέκνον, εἶ μοι; ΑΝ. πρὸς βίαν πορεύομαι.
ΟΙ. ὄρεξον, ὦ παῖ, χεῖρας. ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐδὲν σθένω.
ΚΡ. οὐκ ἄξεθ᾽ ὑμεῖς; ΟΙ. ὢ τάλας ἐγώ, τάλας.
ΚΡ. οὔκουν ποτ᾽ ἐκ τούτοιν γε μὴ σκήπτροιν ἔτι
ὁδοιπορήσῃς· ἀλλ᾽ ἐπεὶ νικᾶν θέλεις
850 πατρίδα τε τὴν σὴν καὶ φίλους, ὑφ᾽ ὧν ἐγὼ
ταχθεὶς τάδ᾽ ἔρδω, καὶ τύραννος ὢν ὅμως,
νίκα· χρόνῳ γάρ, οἶδ᾽ ἐγώ, γνώσῃ τάδε,
ὁθούνεκ᾽ αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ
δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω, βίᾳ φίλων
855 ὀργῇ χάριν δούς, ἥ σ᾽ ἀεὶ λυμαίνεται.
ΧΟ. ἐπίσχες αὐτοῦ, ξεῖνε. ΚΡ. μὴ ψαύειν λέγω.
ΧΟ. οὔτοι σ᾽ ἀφήσω, τῶνδέ γ᾽ ἐστερημένος.
ΚΡ. καὶ μεῖζον ἆρα ῥύσιον πόλει τάχα
θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ τούτοιν μόναιν.
860 ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐς τί τρέψῃ; ΚΡ. τόνδ᾽ ἀπάξομαι λαβών.
ΧΟ. δεινὸν λέγεις. ΚΡ. καὶ τοῦτο νῦν πεπράξεται.
ἢν μή μ᾽ ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ.
ΟΙ. ὦ φθέγμ᾽ ἀναιδές, ἦ σὺ γὰρ ψαύσεις ἐμοῦ;
ΚΡ. αὐδῶ σιωπᾶν. ΟΙ. μὴ γὰρ αἵδε δαίμονες
865 θεῖέν μ᾽ ἄφωνον τῆσδε τῆς ἀρᾶς ἔτι,
ὅς μ᾽, ὦ κάκιστε, ψιλὸν ὄμμ᾽ ἀποσπάσας
πρὸς ὄμμασιν τοῖς πρόσθεν ἐξοίχῃ βίᾳ.
τοιγὰρ σὲ καὐτὸν καὶ γένος τὸ σὸν θεῶν
ὁ πάντα λεύσσων Ἥλιος δοίη βίον
870 τοιοῦτον οἷον κἀμὲ γηρᾶναί ποτε.
ΚΡ. ὁρᾶτε ταῦτα, τῆσδε γῆς ἐγχώριοι;
ΟΙ. ὁρῶσι κἀμὲ καὶ σέ, καὶ φρονοῦσ᾽ ὅτι
ἔργοις πεπονθὼς ῥήμασίν σ᾽ ἀμύνομαι.
ΚΡ. οὔτοι καθέξω θυμόν, ἀλλ᾽ ἄξω βίᾳ
875 κεἰ μοῦνός εἰμι τόνδε καὶ χρόνῳ βραδύς.
ΟΙ. ἰὼ τάλας. [αντ.]
ΧΟ. ὅσον λῆμ᾽ ἔχων ἀφίκου, ξέν᾽, εἰ
τάδε δοκεῖς τελεῖν.
ΚΡ. δοκῶ. ΧΟ. τάνδ᾽ ἄρ᾽ οὐκέτι νέμω πόλιν.
880 ΚΡ. τοῖς τοι δικαίοις χὠ βραχὺς νικᾷ μέγαν.
ΟΙ. ὄρεξον, ὦ παῖ, χεῖρας. ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐδὲν σθένω.
ΚΡ. οὐκ ἄξεθ᾽ ὑμεῖς; ΟΙ. ὢ τάλας ἐγώ, τάλας.
ΚΡ. οὔκουν ποτ᾽ ἐκ τούτοιν γε μὴ σκήπτροιν ἔτι
ὁδοιπορήσῃς· ἀλλ᾽ ἐπεὶ νικᾶν θέλεις
850 πατρίδα τε τὴν σὴν καὶ φίλους, ὑφ᾽ ὧν ἐγὼ
ταχθεὶς τάδ᾽ ἔρδω, καὶ τύραννος ὢν ὅμως,
νίκα· χρόνῳ γάρ, οἶδ᾽ ἐγώ, γνώσῃ τάδε,
ὁθούνεκ᾽ αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ
δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω, βίᾳ φίλων
855 ὀργῇ χάριν δούς, ἥ σ᾽ ἀεὶ λυμαίνεται.
ΧΟ. ἐπίσχες αὐτοῦ, ξεῖνε. ΚΡ. μὴ ψαύειν λέγω.
ΧΟ. οὔτοι σ᾽ ἀφήσω, τῶνδέ γ᾽ ἐστερημένος.
ΚΡ. καὶ μεῖζον ἆρα ῥύσιον πόλει τάχα
θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ τούτοιν μόναιν.
860 ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐς τί τρέψῃ; ΚΡ. τόνδ᾽ ἀπάξομαι λαβών.
ΧΟ. δεινὸν λέγεις. ΚΡ. καὶ τοῦτο νῦν πεπράξεται.
ἢν μή μ᾽ ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ.
ΟΙ. ὦ φθέγμ᾽ ἀναιδές, ἦ σὺ γὰρ ψαύσεις ἐμοῦ;
ΚΡ. αὐδῶ σιωπᾶν. ΟΙ. μὴ γὰρ αἵδε δαίμονες
865 θεῖέν μ᾽ ἄφωνον τῆσδε τῆς ἀρᾶς ἔτι,
ὅς μ᾽, ὦ κάκιστε, ψιλὸν ὄμμ᾽ ἀποσπάσας
πρὸς ὄμμασιν τοῖς πρόσθεν ἐξοίχῃ βίᾳ.
τοιγὰρ σὲ καὐτὸν καὶ γένος τὸ σὸν θεῶν
ὁ πάντα λεύσσων Ἥλιος δοίη βίον
870 τοιοῦτον οἷον κἀμὲ γηρᾶναί ποτε.
ΚΡ. ὁρᾶτε ταῦτα, τῆσδε γῆς ἐγχώριοι;
ΟΙ. ὁρῶσι κἀμὲ καὶ σέ, καὶ φρονοῦσ᾽ ὅτι
ἔργοις πεπονθὼς ῥήμασίν σ᾽ ἀμύνομαι.
ΚΡ. οὔτοι καθέξω θυμόν, ἀλλ᾽ ἄξω βίᾳ
875 κεἰ μοῦνός εἰμι τόνδε καὶ χρόνῳ βραδύς.
ΟΙ. ἰὼ τάλας. [αντ.]
ΧΟ. ὅσον λῆμ᾽ ἔχων ἀφίκου, ξέν᾽, εἰ
τάδε δοκεῖς τελεῖν.
ΚΡ. δοκῶ. ΧΟ. τάνδ᾽ ἄρ᾽ οὐκέτι νέμω πόλιν.
880 ΚΡ. τοῖς τοι δικαίοις χὠ βραχὺς νικᾷ μέγαν.
ΟΙ. ἀκούεθ᾽ οἷα φθέγγεται; ΧΟ. τά γ᾽ οὐ τελεῖ
‹. . .› ΚΡ. Ζεύς ταῦτ᾽ ἂν εἰδείη, σὺ δ᾽ οὔ.
ΧΟ. ἆρ᾽ οὐχ ὕβρις τάδ᾽; ΚΡ. ὕβρις, ἀλλ᾽ ἀνεκτέα.
ΧΟ. ἰὼ πᾶς λεώς, ἰὼ γᾶς πρόμοι,
885 μόλετε σὺν τάχει, μόλετ᾽· ἐπεὶ πέραν
περῶσ᾽ οἵδε δή.
‹. . .› ΚΡ. Ζεύς ταῦτ᾽ ἂν εἰδείη, σὺ δ᾽ οὔ.
ΧΟ. ἆρ᾽ οὐχ ὕβρις τάδ᾽; ΚΡ. ὕβρις, ἀλλ᾽ ἀνεκτέα.
ΧΟ. ἰὼ πᾶς λεώς, ἰὼ γᾶς πρόμοι,
885 μόλετε σὺν τάχει, μόλετ᾽· ἐπεὶ πέραν
περῶσ᾽ οἵδε δή.
***
ΑΝ. Σέρνομαι η δύστυχη, φιλόξενοί μου ξένοι.ΟΙ. Πού πας, κορίτσι μου;
845 ΑΝ. Όπου η βία με πάει.
ΟΙ. Δώσ᾽ μου το χέρι σου.
ΑΝ. Δεν έχω δύναμη.
ΚΡ. Εσείς, δεν θα την πάρετε αυτή αποδώ;
ΟΙ. Τάλας εγώ, τάλας εγώ.
ΚΡ. Ποτέ σου πια δεν θα ᾽χεις τα δυο σου δεκανίκια.
Αλλά επειδή το θες, να βγαίνεις πάντα νικητής,
850 νικώντας την πατρίδα, τους δικούς σου, που με δική τους
εντολή κάνω αυτά που κάνω, σ᾽ αφήνω τώρα
να νικήσεις, κι ας ήμουν της Θήβας βασιλιάς.
Όμως, καθώς ο χρόνος θα κυλάει, το ξέρω·
θα καταλάβεις μόνος σου και τα στραβά που κάνεις
κι αυτά που έκανες στο παρελθόν, περιφρονώντας
τους δικούς σου, μόνο από πείσμα, πείσμα που έγινε
855 στο μεταξύ η καταστροφή σου.
ΧΟ. Σταμάτα, ξένε.
ΚΡ. Μη με κρατάς, σου λέω.
ΧΟ. Όχι, δεν θα σ᾽ αφήσω, τώρα που πια στερήθηκα
τα δυο κορίτσια του.
ΚΡ. Τότε λοιπόν μεγάλο ενέχυρο στην πόλη σου
θα βάλεις, γιατί δεν πρόκειται να μείνω
μόνο μ᾽ αυτές τις δυο στο χέρι.
ΧΟ. Πού πάει τώρα ο νους σου;
860 ΚΡ. Κι αυτόν εδώ θα τον συλλάβω, μαζί μου θα τον πάρω.
ΧΟ. Αυτό δεν γίνεται με τίποτε.
ΚΡ. Κι όμως θα γίνει, φτάνει να μη σταθεί ο βασιλιάς
της χώρας σας εμπόδιό μου.
ΟΙ. Στόμα ξεδιάντροπο. Τολμάς αλήθεια χέρι να βάλεις πάνω μου;
ΚΡ. Φωνάζω να σωπάσεις.
ΟΙ. Ποτέ οι θεοί του τόπου μην αφήσουν
865 άφωνη την κατάρα μου, παγκάκιστε,
που ανυπεράσπιστο με βρήκες και μου παίρνεις
το τρίτο μάτι μου, μετά τα δυο που μόνος μου τα τύφλωσα.
Να δώσει ο Ήλιος, που τα πάντα βλέπει
πάνω στη γη, το σόι σου κι εσύ να μαραθείτε στην υπόλοιπη
870 ζωή σας, σαν τα δικά μου γηρατειά.
ΚΡ. Το βλέπετε κι εσείς, οι κάτοικοι της χώρας.
ΟΙ. Εμένα βλέποντας κι εσένα, κρίνουν·
σ᾽ έργα κατάφωρα αμύνομαι με λόγια.
ΚΡ. Άλλο δεν γίνεται να συγκρατήσω τον θυμό μου,
875με βία θα τον σύρω, κι ας είμαι μόνος και βαρύς στα χρόνια.
ΟΙ. Ιώ, τάλας εγώ.
ΧΟ. Μεγάλο θράσος κουβαλάς στα μέρη μας,
αν το φαντάζεσαι πως ό,τι λες θα γίνει.
ΚΡ. Ναι, το φαντάζομαι.
ΧΟ. Τότε κι εγώ δεν θα ᾽μουν πια πολίτης αυτής της πόλης.
880 ΚΡ. Όσο κρατεί το δίκιο, νικάει τον ψηλό ο κοντός.
ΟΙ. Ακούτε τί μας λέει;
ΧΟ. Δεν θα το κατορθώσει ωστόσο.
ΚΡ. Αυτό ο Δίας το ξέρει, όχι εσύ.
ΧΟ. Ύβρις ο λόγος σου.
ΚΡ. Ύβρις, που πρέπει όμως να την υποστείς.
885 ΧΟ. Όλοι στο πόδι, λαός της πόλης κι άρχοντες,
αυτοί περνούν τα αξεπέραστα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου