ᾔτεις, σκατοφάγ᾽· ὡς οὐκ ἐπίστανταί τινες
ποιεῖν τὸ τοιοῦθ᾽· εὕρηκ᾽ ἐγὼ τούτου τέχνην·
490 διακονῶ γὰρ μυρίοις ἐν τῇ πόλει
τούτων τ᾽ ἐνοχλῶ τοῖς γείτοσιν καὶ λαμβάνω
σκεύη παρὰ πάντων. δεῖ γὰρ εἶναι κολακικὸν
τὸν δεόμενόν του. πρεσβύτερός τις τῇ θύρᾳ
ὑπακήκο᾽· εὐθὺς πατέρα καὶ πάππα[ν λέγω.
495 γραῦς· μητέρ᾽. ἂν τῶν διὰ μέσου τ[ις ᾖ γυνή,
ἐκάλεσ᾽ ἱερέαν. ἂν θεράπων[
βέλτιστον. ὑμεῖς δ᾽ ἐκκρεμαν[νήσθε δή·
ὢ τῆς ἀμαθίας. παιδίον παῖ[
ἐγώ. πρόελθε, πατρίδιον· σὲ β[ούλομαι.
500 ΚΝ. πάλιν αὖ σύ; (ΣΙ.) π̣[αῖ, τί το]ῦτ᾽; (ΚΝ.) ἐρεθίζεις μ᾽ ὡσπερεὶ
ἐπίτηδες, οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν
μὴ προσιέναι; τὸν ἱμάντα δός, γραῦ. (ΣΙ.) μηδαμῶς,
ἀλλ᾽ ἄφες. (ΚΝ.) ἄφες; ‹ΣΙ.› βέλτιστε, ναὶ πρὸς ‹τῶν› θεῶν.
(ΚΝ.) ἧκε πάλιν. (ΣΙ.) ὁ Ποσειδῶν σε— (ΚΝ.) καὶ λαλεῖς ἔτι;
505 (ΣΙ.) αἰτούμενος χυτρόγαυλον ἦλθον. (ΚΝ.) οὐκ ἔχω
οὔτε χυτρόγαυλον οὔτε πέλεκυν οὔθ᾽ ἅλας
οὔτ᾽ ὄξος οὔτ᾽ ἄλλ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ εἴρηχ᾽ ἁπλῶς
μὴ προσιέναι μοι πᾶσι τοῖς ἐν τῷ τόπῳ.
(ΣΙ.) ἐμοὶ μὲν οὐκ εἴρηκας. (ΚΝ.) ἀλλὰ νῦν λέγω.
510 (ΣΙ.) νὴ σὺν κακῷ γ᾽. οὐδ᾽ ὁπόθεν ἄν τις, εἰπέ μοι,
ἐλθὼν λάβοι φράσαις ἄν; (ΚΝ.) οὐκ ἐγὼ ᾽λεγον;
ἔτι μοι λαλήσεις; (ΣΙ.) χαῖρε πολλά. (ΚΝ.) οὐ βούλομαι
χαίρειν παρ᾽ ὑμῶν οὐδενός. (ΣΙ.) μὴ χαῖρε δή.
(ΚΝ.) ὢ τῶν ἀνηκέστων κακῶν. (ΣΙ.) καλῶς γέ με
515 βεβωλοκόπηκεν. (ΓΕ.) οἷόν ἐστ᾽ ἐπιδεξίως
αἰτεῖν· διαφέρει νὴ Δί᾽. (ΣΙ.) ἐφ᾽ ἑτέραν θύραν
ἔλθῃ τις; ἀλλ᾽ εἰ σφαιρομαχοῦσ᾽ ἐν τῷ τόπῳ
οὕτως ἑτοίμως, χαλεπόν. ἆρά γ᾽ ἐστί μοι
κράτιστον ὀπτᾶν τὰ κρέα πάντα; φαίνεται.
520 ἔστιν δέ μοι λοπάς τις. ἐρρῶσθαι λέγω
Φυλασίοις. τοῖς οὖσι τούτοις χρήσομαι.
***
Μπαίνει στο σπίτι του, χτυπώντας δυνατάτην πόρτα· από το ιερό βγαίνει ο Σίκωνας
και μιλά στο Γέτα, που είναι μέσα.
ΣΙΚ. Άιντε χάσου, μωρέ. Σ᾽ έχει προσβάλει·
με πρόστυχο ίσως τρόπο το ζητούσες.
Δεν ξέρουν μερικοί πώς να γυρέψουν·
εγώ έχω βρει το σύστημα, την τέχνη.
490 Γιατί σε πλήθος σπίτια μες στην πόλη
παραδουλεύω ως μάγερας· πηγαίνω
και χτυπώ των γειτόνων τους τις πόρτες,
κι όλοι μού δίνουν όσα σκεύη θέλω.
Ανάγκη, αν κάτι χρειάζεσαι, να ξέρεις
να καλοπιάνεις. Αν μου ανοίξει κάποιος
ηλικιωμένος άνθρωπος, αμέσως
τον χαιρετώ «παππούλη, πατερούλη».
Αν είναι γριά, τη λέω κυρά, γιαγιάκα.
Μεσόκοπη αν μου τύχει, τη φωνάζω
ερίτιμη κυρία, κι αν είναι δούλος,
τον προσφωνώ συνάδελφο· έτσι πρέπει.
Εσείς, μωρέ, είσαστ᾽ όλοι για κρεμάλα.
Χοντράνθρωποι.
Πηγαίνει και χτυπά την πόρτα του Κνήμωνα.
Μικρέ! Ε αγόρια! Εγώ ᾽μαι.
Βλέποντας τον Κνήμωνα, που άνοιξε.
Σίμωσε, πατερούλη· εσένα θέλω.
500 ΚΝΗ. Εσύ ᾽σαι πάλι; ΣΙΚ. Για τα ίδια πάλι.
ΚΝΗ. Μ᾽ ερεθίζεις επίτηδες. Δε σου είπα
στην πόρτα μου ποτέ να μη ζυγώσεις;
Γιά δώσ᾽ μου το λουρί, βρε γριά. ΣΙΚ. Καλέ, άσ᾽ το.
ΚΝΗ. Καλέ, άσ᾽ το; ΣΙΚ. Ναι, καλέ μου, σε εξορκίζω.
ΚΝΗ., αφού τον χτύπησε με το λουρί
Έλα ξανά κοντά μου. ΣΙΚ. (μέσα του) Ο Ποσειδώνας
να σε… ΚΝΗ. Μιλάς ακόμα; ΣΙΚ. Ήρθα μια χύτρα
να σου ζητήσω· μόνο αυτό! ΚΝΗ. Ούτε χύτρα
ούτε πελέκι εγώ δεν έχω· ούτ᾽ ένα
πράγμα· ούτε ξίδι ή ρίγανη ή αλάτι.
Ορθά κοφτά το δήλωσα προς όλους
τους γύρω να μην έρχονται κοντά μου.
ΣΙΚ. Εμένα δε μου το ᾽πες. ΚΝΗ. Σου το λέω
510 τώρα. ΣΙΚ. (μέσα του) Ξινό θα σού ᾽βγει. (Δυνατά) Δε μπορείς
τουλάχιστο μια ορμήνια να μου δώσεις,
σαν πού να πάω να βρω ένα τέτοιο πράμα;
ΚΝΗ. Όχι. Σου το ᾽πα. Θα λαλείς ακόμα;
ΣΙΚ. Γεια και χαρά. ΚΝΗ. Γεια και χαρά δε θέλω
από κανέναν από σας. ΣΙΚ. Ε, τότε,
μην έχεις μήτε γεια μήτε χαρά.
ΚΝΗ. Βρε συμφορές αγιάτρευτες!
Μπαίνει στο σπίτι του· στην πόρτα του ιερού
παρουσιάζεται ο Γέτας.
ΣΙΚ. Ωραία
με συγύρισε. ΓΕΤ. (ειρωνικά) Τί θα πει να ξέρεις
με τρόπο να γυρεύεις επιδέξιο!
Βλέπεις, διαφέρει… ΣΙΚ. Αλλού να πάει κανένας;
Μα αν στα καλά καθούμενα σου παίζουν
στον τόπο αυτόν γροθιές, άσκημα τα ᾽χω.
Θαρρώ πως θα ᾽ταν προτιμότερο όλα
τα κρέατα να τα ψήσω· κι έχω κιόλας
520 μαζί μου ψησταριά. Κι οι κάτοικοι όλοι
της Φυλής ας κουρεύονται. Μ᾽ εκείνα
τα σκεύη που έχω εδώ θα βολευτούμε.
Μπαίνει στο ιερό, όπου είχε κιόλας εξαφανιστεί ο Γέτας·
έρχεται ο Σώστρατος ντυμένος με μια προβιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου