920 ΕΡ. ἔγνως· ὀλεῖ γάρ μ᾽ ἐνδίκως. τί δεῖ λέγειν;
ἀλλ᾽ ἄντομαί σε Δία καλοῦσ᾽ ὁμόγνιον,
πέμψον με χώρας τῆσδ᾽ ὅποι προσωτάτω
ἢ πρὸς πατρῷον μέλαθρον· ὡς δοκοῦσί γε
δόμοι τ᾽ ἐλαύνειν φθέγμ᾽ ἔχοντες οἵδε με,
925 μισεῖ τε γαῖα Φθιάς. εἰ δ᾽ ἥξει πάρος
Φοίβου λιπὼν μαντεῖον ἐς δόμους πόσις,
κτενεῖ μ᾽ ἐπ᾽ αἰσχίστοισιν· ἢ δουλεύσομεν
νόθοισι λέκτροις ὧν ἐδέσποζον πρὸ τοῦ.
πῶς οὖν τάδ᾽, ὡς εἴποι τις, ἐξημάρτανες;
930 κακῶν γυναικῶν εἴσοδοί μ᾽ ἀπώλεσαν,
αἵ μοι λέγουσαι τούσδ᾽ ἐχαύνωσαν λόγους·
Σὺ τὴν κακίστην αἰχμάλωτον ἐν δόμοις
δούλην ἀνέξῃ σοι λέχους κοινουμένην;
μὰ τὴν ἄνασσαν, οὐκ ἂν ἔν γ᾽ ἐμοῖς δόμοις
935 βλέπουσ᾽ ἂν αὐγὰς τἄμ᾽ ἐκαρποῦτ᾽ ἂν λέχη.
κἀγὼ κλύουσα τούσδε Σειρήνων λόγους,
σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων,
ἐξηνεμώθην μωρίᾳ. τί γάρ με χρῆν
πόσιν φυλάσσειν, ᾗ παρῆν ὅσων ἔδει;
940 πολὺς μὲν ὄλβος· δωμάτων δ᾽ ἠνάσσομεν·
παῖδας δ᾽ ἐγὼ μὲν γνησίους ἔτικτον ἄν,
ἡ δ᾽ ἡμιδούλους τοῖς ἐμοῖς νοθαγενεῖς.
ἀλλ᾽ οὔποτ᾽ οὔποτ᾽ —οὐ γὰρ εἰσάπαξ ἐρῶ—
χρὴ τούς γε νοῦν ἔχοντας, οἷς ἔστιν γυνή,
945 πρὸς τὴν ἐν οἴκοις ἄλοχον ἐσφοιτᾶν ἐᾶν
γυναῖκας· αὗται γὰρ διδάσκαλοι κακῶν·
ἡ μέν τι κερδαίνουσα συμφθείρει λέχος,
ἡ δ᾽ ἀμπλακοῦσα συννοσεῖν αὑτῇ θέλει,
πολλαὶ δὲ μαργότητι· κἀντεῦθεν δόμοι
950 νοσοῦσιν ἀνδρῶν. πρὸς τάδ᾽ εὖ φυλάσσετε
κλῄθροισι καὶ μοχλοῖσι δωμάτων πύλας·
ὑγιὲς γὰρ οὐδὲν αἱ θύραθεν εἴσοδοι
δρῶσιν γυναικῶν, ἀλλὰ πολλὰ καὶ κακά.
ΧΟ. ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν ἐς τὸ σύμφυτον.
955 συγγνωστὰ μέν νυν σοὶ τάδ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως χρεὼν
κοσμεῖν γυναῖκας τὰς γυναικείας νόσους.
***
ΕΡΜΙΟΝΗ
920 Ναι. Με το δίκιο του θα με σκοτώσει. Τί να πω;
Στ᾽ όνομα του Διός, προστάτη της γενιάς μας,
πάρε με, σ᾽ εξορκίζω, όσο μακρύτερα γίνεται
από τούτο τον τόπο ή στείλε με
στο πατρικό μου. Γιατί εδώ, μου φαίνεται
πως ακόμα και τα σπίτια θα μ᾽ έδιωχναν
αν είχαν φωνή, κι η γη της Φθίας με μισεί.
Αν, πριν με πάρεις, φτάσει ο άντρας μου
απ᾽ το μαντείο του Απόλλωνα,
θα με ντροπιάσει και θα με σκοτώσει, εξόν κι αν γίνω
σκλάβα εκεινής που ήμουνα πριν κυρά της.
Μα θα μου πει κανείς: πώς έπεσες
930 σε τέτοια σφάλματα; Κακές γυναίκες που έμπαιναν
στο σπίτι μου με καταστρέψανε με τέτοια λόγια,
που θολώνουν τον νου: «Πώς δέχεσαι
μια τιποτένια σκλάβα να μοιράζεται
μέσα στο σπίτι το κρεβάτι σου; Στην Ήρα ορκίζομαι
πως, αν εζούσε στο δικό μου σπίτι,
δεν θα τολμούσε στο κρεβάτι μου να γείρει».
Ακούγοντας εγώ τα λόγια ετούτα
από σειρήνες πολύξερες, πανούργες,
φλύαρες, πήραν τα μυαλά μου αέρα.
Τί μου χρειαζόταν να παραφυλάω, αλήθεια,
τον άντρα μου, όταν είχα τα πάντα;
940 Πλούτη πολλά, κι εγώ ήμουνα του παλατιού η κυρά.
Γνήσια παιδιά θα του γεννούσα εγώ κι εκείνη νόθα,
σκλαβάκια των δικών μου. Αλλά ποτέ,
το λέω, το ξαναλέω, πως άνθρωπος με νου,
αν είναι παντρεμένος, δεν αφήνει
να μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι του γυναίκες
να βλέπουν τη γυναίκα του· δεν ξέρουν
να δασκαλεύουν άλλο απ᾽ το κακό.
Η μια πληρώνεται να καταστρέψει τον γάμο·
η άλλη, που κακοτύχησε, θέλει την ίδια τύχη
να ᾽χουν κι οι άλλες· άσε που, πολλές,
έχουν αισχρές επιθυμίες. Έτσι, δυστυχούνε
950 πολλές οικογένειες. Κλείνετε, λοιπόν, τις πόρτες σας
με κλειδαριές και με αμπάρες· τίποτα καλό
δεν κάνουνε των γυναικών τα πηγαινέλα,
μονάχα το κακό.
ΧΟΡΟΣ
Ασυγκράτητη
ήταν η γλώσσα σου, καθώς μιλούσες
για το γένος σου. Συχωρεμένη βέβαια,
μα πρέπει, ωστόσο, να σκεπάζουν οι γυναίκες
τα γυναικεία ελαττώματα.
ἀλλ᾽ ἄντομαί σε Δία καλοῦσ᾽ ὁμόγνιον,
πέμψον με χώρας τῆσδ᾽ ὅποι προσωτάτω
ἢ πρὸς πατρῷον μέλαθρον· ὡς δοκοῦσί γε
δόμοι τ᾽ ἐλαύνειν φθέγμ᾽ ἔχοντες οἵδε με,
925 μισεῖ τε γαῖα Φθιάς. εἰ δ᾽ ἥξει πάρος
Φοίβου λιπὼν μαντεῖον ἐς δόμους πόσις,
κτενεῖ μ᾽ ἐπ᾽ αἰσχίστοισιν· ἢ δουλεύσομεν
νόθοισι λέκτροις ὧν ἐδέσποζον πρὸ τοῦ.
πῶς οὖν τάδ᾽, ὡς εἴποι τις, ἐξημάρτανες;
930 κακῶν γυναικῶν εἴσοδοί μ᾽ ἀπώλεσαν,
αἵ μοι λέγουσαι τούσδ᾽ ἐχαύνωσαν λόγους·
Σὺ τὴν κακίστην αἰχμάλωτον ἐν δόμοις
δούλην ἀνέξῃ σοι λέχους κοινουμένην;
μὰ τὴν ἄνασσαν, οὐκ ἂν ἔν γ᾽ ἐμοῖς δόμοις
935 βλέπουσ᾽ ἂν αὐγὰς τἄμ᾽ ἐκαρποῦτ᾽ ἂν λέχη.
κἀγὼ κλύουσα τούσδε Σειρήνων λόγους,
σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων,
ἐξηνεμώθην μωρίᾳ. τί γάρ με χρῆν
πόσιν φυλάσσειν, ᾗ παρῆν ὅσων ἔδει;
940 πολὺς μὲν ὄλβος· δωμάτων δ᾽ ἠνάσσομεν·
παῖδας δ᾽ ἐγὼ μὲν γνησίους ἔτικτον ἄν,
ἡ δ᾽ ἡμιδούλους τοῖς ἐμοῖς νοθαγενεῖς.
ἀλλ᾽ οὔποτ᾽ οὔποτ᾽ —οὐ γὰρ εἰσάπαξ ἐρῶ—
χρὴ τούς γε νοῦν ἔχοντας, οἷς ἔστιν γυνή,
945 πρὸς τὴν ἐν οἴκοις ἄλοχον ἐσφοιτᾶν ἐᾶν
γυναῖκας· αὗται γὰρ διδάσκαλοι κακῶν·
ἡ μέν τι κερδαίνουσα συμφθείρει λέχος,
ἡ δ᾽ ἀμπλακοῦσα συννοσεῖν αὑτῇ θέλει,
πολλαὶ δὲ μαργότητι· κἀντεῦθεν δόμοι
950 νοσοῦσιν ἀνδρῶν. πρὸς τάδ᾽ εὖ φυλάσσετε
κλῄθροισι καὶ μοχλοῖσι δωμάτων πύλας·
ὑγιὲς γὰρ οὐδὲν αἱ θύραθεν εἴσοδοι
δρῶσιν γυναικῶν, ἀλλὰ πολλὰ καὶ κακά.
ΧΟ. ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν ἐς τὸ σύμφυτον.
955 συγγνωστὰ μέν νυν σοὶ τάδ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως χρεὼν
κοσμεῖν γυναῖκας τὰς γυναικείας νόσους.
***
ΕΡΜΙΟΝΗ
920 Ναι. Με το δίκιο του θα με σκοτώσει. Τί να πω;
Στ᾽ όνομα του Διός, προστάτη της γενιάς μας,
πάρε με, σ᾽ εξορκίζω, όσο μακρύτερα γίνεται
από τούτο τον τόπο ή στείλε με
στο πατρικό μου. Γιατί εδώ, μου φαίνεται
πως ακόμα και τα σπίτια θα μ᾽ έδιωχναν
αν είχαν φωνή, κι η γη της Φθίας με μισεί.
Αν, πριν με πάρεις, φτάσει ο άντρας μου
απ᾽ το μαντείο του Απόλλωνα,
θα με ντροπιάσει και θα με σκοτώσει, εξόν κι αν γίνω
σκλάβα εκεινής που ήμουνα πριν κυρά της.
Μα θα μου πει κανείς: πώς έπεσες
930 σε τέτοια σφάλματα; Κακές γυναίκες που έμπαιναν
στο σπίτι μου με καταστρέψανε με τέτοια λόγια,
που θολώνουν τον νου: «Πώς δέχεσαι
μια τιποτένια σκλάβα να μοιράζεται
μέσα στο σπίτι το κρεβάτι σου; Στην Ήρα ορκίζομαι
πως, αν εζούσε στο δικό μου σπίτι,
δεν θα τολμούσε στο κρεβάτι μου να γείρει».
Ακούγοντας εγώ τα λόγια ετούτα
από σειρήνες πολύξερες, πανούργες,
φλύαρες, πήραν τα μυαλά μου αέρα.
Τί μου χρειαζόταν να παραφυλάω, αλήθεια,
τον άντρα μου, όταν είχα τα πάντα;
940 Πλούτη πολλά, κι εγώ ήμουνα του παλατιού η κυρά.
Γνήσια παιδιά θα του γεννούσα εγώ κι εκείνη νόθα,
σκλαβάκια των δικών μου. Αλλά ποτέ,
το λέω, το ξαναλέω, πως άνθρωπος με νου,
αν είναι παντρεμένος, δεν αφήνει
να μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι του γυναίκες
να βλέπουν τη γυναίκα του· δεν ξέρουν
να δασκαλεύουν άλλο απ᾽ το κακό.
Η μια πληρώνεται να καταστρέψει τον γάμο·
η άλλη, που κακοτύχησε, θέλει την ίδια τύχη
να ᾽χουν κι οι άλλες· άσε που, πολλές,
έχουν αισχρές επιθυμίες. Έτσι, δυστυχούνε
950 πολλές οικογένειες. Κλείνετε, λοιπόν, τις πόρτες σας
με κλειδαριές και με αμπάρες· τίποτα καλό
δεν κάνουνε των γυναικών τα πηγαινέλα,
μονάχα το κακό.
ΧΟΡΟΣ
Ασυγκράτητη
ήταν η γλώσσα σου, καθώς μιλούσες
για το γένος σου. Συχωρεμένη βέβαια,
μα πρέπει, ωστόσο, να σκεπάζουν οι γυναίκες
τα γυναικεία ελαττώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου