[1.19.1] Τοιαῦτα ὁ βέλτιστος Δάφνις ἔπασχε καὶ ἔλεγεν, οἷα πρῶτον γευόμενος τῶν ἔρωτος ἔργων καὶ λόγων. Ὁ δὲ Δόρκων ὁ βουκόλος, ὁ τῆς Χλόης ἐραστής, φυλάξας τὸν Δρύαντα φυτὸν κατορύττοντα πλησίον κλήματος πρόσεισιν αὐτῷ μετὰ τυρίσκων τινῶν γεννικῶν, καὶ τοὺς μὲν δῶρον εἶναι δίδωσι, πάλαι φίλος ὤν, ἡνίκα αὐτὸς ἔνεμεν· ἐντεῦθεν δὲ ἀρξάμενος ἐνέβαλε λόγον περὶ τοῦ τῆς Χλόης γάμου· [1.19.2] καὶ εἰ λαμβάνοι γυναῖκα, δῶρα πολλὰ καὶ μεγάλα, ὡς βουκόλος, ἐπηγγέλλετο· ζεῦγος βοῶν ἀροτήρων, σμήνη τέτταρα μελιττῶν, φυτὰ μηλεῶν πεντήκοντα, δέρμα ταύρου τεμεῖν ὑποδήματα, μόσχον ἀνὰ πᾶν ἔτος, μηκέτι γάλακτος δεόμενον· [1.19.3] ὥστε σμικροῦ δεῖν ὁ Δρύας θελχθεὶς τοῖς δώροις ἐπένευσε τὸν γάμον· Ἐννοήσας δὲ ὡς κρείττονος ἡ παρθένος ἀξία νυμφίου, καὶ δείσας μὴ φωραθείς ποτε κακοῖς ἀνηκέστοις περιπέσοι, τόν τε γάμον ἀνένευσε καὶ συγγνώμην ἔχειν ᾐτήσατο καὶ τὰ ὀνομασθέντα δῶρα παρῃτήσατο.
[1.20.1] Δευτέρας δὴ διαμαρτὼν ὁ Δόρκων ἐλπίδος καὶ μάτην τυροὺς ἀγαθοὺς ἀπολέσας ἔγνω διὰ χειρῶν ἐπιθέσθαι τῇ Χλόῃ μόνῃ γενομένῃ· καὶ παραφυλάξας ὅτι παρ᾽ ἡμέραν ἐπὶ ποτὸν ἄγουσι τὰς ἀγέλας ποτὲ μὲν ὁ Δάφνις ποτὲ δὲ ἡ παῖς, ἐπιτεχνᾶται τέχνην ποιμένι πρέπουσαν. [1.20.2] Λύκου δέρμα μεγάλου λαβών, ὃν ταῦρός ποτε πρὸ τῶν βοῶν μαχόμενος τοῖς κέρασι διέφθειρε, περιέτεινε τῷ σώματι, ποδῆρες κατανωτισάμενος, ὡς τούς τ᾽ ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσὶ καὶ τοὺς κατόπιν τοῖς σκέλεσιν ἄχρι πτέρνης καὶ τοῦ στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν, ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος· [1.20.3] ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα, παραγίνεται πρὸς τὴν πηγήν, ἧς ἔπινον αἱ αἶγες καὶ τὰ πρόβατα μετὰ τὴν νομήν. Ἐν κοίλῃ δὲ πάνυ γῇ ἦν ἡ πηγή, καὶ περὶ αὐτὴν πᾶς ὁ τόπος ἀκάνθαις καὶ βάτοις καὶ ἀρκεύθῳ ταπεινῇ καὶ σκολύμοις ἠγρίωτο· [1.20.4] ῥᾳδίως ἂν ἐκεῖ καὶ λύκος ἀληθινὸς ἔλαθε λοχῶν. Ἐνταῦθα κρύψας ἑαυτὸν ἐπετήρει τοῦ ποτοῦ τὴν ὥραν ὁ Δόρκων, καὶ πολλὴν εἶχε τὴν ἐλπίδα τῷ σχήματι φοβήσας λαβεῖν ταῖς χερσὶ τὴν Χλόην.
[1.20.1] Δευτέρας δὴ διαμαρτὼν ὁ Δόρκων ἐλπίδος καὶ μάτην τυροὺς ἀγαθοὺς ἀπολέσας ἔγνω διὰ χειρῶν ἐπιθέσθαι τῇ Χλόῃ μόνῃ γενομένῃ· καὶ παραφυλάξας ὅτι παρ᾽ ἡμέραν ἐπὶ ποτὸν ἄγουσι τὰς ἀγέλας ποτὲ μὲν ὁ Δάφνις ποτὲ δὲ ἡ παῖς, ἐπιτεχνᾶται τέχνην ποιμένι πρέπουσαν. [1.20.2] Λύκου δέρμα μεγάλου λαβών, ὃν ταῦρός ποτε πρὸ τῶν βοῶν μαχόμενος τοῖς κέρασι διέφθειρε, περιέτεινε τῷ σώματι, ποδῆρες κατανωτισάμενος, ὡς τούς τ᾽ ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσὶ καὶ τοὺς κατόπιν τοῖς σκέλεσιν ἄχρι πτέρνης καὶ τοῦ στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν, ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος· [1.20.3] ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα, παραγίνεται πρὸς τὴν πηγήν, ἧς ἔπινον αἱ αἶγες καὶ τὰ πρόβατα μετὰ τὴν νομήν. Ἐν κοίλῃ δὲ πάνυ γῇ ἦν ἡ πηγή, καὶ περὶ αὐτὴν πᾶς ὁ τόπος ἀκάνθαις καὶ βάτοις καὶ ἀρκεύθῳ ταπεινῇ καὶ σκολύμοις ἠγρίωτο· [1.20.4] ῥᾳδίως ἂν ἐκεῖ καὶ λύκος ἀληθινὸς ἔλαθε λοχῶν. Ἐνταῦθα κρύψας ἑαυτὸν ἐπετήρει τοῦ ποτοῦ τὴν ὥραν ὁ Δόρκων, καὶ πολλὴν εἶχε τὴν ἐλπίδα τῷ σχήματι φοβήσας λαβεῖν ταῖς χερσὶ τὴν Χλόην.
***
[1.18.1] «Τί είν᾽ αυτό που μου ᾽κανε της Χλόης το φιλί; Τα χείλια της είναι πιο απαλά κι από τα ρόδα, το στόμα της πιο γλυκό κι από το μέλι, κι όμως το φιλί της πονάει πιο πολύ κι από το κεντρί της μέλισσας. Τόσες φορές έχω φιλήσει κατσικάκια, τόσες φορές νιογέννητα σκυλάκια και το μοσχαράκι που της χάρισε ο Δόρκων, αλλά τούτο το φιλί είναι πρωτόγνωρο. Μου κόβει την ανάσα, κάνει την καρδιά μου να πηδάει, μου λιώνει την ψυχή — κι όμως θέλω ξανά να τη φιλήσω. [1.18.2] Κακορίζικη ήταν η νίκη μου! Τί είναι τούτη η καινούρια αρρώστια, που δεν ξέρω μήτε τ᾽ όνομά της; Να ᾽χε γευτεί φαρμάκι η Χλόη πριν με φιλήσει; Αλλά τότε πώς δεν πέθανε; Κοίταξε πώς τραγουδούν τ᾽ αηδόνια, κι η φλογέρα μου σωπαίνει! Πώς χοροπηδάν τα γίδια, κι εγώ κάθομαι! Πώς φουντώνουν τα λουλούδια, κι εγώ στεφάνια δεν τα πλέκω! Ανθίζουν οι μενεξέδες και τα ζουμπούλια, μα ο Δάφνης μαραίνεται. Θα καταντήσει άραγες να φαίνεται ακόμα κι ο Δόρκων πιο ωραίος από μένα;».[1.19.1] Τέτοια ήταν τα βάσανα κι οι κουβέντες του καλού μας Δάφνη, καθώς πρωτοδοκίμαζε του έρωτα τα καμώματα και τα λόγια. Στο μεταξύ ο Δόρκων ο γελαδάρης, που ήταν ερωτευμένος με τη Χλόη, παραφύλαξε την ώρα που ο Δρύας φύτευε εκεί κοντά ένα αμπέλι. Τον σίμωσε τότε έχοντας μαζί του μερικά διαλεχτά τυριά και του τα ᾽κανε δώρο, μιας κι ήταν φίλος του από τον καιρό που ο Δρύας έβοσκε ο ίδιος το κοπάδι του. Από κει έφερε την κουβέντα για γάμο με τη Χλόη. [1.19.2] Του υποσχέθηκε πως αν την έπαιρνε γυναίκα θα του ᾽κανε δώρα πολλά και μεγάλα, καθώς ταίριαζε σε γελαδάρη: ένα ζευγάρι βόδια γι᾽ αλέτρι, τέσσερα μελίσσια, πενήντα μηλιές, μια προβιά ταύρου για παπούτσια, και κάθε χρόνο ένα μοσχάρι απογαλακτισμένο. [1.19.3] Λίγο έλειψε να ξελογιαστεί ο Δρύας με τα δώρα και να συμφωνήσει για το γάμο. Η σκέψη, ωστόσο, ότι το κορίτσι άξιζε καλύτερο γαμπρό τον έκανε να φοβηθεί μήπως η πράξη του ανακαλυφθεί ποτέ και τον οδηγήσει σ᾽ ανεπανόρθωτα κακά· αρνήθηκε λοιπόν το συνοικέσιο, λέγοντας στον Δόρκωνα να τον συμπαθάει, αλλά δεν μπορεί να δεχτεί τα δώρα που εκείνος του τάζει.
[1.20.1] Έτσι ο Δόρκων απογοητεύτηκε για δεύτερη φορά, κι έχασε του κάκου και τα διαλεχτά τυριά. Αποφάσισε λοιπόν να ριχτεί στη Χλόη όταν θα την απαντούσε μονάχη. Παραμόνεψε κι είδε ότι πότιζαν τα κοπάδια μέρα παρά μέρα ο καθένας, μια ο Δάφνης και μια το κορίτσι, και σοφίστηκε ένα τερτίπι ταιριαστό σε βοσκό. [1.20.2] Πήρε την προβιά ενός μεγάλου λύκου που κάποτε είχε σκοτώσει με τα κέρατά του ένας ταύρος, υπερασπίζοντας τις αγελάδες, και την έριξε πάνω στο κορμί του αφήνοντάς τη να πέφτει από τη ράχη ως χάμω, έτσι που τα μπροστινά της σκέλια να σκεπάζουνε τα χέρια του, και τα πισινά τα πόδια του ως τις φτέρνες· το άνοιγμα του στόματος ερχόταν πάνω απ᾽ το κεφάλι του σαν κράνος οπλίτη. [1.20.3] Αφού λοιπόν μασκαρεύτηκε σε θεριό όσο μπορούσε καλύτερα, πήγε στην πηγή όπου έπιναν τα γιδοπρόβατα μετά τη βοσκή. Η πηγή βρισκόταν σ᾽ ένα βαθύ κούφωμα του εδάφους· τριγύρω ήταν αγριότοπος όλος αγκάθια και βάτα, χαμηλά κέδρα και σκολύμπρια, [1.20.4] όπου εύκολα θα ᾽στηνε καρτέρι απαρατήρητος και λύκος αληθινός. Εκεί κρύφτηκε ο Δόρκων προσμένοντας την ώρα για το πότισμα, όλος ελπίδα ότι η Χλόη θα τρόμαζε με το παρουσιαστικό του και θα ᾽μενε ανυπεράσπιστη στα χέρια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου