Ο Καύνος και η Βυβλίς ήταν τα δίδυμα παιδιά του Κρήτα Μίλητου και της Ειδοθέας, κόρη του βασιλιά Εύρυτου. Τα δίδυμα αδέλφια σε διάφορες εκδοχές εμφανίζονται ερωτευμένα το ένα με το άλλο, άλλοτε ο Καύνος μόνο νιώθει το άνομο πάθος* για την αδελφή του, άλλοτε μόνο η Βυβλίδα.
Στην εκδοχή που θέλει τον Καύνο ερωτευμένο με την αδελφή του, για να πολεμήσει τον έρωτα που ένιωθε, έφυγε σε άλλη χώρα πέρα από τη Μίλητο, συνοίκισε τους σκορπισμένους Ίωνες και έχτισε την πόλη Καύνο**. Η Βυβλίδα κρεμάστηκε.
Άλλοι πάλι λένε ότι ήταν η Βυβλίδα αυτή που ερωτεύτηκε τον αδελφό της και αυτός, από αποστροφή, κατέφυγε στη χώρα των Λελέγων, όπου έχτισε πόλη με το όνομά του. Η κόρη, μη αντέχοντας τον πόνο της, άρχισε να περιπλανιέται στη Μ. Ασία. Όταν πήγε να γκρεμιστεί από ένα βράχο, οι Νύμφες, νιώθοντας λύπη για το πόνο της, τη μεταμόρφωσαν σε αστείρευτη πηγή, όπως αστείρευτα ήταν και τα δάκρυα της κοπέλας. Κατά άλλους, η Βυβλίδα κρεμάστηκε από μια βαλανιδιά και από το δάκρυά της ανέβλυσε η ομώνυμη πηγή Βυβλίδα. Ο Καύνος παντρεύτηκε στη Λυκία τη Νύμφη Προνόη και απέκτησαν τον Αιγιαλέα. Σε ανάμνηση της Βυβλίδας δόθηκε το όνομά της σε δύο πόλεις, στη Βύβλο της Φοινίκης και στη Βύβλο της Καρίας.
Οι κυριότερες πηγές του μύθου των δύο αδελφών είναι από νεότερους μυθογράφους, κυρίως τον Παρθένιο και τον Αντωνίνο Λιβεράλη (1ο αι. π.Χ. και 2ο μ.Χ. αντίστοιχα), ενώ ο Οβίδιος*** δίνει μια διαφορετική πλοκή του μύθου στήνοντας μια τραγωδία λόγων, όχι σωμάτων. Πρότυπό του υπήρξε ο έρωτας της Κανάκης για τον αδελφό του Μακαρέα που τροφοδότησε την ελληνιστική ερωτογραφία και την ψυχογραφική έξαρση της εποχής αλλά και τροφοδοτήθηκε από πραγματικά επεισόδια μεταξύ βασιλέων. Ο δέκατος τρίτος Πτολεμαίος παντρεύτηκε την αδελφή του, την έβδομη Κλεοπάτρα, 51 π.Χ., ο Καλιγούλα εκδήλωνε μια ύποπτη φιλαδέλφεια, ενώ ο Νέρων έπαιξε τον ρόλο της Κανάκης, απολαμβάνοντας την ώρα του αιμομικτικού της τοκετού (Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους. Διαδρομές στις "Μεταμορφώσεις" του Οβίδιου).
----------------------
*Καύνιος έρως
Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για την παθολογία του έρωτα στη Ρητορική δηλώνει:
λέγω δὲ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ μέν, οἷον εἰ περὶ ἔρωτος εἴη τὸ ἐνθύμημα ὡς σπουδαῖος, ἡ ἔνστασις διχῶς· ἢ γὰρ καθόλου εἰπόντα ὅτι πᾶσα ἔνδεια πονηρόν, ἢ κατὰ μέρος ὅτι οὐκ ἂν ἐλέγετο Καύνιος ἔρως, εἰ μὴ ἦσαν καὶ πονηροὶ ἔρωτες. (Αρ., Ρητ., 1402a36-1402b3).
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ στον αιμομικτικό έρωτα του Καύνου για τη δίδυμη αδελφή του, τον οποίο χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για να δείξει αφενός τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει ο έρωτας, αφετέρου για να τονίσει τη διττή πλευρά του, ότι δηλ. μπορεί να αποβεί θετικό πράγμα για τη ζωή του ανθρώπου αλλά και αρνητικό.
Τέλος, και ο ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρεται στην παροιμία Καύνιος έρως (=παράνομος, αιμομικτικός έρως).
**Η πόλη Καύνος
Η παράδοση για την κρητική καταγωγή των Καυνίων μαρτυρείται αλλά και αμφισβητείται ταυτόχρονα από τον Ηρόδοτο (1.172): «Παρό το γεγοός ότι οι Καύνιοι λένε ότι προέρχονται από την Κρήτη, εγώ πιστεύω ότι είναι αυτόχθονες». Αντίθετα, ο Στράβων (14.2) αποδέχεται την παράδοση για την καταγωγή των κατοίκων και της νομοθεσίας τους από την Κρήτη. Όσο για τον Στέφανο Βυζάντιο μαρτυρεί πόλη με αυτό το όνομα και στην Κρήτη, πιθανόν όμως πρόκειται για την Καύδο που δεν ἠταν πόλη αλλά το νησί Γαύδος.
Δεν αποκλείεται η επινόηση του κρητικού πρίγκηπα, δισέγγονου του Μίνωα όχι μόνο να μνημειώνει την κρητική προέλευση της Καύνου, ή την επιθυμία για κρητική προέλευση, αλλά και η επινόηση του ονόματός του να αιτιολογείται από τα θερινά καύματα που έκαμναν δυσάρεστο το κλίμα της πόλης (Στράβων 14.2) ή από το ερωτικό πάθος του για την αδελφή του ή της αδελφής του γι' αυτόν.
***Βυβλίδα και Καύνος
Ας μάθουν της Βυβλίδας τα δεινά, για ν' αγαπάνε φρόνιμα οι γυναίκες
για κείνη τη Βυβλίδα σας μιλώ που πόθησε φριχτά τον αδερφό της.
Δεν ήτανε αγάπη αδελφική - αλλιώτικος ο πόθος της, και λάθος.
Δεν το 'νιωσε στην πρώτη του αρχή· κρυφόκαιγε η φωτιά μες στην καρδιά
της
και τα φιλιά που του 'δινε συχνά ποσώς δεν τα λογάριαζε για κρίμα,
μήτε τα χάδια και τις αγκαλιές όπως σφιχτά κρεμιόταν στο λαιμό του.
Τον αγαπούσε - αίμα κι αδερφός, κι όλο μ' αυτό το ψέμα ξεγελιόταν.
Αγάπη που ξεστράτισες μετά… Τώρα, σαν έρθει η ώρα να βρεθούνε,
ντύνεται και στολίζεται γι' αυτόν, θέλει γι' αυτόν να φαίνεται ωραία,
κι αν τύχει άλλη, πιο όμορφη, εκεί ζηλεύει που είναι όμορφη η άλλη.
Όμως κρατεί το πάθος της κρυφό· όσο κι αν έχει μέσα της καμίνι
την πεθυμιά της δεν την κάνει ευχή - μα το καμίνι μέσα της να καίει.
Έφτασε, τέλος, να τον προσφωνεί «αφέντη μου», μισεί το «αδερφέ μου»,
θέλει «Βυβλίδα» να τη λέει κι αυτός, τ' όνομα παρατώντας της συγγένειας.
Δεν την κολάζει ελπίδα πονηρή, δεν είναι τέτοια η τόλμη της - στον ξύπνο.
Ύστερα πάλι σε ύπνο γαληνό, καθώς ο νους της χαλαρώνει, βλέπει
συχνά-πυκνά εκείνο που ποθεί. Μες στ' όνειρο μια νύχτα τα κορμιά τους
είδε να σμίγουν· ένιωσε ντροπή κι ας ήτανε στο λήθαργο πεσμένη.
Τινάχτηκε απάνω, σιωπηλά γυρίζαν οι σκηνές μες στο μυαλό της
κι ύστερα πήρε να μονολογεί, αμφίβολη μέσα στη σύγχυσή της:
«Φριχτές εικόνες νύχτας σιωπηλής, αλίμονο, τι θέλετε να πείτε;
Μη σώσουνε και βγουν αληθινά, δεν πρέπουν τέτοια όνειρα σε μένα.
Ωραίος είναι, όπως κι αν τον δεις, μάτι κακό αυτό δε θα τ' αρνιόταν.
Αρέσει· λογικά μπορεί κι εγώ στον έρωτα για κείνον να 'χα πέσει,
κι ο έρωτάς μας θα 'ταν ταιριαστός - πλην είμασε αδέλφια, αυτό με
βλάφτει.
Ξύπνια ποτέ μη μπω σε πειρασμό! Αυτό ζητώ, κι αυτό μονάχα φτάνει!
Μόνο στον ύπνο, αν γίνεται, συχνά να έβλεπα αυτά που μόλις είδα…
Στα όνειρα δε μαρτυράει κανείς, κι ό,τι στον ύπνο ευφραίνεσαι είναι ψέμα.
Γλυκιά Αφροδίτη, του έρωτα θεά, κι εσύ πετούμενο παιδί της Αφροδίτης,
ποια σύγκορμη με πήρε ηδονή, πώς ένιωσα τη γλύκα ως την κορφή της,
και πώς κατόπι λύθηκα μεμιάς βαθιά χαλαρωμένη ως το μεδούλι.
Τα φέρνω στο μυαλό μου και μεθώ, κι ας ήταν όλα τόσο φευγαλέα,
κι ας έριξε με φθόνο βιαστική η νύχτα του ονείρου την αυλαία.
Ν' άλλαζα όνομα, αν ήταν δυνατό, να μοιραστώ τον έρωτα μαζί σου!
Θα 'μου για σένα νύφη ταιριαστή, θα χαίρονταν για μένα ο γονιός σου,
θα ήσουν, Καύνε, τέλειος γαμπρός, καμάρι και χαρά για τον γονιό μου!
Των αθανάτων να 'ταν η βουλή τα πάντα να μοιράζεσαι μαζί μου,
τα πάντα παρεχτός απ' τη γενιά - φτωχιά εγώ κι εσύ από αρχόντους.
Είσαι ωραίος, σε ποθούν πολλές, σίγουρα κάποια θα την κάνεις μάνα,
κάποια που όμως δε θα είμαι εγώ, γιατί οι γονιοί σου είναι γονιοί μου.
Για μένα θα 'σαι πάντα ο αδελφός. Αυτό που μοιραζόμαστε με βλάφτει.
Λοιπόν, τα όνειρα τι θέλουν να μου πουν; Όνειρα, θα μου πεις, κι ας πα' να
λένε…
Ή μήπως κάτι λένε τελικά και δε μπορώ να τ' αψηφήσω κιόλας;
Να με φυλάξουν οι θεοί… Οι θεοί; Που είχαν αδερφές για ερωμένες;
Τη Ρέα, όμαιμή του κι αδερφή, την πήρε για γυναίκα του ο Κρόνος,
ο Ωκεανός επήρε την Τηθύ, του Όλυμπου ο άρχοντας την Ήρα.
Ωστόσο, άλλοι οι νόμοι για θεούς, άλλα των ουρανών τα συνοικέσια·
ίσως και να 'ναι λάθος να μετρώ τ' ανθρώπινα με αλλιώτικη μεζούρα.
Ένα απ' τα δυο: ή ξεριζώνω ευθύς την άνομη αγάπη απ' την καρδιά μου
ή, αν δε βρω τη δύναμη γι' αυτό, να με προκάνει θέλω ο μαύρος χάρος
κι εκεί στο ξόδι μου, άψυχο κορμί, να με νεκροφιλήσει ο αδερφός μου.
Μα πώς ν' αποφασίσω μοναχή; Να μη γνωρίζει αυτός τι συλλογιέμαι;
Πες πως εγώ το βρίσκω ταιριαστό, αλλά σ' εκείνον φαίνομαι κακούργα…
Για μια στιγμή… του Αίολου οι γιοι δεν μπήκανε σ' αδελφική παστάδα;
Το έκαναν - αλλά και τι μ' αυτό; ν' ακολουθήσω τα δικά τους χνάρια;
Και πού με βγάζουν τέτοιοι λογισμοί; Μακριά από μένα έρωτας κακούργος!
Όπως αρμόζει θα τον αγαπώ - σαν αδερφή, και τίποτα πιο πέρα!
Ας υποθέσω, όμως, πως αυτός ήταν ο πρώτος που έκανε το «λάθος»:
θ' αρνιόμουνα, αν το 'θελε αυτός, να μοιραστώ μαζί του τέτοιο πάθος;
Φαντάζομαι πως όχι, και αφού δεν θα αρνιόμουνα εν τοιαύτη περιπτώσει,
πρέπει να του μιλήσω - αν μπορεί η γλώσσα μου τι νιώθω να αρθρώσει.
Άμα τη σμπρώξει ο έρωτας μπορεί - κι αν η ντροπή κρατήσει τη λαλιά
μου,
υπάρχει λύση: γράμμα μυστικό θα πει τον πόνο μου, θα πει τα μυστικά
μου».
Της φάνηκε πως έκανε καλά, κι οι δισταγμοί αφήκαν το μυαλό της.
Ανάγειρε στην κλίνη το κορμί και στηριγμένη πάνω στον αγκώνα
«ας μάθει», λέει, «πως έχω τρελαθεί· το ν έρωτα μου ας ομολογήσω!
Τραβάω τώρα ίσια στο γκρεμό, φωτιά και λάβρα ό,τι συλλογιέμαι».
Γράφει εκείνα που 'χει στο μυαλό. Σαν την ψυχή της έτρεμε το χέρι,
κρατάει τη γραφίδα στο δεξί, τη δέλτο στο άλλο για να γράψει απάνω.
Αρχίζει και διστάζει ξαφνικά, γράφει και καταριέται τα γραμμένα·
γράφει και ξανασβήνει τη γραφή, το 'να ταιριάζει τ' άλλο να τ' αλλάξει,
τη μια πετάει τη δέλτο μακριά, μετά ξανά στα χέρια της την πιάνει.
Τι θέλει, τι γυρεύει; Αγνοεί. Δεν της αρέσει αυτό που πάει να κάνει,
στην όψη καθρεφτίζονται μαζί όλη η ντροπή και όλη η αποκοτιά της.
Πήγε να γράψει πρώτα «αδερφή»· το έσβησε αμέσως και κατόπι
αλλάζοντας τις λέξεις στο κερί άλλη αρχή προτίμησε να κάνει.
«Πρώτα να 'σαι καλά και δυνατός· αυτό σ' το γράφει μια που σ' αγαπάει.
Μόνο αν το θες, θα 'ναι κι αυτή καλά. Άμα ρωτάς ποιο είναι τ' όνομά μου,
ντρέπομαι να το πω· κι άμα ρωτάς τι θέλω, κάλλιο δίχως να με ξέρεις
να την παλέψω τούτη τη δουλειά - πρώτα να ξέρω πως αυτό που ελπίζω
δεν είναι τόσο ανέλπιδο, μετά να μάθεις και το όνομα… Βυβλίδα.
Έχω πληγή βαθιά μες στην καρδιά, κι είναι σημάδια που το μαρτυράνε:
το φέγγρισμα της όψης, των ματιών το βούρκωμα και το χλομό το χρώμα,
οι στεναγμοί που βγάνω ξαφνικά, χωρίς γιατί, χωρίς καμιάν αιτία,
οι αγκαλιές και τα πολλά φιλιά. Θα το 'νιωθες αν πρόσεχες λιγάκι:
φιλιά και αγκαλιές της αδερφής που ωστόσο αδερφικά δεν πολυμοιάζαν.
Το τραύμα που έχω μέσα μου βαρύ, αρρώστια μαραζώνει την καρδιά μου,
η τρέλα μου, φωτιά και πυρκαγιά, μ' έχει ρημάξει, κι όμως - το φωνάζω -
μάρτυρες έχω τους θεούς, και τι δεν έκανα να βρω τη γιατρειά μου…
Πάσχισα κι αντιστάθηκα πολύ, πολέμησα τον Έρωτα με λύσσα
μήπως και τον απόδιωχνα, αλλά πόσο, θαρρείς, αντέχει ένα κορίτσι;
Ξεπέρασα κι αυτήν την αντοχή. Και τίποτε άλλο δε μου μένει τώρα
παρά να πω πως λύγισα, και πως τρεμάμενη ζητώ να με συνδράμεις.
Σε λαχταρώ και σ' έχω ερωτευτεί, στο χέρι σου η ζωή κι ο θάνατος μου.
Εσύ θ' αποφασίσεις ποιο απ' τα δυο. Δεν ειν' εχθρός που σε παρακαλάει,
ικέτιδα στα πόδια σου αυτή που όντας κιόλας πλάι σου γυρεύει
αχώριστα με σένα να ενωθεί και να σφιχτεί απάνω σου δεμένη.
Άσε τούς γέροντες να ξέρουν το σωστό: λάθος, σωστό, τι πρέπει, τι δεν
πρέπει,
τι δεν ταιριάζει, ποιο είναι το καλό με τους δικούς τους νόμους ας ορίζουν.
Για μας η Αφροδίτη λέει «ναι» και τόλμη απ' τη νιότη μας ζητάει.
Ακόμα δεν το μάθαμε το «μη», κι αυτό είναι το πιστεύω μας: τα πάντα
για τα χρυσά μας νιάτα επιτρεπτά, και οι θεοί μας δείχνουνε τον δρόμο.
Τι μας κρατάει; Πατρική οργή, έγνοια του κόσμου, φήμη, τ' όνομα μας
ή τάχα φόβος; Είναι, θα μου πεις, πολλά που μας φοβίζουν όμως, τότε
θα 'μαστε αδερφός και αδερφή και θα 'χουμε κρυφό τον έρωτά μας.
Έχω το ελεύθερο μαζί σου να μιλώ, χώρια και μακριά από τούς άλλους,
σαν αδερφή σου που είμαι φανερά παίρνεις τις αγκαλιές και τα φιλιά μου.
Ό,τι απομένει ας γίνεται κρυφά - δεν είναι άλλωστε πολύ το παραπέρα…
Δείξε συμπόνια, δεν μιλώ εγώ, μιλάει το πάθος που είναι θεριεμένο,
αλλιώς θα πουν με σκότωσες εσύ, γιατί αυτό θα γράφει πάνω ο τάφος».
Τόσα χαμένα λόγια - η γραφή απλώνονταν στο κερωμένο ξύλο,
φτάνοντας ως την άκρη χαμηλά την τελευταία αράδα του μαντάτου.
Ήταν στεγνή η γλώσσα της γι' αυτό στο δαχτυλίδι της την πέτρα με το
δάκρυ
την έβρεξε μονάχα και μ' αυτό εσφράγισε τα αίσχη της γραφής της.
Παράγγειλε έναν δούλο της να 'ρθει, κι απ' τη ντροπή της ήταν ξαναμμένη.
Τρέμοντας τον καλόπιασε «Πιστό, καλό μου παλικάρι, σύρε αμέσως
να δώσεις…» (λίγο κόμπιασε εδώ) «…στον αδερφό μου τούτο εδώ το
γράμμα».
Έκανε να τη δώσει, κι η γραφή έπεσε καταγής - κακό σημάδι.
Αψήφησε την κακοσημαδιά, και το 'στειλε. Ο δούλος βρήκε ώρα
και τα φανερωμένα της γραφής επήγε και παράδωσε στον Καύνο.
Σαν αστραπή τον βάρεσε η οργή· μέσα στη σαστιμάρα του εκείνος
το γράμμα διαβασμένο ως τα μισά αφήνοντας το πέταξε μακριά του
κι όρμηξε του τρεμάμενου παιδιού ν' αρπάξει το λαρύγγι με το χέρι:
«Τσακίσου όσο ακόμα το μπορείς, ρουφιάνε ανόσιας λύσσας!» του φωνάζει,
«κι άμα δεν ήταν να ξεσκεπαστεί μαζί με τη ντροπή της κι η δικιά μου,
θάνατος απ' τα χέρια μου αυτά θα ήτανε η άξια πλερωμή σου».
Έφυγε ο δούλος μες στην ταραχή να φέρει το μαντάτο στην κυρά του,
πως έγινε ο Καύνος σα θεριό. Το άκουσε και χλόμιασε η Βυβλίδα -
της πλάκωσε μια ψύχρα την καρδιά και το κορμί της σα παραλυμένο.
Ο νους της καταλάγιασε μετά, όμως το πάθος φούντωνε ακόμα,
άρθρωσε λίγα λόγια σιγανά και η φωνή ακούγονταν πνιγμένη:
«Καλά να πάθω, αστόχαστη εγώ, που έδωσα ολοφάνερα σημάδια
κι άνοιξα την καρδιά μου. Μυστικά τα μυστικά μου έπρεπε να μείνουν
κι όχι σε γράμμα τόσο βιαστικό να εμπιστευτώ αισθήματα και λόγια.
Με τα μισόλογα και με το μαλακό έπρεπε πρώτα να τον δοκιμάσω,
κι έτσι να δω τι έχει κατά νου. Δεν έπρεπε ν' απλώσω τα πανιά μου
προτού να σιγουρέψω τον καιρό και με φυσήξει πρύμο τ' αεράκι.
Έτσι μονάχα θα 'χα σιγουριά σε τούτο το απόκοτο ταξίδι.
Τώρα τι έκανα; Αμόλησα πανιά, άφησα το καράβι στους άνεμους
κι όπως με πάει στα βράχια θα ριχτώ. Με πλάκωσε τ' αγριεμένο κύμα,
κι εδώ που είμαι τώρα, στα βαθιά, αδύνατο τη ρότα μου ν' αλλάξω.
Αψήφησα την κακοσημαδιά· σίγουρα τα σημάδια και μου λέγαν
στο πάθος τούτο να μην αφεθώ. Το είδα φανερά την ώρα εκείνη
που έπεσε το γράμμα καταγής σα να 'λεγε «κι η ελπίδα σου θα πέσει».
Δεν ήτανε η μέρα τυχερή… τη μέρα έπρεπε ν' αλλάξω ή το σχέδιο -
μάλλον η μέρα έφταιξε, θαρρώ. Ένας θεός μου έκανε σινιάλο,
τα προμηνούσε όλα καθαρά, όμως ο νους μου ήταν τυφλωμένος.
Να πάω, να του μιλήσω, να τον δω, η ίδια να του πω τον έρωτά μου -
αυτό ήταν το πρεπούμενο, κι εγώ αντίς γι' αυτό στηρίχτηκα στο γράμμα.
Θα έβλεπε το δάκρυ μου καυτό, θα 'νιώθε τη λαχτάρα μου στο βλέμμα,
θα του 'λεγα με λόγια ζωντανά αυτά που δε χώρεσαν στη γραφή μου.
Ακόμα κι αν δεν το 'θελε, εγώ στην αγκαλιά του μέσα θα ριχνόμουν,
ακόμα κι αν μ' αρνιόταν, πάλι εγώ με όψη σα χλομή και πεθαμένη
θα έπεφτα στα πόδια του, νεκρή, θα γύρευα να μ' αναστήσει εκείνος.
Θα έκανα ό,τι ήταν δυνατόν, κι αν το καθένα χώρια ήταν λίγο
τη γνώμη του ν' αλλάξει, όλα μαζί θα ήταν αρκετά για να λυγίσει.
Εξάλλου είναι πάντα πιθανό το φταίξιμο να το 'χει ο ταχυδρόμος:
μπορεί να μην του το 'πε μαλακά, να 'ταν στραβή η ώρα που τον βρήκε,
μπορεί κι εκείνος να 'χε κατά νου άλλες σκοτούρες κι άλλα να σκεφτόταν.
Όλα αυτά μου κάναν τη ζημιά, γιατί ο Καύνος μου δεν είναι δα και τέρας,
δεν τον εγέννησε ανήμερο θεριό, δεν είναι σίδερο και πέτρα η καρδιά του -
όχι, δεν τον ανάθρεψαν θεριά, δε βύζαξε της λέαινας το γάλα!
Θα νικηθεί! Τη δεύτερη φορά! Το άρχισα και δεν αλλάζω γνώμη,
κι ούτε θα κάνω πίσω όσο ζω κι έχω ανάσα μέσα μου ακόμη.
Ξέγραψ' τα, πες δεν έγιναν ποτέ… αυτά θα 'ταν καλύτερο για μένα,
μα τώρα που έχω αρχίσει προτιμώ να βγάνω πέρα τα αρχινισμένα.
Πες ότι το σκοπό μου παρατώ· αυτό θα ήταν ίσως κάποια λύση·
πλην τόλμησα, αυτό είναι γεγονός, κι εκείνος δε μπορεί να λησμονήσει.
Αν σταματήσω τώρα, θα σκεφτεί «ένα παιχνίδι ήταν, τίποτ' άλλο»,
πως μια παγίδα έστησα απλά σε πειρασμό μονάχα να τον βάλω
Όχι, δεν ήταν, θα συλλογιστεί, του έρωτα η ανίκητη μανία,
ήτανε καθαρή διαστροφή, γυναικείο βίτσιο, αστόχαστη λαγνεία.
Το κρίμα το έχω κάνει, τελικά, αυτό δε γίνεται με τίποτα ν' αλλάξει:
τον κάλεσα σε κλίνη ερωτική, δεν το 'κρυψα και του το έχω γράψει.
Ακόμα κι αν σταμάταγα εδώ, δεν είναι πια αθώα η Βυβλίδα -
και όπου δε χωρεί άλλο κακό, υπάρχει χώρος μόνο για ελπίδα».
Κουβάρι στο μυαλό οι λογισμοί· που τόλμησε την τρώει το σαράκι,
κι όμως ορέγεται ξανά τη δοκιμή. Η δυστυχής δοκίμασε τα πάντα,
τα πάντα καταλήξαν στο μηδέν, εκείνος την κρατούσε μακριά του.
Στην τρέλα δε φαινόταν τελειωμός, έτσι ο Καύνος σκέφτηκε ν' αφήσει
το αίσχος και μαζί το πατρικό, να χτίσει άλλη πόλη σ' άλλα μέρη.
Λένε πως τότε μες στην ταραχή ξεσάλωσε η κόρη της Μιλήτου·
την έκανε η θλίψη μανιακή, ξέσκιζε ό,τι απάνω της φορούσε
και σα μαινάδα με τον οδυρμό μελάνιαζε τα στήθια και τα μπράτσα.
Της σάλεψε, το ξέρουν Όλοι πια, κι αυτή ό,τι ανόσιο λαχταρούσε
τ' ομολογάει τώρα όπου σταθεί κι αναζητεί τού πρόσφυγα τα χνάρια.
Τώρα που ο Καύνος έφυγε μακριά, πατρίδα σπίτι αδιάφορα για κείνην.
Σαν τις πιστές στον Ίσμαρο ψηλά, όταν τις κρούει ο θύρσος και βακχεύουν
στου τρίτου χρόνου απάνω τη γιορτή, καθώς τιμούν τον Βάκχο συναγμένες,
παρόμοια ολόλυζε κι αυτή γυρνώντας στα χωράφια και τούς κάμπους -
μάρτυρες της Βουβάσσου οι κοπελιές. Πορεύτηκε κατόπι σ' άλλα μέρη
τους Λέλεγες περνώντας κι από κει στις χώρες της Λυκίας και τους Κάρες.
Διάβηκε τα νερά των ποταμών, τον Κράγο και τον Λίμυρο, τον Ξάνθο,
κι έφτασε ως τη ράχη του βουνού, της Χίμαιρας μονιά, που 'χει κεφάλι
από λιοντάρι, του φιδιού ουρά κι ένα κορμί που ανασαίνει φλόγες.
Τον γύρεψες σε δάση και βουνά κι αποσταμένη κόπασες, Βυβλίδα.
Σωριάστηκες στο χώμα το σκληρό, με τα μαλλιά της κεφαλής χυμένα,
κρύβεις την όψη μες στις φυλλωσιές που στρώσανε τα δέντρα στο ρουμάνι.
Νύμφες πάσχιζαν κι άλλα ξωτικά με χέρι τρυφερό να σε σηκώσουν,
τον έρωτα σου τούτο τον πικρό πώς να τον γιάνεις όλες σε ορμήνευαν,
κουράγιο δίναν και παρηγοριά - κι ήταν κλειστά τ' αφτιά σου στις
ορμήνειες.
Αμίλητη πλαγιάζεις καταγής, κρατείς σφιχτά στα νύχια το χορτάρι
κι από τα μάτια δάκρυ ποταμός την πρασινάδα ολόγυρα νοτίζει.
Μια φλέβα δάκρυ δίχως τελειωμό λένε πως της χάρισαν οι Ναϊάδες,
κι ήταν το δάκρυ δώρο ταιριαστό, αστείρευτο να της κρατεί το κλάμα.
Σαν τις χοντρές σταγόνες ρετσινιού που βγάζει χαρακιά πάνω σε πεύκο,
σαν κατραμιού απόσταγμα παχύ, και σα νερό πρώτα κρουσταλλιασμένο
που λειώνει στου ζέφυρου την πνοή, του ερχομού της άνοιξης σημάδι,
σα χιόνι σε λιακάδα λαμπερή όταν πρωί το βρίσκει η ηλιαχτίδα,
έτσι κυλάει το δάκρυ της στη γη - και μες στο δάκρυ έλειωσε η Βυβλίδα.
Και γένηκε πηγή σε λαγκαδιά που τ' όνομα της κόρης έχει πάρει
και βγάνει ίσαμε σήμερα νερό πλάι σε πυκνό κατάμαυρο πουρνάρι.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 9. 454-665)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου