Όταν πια τα πράγματα στην Αθήνα είχαν ξεκαθαρίσει, ήταν η ώρα του Κύρου να απασχολήσει τις σπαρτιατικές δυνάμεις, που ζητούσε βοήθεια στον αγώνα εναντίον του αδερφού του: «… ο Κύρος έστειλε ανθρώπους του στη Λακεδαίμονα, ζητώντας από τους Λακεδαιμονίους να του ανταποδώσουν τη φιλία που τους είχε δείξει όταν πολεμούσαν τους Αθηναίους». (3,1,1).
Αναντίρρητα ο Κύρος είχε βοηθήσει πολύ στον πόλεμο με την Αθήνα. Όμως εδώ δεν πρόκειται μόνο για το ηθικό χρέος ενός ανεξόφλητου λογαριασμού, αλλά και για μια πρώτης τάξεως ευκαιρία παρέμβασης στα εσωτερικά των άλλων. Κι αυτού του είδους οι παρεμβάσεις δε γίνονται ποτέ με το αζημίωτο.
Η σύγκρουση του ελληνικού κόσμου στον πελοποννησιακό πόλεμο δεν άφησε καθόλου αδιάφορα τα περσικά συμφέροντα. Οι περσικές συγκρούσεις που είναι προ των πυλών θα ήταν αδύνατο να αφήσουν τους Σπαρτιάτες ασυγκίνητους: «Οι έφοροι βρήκαν εύλογη την αξίωσή του» (του Κύρου εννοείται) «και παρήγγειλαν στον Σάμιο – που ήταν τότε ναύαρχος – να ‘ναι στη διάθεσή του για ό,τι του ζητήσει». (3,1,1).
Όπως ήταν φυσικό, ο Σάμιος έσπευσε σε βοήθεια του Κύρου. Οδήγησε το στόλο του στην Κιλικία κι εμπόδισε το Συέννεσι, κυβερνήτη της Κιλικίας, να αποκρούσει τα στρατεύματα του Κύρου, που κατευθύνονταν εναντίον του αδερφού του. Οι Σπαρτιάτες, αν και δεν ενεπλάκησαν επίσημα στην τελική σύγκρουση για τον περσικό θρόνο, που οδήγησε στο θάνατο του Κύρου, είχαν βρει τις αφορμές, ώστε να διατηρούν σχεδόν σε μόνιμη βάση στρατιωτικές δυνάμεις στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Κι όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο πεδίο των εξελίξεων, δε θα αργήσει η στιγμή, που θα κληθεί να παίξει ενεργό ρόλο: «Θεωρώντας ότι ο Τισσαφέρνης του είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον πόλεμο με τον αδερφό του, ο Βασιλεύς τον διόρισε σατράπη όχι μόνο στα εδάφη που διοικούσε και πριν, αλλά και σ’ εκείνα που διοικούσε πρωτύτερα ο Κύρος. Ο Τισσαφέρνης τότε πρόβαλε ευθύς την αξίωση να του δηλώσουν υποταγή όλες οι ιωνικές πόλεις». (3,1,3).
Κι εδώ ξεκινά η εμπλοκή της Σπάρτης στην Ιωνία, αφού από του 405 π. Χ. (βρισκόμαστε ήδη στο 402 π. Χ.) ο Κύρος είχε αφήσει το Λύσανδρο ως υπεύθυνο της σατραπείας και προφανώς οι πόλεις της Ιωνίας είχαν Σπαρτιάτη αρμοστή. Η εξόντωση του Κύρου και η επικράτηση του Τισσαφέρνη δε θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστες τις διοικητικές σχέσεις που είχαν δομηθεί.
Οι ιωνικές πόλεις «ήθελαν να μείνουν ελεύθερες, κι εξάλλου τον φοβόνταν επειδή τον καιρό που ζούσε ο Κύρος είχαν πάρει το μέρος του εναντίον του Τισσαφέρνη. Για τούτο δε δέχτηκαν να του ανοίξουν τις πύλες τους κι έστειλαν πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους με το αίτημα, τώρα που είχαν την ηγεμονία όλης της Ελλάδας, να προστατέψουν κι εκείνους, τους Έλληνες της Ασίας, βοηθώντας τους να σώσουν τα εδάφη τους από τη λεηλασία και να μείνουν οι ίδιοι ελεύθεροι». (3,1,3).
Ο επεκτατισμός της ισχύος έχει τεθεί ως ιστορική νομοτέλεια τόσο από το Θουκυδίδη, που παρακολούθησε την πορεία των Αθηναίων, όσο και από τον Ξενοφώντα, που παρακολουθεί τώρα τις ενέργειες της Σπάρτης. Ο αδύναμος δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να απευθυνθεί στον ισχυρό, όταν νιώθει ότι κινδυνεύει. Ο ισχυρός δεν μπορεί να μην αναμειχθεί, αφού αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που όχι μόνο θα κατοχυρώσει, αλλά και θα επεκτείνει την ισχύ του. Η ισχύς που δε συμμετέχει στη διαμόρφωση του παγκόσμιου χάρτη δεν είναι ισχύς. Και η διαμόρφωση του παγκόσμιου χάρτη ισοδυναμεί με τη διαμοίραση του παγκόσμιου πλούτου. Υπό αυτούς τους όρους, η άρνηση της συμμετοχής μπορεί να εκληφθεί μονάχα ως αδυναμία. Κι αυτό κρίνεται επικίνδυνο· μπορεί να αποθρασύνει το αντίπαλο δέος.
Σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει τίποτε πιο συμφέρον για τα μεγάλα στρατόπεδα απ’ την εκ των προτέρων συμφωνία. Διευκολύνει τον επεκτατισμό, αφού αποφεύγεται η φθορά των αδιάκοπων συγκρούσεων, και κάνει τις αδύναμες πόλεις να υποκύπτουν πιο εύκολα, καθώς δεν έχουν τίποτε να ελπίσουν. Το να μείνουν και κάποιες περιοχές με αδιευκρίνιστη κυριαρχία, για να μην πτοείται η πολεμική εγρήγορση, μπορεί να είναι κι αυτό μέρος της συμφωνίας. Στις σχέσεις, όμως, της Σπάρτης με τον Πέρση βασιλιά τέτοια συμφωνία δεν υπήρχε. Και οι πόλεις της Ιωνίας δε θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες.
Η Σπάρτη έστειλε αρμοστή το Θίβρωνα με τέσσερις χιλιάδες Πελοποννησίους: «Ο Θίβρων ζήτησε κι από τους Αθηναίους τριακόσιους ιππείς, λέγοντας ότι αναλαμβάνει τη μισθοδοσία τους· εκείνοι του ‘δωσαν από όσους είχαν υπηρετήσει στο ιππικό τον καιρό των Τριάντα, πιστεύοντας ότι θα ‘ταν κέρδος για τη δημοκρατική παράταξη αν πήγαιναν να σκοτωθούν σε ξένα μέρη». (3,1,4).
Και βέβαια, ο Θίβρων δεν έχασε καιρό. Μόλις ενσωμάτωσε στις δυνάμεις του όσα μισθοφόρα στρατεύματα του Κύρου είχαν διασωθεί προχώρησε στο έργο: «… άρχισε ν’ αντιμετωπίζει τον Τισσαφέρνη και στα πεδινά και να επεκτείνει την εξουσία του και σ’ άλλες πόλεις: η Πέργαμος προσχώρησε θεληματικά, καθώς και η Τευθρανία κι η Αλίσαρνα που κυβερνούσαν ο Ευρυσθένης κι ο Προκλής – απόγονοι του Λακεδαιμονίου Δημάρατου… Προσχώρησαν ακόμα στο Θίβρωνα ο Γοργίων κι ο Γογγύλος, αδέρφια που κατείχαν ο ένας το Γάμβριο και το Παλαιγάμβριο κι ο άλλος τη Μύρινα και το Γρύνειο… Άλλες πόλεις πάλι, πιο αδύναμες, τις υπέταξε ο Θίβρων με τη βία· τη Λάρισα τη λεγόμενη “Αιγυπτιακή”, που αρνήθηκε να παραδοθεί, την περικύκλωσε κι άρχισε να την πολιορκεί». (3,1,6-7).
Όμως, ενώ βρισκόταν στην Έφεσο κατευθυνόμενος προς την Καρία, ήρθε προς αντικατάστασή του ο Δερκυλίδας. Ο Θίβρων επέστρεψε στη Σπάρτη «όπου τιμωρήθηκε κι εξορίστηκε, επειδή οι σύμμαχοι τον είχαν καταγγείλει ότι άφηνε το στρατό να λεηλατεί φιλικά εδάφη». (3,1,8).
Ο Δερκυλίδας, σαφώς ικανότερος από το Θίβρωνα, αντιλαμβανόμενος ότι δεν είναι συμφέρον να τα βάλει ταυτόχρονα και με τον Τισσαφέρνη και τον Φαρνάβαζο, αφού διέγνωσε την αμοιβαία καχυποψία των δύο Περσών «συνεννοήθηκε με τον Τισσαφέρνη κι ο οδήγησε το στρατό στα εδάφη του Φαρναβάζου». (3,1,9). Η γνώση του ντόπιου διοικητικού παρασκηνίου είναι βασικό μέλημα της ισχύος που ασκεί επεκτατισμό. Οι διαφορές και οι προσωπικές έχθρες των ιθυνόντων αποδεικνύονται πραγματικό χρυσάφι, αφού ανά πάσα στιγμή μπορούν να προσφερθούν για εκμετάλλευση.
Θα έλεγε κανείς ότι οι επεκτατικές διαθέσεις των Λακεδαιμονίων γίνονται απροκάλυπτες, αφού πλέον δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Ενώ αρχικά το άλλοθι για την εκστρατεία ήταν οι πόλεις της Ιωνίας, που διεκδικούσε ο Τισσαφέρνης, ο Δερκυλίδας στρέφεται εναντίον του Φαρναβάζου (με τον οποίο είχε ανοιχτούς λογαριασμούς από παλιά, επειδή υπέστη εξευτελιστικές ποινές από συκοφαντίες του) ερχόμενος σε συμφωνία με τον Τισσαφέρνη. Τελικά, το ζήτημα ήταν να υπάρχει έρεισμα για την παρουσία του σπαρτιατικού στρατού στα παράλια προς ιδιοποίηση του ξένου πλούτου. Εφόσον αυτό εξασφαλίστηκε, τα πάντα είναι θέμα στρατηγικής. Οι αρχικές προφάσεις σταδιακά χάνουν τη σημασία τους.
Όμως, ο Δερκυλίδας δε θα σταματήσει εδώ. Όταν έφτασε στην Αιολίδα, την οποία κατείχε ο Φαρνάβαζος εκμεταλλεύτηκε για δεύτερη φορά το διοικητικό παρασκήνιο που δίχαζε τους αξιωματούχους. Τη σατραπεία που σκόπευε άμεσα να επιτεθεί τη διοικούσε παλιά, για λογαριασμό του Φαρναβάζου βέβαια, ο Ζήνις ο Δαρδανεύς. Όταν αυτός πέθανε, η γυναίκα του η Μανία κάνοντας δώρα και προσφέροντας μεγάλες τιμές στο Φαρνάβαζο κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να λάβει την εντολή να συνεχίσει η ίδια το έργο του άντρα της. Ήταν πάρα πολύ ικανή και λέγεται ότι ο Φαρνάβαζος την εκτιμούσε τόσο πολύ, που υπήρξαν περιπτώσεις που ζητούσε ακόμη και τη συμβουλή της.
Η Μανία συγκέντρωσε αμύθητο πλούτο και τον διατηρούσε στις δύο κορυφαίες πόλεις που είχε υπό την εξουσία της, τη Σκήψη και τη Γέργιθα. Ο άντρας της κόρης της όμως, ο Μειδίας, αποφάσισε ότι είναι ντροπή να διοικεί τη σατραπεία μια γυναίκα, αφού ο ίδιος, ως άντρας, έπρεπε να έχει προτεραιότητα. Σκότωσε τη Μανία μαζί με το δεκαεφτάχρονο γιό της, που μοιραία θα διεκδικούσε το αξίωμα, κι ανέφερε στο Φαρνάβαζο τις διαθέσεις του να τον υπηρετεί πιστά. Όμως, αντί για συγκατάθεση, ο Φαρνάβαζος του απάντησε ότι «δεν ήθελε να ζήσει … αν δεν έπαιρνε εκδίκηση για τη Μανία». (3,1,16).
Ο Μειδίας, απολύτως μετέωρος και μην έχοντας εμπιστοσύνη ούτε στις διαθέσεις του στρατεύματος, ήταν αδύνατο να προβάλει ιδιαίτερη αντίσταση στο Δερκυλίδα, που έμπαινε στην περιοχή. Προσπάθησε μάλιστα να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, καθώς αποδιωγμένος πια από το Φαρνάβαζο επιζητούσε μια νέα ισχύ, που να τον εδραιώνει στην εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Δερκυλίδας ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει σοβαρή αντίσταση στις πόλεις που πήγαινε: «… αμέσως, μέσα σε μια μέρα, πήγαν θεληματικά με το μέρος του οι παράλιες πόλεις Λάρισα, Αμαξιτός και Κολωνές». (3,1,16).
Φυσικά, κατά το Δερκυλίδα, οι πόλεις αυτές απελευθερώνονταν. Καμία ισχύς δεν υποδουλώνει. Μόνο απελευθερώνει: «Στη συνέχεια μήνυσε και στις αιολικές πόλεις ζητώντας τους ν’ απελευθερωθούν, να τον δεχτούν και μέσα στα τείχη τους, και να γίνουν σύμμαχοί του. Οι Νεανδρείς, οι Ιλιείς κι οι Κοκυλίτες δέχτηκαν, γιατί οι ελληνικές φρουρές τους δεν είχαν καλή μεταχείριση από τότε που ‘χε πεθάνει η Μανία». (3,1,16). Μόνο ο φρούραρχος της Κεβρήνος αποφάσισε να αντισταθεί ελπίζοντας ότι ο Φαρνάβαζος θα τον ανταμείψει. Μετά από πέντε μέρες όμως, και χωρίς να γίνει κάποια ουσιαστική σύγκρουση, η πόλη παραδόθηκε με συνωμοσία.
Ο Μειδίας περισσότερο για να τηρήσει τα προσχήματα, αφού πλέον ούτε ο πληθυσμός είχε διάθεση να τον στηρίξει ζήτησε από το Δερκυλίδα ομήρους, ως προϋπόθεση για να συναντηθούν: «Εκείνος του ‘στειλε έναν από κάθε συμμαχική πόλη, λέγοντάς του να διαλέξει όσους κι όποιους ήθελε». (3,1,20). Στη συνάντηση η θέση του Μειδία ήταν αξιολύπητη. Χωρίς να μπορεί να προβάλει την ελάχιστη αξίωση, επέτρεψε στο Δερκυλίδα να παίξει το παιχνίδι ακριβώς όπως ήθελε: «… ρώτησε» (ο Μειδίας εννοείται) «με τι όρους θα τον δεχόταν για σύμμαχο. Ο Δερκυλίδας αποκρίθηκε ότι όρος ήταν ν’ αφήσει ελεύθερο κι ανεξάρτητο τον πληθυσμό, και λέγοντας αυτά προχωρούσε συνάμα προς τη Σκήψη». (3,1,20).
Με άλλα λόγια, από τη μια απαιτούσε την απελευθέρωση κι από την άλλη κατευθυνόταν προς την πόλη που είχε το χρήμα. Κι όταν μπήκε στη Σκήψη, άφησε στο λαό τις καλύτερες εντυπώσεις: «Ο Δερκυλίδας έκανε θυσία στην Αθηνά στην ακρόπολη των Σκηψίων, και ύστερα έδιωξε τους μισθοφόρους του Μειδία από την πόλη και την παρέδωσε στους πολίτες, συμβουλεύοντάς τους να πολιτεύονται καθώς ταιριάζει σ’ Έλληνες κι ελεύθερους ανθρώπους. Την ώρα που έφευγε με το στρατό για τη Γέργιθα, τον ξεπροβόδισαν με τιμές και πολλοί από τη Σκήψη, ενθουσιασμένοι με τα γεγονότα». (3,1,21).
Φυσικά, η Γέργιθα ήταν η άλλη πόλη που είχε συγκεντρωμένο χρήμα. Στο δρόμο για εκεί ο Μειδίας πρόβαλλε την αξίωση να παραδοθεί η πόλη στον ίδιο. Ο Δερκυλίδας του απάντησε ότι δε θα αδικηθεί χωρίς να διακόψει την πορεία του. Ασφαλώς, δεν υπήρχε περίπτωση να τον πάρει στα σοβαρά. Ο Μειδίας ήταν η πιο ευνοϊκή συγκυρία για το Δερκυλίδα. Αν ζούσε η Μανία και συγκέντρωνε το στρατό με την υποστήριξη του Φαρναβάζου, τα πράγματα δε θα ήταν τόσο εύκολα.
Οι φιλοδοξίες των ανάξιων είναι βούτυρο για το ψωμί της επερχόμενης ισχύος. Ανατρέπουν τις ισορροπίες, δυσαρεστούν το λαό, αποκόβουν τους κρίκους με τον παραδοσιακό προστάτη και τελικά ανοίγουν το δρόμο στο Δερκυλίδα που έρχεται. Όταν πια κατέλαβε και τη Γέργιθα κι έκανε τη θυσία στην Αθηνά, ο Μειδίας δεν ήξερε πια ούτε ποιο ρόλο να κρατήσει: «Ο Μειδίας δεν ήξερε τι να κάνει. “Λοιπόν”, είπε, “εγώ πηγαίνω να φροντίσω για τη φιλοξενία σου”. Κι ο άλλος: “Όχι, μα το Δία”, απάντησε, “θα ‘ταν ντροπή να με φιλοξενήσεις εσύ αντί να σε φιλοξενήσω εγώ, που έκανα τη θυσία”». (3,1,24).
Τα πράγματα γίνονται απολύτως ξεκάθαρα. Οικοδεσπότης είναι αυτός που κάνει τη θυσία. Ο Μειδίας είναι ο φιλοξενούμενος. Κι όταν έκατσαν για να τα ξεκαθαρίσουν «ρώτησε ο Δερκυλίδας: “Πες μου, Μειδία, ο πατέρας σου σ’ άφησε κύριο της περιουσίας του;” “Και βέβαια”, απάντησε εκείνος. “Και πόσα σπίτια είχες; Πόσα κτήματα; Πόσες βοσκές;” [….] Άμα τέλειωσε η απογραφή της πατρικής περιουσίας: “Πες μου”, είπε ο Δερκυλίδας, “ποιανού ήταν η Μανία;” Όλοι αποκρίθηκαν ότι ήταν του Φαρναβάζου. “Τότε λοιπόν και όσα της ανήκαν”, συνέχισε, “ήταν του Φαρναβάζου;” “και βέβαια”, αποκρίθηκαν. “Τότε πρέπει να ‘γιναν δικά μας”, είπε, “αφού είμαστε νικητές – γιατί ο Φαρνάβαζος είναι εχθρός μας. Εμπρός, λοιπόν” – πρόσθεσε – “ας μας οδηγήσει κάποιος εκεί που βρίσκεται η περιουσία της Μανίας και του Φαρναβάζου”». (3,1,25-26).
Είναι φανερό ότι ο Δερκυλίδας περισσότερο περιπαίζει το Μειδία παρά διαπραγματεύεται. Ο Μειδίας ως πραγματική καρικατούρα δε θα μπορούσε να έχει άλλη αντιμετώπιση. Η απελευθέρωση της Γέργιθας ήταν πλέον γεγονός. Και μετά την απελευθέρωση ο Δερκυλίδας ζήτησε να δει τα «πράγματα» της Μανίας: «Εκείνοι τότε του τα ‘δειξαν, κι αφού τα είδε όλα τα κλείδωσε, τα σφράγισε κι έβαλε σκοπούς να τα φυλάνε. Βγαίνοντας είπε στους ταξίαρχους και τους λοχαγούς που συνάντησε στην είσοδο: “Άνδρες, εξοικονομήσαμε μισθό για το στρατό – αρκετά για οχτώ χιλιάδες άνδρες για έναν χρόνο σχεδόν. Κι αν βγάλουμε κι άλλα, θα τα ‘χουμε παραπανίσια”». (3,1,27-28).
Ο σπαρτιατικός επεκτατισμός δε λειτουργεί όπως εκείνος της Αθήνας. Ούτε φορολογεί ούτε στέλνει το χρήμα στην πόλη. Το αξιοποιεί επιτόπου για τις ανάγκες του στρατού. Εξάλλου, και η κουλτούρα των Σπαρτιατών δεν αφορούσε τη συσσώρευση του χρήματος. Δεν έγιναν ποτέ θεαματικά έργα τέχνης στη Σπάρτη, που να επιδεικνύουν τη δύναμη και τον πλούτο. Όμως, δεν παύουν να εξυπηρετούνται τα σπαρτιατικά συμφέροντα, που πλέον ανοίγονται ξεκάθαρα στην Ασία.
Όσο για το Μειδία, ο Δερκυλίδας του επιφύλασσε ιδιαιτέρως ταπεινωτικό φινάλε: «Κι όταν ρώτησε ο Μειδίας: “Κι εγώ πού πρέπει να ζήσω Δερκυλίδα;” Του απάντησε: “Εκεί που είναι και το πιο δίκαιο, Μειδία – στην πατρίδα σου τη Σκήψη, στο πατρικό σου σπίτι”». (3,1,28).
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου