Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Η Ανοιχτή Κοινωνία της Αθήνας

Στη δημοκρατική Αθήνα του πέμπτου και του τέταρτου προχριστιανικού αιώνα, ο ελληνικός πολιτισμός έφτασε στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητας του. Ίσως μόνοι αυτοί ανάμεσα σε όλους τους Έλληνες των πόλεων και των περιόδων που εξετάζουμε εδώ, οι κλασικοί Αθηναίοι ήταν ολοφάνερα προικισμένοι και με τα δέκα χαρακτηριστικά που προσδι­όριζαν την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Ήταν εξαιρετικοί ναυτικοί, ακόρεστα περίεργοι και ασυνήθιστα καχύποπτοι απέναντι σε οποιοδήποτε άτομο είχε οποιοσδήποτε μορφής εξουσία. Ήταν ακόμη βαθιά ανταγωνιστικοί, χειρί­ζονταν άψογα τον λόγο, αγαπούσαν τόσο πολύ το γέλιο που έκαναν θεσμό και το κωμικό θέατρο, και τους άρεσαν οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Όμως το γνώρισμα του αθηναϊκού χαρακτήρα που αποτελούσε τη βάση της κάθε όψης του συλλογικού τους επιτεύγματος, είναι αναμφίβολα το ανοιχτό πνεύμα τους — ήταν ανοιχτοί στην καινοτομία, στην υιοθέτηση ιδεών που έρχονταν απέξω και στην αυτοέκφραση.

Η αθηναϊκή δημοκρατία, για την οποία ο πολιτικός άνδρας Σόλωνας είχε προετοιμάσει το θεσμικό έδαφος κατά τις απαρχές του έκτου αιώνα -και η οποία δεν εγκαθιδρύθηκε πριν από το 507 π.Χ.- ήταν από μόνη της ένα καινοτόμο πολίτευμα. «Οι Αθηναίοι έχουν πάθος με την καινοτομία και τα σχέδιά τους χαρακτηρίζονται από ταχύτητα τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλε­ση», ήταν τα λόγια ενός Κορίνθιου διπλωμάτη, σύμφωνα με τον στρατηγό και ιστορικό Θουκυδίδη. Ήταν μάλιστα υπερήφανοι για τον ανοιχτό χαρακτήρα του πολιτισμού τους - σε έναν λόγο προς τιμήν των Αθηναίων οπλιτών που πέθαναν στη μάχη το καλοκαίρι του 431 π.Χ., ο πολιτικός άντρας Περικλής επαίνεσε τους συμπολίτες του, μεταξύ άλλων και με τα παρακάτω λόγια:
 
«Η πόλη μας είναι φιλόξενη για τον κάθε άνθρωπο, και δεν έχουμε εμείς νόμους που να εμποδίζουν τον ξένο να δει και να διδαχτεί κάτι».
 
Η σημαντική αυτή φράση δείχνει πως ο ανοιχτός χαρακτήρας της πό­λης της Αθήνας δεν ήταν μια μονόδρομη διαδικασία. Οι Αθηναίοι σίγουρα καλωσόριζαν στην πόλη τους τους μη Αθηναίους και ήταν διαρκώς δεκτικοί σε καινούριες ιδέες που έρχονταν απέξω. Συγχρόνως, όμως, δεν φοβούνταν ν’ αφήσουν τους άλλους να δουν τον τρόπο ζωής τους εκ των έσω, και αυτή τους η κοινωνική και ψυχολογική εντιμότητα ήταν συνδεδεμένη βαθιά με την ιδιοφυία τους στην ειλικρινή διερεύνηση των ανθρώπινων συναισθημάτων, τόσο στο θέατρό τους όσο και στη φιλοσοφία τους.
 
Η ανοιχτή στάση των Αθηναίων σε καινούριες ιδέες είχε ως συνέπεια να γίνουν εξέχοντες ναυτικοί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και σχετικά καθυστερημένα, όταν δηλαδή αντιμετώπισαν την απειλή της περσικής αυτο­κρατορίας. Εντόπισαν ένα νέο κοίτασμα αργύρου στα μεταλλεία του Λαυρίου και ο εμπνευσμένος στρατηγός Θεμιστοκλής τους έπεισε να ναυπηγήσουν και να επανδρώσουν έναν στόλο διακοσίων τριήρεων, αντάξιο μιας ισχυρής ναυτικής δύναμης του Αιγαίου. Ζούσαν σε μια χερσόνησο με πολύ καλά λι­μάνια και ακτές οι οποίες έβλεπαν προς όλες τις κατευθύνσεις, με αποτέλε­σμα να είναι αδιάκοπα εκτεθειμένοι στην επαφή με άλλους πολιτισμούς μέσω θαλάσσης. Ακόμη και οι αυστηρότεροι κριτές της Αθήνας ήταν εντυπωσια­σμένοι από την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά της: σε έναν πάπυρο ενός αντιδημοκρατικού συγγραφέα, που ήταν γνωστός ως «Γέροντας Ολιγαρχικός» (ή ψευδο-Ξενοφώντας), υπήρχε η επισήμανση πως η τόλμη του αθηναϊκού ναυτικού έκανε προσβάσιμα στην Αθήνα πολλά είδη πολυτελείας, είτε αυτά προέρχονταν από τη Σικελία είτε από την Αίγυπτο, την Κύπρο, τη Λυδία ή τον Εύξεινο Πόντο. Το ένστικτο των Αθηναίων που τους έσπρωχνε να «ανα­κατεύονται με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους», σημείωνε επίσης, κάνει ακόμη και την ομιλία τους να είναι μια μείξη στοιχείων: «Ακούγοντας κάθε λογής διάλεκτο, πήραν κάτι από την καθεμιά τους· οι άλλοι Έλληνες προτι­μούν να διατηρούν τη δική τους διάλεκτο, τον δικό τους τρόπο ζωής, όπως και ενδυμασίας, όμως οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν μια μείξη από όλους τους Έλληνες και τους βαρβάρους».
 
Είναι βέβαιο πως οι Αθηναίοι καλωσόριζαν τους μετοίκους. Το Αρχαι­ολογικό Μουσείο της Αθήνας στεγάζει μια δίγλωσση επιτύμβια πλάκα, με επιγραφές τόσο στα ελληνικά όσο και στα φοινικικά, χρονολογούμενη από τον τέταρτο αιώνα. Βρέθηκε στον Κεραμεικό, μια ευημερούσα περιοχή της Αθήνας, στα βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Ο πατέρας του νεκρού άντρα είχε πάρει το όνομά του από τη φοινικική θεά Αστάρτη (Αμπνταστάρτ), όμως αυτό στα ελληνικά έγινε «Αφροδίσιος», από την ελληνική θεά Αφροδίτη. Το ανάγλυφο της επιτύμβιας στήλης αναπαριστά άντρες να πολεμούν με ένα λιοντάρι και την πλώρη ενός πλοίου, συμβολισμός περισσότερο φοινικικός απ’ ό,τι ελληνικός. Όμως το χαραγμένο ελληνικό ποίημα, που εξηγεί τον συμβολισμό της απεικόνισης στους Έλληνες, αποδεικνύει πως οι πενθούντες αποτελούσαν μια πραγματικά δίγλωσση ομάδα.
 
Οι Αθηναίοι πολίτες υπερηφανεύονταν γι’ αυτήν τη διαφυλετική «πολυπολιτισμικότητα». Ενθάρρυναν άλλους ανθρώπους να μάθουν με τη σειρά τους από αυτούς. Οι Αθηναίοι έμποροι κεραμικών κατέκλυσαν την ετρουσκική αγορά αγγείων της Ιταλίας με αθηναϊκά αγγεία, στον διάκοσμο των οποίων συνδυάζονταν εικόνες από την ελληνική μυθολογία με σχήματα που ικανοποιούσαν το γηγενές γούστο των Ετρούσκων. Οι Αθηναίοι μύστες των αττικών Ελευσινίων Μυστηρίων συμμετείχαν στη λατρεία από κοινού με ξέ­νους δούλους, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να πάρουν μέρος, αρκεί να είχαν μάθει την ελληνική γλώσσα. Κάποιοι επικριτές της δημοκρατίας έφταναν στο σημείο να διαμαρτύρονται πως οι δούλοι στην Αθήνα ζούσαν τόσο ελεύθερα που ήταν δύσκολο να τους ξεχωρίσει κανείς από τους ελεύθερους άντρες και γυναίκες στον δρόμο.
 
Οι Αθηναίοι πάλευαν με το ερώτημα πόσο θα έπρεπε να επεκτείνουν τα δικαιώματα του πολίτη στους μετοίκους, ακόμη και σε εκείνους τους δού­λους που το άξιζαν. Το 404, και αφού ξαναδέχτηκαν ως πολίτες γνωστούς αντιπάλους της δημοκρατίας, κατέληξαν να χάσουν τη δημοκρατία τους και να υποφέρουν κάτω από το τρομοκρατικό πολίτευμα των Τριάκοντα Τυράν­νων, για λιγότερο από έναν χρόνο. Πέντε χρόνια αργότερα, η παλινορθωμένη δημοκρατία καταδίκασε τον Σωκράτη σε θάνατο επειδή έθετε υπερβολικά πολλά ερωτήματα σχετικά με τα κοινά και διερευνούσε φιλοσοφικές ιδέες που τους φάνηκαν πολύ προκλητικές. Το ερώτημα που είχε τεθεί από την αθηναϊκή δημοκρατία, με τη βασική αρχή της πως κάθε πολίτης είχε δικαίω­μα να εκφράσει τη γνώμη του, συνίστατο στο μέχρι ποιου σημείου έπρεπε να επεκταθούν τα όρια τόσο του να πολιτογραφείται κάποιος όσο και από ποιο σημείο και μετά η έκφραση της γνώμης μπορούσε να λειτουργήσει υπονομευ­τικά. Η ιστορία της ανόδου και της πτώσης της αθηναϊκής δημοκρατίας κατά τον πέμπτο προχριστιανικό αιώνα είναι συγχρόνως η ιστορία της πάλης των Αθηναίων με το ιδεώδες της ανοιχτής κοινωνίας.
 
Και είναι επίσης μια ιστορία απίστευτων κατορθωμάτων. Ένας πληθυ­σμός τριάντα ή ίσως σαράντα χιλιάδων ελεύθερων πολιτών παρήγαγε, μέσα σε τρεις γενιές, τον πρωτοπόρο τραγικό Σοφοκλή (γεννημένο το 496 π.Χ.), τον πολιτικό άντρα Περικλή (495), τον τραγικό Ευριπίδη (περί το 480) και τον γλύπτη Φειδία (περί το 490 ή το 480), τον φιλόσοφο Σωκράτη (470 ή 469), τον ιστορικό Θουκυδίδη (περί το 460), τον κωμικό θεατρικό ποιητή Αριστοφάνη (περί το 448), τον ιστορικό και ηθικό φιλόσοφο Ξενοφώντα (περί το 430) και τον φιλόσοφο Πλάτωνα (περί το 427). Και σαν όλοι αυ­τοί οι στοχαστές να μην ήταν αρκετοί, οι Αθηναίοι καλωσόριζαν ξένους που έρχονταν να ζήσουν στην πόλη τους. Αυτοί ονομάζονταν «μέτοικοι» και τους έλκυε η Αθήνα, ακόμη και από μίλια μακριά στη θάλασσα. Ανάμεσά τους υπήρχαν καθοριστικές μορφές όπως αυτή του ιστορικού Ηροδότου, του ρήτορα Γοργία, του επιστήμονα Αναξαγόρα, του πολιτικού στοχαστή Πρωταγόρα, του μαθηματικού Θεόδωρου του Κυρηναίου και του ρήτορα Λυσία (ενός κατοίκου που οι γονείς του είχαν έρθει από τη Σικελία). Οι συ­ζητήσεις τους ήταν ανάμεσα στις πιο δυναμικές και γόνιμες που είδε ποτέ ο κόσμος. Δεν είναι να μας εκπλήσσει που ο Θηβαίος ποιητής Πίνδαρος έλεγε πως η Αθήνα ήταν μια πολύβουη πόλη, μια πόλη αδιάκοπων συζητή­σεων.
 
Αυτό παρουσιάζει τα επιτεύγματα των αρχαίων Αθηναίων, έτσι όπως εκείνοι καταπιάστηκαν με το ιδεώδες τους για την ανοιχτή κοινω­νία, στο γενικό πλαίσιο της δημοκρατικής τους επανάστασης του 507 π.Χ. και των δυο πολέμων στους οποίους ενεπλάκησαν με όλες τους τις δυνάμεις. Ο πρώτος ήταν ο πόλεμος με τους Πέρσες, το 490 και μετά πάλι το 480, ενώ ο δεύτερος με τους Σπαρτιάτες, τους ανταγωνιστές των Αθηναίων για την κυριαρχία του ελληνικού κόσμου, δηλαδή ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος από το 431 ως το 404. Ο καλύτερος μάρτυρας για την πρώτη πε­ρίοδο είναι ο δραματικός ποιητής Αισχύλος, που πολέμησε και ο ίδιος τους Πέρσες και παρουσίασε το αρχαιότερο από τα σωζόμενα έργα του, με τίτλο Πέρσαι, το 472 π.Χ., για να τιμήσει τη νίκη των Ελλήνων. Πέθανε περί το 456 π.Χ., όταν η αθηναϊκή δύναμη βρισκόταν στο ζενίθ της και όταν οι θεμε­λιώδεις πολιτικοί θεσμοί της δημοκρατίας (Βουλή, Εκκλησία του Δήμου και Δικαστήρια) είχαν φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη. Πάντως, για τις δύο πρώτες δεκαετίες του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Θουκυδίδης και οι αθηναϊκές γιορτές μάς ανοίγουν ένα παράθυρο στη σκέψη των αρχαίων Αθηναίων. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τον αινιγματικό φιλόσοφο Σωκράτη. Ήταν στε­νά συνδεδεμένος και με τους τρεις Αθηναίους των οποίων οι φωνές απηχούν το ολέθριο μονοπάτι που είχε πάρει η πόλη κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου, ανάμεσα στο 413 και το 404, όπως και τη μερική της παλινόρθωση, αργότερα: τον στρατιωτικό Ξενοφώντα, τον κωμικό ποιητή Αριστοφάνη και τον φιλόσοφο Πλάτωνα.
 
       Η θεμελίωση του κοσμοπολίτικου, καινοτόμου πολιτισμού που έθρεψε το ανοιχτό μυαλό των Αθηναίων, ήταν συνδεδεμένη με την επανάσταση του 507 π.Χ., η οποία ακολουθήθηκε από την επιτυχή τους αντίσταση κατά του ιμπε­ριαλισμού, το 490 π.Χ. και το 480-479 π.Χ. Πέρα από τις Ιστορίες του Ηρο­δότου, η καλύτερη πηγή για εκείνους τους πολέμους είναι η τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου, που ανέβηκε στο θέατρο το 472 π.Χ. και είναι το αρχαιότερο σωζόμενο σήμερα θεατρικό έργο του κόσμου. Ο Αισχύλος, γεννημένος το 525 π.Χ., ήταν ένας ευαίσθητος νέος δεκαοκτώ ετών κατά τον καιρό της μεγάλης δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Προερχόταν από μια αριστοκρατική οικογέ­νεια η οποία ζούσε περίπου είκοσι χιλιόμετρα στα δυτικά της πόλης, στην παράκτια περιοχή της Ελευσίνας, ξακουστής για την πανάρχαια λατρεία της θεάς Δήμητρας. Ο Αισχύλος είχε γεννηθεί δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Αθηναίου τυράννου Πεισίστρατου, στη διάρκεια της ηγεμονίας των δύο δεσποτικών γιων του, του Ιππία και του Ιππάρχου. Όταν ο Αισχύλος ήταν περίπου έντεκα ετών, περί το 514 π.Χ., ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε - ένα γεγονός το οποίο, στην αθηναϊκή προπαγάνδα υπέρ της δημοκρατίας, κατέ­ληξε να συμβολίζει την απελευθέρωση από τους τυράννους· οι τυραννοκτό­νοι, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας, μνημονεύονταν στα συμποτικά άσματα των δημοκρατικών, και στην αγορά στήθηκε ένας διπλός ανδριάντας τους, σε δεσπόζουσα θέση. Επρόκειτο, όμως, να ακολουθήσουν ακόμη επτά χρόνια έντασης ανάμεσα στους Πεισιστρατίδες και στον λαό της Αθήνας.
 
Οι κυριότεροι πολιτικοί αντίπαλοι των γιων του Πεισίστρατου ήταν οι Αλκμεωνίδες (ή Αλκμαιωνίδες), μια οικογένεια η οποία παραδοσιακά υπο­στήριζε τους πολίτες των χαμηλότερων τάξεων και με την οποία ο Αισχύλος είχε συνδεθεί πολιτικά. Κατάγονταν από τον Αλκμέωνα, έναν απόγονο, όπως έλεγαν, του Νέστορα της Πύλου. Ο πρώτος στη σειρά Αλκμεωνίδης της γε­νιάς του ήταν ο Κλεισθένης. Γεννήθηκε περί το 570, γιος του Αλκμεωνίδη πολιτικού άντρα Μεγακλή, αλλά η γενεαλογική του γραμμή από τη μητέρα του ήταν ακόμη πιο σημαντική. Ο παππούς του Κλεισθένη από την πλευρά της μητέρας του ήταν ο Κλεισθένης από τη Σικυώνα, ένας φημισμένος τύραν­νος. Έτσι λοιπόν ο νεαρός άντρας είχε αρχαιότατα διαπιστευτήρια ως ηγέτης όπως και ως αγαπητός στον λαό.
 
Ο έφηβος Αισχύλος θα είχε παρακολουθήσει με κομμένη ανάσα τον Κλει­σθένη να ενορχηστρώνει την εκθρόνιση του Ιππία κατά το 510, προτού επιδοθεί σε μια παρατεταμένη διαμάχη με τον κύριο αντίπαλό του, έναν άλλο Αθηναίο αριστοκράτη ονόματι Ισαγόρα. Ο Κλεισθένης είχε περισσότερη υποστήριξη από τις χαμηλότερες τάξεις, μα ο Ισαγόρας είχε ένα δυνατό χαρ­τί. Τα μέλη της οικογένειας των Αλκμεωνιδών θεωρούνταν ευρέως ως φορείς ενός μιάσματος - τους θεωρούσαν παρίες και πίστευαν ότι μπορούσαν να μεταδώσουν το μίασμά τους. Υποτίθεται πως είχαν επισύρει επάνω τους το μίασμα αρκετές γενιές πριν από τον Κλεισθένη, όταν είχαν παραβιάσει τον ιερό νόμο σκοτώνοντας κάποιους εχθρούς τους που είχαν προσφύγει ικέτες, έχοντας αναζητήσει θρησκευτικό άσυλο σε έναν βωμό.
 
Ο Κλεισθένης εξορίστηκε και ο Ισαγόρας προσκάλεσε τον Σπαρτιάτη βα­σιλιά Κλεομένη, έναν οικογενειακό του φίλο, για να τον βοηθήσει να εγκαθιδρύσει μια ολιγαρχική κυβέρνηση τριακοσίων μόνο ατόμων. Σε μια αλησμό­νητη διαδοχή συμβάντων, η αθηναϊκή Βουλή, υποστηριζόμενη από τον λαό, αντιτέθηκε στο κίνημα του Ισαγόρα. Ο Ισαγόρας και οι Σπαρτιάτες σύμμαχοί του κατέφυγαν στην Ακρόπολη της Αθήνας, όπου ο κόσμος τούς πολιορκού­σε για δύο μέρες. Την τρίτη μέρα, επέτρεψαν στους Σπαρτιάτες να φύγουν και προσκάλεσαν ξανά τον Κλεισθένη στην Αθήνα ως τον δημοφιλή ηγέτη τους. Μόνο έπειτα από αυτήν την εν λευκώ εντολή και ύστερα από μια τόσο έντονη διαμάχη στην καρδιά της πόλης, μπορούσε ο Κλεισθένης να εισαγάγει τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες γέννησαν την αθηναϊκή δημοκρατία. Για να το κάνει εντελώς ξεκάθαρο, χρησιμοποίησε τον όρο «ισονομία», με άλλα λόγια ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου.
 
Οι συμπολίτες του Αισχύλου δεν λησμόνησαν ποτέ εκείνη τη σημαδιακή ημέρα που ο Κλεομένης είχε ανεβεί στην Ακρόπολή τους και μια Αθηναία είχε σταθεί μπροστά του. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως όταν ο Σπαρτιάτης επιχείρησε να μπει στον ναό της Αθηνάς, η ιέρεια σηκώθηκε από τον θρό­νο της για να τον εμποδίσει και είπε: «Σπαρτιάτη ξένε, κάνε πίσω. Στο ιερό αυτό μέρος να μην μπεις! Σε κανέναν Δωριέα δεν είναι επιτρεπτό να εισχωρήσει!» Η ανοιχτή στάση, όταν πρόκειται για τον ιερότερο ναό των Αθηναίων, έχει τα όριά της. Έπειτα από αυτό το συμβάν, ο Κλεομένης αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Το λειτούργημα της ιέρειας της Πολιάδος Αθηνάς -της Αθηνάς πολιούχου της Αθήνας- ήταν ένα σεπτό δημόσιο αξί­ωμα, ισόβιο, και η κάτοχός του προερχόταν πάντοτε από το πανάρχαιο γένος των Ετεοβουταδών. Η εκάστοτε ιέρεια, η οποία έπρεπε να μείνει ανύπαντρη, ήταν η ισχυρότερη γυναίκα στην Αθήνα. Όμως η συγκεκριμένη αυτή ιέρεια, τον καιρό της δημοκρατικής επανάστασης, ήταν και εξαιρετικά γενναία. Η ίδια η εκπρόσωπος της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα είχε πει «όχι» στους αντιδημοκράτες.
 
Η διαφορά που ο Αισχύλος θα είχε προσέξει πολύ γρήγορα στον δημόσιο βίο, ήταν η οργάνωση ομάδων που προέρχονταν από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, σε ολόκληρη την Αθήνα. Πριν από τον Κλεισθένη, οι αριστοκρα­τικές οικογένειες (συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Αισχύλου) είχαν δια­τηρήσει την ισχύ τους χάρη στο γεγονός πως ήταν μέλη μίας από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής. Ο Κλεισθένης σάρωσε αυτές τις οικογενειακές συμμαχίες και τις αντικατέστησε με ομαδικές ταυτότητες βασισμένες στον τόπο κατοικίας, τον δήμο. Υπήρχαν 139 δήμοι. Αυτό, όμως, άφηνε άλυτο το πρόβλημα του πώς να δημιουργηθεί και μια κοινή ταυτότητα με βάση την πόλη, στους πολίτες που ζούσαν σε διαφορετικά μέρη της Αττικής, όπως επίσης στις ακτές και στα μικρά χωριά της μεσογαίας. Έτσι, σε μια ριζική μεταρρύθμιση, ο Κλεισθένης ομαδοποίησε τους δήμους σε τριάντα ενότητες, που ονομάστηκαν τριττύες, αλλά η καθεμιά τους περιλάμβανε παράκτιους, μεσόγαιους και αστικούς δήμους. Δημιούργησε έτσι τριάντα τριττύες (ομάδες δήμων) και στη συνέχεια, παίρνοντας μία τριττύν από το άστυ, μία από τη μεσογαία και μία από τα παράλια, έφτιαξε μία φυλή. Συνεχίζοντας με αυτόν τον τρόπο, προέκυψαν οι δέκα φυλές της Αθήνας. Είχαν διαμορφωθεί από τη διαίρεση σε τριάδες και εξασφαλίστηκε με αυτόν τον τρόπο ότι οι ομαδικές ταυτότητες δεν θα καθορίζονταν από τον τόπο ή το είδος της κατοικίας.
 
Ο δήμος του Αισχύλου ήταν η Ελευσίνα, που ήταν παράκτια. Ήταν, όμως, στην ίδια ομάδα με τον αγροτικό δήμο της Δεκέλειας, και -αυτό που ήταν αποφασιστικής σημασίας- με το αστικό λιμάνι του Πειραιά. Και οι τρεις δή­μοι ανήκαν σε μια καινούρια φυλή που έλαβε το όνομά της από τον ήρωα Ιπποθόωνα, γιο του Ποσειδώνα και μυθικό βασιλιά της Ελευσίνας. Η οικογέ­νεια του Αισχύλου έπρεπε να δημιουργήσει δεσμούς, οι οποίοι σφυρηλατούνταν μέσω τακτικών συναντήσεων με τους ναυτικούς και τους μικρέμπορους της προκυμαίας. Ακόμη περισσότερο, τώρα πια τα μέλη του νομοθετικού σώ­ματος δεν ορίζονταν βάσει κληρονομικού δικαιώματος αλλά με κλήρωση, και ανά πάσα στιγμή έπρεπε να υπάρχουν πεντακόσια μέλη, πενήντα από καθε­μιά εκ των νέων φυλών. Ο «πατρίκιος» Αισχύλος εκπροσωπούνταν συχνά στο Σώμα από χωρικούς και λιμενεργάτες. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να είχαν δη­μιουργήσει σύγχυση αρχικά. Αποτελούσαν, όμως, επίσης μια επιδέξια τομή. Δημιουργούσαν μια αίσθηση αθηναϊκής ταυτότητας, κοινή σε ανθρώπους όλων των κοινωνικών ομάδων και τρόπων ζωής, η οποία τους προσέφερε, για πρώτη φορά, ισότητα ενώπιον του νόμου.
 
Όμως μέσα σε εννέα χρόνια από τον καιρό της μεταρρύθμισης, η περσι­κή απειλή απασχολούσε την νεοσύστατη αθηναϊκή συνείδηση των πολιτών τόσο όσο και η αναδιοργάνωση των δήμων. Οι συμπολίτες του Αισχύλου είχαν αρχίσει να εμπλέκονται σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Περσών ήδη από το 498 π.Χ., όταν έστειλαν πλοία στην Ιωνία για να βοηθή­σουν την Ιωνική επανάσταση. Αυτή η προσπάθεια, όμως, είχε αποβεί ολέ­θρια, καθώς οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Μίλητο, ένα συμβάν που τους είχε σίγουρα τρομοκρατήσει. Ο ποιητής βρισκόταν στην περίοδο της φυσικής του ακμής -περίπου τριάντα πέντε ετών- όταν τελικά ο Δαρείος εισέβαλε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το 490 π.Χ. ο Αισχύλος πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, στον αθηναϊκό δήμο, στο πλευρό του αδελφού του. Ο αδελφός του πέθανε από ένα μοιραίο τραύμα στη μάχη. Η δεκαετία που ακολούθη­σε, ανάμεσα στις δύο περσικές εκστρατείες, σημαδεύτηκε από θυελλώδη πολιτική ζωή στο εσωτερικό της Αθήνας, στην οποία οι πολίτες ασκούσαν συχνά το δικαίωμά τους να διώχνουν από την πόλη έναν από αυτούς, μέσω του εκλογικού συστήματος που ονομαζόταν «οστρακισμός», και οι υποψή­φιοι ήταν αριστοκράτες που τους υποπτεύονταν για μηδισμό. Όταν προέκυψε η καινούρια περσική απειλή, το 480 π.Χ., ο Αισχύλος, σαράντα πέντε ετών τώρα πια, υπήρξε μάρτυρας της συντριβής της ελληνικής άμυνας στη Βοιωτία, της αδυσώπητης επέλασης του Ξέρξη στην Αθήνα, της εκκένωσης της πόλης και της λεηλασίας της. Οι Πέρσες λαφυραγωγούσαν και πυρπο­λούσαν ασταμάτητα. Όμως ο τρόμος αυτός μετατράπηκε σε θρίαμβο με τις νίκες των Ελλήνων, πρώτα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και στη συνέχεια με την τελική πράξη του δράματος που την έπαιξε το πεζικό στη μάχη των Πλαταιών, σε απόσταση μίας ημέρας προς τα βορειοδυτικά της Αθήνας. Ο Αισχύλος είχε τότε ζήσει κι εκείνος ανάμεσα στα ερείπια της πόλης του, και συνέλαβε την ιδέα ενός δράματος που θα καθιστούσε αθάνατη τη νίκη επί των βαρβάρων. Όταν τελικά η τραγωδία Πέρσαι ανέβηκε στο θέατρο, το 472 π.Χ., η παράσταση χορηγήθηκε από τον νεαρό Περικλή, έναν Αλκμεωνίδη και ανιψιό του ίδιου του Κλεισθένη.
 
Στην αποκορύφωση της τραγωδίας, το φάντασμα του νεκρού Πέρση βασιλιά Δαρείου σηκώνεται από τον τάφο του και προειδοποιεί τους ταλαι­πωρημένους από τον πόλεμο αλλοτινούς υπηκόους του του «να θυμούνται την Αθήνα!». Αυτή η σκηνή που μας εμπνέει δέος λαμβάνει χώρα την ημέρα που ο βασιλιάς Ξέρξης επέστρεψε στην πατρίδα του, ντροπιασμένος από την ταπεινωτική ήττα των Περσών από το ναυτικό των Αθηναίων, κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Είναι τυπικό για την ευέλικτη, ανοιχτή αθηναϊκή ιδιοσυγκρασία το γεγονός ότι ο Αισχύλος δεν έγραψε μια προπα­γανδιστική πατριωτική εξύμνηση για τους Αθηναίους ήρωες πολέμου, αλλά φαντάστηκε δημιουργικά πώς θα έμοιαζαν οι Περσικοί πόλεμοι από την πλευρά των Περσών.
 
Πιθανώς να μεγαλοποιεί την απελπισία τους. Οι Πέρσες θα είχαν σίγουρα ενοχληθεί από την αποτυχία τους να κατακτήσουν την ηπειρωτική Ελλάδα, όμως η αποτυχία τους εκείνη δεν έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της δικής τους αχανούς ασιατικής αυτοκρατορίας. Οι άνθρωποι οι οποίοι ήθελαν πραγματικά «να θυμούνται την Αθήνα» και τις μάχες των Περσικών πολέμων ήταν οι ίδιοι οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους. Με τους Πέρσες οι Αθηναίοι βίωσαν μια θεα­τρική εμπειρία και συγχρόνως είχαν ένα λογοτεχνικό κείμενο που εξέφραζε τα θεμελιώδη στοιχεία τα οποία συγκροτούσαν την ταυτότητά τους. Ήταν υπερή­φανοι που είχαν ασφαλίσει την τόσο νεαρή ακόμα δημοκρατία τους, καθώς ο Δαρείος σκόπευε να επαναφέρει τον Ιππία, τον επιβιώσαντα γιο του τυράννου Πεισίστρατου, και μάλιστα τον είχε φέρει μαζί του κατά την εκστρατεία του 490 π.Χ. Το αρχαίο κοινό θα είχε θερμά επευφημήσει εκείνη τη σκηνή του έργου όπου η Περσίδα βασίλισσα ρωτά να μάθει το όνομα του ανθρώπου που κυβερνά τους Αθηναίους, μόνο και μόνο για να πληροφορηθεί έκπληκτη πως οι Αθηναίοι «δούλοι δεν είναι κανενός ανδρός ούτε και υπήκοοι».
 
Το δεύτερο από τα στοιχεία τα οποία συγκροτούσαν τη δημοκρατική ταυ­τότητα των Αθηναίων και που επιβεβαιώνεται στους Πέρσες του Αισχύλου, ήταν πως αποτελούσαν ναυτική δύναμη και πως εκείνη η ναυτική δύναμη όφειλε πάρα πολλά στους κωπηλάτες της. Οι άνθρωποι οι οποίοι τραβούσαν κουπί προέρχονταν από τη χαμηλότερη τάξη πολιτών (ήταν «θήτες») και γι’ αυτό ήταν και εκείνοι που είχαν το μεγαλύτερο συμφέρον να διατηρηθεί η δημοκρατία. Πολλοί από αυτούς ζούσαν στον Πειραιά, τον δήμο της πόλης που είχε ενταχθεί στην ίδια ομάδα με τον δήμο στον οποίο είχε γεννηθεί ο Αισχύλος. Κατά πάσα πιθανότητα, ο ίδιος γνώριζε αρκετούς από εκείνους προσωπικά. Το δράμα αναπαράγει μια (όχι απολύτως ακριβή) εκδοχή της πρόσφατης ιστορίας κατά την οποία η άμυνα και η υπεράσπιση της Ελλάδας είχε κριθεί λιγότερο στη μάχη των Πλαταιών το 479, όπου είχαν διακριθεί οι Σπαρτιάτες, και περισσότερο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Στο έργο του Αισχύλου, η αθηναϊκή δημοκρατία και η ελευθερία της Ελλάδας παρουσιάζο­νται να εξαρτώνται από τη ναυτική ικανότητα των Αθηναίων, όπως επίσης από τη στρατηγική τους σκέψη και το αμείωτο σθένος τους. Δεν είχαν τάχα νικήσει τον πιο ισχυρό άνθρωπο του κόσμου, τον βασιλιά της Περσίας, ο οποίος είχε μόνος του κάτω από τις διαταγές του μια τεράστια έκταση στε­ριάς και τα υπέροχα πολεμικά πλοία των Φοινίκων; Στους Πέρσες υπονοείται πως οι Πέρσες απέτυχαν επειδή προσπάθησαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους στη θάλασσα, ένα στοιχείο σε σχέση με το οποίο οι Αθηναίοι νιώθουν πια απόλυτη αυτοπεποίθηση.
 
Η ταυτότητα των Αθηναίων ως δημοκρατών οι οποίοι είχαν εξασφαλίσει την ελευθερία τους με τα χέρια στα κουπιά τους ήταν συνυφασμένη με την προσδοκία τους να γίνουν ηγέτες των άλλων Ελλήνων και να εξελιχθούν σύ­ντομα σε ηγεμονική δύναμη. Η νίκη τους επί των Περσών τούς επέτρεψε να αυξήσουν τη δική τους δύναμη σε ολόκληρο το Αιγαίο. Οι Αθηναίοι οικοδό­μησαν τη συμμαχία των πόλεων-κρατών, με πρόσχημα την υπεράσπιση ολό­κληρης της Ελλάδας, όμως αυτό εξελίχθηκε σε μια ισχυρή δική τους ηγεμονία, βασισμένη στη ναυτική τους δύναμη. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η «συμ­μαχία» δεν ήταν ηγεμονία δεν ευσταθούσε πια έπειτα από τη απόσχιση των νησιωτών της Νάξου, το 468. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν βίαια και η Νάξος έχασε την ανεξαρτησία της. Οι νίκες επί των Περσών στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα συγκρότησαν το θεμελιώδες αφήγημα της κλασικής αθηναϊκής ηγεμονικής δημοκρατίας. Και οι παλιοί μύθοι επανερμηνεύονταν τώρα κάτω από τον καινούριο αυτό φωτισμό: οι μάχες, λόγου χάρη, των Αθηναίων ενα­ντίον των Αμαζόνων έγιναν κεντρικό θέμα στην τέχνη και απεικονίστηκαν ως προάγγελος των Περσικών πολέμων- στην αγγειογραφία και τη γλυπτική, οι Αμαζόνες είχαν αρχίσει να φορούν περσικά ενδύματα και να κρατούν περσικά όπλα. Ο Θησέας, μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, απεικονίζεται σε στάσεις που θυμίζουν τον περίφημο διπλό ανδριάντα των τυραννοκτόνων. Οι Πέρσαι του Αισχύλου αποτελούσαν κομμάτι μιας τάσης για πολιτισμική παραγωγή εμπνευσμένη από τους Περσικούς πολέμους. Αποφασιστικής σημασίας για το καινούριο αφηγηματικό πλαίσιο ήταν οι στρατηγοί και ήρωες του πολέμου Θεμιστοκλής (γεννημένος περί το 527 π.Χ.) και Κίμων (λίγο νεότερος, γεν­νημένος περί το 510 π.Χ.)
 
Η τελειότητα της πατριωτικής τραγωδίας του Αισχύλου Πέρσαι αρμόζει στο μεγαλείο των συμβάντων που διαδραματίστηκαν όσο ζούσε. Αυτό ισχύει για όλα του τα έργα. Ο ίδιος ήταν ένας πρωτοπόρος καινοτόμος που κατόρ­θωσε μια σημαντική μεταβολή στο είδος αυτό- ο αρχαίος βιογράφος του ανα­φέρει πως ήταν ο πρώτος τραγικός ο οποίος «προσέδωσε περισσότερο μεγα­λείο στην τραγωδία μέσα από ακόμη ευγενέστερες συγκινήσεις. Διακόσμη­σε τη σκηνή και εντυπωσίαζε το κοινό του με λαμπρές οπτικές εντυπώσεις, ζωγραφική και μηχανές, με βωμούς και τάφους για σκηνικά υποστηρίγματα, με βούκινα, φαντάσματα και Ευμενίδες». Η ιστορική του συνάντηση με τα τεράστια περσικά στρατεύματα επηρέασε βαθιά το έργο του, όχι μόνο όσον αφορά στον τρόπο που έβλεπε την περσική αυλή και τα μέλη της αιγυπτιακής βασιλικής οικογένειας (σε ένα άλλο δράμα του, τις Ικέτιδες), αλλά και τον κόσμο του παρελθόντος. Το μεγαλείο του αρχαϊκού και αριστοκρατικού Άρ­γους του Αισχύλου στην τριλογία του Ορέστεια έχει δανειστεί στοιχεία από τη συνάντηση, κατά τον πέμπτο αιώνα, των Αθηναίων με τους μονάρχες των βαρβάρων. Ο Αισχύλος πειραματίζεται με τη γλώσσα και στα έργα του συνα­ντάμε πλήθος νεόκοπων σύνθετων λέξεων ο κωμικός δραματουργός Αριστο­φάνης αργότερα ισχυρίστηκε πως αυτό το λεκτικό ύφος του ποιητή μπορούσε να αφήσει το κοινό σε κατάσταση καταπληξίας.
 
Η κλίμακα των θεατρικών ευρημάτων και της δραματικής ποίησης του Αισχύλου αντανακλάται στη σπουδαιότητα της σύλληψής του για την ιστορία και για τον σύμπαντα κόσμο. Η φιλοσοφία η οποία βρίσκεται στο υπόβαθρο όλων των έργων του είναι πως η πρόοδος του πολιτισμού, αν και αποτελεί θεϊκή επιταγή, επέρχεται με το τίμημα βαθιάς οδύνης. Η οδύνη αυτή μπορεί να είναι η απώλεια ολόκληρου του περσικού στρατού ως συνέπεια της κατα­κτητικής στρατηγικής του Ξέρξη ή το σκοτεινό συναισθηματικό αδιέξοδο που βασάνιζε τόσες γενιές του οίκου των Ατρειδών στην Ορέστεια. Πάντοτε όμως υποστηρίζεται από μια έννοια του αναπόφευκτου και από την ελπίδα πως ο θεϊκός λόγος για όλη αυτήν την οδύνη τελικά θα αποκαλυφθεί: στην Ορέστεια, ο πολιτισμός εξελίσσεται από την αρχαϊκή μοναρχία, που πλήττεται από βε­ντέτες, ως τη φωτεινή καινούρια αυγή της δημοκρατίας στην Αθήνα, όπου προέχει ο νόμος. Στο πρώτο μέρος της Ορέστειας, ο Αγαμέμνονας επιστρέφει από τη Τροία, για να τιμωρηθεί όμως από τη σύζυγό του, Κλυταιμνήστρα, η οποία δεν του έχει συγχωρήσει ότι εκείνος θυσίασε την κόρη τους πριν από την εκστρατεία. Επειδή δεν υπάρχουν ακόμα δικαστήρια, η Κλυταιμνή­στρα δεν έχει άλλη επιλογή αν πρόκειται να τιμωρηθεί ο Αγαμέμνονας. Στο δεύτερο μέρος, η Κλυταιμνήστρα και ο εραστής της κυβερνούν το Άργος ως τύραννοι, με σιδερένια γροθιά, μέχρι που επιστρέφει ο Ορέστης, τους φονεύει και διεκδικεί τον θρόνο του. Στο τρίτο μέρος, ο Ορέστης, ως μητροκτόνος, καταδιώκεται από τις Ερινύες (Ευμενίδες), που τις έχει ξεσηκώσει το ίδιο το φάντασμα της μητέρας του. Μόνο αφού πια έχει δικαστεί στην Αθήνα, στο πρώτο δημοκρατικά θεσμοθετημένο δικαστήριο ενόρκων του κόσμου, και αθωωθεί χάρη στην κρίσιμη τελική ψήφο της ίδιας της θεάς Αθηνάς, μπορεί πια η οικογένειά του -και, όπως εννοείται, ο κόσμος- να απελευθερωθεί από τον φαύλο κύκλο των φόνων από εκδίκηση.
 
Όταν ανέβηκε στο θέατρο η Ορέστεια, το 458 π.Χ., η Αθήνα προσπα­θούσε να συνέλθει από την ολέθρια βιαιότητα μιας πρώιμης ταξικής πάλης η οποία είχε προκληθεί έπειτα από την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων στις κατώτατες τάξεις πολιτών, μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Οι θήτες ήταν αποκλεισμένοι από την εξουσία που ασκούσε η πανάρχαια Βουλή του Αρείου Πάγου. Οι αριστοκρατικής καταγωγής Αρεοπαγίτες συνεδρία­ζαν στον βράχο που είχε λάβει το όνομά του από τον θεό Άρη. Όμως ένας ριζοσπαστικός δημοκράτης ονόματι Εφιάλτης είχε βάλει στόχο του να διαι­ρέσει τις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου και να τις μεταφέρει στους τρεις κεντρικούς θεσμούς της πόλης οι οποίοι ήταν ανοιχτοί για όλους τους πο­λίτες: Εκκλησία του Δήμου, Βουλή και δικαστήριο Ηλιαίας. Αυτά τα μέτρα προκάλεσαν αιματοχυσία στους δρόμους και μια ολιγαρχική συνωμοσία για την αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας. Ο επαναστάτης Εφιάλτης δολοφονήθηκε το 461 π.Χ. Όμως οι εξουσίες του Αρείου Πάγου είχαν πια οριστικά περιοριστεί στο να δικάζει μόνο σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας και ιεροσυ­λίας. Η δίκη του Ορέστη για τον φόνο της μητέρας του παρουσιάζεται στις Ευμενίδες, το τελευταίο μέρος της Ορέστειας; ως η θεμελιακή πρώτη δίκη του θεσμού. Ο θάνατος του Εφιάλτη και κάποιων υποστηρικτών του σχετίζεται με την απαγόρευση των φόνων βεντέτας από τη θεά Αθηνά, στο τέλος της Ορέστειας, τρία χρόνια αργότερα.
 
Η μεταρρύθμιση του Αρείου Πάγου έθεσε τελικά την εξουσία ολόκληρη (κράτος) στα χέρια του οργανικού συνόλου των πολιτών (δήμος). Οι εννέα άρχοντες της πόλης εκλέγονταν ετήσια με κλήρωση, από το σώμα των πολι­τών, χωρίς δικαίωμα επανεκλογής, ως ένας τρόπος πρόληψης της διαφθοράς· οι δέκα στρατηγοί εκλέγονταν επίσης για έναν χρόνο, όμως εκείνοι μπορού­σαν να επανεκλέγονται συνεχώς. Όλοι οι αξιωματούχοι λογοδοτούσαν με τη λήξη της θητείας τους. Οι στρατηγοί είχαν αρμοδιότητα και για υποθέσεις που υπερέβαιναν τις στρατιωτικές, αν και από τη στιγμή που όλοι οι πολίτες και μερικοί μέτοικοι είχαν υποχρέωση στράτευσης, και οι Αθηναίοι όλο και κάπου πολεμούσαν πάντοτε στην επικράτεια της ηγεμονίας τους, τα πολεμι­κά ζητήματα αποτελούσαν μεγάλο μέρος της ζωής όλων τους.
 
Η δημοκρατία στην κορύφωσή της προσέφερε ακόμη και στους οικονο­μικά ασθενέστερους πολίτες ένα αξιοζήλευτο σύνολο δικαιωμάτων και ένα αντίστοιχο βιοτικό επίπεδο. Μέχρι το 451, αυτά τα προνόμια περνούσαν από κάθε ελεύθερο πολίτη στους νόμιμους γιους του, ανεξάρτητα από την καταγωγή της μητέρας. Ήταν πολύ συνηθισμένο να παίρνει κάποιος για σύ­ζυγο μια γυναίκα από μη αθηναϊκή οικογένεια. Ο Περικλής προέβλεψε ότι το σώμα των πολιτών με αυτόν τον τρόπο θα μεγάλωνε πολύ γρήγορα και θα ήταν αδύνατον να διατηρήσει πια τα προνόμια αυτά, κι έτσι το 451 π.Χ. πέρασε από τη Βουλή έναν νόμο με βάση τον οποίο το δικαίωμα του πολίτη περιοριζόταν σε εκείνους των οποίων και οι δυο γονείς προέρχονταν από οικογένειες ελεύθερων πολιτών της Αθήνας. Είχε διακρίνει πως η ανοιχτή στάση των Αθηναίων, που ήταν γέννημα της δημοκρατίας τους, τώρα πια απειλούσε να αποσταθεροποιήσει την ίδια τη δημοκρατία. Είναι μία από τις ειρωνείες της αθηναϊκής ιστορίας το γεγονός ότι ο ίδιος ο Περικλής υπέφερε εξαιτίας αυτής της νομοθετικής ρύθμισης. Η σύζυγός του του γέννησε δύο νόμιμους γιους, όμως ήδη την εποχή που έπαιρνε διαζύγιο από αυτήν, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 440, είχε αποκτήσει και έναν τρίτο γιο, που ονο­μαζόταν επίσης Περικλής, από την ερωμένη του την οποία αγαπούσε πολύ, την Ασπασία. Για κακή του τύχη, η Ασπασία ήταν από τη Μίλητο κι έτσι το αγόρι δεν μπορούσε να έχει τα δικαιώματα του πολίτη. Όταν ο Περικλής και οι δύο νόμιμοι γιοι του πέθαναν από τον λοιμό, λιγότερο από είκοσι χρόνια αργότερα, οι Αθηναίοι έκαναν το ασυνήθιστο βήμα να απονείμουν τα δικαιώ­ματα του πολίτη στον μοναδικό του γιο που είχε απομείνει ζωντανός.
 
Όλοι οι ενήλικοι πολίτες είχαν το δικαίωμα να παρακολουθούν και να ψηφίζουν οι ίδιοι στην Εκκλησία του Δήμου, το εκτελεστικό σώμα της πό­λης. Η ψηφοφορία απαιτούσε μια απαρτία έξι χιλιάδων ατόμων. Η Εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε περίπου σαράντα φορές ανά έτος κι εκεί ψηφίζονταν όλα τα μείζονος σημασίας θέματα - στάση απέναντι στους συμμάχους, διοί­κηση της αθηναϊκής ηγεμονίας και πιθανή κήρυξη πολέμου. Εξέλεγε επίσης τους δέκα στρατηγούς και άλλους κατώτερους αξιωματούχους. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου είχαν δικαίωμα να μιλήσουν υπό την προϋπόθε­ση πως είχαν υπηρετήσει διετή στρατιωτική θητεία, αν και στην πράξη το σώμα διοικούνταν από κάποιους εκλεκτούς και από επαγγελματίες πολιτι­κούς. Θεωρούνταν επίσης ανάρμοστο για τους πολύ νέους να μιλούν πάρα πολύ. Στη διάρκεια των συνελεύσεων οι πολίτες συναθροίζονταν στην αγορά και προχωρούσαν προς τον λόφο της Πνύκας, στα δυτικά της Ακρόπολης, όπου συνερχόταν η Εκκλησία. Διέθεταν, όμως, και ένα σώμα από δούλους της πολιτείας, τοξότες από τη Σκυθία, οι οποίοι οδηγούσαν εκεί τους πολίτες με σκοινιά και κρατούσαν την τάξη στη διάρκεια της διαδικασίας - λόγου χάρη, απομάκρυναν άντρες που έρχονταν ίσως μεθυσμένοι ή που γίνονταν επιθετικοί, όπως και εκείνους που προσέβαλλαν το δημόσιο αίσθημα με τα λεγόμενά τους. Πηγές της εποχής δίνουν έμφαση στον εκκωφαντικό θόρυβο: οι ομιλητές φώναζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν και οι ομάδες των υποστηρικτών και των αντιπάλων τους ανταγωνίζονταν στο ποιοι θα επιδοκίμαζαν ή θα αποδοκίμαζαν πιο δυνατά, αντίστοιχα. Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Ιππείς; βλέπουμε την παρωδία δύο πολιτικών οι οποίοι ανταγωνίζονται για την υποστήριξη των πολιτών στην Εκκλησία του Δήμου ενώ δύο αλληλοσυγκρουόμενοι χείμαρροι από βωμολοχίες, συνθήματα, επευφημίες και απειλές καλύπτουν τις φωνές των ηθοποιών.
 
Τα θέματα τα οποία θα συζητούνταν στην Εκκλησία του Δήμου συνήθως καθορίζονταν από τη Βουλή, η οποία δείχνει να είναι αξιοσημείωτα δημο­κρατική συγκρινόμενη μάλιστα με το δικό μας σημερινό αντιπροσωπευτικό σύστημα. Το όνομα «Βουλή» σημαίνει «τόπος έκφρασης της βούλησης». Η σημασία του θεσμού υπογραμμίζεται από την ταχύτητα με την οποία οι ολι­γαρχικοί που κατέλαβαν την εξουσία το 411 π.Χ. έδιωξαν τους δημοκρατικά εκλεγμένους βουλευτές και πήραν το κτίριο, το Βουλευτήριον, για να το χρη­σιμοποιήσουν ως δική τους έδρα. Η Βουλή απαιτούσε για να λειτουργήσει όχι λιγότερους από πεντακόσιους πολίτες, αναλογικά εκλεγμένους από κάθε δήμο (και πενήντα από κάθε φυλή), που αντικαθίσταντο κάθε χρόνο, με κλή­ρωση (τουλάχιστον από τα μέσα του πέμπτου αιώνα και ύστερα): «Με αυτόν τον τρόπο, ένα μεγάλο μέρος του σώματος των πολιτών μπορούσαν να γίνουν βουλευτές». Καθώς ουδείς είχε δικαίωμα να υπηρετήσει περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της ζωής του, οι πιθανότητες που είχε ο κάθε πολίτης να γίνει βουλευτής ήταν πολύ υψηλές, κυρίως μάλιστα αφού θεσμοθετήθηκε και ένας μισθός κατά τα τέλη του πέμπτου αιώνα, προφανώς για να ενθαρρύ­νουν τους λιγότερο εύπορους πολίτες να συμμετέχουν και αυτοί στον θεσμό. Αρχικά, μπορούσαν να υπηρετήσουν μόνο οι τρεις ανώτερες τάξεις ενώ απο­κλείονταν οι θήτες, όμως αυτό τελικά ούτε εφαρμόστηκε ούτε επιβλήθηκε. Η Βουλή συνεδρίαζε σχεδόν καθημερινά και ασχολούνταν με θέματα που δεν είχαν μόνο σχέση με τα οικονομικά της πολιτείας και τον αυστηρό έλεγχο των αξιωματούχων, αλλά και με τις εορτές της πόλης, με το ναυτικό, με το οικοδομικό πρόγραμμα όπως επίσης με τη φροντίδα των ασθενών, των αναξιοπαθούντων και των ορφανών. Η υπηρεσία των βουλευτών συνίστατο στο να συγκεντρώνουν πληροφορίες, να εκτιμούν τα πεπραγμένα και να σκέφτονται σχετικά με τα όσα επρόκειτο να γίνουν, κάθε ημέρα και σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Η ποιότητα μιας τέτοιας μέριμνας που απαιτούνταν από τα μέλη της Βουλής, μας αφήνει άναυδους αν τη συγκρίνουμε με τους σημερινούς μας πολιτικούς, και ακόμη περισσότερο με τους σημερινούς πολίτες.
 
Ο τρίτος θεσμός στον οποίο είχαν όλοι οι πολίτες δικαίωμα συμμετοχής ήταν το σύστημα των αθηναϊκών δικαστηρίων. Οι έδρες των περισσότερων δικαστηρίων ήταν κτίσματα γύρω από την αγορά: διαφορετικές κατηγορίες εγκλημάτων υπάγονταν στη δικαιοδοσία διαφορετικών δικαστηρίων. Οι Αθη­ναίοι είχαν θεσμοθετήσει τον δικό τους τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων.
 
Πολίτες έκαναν τις καταγγελίες τόσο για ιδιωτικά αδικήματα όσο και για αδι­κήματα σε βάρος της πόλης, και τα ίδια τα ενδιαφερόμενο άτομα παρουσιά­ζονταν στο δικαστήριο τόσο για να υποστηρίξουν το κατηγορητήριο όσο και για να στηρίξουν την υπεράσπισή τους. Είχαν τη δυνατότητα να προσφύγουν σε κάποιον ειδικό στη ρητορική τέχνη για να τους βοηθήσει να συντάξουν έναν λόγο που να ευσταθεί, όμως στο δικαστήριο έπρεπε να τον εκφωνήσουν οι ίδιοι. Οι δικανικοί λόγοι που σώζονται σήμερα είχαν εκφωνηθεί σε δίκες διαφόρων κατηγοριών, από διαμάχες σχετικά με την αποξήρανση αγροτικής γης έως δίκες για ανθρωποκτονία ή για συνωμοσία υπονόμευσης του δημο­κρατικού πολιτεύματος. Η μελέτη τους μαρτυρά πως οι λογογράφοι λάμβαναν υπ’ όψιν τους τις ρητορικές ικανότητες των πελατών τους- για παράδειγμα, όταν έγραφαν έναν λόγο για κάποιον όχι και τόσο ικανό ομιλητή, χρησιμο­ποιούσαν πιο σύντομες προτάσεις. Το δικαστικό σώμα συγκροτούνταν από τεράστιους αριθμούς πολιτών, συχνά ηλικιωμένους και χωρίς αποκλεισμό των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, κυρίως μάλιστα από τη στιγμή που, περί τα μέσα του πέμπτου αιώνα, καθιερώθηκε η αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Έξι χιλιάδες κληρωτοί πολίτες ανά έτος σχημάτιζαν ένα ευρύτερο σώμα από το οποίο αντλούσαν κάθε φορά τους δικαστές, κατά πάσα πιθανότητα εξακόσιοι από καθεμιά εκ των φυλών του Κλεισθένη. Η θεμελιώδης αρχή ήταν πως τα μεγάλα δικαστικά σώματα προσέφεραν και τη μεγαλύτερη εγγύηση ορ­θής κρίσης και αποφυγής της δωροδοκίας· τα δικαστικά σώματα που έκριναν υποθέσεις ελάσσονος σημασίας συγκροτούνταν «μόνο» από 201 άτομα, ενώ εκείνα που έκριναν υποθέσεις μείζονος σημασίας τουλάχιστον από 501.
 
      Ο «Γέροντας Ολιγαρχικός» (ψευδο-Ξενοφώντας), ο συγγραφέας του αντιδημοκρατικού παπύρου στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη, θεωρούσε δυστύχημα το γεγονός ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να ασχολούνται με τις δημόσιες υπο­θέσεις μόνο μερικές ημέρες τον χρόνο, επειδή «είχαν να διοργανώσουν πολύ περισσότερες εορτές από ό,τι οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη, και όταν αυτές οι εορτές τελούνται είναι ακόμη λιγότερο εφικτό να διεκπεραιώνονται οι υποθέσεις της πόλης». Εξηγεί πως οι Αθηναίοι πολίτες, όσο φτωχοί και αν είναι αρκετοί από αυτούς ως άτομα, στάθηκαν ευφυείς «στο να ανακαλύψουν πώς να θεσπίζουν θυσίες, ναούς, πάνδημα γεύματα και βωμούς. Η πόλη θυ­σιάζει δημοσία δαπάνη πολλά σφάγια, όμως αυτοί οι οποίοι απολαμβάνουν τις εορτές και τρώνε τα θυσιαζόμενα ζώα είναι οι κάτοικοι της πόλης». Ο πολιτισμός αυτός των εορτών λειτουργούσε ως μια σειρά από δημόσιες συνα­θροίσεις και εκδηλώσεις μεγάλο μέρος των οποίων -κυρίως οι γενναιόδωρες πομπές μέσα στις οδούς— ήταν ανοιχτό σε όλους όσοι ζούσαν στην πόλη. Προσπαθώντας να κατανοήσουμε πώς στάθηκε δυνατόν μια πόλη να γεννή­σει τόσο πολλούς σημαντικούς ανθρώπους σε τόσο λίγες γενιές, είναι διαφωτιστικό να σκεφτούμε τη συλλογική τους εμπειρία να μεγαλώνουν μετέχοντας σε ένα τόσο πλούσιο εορταστικό ημερολόγιο. Μπορούμε να αντιληφθούμε τη σπουδαιότητα των εορτών στη συγκρότηση της αθηναϊκής ταυτότητας από ένα σημαντικό χωρίο του Ξενοφώντα. Κατά το τέλος του πέμπτου προχριστιανικού αιώνα, η Αθήνα υπέφερε από τον τρόμο της εξουσίας των Τριάκοντα Τυράννων, μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, και οι εξέχοντες Αθηναίοι δημοκρατικοί βρίσκονταν στην εξορία. Έφτιαξαν έναν στρατό και κέρδισαν μια νίκη μετά την οποία ο Κλεόκριτος, κήρυκας των μυστών, απηύθυνε στους ηττημένους αριστοκρατικούς έναν εμπνευσμένο λόγο:
 
«Άνδρες Αθηναίοι, για ποιο λόγο μας κρατάτε εξόριστους, για­τί αποζητάτε τον θάνατό μας; Διότι εμείς κανένα κακό δεν σας έχουμε κάνει, και μαζί με εσάς παίρναμε μέρος στις σεμνές τελε­τές και στις θυσίες και στις κάλλιστες εορτές. Υπήρξαμε οι σύ­ντροφοί σας στον χορό και συμφοιτητές σας και συστρατιώτες σας».
 
Η κοινή ταυτότητα, σφυρηλατημένη στις εορτές και στους τελετουργικούς χορούς, είχε δημιουργήσει τους δεσμούς τους οποίους επικαλείται εδώ ο Κλεόκριτος, και μάλιστα ήταν πολύ περισσότερο έντονοι από αυτούς που είχαν δημιουργηθεί μέσω των κοινών σπουδών ή της συστράτευσης στον πόλεμο.
 
Πώς λοιπόν θα ένιωθε ένας νεαρός Αθηναίος βιώνοντας το τόσο πλήρες εορταστικό ημερολόγιο συγχρόνως με την τακτική προετοιμασία για πόλε­μο; Πέρα από τα σημαντικά ταξίδια που έκαναν έξω από την πόλη τους για τις πανελλήνιες εορτές, υπήρχαν εντός της Αθήνας και άλλες εορτές πολύ σπουδαίες, κάθε μήνα, για καθέναν από τους δώδεκα Ολύμπιους θεούς, με εξαίρεση τον πολεμικό Άρη. Αλλά και αυτόν επίσης τον τιμούσαν με τοπική λατρεία στον μεγαλύτερο από τους δήμους της Αττικής, τον δήμο Αχαρνέων. Άλλοι θεοί και ήρωες -ο Κρόνος και η Ρέα, η Γαία, ο Ηρακλής, ο Θησέας, και ο Άδωνις- λατρεύονταν σε ξεχωριστές εορτές ή μιμούνταν στο πλαίσιο εορτών για τους μεγαλύτερους θεούς. Οι σημαντικότεροι για τους Αθηναίους θεοί είχαν πολλές εορτές προς τιμήν τους, με πολλά και διάφορα ονόματα:
 
Ο Απόλλωνας λατρευόταν ως Δελφίνιος την άνοιξη, κατά την έναρξη της εποχής της ναυσιπλοΐας, αλλά λατρευόταν επίσης και κατά το τέλος του θέ­ρους στα Βοηδρόμια, την εορτή του ως «προστάτη των πολεμιστών», η οποία ήταν συνδεδεμένη και με τη στρατιωτική εκπαίδευση. Από κάποιες εορτές οι άντρες ήταν αποκλεισμένοι (όπως από τα Θεσμοφόρια, εορτή της Δήμητρας και της Περσεφόνης), ενώ από άλλες ήταν αποκλεισμένες οι γυναίκες (όπως από κάποιες εορτές αφιερωμένες στον ήρωα Ηρακλή). Χαρακτηριστικό γνώ­ρισμα όλων σχεδόν των εορτών ήταν η όρχησις, η οποία ενδυνάμωνε την κοι­νή πολιτισμική ταυτότητα. Κάποιες από αυτές τελούνταν στα ιερά εντός της πόλης- κάποιες άλλες προϋπέθεταν τη μετάβαση σε πιο απομακρυσμένους βωμούς της αττικής γης. Δύο τέτοιες εορτές ήταν λόγου χάρη οι τελετές προς τιμήν της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, στο πλαίσιο των οποίων εορταζόταν και η ενηλικίωση των νεαρών κοριτσιών, και τα Ελευσίνια Μυστήρια, είκοσι χιλιό­μετρα βορειοδυτικά του βωμού της Δήμητρας κάτω από την Ακρόπολη που ονομαζόταν Ελευσίνιον Ιερό.
 
Η μεγαλύτερη αθηναϊκή εορτή ήταν τα Παναθήναια, τα οποία τελούνταν κατά το τέλος του πρώτου μήνα της καινούριας χρονιάς (αντίστοιχου του δικού μας Ιουλίου). Εννέα μήνες νωρίτερα, δύο έφηβες από καλές αθηναϊκές οικογένειες επιλέγονταν για να μείνουν στην Ακρόπολη. Με την καθοδήγηση της ιέρειας της θεάς, ύφαιναν έναν καινούριο πέπλο για το ξόανο της Αθηνάς Πολιάδος - ένα υπέροχο υφαντό που απεικόνιζε τη θεά να μάχεται στη Γιγαντομαχία. Έντεκα νεότερα κορίτσια τις βοηθούσαν. Η αποκορύφωση της εορτής βασιζόταν στον πυρήνα των πανάρχαιων αντίστοιχων τελετών και ξεκινούσε πριν από το ξημέρωμα της εικοστής ογδόης του μήνα, με μια λαμπαδηδρομία που φώτιζε τον νυχτερινό ουρανό και προετοίμαζε για την έναρξη των τελετουργικών ύμνων και χορών της ιέρειας και των παρθένων της Αθηνάς («παννυχίς»). Αυτοί διαρκούσαν μέχρι το ξημέρωμα και, νωρίς την αυγή, συνοδεύονταν και από χορούς αντρών και νεαρών αγοριών, που αποκορυφώνονταν στην περίλαμπρη πομπή και στις θυσίες.
 
Στην πομπή μετείχε ένα ευρύ φάσμα ομάδων που από κοινού συγκρο­τούσαν την αθηναϊκή ταυτότητα, και με αυτόν τον τρόπο υπογράμμιζαν τη μεταξύ τους ενότητα. Στους μετέχοντες στην πομπή συμπεριλαμβάνονταν οι νικητές των αγώνων που είχαν προηγηθεί, στρατηγοί, σεπτοί γέροντες που έφεραν κλαδιά ελαίας («θαλλοφόροι»), ιππείς, και κατά πάσα πιθανότητα έφηβοι που εκπαιδεύονταν ως οπλίτες. Μεγάλο μέρος της πομπής αποτελούσαν και γυναίκες οι οποίες έφεραν στα κεφάλια τους καλάθους με ιερά σκεύη («κανηφόροι») ή κουβαλούσαν υδρίες («υδροφόροι»). Οι Αθηναίοι τιμούσαν την ανοιχτή τους πολυεθνική κοινότητα συμπεριλαμβάνοντας και μη Αθηναίους στην πομπή, όχι μόνο μετοίκους οι οποίοι μετέφεραν καλάθια με άρτους και γλυκά συνοδευόμενοι από τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αλλά επίσης και εκπροσώπους από τις συμμαχικές πόλεις και αποικίες. Οι υπόλοι­ποι Αθηναίοι ακολουθούσαν από πίσω, οργανωμένοι ανά δήμο. Το επίκεντρο της πομπής ήταν ο καινούριος πέπλος που είχε υφανθεί για το πανάρχαιο ξόανο. Ο πέπλος στη μεγαλύτερη διάρκεια της πομπής ήταν στερεωμένος ως ιστίο σε ένα τροχοφόρο πλοίο το οποίο έσυραν τελετουργικά. Αφού πρώ­τα συγκεντρώνονταν όλοι στα τείχη της πόλης, η πομπή προχωρούσε μέσα από την αγορά και ανέβαινε στην Ακρόπολη. Εκατό βοοειδή («εκατόμβη») θυσιάζονταν στον δημόσιο βωμό της Πολιάδος Αθηνάς, και το ψημένο κρέας μοιραζόταν εξίσου στις αντιπροσωπείες κάθε δήμου.
 
Κάθε τέσσερα χρόνια εορτάζονταν τα Μεγάλα Παναθήναια, μια ακόμη μεγαλύτερη εορτή ανοιχτή σε επισκέπτες από ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Διαρκούσαν δώδεκα ημέρες και συμπεριλάμβαναν αγώνες μουσικής και γυ­μναστικής, όπως επίσης αγώνες ιστιοπλοΐας που λάμβαναν χώρα στην ακτή. Αλλά υπήρχαν και τα Παναθήναια που εορτάζονταν σε μικρότερη κλίμακα, καθέναν από τους χρόνους που μεσολαβούσαν ανάμεσα στον εορτασμό των Μεγάλων Παναθηναίων και που διαρκούσαν ίσως δύο ημέρες. Τα Μικρά Παναθήναια, εστιασμένα περισσότερο στους Αθηναίους και μόνο, είχαν επί­σης μερικούς αγώνες, συμπεριλαμβανομένων των Πυρρίχιων, ιππικών αγώ­νων, και εκείνου του παράξενου (ομαδικού) αγώνα ανδρικού κάλλους, που ήταν γνωστός ως «αγώνας ευανδρίας» και ανοιχτός μόνο στους Αθηναίους πολίτες.
 
Ο τρόπος με τον οποίο βιώνονταν στην Αθήνα τα Παναθήναια άλλαξε με τις αλλαγές στην Ακρόπολη, έπειτα από το πρόγραμμα της οικοδομικής της ανέγερσης, του Περικλή. Ο Περικλής, όπως είδαμε παραπάνω, καταγόταν από τη γενιά των Αλκμεωνιδών και ήταν ανιψιός του Κλεισθένη. Άρχισε να χτίζει τη φήμη του όταν έγινε χορηγός της πρώτης θεατρικής διδασκαλίας της τραγωδίας του Αισχύλου Πέρσαι, το 472 π.Χ. Από το 461 και ύστερα κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Αθήνας και επανεξελέγη στρατηγός επανειλημμένα. Υποστήριζε σταθερά εκείνες τις πολιτικές που επέτρεπαν στην Αθήνα να επωφελείται από τους συμμάχους της, τους οποίους φορο­λογούσε όλο και περισσότερο. Είχε επιστατήσει στη μεταφορά του ταμείου της Δηλιακής Συμμαχίας από το νησί της Δήλου στην ίδια την Αθήνα. Είχε ηγηθεί επιτυχών εκστρατειών στη βορειότερη Ελλάδα και είχε ιδρύσει αποι­κίες στη Θράκη. Είχε κάνει λεπτές και δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες, παρόλο που γινόταν όλο και πιο αναπόφευκτη μια καινούρια σύρραξη ανάμεσα στις δυο ισχυρότερες ελληνικές δυνάμεις. Είχε αντιμετωπί­σει εξεγέρσεις εναντίον της Αθήνας στη Σάμο και στο Βυζάντιο και είχε προ­ωθήσει τα συμφέροντα των Αθηναίων στον Εύξεινο Πόντο. Αλλά το πλέον μακρόβιο επίτευγμά του ήταν το σχέδιο που συνέλαβε και έβαλε μπροστά κατά το 447 π.Χ., να χρησιμοποιήσει ένα μέρος του πλούτου τον οποίο είχαν πάρει οι Αθηναίοι από το συμμαχικό ταμείο προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αρχιτεκτονική αναδόμηση της Ακρόπολης, όπου στεγάζονταν οι βωμοί των θεών και ο θησαυρός της πόλης. Οι Πέρσες είχαν καταστρέψει τους ναούς κατά την εισβολή τους το 480. Έκτοτε, οι ναοί δεν είχαν ξαναχτιστεί.
 
Το 432 π.Χ., ο περίλαμπρος καινούριος Παρθενώνας, ναός της Αθηνάς Παρθένου, με τους δωρικούς του κίονες, με την ιωνική ζωφόρο και τα γλυπτά στα αετώματα είχε ολοκληρωθεί, υπό την καλλιτεχνική επίβλεψη του γλύπτη Φειδία, ο οποίος είχε επίσης φτιάξει με τα χέρια του το επιβλητικό χρυσελε­φάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου. Το άγαλμα, ύψους περίπου δώδεκα μέτρων, αναπαριστούσε τη θεά με περικεφαλαία, με το γοργόνειο να καλύ­πτει το στήθος της, να κρατά ασπίδα, δόρυ και ένα αγαλματίδιο της Νίκης, και για την κατασκευή του είχε χρησιμοποιηθεί περισσότερο από ένας τόνος χρυσού σε φύλλα. Η Αθηνά Παρθένος του Φειδία ήταν ένα από τα πιο μεγα­λοπρεπή αγάλματα που είχαν ποτέ τους αντικρίσει οι Έλληνες. Η ζωφόρος του Παρθενώνα, η οποία διατρέχει την εξωτερική επιφάνεια του εσωτερικού κτίσματος του κυρίως ναού, αναπαριστά σκηνές από μια πομπή προς τιμήν της λατρευομένης στον ναό θεάς — άλογα και ιππείς, άρματα, άντρες με μου­σικά όργανα, υδρίες και καλάθους, ζώα για θυσία, μια ομάδα δέκα σημαντι­κών αντρών (πιθανώς ηρώων), καθισμένους θεούς και μία ακόμη σκηνή όπου βλέπουμε έναν άντρα και μια γυναίκα αξιωματούχους, τρία παιδιά και ένα διπλωμένο υφαντό. Για τους Αθηναίους, η ζωφόρος αυτή δεν θα μπορούσε παρά να απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων.
 
Τα Διονύσια ήταν η μοναδική αθηναϊκή εορτή σε κλίμακα που θα μπορού­σε να συγκριθεί με τα Παναθήναια. Τελούνταν κατά τον εαρινό μήνα Ελαφηβολιώνα, όταν ήταν πια ασφαλές να ξαναρχίσουν τα θαλασσινά ταξίδια έπει­τα από τη χειμερινή κακοκαιρία. Η Αθήνα ανοιγόταν και πάλι στην ποντοπορία, γεμίζοντας πρώτα η ίδια με επισκέπτες. Μήνες πριν από την εορτή, οι δραματικοί ποιητές υπέβαλλαν έργα στον ανώτερο άρχοντα της πόλης, τον επώνυμο άρχοντα. Κάθε δραματικός ποιητής έπρεπε να προτείνει τέσσερα έργα, τρεις τραγωδίες (μία τριλογία) και ένα σατυρικό δράμα, για να παιχτούν σε μία και μοναδική ημέρα, κατά τη διάρκεια των Διονυσίων. Το 458, λόγου χάρη, ο Αισχύλος υπέβαλε την τριλογία του Ορέστεια, αποτελούμενη από τα έργα Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες, και μαζί με αυτήν το σατυρικό δράμα του Πρωτεύς. Δεν γνωρίζουμε πολλά σχετικά με το ποια ήταν η διαδικασία βάσει της οποίας ο επώνυμος άρχοντας αποφάσιζε ποιοι θα ήταν οι τρεις ποιητές που θα διαγωνίζονταν στα επόμενα Διονυσία, πώς θα καταμερίζο­νταν οι ρόλοι σε ηθοποιούς και ακόμη ποιος θα ήταν ο χορηγός. Ο χορηγός ήταν ένας εύπορος χρηματοδότης της διατροφής, ένδυσης και διδασκαλίας του χορού των πολιτών που θα διατίθετο σε καθέναν από τους τραγικούς. Έτσι είχε γίνει ο Περικλής χορηγός του Αισχύλου το 472 π.Χ. Η χρηματοδό­τηση ενός χορού ήταν ακριβή, και αφού όλοι επιθυμούσαν έντονα τη νίκη, δεν συναγωνίζονταν μόνο οι ποιητές μεταξύ τους αλλά και οι χορηγοί.
 
Οι δραματικοί αγώνες των εν άστει Διονυσίων άνοιγαν με ένα γεγονός το οποίο ονομαζόταν «Προάγων» (ένα είδος πρώτης παρουσίασης των έρ­γων). Έπειτα από το 440 π.Χ., αυτός λάμβανε χώρα στο καινούριο Ωδείον του Περικλή. Οι αγωνιζόμενοι ποιητές ανέβαιναν σε ένα βήμα, μαζί με τους ηθοποιούς τους που ακόμα δεν φορούσαν προσωπεία και με τον χορηγό τους, και έκαναν μια παρουσίαση των έργων τους. Την επομένη ημέρα άρχιζαν οι θρησκευτικές τελετές, με μια πομπή η οποία ονομαζόταν «Εισαγωγή» και αποτελούσε την ενιαύσια αναπαράσταση της εισαγωγής του Διονύσου στο θέατρό του, μέσα στο εν άστει ιερό του. Σύμφωνα με τον μύθο, αυτή ήταν μια ανάμνηση του αρχικού ταξιδιού του Διονύσου από την πόλη Ελευθερές στα όρια της Βοιωτίας με την Αττική. Δεν αναπαρίστατο ολόκληρο εκείνο το ταξίδι- το ξόανο του θεού, με μια μάσκα, ενδεδυμένο με ύφασμα και στεφα­νωμένο με κισσό, μεταφερόταν τελετουργικά από το εν άστει ιερό του σε ένα ιερό άλσος με ελαιόδεντρα αφιερωμένο στην Αθηνά, στην Ακαδήμεια, λίγο έξω από την πόλη. Το άλσος αυτό βρισκόταν στον δρόμο που οδηγούσε στις Ελευθερές. Μία ή δύο ημέρες αργότερα, αφού είχαν πια ειπωθεί οι ύμνοι και τελεστεί οι θυσίες, το ξόανο του Διονύσου μεταφερόταν με λαμπαδηφορία πίσω στο θέατρό του, μέσα στο εν άστει ιερό του.
 
Η εορτή ξεκινούσε επισήμως το επόμενο πρωί, με την Πομπή. Ολόκληρη η πόλη βρισκόταν τώρα σε αναβρασμό: όχι μόνο δεν μπορούσε να συνέλθει η Εκκλησία του Δήμου ή να πραγματοποιηθούν δίκες, αλλά ακόμη και οι φυλα­κισμένοι αφήνονταν προσωρινά ελεύθεροι με εγγύηση. Η πορεία προς τιμήν του Διονύσου, η οποία ξεκινούσε από τα τείχη της πόλης, θα σταματούσε για λίγο σε πολλούς βωμούς στον δρόμο της για το ιερό, για να τραγουδήσουν και να χορέψουν για τους θεούς. Την ίδια στιγμή, καθόριζε και ανανέωνε, μέσα από μια συμβολική αναπαράσταση, τους δεσμούς ανάμεσα στις ομάδες που συγκροτούσαν την αθηναϊκή κοινωνία. Της πομπής ηγούνταν μια νεαρή παρθένα καταγόμενη από αριστοκρατική οικογένεια, η οποία έφερε το τελε­τουργικό χρυσό κάνιστρο που περιείχε τα εκλεκτότερα κομμάτια του κρέατος για τη θυσία. Οι χορηγοί οι οποίοι είχαν χρηματοδοτήσει τις παραστάσεις φορούσαν ακριβά ενδύματα, μερικές φορές ακόμη και φτιαγμένα από φύλλα χρυσού. Είχαν γίνει οι απαραίτητες προμήθειες για την πάνδημη εορτή κα­θώς οι μετέχοντες στην εορτή ήταν πολλές χιλιάδες και χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες φαγητού: ο ταύρος ο οποίος είχε επιλεγεί να είναι το κύριο ζώο της θυσίας ως «αντάξιος του θεού» συνοδευόταν από νεαρούς εκπαιδευόμε­νους οπλίτες. Παράλληλα, γίνονταν εκατοντάδες μικρότερες θυσίες- το ιερό του Διονύσου θα πρέπει να έμοιαζε τότε με μεγάλο ηλιόλουστο σφαγείο συνδεδεμένο με ψησταριά. Θα αντηχούσε από τα μουγκρητά και τα βελάσματα των φοβισμένων ζώων. Και θα ανέδιδε τη βαριά οσμή από τα σώματα των ζώων και από το ψημένο κρέας.
 
Για να συνοδεύσουν το γεύμα, οι πολίτες κουβαλούσαν τεράστια καρβέλια ψωμιού σε σούβλες και κρασί μέσα σε δερμάτινους ασκούς, ενώ οι μέτοικοι έφερναν τους κρατήρες μέσα στους οποίους το κρασί (ο οίνος) θα αναμειγνυόταν με νερό, το οποίο μετέφεραν με τη σειρά τους οι κόρες τους μέσα σε υδρίες. Άλλοι άντρες ακολουθούσαν στο τέλος, φέροντας τους τελετουργικούς φαλλούς του Διονύσου. Υπήρχαν αγώνες ομάδων πολιτών που τραγουδού­σαν διθυράμβους. Το ίδιο το θέατρο το προετοίμαζαν για την αποκορύφωση της εορτής, τις θεατρικές παραστάσεις, ξεκινώντας με μια τελετή εξαγνισμού μετά την οποία οι δέκα άρχοντες προσέφεραν σπονδές κρασιού στους θεούς. Ένας δημόσιος κήρυκας ανήγγελλε τα ονόματα των ευεργετών της πόλης. Όταν πια το θέατρο γέμιζε, υπήρχαν σε κοινή θέα μερικές σειρές από αργυρά τάλαντα, το έσοδο που είχαν συγκεντρώσει οι Αθηναίοι ως φόρο από τους συμμάχους. Η επιβλητική ατμόσφαιρα γινόταν ακόμη πιο μεγαλοπρεπής από την παρέλαση, με στρατιωτικές πανοπλίες, των γιων των Αθηναίων που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, και τους οποίους είχε αναθρέψει η πόλη μέχρι να φτάσουν σε στρατεύσιμη ηλικία.
 
Ένας κήρυκας ανήγγελλε με κέρας την καθεμιά από τις θεατρικές παρα­στάσεις. Και παρόλο που το πρόγραμμα της εορτής είχε αλλάξει μετά τον πέμπτο αιώνα όσον αφορά στις κωμικές παραστάσεις, το πρόγραμμα για τις τραγωδίες παρέμενε σταθερό: καθένας από τους τρεις διαγωνιζόμενους ποι­ητές έπρεπε να ανεβάσει τα έργα του στη διάρκεια μίας και μοναδικής ημέ­ρας. Κατά πάσα πιθανότητα, ξεκινούσαν από νωρίς το πρωί. Κατά το τέλος του διαγωνισμού, οι κριτές ανήγγελλαν τα αποτελέσματα. Οι κριτές αυτοί δεν είχαν εκλεγεί αλλά εττιλεγεί την τελευταία στιγμή ως αντιπροσωπευτικό δείγμα καθεμιάς από τις φυλές, με σκοπό την αποφυγή της διαφθοράς. Πά­ντως οι κριτές βρίσκονταν κάτω από την πίεση να ψηφίσουν σε συμφωνία με την κοινή γνώμη, η οποία εκδηλωνόταν με την ένταση των επευφημιών. Ο νικητής τραγικός στεφανωνόταν με κισσό και τον οδηγούσαν με μια πομπή, όπως τους ολυμπιονίκες, στο σπίτι κάποιου πλουσίου φίλου του. Η γενική ατμόσφαιρα της συνάθροισης, με αγώνες οινοποσίας, τολμηρά πειράγματα, αυλητρίδες και ξεφάντωμα έπειτα στους δρόμους τις μικρές ώρες, μας μεταφέρεται με τον παραστατικότερο τρόπο στην εορταστική τέτοια συνάθροιση που δραματοποιεί ο Πλάτωνας στο Συμπόσιον.
 
Το 431 π.Χ., πραγματοποιήθηκε ένας πολύ ιδιαίτερος διαγωνισμός με­ταξύ τραγικών ποιητών, ακόμη και για τα δεδομένα της Αθήνας. Εκφράστη­καν και οι τρεις οικογένειες τραγικών ποιητών που είχε γεννήσει η πόλη. Το πρώτο βραβείο το κέρδισε ο γιος του Αισχύλου, ο Ευφοριών, ίσως με την αναβίωση κάποιων από τα φημισμένα έργα του πατέρα του. Στην τρίτη και τελευταία θέση ήρθε ο αμφιλεγόμενος Ευριπίδης με μια ομάδα έργων η οποία περιλάμβανε και το πιο σοκαριστικό αλλά επίσης ακόμη και σήμερα πιο διά­σημο έργο του, τη Μήδεια. Δεν γνωρίζουμε για ποιο από τα έργα του κέρδισε ο Σοφοκλής τη δεύτερη θέση, αλλά ίσως να ήταν η τριλογία που περιλάμβανε και το μη χρονολογημένο αριστούργημά του Οιδίπους Τύραννος, το οποίο ξέ­ρουμε πως ήταν πρώτο επιλαχόν. Αυτό θα σήμαινε πως όχι ένα αλλά δύο από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου θεατρικού ρεπερτορίου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά -χωρίς να εκτιμηθούν πλήρως- με χρονική απόσταση δύο ημερών, κατά την άνοιξη του μοιραίου έτους 431 π.Χ., ακριβώς στο ξέσπα­σμα του Πελοποννησιακού πολέμου.
 
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε για ποιο λόγο ένας άντρας της κλα­σικής Αθήνας θα είχε ίσως βρει ιδιαίτερα προκλητική τη Μήδεια. Η Μήδεια είναι η πραγματοποίηση του χειρότερου εφιάλτη για κάθε Αθηναίο σύζυγο: είναι η μη πολίτης μητέρα των παιδιών του Ιάσονα, και θέτει σε κίνδυνο τις πολιτικές του φιλοδοξίες στην Κόρινθο. Όταν εκείνος την εγκαταλείπει για να παντρευτεί αντί γι’ αυτήν την κόρη του βασιλιά, η Μήδεια σκοτώνει τη νεαρή πριγκίπισσα και στη συνέχεια φονεύει και τα ίδια της τα παιδιά. Στην αποκορύφωση του δράματος, αποκαλύπτεται πως δεν είναι απλώς μια θνητή, καθώς τη βλέπουμε επάνω σε ένα ιπτάμενο άρμα να επιστρέφει στον παππού της, τον Ήλιο. Το πρόβλημα για το αθηναϊκό κοινό μπορεί να έγκειτο στο ότι ο προορισμός της ήταν, ακριβώς, η Αθήνα. Είχε κατορθώσει να αποσπάσει μια υπόσχεση ασυλίας από τον βασιλιά Αιγέα, ως αντάλλαγμα για το γεγονός ότι θα του έδινε συμβουλή για το πώς να αποκτήσει γιο. Είναι κατανοητό ότι στους Αθηναίους πολίτες ίσως και να μην είχε αρέσει να βλέπουν έναν από τους αγαπημένους τους μυθικούς προγόνους να εξαπατάται από μια βαρβαρικής καταγωγής μάγισσα η οποία ζούσε στην Κόρινθο - και που, ακόμη χειρότερα, είναι και παιδοκτόνος. Καθώς όμως οι Έλληνες ήταν οι Έλληνες, ακόμη και αν η Μήδεια δεν κέρδισε κατά την πρώτη της διδασκαλία στο κοι­νό, σχεδόν αμέσως έγινε ένα δημοφιλές έργο, ακριβώς επειδή προσέφερε μια τόσο έντιμη και άμεση προσέγγιση σε ένα αιώνιο πρόβλημα — δεν πρόκειται απλώς για ένα έργο που πραγματεύεται την κατάρρευση ενός γάμου και τη μητρότητα, αλλά για μια βαθιά ψυχολογική διερεύνηση του πώς οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το φύλο τους, μπορούν να φτάσουν στο σημείο να σκοτώ­σουν αγαπημένα τους πρόσωπα.
 
Τα προβλήματα που είχαν τεθεί από τους Κορινθίους απασχολούσαν τις σκέψεις του αθηναϊκού κοινού στα Διονύσια του 431. Η Αθήνα είχε εξοργίσει κάποιες άλλες ελληνικές πόλεις, της Κορίνθου συμπεριλαμβανομένης, κατά τη διάρκεια αμφιλεγόμενων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το 432 π.Χ., οι Σπαρτιάτες συγκάλεσαν μια σύνοδο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας προ- κειμένου να συζητήσουν τα παράπονα εναντίον των Αθηναίων. Η κατάληξη ήταν οι Σπαρτιάτες να κηρύξουν στην ουσία πόλεμο στους Αθηναίους, με την ενέργειά τους να ψηφίσουν υπέρ της άποψης πως οι Αθηναίοι είχαν παραβι­άσει τους όρους της εύθραυστης μεταξύ τους ειρήνης. Στην πραγματικότητα, σημαντικός αριθμός Αθηναίων οπλιτών και κωπηλατών είχαν ήδη εμπλακεί στη διετή πολιορκία της Ποτίδαιας, που ήταν κορινθιακή αποικία στη βόρεια Ελλάδα. Στην Ποτίδαια ήταν που ο Σωκράτης, πολεμώντας για την πόλη του, είχε σώσει τη ζωή του μαθητή του Αλκιβιάδη. Κι όμως, η ζωή στην Αθή­να επρόκειτο σύντομα να αλλάξει προς το χειρότερο. Πολύ σύντομα μετά την τέλεση των Διονυσίων εκείνης της χρονιάς, οι Θηβαίοι επιτέθηκαν στην πόλη των Πλαταιών, που αν και απείχε μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από τη Θήβα, ήταν σύμμαχος της Αθήνας. Η υπόθεση έληξε με νίκη των Πλαταιέων, όμως οι τελευταίοι θανάτωσαν στα γρήγορα εκατόν ογδόντα Θηβαίους άντρες ανε­βάζοντας έτσι τον τόνο στις ωμότητες και στα άγρια αντίποινα που έμελλε να φέρει ο Πελοποννησιακός πόλεμος.
 
Πολύ σύντομα μετά, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος Β' άρχισε να ει­σβάλλει στην Αττική και να καταλαμβάνει χωράφια. Παρόλο που οι Σπαρ­τιάτες δεν έμεναν παρά λίγες εβδομάδες κάθε φορά, η απειλή την οποία αντι­προσώπευαν πλέον ήταν αρκετή ώστε να πειστούν πολλοί Αθηναίοι αγρότες να ακολουθήσουν την πολιτική την οποία προωθούσε ο Περικλής και να μετακομίσουν μαζί με τις οικογένειες τους, κουβαλώντας ακόμη και τα ξύλινα έπιπλά τους, από τους αγρούς μέσα στα μακρά τείχη. Αυτά εκτείνονταν από την πόλη ως τα λιμάνια, στον Πειραιά. Έστελναν τα κοπάδια τους σε φιλι­κά διακείμενα νησιά. Όμως το να έχουν αποκοπεί από τις πανάρχαιες ρίζες τους, τη γη τους, και να βρίσκονται εγκλωβισμένοι πίσω από τα τείχη της πό­λης προκαλούσε σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα στους Αθηναίους, που τόσο πολύ αγαπούσαν την ελευθερία και που επί ολόκληρους αιώνες καλλι­εργούσαν τις ανοιχτές πεδιάδες της Αττικής. Πολλοί χρειάστηκε να φτιάξουν προσωρινά σπίτια, στενόχωρα, στους πυργίσκους των τειχών.
 
Περί τα μέσα του καλοκαιριού, οι Σπαρτιάτες ερήμωναν τη γη στις Αχαρνές, λίγα χιλιόμετρα από την Αθήνα, και οι Αθηναίοι έπρεπε να αντιδράσουν. Οι νέοι άντρες άρχισαν να αγανακτούν με την πολιτική του Περικλή να κρα- τά τους Αθηναίους ασφαλείς μέσα στα τείχη. Οι Αθηναίοι έστειλαν τον στόλο τους να περιπολεί στα νερά γύρω από την Πελοπόννησο και να φυλά την Εύβοια, και δημιούργησαν σίγουρες συμμαχίες με τους ηγεμόνες των θρακών και των Μακεδόνων. Προς τα τέλη του καλοκαιριού, και αφού οι Σπαρτιάτες είχαν επιστρέψει στη βάση τους εξαιτίας του επερχόμενου χειμώνα, ο Περι­κλής οδήγησε τελικά στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή των Μεγάρων. Η αυτοπεποίθηση των Αθηναίων ποτέ άλλοτε δεν είχε υπάρξει τόσο υψηλή. Ο Θουκυδίδης αναφέρει:
 
«Αυτός ήταν πράγματι ο μεγαλύτερος στρατός που συγκέντρω­σαν ποτέ οι Αθηναίοι, διότι η πόλη ακόμη άκμαζε και δεν είχε πληγεί από τον λοιμό. Υπήρχαν όχι λιγότεροι από δέκα χιλιάδες βαριά αρματωμένοι οπλίτες, όλοι τους Αθηναίοι πολίτες, εκτός από τους τρεις χιλιάδες που βρίσκονταν στην Ποτίδαια. Υπήρ­χαν ακόμη τουλάχιστον τρεις χιλιάδες βαριά αρματωμένοι οπλί­τες που είχαν προέλθει από τους κατοίκους της υπαίθρου, και πολλές άλλες ελαφρώς οπλισμένες ομάδες».
 
Αυτός έμελλε να είναι ο τελευταίος χειμώνας της δόξας του Περικλή. Τον επέλεξαν να εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο κατά τη δημόσια κηδεία των νε­κρών του πολέμου. Επί τρεις ημέρες, σε μια σκηνή στημένη ειδικά για αυτόν τον λόγο, φίλοι και συγγενείς απέτισαν τον στερνό φόρο τιμής στα οστά των αγαπημένων τους. Η νεκρική πομπή αποτελούνταν από τους πενθούντες, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, που συνόδευαν τα κυπαρισσένια φέρε­τρα, ένα για κάθε φυλή, κι ένα ακόμη κενό προς τιμήν εκείνων των οποίων τα σώματα δεν βρέθηκαν. Η συνοδεία προχώρησε ως τον δημόσιο τύμβο στον Κεραμεικό, όπου ο Περικλής ύψωσε μια εξέδρα και εκφώνησε τον πιο γνω­στό λόγο στην ιστορία της Δύσης: ο έπαινός του προς τις δημοκρατικές αξίες και την αγάπη για την ελευθερία, για χάρη της οποίας είχαν θυσιάσει τη ζωή τους όλοι εκείνοι, ενέπνευσε έκτοτε αμέτρητους σημαδιακούς λόγους, όπως κι εκείνον του Αβραάμ Λίνκολν στο Γκέτισμπουργκ. Όπως είπε ο Περικλής στους πενθούντες όλων των τάξεων:
 
«Το πολίτευμά μας ονομάζεται δημοκρατία επειδή την εξουσία δεν την ασκούν οι λίγοι παρά όλοι μας μαζί. Όλοι οι πολίτες εί­ναι ίσοι απέναντι στον νόμο, για κάθε προσωπική τους διαφορά. Και για τα δημόσια αξιώματα, επιλέγουμε εκείνους που είναι ικα­νοί και που το αξίζουν, και όχι ανάλογα με την τάξη στην οποία ανήκουν. Η κοινωνική θέση ή η φτώχεια δεν είναι εμπόδιο για κάποιον ο οποίος μπορεί να κάνει κάτι καλό ευεργετώντας έτσι την πόλη».
 
Αλλά η υπερηφάνεια των Αθηναίων για τους εαυτούς τους, την πόλη τους και την ηγεμονία τους επρόκειτο να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση στην ιστορία της πόλης. Την επόμενη άνοιξη, όταν οι Σπαρτιάτες ξεκινούσαν και πάλι τις εισβολές τους στην Αττική, οι Αθηναίοι είχαν αρχίσει να πεθαί­νουν από έναν τρομερό λοιμό, που είχε προκληθεί από τις προμήθειές τους σε νερό και είχε επιδεινωθεί εξαιτίας της στενότητας του χώρου στον οποίο ήταν εγκλωβισμένοι μέσα από τα τείχη. Ούτε οι ιατροί ούτε οι ικεσίες προς τους θεούς μπορούσαν να τους ανακουφίσουν. Ήταν στη διάρκεια εκείνου του λοιμού που πέθαναν και ο Περικλής με τους δύο νόμιμους γιους του. Ο Θουκυδίδης, που ήταν από τους λίγους οι οποίοι μολύνθηκαν από τον λοιμό αλλά επέζησαν, μας δίνει μια περιγραφή των συμπτωμάτων πολύ ρεαλιστική:
 
«Όσοι ήταν ως τότε υγιείς, χωρίς άλλη προφανή αιτία, αιφνιδίως ένιωθαν μια θέρμη στο κεφάλι τους και τα μάτια τους φλογίζο­νταν και γίνονταν κατακόκκινα, ενώ από μέσα ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν ευθύς αιματώδη, και η αναπνοή ήταν αφύσικη και δυσώδης. Ύστερα ακολουθούσαν φτερνίσματα και βραχνά­δα, και προτού περάσει πολύς χρόνος η δυσκολία κατέβαινε στο στήθος ενώ συγχρόνως εκδηλωνόταν ισχυρός βήχας. Όταν πια το κακό έφτανε στο στομάχι, το έκανε να γυρνά και ακολουθούσαν αποβολές χολής, πολύ βασανιστικές, που έχουν περιγράφει από τους ιατρούς. Έπειτα, σε άλλους πιο γρήγορα ενώ σε άλλους πιο αργά, εκδηλωνόταν λόξιγκας χωρίς εμετό, που προκαλούσε ισχυ­ρό σπασμό ο οποίος σε κάποιους περνούσε γρήγορα ενώ σε κά­ποιους άλλους διαρκούσε πολύ περισσότερο. Το σώμα, αν το άγ­γιζες εξωτερικά δεν ήταν πολύ θερμό και δεν έδειχνε πολύ χλωμό, αλλά ήταν υπέρυθρο, πελιδνό και γεμάτο εξανθήματα από φλύ­κταινες και έλκη· από μέσα, όμως, καιγόταν ολόκληρο, έτσι ώστε δεν ανεχόταν κανείς ούτε τα πιο λεπτά ιμάτια και σεντόνια, και μόνο να είναι γυμνός άντεχε. Αυτό που έδινε ανακούφιση ήταν να ρίχνονται μέσα σε ψυχρό νερό, και κάποιοι από τους αρρώστους που δεν τους επέβλεπε κανείς πέθαναν πέφτοντας μέσα σε δεξα­μενές νερού διότι η δίψα τους ήταν άσβεστη, αφού και το πολύ και το λίγο νερό δεν έχουν διαφορά σε αυτήν την περίπτωση. Και η αδυναμία να αναπαυθούν και να κοιμηθούν διαρκώς αύξανε τη δυστυχία τους».
 
Η επιστημονική περιγραφή του Θουκυδίδη σίγουρα λαμβάνει υπ’ όψιν της το γεγονός ότι είχε και ο ίδιος βιώσει τις αγωνίες εκείνες, όμως αυτό δεν την κάνει λιγότερο αντικειμενική. Γνωρίζουμε πώς θα ήταν να υποφέρει κανείς από λοιμό μέσα στη ζέστη του επόμενου αθηναϊκού θέρους, ακριβώς επειδή ο Θουκυδίδης κάλυψε τα γεγονότα στο δεύτερο χρονικά μεγάλο ιστορικό έργο της αρχαίας Ελλάδας, την αναλυτική του Ιστορία τον Πελοποννησιακον Πολέ­μου. Γνώριζε το παράδειγμα του Ηροδότου στη συγγραφή μίας ενοποιημένης ιστορίας ενός πολέμου, αλλά η στάση του απέναντι στην ιστορία είναι δια­φορετική. Συμμετείχε και εκείνος ο ίδιος στον πόλεμο ως στρατηγός αρκετά χρόνια μετά τον λοιμό και θα πρέπει να συνέγραψε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του στο σπίτι στο οποίο είχε αποσυρθεί, στη Θράκη, μετά την εξορία του το 424 π.Χ. Κάτι πρέπει να του συνέβη κατά το έτος 411, έτος κατά το οποίο διακόπτεται απότομα και η αφήγησή του.
 
Ο Θουκυδίδης αναζητά τις αιτίες και τις συνέπειες στην ιστορία. Αλλά το μεγαλύτερο κληροδότημά του είναι η τραγική κατεύθυνση του έργου του. Είναι ειλικρινής ως προς τις ωμότητες τις οποίες είναι ικανοί να διαπράξουν οι άνθρωποι στον πόλεμο, σε όποια πλευρά και αν ανήκουν, και ως προς αυτό που αποκαλούμε σήμερα «Realpolitik»: αμερόληπτα παραδέχεται πως οι ελληνικές πόλεις είχαν πάντοτε ως κίνητρά τους την επέκτασή τους και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Γνωρίζει πως οι πλούσιες και ισχυρές πολιτείες θέλουν να παραμείνουν πλούσιες και ισχυρές. Και αντιμετωπίζει επίσης με ειλικρίνεια το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι κάνουν τρομερά πράγματα ο ένας στον άλλον όταν ο ανταγωνισμός για λιγοστές πηγές εφοδιασμού γίνεται αφό­ρητος. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Νίτσε τον θαύμαζε τόσο πολύ:
 
«Από την αξιοθρήνητη ωραιοποίηση και εξιδανίκευση των Ελλή­νων την οποία ο κλασικά εκπαιδευμένος νέος κουβαλά μαζί του στην πραγματική ζωή ως ανταμοιβή για την ανώτατη εκπαίδευ­σή του, δεν υπάρχει θεραπεία πιο ριζική από τον Θουκυδίδη... Ο Θουκυδίδης είναι η κορυφαία και τελευταία εκδήλωση εκείνου του ισχυρού, αυστηρού, σκληρού ρεαλισμού που ήταν ενστικτώ­δης στους περισσότερους αρχαίους Έλληνες».
 
Αλλά ο πραγματιστής ρεαλιστής Θουκυδίδης μπορούσε επίσης να πε­ριγράφει την ανθρώπινη οδύνη καλύτερα από κάθε ποιητή. Αυτό το οποίο κάνει το έργο του τόσο τραγικό και συγχρόνως το κάνει να ακούγεται τόσο αναπάντεχα μοντέρνο, είναι η σκληρή του επιμονή πως η ανθρώπινη πράξη πρέπει να ερμηνευτεί με βάση την ανθρώπινη ψυχολογία και την ανθρώπι­νη φύση, εκείνη δηλαδή την αρχή που ο ίδιος αποκαλεί «το ανθρώπινον,», και όχι με βάση υπερφυσικές αιτίες. Οι άνθρωποι, στον Θουκυδίδη, μερικές φο­ρές έχουν ως κίνητρό τους το δέος ή το σέβας προς τους θεούς, ή και την πίστη τους στη μαντική, όμως ο Θουκυδίδης αποδέχεται μόνο ορθολογικές ερμηνείες των ιστορικών συμβάντων. Είναι πολύ προσεκτικός όταν συγκροτεί αποδείξεις, και υποβάλλει πάντοτε τα στοιχεία του σε λεπτομερή εξέταση. Στον Θουκυδίδη, ο Ελληνικός Διαφωτισμός του έκτου και του πέμπτου αιώνα βρίσκει την κορυφαία και ιστορικά πιο σημαντική του έκφραση.
 
Μετά τον θάνατο του Περικλή, οι Αθηναίοι επλήγησαν από καταστροφές στη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του πέμπτου αιώνα. Αυτό οδήγησε στην ήττα τους από τους Σπαρτιάτες, στην προσωρινή απώλεια της δημοκρατίας τους και στην οριστική απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της ηγεμονίας τους. Όπως θα δούμε, κατέληξαν τελικά να υποστούν και ένα τρομερό πλήγμα στο ανθρώπινο δυναμικό τους, καθώς, ανάμεσα στο 411 και στη θανάτωση του Σωκράτη το 399, εκατοντάδες από τους πιο άξιους Αθηναίους κατηγορήθηκαν από συμπολίτες τους με αποτέλεσμα να θανατωθούν. Μόλις οι Αθηναίοι συνήλθαν από τον λοιμό, ανασυγκροτήθηκαν και κέρδισαν το επάνω χέρι στη μάχη της Σφακτηρίας το 425 π.Χ. υπό την καθοδήγηση του δημοφιλούς ηγέτη Κλέωνα. Αλλά οι Σπαρτιάτες τους δυσκόλεψαν πολύ στη Θράκη και έπειτα από επτά χρόνια κέρδισαν μια λαμπρή νίκη έναντι των Αθηναίων και των Πελοποννησίων συμμάχων τους, κυρίως των Αργείων, σε μια σημαντική μάχη στη Μαντίνεια, στην κεντρική Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες έχασαν τριακόσιους άντρες· εκείνοι που πολεμούσαν από την πλευρά των Αθηναίων, έχασαν πε­ρισσότερους από χίλιους. Ήταν το τέλος των φιλοδοξιών τους προς την Πελο­πόννησο αυτό το οποίο βρισκόταν πίσω από την απόφαση των Αθηναίων να στρέψουν το βλέμμα τους πιο δυτικά και να επιχειρήσουν να κατακτήσουν τη Σικελία. Η Σικελία θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική κίνηση: οι Αθηναίοι πάντοτε την εποφθαλμιούσαν, εν μέρει επειδή ήταν κυρίως δωρική αποικία και είχε έτσι την τάση να υποστηρίζει τη Σπάρτη. Αλλά τα εύφορα χωράφια και η πολιτιστική ζωή της Σικελίας, κυρίως μάλιστα στη μεγαλύτερη πόλη της, τις Συρακούσες, την έκαναν ακόμη πιο ποθητή.
 
Τραγικά για τους Αθηναίους, το σχέδιό τους να ηγεμονεύσουν τη Σικε­λία έληξε με συντριπτική ήττα τους το 413 π.Χ. Ο μαθητής του Σωκράτη Αλκιβιάδης υποτίθεται πως θα ηγούνταν της εκστρατείας, όμως έπειτα από τη βεβήλωση που έκανε στις Ερμαϊκές Στήλες αποστάτησε και κατέφυγε στη Σπάρτη. Τότε, οι αρχηγοί των Αθηναίων έκαναν μια σειρά από μοιραία σφάλματα. Δέκα χιλιάδες Αθηναίοι και σύμμαχοί τους οπλίτες και κωπηλάτες σκοτώθηκαν στη Σικελία, και οι ίδιοι οι αρχηγοί εκτελέστηκαν. Οι τελευταίοι επτά χιλιάδες από αυτούς, παγιδευμένοι σε τεράστια νταμάρια ανάμεσα στα βουνά της Σικελίας, κοντά στις Συρακούσες, τρελάθηκαν από τη δίψα και σχεδόν όλοι τους πέθαναν από έλλειψη τροφής και από επιδημίες. Όπως το θέτει ο Θουκυδίδης:
 
«Από όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων σε αυτόν τον πόλεμο, τουλάχιστον από όσες μάθαμε και ακούσαμε, αυτή μου φαίνεται πως ήταν η μεγαλύτερη, δίνοντας δόξα λαμπρή στους νικητές και υπέρτατη δυστυχία στους ηττημένους. Διότι οι τελευ­ταίοι ηττήθηκαν κατά κράτος και ολοκληρωτικά, και από όλα τα δεινά που υπέστησαν κανένα δεν ήταν μικρό. Ήταν πανωλεθρία και για τους πεζούς οπλίτες και για τα πλοία, και τίποτε δεν έμει­νε που να μη χαθεί. Λίγοι από τους πολλούς που είχαν ξεκινήσει επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Αυτά λοιπόν ήταν όσα συνέβη- σαν στη Σικελία».
 
Ο αφανισμός σχεδόν όλου του πληθυσμού των αντρών σε μάχιμη ηλι­κία ήταν ισχυρός κλονισμός για τους Αθηναίους. Δύο χρόνια αργότερα, η δημοκρατία ανατράπηκε με ένα βίαιο κίνημα των ολιγαρχικών, από το οποίο προέκυψε μια κυβέρνηση μόνο τετρακοσίων. Πολύ σύντομα όμως αντικαταστάθηκε από μια πολύ πιο διευρυμένη κυβέρνηση, των πέντε χιλιάδων, η οποία πήρε τα ηνία μέχρι την αποκατάσταση της δημοκρατίας, εν τω μέσω πικρίας, διαμαχών και εκτελέσεων, κατά το 410.
 
Τότε ήταν που οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τον χορό του θανάτου ο οποίος κορυφώθηκε με την παράδοση των Αθηναίων στους Σπαρτιάτες, το 404 π.Χ. Ο πόλεμος είχε επικεντρωθεί τότε στο ανατολικό Αιγαίο, και σε μια σειρά από ναυμαχίες κατά τις οποίες οι Αθηναίοι υπέστησαν ταπεινωτικές ήττες· ακόμη και η νίκη τους στη ναυμαχία των Αργινουσών κατά το 406 αμαυρώ­θηκε από θλιβερά συμβάντα. Οι στρατηγοί δεν περισυνέλεξαν τα μέλη των πληρωμάτων πολλών αθηναϊκών τριήμερων που είχαν συντρίβει, με αποτέλε­σμα οι άνθρωποι να πνίγουν. Οι Αθηναίοι εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδι­κασίες έξι από τους οκτώ στρατηγούς εξαιτίας αυτού του γεγονότος, όμως και πάλι είχαν πια περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση: η νομιμότητα των εκτελέσεων ήταν αμφισβητήσιμη, τόσο που ακόμη και οι πλέον ένθερμοι δη­μοκράτες αποθαρρύνθηκαν ενώ οι αντίπαλοί τους είχαν βρει επιχειρήματα πως η δημοκρατία δεν ήταν παρά οχλοκρατία. Αυτή η αντίληψη έγινε ακό­μη πιο έντονη εξαιτίας του μεταβαλλόμενου προφίλ του Αθηναίου πολίτη. Τώρα πια είχαν απομείνει τόσο λίγοι μάχιμοι άντρες, ώστε, παραμένοντας ακόμα επινοητικοί και ανοιχτοί σε ριζικές λύσεις, οι Αθηναίοι παραχώρησαν το δικαίωμα του πολίτη σε όλους τους δούλους τους που είχαν κωπηλατήσει στις ναυμαχίες. Το 405 π.Χ. η Αθήνα ηττήθηκε σε μία ακόμη ναυμαχία και το 404 ο Πελοποννησιακός πόλεμος έληξε. Το καθεστώς των προσφιλών στη Σπάρτη Τριάκοντα Τυράννων, συμπεριλαμβανομένου του σκληρού και αποφασιστικού Κριτία, διήρκεσε για σχεδόν ένα έτος προτού οι εξόριστοι Αθηναίοι κατορθώσουν να επιστρέφουν και να παλινορθώσουν τη δημοκρα­τία, το 403. Η Αθήνα παρέμεινε ανεξάρτητη μέχρι το 338 π.Χ., όμως στην πραγματικότητα δεν ανέκτησε ποτέ τον πλούτο και την ηγεμονική δύναμη που απολάμβανε υπό την ηγεσία του Περικλή.
 
Οι τρεις σημαντικότεροι Αθηναίοι που έζησαν στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του πέμπτου αιώνα και των δύο πρώτων δεκαετιών του τέταρτου, και οι οποίοι μας εφοδιάζουν με γνώσεις σχετικά με τα συμβάντα εκείνης της περιόδου, είναι όλοι τους συνδεδεμένοι με τον φιλόσοφο Σωκράτη. Ο ένας είναι ο κωμικός δραματικός ποιητής Αριστοφάνης, ο οποίος είχε ενοχληθεί από τις ιδέες του Σωκράτη και ήταν συγχρόνως μέλος του ίδιου κοινωνικού κύκλου- οι άλλοι δυο, ο Πλάτωνας και ο στρατιώτης και ιστορικός Ξενοφώντας, υπήρξαν μαθητές του Σωκράτη. Τα όσα βίωσε ο Σωκράτης ανάμεσα στο 411 και στο έτος του θανάτου του, το 399, αποκαλύπτουν τη μία μετά την άλλη τις καταστάσεις στις οποίες έριξαν οι Αθηναίοι τον εαυτό τους στη διάρκεια εκείνων των χρόνων. Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο Σωκράτης στη δίκη του καταδεικνύει την παρουσία και τη στάση του, ενώ ο τρόπος με τον οποίο διερευνούσε τις κοινές υποθέσεις έθετε σε δοκιμασία τα αθηναϊκά δημοκρατικά ιδεώδη του ανοιχτού πνεύματος και της ελευθερίας τού να έχει κάποιος άποψη και να την εκφράζει.
 
Ο Σωκράτης ήταν ένας άντρας της μεσαίας τάξης, γιος ενός λιθοξόου, γεννημένος όταν η αθηναϊκή ηγεμονία βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της. Ήταν Αθηναίος πολίτης και εξαίρετος οπλίτης, που διακρίθηκε για το θάρρος του σε αρκετές μάχες ανάμεσα στο 430 και το 410. Στο μεταξύ είχε επίσης εξελιχθεί σε έναν φυσικό επιστήμονα και φιλόσοφο. Άφησε τελικά τα ενδιαφέροντά του για τις φυσικές επιστήμες και την κοσμολογία προκειμένου να ασχοληθεί τα ώριμα χρόνια της ζωής του αποκλειστικά με τη φιλοσοφία. Δεν έπαιρνε χρήματα ως αντάλλαγμα για τη διδασκαλία του. Ο Αριστοφάνης, πε­ρισσότερα από είκοσι χρόνια νεότερος του Σωκράτη, εντυπωσιασμένος από τις ιδέες του, έγραψε μια ολόκληρη κωμωδία σχετικά με αυτές, τις Νεφέλες, που ανέβηκαν για πρώτη φορά στο θέατρο το 423 π.Χ. Παρόλο που ο Σω­κράτης ισχυρίστηκε αργότερα πως η διακωμώδησή του στις Νεφέλες συνέβα­λε στο να δημιουργηθεί προκατάληψη εναντίον του στην αθηναϊκή κοινωνία, η κριτική την οποία ασκεί ο Αριστοφάνης στον φιλόσοφο είναι ήπια σε σχέση με την κριτική που ασκεί στους πολιτικούς και τους στρατηγούς. Ο Αριστο­φάνης εμφανίζεται επίσης ως ένας από τους συνδαιτυμόνες στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, όπου εκφωνεί έναν πολύ όμορφο λόγο και είναι ένας από τους δύο τελευταίους πότες που παραμένουν νηφάλιοι όσο μιλά ο Σωκράτης. Αυτό σημαίνει πως ο Πλάτωνας αναγνώριζε τις διανοητικές ικανότητες του Αρι­στοφάνη: στο κάτω κάτω, και οι δυο τους χρησιμοποιούσαν χιουμοριστικούς διαλόγους για να ενθαρρύνουν τον στοχασμό.
 
Ο Αριστοφάνης αναμφίβολα μοιραζόταν τις αντιρρήσεις του Σωκράτη απέναντι στις ακραίες θέσεις που εξέφραζαν οι αρχιδημοκράτες. Στο πολύ όμορφο δραματικό του έργο Όρνιθες(4\4), σατιρίζει την ιδέα πως η σωτηρία μπορεί να έρθει μέσα από την ίδρυση νέων κοινοτήτων σε μακρινές αποι­κίες, ίσως μια κριτική σε όλη την εκστρατεία της Σικελίας, η οποία τότε είχε ξεκινήσει. Οι μοιραίες συνέπειες της σικελικής καταστροφής του 413 είναι το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αρχίζει η σεξουαλική αποχή των γυναικών και η εκ μέρους τους κατάληψη της Ακρόπολης στη Λυσιστράτη (411), αν και στις εσμοφοριάζουσες, έργο της ίδιας χρονιάς, αποφεύγονται τα πολιτικά θέματα, κάτι το οποίο ίσως αντανακλά την ένταση στην πόλη. Το ενδιαφέρον του Αριστοφάνη για τον Σωκράτη παρέμεινε και μετά τον θάνατο του φιλο­σόφου. Στις Εκκλησιάζουσες, γραμμένες περί το 392 π.Χ., ο Αριστοφάνης σατιρίζει τις ιδέες που συζητούνταν στην Ακαδημία του Πλάτωνα αλλά που είχαν την προέλευσή τους στον Σωκράτη, συμπεριλαμβανομένης της κοινο­κτημοσύνης και της πολιτικής ενδυνάμωσης των μορφωμένων τουλάχιστον γυναικών.
 
Ο Σωκράτης αναπόφευκτα ενόχλησε πολλούς δημόσιους άντρες. Ως ανοι­χτόμυαλος εκφραστής της πολιτικής θεωρίας, δεν υπέθετε δογματικά πως η δημοκρατία ήταν αυταπόδεικτα η καλύτερη μορφή διακυβέρνησης, και είχε πολλά θετικά πράγματα να πει σχετικά με διαφορετικά συστήματα τα οποία δοκιμάζονταν στη Σπάρτη, την Κρήτη, ακόμη και σε βαρβαρικά μέρη. Το να ασκείς κριτική στη δημοκρατία ακόμη και έμμεσα ήταν σαν να πλέεις κόντρα στον άνεμο στη δημοκρατική Αθήνα, όσο ανοιχτή και ανεκτική στην έκφραση κάθε διαφορετικής γνώμης και αν ήταν. Όμως ο Σωκράτης δεν κινδύνευε περισσότερο απ’ όσο όλοι οι άλλοι εξέχοντες Αθηναίοι μέχρι το 406, που υπηρέτησε στη Βουλή. Αυτή ήταν η χρονιά της ναυμαχίας των Αργινουσών, όταν εκατοντάδες Αθηναίοι πέθαναν στη θάλασσα επειδή εγκαταλείφθηκαν από τους στρατηγούς, οι οποίοι ισχυρίστηκαν πως ο καιρός είχε κάνει τη δι­άσωσή τους αδύνατη. Συνέβη να προεδρεύει η φυλή του Σωκράτη σε εκείνη τη συνεδρίαση όπου προτάθηκε -κατά παράβαση των θεσμών— να δικαστούν μαζικά οι έξι στρατηγοί. Ο Σωκράτης αρνήθηκε να ψηφίσει αυτήν την πρό­ταση και αντιμετώπισε απειλές. Από τη στιγμή που η δική του θητεία έληξε, οι στρατηγοί δικάστηκαν και θανατώθηκαν ομαδικά.
 
Οι συνέπειες από τις Αργινούσες αντανακλώνται στους Βατράχους του Αριστοφάνη, που ανέβηκαν έναν χρόνο αργότερα. Οι Αθηναίοι είχαν χάσει τόσο μεγάλο μέρος του μάχιμου αντρικού πληθυσμού τους, ώστε είχαν απαι­τήσει από μερικούς δούλους να κωπηλατήσουν ως εκεί, με την υπόσχεση πως θα τους έδιναν μετά την ελευθερία τους. Ένας μεγάλος αριθμός από άρτι απελευθερωμένους δούλους ενώθηκε με το σώμα των Αθηναίων πολιτών, και ο Αριστοφάνης στους Βατράχους επαινεί αυτό το μέτρο. Συγχρόνως, όμως, δι­αμαρτύρεται πως η δημοκρατία δεν έχει ακόμα επαναπολιτογραφήσει πολ­λούς από τους άντρες που είχαν συνδεθεί με το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411. Βάζει στο στόμα του Χορού την παράκληση προς το κοινό των πολιτών να αφήσουν όλους τους εξόριστους ολιγαρχικούς να επιστρέψουν. Το κοινό τον εισάκουσε, και πραγματικά δέχτηκαν πίσω τους εξορίστους. Όμως το αποτέλεσμα -αρκετά προβλέψιμο— ήταν να επέλθει το υποστηριζόμενο από τη Σπάρτη καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων. Η αθηναϊκή πολυσυλλεκτικότητα, εξωθημένη ως τα όριά της, οδήγησε στη σάρωση της δημοκρατίας. Ο Αριστοφάνης, ο οποίος είχε άμεσο συμφέρον να είναι το πολίτευμα δημο­κρατικό ώστε να μπορεί να κάνει τη δηκτική πολιτική του σάτιρα, θα έπρεπε να ήξερε καλύτερα.
 
Τον Σωκράτη τον υποψιάστηκαν για αρκετά φιλικές σχέσεις με τους Τρι­άκοντα, παρόλο που ήταν γνωστό πως ο ίδιος είχε αρνηθεί να συλλάβει κατό­πιν διαταγής τους έναν άντρα που ονομαζόταν Λέων και να τον οδηγήσει για εκτέλεση. Έπειτα από την παλινόρθωση της δημοκρατίας, στοχοποιήθηκε από τους πολιτικούς εχθρούς του. Σε όλα αυτά δεν βοήθησε και το γεγονός πως ήταν συνδεδεμένος με τον λαομίσητο τύραννο Κριτία, ο οποίος ήταν επίσης συγγενής ενός από τους πιο φημισμένους μαθητές του, του Πλάτωνα. Ούτε ο ίδιος ο Σωκράτης βοήθησε τον εαυτό του όταν με αμετανόητη επι­μονή έθετε στους συμπολίτες του δύσκολα ερωτήματα, συχνά ταπεινώνοντας δημόσια τους φιλόδοξους πολιτικούς. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη δίκη του με την κατηγορία πως «εισήγαγε καινά δαιμόνια» και διέφθειρε τους νέους της Αθήνας. Καταδικάστηκε να θανατωθεί με κώνειο. Μια δημοκρατία περισσότερο ρωμαλέα ίσως θα είχε μπορέσει να σταθεί ανεκτική απέναντι του.
 
Ανάμεσα στους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του Σωκράτη υπήρχαν αρ­κετοί νεαροί άντρες από την ανώτατη τάξη της Αθήνας, οι οποίοι ήταν αντί­θετοι προς τη δημοκρατία. Κάποιοι από εκείνους ήταν μάλιστα αναμειγμένοι και στα πραξικοπήματα με τα οποία η δημοκρατία είχε προσωρινά ανατραπεί, κατά το 411 και κατά το 404. Ένα μέλος της ομάδας αυτής των μαθητών του Σωκράτη ήταν ο Ξενοφώντας, του οποίου οι πολιτικές απόψεις ήταν αντι- δημοκρατικές. Εκείνος ήταν αρκετά τυχερός ώστε να επιζήσει. Στα Ελληνικά του πιάνει την εξιστόρηση των συμβάντων του Πελοποννησιακού πολέμου από το 411, από το σημείο δηλαδή όπου σταματά το κείμενο του Θουκυδί­δη. Όπως ο Πλάτωνας, και ο Ξενοφώντας επίσης μας άφησε σωκρατικούς διαλόγους οι οποίοι αναφέρονται στον βίο του Σωκράτη, αλλά εστιάζουν σε συγκεκριμένα πρακτικά και ηθικά ζητήματα περισσότερο, παρά σε πιο αμιγή φιλοσοφία. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, παρόμοια με τον Κρι­τία και μερικούς άλλους αντιδημοκρατικούς Αθηναίους, και ο Ξενοφώντας επίσης θαύμαζε το πολιτικό καθεστώς της Σπάρτης. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα εξαιτίας των πολιτικών του διασυνδέσεων, κατέφυγε στη Σπάρτη.
 
Ο άλλος λαμπρός μαθητής του Σωκράτη, ο Πλάτωνας, επίσης εγκατέλειψε την Αθήνα μετά τη θανάτωση του δασκάλου του. Καθώς, όμως, η δημο­κρατία ξανάβρισκε το ανοιχτό πνεύμα της, εκείνος επέστρεψε για να ιδρύσει την Ακαδημία του και όλες οι διαφορετικές πτυχές που συγκροτούσαν την καινοτόμα, νεαρή και πολύχρωμη πόλη της δημοκρατικής Αθήνας είναι συνυφασμένες στους Διαλόγους του. Καθώς ο Σωκράτης δεν άφησε δικά του γραπτά έργα, δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο πλατωνικός Σωκράτης, ή και ο Σω­κράτης του Ξενοφώντα, ανταποκρίνονται στον ίδιο τον Σωκράτη ή αποτελούν —και σε ποιον βαθμό— επινοήσεις των μαθητών του αυτών.
 
Ο Πλάτωνας είχε γεννηθεί σε εύπορη οικογένεια, κάτι το οποίο του εξα­σφάλιζε τον ελεύθερο χρόνο ώστε να εκπαιδεύει το πνεύμα και το σώμα του. Προτού ενταχθεί στον κύκλο του Σωκράτη, ήταν μαθητής του Κρατύλου, ενός φιλοσόφου της ηρακλείτειας σχολής. Ο Πλάτωνας είχε διακεκριμένους προγόνους και από τις δύο πλευρές του γενεαλογικού του δέντρου, και τιμά μερικούς από τους συγγενείς του εντάσσοντάς τους σε κάποιους διαλόγους του — τους αδελφούς του Γλαύκωνα και Αδείμαντο στην Πολιτεία, ενώ σε άλλους διαλόγους τον αντιδημοκρατικό θείο του από την πλευρά της μητέρας του, Χαρμίδη, και τον άλλο θείο του, τον Κριτία τον τύραννο. Παρόλο που ο Πλάτωνας δεν παρουσιάζει ποτέ τον εαυτό του ως ομιλητή σε κάποιον από τους διαλόγους του, κατονομάζεται ως ένας από τους πλέον αφοσιωμένους υποστηρικτές του Σωκράτη και είχε εμπλακεί στην προσπάθεια συγκέντρω σης χρημάτων για να εξαγοραστεί η ζωή του τελευταίου. Πολλά από τα ερω­τήματα τα οποία θέτει ο Πλάτωνας είχαν τεθεί και νωρίτερα, από στοχαστές προγενεστέρους ή συγχρόνους του Σωκράτη. Κάποιοι εκ των στοχαστών των οποίων οι ιδέες συζητούνται και διερευνούνται από τους ομιλητές στους δι­αλόγους είναι Αθηναίοι (όπως, λόγου χάρη, ο μαθηματικός Θεαίτητος από το Σούνιο), όμως παρουσιάζει επανειλημμένα τον κοσμοπολίτη Σωκράτη να μιλά σε στοχαστές από άλλα μέρη - τον ρήτορα Γοργία από τους Λεοντίνους της Σικελίας και τον διορατικό πρωτοπόρο της πολιτικής θεωρίας Πρωταγό­ρα από τα Άβδηρα.
 
Αφιερώνοντας συγκεκριμένους διαλόγους σε ειδικά ερωτήματα σχετικά με ένα ευρύ ερευνητικό πεδίο, ο Πλάτωνας μας εφόδιασε με την οργανωτι­κή δομή των κύριων κλάδων της φιλοσοφικής έρευνας. Στον Θεαίτητο, λό­γου χάρη, διερευνά τη φύση της γνώσης, ενώ στη μεταφυσική του Φαίδωνα προσδιορίζει τις μορφές των «ιδεών» που θεωρούσε ότι συνιστούν την υπέρ­τατη πραγματικότητα. Περισσότεροι από τριάντα πλατωνικοί διάλογοι σώ­ζονται σήμερα. Αντιμετωπίζουν κατάματα το ερώτημα τι είναι στ’ αλήθεια η φιλοσοφία. Επίσης, διερευνούν χωρίς φόβο τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήμα­τα που έθεσαν οι Έλληνες και που βρίσκονται στο υπόβαθρο των κύριων κλά­δων της δυτικής φιλοσοφίας ακόμη και σήμερα - οντολογία και μεταφυσική, επιστημολογία, ηθική και πολιτική θεωρία. Και άλλα, όμως, πεδία εκτός από τους τρεις κεντρικούς αυτούς κλάδους της φιλοσοφίας μάς δόθηκαν επίσης μέσα από τα θεμελιώδη κείμενα του Πλάτωνα - λογοτεχνική κριτική και αι­σθητική θεωρία, λόγου χάρη, στα έργα του Ίων και Πολιτεία, βιβλία 2, 3 και 10.
 
Και όμως, σε γενικές γραμμές τα πλατωνικά έργα λιγοστούς υποστηρικτές θα έβρισκαν σήμερα. Η πλατωνική φιλοσοφία είναι ιδεαλιστική ως προς το ότι αρνείται την προτεραιότητα του υλικού κόσμου, αυτού που με φυσικό τρόπο αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, και υποστηρίζει ότι η αληθής πραγματικότητα υπάρχει σε ένα μη υλικό βασίλειο, το οποίο αποκαλεί «κό­σμο των ιδεών». Υλιστές φιλόσοφοι όπως ο Δημόκριτος και οι Επικούρειοι διαφωνούσαν με αυτήν τη θεωρία, υποστηρίζοντας ότι ο υλικός κόσμος είναι προϋπόθεση για τον στοχασμό. Σήμερα αμφισβητούμε τη λογική μιας τόσο αυστηρής διάκρισης ανάμεσα στον κόσμο του σώματος και τον κόσμο του πνεύματος, για να μη μιλήσουμε για τη θέση πως ο υπέρτατος κόσμος είναι αυτός των ιδεών. Η πλατωνική διερεύνηση σχετικά με τη βάση της γνώσης, παρόλο που παρουσιάζει έξοχα τον τρόπο με τον οποίο η αλήθεια κατασπαράσσεται από τη ρητορική, συγχρόνως διακυβεύεται από την παραδοχή του πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να κατανοηθεί μέσω αυτού που θα αποκαλούσαμε επιστημονική παρατήρηση. Αυτή, όμως, ενδεχομένως να μην ήταν καν η άποψη του Σωκράτη: Ο Αριστοτέλης υπαινίσσεται στα Μεταφυσικά του πως οι «ιδέες», έτσι όπως τις εννοούσε ο Σωκράτης, μπορούν να ανακα­λυφθούν μέσα από την έρευνα του φυσικού κόσμου, και συνεπώς ο Πλάτωνας είχε διαφοροποιηθεί από τον Σωκράτη όταν υποστήριξε πως οι ιδέες είναι υπεράνω της ικανότητας του ανθρώπου να κατανοεί. Συγχρόνως, η πολιτική θεωρία του Πλάτωνα, παρά τις αρχές ισοτιμίας στο εσωτερικό της κοινότη­τας των «φυλάκων» στη δική του ιδανική πολιτεία, είναι απόλυτα ελιτίστικη. Οι πλατωνικές ιδέες σχετικά με την τέχνη και τη λογοτεχνία οδηγούν αναπό­φευκτα σε μια αυστηρή διακυβέρνηση από φωτισμένους ολιγαρχικούς.
 
Τότε λοιπόν, για ποιο λόγο ο Πλάτωνας παραμένει ακόμα τόσο σημα­ντικός; Πρώτα απ’ όλα, οι διάλογοί του στήνονται στο πλαίσιο ενός κόσμου συζητήσεων μεταξύ των μελών μιας ελίτ, που λάμβαναν χώρα κυρίως σε ιδι­ωτικά σπίτια διακεκριμένων πολιτών, σε μια εποχή κατά την οποία η δημο­κρατία προσπαθούσε να αμυνθεί. Δεύτερον, μας προμηθεύουν με γοητευτικά πορτρέτα στοχαστών, όπως για παράδειγμα του Πρωταγόρα, των οποίων τα έργα σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν εντελώς χαμένα. Τρίτον, ήταν ένας λαμπρός και καινοτόμος συγγραφέας του οποίου το έργο διαθέτει λο­γοτεχνική δύναμη ακόμη και αν κάποιος δεν ενδιαφέρεται για τη φιλοσο­φία. Και παρόλο που, για να το επαναλάβουμε, ο Πλάτωνας ανακύκλωνε κάποιες φορές και ιδέες που είχαν διατυπωθεί νωρίτερα, τα όμορφα κείμενά του εμπλούτισαν τη συλλογική μας φαντασία με κάποια από τα πιο έξοχα σημεία αναφοράς της. Ο Τίμαιος και ο Κριτίας μας έδωσαν τη χαμένη μυθική πόλη του Ποσειδώνα, την Ατλαντίδα, καταποντισμένη σε πολλές οργιές βάθος κοντά στις Ηράκλειες Στήλες. Ο Φαιδρός του μας έδωσε την εικόνα της ψυχής ως ηνιόχου που προσπαθεί να οδηγήσει προς το φως τα δύο φτε­ρωτά του άλογα ενώ το ένα από αυτά, το μη λογικό, αντιστέκεται σε κάθε έλεγχο. Η πλατωνική Πολιτεία μάς έδωσε την αλληγορία του σπηλαίου με τις σκιές, ώστε να καταδείξει πόσο δύσκολο είναι για τους ανθρώπους να κατα­νοήσουν τον κόσμο γύρω τους: τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης μέσω των αισθήσεων είναι τέτοια ώστε μοιάζουμε με δεσμώτες ενός σπηλαίου ικανούς να βλέπουν μόνο τις σκιές οι οποίες προβάλλονται σε έναν κενό τοίχο χάρη στη φωτιά που καίει πίσω τους, αντί να βλέπουμε τις αληθινές οντότητες που παράγουν αυτές τις σκιές.
 
Παρ’ όλα αυτά, η πιο σημαντική κληρονομιά που μας άφησε ο Πλάτωνας είναι η συγκρότηση της φιλοσοφικής αιτιολόγησης σε μια ανοικτού τύπου μορφή διαλόγου. Αναγκάζει τους αναγνώστες να αντιδράσουν, να συμφωνή­σουν ή να διαφωνήσουν με τον Σωκράτη, να σκεφτούν διεξοδικά τα ζητήματα οι ίδιοι μόνοι τους και για τον εαυτό τους. Τα πλατωνικά κείμενα καταδεικνύ­ουν στην πράξη πόσο η σκέψη και η επιχειρηματολογία είναι μια διαλεκτική διαδικασία: οι άνθρωποι οι οποίοι διαφωνούν μπορούν να προχωρήσουν στο να κατανοήσουν ο καθένας τη θέση του άλλου αν συνεχίσουν ελεύθερα τον διάλογο και δεν τον περιορίσουν. Ο σωκρατικός διάλογος, όπως τον κατα­γράφει ο Αθηναίος Πλάτωνας, άσκησε μια ανεκτίμητη επιρροή όχι μόνο στις μεθόδους διδασκαλίας αλλά επίσης και στη θεωρία και την πρακτική της δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου