Εδώ και πολλά χρόνια, έχω πεί ότι όπως δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά έναν μωαμεθανό που μιλάει για τον Χριστιανισμό, έτσι και δεν μπορούμε να λάβουμε έναν μη Εθνικό που μιλάει για την Εθνική Ελληνική Θρησκεία και την ερμηνεύει αναλόγως. Είναι αστείο πραγματικά το γεγονός ότι κατά κανόνα δεν υπάρχει ουδεμία ένσταση (από ποιους άλλωστε;) στις διάφορες τέτοιες ερμηνείες.
Οι παραδοσιακές Θρησκείες, ταυτοχρόνως ρευστές στην εξωτερική μορφή τους όσο και σταθερές στη φυσική και εθνική τους αναφορά, δεν ερμηνεύονται ποτέ από έξω. Συνεπώς, κάπου εδώ απαιτείται ο ορισμός ή ξεκαθάρισμα του πολυκακοποιηθέντος όρου «Παράδοση».
Ο όρος «Παράδοση» λοιπόν, δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτό που λέμε «τοπικό χρώμα» ή «φολκλόρ», όπως δεν έχει να κάνει και με τα διάφορα ανά τόπους έθιμα που καταγράφουν οι λαογράφοι μελετητές. Η Παράδοση, όπως έχω ήδη γράψει, έχει να κάνει με την προέλευση και την μεταβίβαση μέσα από τους αιώνες, ενός πλέγματος εννοιών, οπτικών γωνιών και αντιλήψεων που βοηθούν τον άνθρωπο - οργανικό μέλος τής κάθε συγκεκριμένης Παραδόσεως, να ερμηνεύσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τον εαυτό του και το φυσικό και ηθικό περιβάλλον του. Η Παράδοση είναι τρόπος οράσεως και γνώση που μεταδίδεται από γενεά σε γενεά, περνάει μέσα από τα φίλτρα των κοινωνικών και ηθικών διαφοροποιήσεων και άρα φθάνει στους εκάστοτε κοινωνούς της πάντοτε ορθή και σεβαστή. Ενσαρκώνει μία εσωτερική γνώση που συνυπάρχει αρμονικά με την ζωή σε κάθε της επίπεδο, προσωπικό, συλλογικό, πολιτικό, είναι καθολική μετάδοση και καθολικό βίωμα, αφού το μόνο που ουσιαστικά διαφοροποιείται στον κάθε κοινωνό της είναι μόνο το μέγεθος και η ποιότητα αυτής της μεταδόσεως και βιώματος.
Η Παράδοση, τέλος, είναι πάντοτε ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ (σε αντιδιαστολή προς την υποκειμενική, ατομική αντίληψη και θέση) και επίσης ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΗ και ΕΘΝΙΚΗ και ποτέ δεν επιβάλλεται από ένα Έθνος πάνω σε άλλο, ούτε υπάρχει Παράδοση που μοιράζεται σε περισσότερα του ενός Έθνη. Δεν υπάρχει συνεπώς χριστιανική ή μωαμεθανική Παράδοση, αφού είναι σαφές ότι ένας τέτοιος όρος μάς σέρνει σε ένα χονδροειδές οξύμωρο (αποδοχή δύο «Παραδόσεων» που απαιτούν την.. κατάργηση όλων των Παραδόσεων καθώς και οποιουδήποτε άλλου στοιχείου παραδοσιακότητος, δηλαδή Εθνισμού).
Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι και ο «Θεός», στην πραγματικότητα ένα ΕΠΙΘΕΤΟ για να προσδιορίζεται το κάθε όν (ενέργεια, δύναμις και όχι πρόσωπο, να το τονίσουμε αυτό ξανά και ξανά) που έχει προικισθεί από τον Κόσμο με αθανασία, απεραντοσύνη και γνώση για να εξυπηρετεί την ευταξία του. Ως προς την ρίζα, ο Ηρόδοτος (2. 52) λέει ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι "ΟΤΙ ΚΟΣΜΩΙ ΘΕΝΤΕΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ" (διότι συνέθεσαν δηλαδή τα πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο). Η ετυμολόγηση εκ του "θέειν" που επιχειρεί ο Πλάτων (με παράδειγμα τον Ήλιο και τη Σελήνη) είναι όχι μόνο μεταγενεστέρα αλλά και ασθενούς εγκυρότητος αφού εξυπηρετεί απλώς την γνωστή αντίληψη των ουρανίων σωμάτων ως "Θεών" από όλη την πυθαγορο-πλατωνική φιλοσοφική "γραμμή" (με την επιπρόσθετο πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του αριθμού ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), ακόμη και από τον Αριστοτέλη στα πρώτα του έργα και φυσικά από τους Νεοπλατωνικούς και Νεοπυθαγορείους.
Μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές ωστόσο του ανθρωπίνου νοητικού είναι η πονηρή μετατροπή της λέξεως «Θεός» από επίθετο σε ουσιαστικό για να περιγράψει τον ανύπαρκτο "ένα", "προσωπικό", εξωκοσμικό Θεό των Μονοθεϊστών Ιαχωβά.
Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι βεβαίως και ο «Λόγος», ο οποίος, κατά τον παππού Ηράκλειτο, είναι ο αιώνιος και ενιαίος κοσμικός Νόμος, η απόλυτος και λογική νομοτέλεια που κυριαρχεί σε κάθε μεταβολή και ροή των πραγμάτων, αλλά και συγχρόνως, για τον άνθρωπο, το ύπατο στοιχείο της πνευματικής ζωής και απόλυτο μέτρο συμπεριφοράς. Αργότερα, στην πλατωνική «γραμμή», ο Λόγος γίνεται το μέσον επικοινωνίας με τις αρχέτυπες ουσίες των όντων, δηλαδή τις νοητές μορφές τους, τις Ιδέες. Κατά τους Στωϊκούς δε, Λόγος είναι η διάχυτη σε όλα τα όντα Καθαρή Ουσία του Σύμπαντος, η ταυτόσημη προς τον Θεό πύρινη Πνοή, η πηγή όλων των ηθικών αξιών (ο Σενέκας υποστηρίζει μάλιστα ότι το Αγαθόν μπορεί να πραγματωθεί μόνον σε κάτι που είναι λογικό, «Επιστολαί» 124, 13 κ. ε.) τμήμα της οποίας Καθαρής Ουσίας αποτελεί η ανθρώπινη ψυχή ως ο «εν ημίν Λόγος».
Η ανοχή της βαρβαρικής παρερμηνείας του Λόγου από τον Ιουδαίο Φίλωνα (ο οποίος κατά τον πρώτο αιώνα της Βαρβαρικής Εποχής εκμεταλλεύθηκε πονηρότατα την πολυσημία της λέξεως, και υπεβίβασε τον Φυσικό Νόμο, Θεό και ορθολογική Αρχή του Κόσμου, σε «εικόνα» ή αποκαλυπτική «σκέψη» του Ιαχωβά, καθώς και σε… «πρωτότοκο Υιό» του), κατέληξε στο να φορτωθεί σχεδόν αμέσως η ανθρωπότητα τον παραλογισμό του τάχα «ενσαρκωθέντος» Λόγου με τη μορφή του ραβίνου Τζεσουά, Υιού του Ιαχωβά, που με τη σειρά του κόστισε την ίδρυση μίας μοχθηρής και ευτελιστικής Θρησκείας και την ασύλληπτη σε μέγεθος χρονικής διάρκειας και θυμάτων γενοκτόνο και εθνοκτόνο εγκληματική δραστηριότητα ισοπεδώσεως των πάντων και βιαίου συστηματικού προσηλυτισμού, καθώς κόστισε και ένα τρομακτικό πισωγύρισμα του Πολιτισμού από το οποίο, έκτοτε, ποτέ δεν συνήλθε η ανθρωπότης.
Κρούω λοιπόν για μίαν ακόμη φορά τον κώδωνα του συναγερμού, ότι ΔΕΝ υπάρχουν αθώες παρερμηνείες στο επίπεδο των νοημάτων και των ιδεών. Και σταματώ εδώ γιατί αυτά που κανονικά θα πρέπει να λεχθούν ξεπερνούν κατά πολύ τον ορίζοντα μίας δεκαλέπτου εισηγήσεως.
Προτού κλείσω, θα ήθελα απλώς να τονίσω ότι υπάρχει και μία ακόμη πολύ συγκεκριμένη και συχνή, όσο και επικίνδυνη μορφή παρερμηνείας της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, σκόπιμη από όσο γνωρίζω, και όντως γνωρίζω. Πρόκειται για την περίεργη διόγκωση μικρών τμημάτων της Εθνικής Κοσμοθεάσεως και Θρησκείας και προβολή τους εν συνεχεία ως το «άπαν» και το «κατ’ εξοχήν έγκυρο και πλήρες περιεχομένου». Περιθωριακές θρησκευτικές απόψεις και πρακτικές, όπως λ.χ. των Ορφικών, βαπτίζονται «υψηλή» τάχα θρησκευτικότητα και σείονται από επιτηδείους, κυρίως εσωτεριστές Μονοθεϊστές, κατά της πραγματικής Εθνικής μας Θρησκείας, την οποία οι ίδιοι κύκλοι παρουσιάζουν στα μάτια των χαζών ή απληρόφορητων θυμάτων τους ως τάχα προοριζόμενη μόνο για τους… «αμύητους».
Το ίδιο κόλπο γίνεται, φυσικά, και με την Φιλοσοφία. Επειδή η Γραμματεία των Ακαδημαϊκών και Περιπατητικών διεσώθη σχεδόν ολόκληρη από τύχη ή επιλογή των εξουσιαστών, βρισκόμαστε εμείς σήμερα υποχρεωμένοι να συζητάμε συνεχώς για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, λες και σε αυτούς ή στους οπαδούς τους εξαντλείται το ζήτημα «Ελληνική Φιλοσοφία». Μίλησα στην προηγούμενη σημερινή ομιλία μου για τους Υλοζωϊστές. Το αστείο είναι ότι πατώντας κάποιος εκεί, μόνο κατά παραχώρηση θα μπορούσε να αποδεχθεί ως ανήκοντες στην «καθαρή θέαση» τους εισηγητές της «φαινομενικότητος» και, μάλιστα, η αποδοχή τους αυτή επ’ ουδενί βεβαίως επιτρέπει να κτίσουμε επάνω τους ολόκληρο οικοδόμημα, που μάλιστα προτιθέμεθα να ανακηρύξουμε συν τοίς άλλοις το «άπαν» της Εθνικής μας Κοσμοθεάσεως.
Η Παγκόσμια Ιερουσαλήμ, από διαστροφή, ερωτοτροπεί πάντοτε με τα… «άπαντα». Ας της το χαλάσουμε λοιπόν το σκηνικό. Διαπαντός. Το δικό μας Ωραίο και Αληθές, Αγαθόν και Αιώνιον, απαρτίζεται από απείρως άπειρα ωραία, αληθή, αγαθά και αιώνια τμήματα. Υπεράγια, αλλά και ταυτοχρόνως εξαιρετικώς οικεία.
Οι παραδοσιακές Θρησκείες, ταυτοχρόνως ρευστές στην εξωτερική μορφή τους όσο και σταθερές στη φυσική και εθνική τους αναφορά, δεν ερμηνεύονται ποτέ από έξω. Συνεπώς, κάπου εδώ απαιτείται ο ορισμός ή ξεκαθάρισμα του πολυκακοποιηθέντος όρου «Παράδοση».
Ο όρος «Παράδοση» λοιπόν, δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτό που λέμε «τοπικό χρώμα» ή «φολκλόρ», όπως δεν έχει να κάνει και με τα διάφορα ανά τόπους έθιμα που καταγράφουν οι λαογράφοι μελετητές. Η Παράδοση, όπως έχω ήδη γράψει, έχει να κάνει με την προέλευση και την μεταβίβαση μέσα από τους αιώνες, ενός πλέγματος εννοιών, οπτικών γωνιών και αντιλήψεων που βοηθούν τον άνθρωπο - οργανικό μέλος τής κάθε συγκεκριμένης Παραδόσεως, να ερμηνεύσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τον εαυτό του και το φυσικό και ηθικό περιβάλλον του. Η Παράδοση είναι τρόπος οράσεως και γνώση που μεταδίδεται από γενεά σε γενεά, περνάει μέσα από τα φίλτρα των κοινωνικών και ηθικών διαφοροποιήσεων και άρα φθάνει στους εκάστοτε κοινωνούς της πάντοτε ορθή και σεβαστή. Ενσαρκώνει μία εσωτερική γνώση που συνυπάρχει αρμονικά με την ζωή σε κάθε της επίπεδο, προσωπικό, συλλογικό, πολιτικό, είναι καθολική μετάδοση και καθολικό βίωμα, αφού το μόνο που ουσιαστικά διαφοροποιείται στον κάθε κοινωνό της είναι μόνο το μέγεθος και η ποιότητα αυτής της μεταδόσεως και βιώματος.
Η Παράδοση, τέλος, είναι πάντοτε ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ (σε αντιδιαστολή προς την υποκειμενική, ατομική αντίληψη και θέση) και επίσης ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΗ και ΕΘΝΙΚΗ και ποτέ δεν επιβάλλεται από ένα Έθνος πάνω σε άλλο, ούτε υπάρχει Παράδοση που μοιράζεται σε περισσότερα του ενός Έθνη. Δεν υπάρχει συνεπώς χριστιανική ή μωαμεθανική Παράδοση, αφού είναι σαφές ότι ένας τέτοιος όρος μάς σέρνει σε ένα χονδροειδές οξύμωρο (αποδοχή δύο «Παραδόσεων» που απαιτούν την.. κατάργηση όλων των Παραδόσεων καθώς και οποιουδήποτε άλλου στοιχείου παραδοσιακότητος, δηλαδή Εθνισμού).
Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι και ο «Θεός», στην πραγματικότητα ένα ΕΠΙΘΕΤΟ για να προσδιορίζεται το κάθε όν (ενέργεια, δύναμις και όχι πρόσωπο, να το τονίσουμε αυτό ξανά και ξανά) που έχει προικισθεί από τον Κόσμο με αθανασία, απεραντοσύνη και γνώση για να εξυπηρετεί την ευταξία του. Ως προς την ρίζα, ο Ηρόδοτος (2. 52) λέει ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι "ΟΤΙ ΚΟΣΜΩΙ ΘΕΝΤΕΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ" (διότι συνέθεσαν δηλαδή τα πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο). Η ετυμολόγηση εκ του "θέειν" που επιχειρεί ο Πλάτων (με παράδειγμα τον Ήλιο και τη Σελήνη) είναι όχι μόνο μεταγενεστέρα αλλά και ασθενούς εγκυρότητος αφού εξυπηρετεί απλώς την γνωστή αντίληψη των ουρανίων σωμάτων ως "Θεών" από όλη την πυθαγορο-πλατωνική φιλοσοφική "γραμμή" (με την επιπρόσθετο πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του αριθμού ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), ακόμη και από τον Αριστοτέλη στα πρώτα του έργα και φυσικά από τους Νεοπλατωνικούς και Νεοπυθαγορείους.
Μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές ωστόσο του ανθρωπίνου νοητικού είναι η πονηρή μετατροπή της λέξεως «Θεός» από επίθετο σε ουσιαστικό για να περιγράψει τον ανύπαρκτο "ένα", "προσωπικό", εξωκοσμικό Θεό των Μονοθεϊστών Ιαχωβά.
Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι βεβαίως και ο «Λόγος», ο οποίος, κατά τον παππού Ηράκλειτο, είναι ο αιώνιος και ενιαίος κοσμικός Νόμος, η απόλυτος και λογική νομοτέλεια που κυριαρχεί σε κάθε μεταβολή και ροή των πραγμάτων, αλλά και συγχρόνως, για τον άνθρωπο, το ύπατο στοιχείο της πνευματικής ζωής και απόλυτο μέτρο συμπεριφοράς. Αργότερα, στην πλατωνική «γραμμή», ο Λόγος γίνεται το μέσον επικοινωνίας με τις αρχέτυπες ουσίες των όντων, δηλαδή τις νοητές μορφές τους, τις Ιδέες. Κατά τους Στωϊκούς δε, Λόγος είναι η διάχυτη σε όλα τα όντα Καθαρή Ουσία του Σύμπαντος, η ταυτόσημη προς τον Θεό πύρινη Πνοή, η πηγή όλων των ηθικών αξιών (ο Σενέκας υποστηρίζει μάλιστα ότι το Αγαθόν μπορεί να πραγματωθεί μόνον σε κάτι που είναι λογικό, «Επιστολαί» 124, 13 κ. ε.) τμήμα της οποίας Καθαρής Ουσίας αποτελεί η ανθρώπινη ψυχή ως ο «εν ημίν Λόγος».
Η ανοχή της βαρβαρικής παρερμηνείας του Λόγου από τον Ιουδαίο Φίλωνα (ο οποίος κατά τον πρώτο αιώνα της Βαρβαρικής Εποχής εκμεταλλεύθηκε πονηρότατα την πολυσημία της λέξεως, και υπεβίβασε τον Φυσικό Νόμο, Θεό και ορθολογική Αρχή του Κόσμου, σε «εικόνα» ή αποκαλυπτική «σκέψη» του Ιαχωβά, καθώς και σε… «πρωτότοκο Υιό» του), κατέληξε στο να φορτωθεί σχεδόν αμέσως η ανθρωπότητα τον παραλογισμό του τάχα «ενσαρκωθέντος» Λόγου με τη μορφή του ραβίνου Τζεσουά, Υιού του Ιαχωβά, που με τη σειρά του κόστισε την ίδρυση μίας μοχθηρής και ευτελιστικής Θρησκείας και την ασύλληπτη σε μέγεθος χρονικής διάρκειας και θυμάτων γενοκτόνο και εθνοκτόνο εγκληματική δραστηριότητα ισοπεδώσεως των πάντων και βιαίου συστηματικού προσηλυτισμού, καθώς κόστισε και ένα τρομακτικό πισωγύρισμα του Πολιτισμού από το οποίο, έκτοτε, ποτέ δεν συνήλθε η ανθρωπότης.
Κρούω λοιπόν για μίαν ακόμη φορά τον κώδωνα του συναγερμού, ότι ΔΕΝ υπάρχουν αθώες παρερμηνείες στο επίπεδο των νοημάτων και των ιδεών. Και σταματώ εδώ γιατί αυτά που κανονικά θα πρέπει να λεχθούν ξεπερνούν κατά πολύ τον ορίζοντα μίας δεκαλέπτου εισηγήσεως.
Προτού κλείσω, θα ήθελα απλώς να τονίσω ότι υπάρχει και μία ακόμη πολύ συγκεκριμένη και συχνή, όσο και επικίνδυνη μορφή παρερμηνείας της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, σκόπιμη από όσο γνωρίζω, και όντως γνωρίζω. Πρόκειται για την περίεργη διόγκωση μικρών τμημάτων της Εθνικής Κοσμοθεάσεως και Θρησκείας και προβολή τους εν συνεχεία ως το «άπαν» και το «κατ’ εξοχήν έγκυρο και πλήρες περιεχομένου». Περιθωριακές θρησκευτικές απόψεις και πρακτικές, όπως λ.χ. των Ορφικών, βαπτίζονται «υψηλή» τάχα θρησκευτικότητα και σείονται από επιτηδείους, κυρίως εσωτεριστές Μονοθεϊστές, κατά της πραγματικής Εθνικής μας Θρησκείας, την οποία οι ίδιοι κύκλοι παρουσιάζουν στα μάτια των χαζών ή απληρόφορητων θυμάτων τους ως τάχα προοριζόμενη μόνο για τους… «αμύητους».
Το ίδιο κόλπο γίνεται, φυσικά, και με την Φιλοσοφία. Επειδή η Γραμματεία των Ακαδημαϊκών και Περιπατητικών διεσώθη σχεδόν ολόκληρη από τύχη ή επιλογή των εξουσιαστών, βρισκόμαστε εμείς σήμερα υποχρεωμένοι να συζητάμε συνεχώς για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, λες και σε αυτούς ή στους οπαδούς τους εξαντλείται το ζήτημα «Ελληνική Φιλοσοφία». Μίλησα στην προηγούμενη σημερινή ομιλία μου για τους Υλοζωϊστές. Το αστείο είναι ότι πατώντας κάποιος εκεί, μόνο κατά παραχώρηση θα μπορούσε να αποδεχθεί ως ανήκοντες στην «καθαρή θέαση» τους εισηγητές της «φαινομενικότητος» και, μάλιστα, η αποδοχή τους αυτή επ’ ουδενί βεβαίως επιτρέπει να κτίσουμε επάνω τους ολόκληρο οικοδόμημα, που μάλιστα προτιθέμεθα να ανακηρύξουμε συν τοίς άλλοις το «άπαν» της Εθνικής μας Κοσμοθεάσεως.
Η Παγκόσμια Ιερουσαλήμ, από διαστροφή, ερωτοτροπεί πάντοτε με τα… «άπαντα». Ας της το χαλάσουμε λοιπόν το σκηνικό. Διαπαντός. Το δικό μας Ωραίο και Αληθές, Αγαθόν και Αιώνιον, απαρτίζεται από απείρως άπειρα ωραία, αληθή, αγαθά και αιώνια τμήματα. Υπεράγια, αλλά και ταυτοχρόνως εξαιρετικώς οικεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου