ἄνεχε πάρεχε· τί τάδε; τίς ἡ ῥαιθυμία;
τί βακχιάζετ᾽; οὐχὶ Διόνυσος τάδε,
205 οὐ κρόταλα χαλκοῦ τυμπάνων τ᾽ ἀράγματα.
πῶς μοι κατ᾽ ἄντρα νεόγονα βλαστήματα;
ἦ πρός τε μαστοῖς εἰσι χὐπὸ μητέρων
πλευρὰς τρέχουσι, σχοινίνοις τ᾽ ἐν τεύχεσιν
πλήρωμα τυρῶν ἐστιν ἐξημελγμένον;
210 τί φάτε, τί λέγετε; τάχα τις ὑμῶν τῶι ξύλωι
δάκρυα μεθήσει. βλέπετ᾽ ἄνω καὶ μὴ κάτω.
ΧΟ. ἰδού· πρὸς αὐτὸν τὸν Δί᾽ ἀνακεκύφαμεν
καὶ τἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι.
ΚΥ. ἄριστόν ἐστιν εὖ παρεσκευασμένον;
215 ΧΟ. πάρεστιν· ὁ φάρυγξ εὐτρεπὴς ἔστω μόνον.
ΚΥ. ἦ καὶ γάλακτός εἰσι κρατῆρες πλέωι;
ΧΟ. ὥστ᾽ ἐκπιεῖν γέ σ᾽, ἢν θέληις, ὅλον πίθον.
ΚΥ. μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον;
ΧΟ. ὃν ἂν θέληις σύ· μὴ ᾽μὲ καταπίηις μόνον.
220 ΚΥ. ἥκιστ᾽· ἐπεί μ᾽ ἂν ἐν μέσηι τῆι γαστέρι
πηδῶντες ἀπολέσαιτ᾽ ἂν ὑπὸ τῶν σχημάτων.
ἔα· τίν᾽ ὄχλον τόνδ᾽ ὁρῶ πρὸς αὐλίοις;
ληισταί τινες κατέσχον ἢ κλῶπες χθόνα;
ὁρῶ γέ τοι τούσδ᾽ ἄρνας ἐξ ἄντρων ἐμῶν
225 στρεπταῖς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους
τεύχη τε τυρῶν συμμιγῆ γέροντά τε
πληγαῖς μέτωπον φαλακρὸν ἐξωιδηκότα.
ΣΙ. ὤμοι, πυρέσσω συγκεκομμένος τάλας.
ΚΥ. ὑπὸ τοῦ; τίς ἐς σὸν κρᾶτ᾽ ἐπύκτευσεν, γέρον;
230 ΣΙ. ὑπὸ τῶνδε, Κύκλωψ, ὅτι τὰ σ᾽ οὐκ εἴων φέρειν.
ΚΥ. οὐκ ἦισαν ὄντα θεόν με καὶ θεῶν ἄπο;
ΣΙ. ἔλεγον ἐγὼ τάδ᾽· οἱ δ᾽ ἐφόρουν τὰ χρήματα,
καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον
τούς τ᾽ ἄρνας ἐξεφοροῦντο· δήσαντες δὲ σὲ
235 κλωιῶι τριπήχει, κατὰ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον
τὰ σπλάγχν᾽ ἔφασκον ἐξαμήσεσθαι βίαι,
μάστιγί τ᾽ εὖ τὸ νῶτον ἀπολέψειν σέθεν,
κἄπειτα συνδήσαντες ἐς θἀδώλια
τῆς ναὸς ἐμβαλόντες ἀποδώσειν τινὶ
240 πέτρους μοχλεύειν, ἢ ᾽ς μυλῶνα καταβαλεῖν.
τί βακχιάζετ᾽; οὐχὶ Διόνυσος τάδε,
205 οὐ κρόταλα χαλκοῦ τυμπάνων τ᾽ ἀράγματα.
πῶς μοι κατ᾽ ἄντρα νεόγονα βλαστήματα;
ἦ πρός τε μαστοῖς εἰσι χὐπὸ μητέρων
πλευρὰς τρέχουσι, σχοινίνοις τ᾽ ἐν τεύχεσιν
πλήρωμα τυρῶν ἐστιν ἐξημελγμένον;
210 τί φάτε, τί λέγετε; τάχα τις ὑμῶν τῶι ξύλωι
δάκρυα μεθήσει. βλέπετ᾽ ἄνω καὶ μὴ κάτω.
ΧΟ. ἰδού· πρὸς αὐτὸν τὸν Δί᾽ ἀνακεκύφαμεν
καὶ τἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι.
ΚΥ. ἄριστόν ἐστιν εὖ παρεσκευασμένον;
215 ΧΟ. πάρεστιν· ὁ φάρυγξ εὐτρεπὴς ἔστω μόνον.
ΚΥ. ἦ καὶ γάλακτός εἰσι κρατῆρες πλέωι;
ΧΟ. ὥστ᾽ ἐκπιεῖν γέ σ᾽, ἢν θέληις, ὅλον πίθον.
ΚΥ. μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον;
ΧΟ. ὃν ἂν θέληις σύ· μὴ ᾽μὲ καταπίηις μόνον.
220 ΚΥ. ἥκιστ᾽· ἐπεί μ᾽ ἂν ἐν μέσηι τῆι γαστέρι
πηδῶντες ἀπολέσαιτ᾽ ἂν ὑπὸ τῶν σχημάτων.
ἔα· τίν᾽ ὄχλον τόνδ᾽ ὁρῶ πρὸς αὐλίοις;
ληισταί τινες κατέσχον ἢ κλῶπες χθόνα;
ὁρῶ γέ τοι τούσδ᾽ ἄρνας ἐξ ἄντρων ἐμῶν
225 στρεπταῖς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους
τεύχη τε τυρῶν συμμιγῆ γέροντά τε
πληγαῖς μέτωπον φαλακρὸν ἐξωιδηκότα.
ΣΙ. ὤμοι, πυρέσσω συγκεκομμένος τάλας.
ΚΥ. ὑπὸ τοῦ; τίς ἐς σὸν κρᾶτ᾽ ἐπύκτευσεν, γέρον;
230 ΣΙ. ὑπὸ τῶνδε, Κύκλωψ, ὅτι τὰ σ᾽ οὐκ εἴων φέρειν.
ΚΥ. οὐκ ἦισαν ὄντα θεόν με καὶ θεῶν ἄπο;
ΣΙ. ἔλεγον ἐγὼ τάδ᾽· οἱ δ᾽ ἐφόρουν τὰ χρήματα,
καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον
τούς τ᾽ ἄρνας ἐξεφοροῦντο· δήσαντες δὲ σὲ
235 κλωιῶι τριπήχει, κατὰ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον
τὰ σπλάγχν᾽ ἔφασκον ἐξαμήσεσθαι βίαι,
μάστιγί τ᾽ εὖ τὸ νῶτον ἀπολέψειν σέθεν,
κἄπειτα συνδήσαντες ἐς θἀδώλια
τῆς ναὸς ἐμβαλόντες ἀποδώσειν τινὶ
240 πέτρους μοχλεύειν, ἢ ᾽ς μυλῶνα καταβαλεῖν.
ΚΥΚΛΩΠΑΣ
Γιά στην άκρη! Κάντε πέρα! Τί κατάσταση είν᾽ αυτή;
Βλέπω μια χαλαρότητα, μια βακχική κραιπάλη.
205 Όμως δεν έχει Βάκχο εδώ, και δεν βροντούν νταούλια.
Γιά πείτε μου:
Τ᾽ αρνάκια τα νιογέννητα που ᾽ναι μες στη σπηλιά
είναι στης μάνας το βυζί και τρέχουν να τρυπώσουν
στην αγκαλίτσα της; Στα σκοίνινα κοφίνια ξεχειλίζει
—πηχτό τυρί, άσπρο τυρί— το αρμεγμένο γάλα;
210 Μιλάτε, βρε! Στόμα δεν έχετε; Κάποιος θα τις αρπάξει:
Θα ᾽χουμε κλάματα. Πάνω κοιτάτε, όχι χάμω!
ΧΟΡ. Ορίστε:
Σηκώσαμε την κεφαλή, κατάματα κοιτούμε,
τ᾽ άστρα και τον Ωρίωνα και τη Μεγάλη Άρκτο.
ΚΥΚ. Το μεσημεριανό μου το ᾽χετε καλά μαγειρεμένο;
215 ΧΟΡ. Στρωμένο το τραπέζι· όρεξη να ᾽χεις και καλά-καλά θα ντερλικώσεις.
ΚΥΚ. Κι είν᾽ οι κανάτες έτοιμες και ξέχειλες στο γάλα;
ΧΟΡ. Έχει να πιεις, άμα το θες, κι ολόκληρο πιθάρι.
ΚΥΚ. Τί γάλα; Πρόβειο ή αγελαδινό, ή μήπως λίγο απ᾽ όλα;
ΧΟΡ. Ό,τι σου κάνει κέφι, βρε! Μόνο μη φας εμένα!
220 ΚΥΚ. Τρελάθηκες; Και να σας έχω μέσα στην κοιλιά μου
να με ξεκάνετ᾽ όλοι με τα χοροπηδητά σας;
(Βλέπει ξαφνικά το πλήρωμα του Οδυσσέα)
Βρε, βρε! Τί πλήθος είν᾽ αυτό που βλέπω στην αυλή μου;
Μας πάτησαν τη χώρα μας κλέφτες, ή πειρατές;
Τ᾽ αρνιά μου, βλέπω, μου τα βγάλανε απ᾽ έξω απ᾽ τη σπηλιά,
225 και τα κορμάκια τους τα δέσανε καλά με λυγαριές·
οι κάδοι του τυριού ανάκατοι, κι αυτός εδώ ο γέρος
(δείχνει τον Σιληνό, που μόλις έχει ξεμυτίσει από τον βράχο)
έχει πρησμένη, όλο καρούμπαλα τη φαλακρή του κούτρα.
ΣΙΛ. Αμάν, μου ήρθε πυρετός απ᾽ τις πολλές σφαλιάρες.
ΚΥΚ. Ποιός σου κοπάνησε τις κατακεφαλιές, καημένε γέρο;
ΣΙΛ. Τούτοι εδώ πέρα, Κύκλωπα· δεν τους άφηνα, βλέπεις,
230 να σου βουτήξουνε το βιός. ΚΥΚ. Μα δεν ξέραν πως είμαι
θεός εγώ και γέννημα θεών παντοδυνάμων;
ΣΙΛ. Εγώ τους το ᾽λεγα, τίποτ᾽ αυτοί. Κουβάλαγαν το πράμα σου,
τρώγανε το τυράκι σου, όσο κι αν δεν τους άφηνα,
βγάζαν τα πρόβατα από δω. Κι έπειτα λέγαν κιόλα
πως θα σε δέσουνε γερά με τρεις πήχες κολάρο,
235 και θα σε ξεντερίσουν (κι ας κοιτά το μάτι το μονό σου),
πως θα σου γδάρουν με τον βούρδουλα καλά καλά την πλάτη,
κι έπειτα θα σε ρίξουνε δεμένον χεροπόδαρα
στο κάτεργο, κουπί για να τραβάς· θα σε πουλάγαν
ύστερα, λέει, σε κανένανε να του σηκώνεις πέτρες,
240 ή σ᾽ αλευρόμυλο θα σ᾽ έριχναν, να τους αλέθεις στάρι.