Ἐποίησε δὲ περὶ Ἰωνίας, τίνα μάλιστα ἂν τρόπον εὐδαιμονοίη, εἰς ἔπη δισχίλια. τῶν δὲ ᾀδομένων αὐτοῦ εὐδοκίμησε τάδε·
ἀστοῖσιν ἄρεσκε πᾶσιν ἐν πόλει ‹...› αἴκε μένῃς·
πλείσταν γὰρ ἔχει χάριν· αὐθάδης δὲ τρόπος
πολλάκι βλαβερὰν ἐξέλαμψεν ἄταν.
[1.86] καὶ τὸ μὲν ἰσχυρὸν γενέσθαι τῆς φύσεως ἔργον· τὸ δὲ λέγειν δύνασθαι τὰ συμφέροντα τῇ πατρίδι ψυχῆς ἴδιον καὶ φρονήσεως. εὐπορίαν δὲ χρημάτων πολλοῖς καὶ διὰ τύχην περιγίνεσθαι. ἔλεγε δὲ ἀτυχῆ εἶναι τὸν ἀτυχίαν μὴ φέροντα· καὶ νόσον ψυχῆς τὸ τῶν ἀδυνάτων ἐρᾶν, ἀλλοτρίων δὲ κακῶν ἀμνημόνευτον εἶναι. ἐρωτηθεὶς τί δυσχερές, «τὴν ἐπὶ τὸ χεῖρον,» ἔφη, «μεταβολὴν εὐγενῶς ἐνεγκεῖν.» συμπλέων ποτὲ ἀσεβέσι, χειμαζομένης τῆς νεὼς κἀκείνων τοὺς θεοὺς ἐπικαλουμένων, «σιγᾶτε,» ἔφη, «μὴ αἴσθωνται ὑμᾶς ἐνθάδε πλέοντας.» ἐρωτηθεὶς ὑπὸ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου τί ποτέ ἐστιν εὐσέβεια, ἐσίγα. τοῦ δὲ τὴν αἰτίαν τῆς σιγῆς πυθομένου, «σιωπῶ,» ἔφη, «ὅτι περὶ τῶν οὐδέν σοι προσηκόντων πυνθάνῃ.»
[1.87] Ἐρωτηθεὶς τί γλυκὺ ἀνθρώποις, «ἐλπίς,» ἔφη. ἥδιον ἔλεγε δικάζειν μεταξὺ ἐχθρῶν ἢ φίλων· τῶν μὲν γὰρ φίλων πάντως ἐχθρὸν ἔσεσθαι τὸν ἕτερον, τῶν δὲ ἐχθρῶν τὸν ἕτερον φίλον. ἐρωτηθεὶς τί ποιῶν ἄνθρωπος τέρπεται, ἔφη, «κερδαίνων.» ἔλεγέ τε τὸν βίον οὕτω μετρεῖν ὡς καὶ πολὺν καὶ ὀλίγον χρόνον βιωσομένους, καὶ φιλεῖν ὡς μισήσοντας· τοὺς γὰρ πλείστους εἶναι κακούς. συνεβούλευέ τε ὧδε· «βραδέως ἐγχείρει τοῖς πραττομένοις· ὃ δ᾽ ἂν ἕλῃ, βεβαίως τηρῶν διάμενε. μὴ ταχὺ λάλει· μανίαν γὰρ ἐμφαίνει.
[1.88] φρόνησιν ἀγάπα. περὶ θεῶν λέγε ὡς εἰσίν. ἀνάξιον ἄνδρα μὴ ἐπαίνει διὰ πλοῦτον. πείσας λαβέ, μὴ βιασάμενος. ὅ τι ἂν ἀγαθὸν πράττῃς, εἰς θεοὺς ἀνάπεμπε. ἐφόδιον ἀπὸ νεότητος εἰς γῆρας ἀναλάμβανε σοφίαν· βεβαιότερον γὰρ τοῦτο τῶν ἄλλων κτημάτων.»
Μέμνηται τοῦ Βίαντος καὶ Ἱππῶναξ, ὡς προείρηται, καὶ ὁ δυσάρεστος Ἡράκλειτος μάλιστα αὐτὸν ἐπῄνεσε γράψας· ἐν Πριήνῃ Βίας ἐγένετο ὁ Τευτάμεω, οὗ πλέων λόγος ἢ τῶν ἄλλων. καὶ οἱ Πριηνεῖς δὲ αὐτῷ τέμενος καθιέρωσαν τὸ Τευτάμειον λεγόμενον. ἀπεφθέγξατο· οἱ πλεῖστοι κακοί.
***
Έγραψε ένα ποίημα δύο χιλιάδων στίχων για την Ιωνία, με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να γίνει μια ιδιαίτερα ανθηρή χώρα. Από τα τραγούδια του που τραγουδιούνταν στα συμπόσια ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι ακόλουθοι στίχοι:
Να ᾽σαι σ᾽ όλον τον κόσμο αρεστός στην πόλη ‹…› αν μένεις·
μεγάλη τότε κερδίζεις αγάπη· απ᾽ την υπεροψία όμως
αστράφτει συχνά ολέθρια συμφορά.
[1.86] Το να είσαι δυνατός είναι δώρο της φύσης· να μπορείς όμως να λες ό,τι είναι για το καλό της πατρίδας, είναι κάτι που έχει να κάνει με την ψυχή και με τη φρόνησή σου. Τον πλούτο πολλοί τον αποκτούν και στην τύχη. Δυστυχισμένος, έλεγε, είναι αυτός που δεν είναι σε θέση να υπομένει τη δυστυχία του· επίσης ότι είναι αρρώστια της ψυχής το να επιθυμεί κανείς τα αδύνατα, όπως και το να βγάζει από το μυαλό του τα βάσανα των άλλων. Όταν τον ρώτησαν τί είναι δύσκολο, είπε: «Το να υπομένεις με αξιοπρέπεια κάθε αλλαγή προς το χειρότερο». Συνταξιδεύοντας κάποτε στη θάλασσα με κάποιους ασεβείς ανθρώπους, μόλις το καράβι άρχισε να κλυδωνίζεται από την τρικυμία και εκείνοι να επικαλούνται τη βοήθεια των θεών, «Σιωπή», τους είπε, «μην καταλάβουν οι θεοί ότι ταξιδεύετε με αυτό το καράβι». Και όταν ένας ασεβής άνθρωπος τον ρώτησε τί είναι η ευσέβεια, αυτός σιωπούσε· και όταν εκείνος ζήτησε να μάθει την αιτία της σιωπής του, είπε: «Σιωπώ, γιατί με ρωτάς πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση μ᾽ εσένα».
[1.87] Όταν τον ρώτησαν ποιό πράγμα είναι γλυκό για τους ανθρώπους, είπε: «Η ελπίδα». Έλεγε πως είναι πιο ευχάριστο να δικάζεις μια υπόθεση μεταξύ εχθρών σου παρά μεταξύ φίλων σου· γιατί είναι σίγουρο πως ο ένας από τους δύο φίλους σου θα γίνει εχθρός σου, ενώ ο ένας από τους δύο εχθρούς σου θα γίνει φίλος σου. Όταν τον ρώτησαν ποιό από αυτά που κάνει ένας άνθρωπος τον ευχαριστεί περισσότερο, είπε: «Το να κερδίζει χρήματα». Έλεγε επίσης ότι οι άνθρωποι πρέπει να μετρούν τη ζωή τους σαν να πρόκειται να ζήσουν και για πολύ και για λίγο χρόνο· ακόμη ότι πρέπει να αγαπούν σαν να επρόκειτο μια μέρα να μισήσουν· γιατί οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι κακοί. Έδινε επίσης τις ακόλουθες συμβουλές: «Να μην αναλαμβάνεις βιαστικά ένα έργο· ό,τι όμως αναλάβεις, να επιμένεις σταθερά στην πραγματοποίησή του. Μην είσαι βιαστικός στον λόγο σου: είναι σημάδι τρέλας.
[1.88] Να αγαπάς τη φρόνηση. Για τους θεούς να λες ότι υπάρχουν. Μην επαινείς τον πλούσιο, αν είναι άνθρωπος χωρίς αξία. Να παίρνεις με την πειθώ, όχι με τη βία. Ό,τι καλό σού συμβαίνει, να το αποδίδεις στους θεούς. Να θεωρείς τη σοφία εφόδιο για το ταξίδι από τη νεότητα στα γηρατειά: είναι το πιο σίγουρο από όλα τα αποκτήματα.»
Τον Βίαντα τον μνημονεύει, όπως είπαμε και πιο πάνω, και ο Ιππώνακτας, τον επαίνεσε όμως με ξεχωριστό τρόπο και ο δυσκολοευχαρίστητος Ηράκλειτος, γράφοντας γι᾽ αυτόν τα εξής: «Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίαντας, ο γιος του Τεύταμου, που γι᾽ αυτόν οι άνθρωποι μιλούν περισσότερο από κάθε άλλον». Οι κάτοικοι της Πριήνης τού αφιέρωσαν ένα τέμενος, που λέγεται Τευτάμειο. Δικό του είναι το απόφθεγμα: «Οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι κακοί».
ἀστοῖσιν ἄρεσκε πᾶσιν ἐν πόλει ‹...› αἴκε μένῃς·
πλείσταν γὰρ ἔχει χάριν· αὐθάδης δὲ τρόπος
πολλάκι βλαβερὰν ἐξέλαμψεν ἄταν.
[1.86] καὶ τὸ μὲν ἰσχυρὸν γενέσθαι τῆς φύσεως ἔργον· τὸ δὲ λέγειν δύνασθαι τὰ συμφέροντα τῇ πατρίδι ψυχῆς ἴδιον καὶ φρονήσεως. εὐπορίαν δὲ χρημάτων πολλοῖς καὶ διὰ τύχην περιγίνεσθαι. ἔλεγε δὲ ἀτυχῆ εἶναι τὸν ἀτυχίαν μὴ φέροντα· καὶ νόσον ψυχῆς τὸ τῶν ἀδυνάτων ἐρᾶν, ἀλλοτρίων δὲ κακῶν ἀμνημόνευτον εἶναι. ἐρωτηθεὶς τί δυσχερές, «τὴν ἐπὶ τὸ χεῖρον,» ἔφη, «μεταβολὴν εὐγενῶς ἐνεγκεῖν.» συμπλέων ποτὲ ἀσεβέσι, χειμαζομένης τῆς νεὼς κἀκείνων τοὺς θεοὺς ἐπικαλουμένων, «σιγᾶτε,» ἔφη, «μὴ αἴσθωνται ὑμᾶς ἐνθάδε πλέοντας.» ἐρωτηθεὶς ὑπὸ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου τί ποτέ ἐστιν εὐσέβεια, ἐσίγα. τοῦ δὲ τὴν αἰτίαν τῆς σιγῆς πυθομένου, «σιωπῶ,» ἔφη, «ὅτι περὶ τῶν οὐδέν σοι προσηκόντων πυνθάνῃ.»
[1.87] Ἐρωτηθεὶς τί γλυκὺ ἀνθρώποις, «ἐλπίς,» ἔφη. ἥδιον ἔλεγε δικάζειν μεταξὺ ἐχθρῶν ἢ φίλων· τῶν μὲν γὰρ φίλων πάντως ἐχθρὸν ἔσεσθαι τὸν ἕτερον, τῶν δὲ ἐχθρῶν τὸν ἕτερον φίλον. ἐρωτηθεὶς τί ποιῶν ἄνθρωπος τέρπεται, ἔφη, «κερδαίνων.» ἔλεγέ τε τὸν βίον οὕτω μετρεῖν ὡς καὶ πολὺν καὶ ὀλίγον χρόνον βιωσομένους, καὶ φιλεῖν ὡς μισήσοντας· τοὺς γὰρ πλείστους εἶναι κακούς. συνεβούλευέ τε ὧδε· «βραδέως ἐγχείρει τοῖς πραττομένοις· ὃ δ᾽ ἂν ἕλῃ, βεβαίως τηρῶν διάμενε. μὴ ταχὺ λάλει· μανίαν γὰρ ἐμφαίνει.
[1.88] φρόνησιν ἀγάπα. περὶ θεῶν λέγε ὡς εἰσίν. ἀνάξιον ἄνδρα μὴ ἐπαίνει διὰ πλοῦτον. πείσας λαβέ, μὴ βιασάμενος. ὅ τι ἂν ἀγαθὸν πράττῃς, εἰς θεοὺς ἀνάπεμπε. ἐφόδιον ἀπὸ νεότητος εἰς γῆρας ἀναλάμβανε σοφίαν· βεβαιότερον γὰρ τοῦτο τῶν ἄλλων κτημάτων.»
Μέμνηται τοῦ Βίαντος καὶ Ἱππῶναξ, ὡς προείρηται, καὶ ὁ δυσάρεστος Ἡράκλειτος μάλιστα αὐτὸν ἐπῄνεσε γράψας· ἐν Πριήνῃ Βίας ἐγένετο ὁ Τευτάμεω, οὗ πλέων λόγος ἢ τῶν ἄλλων. καὶ οἱ Πριηνεῖς δὲ αὐτῷ τέμενος καθιέρωσαν τὸ Τευτάμειον λεγόμενον. ἀπεφθέγξατο· οἱ πλεῖστοι κακοί.
***
Έγραψε ένα ποίημα δύο χιλιάδων στίχων για την Ιωνία, με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να γίνει μια ιδιαίτερα ανθηρή χώρα. Από τα τραγούδια του που τραγουδιούνταν στα συμπόσια ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι ακόλουθοι στίχοι:
Να ᾽σαι σ᾽ όλον τον κόσμο αρεστός στην πόλη ‹…› αν μένεις·
μεγάλη τότε κερδίζεις αγάπη· απ᾽ την υπεροψία όμως
αστράφτει συχνά ολέθρια συμφορά.
[1.86] Το να είσαι δυνατός είναι δώρο της φύσης· να μπορείς όμως να λες ό,τι είναι για το καλό της πατρίδας, είναι κάτι που έχει να κάνει με την ψυχή και με τη φρόνησή σου. Τον πλούτο πολλοί τον αποκτούν και στην τύχη. Δυστυχισμένος, έλεγε, είναι αυτός που δεν είναι σε θέση να υπομένει τη δυστυχία του· επίσης ότι είναι αρρώστια της ψυχής το να επιθυμεί κανείς τα αδύνατα, όπως και το να βγάζει από το μυαλό του τα βάσανα των άλλων. Όταν τον ρώτησαν τί είναι δύσκολο, είπε: «Το να υπομένεις με αξιοπρέπεια κάθε αλλαγή προς το χειρότερο». Συνταξιδεύοντας κάποτε στη θάλασσα με κάποιους ασεβείς ανθρώπους, μόλις το καράβι άρχισε να κλυδωνίζεται από την τρικυμία και εκείνοι να επικαλούνται τη βοήθεια των θεών, «Σιωπή», τους είπε, «μην καταλάβουν οι θεοί ότι ταξιδεύετε με αυτό το καράβι». Και όταν ένας ασεβής άνθρωπος τον ρώτησε τί είναι η ευσέβεια, αυτός σιωπούσε· και όταν εκείνος ζήτησε να μάθει την αιτία της σιωπής του, είπε: «Σιωπώ, γιατί με ρωτάς πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση μ᾽ εσένα».
[1.87] Όταν τον ρώτησαν ποιό πράγμα είναι γλυκό για τους ανθρώπους, είπε: «Η ελπίδα». Έλεγε πως είναι πιο ευχάριστο να δικάζεις μια υπόθεση μεταξύ εχθρών σου παρά μεταξύ φίλων σου· γιατί είναι σίγουρο πως ο ένας από τους δύο φίλους σου θα γίνει εχθρός σου, ενώ ο ένας από τους δύο εχθρούς σου θα γίνει φίλος σου. Όταν τον ρώτησαν ποιό από αυτά που κάνει ένας άνθρωπος τον ευχαριστεί περισσότερο, είπε: «Το να κερδίζει χρήματα». Έλεγε επίσης ότι οι άνθρωποι πρέπει να μετρούν τη ζωή τους σαν να πρόκειται να ζήσουν και για πολύ και για λίγο χρόνο· ακόμη ότι πρέπει να αγαπούν σαν να επρόκειτο μια μέρα να μισήσουν· γιατί οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι κακοί. Έδινε επίσης τις ακόλουθες συμβουλές: «Να μην αναλαμβάνεις βιαστικά ένα έργο· ό,τι όμως αναλάβεις, να επιμένεις σταθερά στην πραγματοποίησή του. Μην είσαι βιαστικός στον λόγο σου: είναι σημάδι τρέλας.
[1.88] Να αγαπάς τη φρόνηση. Για τους θεούς να λες ότι υπάρχουν. Μην επαινείς τον πλούσιο, αν είναι άνθρωπος χωρίς αξία. Να παίρνεις με την πειθώ, όχι με τη βία. Ό,τι καλό σού συμβαίνει, να το αποδίδεις στους θεούς. Να θεωρείς τη σοφία εφόδιο για το ταξίδι από τη νεότητα στα γηρατειά: είναι το πιο σίγουρο από όλα τα αποκτήματα.»
Τον Βίαντα τον μνημονεύει, όπως είπαμε και πιο πάνω, και ο Ιππώνακτας, τον επαίνεσε όμως με ξεχωριστό τρόπο και ο δυσκολοευχαρίστητος Ηράκλειτος, γράφοντας γι᾽ αυτόν τα εξής: «Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίαντας, ο γιος του Τεύταμου, που γι᾽ αυτόν οι άνθρωποι μιλούν περισσότερο από κάθε άλλον». Οι κάτοικοι της Πριήνης τού αφιέρωσαν ένα τέμενος, που λέγεται Τευτάμειο. Δικό του είναι το απόφθεγμα: «Οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι κακοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου