ΧΟ. ἁ νεότας μοι φίλον· ἄ- [στρ. α]
χθος δὲ τὸ γῆρας αἰεὶ
βαρύτερον Αἴτνας σκοπέλων
640 ἐπὶ κρατὶ κεῖται, βλεφάρων
σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαν.
μή μοι μήτ᾽ Ἀσιήτιδος
τυραννίδος ὄλβος εἴη,
645 μὴ χρυσοῦ δώματα πλήρη
τᾶς ἥβας ἀντιλαβεῖν,
ἃ καλλίστα μὲν ἐν ὄλβωι,
καλλίστα δ᾽ ἐν πενίαι.
τὸ δὲ λυγρὸν φόνιόν τε γῆ-
650 ρας μισῶ· κατὰ κυμάτων δ᾽
ἔρροι μηδέ ποτ᾽ ὤφελεν
θνατῶν δώματα καὶ πόλεις
ἐλθεῖν, ἀλλὰ κατ᾽ αἰθέρ᾽ αἰ-
εὶ πτεροῖσι φορείσθω.
655 εἰ δὲ θεοῖς ἦν ξύνεσις [ἀντ. α]
καὶ σοφία κατ᾽ ἄνδρας,
δίδυμον ἂν ἥβαν ἔφερον,
φανερὸν χαρακτῆρ᾽ ἀρετᾶς
660 ὅσοισιν μέτα, καὶ θανόντες
εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου
δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους,
ἁ δυσγένεια δ᾽ ἁπλοῦν ἂν
εἶχε ζόας βίοτον,
665 καὶ τῶιδ᾽ ἂν τούς τε κακοὺς ἦν
γνῶναι καὶ τοὺς ἀγαθούς,
ἴσον ἅτ᾽ ἐν νεφέλαισιν ἄ-
στρων ναύταις ἀριθμὸς πέλει.
νῦν δ᾽ οὐδεὶς ὅρος ἐκ θεῶν
670 χρηστοῖς οὐδὲ κακοῖς σαφής,
ἀλλ᾽ εἱλισσόμενός τις αἰ-
ὼν πλοῦτον μόνον αὔξει.
***
ΧΟΡ. Η νιότη μού είναι αγαπητή·
κι αιώνια αγγάρεια τα γηρατειά,
βαρύτερ᾽ απ᾽ της Αίτνας τους σκοπέλους
640 πα στο κεφάλι στέκουν,
των ματιών το σκοτεινό
φως γυροσκεπάζοντας.
Ας μην έχω πλούτο ασιατικού
βασίλειου μήτε κάμαρες
γιομάτες με χρυσάφι
αντί της νιότης, που καλή
με τον πλούτον είναι
και καλή και με τη φτώχεια.
Μα τα φονικά κι ολέθρια
650 γηρατειά μισώ τα κι είθε
να παν να χαθούν στα κύματα
και να μην έρχονταν στα σπίτια
των ανθρώπων και τις πόλεις,
μα πάντοτε να φτερουγούσαν
μες στον αιθέρα· κι αν ανθρώπινο
οι θεοί νουν είχαν, διπλή νιότη
θα ᾽διναν, ολοφάνερο σημάδι
της αρετής σε όσους την έχουν,
660 κι όταν απέθνησκαν, ξανά
στη λάμψη του ήλιου θ᾽ άρχιζαν
δεύτερο δρόμο·
κι οι γεννημένοι κακοί θα᾽ χαν
μονή της ύπαρξης τη ζήση,
κι έτσι κανείς θα γνώριζε
και τους καλούς και τους κακούς,
ό,τι στα σύννεφα το πλήθος
των άστρων για τους ναύτες είναι.
Και τώρ᾽ απ᾽ τους θεούς κανένα
σύνορο σωστό δεν είναι
670 για τους καλούς και τους κακούς,
κι η ελικιά πάντα γυρίζοντας
τον πλούτο μόνο αυξαίνει.
χθος δὲ τὸ γῆρας αἰεὶ
βαρύτερον Αἴτνας σκοπέλων
640 ἐπὶ κρατὶ κεῖται, βλεφάρων
σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαν.
μή μοι μήτ᾽ Ἀσιήτιδος
τυραννίδος ὄλβος εἴη,
645 μὴ χρυσοῦ δώματα πλήρη
τᾶς ἥβας ἀντιλαβεῖν,
ἃ καλλίστα μὲν ἐν ὄλβωι,
καλλίστα δ᾽ ἐν πενίαι.
τὸ δὲ λυγρὸν φόνιόν τε γῆ-
650 ρας μισῶ· κατὰ κυμάτων δ᾽
ἔρροι μηδέ ποτ᾽ ὤφελεν
θνατῶν δώματα καὶ πόλεις
ἐλθεῖν, ἀλλὰ κατ᾽ αἰθέρ᾽ αἰ-
εὶ πτεροῖσι φορείσθω.
655 εἰ δὲ θεοῖς ἦν ξύνεσις [ἀντ. α]
καὶ σοφία κατ᾽ ἄνδρας,
δίδυμον ἂν ἥβαν ἔφερον,
φανερὸν χαρακτῆρ᾽ ἀρετᾶς
660 ὅσοισιν μέτα, καὶ θανόντες
εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου
δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους,
ἁ δυσγένεια δ᾽ ἁπλοῦν ἂν
εἶχε ζόας βίοτον,
665 καὶ τῶιδ᾽ ἂν τούς τε κακοὺς ἦν
γνῶναι καὶ τοὺς ἀγαθούς,
ἴσον ἅτ᾽ ἐν νεφέλαισιν ἄ-
στρων ναύταις ἀριθμὸς πέλει.
νῦν δ᾽ οὐδεὶς ὅρος ἐκ θεῶν
670 χρηστοῖς οὐδὲ κακοῖς σαφής,
ἀλλ᾽ εἱλισσόμενός τις αἰ-
ὼν πλοῦτον μόνον αὔξει.
***
ΧΟΡ. Η νιότη μού είναι αγαπητή·
κι αιώνια αγγάρεια τα γηρατειά,
βαρύτερ᾽ απ᾽ της Αίτνας τους σκοπέλους
640 πα στο κεφάλι στέκουν,
των ματιών το σκοτεινό
φως γυροσκεπάζοντας.
Ας μην έχω πλούτο ασιατικού
βασίλειου μήτε κάμαρες
γιομάτες με χρυσάφι
αντί της νιότης, που καλή
με τον πλούτον είναι
και καλή και με τη φτώχεια.
Μα τα φονικά κι ολέθρια
650 γηρατειά μισώ τα κι είθε
να παν να χαθούν στα κύματα
και να μην έρχονταν στα σπίτια
των ανθρώπων και τις πόλεις,
μα πάντοτε να φτερουγούσαν
μες στον αιθέρα· κι αν ανθρώπινο
οι θεοί νουν είχαν, διπλή νιότη
θα ᾽διναν, ολοφάνερο σημάδι
της αρετής σε όσους την έχουν,
660 κι όταν απέθνησκαν, ξανά
στη λάμψη του ήλιου θ᾽ άρχιζαν
δεύτερο δρόμο·
κι οι γεννημένοι κακοί θα᾽ χαν
μονή της ύπαρξης τη ζήση,
κι έτσι κανείς θα γνώριζε
και τους καλούς και τους κακούς,
ό,τι στα σύννεφα το πλήθος
των άστρων για τους ναύτες είναι.
Και τώρ᾽ απ᾽ τους θεούς κανένα
σύνορο σωστό δεν είναι
670 για τους καλούς και τους κακούς,
κι η ελικιά πάντα γυρίζοντας
τον πλούτο μόνο αυξαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου