Τι είδος τέχνης, αναρωτιέται κανείς, έδωκε στους Έλληνες η συγκατοίκηση τους με το μηδέν; Τι είδος τέχνης, αναλογίζεται κανείς, εδημιούργησαν οι Έλληνες από τη συγκατοίκηση τους με το μηδέν!
Υπάρχει, πράγματι, ένα είδος απορίας πού συγκατοικεί με το θαυμασμό. Αυτό που αλλιώς το λέμε έκσταση.
Προληπτικά και λακωνίζοντας θα ειπώ ότι το μηδέν χάρισε στους έλληνες την τραγική ποίηση. Από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα. Για τον τραγικό Όμηρο μιλά κιόλας ό Πλάτων:
‘Ομηρον ποίητικώτατον είναι και πρώτον τών τραγωδοποιών.
Και σε μια δεύτερης τάξης συμπλήρωση, σε μια ευλαβητική αναπαλαίωση κλασσικών αρχιτεκτονημάτων — ο,τι ήταν για τούς αθηναίους θεατές τα κατ’ αγρούς Διονύσια σε σύγκριση με τα εν άστει — από τον Επίκουρο ως το φιλόσοφο των σκηνών εκστρατείας Μάρκο Αυρήλιο Άντωνίνο, η τραγική αίσθηση αποτελεί τον αόρατο σκελετό της καλλιτεχνικής έκφρασης των ελλήνων.
Οι λέξεις φιλοσοφία, θέατρο, διάλογος, πολιτική, τραγωδία, κωμωδία, μουσική και μερικές ακόμη τετράδες στους έλληνες απόκτησαν ένα νόημα γεωδαιτικό για τα ανθρώπινα πράγματα.
Το περιεχόμενο τους όρισε το χάρτη της ανθρώπινης φύσης, όπως τα ονόματα των δεκαέξι σημείων του ορίζοντα ουρανογραφούν την κίνηση και την ακινησία των άστρων.
Αυτές τις λέξεις, όταν ήρθε ή ώρα τους, τις υιοθέτησαν, και με τον καιρό τις αφομοίωσαν όλες οι γλώσσες της Οικουμένης. Στο βαθμό μάλιστα που επιτέλεσαν αυτή την εισδοχή, κρίθηκε ή μετοχή και ή συνεισφορά τους στον πολιτισμό.
Είπανε εύστοχα ότι οι πολιτείες και οι τοπολαλιές πού περιέλαβε ο Δάντης στην Κωμωδία αποτέλεσαν αργότερα το πολιτικό σώμα της Ιταλίας. Ότι όσες δεν θα ‘χε περιλάβει, θα ‘χαν απομείνει έξω κι ότι όσες δεν θα ‘χε αφήσει έξω, θα ‘χαν περιληφθεί.
Την ίδια σημασία σε διάσταση παγκόσμια και με προοπτική ανθρωπιστική κατέχουν ετούτες οι λίγες λέξεις. Ορίζουν τα σύνορα μιας παγκόσμιας χώρας, που οι πολίτες της, χωρίς εθνική υστερία και με αδιάκοπη πνευματική αγρύπνια, φέρνουν την προσωνυμία άνθρωποι. Όπως και να το κοιτάξει κανείς το
ούκ ενι Ιουδαίος ούδε Ελλην ούκ ενι δούλος οΰδε ελεύθερος
παραδόθηκε σε γλώσσα ελληνική.
Γέννημα λοιπόν του πόνου, από τη στάση πού ο άνθρωπος αντίκρισε ασκαρδαμυκτί το μηδέν, η τραγική ποίηση εμφανίστηκε με όψη τρίμορφη: με το στοχασμό των Προσωκρατικών, με το δράμα της αττικής σκηνής, και με το διάλογο του Πλάτωνα.
Ότι το τραγικό αίσθημα υπάρχει στην προσωκρατική φιλοσοφία έχει γίνει, νομίζω, φανερό. Ότι και ποίηση όμως υπάρχει στα αποσπάσματα των Προσωκρατικών, αυτό χρειάζεται να φανερωθεί από σκοπού και επί τούτω.
Πρώτα-πρώτα τα πράγματα πού προσήλωσαν την προσοχή και το βλέμμα εκείνων των αρχαϊκών στοχαστών ήσαν από την ίδια τη φύση τους ευεπίφορα στην εμπνοή της ποίησης και στην καλλιτεχνική έκφραση.
Όλα τα στοιχεία πού ανήκουν στον κόσμο, πού συστατικά και ενόργανα τελούν και αποτελούν τη λειτουργική του ενότητα, πού είναι, θα λέγαμε, το καθένα τους μέλος του σώματος της φύσης — ο Σολωμός παρασταίνει κάπου τη φύση σαν γυναίκα πού χορεύει γυμνή — είναι πλούσια σε κοιτάσματα ομορφιάς.
Τα ‘χει δηλαδή φορτισμένα η ουσία εκείνη πού μαυλίζει την αισθητική συνείδηση, παιδαγωγεί την καλλιτεχνική έξαρση του άνθρωπου, και βρεφουργεί τη δημιουργία.
Μ’ ένα λόγο ο ίδιος ο κόσμος είναι ποίημα. Κατά την έννοια, τουλάχιστον, ότι αποτελεί το αισθητικό αντίκρυσμα, το δημιούργημα της πρώτης ουσίας. Εκείνο πού
εν αρχή ό θεός εποίησε,
και γλωσσικά ακόμη δεν ημπορεί παρά να είναι ποίημα.
Αλλά ποια είναι αυτά τα πράγματα του κόσμου, πού συγκαιρίζοντας τις φωνές ενός θιάσου παντοίων οργάνων, έρριξαν τη στόχαση των Προσωκρατικών στην άμοιαστη λεωφόρο της μουσικής; (Οι Πυθαγόρειοι μάλιστα ενήμεροι και τηρητές της μοναχικότητας αυτού του διακριτικού και διακεκριμένου δρόμου είχαν θεσπίσει και σχετική εντολή:
τας τε λεωφόρους μη βαδίζειν.
Όπου λεωφόροι εσήμαιναν τις άκριτες γνώμες, τις κάθε χωρίς την οποία πρωτοτυπία πεπατημένες).
Τα πράγματα είναι εκείνα τα καθημερινά και τα οικεία, όσα η απλότητα τους ξεπερνά τη σκέψη μας — αλλά έτσι και την τιμωρεί — ώστε τα παραβλέπει. Ήγουν:
Οι κρήνες και η θάλασσα, ή αστραπή, οι σιωπές, ο ήλιος και ή ιλάειρα σελήνη. Είναι τα δέντρα των καρπών και η νύχτα, οι σεισμοί τα δρεπάνια και οι χελιδόνες. Η χόβολη, τα ηφαίστεια, και τα εφτά αστέρια της Άρκτου. Είναι ή γόνιμη λάσπη, το πείσμα του βράχου, ή βουή των άνεμων, η ομίχλη, ο ύπνος. Και ακόμη τα ιπτάμενα φέρετρα πού έβλεπε ο Γοργίας στους γύπες και τα ‘λαχνήεντα μήδεα’ Όπως ονομάζει τα άρρενα μόρια ο Έμπεδοκλής.
Εαν η ποίηση δεν εξαντλείται στο στίχο εάν δεν είναι μέτρα μόνο, και προσωδία και ρίμες, εάν δεν της φτάνει άπλα το μηχανικό συνταίριασμα των λέξεων ή των ήχων ό ρυθμός πού κυλά λικνιστικά στη χορευτική του δίπλη, χωρίς να διακόπτει παράτονα την ομόλογη μουσική μας συν-κίνηση, εάν, πέρα απ’όλα τούτα, ή ποίηση έρχεται από το άγγιγμα του ειρμού των ίδιων των όντων, από την είσοδο του άνθρωπου στους άπειρους δρόμους-δεσμούς της σκοτεινής αρχιτεκτονικής των πραγμάτων πού, λύνοντας και δένοντας, ο ποιητής-θησέας τούς ξαναδιατάζει στον μίτο οδηγητή πού τον πάει και θα τον ξαναφέρει. εάν ακόμη ομολογούμε ποίηση στη γνώση και το ήθος των ανθρώπων, με τον τρόπο πού αναγνωρίζουμε αρμονία στην πορεία και την τάξη των φυτών ή των εντόμων εάν, τέλος πάντων, δεχτούμε ότι ή ποίηση υπάρχει και στο περίφημο εκείνο
αποθανείν θέλω
της Σίβυλλας του Πετρώνιου, πού με την ελληνική του λευκάδα αιφνιδιάζει το χαλκό λατινικό κείμενο, όπως το ξαφνικό πέταγμα του περιστεριού αναταράζει το σύδεντρο, τότε οι Προσωκρατικοί είναι ποιητές. Και μάλιστα πρώτου μεγέθους.
Δεύτερον, από τα σπασμένα λόγια των Προσωκρατικών η πηγή πού αναβλύζει εξακολουθεί να ‘λαλεί’. Και ποίηση έχουν όλα τα γραπτά πού ή νεράιδα του χρόνου δεν τούς πήρε τή μιλιά. Πού κατέχουν δηλαδή, όταν τα ρωτάς, φτάνει να τα ρωτάς σωστά, να σου αποκρίνουνται:
respondebat illa
λέει εν προκειμένω ό Πετρώνιος για την ερασιθάνατη Σίβυλλα πού την είδε να αιωρείται στή λήκυθο.
Τρίτες είναι οι εξωτερικές μαρτυρίες των κειμένων. Η ίδια η μορφή του γραπτού λόγου καθιστά ίσως περιττά τα επιχειρήματα των θεωρητικών για την ποιητική ιδιοσυγκρασία των Προσωκρατικών.
Ανάμεσα στους διανοητές τούτους υπάρχουν μερικοί πού έγραψαν ποίηση με την έννοια της συγκεκριμένης επιλογής. Η κατάταξη λ.χ. του Ξενοφάνη από τούς γραμματολόγους στή λυρική ποίηση είναι έγκριτη οσο και ή υπαγωγή του στην προσωκρατική φιλοσοφία. Αλλά, έξω από τή μορφή, και ή διάθεση του Ξενοφάνη είναι καθαρά ποιητική. Το βλέμμα λ.χ. με το όποιο ατενίζει τους θεούς είναι το ιδιο εκείνο ανάποδο βλέμμα των επικών ποιητών και των μυθολόγων. Με τούς σίλλους μάλιστα κάποτε φέρνει τή λυρική του καυστικότητα ως τή γειτονιά τοΰ άρχιλόχειου σκώμματος.
Παρόμοια το δακτυλικό μέτρο του Έμπεδοκλή τον κατατάσσει περισσότερο στους μετά τον Όμηρο και λιγότερο στους πριν το Σωκράτη. Ακόμη και όταν παραβλέψει κανείς την κρυφή θεματολογική τους συγγένεια:
μήνις και λοιμός λέει λ.χ. ο Όμηρος,
νείκος μαινόμενοι· και καθαρμοί λέει ο Εμπεδοκλής.
Και η ίδια συλλογιστική δεν απαγορεύει να υποστηρίξει κανείς ότι και ο Παρμενίδης ανήκει περισσότερο στους διαδόχους της ποίησης, απ’ οσο στους πρόδρομους της φιλοσοφίας. Ότι ο στοχασμός του προσβλέπει στή θεογονία του Ησίοδου, όσο δεν αποβλέπει στην οντολογία τοΰ Αριστοτέλη. Οι δύο δρόμοι του της αλήθειας και της πλάνης σχετικά με την ουσία των όντων,
αϊπερ οδοί μοΰναι διζήσιος,
θυμίζουν πρώτα εκείνα τα ψεύδέα έτύμοισιν όμοια των Μουσών τοΰ Ησίοδου, και μετά την οντολογική αντιδικία του σταγιρίτη μαθητή με τον άθηναΐο δάσκαλο. Ακόμη και όταν, εννοείται, παραβλέψει κανείς ότι τις εμπνεύσεις του για τή φύση ο Παρμενίδης τις έγραψε σε έξάμετρους στίχους.
Τέταρτα είναι τα κατάλοιπα διαφόρων γνωμών από μελετητές και λόγιους πού χαρακτηρίζουν τούς Προσωκρατικούς σάν ποιητές:
και έγραψε πολλά ποιητικώς
γράφει ή Σούδα για τον ‘Ηράκλειτο. Στη βάση της σύγχυσης του φιλόσοφου με τον ποιητή βρίσκω την ΐδια λεπτή διαδικασία που παρομοίασε τον ‘ Ηράκλειτο με τον ‘ Ηρακλή.
Επίσης προκειμένου για τον Εμπεδοκλή, πού ήταν ακόμη γιατρός πολιτικός αθλητής και ιερέας, ό Λακτάντιος προβληματίζεται άν πρέπει να τον αριθμήσει στους φιλοσόφους ή τους ποιητές:
inter poetas an inter philosophos numeres
Τέλος, ή ευαισθησία των διανοητών τούτων, οι λεπτές παρατηρήσεις πού κάνουν πάνω στις διεργασίες της φύσης, καθώς ανελίσσεται και πραγματοποιείται, είναι ενας ακόμη απολογητής ότι η μουσική του τραγικού αισθήματος δονεί το στοχασμό τους μέχρι του σημείου, ώστε με τα αποσπάσματα τους να προανακρούεται η θεοφάνεία του διονυσιακού δράματος,
Οι Προσωκρατικοί αφουγκράζουνται πώς σκάζει και θροεϊ ο σπόρος πού βλασταίνει, βλέπουν πώς ρίχνει μπόι η πόα, γνωρίζουν που βρίσκεται το κοιμητήρι των πουλιών.
Είναι βαθιά εντυπωσιακές λ.χ. οι παρατηρήσεις των Πυθαγορείων όταν, αφαιρώντας κανείς από τη νοητική τους αφόρμηση το μυστικό περίβλημα, τις αντικρύσει με τη λογική της νηφάλιας πράξης.
Από δάκρυο ειν’ η θάλασσα, λένε. Και οι σεισμοί είναι η σύναξη του δήμου των νεκρών. Η ακόμη, στη φόρμα της δικής τους ακουστικής και συνθηματικής διατύπωσης (ακούσματα και σύμβολα):
προς ήλιον τετραμμένος μή ουρεί.
Ενώ άλλου η ευλάβεια στην ιερή σημαντική των στοιχείων της φύσης διατυπώνεται θετικά:
άνεμων πνεόντων την Ήχώ προσκυνει.
Σε μια τέτοια ειδωλολατρική εντολή και φυσικό είναι και συνηθισμένο όχι μόνο να απροσεκτεί αλλά και να θυμώνει κάποτε κανείς. Όταν μάλιστα οι προγονοί του είδαν το φως στις ανοιχτές θάλασσες της Αστροπαλιας. Ωστόσο ορισμένη θυμική κατάσταση πού την ζώνουν και την φρουρούν αισθήματα ανήσυχα — προτού ακόμη οι ειδήσεις τα κάμουν τραγικά — εμφανίζει συνεχώς επίκαιρη αυτή την ‘άνεμόεσσαν’ εντολή των Πυθαγορείων. Έτσι λ.χ. μας την ξαναθυμίζει φευγαλέα και εντελώς συμπτωματικά ο Καβάφης:
και ολο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Άλλά ένώ προσεύχεται και δέεται αυτή….
Σώζεται από το παράπονο της Μαρίας του Σολωμού ένα απόσπασμα — μία ακόμη ένδειξη ότι τα πάσης φύσεως Αποσπάσματα ίσως να ‘χουν κάποια ιδιαίτερη εσωτερική σχέση με την τραγική ποίηση — πού νομίζω ότι αποτελεί κλασσική περίπτωση εφαρμογής στην ποιητική ευαισθησία των Προσωκρατικών. Και εν προκειμένω του Δημόκριτου.
Έκειός πού ακούει και τή δροσιά πού στάει
Βλέπει τα βάσανα μου και βογγάει.
Παραθέτοντας τή δοξογραφική μαρτυρία πού ακολουθεί — και εν προκειμένω πιστεύω ότι δεν ενδιαφέρει ή πηγή αλλά το ποιό της πληροφορίας — θέλω να δείξω πώς ό Δημόκριτος, και μαζί του και το υπόλοιπο μέρος της φυλής του, «άκουε και τή δροσιά πού στάει».
Είδε μια φορά, αφηγείται ό Διογένης Λαέρτιος, μια νέα γυναίκα στο δρόμο, και την καλημέρισε:
χαίρε κόρη.
Την επομένη πού την ξαναείδε, δεν έλειψε να την προσχαιρετήσει πάλι:
‘χαϊρε γύναι’.
Η αλλαγή της προσφώνησης οφειλόταν στην αδιόρατη παρατήρηση του Δημόκριτου ότι το πρόσωπο του κοριτσιού χθες είχε πάρει την όψη της γυναίκας σήμερα.
και ήν ή κόρη της νυκτός διεφθαρμένη,
εξηγεί ο δοξογράφος.
Δημήτρη Λιαντίνη – Homo Educandus
Υπάρχει, πράγματι, ένα είδος απορίας πού συγκατοικεί με το θαυμασμό. Αυτό που αλλιώς το λέμε έκσταση.
Προληπτικά και λακωνίζοντας θα ειπώ ότι το μηδέν χάρισε στους έλληνες την τραγική ποίηση. Από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα. Για τον τραγικό Όμηρο μιλά κιόλας ό Πλάτων:
‘Ομηρον ποίητικώτατον είναι και πρώτον τών τραγωδοποιών.
Και σε μια δεύτερης τάξης συμπλήρωση, σε μια ευλαβητική αναπαλαίωση κλασσικών αρχιτεκτονημάτων — ο,τι ήταν για τούς αθηναίους θεατές τα κατ’ αγρούς Διονύσια σε σύγκριση με τα εν άστει — από τον Επίκουρο ως το φιλόσοφο των σκηνών εκστρατείας Μάρκο Αυρήλιο Άντωνίνο, η τραγική αίσθηση αποτελεί τον αόρατο σκελετό της καλλιτεχνικής έκφρασης των ελλήνων.
Οι λέξεις φιλοσοφία, θέατρο, διάλογος, πολιτική, τραγωδία, κωμωδία, μουσική και μερικές ακόμη τετράδες στους έλληνες απόκτησαν ένα νόημα γεωδαιτικό για τα ανθρώπινα πράγματα.
Το περιεχόμενο τους όρισε το χάρτη της ανθρώπινης φύσης, όπως τα ονόματα των δεκαέξι σημείων του ορίζοντα ουρανογραφούν την κίνηση και την ακινησία των άστρων.
Αυτές τις λέξεις, όταν ήρθε ή ώρα τους, τις υιοθέτησαν, και με τον καιρό τις αφομοίωσαν όλες οι γλώσσες της Οικουμένης. Στο βαθμό μάλιστα που επιτέλεσαν αυτή την εισδοχή, κρίθηκε ή μετοχή και ή συνεισφορά τους στον πολιτισμό.
Είπανε εύστοχα ότι οι πολιτείες και οι τοπολαλιές πού περιέλαβε ο Δάντης στην Κωμωδία αποτέλεσαν αργότερα το πολιτικό σώμα της Ιταλίας. Ότι όσες δεν θα ‘χε περιλάβει, θα ‘χαν απομείνει έξω κι ότι όσες δεν θα ‘χε αφήσει έξω, θα ‘χαν περιληφθεί.
Την ίδια σημασία σε διάσταση παγκόσμια και με προοπτική ανθρωπιστική κατέχουν ετούτες οι λίγες λέξεις. Ορίζουν τα σύνορα μιας παγκόσμιας χώρας, που οι πολίτες της, χωρίς εθνική υστερία και με αδιάκοπη πνευματική αγρύπνια, φέρνουν την προσωνυμία άνθρωποι. Όπως και να το κοιτάξει κανείς το
ούκ ενι Ιουδαίος ούδε Ελλην ούκ ενι δούλος οΰδε ελεύθερος
παραδόθηκε σε γλώσσα ελληνική.
Γέννημα λοιπόν του πόνου, από τη στάση πού ο άνθρωπος αντίκρισε ασκαρδαμυκτί το μηδέν, η τραγική ποίηση εμφανίστηκε με όψη τρίμορφη: με το στοχασμό των Προσωκρατικών, με το δράμα της αττικής σκηνής, και με το διάλογο του Πλάτωνα.
Ότι το τραγικό αίσθημα υπάρχει στην προσωκρατική φιλοσοφία έχει γίνει, νομίζω, φανερό. Ότι και ποίηση όμως υπάρχει στα αποσπάσματα των Προσωκρατικών, αυτό χρειάζεται να φανερωθεί από σκοπού και επί τούτω.
Πρώτα-πρώτα τα πράγματα πού προσήλωσαν την προσοχή και το βλέμμα εκείνων των αρχαϊκών στοχαστών ήσαν από την ίδια τη φύση τους ευεπίφορα στην εμπνοή της ποίησης και στην καλλιτεχνική έκφραση.
Όλα τα στοιχεία πού ανήκουν στον κόσμο, πού συστατικά και ενόργανα τελούν και αποτελούν τη λειτουργική του ενότητα, πού είναι, θα λέγαμε, το καθένα τους μέλος του σώματος της φύσης — ο Σολωμός παρασταίνει κάπου τη φύση σαν γυναίκα πού χορεύει γυμνή — είναι πλούσια σε κοιτάσματα ομορφιάς.
Τα ‘χει δηλαδή φορτισμένα η ουσία εκείνη πού μαυλίζει την αισθητική συνείδηση, παιδαγωγεί την καλλιτεχνική έξαρση του άνθρωπου, και βρεφουργεί τη δημιουργία.
Μ’ ένα λόγο ο ίδιος ο κόσμος είναι ποίημα. Κατά την έννοια, τουλάχιστον, ότι αποτελεί το αισθητικό αντίκρυσμα, το δημιούργημα της πρώτης ουσίας. Εκείνο πού
εν αρχή ό θεός εποίησε,
και γλωσσικά ακόμη δεν ημπορεί παρά να είναι ποίημα.
Αλλά ποια είναι αυτά τα πράγματα του κόσμου, πού συγκαιρίζοντας τις φωνές ενός θιάσου παντοίων οργάνων, έρριξαν τη στόχαση των Προσωκρατικών στην άμοιαστη λεωφόρο της μουσικής; (Οι Πυθαγόρειοι μάλιστα ενήμεροι και τηρητές της μοναχικότητας αυτού του διακριτικού και διακεκριμένου δρόμου είχαν θεσπίσει και σχετική εντολή:
τας τε λεωφόρους μη βαδίζειν.
Όπου λεωφόροι εσήμαιναν τις άκριτες γνώμες, τις κάθε χωρίς την οποία πρωτοτυπία πεπατημένες).
Τα πράγματα είναι εκείνα τα καθημερινά και τα οικεία, όσα η απλότητα τους ξεπερνά τη σκέψη μας — αλλά έτσι και την τιμωρεί — ώστε τα παραβλέπει. Ήγουν:
Οι κρήνες και η θάλασσα, ή αστραπή, οι σιωπές, ο ήλιος και ή ιλάειρα σελήνη. Είναι τα δέντρα των καρπών και η νύχτα, οι σεισμοί τα δρεπάνια και οι χελιδόνες. Η χόβολη, τα ηφαίστεια, και τα εφτά αστέρια της Άρκτου. Είναι ή γόνιμη λάσπη, το πείσμα του βράχου, ή βουή των άνεμων, η ομίχλη, ο ύπνος. Και ακόμη τα ιπτάμενα φέρετρα πού έβλεπε ο Γοργίας στους γύπες και τα ‘λαχνήεντα μήδεα’ Όπως ονομάζει τα άρρενα μόρια ο Έμπεδοκλής.
Εαν η ποίηση δεν εξαντλείται στο στίχο εάν δεν είναι μέτρα μόνο, και προσωδία και ρίμες, εάν δεν της φτάνει άπλα το μηχανικό συνταίριασμα των λέξεων ή των ήχων ό ρυθμός πού κυλά λικνιστικά στη χορευτική του δίπλη, χωρίς να διακόπτει παράτονα την ομόλογη μουσική μας συν-κίνηση, εάν, πέρα απ’όλα τούτα, ή ποίηση έρχεται από το άγγιγμα του ειρμού των ίδιων των όντων, από την είσοδο του άνθρωπου στους άπειρους δρόμους-δεσμούς της σκοτεινής αρχιτεκτονικής των πραγμάτων πού, λύνοντας και δένοντας, ο ποιητής-θησέας τούς ξαναδιατάζει στον μίτο οδηγητή πού τον πάει και θα τον ξαναφέρει. εάν ακόμη ομολογούμε ποίηση στη γνώση και το ήθος των ανθρώπων, με τον τρόπο πού αναγνωρίζουμε αρμονία στην πορεία και την τάξη των φυτών ή των εντόμων εάν, τέλος πάντων, δεχτούμε ότι ή ποίηση υπάρχει και στο περίφημο εκείνο
αποθανείν θέλω
της Σίβυλλας του Πετρώνιου, πού με την ελληνική του λευκάδα αιφνιδιάζει το χαλκό λατινικό κείμενο, όπως το ξαφνικό πέταγμα του περιστεριού αναταράζει το σύδεντρο, τότε οι Προσωκρατικοί είναι ποιητές. Και μάλιστα πρώτου μεγέθους.
Δεύτερον, από τα σπασμένα λόγια των Προσωκρατικών η πηγή πού αναβλύζει εξακολουθεί να ‘λαλεί’. Και ποίηση έχουν όλα τα γραπτά πού ή νεράιδα του χρόνου δεν τούς πήρε τή μιλιά. Πού κατέχουν δηλαδή, όταν τα ρωτάς, φτάνει να τα ρωτάς σωστά, να σου αποκρίνουνται:
respondebat illa
λέει εν προκειμένω ό Πετρώνιος για την ερασιθάνατη Σίβυλλα πού την είδε να αιωρείται στή λήκυθο.
Τρίτες είναι οι εξωτερικές μαρτυρίες των κειμένων. Η ίδια η μορφή του γραπτού λόγου καθιστά ίσως περιττά τα επιχειρήματα των θεωρητικών για την ποιητική ιδιοσυγκρασία των Προσωκρατικών.
Ανάμεσα στους διανοητές τούτους υπάρχουν μερικοί πού έγραψαν ποίηση με την έννοια της συγκεκριμένης επιλογής. Η κατάταξη λ.χ. του Ξενοφάνη από τούς γραμματολόγους στή λυρική ποίηση είναι έγκριτη οσο και ή υπαγωγή του στην προσωκρατική φιλοσοφία. Αλλά, έξω από τή μορφή, και ή διάθεση του Ξενοφάνη είναι καθαρά ποιητική. Το βλέμμα λ.χ. με το όποιο ατενίζει τους θεούς είναι το ιδιο εκείνο ανάποδο βλέμμα των επικών ποιητών και των μυθολόγων. Με τούς σίλλους μάλιστα κάποτε φέρνει τή λυρική του καυστικότητα ως τή γειτονιά τοΰ άρχιλόχειου σκώμματος.
Παρόμοια το δακτυλικό μέτρο του Έμπεδοκλή τον κατατάσσει περισσότερο στους μετά τον Όμηρο και λιγότερο στους πριν το Σωκράτη. Ακόμη και όταν παραβλέψει κανείς την κρυφή θεματολογική τους συγγένεια:
μήνις και λοιμός λέει λ.χ. ο Όμηρος,
νείκος μαινόμενοι· και καθαρμοί λέει ο Εμπεδοκλής.
Και η ίδια συλλογιστική δεν απαγορεύει να υποστηρίξει κανείς ότι και ο Παρμενίδης ανήκει περισσότερο στους διαδόχους της ποίησης, απ’ οσο στους πρόδρομους της φιλοσοφίας. Ότι ο στοχασμός του προσβλέπει στή θεογονία του Ησίοδου, όσο δεν αποβλέπει στην οντολογία τοΰ Αριστοτέλη. Οι δύο δρόμοι του της αλήθειας και της πλάνης σχετικά με την ουσία των όντων,
αϊπερ οδοί μοΰναι διζήσιος,
θυμίζουν πρώτα εκείνα τα ψεύδέα έτύμοισιν όμοια των Μουσών τοΰ Ησίοδου, και μετά την οντολογική αντιδικία του σταγιρίτη μαθητή με τον άθηναΐο δάσκαλο. Ακόμη και όταν, εννοείται, παραβλέψει κανείς ότι τις εμπνεύσεις του για τή φύση ο Παρμενίδης τις έγραψε σε έξάμετρους στίχους.
Τέταρτα είναι τα κατάλοιπα διαφόρων γνωμών από μελετητές και λόγιους πού χαρακτηρίζουν τούς Προσωκρατικούς σάν ποιητές:
και έγραψε πολλά ποιητικώς
γράφει ή Σούδα για τον ‘Ηράκλειτο. Στη βάση της σύγχυσης του φιλόσοφου με τον ποιητή βρίσκω την ΐδια λεπτή διαδικασία που παρομοίασε τον ‘ Ηράκλειτο με τον ‘ Ηρακλή.
Επίσης προκειμένου για τον Εμπεδοκλή, πού ήταν ακόμη γιατρός πολιτικός αθλητής και ιερέας, ό Λακτάντιος προβληματίζεται άν πρέπει να τον αριθμήσει στους φιλοσόφους ή τους ποιητές:
inter poetas an inter philosophos numeres
Τέλος, ή ευαισθησία των διανοητών τούτων, οι λεπτές παρατηρήσεις πού κάνουν πάνω στις διεργασίες της φύσης, καθώς ανελίσσεται και πραγματοποιείται, είναι ενας ακόμη απολογητής ότι η μουσική του τραγικού αισθήματος δονεί το στοχασμό τους μέχρι του σημείου, ώστε με τα αποσπάσματα τους να προανακρούεται η θεοφάνεία του διονυσιακού δράματος,
Οι Προσωκρατικοί αφουγκράζουνται πώς σκάζει και θροεϊ ο σπόρος πού βλασταίνει, βλέπουν πώς ρίχνει μπόι η πόα, γνωρίζουν που βρίσκεται το κοιμητήρι των πουλιών.
Είναι βαθιά εντυπωσιακές λ.χ. οι παρατηρήσεις των Πυθαγορείων όταν, αφαιρώντας κανείς από τη νοητική τους αφόρμηση το μυστικό περίβλημα, τις αντικρύσει με τη λογική της νηφάλιας πράξης.
Από δάκρυο ειν’ η θάλασσα, λένε. Και οι σεισμοί είναι η σύναξη του δήμου των νεκρών. Η ακόμη, στη φόρμα της δικής τους ακουστικής και συνθηματικής διατύπωσης (ακούσματα και σύμβολα):
προς ήλιον τετραμμένος μή ουρεί.
Ενώ άλλου η ευλάβεια στην ιερή σημαντική των στοιχείων της φύσης διατυπώνεται θετικά:
άνεμων πνεόντων την Ήχώ προσκυνει.
Σε μια τέτοια ειδωλολατρική εντολή και φυσικό είναι και συνηθισμένο όχι μόνο να απροσεκτεί αλλά και να θυμώνει κάποτε κανείς. Όταν μάλιστα οι προγονοί του είδαν το φως στις ανοιχτές θάλασσες της Αστροπαλιας. Ωστόσο ορισμένη θυμική κατάσταση πού την ζώνουν και την φρουρούν αισθήματα ανήσυχα — προτού ακόμη οι ειδήσεις τα κάμουν τραγικά — εμφανίζει συνεχώς επίκαιρη αυτή την ‘άνεμόεσσαν’ εντολή των Πυθαγορείων. Έτσι λ.χ. μας την ξαναθυμίζει φευγαλέα και εντελώς συμπτωματικά ο Καβάφης:
και ολο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Άλλά ένώ προσεύχεται και δέεται αυτή….
Σώζεται από το παράπονο της Μαρίας του Σολωμού ένα απόσπασμα — μία ακόμη ένδειξη ότι τα πάσης φύσεως Αποσπάσματα ίσως να ‘χουν κάποια ιδιαίτερη εσωτερική σχέση με την τραγική ποίηση — πού νομίζω ότι αποτελεί κλασσική περίπτωση εφαρμογής στην ποιητική ευαισθησία των Προσωκρατικών. Και εν προκειμένω του Δημόκριτου.
Έκειός πού ακούει και τή δροσιά πού στάει
Βλέπει τα βάσανα μου και βογγάει.
Παραθέτοντας τή δοξογραφική μαρτυρία πού ακολουθεί — και εν προκειμένω πιστεύω ότι δεν ενδιαφέρει ή πηγή αλλά το ποιό της πληροφορίας — θέλω να δείξω πώς ό Δημόκριτος, και μαζί του και το υπόλοιπο μέρος της φυλής του, «άκουε και τή δροσιά πού στάει».
Είδε μια φορά, αφηγείται ό Διογένης Λαέρτιος, μια νέα γυναίκα στο δρόμο, και την καλημέρισε:
χαίρε κόρη.
Την επομένη πού την ξαναείδε, δεν έλειψε να την προσχαιρετήσει πάλι:
‘χαϊρε γύναι’.
Η αλλαγή της προσφώνησης οφειλόταν στην αδιόρατη παρατήρηση του Δημόκριτου ότι το πρόσωπο του κοριτσιού χθες είχε πάρει την όψη της γυναίκας σήμερα.
και ήν ή κόρη της νυκτός διεφθαρμένη,
εξηγεί ο δοξογράφος.
Δημήτρη Λιαντίνη – Homo Educandus
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου