Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ. ΟΤΑΝ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕ ΕΝΑΝ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΝ.

ΤΟ ΑΜΑΡΤΩΛΟ ΕΜΒΡΥΟ 

Αλλά οι πραγματικές αφέλειες είναι παρακάτω: 

«Και ρώτησαν οι μαθητές. Ραβί (δάσκαλε) ποιος αμάρτησε αυτός ή οι γονείς του ώστε να γεννηθεί αυτός τυφλός;»

Η συγκεκριμένη ερώτηση… σου φέρνει κάτι σαν σκοτοδίνη, γιατί ξεπερνά τα όρια της γνωστής ανθρώπινης αφέλειας.

Πώς μπορεί επιτέλους ένα έμβρυο να έχει αμαρτήσει… και εξ αφορμής των δικών του αμαρτημάτων να γεννηθεί τυφλό; Εκτός… κι αν οι μαθητές, υπαινίσσονται την ινδουιστική μετενσάρκωση.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΑΙ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.

2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. 13 ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. 39 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. 40 καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; 41 εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.

«Προχωρώντας ο Ιησούς είδε άνθρωπο τυφλό εκ γενετής».

Ένα κείμενο γεμάτο άφθονες αφέλειες. Πώς ξεχώριζαν κάποιον αμέσως, ότι ήταν τυφλός εκ γενετής δεν μας διευκρινίζεται. Μία ιδέα είναι, ότι λόγω των πολλών περιφερόμενων θεραπευτών στην περιοχή και του αυξημένου θεραπευτικού ανταγωνισμού, οι προσφερόμενοι τυφλοί, έφεραν διακριτικό ταμπελάκι: τυφλός ολίγων μηνών… τυφλός ολίγων ετών, τυφλός εξορυγμένων οφθαλμών, ή … εκ γενετής τυφλός!

ΤΟ ΑΜΑΡΤΩΛΟ ΕΜΒΡΥΟ 

Αλλά οι πραγματικές αφέλειες είναι παρακάτω: 

«Και ρώτησαν οι μαθητές. Ραβί (δάσκαλε) ποιος αμάρτησε αυτός ή οι γονείς του ώστε να γεννηθεί αυτός τυφλός;»

Η συγκεκριμένη ερώτηση… σου φέρνει κάτι σαν σκοτοδίνη, γιατί ξεπερνά τα όρια της γνωστής ανθρώπινης αφέλειας.

Πώς μπορεί επιτέλους ένα έμβρυο να έχει αμαρτήσει… και εξ αφορμής των δικών του αμαρτημάτων να γεννηθεί τυφλό; Εκτός… κι αν οι μαθητές, υπαινίσσονται την ινδουιστική μετενσάρκωση. 

«Απεκρίθη δε ο Ιησούς. Ούτε αυτός (;!) ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός, για να φανερωθεί η δύναμη του θεού πάνω του».

Ναι, τώρα η ανοησία ισορρόπησε.

Δηλαδή, για να το καταλάβουμε καλύτερα. Ο θεός τύφλωσε ένα αθώο έμβρυο, το παιδάκι αυτό γεννήθηκε και έζησε και μεγάλωσε μέσα στην μιζέρια και την δυστυχία της αναπηρίας του… για να μπορεί να περάσει αργότερα απ’ την γειτονιά του, ο ίδιος ο θεός που το τύφλωσε και θεραπεύοντάς το, να θαυμάσει ο κόσμος τον καλό και φιλεύσπλαχνο αυτόν θεό. Ένας τέτοιος θεός μου φέρνει αναγούλα.

Σπουδαίο σκεπτικό, μόνο που θυμίζει τον απαράδεκτο «θεό» και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που θεράπευαν πληγές, που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. 

«Και λέγοντας αυτά έφτυσε (ο Ιησούς) κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύσμα του και άλειψε με τον πηλό τα μάτια του ανθρώπου και του είπε. Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ». Ιωάννης 9, 1-7

Πραγματικά επαναστατική η βελτίωση στον χώρο της οφθαλμιατρικής. Οι θεραπείες οφθαλμών, όχι μόνο πέρασαν απ’ το απλό γλαύκωμα στην θεραπεία της βαριάς τύφλωσης, αλλά και το υλικό δεν είναι πια δυσεύρετος καπνιστός γουλιανός Περσίας, αλλά απλή λάσπη πτύσματος. Υπήρχε βέβαια και εδώ μια μικρή ταλαιπωρία, το ξεραμένο σιελόχωμα, έπρεπε ο ενδιαφερόμενος να το αφήσει πάνω στα μάτια του μέχρι να φτάσει στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ στην Ιερουσαλήμ.

Η συνέχεια της περίπτωσης είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Τον εκ γενετής αυτόν τυφλό, που για δεκαετίες ζητιάνευε μέρα νύχτα στην ίδια του την γειτονιά, δεν τον γνώριζαν ούτε οι ιερείς, που υποτίθεται ότι τον συναντούσαν καθημερινά, να ζητιανεύει έξω απ’ τον ναό.

Ακόμη και οι γείτονές του έλεγαν γι' αυτόν: «όχι (δεν είναι αυτός αλλά) είναι κάποιος που του μοιάζει». Ιωάννης 9,9

Όταν δε ο θεραπευμένος πια τυφλός, βρέθηκε ξανά μπροστά στον Ιησού, αυτός με κάποια καθυστέρηση στην διαδικασία ανταλλαγής αγαθών, θυμήθηκε να τον ρωτήσει κάτι πολύ σημαντικό: «πιστεύεις στον υιόν του θεού; Και εκείνος απάντησε. Ποιος είναι αυτός κύριε για να πιστέψω σ’ αυτόν; (και επιτέλους ο Ναζίρ Γιαχ-σούς αποκάλυψε αυτό που μέχρι τώρα μόνο οι «δαίμονες» του το βροντοφώναζαν ο ομιλών μετά σου εκείνος είναι». Ιωάννης 9,35-37

Ο εκ γενετής τυφλός, συγκλονίστηκε τόσο, που επιτέλους συνάντησε τον ίδιο τον θεό που τον τύφλωσε έμβρυο και πέρασε την μισή ζωή του στο σκοτάδι… που δεν ξαναφάνηκε ποτέ στο πλάι του Ιησού, ούτε καν όταν αυτός σταυρώθηκε.

Σημασία έχει ότι το θεραπευτικό φτύσιμο του Ραββίνου Ιησού έγραψε άλλη μία φτυσματο-ιαματική ιστορία. Χιλιάδες Άγιοι έκτοτε, έφτυναν το ιαματικό τους σάλιο στο πρόσωπο των ταλαίπωρων θυμάτων τους.      

Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφοντας: «των δαιμόνων την ασθενή διάπτυσον», μας διαβεβαιώνει ότι οι πτυσματο-θεραπευτές έκαναν χρυσές δουλειές.

Αυτός όμως που πρέπει να έφτυνε ακατάπαυστα ήταν κάποιος άγιος Υπάτιος 5ος αιώνας μ.Χ.: «Εισελθών δε τις μη βλέπων λέγει στον Υπάτιο: Κατασφράγισόν με δούλε του Θεού, και πτύσον μου εις τους οφθαλμούς δια να αναβλέψω (τελικά, το άγιο φτύσιμο, πρέπει να έγινε περιζήτητο) πόσους μέλλοντας τυφλούσθαι (προσέξτε… και προληπτική ιατρική με φτύσιμο) από λευκωμάτων θεράπευσε δι αυτού (του Υπάτιου) ο Κύριος». Καλλίνικος Βιογράφος Βίος οσίου Υπατίου 22.7 Δηλαδή οι ευσυνείδητοι φαρμακοποιοί της εποχής, θα έπρεπε να τρέχουν πίσω απ’ τον άγιο, για να μαζεύουν τα πολύτιμα φτύματά του… μη τυχόν και πάει κανένα χαμένο.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το φτύμα κατά του δαίμονα, ήταν μια μορφή εξορκισμού, που μέχρι σήμερα επιζεί στην φράση: «φτού να μη σε βασκάνω». Ο Ιωάννης Χρυσόστομος πάντα τολμηρότερος, βλέπει μαζί με το φτύσιμο και τις σφαλιάρες, σαν αμυντικά όπλα: «εγώ σας δίδω τρόπο να αμύνεσθε χωρίς βλάβες, ράπισον, έμπτυσον δημόσια». 

Ο δε Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, τους είχε όλους για φτύσιμο: «Χριστόν έχεις αγαπητόν, απόπτυσον άνδρας άπαντας» Φτύσιμο λοιπόν και άγιος ο θεός.

ΔΕΣ:

Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα – Η κληρονομική ευθύνη της αμαρτίας στον Χριστιανισμό

Οι οικογενειακές ηθικές αξίες στην Αγία Γραφή

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου