Χ. ΓΕ. οὐκέτ᾽ ἔργον ἐγκαθεύδειν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος. [στρ.]
615 ἀλλ᾽ ἐπαποδυώμεθ᾽, ὦνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι.
ἤδη γὰρ ὄζει ταδὶ πλειόνων
καὶ μειζόνων πραγμάτων μοι δοκεῖ,
καὶ μάλιστ᾽ ὀσφραίνομαι τῆς Ἱππίου τυραννίδος·
620 καὶ πάνυ δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινὲς
δεῦρο συνεληλυθότες ἄνδρες εἰς Κλεισθένους
τὰς θεοῖς ἐχθρὰς γυναῖκας ἐξεπάρωσιν δόλῳ
καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ᾽ ἡμῶν τόν τε μισθόν,
625 ἔνθεν ἔζων ἐγώ.
δεινὰ γάρ τοι τάσδε γ᾽ ἤδη τοὺς πολίτας νουθετεῖν,
καὶ λαλεῖν γυναῖκας οὔσας ἀσπίδος χαλκῆς πέρι,
καὶ διαλλάττειν πρὸς ἡμᾶς ἀνδράσιν Λακωνικοῖς,
οἷσι πιστὸν οὐδὲν εἰ μή περ λύκῳ κεχηνότι.
630 ἀλλὰ ταῦθ᾽ ὕφηναν ἡμῖν, ὦνδρες, ἐπὶ τυραννίδι.
ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὲν οὐ τυραννεύσουσ᾽, ἐπεὶ φυλάξομαι
καὶ «φορήσω τὸ ξίφος» τὸ λοιπὸν «ἐν μύρτου κλαδί,»
ἀγοράσω τ᾽ ἐν τοῖς ὅπλοις ἑξῆς Ἀριστογείτονι,
ὧδέ θ᾽ ἑστήξω παρ᾽ αὐτόν· αὐτὸ γάρ μοι γίγνεται
635 τῆς θεοῖς ἐχθρᾶς πατάξαι τῆσδε γραὸς τὴν γνάθον.
Χ. ΓΥ. οὐκ ἄρ᾽ εἰσιόντα σ᾽ οἴκαδ᾽ ἡ τεκοῦσα γνώσεται. [ἀντ.]
ἀλλὰ θώμεσθ᾽, ὦ φίλαι γρᾶες, ταδὶ πρῶτον χαμαί.
ἡμεῖς γάρ, ὦ πάντες ἀστοί, λόγων
κατάρχομεν τῇ πόλει χρησίμων·
640 εἰκότως, ἐπεὶ χλιδῶσαν ἀγλαῶς ἔθρεψέ με·
ἑπτὰ μὲν ἔτη γεγῶσ᾽ εὐθὺς ἠρρηφόρουν·
εἶτ᾽ ἀλετρὶς ἦ δεκέτις οὖσα τἀρχηγέτι·
645 κᾆτ᾽ ἔχουσα τὸν κροκωτὸν ἄρκτος ἦ Βραυρωνίοις·
κἀκανηφόρουν ποτ᾽ οὖσα παῖς καλὴ ᾽χουσ᾽
ἰσχάδων ὁρμαθόν.
ἆρα προὐφείλω τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι;
εἰ δ᾽ ἐγὼ γυνὴ πέφυκα, τοῦτο μὴ φθονεῖτέ μοι,
650 ἢν ἀμείνω γ᾽ εἰσενέγκω τῶν παρόντων πραγμάτων.
τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι· καὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω.
τοῖς δὲ δυστήνοις γέρουσιν οὐ μέτεσθ᾽ ὑμῖν, ἐπεὶ
τὸν ἔρανον τὸν λεγόμενον παππῷον ἐκ τῶν Μηδικῶν
εἶτ᾽ ἀναλώσαντες οὐκ ἀντεισφέρετε τὰς εἰσφοράς,
655 ἀλλ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν διαλυθῆναι προσέτι κινδυνεύομεν.
ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; εἰ δὲ λυπήσεις τί με,
τῷδέ σ᾽ ἀψήκτῳ πατάξω τῷ κοθόρνῳ τὴν γνάθον.
***
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Μου βρομάει πολύ τούτ᾽ η κατάντια μας! [στρ.]
Πιότερα δεινά θα φέρει
και χειρότερα. Ξανά
τυραννίδα οσμίζομαι του Ιππία.
620 Και φοβάμαι, μήπως Μοραΐτες
συναχτήκανε κρυφά
στου Κλεισθένη και μας ξεμαυλίσανε
τις θεοκατάρατες γυναίκες
να μας πάρουν άξαφνα το χρήμα.
Αχ! κι εμένα τον μιστούλη μου τσεπώσανε
που μ᾽ αυτόνε ζούσα ο φουκαράς.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Είναι φοβερό, γυναίκες να ορμηνεύουνε τους άντρες,
να μιλάνε για σκουτάρια και να θέλουν αποπάνου
να με βάλουν να μονοιάσω με τους παλιομοραΐτες,
που δεν έχουν μπέσα κι είναι λύκοι με σαγόνια κάργα.
630 Και γιατί; Να μας καθίσουν τυραννίδα στο λαιμό.
Αλλ᾽ εμένα δεν με πιάνει τέτοιο πάθημα, γιατί
το ᾽χω το σπαθί κρυμμένο μέσα σε μυρτιάς κλωνάρι
και στην αγορά από τώρα θα γυρίζω αρματωμένος
και θ᾽ ακολουθώ τ᾽ αχνάρια του μεγάλου Αριστογείτονα.
Κι έτσι, με γροθιά υψωμένη, θα τους σπάσω τη μασέλα!
ΧΟΡ. ΓΥΝ. (Στον κορυφαίο)
Μωρ᾽ θα σε κάνω από το ξύλο να μη σε γνωρίζει
κι η μάνα σου! (Στις άλλες γυναίκες) Σεις τώρ᾽ αφήστε χάμου τους μαντύες σας.
ΧΟΡ. ΓΥΝ. Ε! νοικοκυραίοι, ας συζητήσουμε [αντ.]
χρήσιμα για την πατρίδα.
Της χρωστάμε τόσα εμείς!
640 Πλούσια μας ανάστησε, με χάδια.
Της Παλλάδας κέντησα τον πέπλο
όντας έκλεισα τα εφτά,
και στα δέκα ζύμωσα την πίτα της.
Το χορό κατόπι της αρκούδας
στα Βραυρώνεια χόρεψα, ντυμένη
κροκωτά. Και κοπελούδα κανηφόρησα
με τσαπέλα σύκα στο λαιμό.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Το λοιπόν δεν έχω χρέος εγώ την πόλη να ορμηνεύω;
Κι αν γυναίκα μ᾽ έχει πλάσ᾽ η φύση, φταίξιμο δεν είναι.
650 Φτάνει να προτείνω γνώμες πιο συφερτικές απ᾽ όλους.
Στις θυσίες για την πατρίδα βάζω εγώ το μερτικό μου.
Εγώ δίνω τους στρατιώτες κι οι γερόντοι μόνο σάλια.
Κι αφού φάγατε το χρήμα, που οι παππούδες μας αφήσαν
απ᾽ των Μηδικών τα χρόνια, δεν πλερώνετε πεντάρα
για τον πόλεμο. Και τώρα πάτε να μας διαλύσετε όλους!
Κι έχεις μούτρα να γκρινιάζεις… Μια κουβέντα αν πεις ακόμα,
με το χοντροπάπουτσό μου θα σου σπάσω τη μουσούδα.
615 ἀλλ᾽ ἐπαποδυώμεθ᾽, ὦνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι.
ἤδη γὰρ ὄζει ταδὶ πλειόνων
καὶ μειζόνων πραγμάτων μοι δοκεῖ,
καὶ μάλιστ᾽ ὀσφραίνομαι τῆς Ἱππίου τυραννίδος·
620 καὶ πάνυ δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινὲς
δεῦρο συνεληλυθότες ἄνδρες εἰς Κλεισθένους
τὰς θεοῖς ἐχθρὰς γυναῖκας ἐξεπάρωσιν δόλῳ
καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ᾽ ἡμῶν τόν τε μισθόν,
625 ἔνθεν ἔζων ἐγώ.
δεινὰ γάρ τοι τάσδε γ᾽ ἤδη τοὺς πολίτας νουθετεῖν,
καὶ λαλεῖν γυναῖκας οὔσας ἀσπίδος χαλκῆς πέρι,
καὶ διαλλάττειν πρὸς ἡμᾶς ἀνδράσιν Λακωνικοῖς,
οἷσι πιστὸν οὐδὲν εἰ μή περ λύκῳ κεχηνότι.
630 ἀλλὰ ταῦθ᾽ ὕφηναν ἡμῖν, ὦνδρες, ἐπὶ τυραννίδι.
ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὲν οὐ τυραννεύσουσ᾽, ἐπεὶ φυλάξομαι
καὶ «φορήσω τὸ ξίφος» τὸ λοιπὸν «ἐν μύρτου κλαδί,»
ἀγοράσω τ᾽ ἐν τοῖς ὅπλοις ἑξῆς Ἀριστογείτονι,
ὧδέ θ᾽ ἑστήξω παρ᾽ αὐτόν· αὐτὸ γάρ μοι γίγνεται
635 τῆς θεοῖς ἐχθρᾶς πατάξαι τῆσδε γραὸς τὴν γνάθον.
Χ. ΓΥ. οὐκ ἄρ᾽ εἰσιόντα σ᾽ οἴκαδ᾽ ἡ τεκοῦσα γνώσεται. [ἀντ.]
ἀλλὰ θώμεσθ᾽, ὦ φίλαι γρᾶες, ταδὶ πρῶτον χαμαί.
ἡμεῖς γάρ, ὦ πάντες ἀστοί, λόγων
κατάρχομεν τῇ πόλει χρησίμων·
640 εἰκότως, ἐπεὶ χλιδῶσαν ἀγλαῶς ἔθρεψέ με·
ἑπτὰ μὲν ἔτη γεγῶσ᾽ εὐθὺς ἠρρηφόρουν·
εἶτ᾽ ἀλετρὶς ἦ δεκέτις οὖσα τἀρχηγέτι·
645 κᾆτ᾽ ἔχουσα τὸν κροκωτὸν ἄρκτος ἦ Βραυρωνίοις·
κἀκανηφόρουν ποτ᾽ οὖσα παῖς καλὴ ᾽χουσ᾽
ἰσχάδων ὁρμαθόν.
ἆρα προὐφείλω τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι;
εἰ δ᾽ ἐγὼ γυνὴ πέφυκα, τοῦτο μὴ φθονεῖτέ μοι,
650 ἢν ἀμείνω γ᾽ εἰσενέγκω τῶν παρόντων πραγμάτων.
τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι· καὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω.
τοῖς δὲ δυστήνοις γέρουσιν οὐ μέτεσθ᾽ ὑμῖν, ἐπεὶ
τὸν ἔρανον τὸν λεγόμενον παππῷον ἐκ τῶν Μηδικῶν
εἶτ᾽ ἀναλώσαντες οὐκ ἀντεισφέρετε τὰς εἰσφοράς,
655 ἀλλ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν διαλυθῆναι προσέτι κινδυνεύομεν.
ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; εἰ δὲ λυπήσεις τί με,
τῷδέ σ᾽ ἀψήκτῳ πατάξω τῷ κοθόρνῳ τὴν γνάθον.
***
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Μου βρομάει πολύ τούτ᾽ η κατάντια μας! [στρ.]
Πιότερα δεινά θα φέρει
και χειρότερα. Ξανά
τυραννίδα οσμίζομαι του Ιππία.
620 Και φοβάμαι, μήπως Μοραΐτες
συναχτήκανε κρυφά
στου Κλεισθένη και μας ξεμαυλίσανε
τις θεοκατάρατες γυναίκες
να μας πάρουν άξαφνα το χρήμα.
Αχ! κι εμένα τον μιστούλη μου τσεπώσανε
που μ᾽ αυτόνε ζούσα ο φουκαράς.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Είναι φοβερό, γυναίκες να ορμηνεύουνε τους άντρες,
να μιλάνε για σκουτάρια και να θέλουν αποπάνου
να με βάλουν να μονοιάσω με τους παλιομοραΐτες,
που δεν έχουν μπέσα κι είναι λύκοι με σαγόνια κάργα.
630 Και γιατί; Να μας καθίσουν τυραννίδα στο λαιμό.
Αλλ᾽ εμένα δεν με πιάνει τέτοιο πάθημα, γιατί
το ᾽χω το σπαθί κρυμμένο μέσα σε μυρτιάς κλωνάρι
και στην αγορά από τώρα θα γυρίζω αρματωμένος
και θ᾽ ακολουθώ τ᾽ αχνάρια του μεγάλου Αριστογείτονα.
Κι έτσι, με γροθιά υψωμένη, θα τους σπάσω τη μασέλα!
ΧΟΡ. ΓΥΝ. (Στον κορυφαίο)
Μωρ᾽ θα σε κάνω από το ξύλο να μη σε γνωρίζει
κι η μάνα σου! (Στις άλλες γυναίκες) Σεις τώρ᾽ αφήστε χάμου τους μαντύες σας.
ΧΟΡ. ΓΥΝ. Ε! νοικοκυραίοι, ας συζητήσουμε [αντ.]
χρήσιμα για την πατρίδα.
Της χρωστάμε τόσα εμείς!
640 Πλούσια μας ανάστησε, με χάδια.
Της Παλλάδας κέντησα τον πέπλο
όντας έκλεισα τα εφτά,
και στα δέκα ζύμωσα την πίτα της.
Το χορό κατόπι της αρκούδας
στα Βραυρώνεια χόρεψα, ντυμένη
κροκωτά. Και κοπελούδα κανηφόρησα
με τσαπέλα σύκα στο λαιμό.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Το λοιπόν δεν έχω χρέος εγώ την πόλη να ορμηνεύω;
Κι αν γυναίκα μ᾽ έχει πλάσ᾽ η φύση, φταίξιμο δεν είναι.
650 Φτάνει να προτείνω γνώμες πιο συφερτικές απ᾽ όλους.
Στις θυσίες για την πατρίδα βάζω εγώ το μερτικό μου.
Εγώ δίνω τους στρατιώτες κι οι γερόντοι μόνο σάλια.
Κι αφού φάγατε το χρήμα, που οι παππούδες μας αφήσαν
απ᾽ των Μηδικών τα χρόνια, δεν πλερώνετε πεντάρα
για τον πόλεμο. Και τώρα πάτε να μας διαλύσετε όλους!
Κι έχεις μούτρα να γκρινιάζεις… Μια κουβέντα αν πεις ακόμα,
με το χοντροπάπουτσό μου θα σου σπάσω τη μουσούδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου