Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Αργύρης Εφταλιώτης: Ρωμαιοκρατία - Αριστίωνας και Σύλλας

Το Αργύρης Εφταλιώτης (1 Ιουλίου 1849 – 25 Ιουλίου 1923) είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη (ποιητή και πεζογράφου) Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Αν και ο Εφταλιώτης δεν ήταν ιστορικός, επιχείρησε να γράψει την Ιστορία της Ρωμιοσύνης, η οποία έμεινε ημιτελής αλλά εκδόθηκε ο πρώτος τόμος· στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε: «Ιστορώντας τα παλιά και τα μεσαιωνικά μας χρόνια, δεν περιορίστηκα στην καθαυτό ιστορία μονάχα, παρά ζήτησα να παραστήσω και τη ζωή των ανθρώπων, τις συνήθειες και τα συστήματα τους, και τέλος τη θρησκευτικά την πορεία, που  στάθηκε κ’ εθνική μας πορεία. Πάσκισα μ’ άλλους λόγους να κάμω το βιβλίο μου είδος πανόραμα, για να τους καλονοιώσουμε τους προγόνους μας, ο μόνος τρόπος να καλονοιώσουμε και τον εαυτό μας.
 
Εξόν από τον ιστορικό κ’ εθνικό σκοπό, έχει αυτό το έργο και σκοπό γλωσσικό. Βαρεθήκαμε πια να τακούμε πως η ρωμαίικη η γλώσσα είναι κατάλληλη για τραγούδια και για παραμύθια, για τίποτις άλλο όμως όχι. Η ιδέα είναι παιδιακίσια, και να που μπορεί κ’ ιστορικό βιβλίο να γραφεί στην Εθνική μας τη γλώσσα.
 
Δυο λόγια τώρα και για το δούλεμα του έργου. Καθώς θα δει αμέσως ο αναγνώστης, δεν είναι Επιστημονική Ιστορία, αφού και καθαυτό ιστορικός δεν είμαι. Για να γλιτώσω μάλιστα το λίγο μου καιρό από μεγάλες κι από μακρινές μελέτες, το πιότερο υλικό το μάζεμα από τις  καλλίτερες πρόχειρες πηγές, και δικές μας και ξένες. Είχε κι αυτό τις δυσκολίες του, επειδή ο καθένας αγαπάει να δηγάται τα πράματα καταπώς τα βλέπει, και μερικά τα βλέπουν, και δικοί μας και ξένοι, με τρόπο που δε μας πολυφωτίζουνε σ’ αυτά που γυρεύουμε. Ίσως να μας σκοτίζουνε κιόλας.» Το απόσπασμα που δημοσιεύουμε στη συνέχεια -με λίγες ορθογραφικές προσαρμογές στην σύγχρονη κοινή νεοελληνική γλώσσα- είναι από τον πρώτο τόμο του βιβλίου που εκδόθηκε στην Αθήνα από το Τυπογραφείο της Εστίας (1901),
 
Κείμενο: Αργύρης Εφταλιώτης
 
Μόλις έπεσε η Ελλάδα στην πρώτη σκλαβιά της, τη Ρωμαϊκη, και σαν αϊτός από μακρινά βουνά τη μάτιασε από τον Πόντο και χύμηξε καταπάνω της ο Μιθριδάτης (87 π. Χ.). Η Αθήνα, η καρδιά κι ο νους του Ελληνισμού, ήταν πρώτη τώρα στις μεγάλες τις συφορές, καθώς άλλοτε στις μεγάλες δόξες. Τα νησιά τα είχε του χεριού του ο καινούργιος ο τύραννος. Αμέτρητους Ρωμαίους είχε χαλασμένους στην Ανατολή, και τα στρατέματα τους πλημμυρίζανε Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, και τέλος την Αττική.
 
Μεγάλη και γενική οχλοβοή στην Αθήνα. Μεγάλες φωνές, φιλονικίες, ζητήματα. Άλλοι πρόβλεπαν τον ξολοθρεμό του Μιθριδάτη, άλλοι των Ρωμαίων, κι άλλοι το δικό τους. Ίσως μερικοί έκρυβαν και κάποια ελπίδα μυστική, πως παλεύοντας τα δυο θεριά ανάμεσα τους, Θ’ άφηναν την Ελλάδα ν’ ανοίξει μάτι, και να σταθεί πάλι στα πόδια της λεύτερη καθώς τα πρώτα· μα οι μερικοί αυτοί δεν λογάριαζαν πως νεύρα πια να σταθεί δεν είχε τ’ αποσταμένο της το κορμί.

Φαίνεται πως η μυριόδοξη η Πνύκα δεν είχε πέραση στην Αθηναίικη πολιτεία σε κείνους τους χρόνους. Σα να ήτανε μάλιστα και καταδικασμένη σε σιωπή. Όταν οι Ρωμαίοι οι στρατηγοί είχαν ή προσταγή ή φοβέρα να τους μηνύσουν, την Πνύκα δεν την καταδέχουνταν ανεβαίνανε σε «βήμα» αρχοντικώτερο, ίσως μαρμαροπελέκητο, αντίκρυ στην περίλαμπρη στοά του Κεραμεικού. Σ’ αυτό το βήμα απάνω, μια από τις πολυτάραχες εκείνες μέρες, μπρος στους ταραγμένους πολίτες, ανέβηκε ένας που σαν το Θησέα τον απάντεχαν από τον Πειραιά. Ήταν άραγες Αθηναίος κι αυτός; Όχι. Ήταν ξένος σατράπης ή στρατηγός; ρήτορας;   Μήτε.  Ήταν  ο νόθος ο Αριστίωνας,   Αφρικάνικης  δούλας παιδί.  Τον πατέρα του   μήτε κείνη δεν τόνε γνώριζε ποιος ήταν. Αφού περιπλανήθηκε από χώρα σε χώρα και μάζεψε  με πονηριές κάμποσα χρήματα,  κατέβηκε ο Αριστίωνας στην   Αθήνα κ’ έκαμνε το Σοφιστή.  Από Σοφιστής κατάντησε πολιτικός, κ’ οι Αθηναίοι, που στο αίμα τους το είχανε να τους πιστεύουν τους τέτοιους, τόνε διόρισαν «Πρεσβευτή» να πάει να τους ενεργήσει συμμαχία με το Μιθριδάτη! Δεν άργησε να γίνει στενός φίλος τον Μιθριδάτη. Αυτή ήταν η τέχνη του. Απανωτά τα λάβαιναν οι Αθηναίοι τα ρόδινα του μηνύματα και ταξίματα. Ως και δημοκρατία απόλυτη τους έταζε, ας μένανε μονάχα φίλοι του Μιθριδάτη. Τα ‘χάφταν όλα αυτά οι Αθηναίοι, και πανηγύριζαν από τότες το τέλος της Ρώμης.
 
Όταν ο Αρχέλαος, ο στρατηγός του τυράννου, ξεκινούσε κατά τον Πειραιά με τις μυριάδες του, σαν είδος προάγγελος παρουσιάστηκε στην Αθήνα ο Αριστίωνας με δορυφόρους δυο χιλιάδες. Απάνω σ’ αργυροπόδαρο φορείο τον ανέβασαν από τον Πειραιά το σωτήρα τους, σε παλάτι τόνε φιλέψανε με ζωγραφιές και μ’ αγάλματα καταστολισμένο, κι αφού ύστερ’ από ύπνο βασιλικό απάνω σε μαλακόστρωτα κρεββάτια σηκώθηκε και με πομπή και παράταξη κινούσε κατά τον Κεραμεικό, έτρεχαν κοπάδι οι Αθηναίοι να ψάξουνε τις χρυσές του χλαμύδες και να πουν πως τον άγγιξαν το Σωτήρα τους. Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. -Έτριψε το σοφό μέτωπο του, έριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει: «Έχω κ’ έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ».— «Θάρρος και πες τα μας!» ξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας. Όσες αλήθειες κι όσα ψέματα πέρασαν από το νου του τους τα ραψώδησε ώσπου ακούστηκε βαθύ μουρμουρητό απ’ άκρη ώς άκρη. «Και τι θαρρείτε σας συβουλεύω τώρα να κάμετε;» τους ρωτάει. «Να τους αψηφήστε τους Ρωμαίους, να τους πολεμήστε, να γλυτώστε τη χώρα σας και τα ιερά σας, και να ξαναζήστε πάλι δοξασμένοι και λεύτεροι σαν και πρώτα.»
 
Τι άλλο να κάμουν οι Αθηναίοι παρά να τόνε διορίσουνε στρατηγό τους, τέτοιο γλυκόγλωσσο ρήτορα! Κι αυτός τότες, αφού τους χάδεψε και μάλλες κολακείες, τους παρακάλεσε να του διαλέξουν κι άλλους βοηθούς, και περίμεναν πιά τώρα να βγει τόνειρο τους.

Σαν όνειρο που ήτανε, μήτε μια μέρα δε βάσταξε. Όχεντρα έγινε ο μαλακόγλωσσος ο Αριστίωνας άμα πήρε την εξουσία, ας ήταν καλά οι δυο χιλιάδες οι δορυφόροι. Ρουθούνι τίμιου πολίτη δεν άφησε. Κήρυξε αμέσως πολιορκία, κ’ έφραξε την πόλη από παντού, να μη φεύγουν. Όσοι σκαλνώνανε τα τειχίσματα και πηδούσανε να γλυτώσουν, κακός θάνατος τους έβρισκε αποκάτω. Πηγάδια αλάκερα γέμισε με τις περιουσίες που δήμεψε, κι άλλο τόσο βιός σώριασε με τις προμήθειες που πουλούσε στους πολιορκημένους του.
 
Δεν τούσωνε η Αθήνα, ήθελε και τη Δήλο, πλούσια τότες ακόμα. Την είχε ματιασμένη από τον καιρό που ο Αρχέλαος, θυμωμένος που δε σηκώθηκε κι αύτη, τηνέ λάφρωσε από κάμποσα ιερά χρήματα, και τα παράδωσε του Αριστίωνα τότες που κατέβαινε στην Αθήνα. Μα έμνησκαν κι άλλοι πολλοί θησαυροί, κι αυτούς σοφίστηκε να βάλει στο χέρι ο Αριστίωνας. Για κακή του όμως τύχη διάλεξε κάποιο δάσκαλο να του φτιάξει αύτη τη δουλειά, τον Απελλικώντα. Ο Απελλικώντας ήτανε φιλόσοφος, φιλόβιβλος, και φιλάρχαιος. Η βιβλιοθήκη του περιξάκουστη. Την πήρε κι αυτή κατόπι ο Σύλλας και τη μετάφερε στη Ρώμη. Από στρατιωτικά όμως ο σοφός Απελλικώντας δεν κάτεχε. Και βλέποντας τον ο Ρωμαίος ο Ορύβιος πως πότε ξεφάντωνε και πότε κοιμούνταν, έπεσε μια αφέγγαρη νύχτα καταπάνω των ανθρώπων του, κι άλλους έκοψε, άλλους έπιασε. Ο ίδιος ο Απελλικώντας από τρίχας γλύτωσε κ’ έφυγε. Σύχασε τότες η Δήλο, μα δεν ξανάνοιξε μάτι πιά.
 
Ως τόσο άρχιζε στα περίχωρα της Αθήνας το φοβερό το δράμα, του Σύλλα. Ο ίδιος ο Σύλλας δεν ήταν ακόμα κατεβασμένος στην Ελλάδα, όταν άραξε στον Πειραιά ο Αρχέλαος. Κάποιος άλλος όμως Ρωμαίος αντάμωσε το στρατηγό του Μιθριδάτη στη Βοιωτία, και κει τονέ χαιρέτησε με τρόπο που γλήγορα βρέθηκε πάλε στον Πειραιά. Τέλος ήρθε κι ο Σύλλας. Όσες πολιτείες βοηθούσαν ως τα τώρα τους Μιθριδατινούς, άλλαζαν αμέσως πολιτική και πήγανε με το Σύλλα. Οι Αθηναίοι όμως κ’ οι Πειραιώτες, και να το θέλανε δεν μπορούσαν, επειδή ο Αρχέλαος καρτερούσε κλεισμένος μέσα στον Πειραιά, κι ο Αριστίωνας στην Αθήνα. Γένηκαν λοιπόν οι δυο αυτές πολιτείες θέατρο του πολέμου. Θεόρατες μηχανές κι ανάλογα υψώματα έχτισε ο Σύλλας αντίκρυ στα τειχίσματα του Πειραιά. Κι όταν οι πέτρες και το χώμα τριγύρω δεν τούσωναν, έπαιρνε υλικό κι από τα «Μακρά τείχη».
 
Τέλος έφερε και τα δέντρα της Ακαδημίας και του «Λυκείου», έφερε και σίδερο όσο ήθελε από τη Θήβα. Όσο για χρήματα, αυτά τα προμηθεύτηκε από την Επίδαυρο κι από την Ολυμπία, γιατί εκεί φύλαγαν ακόμα οι Θεοί ασήμι και μάλαμα αμέτρητο από ταφιερώματα των αρχαίων. Τάκαμε όλα χρήμα χρυσό κι άργυρο, αφού έγραψε πρώτα των ιερέων πως πιο ασφαλισμένος θα είναι ο θησαυρός στα χέρια του, και πως αν τα ξοδέψει, πάλε με τόκο θα τα γυρίσει. Έχουνε να πουν πως άκουσε ο άνθρωπος του κιθάρα κ’ έπαιζε, όταν πήγε να συνάξει το θησαυρό, και φοβήθηκε του Απόλλωνα την οργή. —«Ακόμα κάθεσαι;» του μηνάει ο Σύλλας. «Και τι καλλίτερο σημάδι παρά να τραγουδάει ο Θεός παίζοντας την κιθάρα!» Πήγε τότες όλος ο θησαυρός. Πήγε και ταργυρό το πιθάρι, το στερνό από τα τέσσερα που είχε χαρισμένα του Απόλλωνα ο Κροίσος. Κι από το πολύ του το βάρος το κομμάτιασαν και το κουβάλησαν.
 
Τέλος άρχισε στα γερά η πολιορκία του Πειραιά. Μας τα λέγουν οι ιστορικοί τα καμώματα και τα παθήματα του χρόνου εκείνου. Μας διηγούνται πόσο στενοχωρέθηκε ο περήφανος ο Ρωμαίος όταν του ήρθε βοήθεια του Αρχέλαου από το Μιθριδάτη, και τι κακό θα τον έβρισκε τότες αν πέφτανε Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι καταπάνω του. Μα άφησε που μήτε τα ονειρεύουνταν πια οι δικοί μας τέτοια κινήματα, είναι ζήτημα κι αν τους σύφερνε ναφήσουν τη Σκύλλα και να πέσουνε μέσα στη Χάρυβδη. Νίκησε λοιπόν με τον καιρό η επιμονή του ακαταδάμαστου Σύλλα. Γύρισε τότες ο Ρωμαίος όλη του την προσοχή στην Αθήνα. Τους αφάνιζε η πείνα τους δύστυχους Αθηναίους. Ποδήματα κι άδεια τουλούμια έβραζαν κ’ έτρωγαν, λέει ο Πλούταρχος. Του Αριστίωνα ως τόσο μήτε του πουλιού το γάλα δεν τούλειπε. Ως και χόρευε και ξεφάντωνε, κι απάνω από τα τειχίσματα τον έβριζε και τον περγελούσε το Σύλλα. Πήγανε μια μέρα μερικοί νοικοκυρέοι και τον παρακαλέσανε να τους λυπηθεί τέλος και να κάμει ειρήνη. Τους αράδιασε όλους, και τους έκανε σημάδι για τις σαϊτιές του. Μετά πολλά έστερξε κ’ έστειλε δυο τρεις δικούς του να μιλήσουν του Σύλλα. Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθει την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήσει τους όσους τού αντιστέκουνται.
 
Μια από κείνες τις φοβερές μέρες, δυο γεροντάκια κουβεντιάζοντας σιμά στα τειχίσματα παραξενευόντανε γιατί  μαθές ο Ρωμαίος να μη χτυπάει από το μέρος που λέγεται σήμερα Χαλκούρι (Επτάχαλκον), που ήταν και το πιο αδύνατο. Φτάνει στ’ αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι. Λίμνη αίμα σκέπασε τον Κεραμεικό. Διακόσα χρόνια πέρασαν, και τάβλεπε ακόμα ο Πλούταρχος τα σημάδια εκείνου του χαλασμού. Πολλοί σκοτώθηκαν και μοναχοί τους από την απελπισιά. Ένα σωστό κ’ εύλογο έπραξε τότες ο Σύλλας, που θανάτωσε και τον Αριστίωνα.
 
Τι λογής πήρε κ’ έκαψε κατόπι τον Πειραιά ο Σύλλας, τι λογής αντάμωσε τον Αρχέλαο στη Χαιρώνεια και τον ξολόθρεψε, τι λογής έκλεψε τους Θηβαίους για να ξεπλερώσει τα δανεισμένα ταφιερώματα κ’ έκαμε τέλος ειρήνη με τον ταπεινωμένο Μιθριδάτη, είναι της Ρωμαϊκής ιστορίας. Εμάς ο σκοπός μας ήτανε να δείξουμε πρώτο, πόσο ακατανόητη πάντα στάθηκε η μωροπιστία των Αθηναίων, και δεύτερο, πόσο λίγο σκοτιζόντανε για πολιτική λευτεριά κ’ οι Αθηναίοι κ’ οι άλλες οι πολιτείες τριγύρω, σε καιρούς που είχαν ακόμη τρόπο να τους καταστρέφουν τους ξένους ή και να τους βάζουνε να τρώγουνται αναμεταξύ τους,  αν αντίς Πολιτείες χωρισμένες η μια από την άλλη, κ’ η καθεμιά μέσα της με κόμματα, ήταν έθνος με πολιτική ένωση, με μια και μονάχη φιλοδοξία, τη λευτεριά του, μ’ ένα όνειρο, τη ζωή και τη δόξα του. Φοβερή κατάρα το κομμάτιασμα εκείνο, που απ’ αρχής τόνε χαντάκωσε τον Ελληνισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου