101 θεόθεν γὰρ κατὰ Μοῖρ᾽ ἐκράτησεν [στρ. γ]
τὸ παλαιόν, ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις
πολέμους πυργοδαΐκτους
διέπειν ἱππιοχάρμας
105 τε κλόνους
πόλεών τ᾽ ἀναστάσεις.
ἔμαθον δ᾽ εὐρυπόροιο θαλάσσας [ἀντ. γ]
110 πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ
ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος,
πίσυνοι λεπτοδόμοις πεί-
105 σμασι λα-
οπόροις τε μηχαναῖς.
115 ταῦτά μοι μελαγχίτων [στρ. δ]
φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ—
ὀᾶ Περσικοῦ στρατεύματος—
τοῦδε μὴ πόλις πύθη-
ται, κένανδρον μέγ᾽ ἄστυ Σουσίδος·
120 καὶ τὸ Κισσίων πόλισμ᾽ [ἀντ. δ]
ἀντίδουπον ᾄσεται,
ὀᾶ, τοῦτ᾽ ἔπος γυναικοπλη-
θὴς ὅμιλος ἀπύων,
125 βυσσίνοις δ᾽ ἐν πέπλοις πέσῃ λακίς.
***
Έτσ᾽ η Μοίρα των Θεών βαστάει από πάντα
για τους Πέρσες κι όρισ᾽ έτσι:
να βολεύουνε πολέμους καστρομάχους,
αλογόδιωχτες αντάρες και παρμένες
να κουρσεύουν των εχθρών τις πολιτείες.
110 Μα έμαθαν και της πλατύδρομης της θάλασσας
σαν αφρίζει με την μάνητα του ανέμου
τους απέραντους τους κάμπους ν᾽ αντικρίζουν
μπιστεμένοι στα λεπτόκλωνα τα ξάρτια
και τα ξύλινα σκαριά τ᾽ ανθρωποφόρα.
Γι᾽ αυτό τώρα ένας φόβος χαράζει
τη θλιμένη μου μαύρη καρδιά:
«πάει ο στρατός των Περσών, ωχ αλί!»
μήπως τύχει και τέτοια ακουστεί
φωνή μες τη μεγάλη τη χώρα,
στων Σουσίων την πόλη, έρμη τώρα.
120 Και σηκώσει των Κισσίων το κάστρο
κι αυτό θρήνον αντίφωνο: «ωχ αλί!»
που θα σκούζει το γυναικοθέμι,
ενώ απάνω σε πέπλους λινούς
θενα πέφτουν τα χέρια
κάνοντάς τους ξεσκλίδια κουρέλια.
τὸ παλαιόν, ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις
πολέμους πυργοδαΐκτους
διέπειν ἱππιοχάρμας
105 τε κλόνους
πόλεών τ᾽ ἀναστάσεις.
ἔμαθον δ᾽ εὐρυπόροιο θαλάσσας [ἀντ. γ]
110 πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ
ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος,
πίσυνοι λεπτοδόμοις πεί-
105 σμασι λα-
οπόροις τε μηχαναῖς.
115 ταῦτά μοι μελαγχίτων [στρ. δ]
φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ—
ὀᾶ Περσικοῦ στρατεύματος—
τοῦδε μὴ πόλις πύθη-
ται, κένανδρον μέγ᾽ ἄστυ Σουσίδος·
120 καὶ τὸ Κισσίων πόλισμ᾽ [ἀντ. δ]
ἀντίδουπον ᾄσεται,
ὀᾶ, τοῦτ᾽ ἔπος γυναικοπλη-
θὴς ὅμιλος ἀπύων,
125 βυσσίνοις δ᾽ ἐν πέπλοις πέσῃ λακίς.
***
Έτσ᾽ η Μοίρα των Θεών βαστάει από πάντα
για τους Πέρσες κι όρισ᾽ έτσι:
να βολεύουνε πολέμους καστρομάχους,
αλογόδιωχτες αντάρες και παρμένες
να κουρσεύουν των εχθρών τις πολιτείες.
110 Μα έμαθαν και της πλατύδρομης της θάλασσας
σαν αφρίζει με την μάνητα του ανέμου
τους απέραντους τους κάμπους ν᾽ αντικρίζουν
μπιστεμένοι στα λεπτόκλωνα τα ξάρτια
και τα ξύλινα σκαριά τ᾽ ανθρωποφόρα.
Γι᾽ αυτό τώρα ένας φόβος χαράζει
τη θλιμένη μου μαύρη καρδιά:
«πάει ο στρατός των Περσών, ωχ αλί!»
μήπως τύχει και τέτοια ακουστεί
φωνή μες τη μεγάλη τη χώρα,
στων Σουσίων την πόλη, έρμη τώρα.
120 Και σηκώσει των Κισσίων το κάστρο
κι αυτό θρήνον αντίφωνο: «ωχ αλί!»
που θα σκούζει το γυναικοθέμι,
ενώ απάνω σε πέπλους λινούς
θενα πέφτουν τα χέρια
κάνοντάς τους ξεσκλίδια κουρέλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου