Αριστοτέλης (384 - 322 π.Χ.) Ο μεγάλος ρεαλιστής
Αν και το γνωμικό ''Γνώθι σαυτόν'' αποδόθηκε στον Θαλή πριν συνδεθεί με το όνομα του Σωκράτη, αν και η εικοτολογία γύρω από την ψυχή, τη σύστασή της και την κίνησή της ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους προσωποκεντρικούς φιλοσόφους και απόκτησε εύρος και βάθος με τον Πλάτωνα, ο Σταγειρίτης, ο μεγαλύτερος πιθανόν συνθετικός νους της αρχαιότητας, αν όχι όλων των εποχών, ήταν εκείνος που έγραψε την πρώτη πραγματεία στην ψυχολογία, η οποία είναι γνωστή με τον λατινικό της τίτλο De Anima (Περί ψυχής).
Το έργο αυτό όχι μόνο αξιολογεί τη σκέψη των προγενέστερών του, αλλά και οικοδομεί μια αναλυτική ψυχολογία, που μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο εγχειρίδιο πάνω στο θέμα. Ο Αριστοτέλης ξεκινάει πάντα από τον ορισμό και, παρόλο που οικοδομεί τη θεωρία του και υποστηρίζει τη θέση του τις περισσότερες φορές με πολύ αφηρημένο τρόπο, είναι εκπληκτικό πόσο σύγχρονη είναι η μέθοδος του στη διευκρίνηση των δεδομένων σχετικά με τις διάφορες αισθήσεις και τις κατ' αίσθηση ιδιότητες. Από τα διάφορα κείμενα ψυχολογίας που έγραψε, είναι φανερό ότι, εκτός από την παρατήρηση, πειραματίστηκε πάνω στις αισθήσεις, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να κάνει νύξεις σχετικά με τα θετικά μετεικάσματα ή τα διάμεσα των αισθήσεων (αέρας, νερό).
Είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης ασχολείται διαρκώς με τα λεγόμενα στοιχεία (αέρας, φωτιά, νερό, γη) και πολλές από τις εξηγήσεις του δίνονται με βάση τους όρους του ξηρού και του υγρού - μια σύλληψη που υιοθετήθηκε από τους οπαδούς του μέχρι την Αναγέννηση. Ακόμη πιο παράξενο είναι το ότι παραθέτει ως αληθινό γεγονός την πεποίθηση ότι '' όταν οι γυναίκες κοιτούν έναν καθαρό καθρέφτη μετά την εμμηνορρυσία, η επιφάνεια του καθρέφτη καλύπτεται από μια κοκκινωπή θολούρα''. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μας έχει η καλοδουλεμένη εξήγηση που δίνει ο Αριστοτέλης σ' αυτό το συζητήσιμο φαινόμενο.
Η συμβολή του Αριστοτέλη στην ψυχολογία
Η συμβολή του Αριστοτέλη στην ψυχολογία είναι τεράστια - κατά κανένα τρόπο δεν περιορίζεται στην αυταπάτη του διπλού αντικειμένου που φέρει το όνομά του. Η κυριότερη εισφορά του είναι ότι τοποθέτησε την ψυχή ως πηγή σκέψης στην καρδιά, την οποία θεωρεί όργανο που γεννάει τη θερμότητα. Αυτό ευθυγραμμιζόταν με τη φράση της Βίβλου ''οι σκέψεις της καρδιά του''. Απ' αυτή την άποψη ο Πλάτωνας ακολούθησε τη σχολή Σχολή της Σικελίας, που θεωρούνταν ''χαμηλού επιπέδου'' από τον μεγάλο Αριστοτέλη. Έτσι, για μια φορά μόνο, ο ημιμυστικιστής Πλάτωνας, με το να υιοθετήσει τη νεόκοπη θεωρία ότι η ανώτατη ψυχή βρισκόταν στον εγκέφαλο, κέρδισε ένα σημείο σε βάρος του επιστήμονα και ρεαλιστή.
Πλάτων (429- 348 π.Χ.) Ο ιδεαλιστής
Είναι δύσκολο να πούμε ποιός ήταν μεγαλύτερη ιδιοφυΐα - ο Αριστοτέλης ή ο Πλάτωνας. Ασφαλώς ήταν διαφορετικά πνεύματα. Και οι δυο είναι μεγάλοι φιλόσοφοι. Ο Αριστοτέλης έδινε έμφαση στην επιστήμη, ενώ η φαντασία του Πλάτωνα άφηνε να διαφανεί το ποιηιτκό στοιχείο. Γι' αυτό ο Αριστοτέλης ήταν πιο αντικειμενικός από τους δύο. Ήταν καλή τύχη πάντως το ότι ο Πλάτωνας εμφανίστηκε πρώτος και ο Αριστοτέλης βρέθηκε υπό την κηδεμονία του στην Ακαδημία γύρω στα 400 π.Χ. Αν τα πράγματα συνέβαιναν ανάποδα, μπορεί να χάναμε όλη την πνοή του πνεύματος που είναι πρόδηλη σχεδόν σ' όλα όσα έγραψε ο Σταγειρίτης. Αν και δεν διάλεξε τη διαλεκτική μέθοδο του Πλάτωνα, που ήταν κληρονομιά από τους Σοφιστές, δεν ήταν δυνατό να μην είχε επηρεαστεί από την ισχυρή λογική του δασκάλου και από την έκταση των σκοπών στους οποίους απέβλεπε εκείνος.
Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας ξεκινούσαν από διαφορετικές αφετηρίες.
Ο πρώτος παρατηρούσε ένα φαινόμενο και το ανέλυε, και μετά το τοποθετούσε πλάι σ' άλλα φαινόμενα οικοδομώντας έτσι ένα σύστημα, περίπου με τον τρόπο που επιχείρησαν να εφαρμόσουν στη δομική ψυχολογίατους χίλια χρόνια αργότερα ο Wundt και ο Titchener. Από την άλλη μεριά, ο Πλάτωνας ήταν ένας πρωτόγονος λειτουργιστής. Έβλεπε πράγματα μέσα στο όλον, έθετε πάντα το ερώτημα, ''Για ποιο σκοπό;''
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Αριστοτέλης ήταν ο θεωρητικός για τον οποίο ακόμη και στην ηθική το summum bonum είναι η καθαρή θωρία, ενώ ο Πλάτωνας ενδιαφέρεται πάντα για το πρακτικό. Παρά τη δύναμη της φαντασίας του και τη φαινομενικά μη ρεαλιστική σύλληψη της υποστασιακότητας των Ιδεών ή Μορφών, η οποία αντιστρέφει την άποψη του κοινού νου ότι οι ιδιότητες συνδέονται με τα χειροπιαστά πράγματα μόνο αφηρημένα, κινείται μολαταύατα σταθερά μέσα σ' έναν πρακτικό κόσμο.
Οι χαρακτήρες του είναι ζωντανοί, οι αναλογίες του είναι γεμάτες δράση. Ακόμη και η μεταφυσική του είναι τελεολογική. Και ίσως μπορούμε να δείξουμε ότι κάθε διάλογός του υπηρετεί τον σκοπό της απόκτησης μιας καθοδήγησης ώστε να τακτοποιηθεί η κατάσταση της ίδιας της ζωής μας.
Ο σύγχρονος πειραματιστής προχωρεί πάνω στη βάση κάποιας υπόθεσης. Ο Πλάτωνας, αν και δεν μας λέει προς τα πού πάει, γνωρίζει εκ των προτέρων ποιο θα είναι το συμπέρασμα, και οδηγεί το επιχείρημα, συχνά μέσω των επανειλημμένων παραχωρήσεων ενός πειθήνιου οργάνου του, προς την κατεύθυνση του αντικειμενικού σκοπού του.
Ο Πλάτωνας προσβλέπει στην πολιτεία
Μ' αυτόν τον τρόπο φωτίζει εντονότερα ορισμένους ενδιάμεσους σταθμούς, αλλά αυτοί είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό στο οποίο προσβλέπει τελικά ο Πλάτωνας είναι η πολιτεία. Όλα τα άλλα πρέπει να εναρμονιστούν με τέτοιο τρόπο ώστε να μας οδηγήσουν βαθμηδόν στην τέλεια λειτουργία της. Συνεπώς, το άτομο δεν είναι παρά μια μονάδα μέσα στο ευρύτερο όλον, και οι λειτουργίες του είναι στην πραγματικότητα ελάσσονες εκφράσεις των ολικών λειτουργιών της πολιτείας.
Γι' αυτόν τον λόγο η ψυχολογία του Πλάτωνα είναι υποταγμένη στη φιλοσοφία του της πολιτείας και στην κοινωνική ηθική. Κατ' ανάγκην λοιπόν είναι αποσπασματική. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη μεριά, μας έδωσε πρακτικά ένα εγχειρίδιο που ασχολείται μ' όλες τις μείζονες νοητικές διαδικασίες: αισθήσεις, αντιλήψεις, συγκινήσεις, κλπ., ακολουθώντας την πορεία των παρατηρήσεών του, οι οποίες περιστασιακά επιζητούσαν τον πειραματισμό.
Ο Πλάτωνας δεν ήταν πειραματιστής, ακόμη και οι κοινότοπες παρατηρήσεις του ήταν γεμάτες από σκέψη, από διασθήσεις που ταίριαζαν με το σχήμα του φιλοσοφικού πανοράματός του. Φυσικά, τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης πρόσφευγαν στην ενδοσκόπηση, που ήταν χρωματισμένη με ερμηνεία και εξήγηση, όπως ένα παιδί που, αντί να σχεδιάσει την κορυφή ενός ποτηριού σαν έλλειψη, τη ''βλέπει'' σαν κύκλο.
Η συνεισφορά του Πλάτωνα στην ψυχολογία είναι η σύλληψή του της ψυχής.
Η κύρια - και ίσως μοναδική- συνεισφορά του Πλάτωνα στην ψυχολογία είναι η σύλληψή του της ψυχής. Ανεξάρτητα από το αν η τριμερής διαίρεση της ψυχής έγινε για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα ή αν προερχόταν από την αιγυπτιακή και την ανατολική απόρρητη γνώση, που πάντα τον εντυπωσίαζε, η έννοια φαίνεται ότι απόκτησε απ' αυτόν το θεμέλιο εκείνο που διατηρεί ως τις μέρες μας. Η διαίσθησή του, την οποία αποκαλεί στην Πολιτεία ''το μάτι της σκέψης'', του φαινόταν μερικές φορές πολύ χρήσιμη, όπως τότε που τοποθέτησε τη σκέψη στο κεφάλι, αντί στην καρδιά, όπως έκανε ο Αριστοτέλης και η Βίβλος (''Είπε στην καρδιά του''). Ο λογιστικός νους, τον οποίο εξίσωνε με τον εγκέφαλο, είναι, χάρη στην έλλογη λειτουργίας του, η ανώτερη φάση. Σήμερα θα αντιστοιχούσε στον φλοιό του εγκεφάλου, που διακανονίζει τη γνώση/ νόηση και τον συλλογισμό.
Για τον Πλάτωνα, η ψυχή, που εκπροσωπεί τις ενεργές συγκινήσεις- τη ζωηρότητα μάλλον παρά την πνευματικότητα- κατοικοεδρεύει στο στήθος. Η ελληνική λέξη θυμός, που μπορεί να μεταφραστεί ''θάρρος'' και να περιλαμβάνει τη γενναιότητα, την τόλμη, την αποφασιστικότητα, τη θέληση για δύναμη και το σθένος, μπορεί να αναφέρεται επίσης στο πάσχισμα, στην επιδίωξη, και έτσι είναι κατά μια έννοια ανάλογη με το δικό μας όρο conation (τάση για ενέργεια). Το περίεργο είναι ότι η γερμανική λέξη Mut, αν και παλίνδρομον του θυμ(ός), αντιστοιχεί σ'αυτόν ακριβώς.
Η τρίτη φάση της ψυχής, που συνδέεται με το κατώτερο μέρος της κοιλιάς, θεωρείται άλογη (αλογιστικόν) και εκπροσωπεί τα επιθυμητικά ένστικτα του ανθρώπου (επιθυμητικόν). Εδώ βρίσκονται όλες οι επιθυμίες, τα πάθη, οι πόθοι. Αλλά ο έρωτας με την ανώτερη, πιο ποητική έννοια (έρως) αποδίδεται στο μεσαίο μέρος - το στήθος, όπου γεννιούνται οι ενεργές συγκινήσεις.
Ίσως είναι δυνατό να υποδιαιρέσουμε την καθεμία απ' αυτές τις φάσεις σε μια θεωρητική και μια πρακτική κατηγορία. Επιπλέον, ίσως είναι δυνατό να τις συζεύξουμε με τους τέσσερις τύπους γνώσης/νόησης: α) καθαρό λογικό (νόησις) β) κατανόηση (διάνοια) γ) πίστη βασισμένη στη γνώμη (δόξα) και δ) εικασία.
Για τον Πλάτωνα, το σώμα ήταν ένα είδος φυλακής και η ψυχή ο διευθυντής του. Δίχως να επεκταθούμε στην εξαιρετικά ευφυή θεωρία του για την ψυχή, αρκεί να πούμε ότι κάποια στοιχεία απ' αυτήν εξακολουθούν να επιβιώνουν στη σύγχρονη ψυχολογία. Μπορούμε να τα εντοπίσουμε παραδείγματος χάρη στην τοπογραφική διαίρεση της ψυχής που έκαμε ο Freud, όπου το Αυτό θα αντιστοιχούσε στην επιθυμητική ψυχή του Πλάτωνα, το Εγώ στο θυμό, στο μέρος της φύσης μας που είναι ρεαλιστικό, φιλόδοξο και πασχίζει, πολεμάει και αποκρούει. Και τέλος το Υπερεγώ, το ιδεώδες του Εγώ, που προκαλεί τη συνείδηση, τα αισθήματα ενοχής και την πνευματικότητα, στην καθαρή συλλογιζόμενη ψυχή του Πλάτωνα.
Είναι αλήθεια ότι το Υπερεγώ στην Ψυχολογία του Freud δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί κάτι που συλλογίζεται, για το λόγο ότι βασανίζεται από τα ανορθολογικά απόβλητα που προέρχονται από το αυτό και για το λόγο ότι είναι κατώτερο από το εγώ αν το δούμε από υγιεινολογική ή κλινική οπτική γωνία. Ωστόσο, για πολλούς παραφροϋδιστές και ηθικολόγους γενικά, το Υπερεγώ πρέπει να είναι το έσχατο δικαστήριο, έστω κι αν προκαλεί πόνο.
Η επιρροή του Jung από τον Πλάτωνα
Ο Jung οφείλει ακόμα περισσότερα στον Πλάτωνα. Πράγματι, μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας πλατωνιστής του εικοστού αιώνα. Τη θεωρία του για το συλλογικό ασυνείδητο την υποδεικνύει εμφανώς η Πολιτεία, ενώ η θεωρία των αρχετύπων, που τόσο έντονα εμφανίζεται στην αναλυτική ψυχολογία του Jung (το όνομα είναι ακατάλληλο, επειδή ο Jung ποτέ δεν αναλύει, αλλά μάλλον διαισθάνεται, όπως έκανε και ο Έλληνας δάσκαλος), είναι ένα θεμελιώδες πλατωνικό δόγμα, που εξηγεί την ενθύμηση των Ιδεών, την οποία δεν θα μπορούσαμε να έχουμε δίχως την ψυχή. Τα αρχέτυπα ή παραδείγματα, όπως τα ονόμαζε ο Πλάτωνας, υποτίθεται πως είναι εξωτερικά, και μέσω αυτών η ψυχή αναγνωρίζει πράγματα που είναι αντίγραφα των Ιδεών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Πλάτωνας προκάλεσε περισσότερα ερεθίσματα απ' όσα θα μπορούσε κανείς να περιμένει, και ότι το φαινομενικά μπερδεμένο σύστημά του να βγάζει πραγματικές οντότητες από αφηρημένες έννοιες και να μετατρέπει απτά αντικέιμενα όπως πέτρες, τραπέζια ή δέντρα σε απλά αντίγραφα δεν πετάχτηκε εντελώς στο χώρο εκείνο όπου λησμονούνται τα ιστορικά αποκυήματα της φαντασίας. Οι δυο Έλληνες κολοσσοί, που οι διϊσταμένες κοσμοθεωρίες τους είχαν κυριαρχήσει στη σκέψη του κόσμου περίπου δυο χιλιάδες χρόνια, επικαλούνταν διαφορετικό φιλοσοφικό ταμπεραμέντο ο καθένας και χρησίμευσαν σαν συμπλήρωμα ο ένας στον άλλο. Επανενσαρκώσεις των θεωριών τους συνέχισαν να εμφανίζονται με σύγχρονο ένδυμα, προσανατολισμένο στις απαιτήσεις του Zeitgeist (του πνεύματος της εκάστοτε εποχής).
Αν και το γνωμικό ''Γνώθι σαυτόν'' αποδόθηκε στον Θαλή πριν συνδεθεί με το όνομα του Σωκράτη, αν και η εικοτολογία γύρω από την ψυχή, τη σύστασή της και την κίνησή της ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους προσωποκεντρικούς φιλοσόφους και απόκτησε εύρος και βάθος με τον Πλάτωνα, ο Σταγειρίτης, ο μεγαλύτερος πιθανόν συνθετικός νους της αρχαιότητας, αν όχι όλων των εποχών, ήταν εκείνος που έγραψε την πρώτη πραγματεία στην ψυχολογία, η οποία είναι γνωστή με τον λατινικό της τίτλο De Anima (Περί ψυχής).
Το έργο αυτό όχι μόνο αξιολογεί τη σκέψη των προγενέστερών του, αλλά και οικοδομεί μια αναλυτική ψυχολογία, που μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο εγχειρίδιο πάνω στο θέμα. Ο Αριστοτέλης ξεκινάει πάντα από τον ορισμό και, παρόλο που οικοδομεί τη θεωρία του και υποστηρίζει τη θέση του τις περισσότερες φορές με πολύ αφηρημένο τρόπο, είναι εκπληκτικό πόσο σύγχρονη είναι η μέθοδος του στη διευκρίνηση των δεδομένων σχετικά με τις διάφορες αισθήσεις και τις κατ' αίσθηση ιδιότητες. Από τα διάφορα κείμενα ψυχολογίας που έγραψε, είναι φανερό ότι, εκτός από την παρατήρηση, πειραματίστηκε πάνω στις αισθήσεις, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να κάνει νύξεις σχετικά με τα θετικά μετεικάσματα ή τα διάμεσα των αισθήσεων (αέρας, νερό).
Είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης ασχολείται διαρκώς με τα λεγόμενα στοιχεία (αέρας, φωτιά, νερό, γη) και πολλές από τις εξηγήσεις του δίνονται με βάση τους όρους του ξηρού και του υγρού - μια σύλληψη που υιοθετήθηκε από τους οπαδούς του μέχρι την Αναγέννηση. Ακόμη πιο παράξενο είναι το ότι παραθέτει ως αληθινό γεγονός την πεποίθηση ότι '' όταν οι γυναίκες κοιτούν έναν καθαρό καθρέφτη μετά την εμμηνορρυσία, η επιφάνεια του καθρέφτη καλύπτεται από μια κοκκινωπή θολούρα''. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μας έχει η καλοδουλεμένη εξήγηση που δίνει ο Αριστοτέλης σ' αυτό το συζητήσιμο φαινόμενο.
Η συμβολή του Αριστοτέλη στην ψυχολογία
Η συμβολή του Αριστοτέλη στην ψυχολογία είναι τεράστια - κατά κανένα τρόπο δεν περιορίζεται στην αυταπάτη του διπλού αντικειμένου που φέρει το όνομά του. Η κυριότερη εισφορά του είναι ότι τοποθέτησε την ψυχή ως πηγή σκέψης στην καρδιά, την οποία θεωρεί όργανο που γεννάει τη θερμότητα. Αυτό ευθυγραμμιζόταν με τη φράση της Βίβλου ''οι σκέψεις της καρδιά του''. Απ' αυτή την άποψη ο Πλάτωνας ακολούθησε τη σχολή Σχολή της Σικελίας, που θεωρούνταν ''χαμηλού επιπέδου'' από τον μεγάλο Αριστοτέλη. Έτσι, για μια φορά μόνο, ο ημιμυστικιστής Πλάτωνας, με το να υιοθετήσει τη νεόκοπη θεωρία ότι η ανώτατη ψυχή βρισκόταν στον εγκέφαλο, κέρδισε ένα σημείο σε βάρος του επιστήμονα και ρεαλιστή.
Πλάτων (429- 348 π.Χ.) Ο ιδεαλιστής
Είναι δύσκολο να πούμε ποιός ήταν μεγαλύτερη ιδιοφυΐα - ο Αριστοτέλης ή ο Πλάτωνας. Ασφαλώς ήταν διαφορετικά πνεύματα. Και οι δυο είναι μεγάλοι φιλόσοφοι. Ο Αριστοτέλης έδινε έμφαση στην επιστήμη, ενώ η φαντασία του Πλάτωνα άφηνε να διαφανεί το ποιηιτκό στοιχείο. Γι' αυτό ο Αριστοτέλης ήταν πιο αντικειμενικός από τους δύο. Ήταν καλή τύχη πάντως το ότι ο Πλάτωνας εμφανίστηκε πρώτος και ο Αριστοτέλης βρέθηκε υπό την κηδεμονία του στην Ακαδημία γύρω στα 400 π.Χ. Αν τα πράγματα συνέβαιναν ανάποδα, μπορεί να χάναμε όλη την πνοή του πνεύματος που είναι πρόδηλη σχεδόν σ' όλα όσα έγραψε ο Σταγειρίτης. Αν και δεν διάλεξε τη διαλεκτική μέθοδο του Πλάτωνα, που ήταν κληρονομιά από τους Σοφιστές, δεν ήταν δυνατό να μην είχε επηρεαστεί από την ισχυρή λογική του δασκάλου και από την έκταση των σκοπών στους οποίους απέβλεπε εκείνος.
Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας ξεκινούσαν από διαφορετικές αφετηρίες.
Ο πρώτος παρατηρούσε ένα φαινόμενο και το ανέλυε, και μετά το τοποθετούσε πλάι σ' άλλα φαινόμενα οικοδομώντας έτσι ένα σύστημα, περίπου με τον τρόπο που επιχείρησαν να εφαρμόσουν στη δομική ψυχολογίατους χίλια χρόνια αργότερα ο Wundt και ο Titchener. Από την άλλη μεριά, ο Πλάτωνας ήταν ένας πρωτόγονος λειτουργιστής. Έβλεπε πράγματα μέσα στο όλον, έθετε πάντα το ερώτημα, ''Για ποιο σκοπό;''
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Αριστοτέλης ήταν ο θεωρητικός για τον οποίο ακόμη και στην ηθική το summum bonum είναι η καθαρή θωρία, ενώ ο Πλάτωνας ενδιαφέρεται πάντα για το πρακτικό. Παρά τη δύναμη της φαντασίας του και τη φαινομενικά μη ρεαλιστική σύλληψη της υποστασιακότητας των Ιδεών ή Μορφών, η οποία αντιστρέφει την άποψη του κοινού νου ότι οι ιδιότητες συνδέονται με τα χειροπιαστά πράγματα μόνο αφηρημένα, κινείται μολαταύατα σταθερά μέσα σ' έναν πρακτικό κόσμο.
Οι χαρακτήρες του είναι ζωντανοί, οι αναλογίες του είναι γεμάτες δράση. Ακόμη και η μεταφυσική του είναι τελεολογική. Και ίσως μπορούμε να δείξουμε ότι κάθε διάλογός του υπηρετεί τον σκοπό της απόκτησης μιας καθοδήγησης ώστε να τακτοποιηθεί η κατάσταση της ίδιας της ζωής μας.
Ο σύγχρονος πειραματιστής προχωρεί πάνω στη βάση κάποιας υπόθεσης. Ο Πλάτωνας, αν και δεν μας λέει προς τα πού πάει, γνωρίζει εκ των προτέρων ποιο θα είναι το συμπέρασμα, και οδηγεί το επιχείρημα, συχνά μέσω των επανειλημμένων παραχωρήσεων ενός πειθήνιου οργάνου του, προς την κατεύθυνση του αντικειμενικού σκοπού του.
Ο Πλάτωνας προσβλέπει στην πολιτεία
Μ' αυτόν τον τρόπο φωτίζει εντονότερα ορισμένους ενδιάμεσους σταθμούς, αλλά αυτοί είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό στο οποίο προσβλέπει τελικά ο Πλάτωνας είναι η πολιτεία. Όλα τα άλλα πρέπει να εναρμονιστούν με τέτοιο τρόπο ώστε να μας οδηγήσουν βαθμηδόν στην τέλεια λειτουργία της. Συνεπώς, το άτομο δεν είναι παρά μια μονάδα μέσα στο ευρύτερο όλον, και οι λειτουργίες του είναι στην πραγματικότητα ελάσσονες εκφράσεις των ολικών λειτουργιών της πολιτείας.
Γι' αυτόν τον λόγο η ψυχολογία του Πλάτωνα είναι υποταγμένη στη φιλοσοφία του της πολιτείας και στην κοινωνική ηθική. Κατ' ανάγκην λοιπόν είναι αποσπασματική. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη μεριά, μας έδωσε πρακτικά ένα εγχειρίδιο που ασχολείται μ' όλες τις μείζονες νοητικές διαδικασίες: αισθήσεις, αντιλήψεις, συγκινήσεις, κλπ., ακολουθώντας την πορεία των παρατηρήσεών του, οι οποίες περιστασιακά επιζητούσαν τον πειραματισμό.
Ο Πλάτωνας δεν ήταν πειραματιστής, ακόμη και οι κοινότοπες παρατηρήσεις του ήταν γεμάτες από σκέψη, από διασθήσεις που ταίριαζαν με το σχήμα του φιλοσοφικού πανοράματός του. Φυσικά, τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης πρόσφευγαν στην ενδοσκόπηση, που ήταν χρωματισμένη με ερμηνεία και εξήγηση, όπως ένα παιδί που, αντί να σχεδιάσει την κορυφή ενός ποτηριού σαν έλλειψη, τη ''βλέπει'' σαν κύκλο.
Η συνεισφορά του Πλάτωνα στην ψυχολογία είναι η σύλληψή του της ψυχής.
Η κύρια - και ίσως μοναδική- συνεισφορά του Πλάτωνα στην ψυχολογία είναι η σύλληψή του της ψυχής. Ανεξάρτητα από το αν η τριμερής διαίρεση της ψυχής έγινε για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα ή αν προερχόταν από την αιγυπτιακή και την ανατολική απόρρητη γνώση, που πάντα τον εντυπωσίαζε, η έννοια φαίνεται ότι απόκτησε απ' αυτόν το θεμέλιο εκείνο που διατηρεί ως τις μέρες μας. Η διαίσθησή του, την οποία αποκαλεί στην Πολιτεία ''το μάτι της σκέψης'', του φαινόταν μερικές φορές πολύ χρήσιμη, όπως τότε που τοποθέτησε τη σκέψη στο κεφάλι, αντί στην καρδιά, όπως έκανε ο Αριστοτέλης και η Βίβλος (''Είπε στην καρδιά του''). Ο λογιστικός νους, τον οποίο εξίσωνε με τον εγκέφαλο, είναι, χάρη στην έλλογη λειτουργίας του, η ανώτερη φάση. Σήμερα θα αντιστοιχούσε στον φλοιό του εγκεφάλου, που διακανονίζει τη γνώση/ νόηση και τον συλλογισμό.
Για τον Πλάτωνα, η ψυχή, που εκπροσωπεί τις ενεργές συγκινήσεις- τη ζωηρότητα μάλλον παρά την πνευματικότητα- κατοικοεδρεύει στο στήθος. Η ελληνική λέξη θυμός, που μπορεί να μεταφραστεί ''θάρρος'' και να περιλαμβάνει τη γενναιότητα, την τόλμη, την αποφασιστικότητα, τη θέληση για δύναμη και το σθένος, μπορεί να αναφέρεται επίσης στο πάσχισμα, στην επιδίωξη, και έτσι είναι κατά μια έννοια ανάλογη με το δικό μας όρο conation (τάση για ενέργεια). Το περίεργο είναι ότι η γερμανική λέξη Mut, αν και παλίνδρομον του θυμ(ός), αντιστοιχεί σ'αυτόν ακριβώς.
Η τρίτη φάση της ψυχής, που συνδέεται με το κατώτερο μέρος της κοιλιάς, θεωρείται άλογη (αλογιστικόν) και εκπροσωπεί τα επιθυμητικά ένστικτα του ανθρώπου (επιθυμητικόν). Εδώ βρίσκονται όλες οι επιθυμίες, τα πάθη, οι πόθοι. Αλλά ο έρωτας με την ανώτερη, πιο ποητική έννοια (έρως) αποδίδεται στο μεσαίο μέρος - το στήθος, όπου γεννιούνται οι ενεργές συγκινήσεις.
Ίσως είναι δυνατό να υποδιαιρέσουμε την καθεμία απ' αυτές τις φάσεις σε μια θεωρητική και μια πρακτική κατηγορία. Επιπλέον, ίσως είναι δυνατό να τις συζεύξουμε με τους τέσσερις τύπους γνώσης/νόησης: α) καθαρό λογικό (νόησις) β) κατανόηση (διάνοια) γ) πίστη βασισμένη στη γνώμη (δόξα) και δ) εικασία.
Για τον Πλάτωνα, το σώμα ήταν ένα είδος φυλακής και η ψυχή ο διευθυντής του. Δίχως να επεκταθούμε στην εξαιρετικά ευφυή θεωρία του για την ψυχή, αρκεί να πούμε ότι κάποια στοιχεία απ' αυτήν εξακολουθούν να επιβιώνουν στη σύγχρονη ψυχολογία. Μπορούμε να τα εντοπίσουμε παραδείγματος χάρη στην τοπογραφική διαίρεση της ψυχής που έκαμε ο Freud, όπου το Αυτό θα αντιστοιχούσε στην επιθυμητική ψυχή του Πλάτωνα, το Εγώ στο θυμό, στο μέρος της φύσης μας που είναι ρεαλιστικό, φιλόδοξο και πασχίζει, πολεμάει και αποκρούει. Και τέλος το Υπερεγώ, το ιδεώδες του Εγώ, που προκαλεί τη συνείδηση, τα αισθήματα ενοχής και την πνευματικότητα, στην καθαρή συλλογιζόμενη ψυχή του Πλάτωνα.
Είναι αλήθεια ότι το Υπερεγώ στην Ψυχολογία του Freud δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί κάτι που συλλογίζεται, για το λόγο ότι βασανίζεται από τα ανορθολογικά απόβλητα που προέρχονται από το αυτό και για το λόγο ότι είναι κατώτερο από το εγώ αν το δούμε από υγιεινολογική ή κλινική οπτική γωνία. Ωστόσο, για πολλούς παραφροϋδιστές και ηθικολόγους γενικά, το Υπερεγώ πρέπει να είναι το έσχατο δικαστήριο, έστω κι αν προκαλεί πόνο.
Η επιρροή του Jung από τον Πλάτωνα
Ο Jung οφείλει ακόμα περισσότερα στον Πλάτωνα. Πράγματι, μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας πλατωνιστής του εικοστού αιώνα. Τη θεωρία του για το συλλογικό ασυνείδητο την υποδεικνύει εμφανώς η Πολιτεία, ενώ η θεωρία των αρχετύπων, που τόσο έντονα εμφανίζεται στην αναλυτική ψυχολογία του Jung (το όνομα είναι ακατάλληλο, επειδή ο Jung ποτέ δεν αναλύει, αλλά μάλλον διαισθάνεται, όπως έκανε και ο Έλληνας δάσκαλος), είναι ένα θεμελιώδες πλατωνικό δόγμα, που εξηγεί την ενθύμηση των Ιδεών, την οποία δεν θα μπορούσαμε να έχουμε δίχως την ψυχή. Τα αρχέτυπα ή παραδείγματα, όπως τα ονόμαζε ο Πλάτωνας, υποτίθεται πως είναι εξωτερικά, και μέσω αυτών η ψυχή αναγνωρίζει πράγματα που είναι αντίγραφα των Ιδεών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Πλάτωνας προκάλεσε περισσότερα ερεθίσματα απ' όσα θα μπορούσε κανείς να περιμένει, και ότι το φαινομενικά μπερδεμένο σύστημά του να βγάζει πραγματικές οντότητες από αφηρημένες έννοιες και να μετατρέπει απτά αντικέιμενα όπως πέτρες, τραπέζια ή δέντρα σε απλά αντίγραφα δεν πετάχτηκε εντελώς στο χώρο εκείνο όπου λησμονούνται τα ιστορικά αποκυήματα της φαντασίας. Οι δυο Έλληνες κολοσσοί, που οι διϊσταμένες κοσμοθεωρίες τους είχαν κυριαρχήσει στη σκέψη του κόσμου περίπου δυο χιλιάδες χρόνια, επικαλούνταν διαφορετικό φιλοσοφικό ταμπεραμέντο ο καθένας και χρησίμευσαν σαν συμπλήρωμα ο ένας στον άλλο. Επανενσαρκώσεις των θεωριών τους συνέχισαν να εμφανίζονται με σύγχρονο ένδυμα, προσανατολισμένο στις απαιτήσεις του Zeitgeist (του πνεύματος της εκάστοτε εποχής).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου