ΧΡ. μετὰ τοῦτον Εὐαίων ὁ δεξιώτατος
παρῆλθε γυμνός, ὡς ἐδόκει τοῖς πλείοσιν·
410 αὐτός γε μέντοὔφασκεν ἱμάτιον ἔχειν.
κἄπειτ᾽ ἔλεξε δημοτικωτάτους λόγους·
«ὁρᾶτε μέν με δεόμενον σωτηρίας
τετραστατήρου καὐτόν· ἀλλ᾽ ὅμως ἐρῶ
ὡς τὴν πόλιν καὶ τοὺς πολίτας σώσετε.
415 ἢν γὰρ παρέχωσι τοῖς δεομένοις οἱ κναφῆς
χλαίνας, ἐπειδὰν πρῶτον ἥλιος τραπῇ,
πλευρῖτις ἡμῶν οὐδέν᾽ ἂν λάβοι ποτέ.
ὅσοις δὲ κλίνη μή ᾽στι μηδὲ στρώματα,
ἰέναι καθευδήσοντας ἀπονενιμμένους
420 ἐς τῶν σκυλοδεψῶν· ἢν δ᾽ ἀποκλῄῃ τῇ θύρᾳ
χειμῶνος ὄντος, τρεῖς σισύρας ὀφειλέτω.»
ΒΛ. νὴ τὸν Διόνυσον χρηστά γ᾽. εἰ δ᾽ ἐκεῖνά γε
προσέθηκεν, οὐδεὶς ἀντεχειροτόνησεν ἄν,
τοὺς ἀλφιταμοιβοὺς τοῖς ἀπόροις τρεῖς χοίνικας
425 δεῖπνον παρέχειν ἅπασιν ἢ κλάειν μακρά,
ἵνα τοῦτ᾽ ἀπέλαυσαν Ναυσικύδους τἀγαθόν.
ΧΡ. μετὰ τοῦτο τοίνυν εὐπρεπὴς νεανίας
λευκός τις ἀνεπήδησ᾽ ὅμοιος Νικίᾳ
δημηγορήσων, κἀπεχείρησεν λέγειν
430 ὡς χρὴ παραδοῦναι ταῖς γυναιξὶ τὴν πόλιν.
εἶτ᾽ ἐθορύβησαν κἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι,
τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος, οἱ δ᾽ ἐκ τῶν ἀγρῶν
ἀνεβορβόρυξαν. ΒΛ. νοῦν γὰρ εἶχον, νὴ Δία.
ΧΡ. ἀλλ᾽ ἦσαν ἥττους· ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ,
435 τὰς μὲν γυναῖκας πόλλ᾽ ἀγαθὰ λέγων, σὲ δὲ
πολλὰ κακά. ΒΛ. καὶ τί εἶπε; ΧΡ. πρῶτον μέν σ᾽ ἔφη
εἶναι πανοῦργον. ΒΛ. καὶ σέ; ΧΡ. μή πω τοῦτ᾽ ἔρῃ.
κἄπειτα κλέπτην. ΒΛ. ἐμὲ μόνον; ΧΡ. καὶ νὴ Δία
καὶ συκοφάντην. ΒΛ. ἐμὲ μόνον; ΧΡ. καὶ νὴ Δία
440 τωνδὶ τὸ πλῆθος. ΒΛ. τίς δὲ τοῦτ᾽ ἄλλως λέγει;
ΧΡ. γυναῖκα δ᾽ εἶναι πρᾶγμ᾽ ἔφη νουβυστικὸν
καὶ χρηματοποιόν. κοὔτε τἀπόρρητ᾽ ἔφη
ἐκ Θεσμοφόροιν ἑκάστοτ᾽ αὐτὰς ἐκφέρειν,
σὲ δὲ κἀμὲ βουλεύοντε τοῦτο δρᾶν ἀεί.
445 ΒΛ. καὶ νὴ τὸν Ἑρμῆν τοῦτό γ᾽ οὐκ ἐψεύσατο.
***
ΧΡΕ. Ύστερα νά σου ο ατσίδας ο Πολυζώης
γυμνός προβαίνει (έτσι τον βλέπαν όλοι,
410 γιατί ήταν κατατρύπιος ο μαντύας του)
και αρχίνισε να σκούζει ο δημοκράτης:
Κοιτάτε με, εγώ πρώτος έχω ανάγκη
να σωθώ —θα μου ᾽φτάναν λίγα δίδραχμα—
μολοντούτο θα σας φωτίσω εγώ,
πώς θα σωθούμε πόλη και πολίτες.
Αν όλα τ᾽ αργαστήρια των μαλλιών,
όταν αρχίζει ο γήλιος να κρυώνει,
χαρίζανε παλτά σ᾽ όσους δεν έχουν,
κανένας δε θα πάθαινε πλευρίτη.
Κι όποιοι δεν έχουν στρώμα και κρεβάτι
να πηγαίνουν πλυμένοι να κοιμούνται
420 στα γουναράδικα. Όμως αν τους κλείσει
την πόρτα του κανείς, στο μεσοχείμωνο,
πρόστιμο να πληρώνει γούνες τρεις.
ΒΛΕ. Α, μά το Βάκχο, τα είπε γνωστικά.
Να πρόσθετε όμως: όλοι οι αλευρέμποροι
να δίνουνε στους νηστικούς τ᾽ αλεύρι
της ημέρας κι ο που αρνηθεί να δώσει,
να ξυλίζεται. Τότες μια χαρά
θα ζούσε η φτώχεια δίπλα στην κλεψιά.
ΧΡΕ. Τότ᾽ ένας μορφονιός και κρινομάγουλος
στο βήμ᾽ απάνου πήδηξε κι αρχίζει
με την ψιλή φωνή του ν᾽ αγορεύει:
«Είναι καιρός να παραδώσουν οι άντρες
430 την πολιτεία στων γυναικών τα χέρια».
Κι ευτύς όλο το τσούρμο οι τσαγκαράδες
ουρλιάζανε: «Χρυσόστομε, να ζήσεις»!
Μα σύγκαιρα οι αγρότες θορυβούσαν.
ΒΛΕ. Ανθρώποι μυαλωμένοι! ΧΡΕ. Μα λιγότεροι.
Κι έτσ᾽ η φωνή του μορφονιού την έπνιγε
τη δικιά τους μουρμούρα. Δώσ᾽ του αράδιαζε
πολλά καλά των γυναικών κι εμάς
όλα ψυχρά κι ανάποδα. ΒΛΕ. Μα λέγε τα.
ΧΡΕ. Είπε για σένα ότ᾽ είσαι απατεώνας.
ΒΛΕ. Και τίποτα για σένα; ΧΡΕ. Μη ρωτάς.
Ύστερα σ᾽ είπε κλέφτη. ΒΛΕ. Μόνο εμένα;
ΧΡΕ. Εσένα, μά τον Δία, και συκοφάντη.
ΒΛΕ. Μονάχα εμένα;
ΧΡΕ. (δείχνει όλο το ακροατήριο)
Κι όλους αυτουνούς.
440 ΒΛΕ. Μα δεν υπάρχει γι᾽ αυτουνούς αντίρρηση.
ΧΡΕ. Είναι η γυναίκα πλάσμα γνωστικό.
Ξέρει να βρίσκει χρήματα. Δε βγάζει
ποτές στη φόρα των Θεσμοφορίων
τα μυστικά. Κι εμείς, εγώ και συ,
τα ξερνάμε όλα μέσα στη Βουλή.
ΒΛΕ. Σ᾽ αυτό, μά τον Ερμή, δεν κάνει λάθος.
παρῆλθε γυμνός, ὡς ἐδόκει τοῖς πλείοσιν·
410 αὐτός γε μέντοὔφασκεν ἱμάτιον ἔχειν.
κἄπειτ᾽ ἔλεξε δημοτικωτάτους λόγους·
«ὁρᾶτε μέν με δεόμενον σωτηρίας
τετραστατήρου καὐτόν· ἀλλ᾽ ὅμως ἐρῶ
ὡς τὴν πόλιν καὶ τοὺς πολίτας σώσετε.
415 ἢν γὰρ παρέχωσι τοῖς δεομένοις οἱ κναφῆς
χλαίνας, ἐπειδὰν πρῶτον ἥλιος τραπῇ,
πλευρῖτις ἡμῶν οὐδέν᾽ ἂν λάβοι ποτέ.
ὅσοις δὲ κλίνη μή ᾽στι μηδὲ στρώματα,
ἰέναι καθευδήσοντας ἀπονενιμμένους
420 ἐς τῶν σκυλοδεψῶν· ἢν δ᾽ ἀποκλῄῃ τῇ θύρᾳ
χειμῶνος ὄντος, τρεῖς σισύρας ὀφειλέτω.»
ΒΛ. νὴ τὸν Διόνυσον χρηστά γ᾽. εἰ δ᾽ ἐκεῖνά γε
προσέθηκεν, οὐδεὶς ἀντεχειροτόνησεν ἄν,
τοὺς ἀλφιταμοιβοὺς τοῖς ἀπόροις τρεῖς χοίνικας
425 δεῖπνον παρέχειν ἅπασιν ἢ κλάειν μακρά,
ἵνα τοῦτ᾽ ἀπέλαυσαν Ναυσικύδους τἀγαθόν.
ΧΡ. μετὰ τοῦτο τοίνυν εὐπρεπὴς νεανίας
λευκός τις ἀνεπήδησ᾽ ὅμοιος Νικίᾳ
δημηγορήσων, κἀπεχείρησεν λέγειν
430 ὡς χρὴ παραδοῦναι ταῖς γυναιξὶ τὴν πόλιν.
εἶτ᾽ ἐθορύβησαν κἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι,
τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος, οἱ δ᾽ ἐκ τῶν ἀγρῶν
ἀνεβορβόρυξαν. ΒΛ. νοῦν γὰρ εἶχον, νὴ Δία.
ΧΡ. ἀλλ᾽ ἦσαν ἥττους· ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ,
435 τὰς μὲν γυναῖκας πόλλ᾽ ἀγαθὰ λέγων, σὲ δὲ
πολλὰ κακά. ΒΛ. καὶ τί εἶπε; ΧΡ. πρῶτον μέν σ᾽ ἔφη
εἶναι πανοῦργον. ΒΛ. καὶ σέ; ΧΡ. μή πω τοῦτ᾽ ἔρῃ.
κἄπειτα κλέπτην. ΒΛ. ἐμὲ μόνον; ΧΡ. καὶ νὴ Δία
καὶ συκοφάντην. ΒΛ. ἐμὲ μόνον; ΧΡ. καὶ νὴ Δία
440 τωνδὶ τὸ πλῆθος. ΒΛ. τίς δὲ τοῦτ᾽ ἄλλως λέγει;
ΧΡ. γυναῖκα δ᾽ εἶναι πρᾶγμ᾽ ἔφη νουβυστικὸν
καὶ χρηματοποιόν. κοὔτε τἀπόρρητ᾽ ἔφη
ἐκ Θεσμοφόροιν ἑκάστοτ᾽ αὐτὰς ἐκφέρειν,
σὲ δὲ κἀμὲ βουλεύοντε τοῦτο δρᾶν ἀεί.
445 ΒΛ. καὶ νὴ τὸν Ἑρμῆν τοῦτό γ᾽ οὐκ ἐψεύσατο.
***
ΧΡΕ. Ύστερα νά σου ο ατσίδας ο Πολυζώης
γυμνός προβαίνει (έτσι τον βλέπαν όλοι,
410 γιατί ήταν κατατρύπιος ο μαντύας του)
και αρχίνισε να σκούζει ο δημοκράτης:
Κοιτάτε με, εγώ πρώτος έχω ανάγκη
να σωθώ —θα μου ᾽φτάναν λίγα δίδραχμα—
μολοντούτο θα σας φωτίσω εγώ,
πώς θα σωθούμε πόλη και πολίτες.
Αν όλα τ᾽ αργαστήρια των μαλλιών,
όταν αρχίζει ο γήλιος να κρυώνει,
χαρίζανε παλτά σ᾽ όσους δεν έχουν,
κανένας δε θα πάθαινε πλευρίτη.
Κι όποιοι δεν έχουν στρώμα και κρεβάτι
να πηγαίνουν πλυμένοι να κοιμούνται
420 στα γουναράδικα. Όμως αν τους κλείσει
την πόρτα του κανείς, στο μεσοχείμωνο,
πρόστιμο να πληρώνει γούνες τρεις.
ΒΛΕ. Α, μά το Βάκχο, τα είπε γνωστικά.
Να πρόσθετε όμως: όλοι οι αλευρέμποροι
να δίνουνε στους νηστικούς τ᾽ αλεύρι
της ημέρας κι ο που αρνηθεί να δώσει,
να ξυλίζεται. Τότες μια χαρά
θα ζούσε η φτώχεια δίπλα στην κλεψιά.
ΧΡΕ. Τότ᾽ ένας μορφονιός και κρινομάγουλος
στο βήμ᾽ απάνου πήδηξε κι αρχίζει
με την ψιλή φωνή του ν᾽ αγορεύει:
«Είναι καιρός να παραδώσουν οι άντρες
430 την πολιτεία στων γυναικών τα χέρια».
Κι ευτύς όλο το τσούρμο οι τσαγκαράδες
ουρλιάζανε: «Χρυσόστομε, να ζήσεις»!
Μα σύγκαιρα οι αγρότες θορυβούσαν.
ΒΛΕ. Ανθρώποι μυαλωμένοι! ΧΡΕ. Μα λιγότεροι.
Κι έτσ᾽ η φωνή του μορφονιού την έπνιγε
τη δικιά τους μουρμούρα. Δώσ᾽ του αράδιαζε
πολλά καλά των γυναικών κι εμάς
όλα ψυχρά κι ανάποδα. ΒΛΕ. Μα λέγε τα.
ΧΡΕ. Είπε για σένα ότ᾽ είσαι απατεώνας.
ΒΛΕ. Και τίποτα για σένα; ΧΡΕ. Μη ρωτάς.
Ύστερα σ᾽ είπε κλέφτη. ΒΛΕ. Μόνο εμένα;
ΧΡΕ. Εσένα, μά τον Δία, και συκοφάντη.
ΒΛΕ. Μονάχα εμένα;
ΧΡΕ. (δείχνει όλο το ακροατήριο)
Κι όλους αυτουνούς.
440 ΒΛΕ. Μα δεν υπάρχει γι᾽ αυτουνούς αντίρρηση.
ΧΡΕ. Είναι η γυναίκα πλάσμα γνωστικό.
Ξέρει να βρίσκει χρήματα. Δε βγάζει
ποτές στη φόρα των Θεσμοφορίων
τα μυστικά. Κι εμείς, εγώ και συ,
τα ξερνάμε όλα μέσα στη Βουλή.
ΒΛΕ. Σ᾽ αυτό, μά τον Ερμή, δεν κάνει λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου