Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλεῖδαι (630-666)

ΘΕΡΑΠΩΝ
630 ὦ τέκνα, χαίρετ᾽· Ἰόλεως δὲ ποῦ γέρων
μήτηρ τε πατρὸς τῆσδ᾽ ἕδρας ἀποστατεῖ;
ΙΟ. πάρεσμεν, οἵα δή γ᾽ ἐμοῦ παρουσία.
ΘΕ. τί χρῆμα κεῖσαι καὶ κατηφὲς ὄμμ᾽ ἔχεις;
ΙΟ. φροντίς τις ἦλθ᾽ οἰκεῖος, ἧι συνειχόμην.
635 ΘΕ. ἔπαιρέ νυν σεαυτόν, ὄρθωσον κάρα.
ΙΟ. γέροντές ἐσμεν κοὐδαμῶς ἐρρώμεθα.
ΘΕ. ἥκω γε μέντοι χάρμα σοι φέρων μέγα.
ΙΟ. τίς δ᾽ εἶ σύ; ποῦ σοι συντυχὼν ἀμνημονῶ;
ΘΕ. Ὕλλου πενέστης· οὔ με γιγνώσκεις ὁρῶν;
640 ΙΟ. ὦ φίλταθ᾽, ἥκεις ἆρα σωτὴρ νῶιν βλάβης;
ΘΕ. μάλιστα· καὶ πρός γ᾽ εὐτυχεῖς τὰ νῦν τάδε.
ΙΟ. ὦ μῆτερ ἐσθλοῦ παιδός, Ἀλκμήνην λέγω,
ἔξελθ᾽, ἄκουσον τοῦδε φιλτάτους λόγους.
πάλαι γὰρ ὠδίνουσα τῶν ἀφιγμένων
645 ψυχὴν ἐτήκου νόστος εἰ γενήσεται.

ΑΛΚΜΗΝΗ
τί χρῆμ᾽ ἀυτῆς πᾶν τόδ᾽ ἐπλήσθη στέγος,
Ἰόλαε; μῶν τίς σ᾽ αὖ βιάζεται παρὼν
κῆρυξ ἀπ᾽ Ἄργους; ἀσθενὴς μὲν ἥ γ᾽ ἐμὴ
ῥώμη, τοσόνδε δ᾽ εἰδέναι σε χρή, ξένε·
650 οὐκ ἔστ᾽ ἄγειν σε τούσδ᾽ ἐμοῦ ζώσης ποτέ.
ἦ τἄρ᾽ ἐκείνου μὴ νομιζοίμην ἐγὼ
μήτηρ ἔτ᾽· εἰ δὲ τῶνδε προσθίξηι χερί,
δυοῖν γερόντοιν οὐ καλῶς ἀγωνιῆι.
ΙΟ. θάρσει, γεραιά, μὴ τρέσηις· οὐκ Ἀργόθεν
655 κῆρυξ ἀφῖκται πολεμίους λόγους ἔχων.
ΑΛ. τί γὰρ βοὴν ἔστησας ἄγγελον φόβου;
ΙΟ. σὺ πρόσθε ναοῦ τοῦδ᾽ ὅπως βαίης πέλας.
ΑΛ. οὐκ ἴσμεν ἡμεῖς ταῦτα· τίς γάρ ἐσθ᾽ ὅδε;
ΙΟ. ἥκοντα παῖδα παιδὸς ἀγγέλλει σέθεν.
660 ΑΛ. ὦ χαῖρε καὶ σὺ τοῖσδε τοῖς ἀγγέλμασιν.
ἀτὰρ τί χώραι τῆιδε προσβαλὼν πόδα
ποῦ νῦν ἄπεστι; τίς νιν εἶργε συμφορὰ
σὺν σοὶ φανέντα δεῦρ᾽ ἐμὴν τέρψαι φρένα;
ΘΕ. στρατὸν καθίζει τάσσεταί θ᾽ ὃν ἦλθ᾽ ἔχων.
665 ΑΛ. τοῦδ᾽ οὐκέθ᾽ ἡμῖν τοῦ λόγου μέτεστι δή.
ΙΟ. μέτεστιν· ἡμῶν δ᾽ ἔργον ἱστορεῖν τάδε.

***
ΘΕΡΑΠΩΝ
630 Ω τέκνα, χαίρετε· πού ο γέροντας Ιόλαος
και πού η μητέρα του πατρός σας λείπει εδώθες;
ΙΟΛ. Εδώ ᾽μαστε, κι ας είναι η παρουσία μου τέτοια.
ΘΕΡ. Τί κείτεσ᾽ έτσι και την όψη έχεις θλιμμένη;
ΙΟΛ. Κάποιο δυστύχημα βρήκε όλη τη γενιά μας.
ΘΕΡ. Τώρα σηκώσου κι όρθωσε την κεφαλή σου!
ΙΟΛ. Είμαστε γέροι και καθόλου δεν βαστάμε.
ΘΕΡ. Μα έρχομ᾽ εδώ χαρά μεγάλη φέρνοντάς σε.
ΙΟΛ. Ποιός είσαι; πού σ᾽ αντάμωσα και το ξεχνάω;
ΘΕΡ. Σκλάβος του Ύλλου· βλέποντάς με δεν με γνωρίζεις;
640 ΙΟΛ. Καλέ μου, από τη δυστυχιά ήρθες να με σώσεις;
ΘΕΡ. Ναι· και σε ανθρώπους που ᾽ναι τώρα ευτυχισμένοι.
ΙΟΛ. Ω άξιου παιδιού μητέρα, εσένα, Αλκμήνη, κράζω·
έβγα ν᾽ ακούσεις τα γλυκύτατα αυτά λόγια!
Τόσον καιρό για τους διωγμένους σου πονώντας
έλιωνες, αν θενα γυρνούσαν στην πατρίδα.

ΑΛΚΜΗΝΗ (βγαίνοντας από μέσα)
Ποιός έτσι γέμισε από αλαλαγμούς τον τόπο;
Μήπως κανένας κήρυκας απ᾽ τ᾽ Άργος πάλι
απλώνει απάνω σου; κι αν είναι η δύναμή μου
λίγη, όμως πρέπει, ω ξένε συ, να ξέρεις ότι,
650 όσο εγώ ζω, κανέναν απ᾽ αυτούς δεν παίρνεις!
αλλιώς, ας μη λογιέμαι πια μητέρα εκείνου!
κι αν κάποιον απ᾽ αυτούς τον ᾽γγίσεις με το χέρι,
με δυο γερόντους δεν θα καλοπολεμήσεις!
ΙΟΛ. Θάρρος, γερόντισσα· μην τρέμεις· δεν μας ήρθε
απ᾽ τ᾽ Άργος κήρυκας γεμάτος με φοβέρες.
ΑΛΚ. Τότες γιατί έβγανες φωνή που εφόβισέ με;
ΙΟΛ. Για νά ᾽βγεις έξω απ᾽ τον ναόν εδώ σιμά μας.
ΑΛΚ. Αυτό δεν το ᾽ξερα· ποιός λοιπόν είναι τούτος;
ΙΟΛ. Φέρνει την είδηση πως ήρθε ο γιος του γιου σου.
660 ΑΛΚ. Χαίρε και συ, καλέ, γι᾽ αυτήν την είδησή σου!
όμως γιατί, ενώ πάτησε στα σύνορά μας,
δεν φαίνεται; ποιά συφορά έχει τον μποδίσει
μ᾽ εσέ φερμένος την ψυχή μου να μου ανοίξει;
ΘΕΡ. Καθίζει τον στρατό του και τον παρατάζει.
ΑΛΚ. Γι᾽ αυτό το πράμα εμένα λόγος δεν μου πέφτει.
ΙΟΛ. Πώς όχι; μα δικό μου είναι έργο να ξετάσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου