Πρώτα δυο λόγια για τους όρους Ποίηση και Τραγικό που χρησιμοποιώ. Ο Αριστοτέλης λέει ότι δεν πρέπει να δίνουμε προσοχή στους σοφιζομενους που χρησιμοποιούν τους μύθους, αλλά να συμβουλευόμαστε αυτούς που χρησιμοποιούν αποδείξεις, λογικά επιχειρήματα: περί μεν των μυθικώς σοφιζομένων ουκ άξιον μετά σπουδής σκοπείν παρά δε των δι' αποδείξεως λεγόντων δει πυνθάνεσθαι, διαβάζουμε στα Μεταφυσικά, Β 4, 1000a 18.Νομίζω ότι η απαίτηση αυτή επικράτησε ολοκληρωτικά και σχεδόν εξοντωτικά στον δυτικό πολιτισμό στον τρόπο μελέτης και γραφής της φιλοσοφίας, με λίγες εξαιρέσεις βέβαια, όπως ο Νίτσε.
Το μυθικός εννοεί ποιητικός, αφού ο μύθος είναι βασικό στοιχείο της ποίησης. Το τι είναι ποίηση και πεζογραφία, σε τι πλησιάζει και σε τι διαφοροποιείται από τη φιλοσοφία, είναι θέματα ατέρμονων συζητήσεων, όπου η συμφωνία θα ξεπερνούσε το θαύμα. Γι’ αυτό περιορίζομαι στα «κοινός λεγόμενα», ότι η ποίηση δίνει συνήθως μεγαλύτερη βαρύτητα στη φαντασία, στο συναίσθημα, στην «καρδιά», στο «ένθεο», το «ενθουσιώδες» στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και στην πειθώ, μέσω βέβαια της φαντασίας και του συναισθήματος. Αλλά και στην κοινή αυτή αντίληψη έχουμε ένα σχεδόν προκρούστειο κρεβάτι, γιατί δεν βλέπει κανείς γιατί ο μύθος, η ποίηση, όταν κανείς ξέρει να την χειρίζεται, δεν μπορεί να εκφράσει τα ίδια ακριβός πράγματα με τον λόγο, και μάλιστα πολύ καλύτερα, όπως το έδειξε ο Πλάτων με τον μύθο του σπηλαίου ή του φτερωτού άρματος;
Στην φιλοσοφία υπάρχουν περιοχές, όπου το μυθικός, δηλαδή ποιητικός εκφράζεσθαι είναι ο μόνος δυνατός τρόπος. Ή αλλιώς: Αυτά που φαίνονται να είναι λογικά επιχειρήματα, δεν είναι παρά ποιητικές συλλήψεις. Και τέτοιες είναι οι περιοχές της Μεταφυσικής, της Οντολογίας, της Αισθητικής (φιλοσοφίας της τέχνης). Είπαν -σωστά κατά τη γνώμη μου- ότι οι μεταφυσικές είναι τα «μυθιστορήματα» των φιλοσόφων. Την μελέτη μου για την ψυχή, από τον Όμηρο ως τον Πλάτωνα, την τιτλοφορώ «Η μυθιστορία της ψυχής». Ποιητικές συλλήψεις θεωρό ακόμα και το Εν και το Ον, για τις οποίες συλλήψεις ο λόγος δεν παίζει και σπουδαίο ρόλο. Ή τις δέχεσαι ή τις απορρίπτεις. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, που απορρίπτει την χρήση των μύθων στην φιλοσοφία, καταφεύγει στον «μύθο» και την φαντασία, όταν μιλά για το ακίνητον κινούν, που εγώ τουλάχιστον την θεωρό καθαρά ποιητική σύλληψη.
Εξ άλλου ο λόγος δεν ενισχύει και μάλλον απορρίπτει έννοιες όπως η ελπίδα και η παρηγοριά (παραμυθία), που στον Πλάτωνα π.χ. είναι βασικά φιλοσοφικά στοιχεία. Η συμπόνια για τον άνθρωπο, οι ανθρωπιστικές απόψεις, οι σοσιαλιστικές, το κράτος δικαίου, κτλ. δεν έχουν βέβαια τη ρίζα τους στον λόγο, αλλά στην «καρδιά», που είναι βέβαια πολύ κοντότερα στην ποίηση παρά στη λογική. Ο λόγος δεν είναι πηγή, αλλά όργανο επεξεργασίας των «ποιητικών» συλλήψεων της καρδιάς.
Γενικά, ό,τι δεν μπορεί να αποδείξει η λογική μέθοδος, ανήκει δικαιωματικά στην μυθική έκφραση.
Ακόμα και σε περιοχές όπου φαίνεται να δεσπόζει ο λόγος, όπως στην επιστημολογία, ο ρόλος της φαντασίας δεν είναι ευκαταφρόνητος. Κι εδώ η παρομοίωση και η μεταφορά -στοιχεία ποιητικά- παίζουν μεγάλο ρόλο.
Συνολικά έχω τη γνώμη ότι η αντίληψη για τον κόσμο και για τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν εκφράζεται πολύ καλύτερα με μέσα ποιητικά και λιγότερο με μέσα λογικά: Ή αυτά που φαίνονται συλλήψεις του νου και λογική επιχειρηματολογία δεν είναι παρά σχόλια στην ποιητική σύλληψη του κόσμου. Και με πιο «μετριοπάθεια»: Στοχασμός και ποίηση αλληλοφωτίζονται και αλληλοβοηθιούνται. Μόνα τους είναι λειψά. Η επικράτηση το ενός στοιχείου, των επιχειρημάτων που απευθύνονται μόνο στον νου, ο τρόπος δηλαδή που γράφεται συνήθως η φιλοσοφία και η μελέτη της, κατάντησαν την φιλοσοφία μια κατάξερη πεδιάδα, που την διασχίζουν πέντε ειδικοί.
Ο Εμπεδοκλής δεν είναι κάποιος που έβαλε απλώς σε στίχους κάποια διανοήματα, αλλά είναι πραγματικός ποιητής, στον ίδιο βαθμό που είναι φιλόσοφος. Δεν πρόκειται για λειτουργίες χωριστές που έτυχε να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο. Τις βασικές συλλήψεις του για τον κόσμο και την ψυχή τις θεωρώ καθαρά ποιητικές
Τον όρο «τραγικό» τον χρησιμοποιώ με κάποιες επιφυλάξεις, γιατί δεν βρήκα πολλούς φιλολόγους να συμφωνούν ως προς την έννοια του τραγικού. Κρατώ το ότι τραγικές θεωρούνται συνήθως καταστάσεις στις οποίες η ανθρώπινη πορεία και δράση εξαρτάται από κάτι έξω από την θέληση και την επιλογή του, κάτι προδιαγεγραμμένο, μια «μοίρα», από την εποχή που έτυχε κάποιος να γεννηθεί και η οποία ήταν εποχή Φιλίας ή Έριδας.
Με απασχόλησε κυρίως το πού βρήκε ο Εμπεδοκλής την Έριδα και τη Φιλία, με ποιους συνομιλεί.
Στην αρχή της Ιλιάδας ο Όμηρος αποκαλεί ουλομένην, ολέθρια, καταστροφική, καταραμένη πες, την Μήνιν, λίγο πιο κάτω (στ. 8) την αποκαλεί έριδα, γιατί προκάλεσε την ολέθρια διάσπαση των ελληνικών στρατευμάτων. Τον πόλεμο τον χαρακτηρίζει δυσηχή (Β 686), όπως και τον θάνατο (Π 442, Σ 464, Χ 189). Εξάλλου ο Όμηρος βλέπει με απόγνωση την Άτη, το τύφλωμα του νου, που οδηγεί στον πόλεμο, να μη πατάει στη γη, αλλά στα κεφάλια των ανθρώπων. Το επίθετο ουλομένη εκφράζει φυσικά την απέχθειά του για έριδα και την προτίμησή του για την φιλία, που στην Ιλιάδα βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της στην σχέση μεταξύ του Αχιλλέα και του Πάτροκλου.
Από την πλευρά του ο Ησίοδος αναφέρει την Φιλότητα και την Έριδα ανάμεσα στις πρώτες θεές που γέννησε η ολέθρια Νύχτα (Θεογονία 225-5). Η προτίμησή του νομίζω στρέφεται προς την Φιλότητα, εφόσον με την επίδραση της Έριδας δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη, το κύριο μέλημα του Ησίοδου. Η Αιδώς και η Δίκη, μη αντέχοντας την γενικευμένη αθλιότητα των ανθρώπων, εγκαταλείπουν τη γη και πετάνε στον Όλυμπο.
Ο Ηράκλειτος μπαίνει στη συζήτηση και διατυπώνει αντίθετη εκ διαμέτρου άποψη. Θεωρεί άσοφο και ψέγει τον Όμηρο, γιατί καταδίκαζε τον πόλεμο. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο πόλεμος είναι «πατέρας των πάντων». Αν οι άνθρωποι τον θεωρούν κακό για τις συμφορές που συσσωρεύει, είναι γιατί δεν ξέρουν ότι για τον θεό -εννοείται και για τους βαθύτερα σκεπτόμενους- όλα είναι ωραία και καλά, αντίθετα με τους κοινούς θνητούς που άλλα τα θεωρούν δίκαια και άλλα άδικα.
Ο Εμπεδοκλής μπαίνει στη διαχρονική αυτή συζήτηση και τάσσεται τρόπον τινά με το μέρος του Όμηρου. Όπως ο μεγάλος ποιητής, αποκαλεί την Έριδα ουλομένην. Αν ο Ηράκλειτος βλέπει τα συμβαίνοντα στον κόσμο με βλέμμα απόμακρο και αν γι’ αυτό θεωρεί αμελητέα τα κακά που συσσωρεύει ο πόλεμος, μπροστά στα όσα δημιουργεί, ο Εμπεδοκλής τάσσεται με το μέρος του Όμηρου, και βλέπει τον πόλεμο όχι σαν μια παγκόσμια αρχή, αλλά από τη σκοπιά το πάσχοντος ανθρώπου. Είναι δηλαδή ανθρωπιστής, στη γραμμή που χάραξε αποφασιστικά ο Όμηρος. Τα όσα ωραία -ακόμα και παράδοξα- μας διασώθηκαν, εντάσσονται στη γραμμή αυτή.
Ο κόσμος του Εμπεδοκλή αποτελείται από τέσσερα βασικά στοιχεία που τα αποκαλεί ριζώματα, το πυρ, τη γη, το ύδωρ και τον αέρα. Δίπλα σ’ αυτά και σαν κινητήριες δυνάμεις υπάρχουν η Φιλία και η Έριδα:
τέσσαρα γαρ πάντων ριζώματα πρώτον άκουε·
Ζευς αργής Ήρη τε φερέσβιος ηδ’ Αιδωνεύς
Νήστις θ’, η δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον. (απ. 6)
(και πρώτα άκουσε τα τέσσερα ριζώματα των πάντων, ο αστραποβόλος Δίας [πυρ], η ζωοδότρα Ήρα [γη], ο Αϊδωνεύς [αήρ]
και η Νήστις [ύδωρ], που με τα δάκρυά της ποτίζει τους θνητούς κρουνούς.)
Σαφέστερη και μη ποιητική είναι η απαρίθμηση στο απ. 17 (στ. 18-20), όπου εμφανίζονται και οι δύο κινητήριες δυνάμεις, η Φιλία και η Έριδα:
πυρ και ύδωρ και γαία και ηέρος άπλετον ύψος,
Νείκος τ’ ουλόμενον δίχα των, ατάλαντον απάντηι,
και Φιλότης εν τοίσιν, ίση μήκός τε πλάτος τε.
Δεν υπάρχει μία μόνο κοσμογονία, μια κι έξω, αλλά μια ατέρμονη διαδοχή κόσμων. Σε μια περίοδο επικρατεί απόλυτα η Φιλία, οπότε όλα τα ριζώματα τείνουν προς την ένωση, ώστε ν’ αποτελέσουν μια αδιαχώριστη ενότητα. Μετά εμφανίζεται η Έριδα, που σιγά-σιγά ξεχωρίζει και διασπά τα ριζώματα. Ακολούθως η Φιλία τα ξαναφέρνει προοδευτικά σε ενότητα. Για μεγάλα δηλαδή χρονικά διαστήματα επικρατούν εναλλάξ οι κινητήριες δυνάμεις Φιλία και Έρις:
και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει,
άλλοτε μεν Φιλότητι συνερχόμεν’ εις εν άπαντα,
άλλοτε δ’ αυ δίχ’ έκαστα φορεύμενα Νείκεος έχθει (απ. 17, 6-8)
(κι αυτή η συνεχής εναλλαγή ποτέ δεν σταματάει: άλλοτε συγκλίνουν τα πάντα σε ένα, με τη δράση της Φιλίας,
άλλοτε πάλι διαχωρίζονται με την έχθρα της Διαμάχης.)
Τα ριζώματα δεν έχουν ούτε γέννηση ούτε οριστική απώλεια, γιατί από αυτό που δεν υπάρχει δεν μπορεί να γεννηθεί κάτι, ούτε είναι δυνατό κάτι που υπάρχει να εξαφανιστεί εντελώς (απ. 12). Εφόσον τα όντα προέρχονται από συναρμογή ριζωμάτων, δεν πρέπει να μιλάμε για γένεση (φύσις) ούτε για θάνατο, αλλά για περιοδικό σμίξιμο (μίξις) και ξεχώρισμα (διάλλαξις) αυτών που έσμιξαν (απ. 8). Αμβλύνεται έτσι κατά κάποιο τρόπο ο φόβος του θανάτου.
Σε ένα κόσμο έτσι συνοπτικά ιδωμένο και με ένα βλέμμα κάπως ηρακλείτειο, θα έλεγε κανείς ότι το δράμα και το τραγικό δεν έχουν θέση. Μια φυσική, θα σκεφτόμασταν, και αναπότρεπτη εναλλαγή. Γιατί να αγωνιούμε; Διαπιστώνουμε το γεγονός και πάμε παρακάτω. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο, αν τοποθετηθούμε από τη σκοπιά, αν μπούμε στη θέση των όντων που τους έλαχε να γεννηθούν σε περίοδο μεσούσης ή προχωρημένης δεσποτείας της Έριδας, δηλαδή από τη σκοπιά των ανθρώπων της εποχής του Εμπεδοκλή, αλλά και της δικής μας. Στο απόσπασμα 17, στ. 19, το Νείκος (άλλη ονομασία της Έριδας) αποκαλείται ουλόμενον. Η Δήρις, η διχόνοια, αποκαλείται αιματόεσσα (απ. 122, 2). Στο απ. 6 η Νήστις [ύδωρ], «που με τα δάκρυά της ποτίζει τους θνητούς κρουνούς», δείχνει την συμπόνια του ποιητή για το «πολύκλαυστο» γένος των ανθρώπων, για τις δυστυχίες δηλαδή που το πλήττουν, φυσικά κατά την περίοδο επικράτησης της Έριδας.
Ο χώρος όπου ζουν οι άνθρωποι, είναι χώρος ατερπής, επίθετο που ο Όμηρος χρησιμοποιεί για τον Άδη (λ 94), εξαιτίας βέβαια της επικράτησης της Έριδας:
... ατερπέα χώρον,
ένθα Φόνος τε Κύτος τε και άλλων έθνεα Κηρών
αυχμηραί τε Νόσοι και Σήψιες έργα τε ρευστά
Άτης αν λειμώνα κατά σκότος ηλάσκουσιν. (απ. 121)
(... στον δυσοίωνο τόπο
όπου ο Φόνος, η Οργή και άλλα πλήθη θεών του Ολέθρου βαριές Αρρώστιες, Σαπίλες και έργα ασταθή τριγυρνούν στο σκοτάδι μες στο λιβάδι της Συμφοράς.)
Χαρακτηριστικότατο είναι το απόσπασμα 124, όπου ο ίδιος ο Εμπεδοκλής (κατ’ άλλους ο θεϊκός καθοδηγητής του, που είναι το ίδιο) απευθύνεται άμεσα στους ανθρώπους:
Ω πόποι, ω δειλόν θνητών γένος, ω δυσάνολβον,
τοίων έκ τ’ ερίδων έκ τε στοναχών εγένεσθε.
(αλίμονο, άθλιο γένος των θνητών, τρισδυστυχισμένο, μέσα από ποιες έριδες και ποιους στεναγμούς δημιουργηθήκατε!)
Επάνω στους ανθρώπους πέφτουν πολλά κακά, που αμβλύνουν τον στοχασμό (απ. 2)
Αν η Έριδα καταδικάζεται έντονα, αντίθετα εξαίρεται η Φιλία, που αποκαλείται επίσης Φιλότης, Γηθοσύνη, Αφροδίτη (απ. 17, 24. 22, 5. 71, 4. 128, 3), Αρμονία (απ. 122, 2 αρ- μονίη θεμερώπις).
ήτις (sc. Φιλότης) και θνητοίσι νομίζεται έμφυτος άρθροις,
τηι τε φίλα φρονέουσι και άρθμια έργα τελούσι,
Γηθοσύνην καλέοντες επώνυμον ηδ’ Αφροδίτην. (απ. 17, 22-25)
(αυτήν και οι θνητοί την θεωρούν φυτρωμένη στα μέλη τους
και μ’ αυτήν νιώθουν φιλία και τελούν έργα ειρηνικά αποκαλώντας την Ευφροσύνη και Αφροδίτη.)
Σε στίχους του απ. 35 βρίσκουμε έναν σπουδαίο ύμνο στη Φιλία:
όσσον δ’ αιέν υπεκπροθέοι, τόσον αιέν επήιει
ηπιόφρων Φιλότητος αμεμφέος άμβροτος ορμή (απ. 35, 12-13)
(κατά το μέτρο που απέρχεται [η Έρις], τόσο συνεχώς επέρχεται
καλοπροαίρετη η αθάνατη ορμή της άμεμπτης Φιλίας.)
Σε περιόδους επικράτησης της Φιλίας:
ήσαν δε κτίλα πάντα και ανθρώποισι προσηνή,
θήρες τ’ οιωνοί τε, φιλοφροσύνη τε δεδήει. (απ. 130)
(όλα [τα ζώα] ήταν ήρεμα και ευνοϊκά στους ανθρώπους, και τα αγρίμια και τα πουλιά, και φιλική διάθεση έλαμπε.)
Ο Εμπεδοκλής νοσταλγεί έντονα -ως πραγματική- κάποια εποχή επικράτησης της Φιλίας, και προφανώς εύχεται και ελπίζει να επανέλθει κάποτε η εποχή αυτή. Αξίζει να διαβάσουμε το σχετικό απόσπασμα:
ουδέ τις ην κείνοισιν Άρης θεός ουδέ Κυδοιμός
ουδέ Ζευς βασιλεύς ουδέ Κρόνος ουδέ Ποσειδών,
αλλά Κύπρις βασίλεια.
την οί γ’ ευσεβέεσσιν αγάλμασιν ιλάσκοντο
γραπτοίς τε ζώιοισι μύροισί τε δαιδαλεόδμοις
σμύρνης τ’ ακρίτου θυσίαις λιβάνου τε θοώδους,
ξανθών τε σπονδάς μελίτων ρίπτοντες ες ούδας. (απ. 128, 1-7)
(Για εκείνους δεν υπήρχε κάποιος θεός Άρης ούτε Κυδοιμός
ούτε Δίας βασιλιάς ούτε Κρόνος ούτε Ποσειδών,
παρά μόνο η βασίλισσα Κύπρις [Αφροδίτη].
Αυτήν εξιλέωναν με ευσεβή αγάλματα
με ζωγραφισμένα ζώα, με πολύοσμα μυρωδικά,
με προσφορές από καθάρια σμύρνα και μυριστικό λιβάνι,
και με σπονδές ξανθού μελιού που έριχναν στη γη.)
Η αποφασιστική καταδίκη της Έριδας και του Πολέμου, και η θερμή εξύμνηση της Φιλίας καθιστούν τον Εμπεδοκλή τον βασικότερο αντίπαλο της ηρακλείτειας περί πολέμου άποψης και τον κατ’ εξοχήν αντιπολεμικό συγγραφέα της αρχαίας Ελλάδας, στη γραμμή βέβαια του ανθρωπισμού που χάραξε ο Όμηρος. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να τονίζεται πρώτο στις ιστορίες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και στις λίγες ειδικές μελέτες.
Το τραγικό στο έργο του Εμπεδοκλή θα το εννοήσουμε κάπως διαφορετικά από ότι στις γνωστές μας τραγωδίες. Το γεγονός να έχει γεννηθεί κανείς σε εποχή επικράτησης της Έριδας, σε έναν ατερπέα χώρο, αν υφίσταται τις συνέπειες της πανταχού επικρατούσας έριδας, ακόμα και αν δεν επιδίδεται ο ίδιος στα έργα της, ενέχει τραγικότητα και αποτελεί από μόνο του ένα θέμα άξιο για τραγωδία. Και θεωρώ εύλογο να το είχε αποτυπώσει αυτό ο Εμπεδοκλής σε κάποια από τις χαμένες τραγωδίες του.
Επιδράσεις
Χωρίς να έχω μελετήσει το θέμα διαχρονικά, θα κάνω πρόχειρα μια-δυο υποδείξεις.
Μπορεί κανείς να συγκρίνει την Φιλία μεταξύ των ανθρώπων, την Φίλότητα, την Αφροδίτη, που είναι όλες θηλυκές θεές, με τον κατ’ εξοχήν αρσενικό φιλοπόλεμο και φονικότατο θεό της Παλαιάς Διαθήκης, που εξωθεί τους εκλεκτούς του σε επιθετικούς πολέμους και σε εκτεταμένες γενοκτονίες για την κατάκτηση της γης «της επαγγελίας».
Μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα πως ο Χριστός εμπνέεται από την Φιλία του Εμπεδοκλή, και να τον δούμε σαν «Συμφιλιωτή» με μέσο την Αγάπη, που συνενώνει, και σαν αντίπαλο της Έριδας, του μίσους, της μη συγχώρεσης, του Κακού (που προσωποποιείται ως Σατανάς), που διαιρεί τους ανθρώπους.
Έχει επισημανθεί η σχέση με τον Εμπεδοκλή του Hoelderlin, που μεταξύ των άλλων στο ποίημά του Άρτος και Οίνος γράφει: «Δικαίως λένε ότι [ο Δημιουργός] συμφιλίωσε τη Μέρα με τη Νύχτα». Ο δικός μας ποιητής Σολωμός, που θλίβεται για την Έριδα, την διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων, φαίνεται να εμπνέεται απ’ ευθείας από την Έριδα, που στην Ιλιάδα διαίρεσε τους Αχαιούς. Τον Εμπεδοκλή μάλλον δεν τον γνώριζε.
Προσωπικά, τόσο στη φιλοσοφία όσο και στη λογοτεχνία μου, προσπαθώ να συνδεθώ και ει δυνατόν να συνεχίσω τους τρόπους και την προβληματική που άνοιξαν οι δημιουργοί του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος.
Συζητώ πολλές όψεις της Φιλίας και της Έριδας και τις συσχετίζω με την σύγχρονη εποχή. Τον ήρωα τον παρουσιάζω ως «στρατευμένο στην υπόθεση της ζωής και της φιλίας.» Γράφω ακόμα: «Αν στ’ όνομα μιας δήθεν θετικής φιλοσοφίας εμφάνιζε ακμαία την Αγάπη κι απέκρυβε πως η Φιλία πάσχει, αν πρόσφερε ανέξοδα ελπίδες, θα είχε κάνει έργο επιπόλαιο.» Σε ένα στρατιωτικό ιερέα ο ήρωας λέει: «ενώ ο Χριστός τάχθηκε με το μέρος της Φιλίας, εσύ περιφρονείς τη θέλησή Του κι ευλογείς τα όπλα!»
Δείγμα των απόψεών μου είναι τα παρακάτω χωρία:
«Τον Χριστό τον θεωρεί προπάντων συμφιλιωτή. Αλλά εμείς στη θέση της Φιλίας που ενώνει, βάλαμε τις φιλίες που χωρίζουν. Ο Συμφιλιωτής δεν είναι πια κοντά μας. Το σκοτεινό πείσμα του ανθρώπου ανάγκασε το θείο ν’ αποσυρθεί. Έτσι μια νύχτα ατελείωτη έχει πέσει.»
Και:
«Σε μια παρέα φοιτητών μιλούσαμε για τα μεγάλα οράματα που έθρεψαν την ανθρωπότητα: την επικράτηση της λογικής και της φιλίας, τη βασιλεία της δικαιοσύνης. Σήμερα όλ’ αυτά ήταν ερείπια καταποντισμένα. Κανένας δεν σκεφτόταν πια να τ’ ανασύρει απ’ τον βυθό. Η πείρα αιώνων είχε δείξει πως πριν ν’ ανασυρθούν στην επιφάνεια, κόβονται τα σκοινιά, κι όλα καταποντίζοντας ξανά στα βάθη.»
Επιτρέψτε με λοιπόν να κλείσω με ένα ποίημα για τον Εμπεδοκλή. Σ’ αυτό φαντάζομαι τον ειρηνόφιλο και ανθρωπιστή ποιητή να παρακολουθεί την εξέλιξη του κόσμου και να κρίνει την εποχή μας.
Όπως σκεφτόμουν το μαχαίρι που χωρίζει τον είδα εκεί στο στρίψιμο του δρόμου Μπροστά του το δισάκι της Φιλίας στη ράχη τού καταραμένου Μίσους Τράβαε σκυφτός από το βάρος «Εμπεδοκλή, του κράζω, στάσου!
Στάσου και πες μου πότε,
πότε θα στρέψουν τα τιμόνια οι καιροί,
πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι της Φιλίας;»
”Σώπα, με λέει, σώπα!
Δεν βλέπεις τους νεκρόφιλους στην εξουσία;
Μάταια προσευχόμασταν τόσους αιώνες Χαλιέται αυτός ο κόσμος και δεν σώζεται Αυτός ο σιδερένιος δρόμος δεν έχει γυρισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου