Αλλά, πριν εισέλθω στην απαρίθμηση των καλών αυτής της νομαρχίας, κρίνω αναγκαίο προκαταβολικά να σας ενημερώσω σχετικά με την ομοιότητα των ανθρώπων, κι αυτό για να μη γελαστούν όσοι νομίζουν πως θα βρουν σ’ αυτό το πολίτευμα μιαν απόλυτη ομοιότητα.
Λοιπόν, αδελφοί μου, τρεις είναι οι αιτίες της ανομοιότητας των ανθρώπων, αν και αυτοί διαφέρουνε με πολλούς τρόπους. Πρώτη απ’ αυτές είναι η ίδια η φύση τους, η οποία άλλους έκανε με δυνατή κράση και άλλους με αδύνατη, σε μερικούς χάρισε περισσότερο πνεύμα και σε άλλους λιγότερο, κι έτσι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους κατά τρόπο φυσικό.
Δεύτερη αιτία είναι η ανατροφή, διά της οποίας ο άνθρωπος αποκτά τις αρετές και τη σοφία, δηλαδή τα καλά ήθη.
Τέλος πάντων, τρίτη είναι η τύχη, κι έτσι ο φτωχός διαφέρει από τον πλούσιο.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, η αναρχία κατέστησε ανυπόφορη τη φυσική ανομοιότητα, κι ακολούθως η μοναρχία και μετά απ’ αυτήν η τυραννία θέλησαν κάπως να μετριάσουν την φυσική ανομοιότητα, κι αιφνιδιαστικά προξένησαν στην ανθρωπότητα τη φοβερή διαφορά των ηθών και τη τύχης· επομένως, βλέποντας σήμερα κάποιος τους ανθρώπους, πρέπει ν’ ανατριχιάζει από ένα τέτοιο ελεεινό θέαμα, βρίσκοντας μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους, παρά μεταξύ ενός ανθρώπου κι ενός ζώου.
Λοιπόν, άλλο μέσο δεν υπήρχε να παρηγορήσει την ανθρωπότητα, η οποία βρισκόταν σε τόσο κακή κατάσταση, παρά μια καλή διοίκηση· γι’ αυτό η νομαρχία, χωρίς να θέλει μάταια να τους κάνει όλους δυνατούς, όλους μορφωμένους, όλους πλούσιους ή το αντίθετο, μετρίασε μόνο με τους νόμους τη φυσική ανομοιότητα των ανθρώπων, και τόσο καλά εξίσωσε τις υπόλοιπες διαφορές, ώστε κατάφερε να χαίρονται οι άνθρωποι μια τέλεια (εντελή) ομοιότητα, αν και κατά τη φύση τους ήταν ανόμοιοι. Αυτή έδωσε αμέσως τόπο στους δυνατούς, ώστε να διαφεντεύουν την πατρίδα τους, παρηγόρησε τους αδύνατους, με το σκήπτρο της δικαιοσύνης, δίδαξε στους απείθαρχους (ατάκτους) να βρουν την ευτυχία τους στα χρηστά ήθη, επιβράβευσε τους φρόνιμους (καλοήθεις) και, τέλος πάντων, χωρίς να μπορεί να εμποδίσει τυχόν απρόβλεπτα γεγονότα, τίμησε μόνο την αξιοσύνη του κάθε ανθρώπου· κι έτσι, χωρίς να καταφρονεί τους φτωχούς, έδιωξε από τον πλούσιο τη λύσσα των χρημάτων.
Και ιδού, πάραυτα, ο στρατιώτης γίνεται ήρωας, ο πολίτης κερδίζει όσα είναι απαραίτητα για να ζήσει και να τραφεί, χωρίς να ζημιώνει τον αδελφό του, ο φτωχός δε βλέπει τη φτώχεια του ως ατιμία και ο πλούσιος δε σκέφτεται πλέον τα πλούτη του ως κιβωτό της αρετής (αρετοδοχείον), αλλά οι πάντες βρίσκουν την ευδαιμονία χωρίς τον παραμικρό κόπο και ζουν ευτυχισμένοι.
Διότι φανερό είναι ότι, όταν ο αδύνατος δεν βλάπτεται από τον δυνατό, η αδυναμία του δεν τον θλίβει, ο δε φτωχός, βλέποντας την αδιαφορία των υπόλοιπων για της τύχης τ’ αποκτήματα, δεν τον λυπεί η στέρησή τους· και μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκονται όλοι ευχαριστημένοι, ζούνε μαζί σαν ελεύθεροι και ίσοι (όμοιοι) όπως τ’ αδέλφια στο πατρικό τους σπίτι· κι όπως τα παιδιά φροντίζουν και αγαπούν τους γονείς τους, έτσι κι εκείνοι χύνουν το αίμα τους για την αγάπη της πατρίδας και για τη φύλαξη των νόμων της.
Αγαπητοί μου, οι νόμοι, με τους οποίους στη νομαρχία οι άνθρωποι χαίρονται μιαν απόλυτη πολιτική ισότητα (ομοιότητα), είναι για τη διοίκηση ό,τι είναι η ψυχή μας για το σώμα· αυτοί δίνουν την κίνηση στα πολιτικά σώματα και ο καλός νομοθέτης (νομοδότης) είναι ο αξιότερος κι ο πιο τίμιος από τους ανθρώπους.
Δια των καλών νόμων αποκαθίστανται τα χρηστά ήθη των πολιτών, κι όσο περισσότερο φρόνιμος είναι ο λαός, τόσο ευκολότερα υπακούει στους νόμους. Με θαυμαστή τέχνη, αυτοί ενώνουν τη μερική με την κοινή ωφέλεια και προετοιμάζουν τους πολίτες για την αρετή και τη δόξα, από την πλέον τρυφερή τους ηλικία, με μέσο μιαν ανατροφή αληθινή και γλυκιά.
Η ανατροφή των νέων είναι ο κυριότερος στοχασμός των ανθρώπων που νομοθετούν (νομοδότων). Ο πιο θαυμαστός και μυαλωμένος (νουνεχής) νομοθέτης που φάνηκε μέχρι σήμερα στον κόσμο στάθηκε βέβαια ο μέγας Λυκούργος, ο οποίος δεν απατήθηκε, ώστε να στοχαστεί τους ανθρώπους όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά, γνωρίζοντας τι λογής είναι στ’ αλήθεια, τους έκανε όσο το δυνατόν καλύτερους.
Για να το πω έτσι, η ανατροφή είναι δεύτερη φύση για τον άνθρωπο και γι’ αυτό πρέπει ν’ αρχίσει μαζί με τη ζωή του. Η Ελλάς μάς δίνει μύρια παραδείγματα καλής ανατροφής των προγόνων μας. Τα γυμναστήρια ήταν ανοιχτά σε όλους, κοινά κι αδιαχώριστα, για τον φωτισμό όλων.
Αλλά, ίσως κάποιος να ρωτήσει πώς μπορεί ένας φτωχός πατέρας να δώσει στα τέκνα του μιαν ανατροφή τέτοια; Ε! ξέρω από ποιούς θα ξεκινούσε μια παρόμοια ερώτηση· αυτοί, βέβαια, ζουν σε καθεστώς τυραννικό. Ας μάθουν λοιπόν οι φτωχοί πατεράδες όλοι, ότι στη νομαρχία ο καθένας μπορεί να ζήσει καλά, και χωρίς να είναι πλούσιος· οι νόμοι προβλέπουν και για τους μη έχοντες. Τα τέκνα όλων είναι τέκνα της πατρίδας, κι εκείνη τ’ ανατρέφει, τα γυμνάζει και τα βοηθάει να προκόψουν, για τούτο κι αυτά την αγαπούν από ευγνωμοσύνη, και γι’ αυτό, τέλος πάντων, προτιμάται αυτό το πολίτευμα, που όχι μόνο δεν έχει τα κακά που έχουν τ’ άλλα πολιτεύματα, αλλά είναι γεμάτο από πράγματα καλά, επιθυμητά, ωφέλιμα και αναγκαία.
Αδελφοί μου, ποιός δεν καταλαβαίνει τώρα, ότι μόνο στη νομαρχία βρίσκεται η ευτυχία μας κι ότι η ελευθερία και η ισότητα (ομοιότης) είναι τα πρώτα και κύρια μέσα της ανθρώπινης ευδαιμονίας; Βέβαια, ουδείς. Πολλοί όμως, αν και καταλαβαίνουν πως είναι καλό πράγμα η ελευθερία, δεν μπορούν με την ίδια ευκολία να καταλάβουν πόσο αναγκαία είναι στον άνθρωπο. Και γι’ αυτό, σας παρακαλώ να με ακούσετε.
Όπως λέει ο φιλόσοφος ποιητής Όμηρος, ο Ζεύς στερεί το μισό του λογικού από έναν υποδουλωμένο λαό, με τρόπο που δείχνει φανερά ότι νόμιζε πως οι δούλοι είναι άνθρωποι διαφορετικής φύσης και πολύ κατώτερης ικανότητας σε σχέση με τους ελεύθερους. Και τόσο αναγκαία έκρινε την ελευθερία στον άνθρωπο, που χωρίς αυτήν δεν μπορούσε να ονομαστεί άνθρωπος.
Ω Έλληνες, η ελευθερία είναι για μας όπως η όραση στους οφθαλμούς. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος δεν είναι δυνατό να γνωρίσει τη διαφορά του από τον δούλο, κι επομένως, είναι αναγκαίο πράγμα στον δούλο να γνωρίσει την ελευθερία, για να μισήσει τη δουλεία και να την αποστραφεί.
Ας μη σας φανεί λοιπόν παράξενο, αν ο σκλάβος δεν γνωρίζει αμέσως (παραχρήμα) τη γλυκύτητα της ελεύθερης ζωής. Αυτός μπορεί να παρομοιαστεί μ’ έναν άρρωστο, που αποστρέφεται κάθε νόστιμο φαγητό, σα να μην ήταν πλέον φτιαγμένο από τα ίδια υλικά, που πρωτύτερα του άρεσαν. Αναγκαία λοιπόν του είναι η υγεία.
Η ελευθερία είναι περισσότερο αναγκαία στον δούλο, που ασθενεί στην ψυχή, και μη γνωρίζοντας σε τι συνίσταται η πρόσκαιρη αυτή ζωή, ζει μόνο για να τρώει, και υπάρχει σα να μην υπάρχει (είναι ωσάν να μην είναι).
Αγαπητοί μου, στοχαστείτε ότι, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται ο δούλος, πρέπει εξ ανάγκης να είναι δυστυχής. Αν μεν είναι πλούσιος, φοβάται να μη φτωχύνει, κι αν είναι φτωχός, λυπάται που δεν είναι πλούσιος.
Σε καθεστώς δουλείας, ο ενάρετος χλευάζεται, ο φιλαλήθης δεν εισακούεται, η τιμή συνοδεύεται από τη φτώχεια και η αρετή από την αδιαφορία· η δυσπιστία, ο φθόνος και το μίσος είναι αναπόφευκτα γεννήματα της δουλείας και στο μυαλό των δούλων αντικαθιστούν την εμπιστοσύνη, τη φιλία, κι αυτήν ακόμα τη φιλανθρωπία, ανώφελη εντελώς και πολλές φορές επιζήμια.
Λοιπόν, πώς είναι δυνατόν ο ταλαίπωρος δούλος, ο οποίος, απ’ όταν γεννήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, άλλο δεν έμαθε παρά να υποτάσσεται σ’ έναν άλλο, πώς, λέω, μπορεί να καταλάβει ότι η φύση μας έκανε όλους όμοιους και ότι οι νόμοι πρέπει να βλέπουν αδιαχώριστα (αδιάφορα) όλους τους πολίτες; Πώς είναι δυνατόν, εκείνος ο σκληροτράχηλος τύραννος να στοχαστεί ποτέ και να καταπεισθεί, ότι όποιος θέλει ν’ ανέβει στον θρόνο, για να γίνει μεγαλύτερος από τους άλλους, γίνεται στο τέλος υποδεέστερος;
Πώς, τέλος πάντων, είναι δυνατόν, αγαπητοί μου, -ε! ταλαίπωρη ανθρωπότητα!- πώς είναι δυνατόν, λέω, εκείνος ο σκλάβος που πάντοτε χτυπιέται (τύπτεται) γυμνός, πεινασμένος κι αδικημένος και υπακούει όπως το βόδι τον γεωργό, από χρέος και συνήθεια, συχνά μάλιστα ο κύριος είναι πιο ποταπός από τον δούλο του, πώς, λέω, είναι δυνατόν να γνωρίσει αυτός, ότι ο ίδιος πρέπει να είναι μέρος του όλου και η ζωή του χρησιμεύει σε όλους, όπως κι ο θάνατός του; Πώς μ’ έναν λόγο, όντας δούλος, ν’ αγαπήσει την ελευθερία και να γνωρίσει την ανάγκη για την απόκτησή της;
Αλίμονο! (φεύ!) Αυτός νομίζει, και αναπόφευκτα μάλιστα νομίζει, ότι γεννήθηκε σκλάβος και ούτε καν τολμά να κακοτυχήσει τη γέννα του. Ω! πόσο εκστατικός θα έμενε ένας τέτοιος άνθρωπος, αν ένας ελεύθερος του έλεγε: τυφλέ και ανόητε άνθρωπε, μάθε ότι μία είναι η φύση και δεν διαφέρει σε τίποτα ο τύραννός σου από σένα. Τα περιστατικά της ζωής και η κακή διοίκηση μόνο σε κατέστησαν τόσο διαφορετικό, ώστε να διαφέρεις από τον αφέντη σου σχεδόν όσο διαφέρει ο χαλκός από το ασήμι. Άνοιξε τα μάτια του νου σου, δύστυχε θνητέ, και δες ότι ο ουρανός βρέχει για όλους, η γη βλασταίνει για όλους και τα φυσικά χαρίσματα είναι κοινά· κι εσύ, ταλαίπωρε, πιστεύεις σαν θεό έναν άλλον άνθρωπο, ίδιον μ’ εσένα, τρέμεις μπροστά του και του πουλάς το αξιότερο δώρο της φύσης, την ελευθερία σου! Πώς μπορείς… και άλλα τέτοια.
Τι στοχάζεστε θα του αποκρινόταν ο σκλάβος, αγαπητοί μου; Σίγουρα, ή θα τον νόμιζε για τρελό ή δε θα καταλάβαινε τίποτες· και πώς θα μπορούσε να υποφέρει τις αλυσίδες του, αν γνώριζε για μια στιγμή την αλήθεια; Πώς θα ήταν δυνατόν να δει ο φυλακωμένος ανοιχτή τη θύρα της φυλακής του και να μη φύγει; Βεβαίως, αδύνατον είναι να συμβεί παρόμοιο πράγμα.
Ιδού λοιπόν, πόσο απαραίτητη είναι η ελευθερία στον άνθρωπο, για να γνωρίσει το είναι του. Αδελφοί μου, ο δούλος δε γίνεται ποτέ ελεύθερος, αν δε γνωρίσει τι εστί ελευθερία, κι όποιος αγνοεί την ελευθερία, αγνοεί την ύπαρξή του (το είναι του). Πιστέψτε με, αδελφοί μου, ο δούλος ποτέ δε στοχάζεται πως είναι όμοιος με τον κύριο του, αλλά είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός πρέπει να είναι δούλος κι εκείνος αφέντης. Τι δυστυχία! (Βαβαί!)
Όμως, πώς φλογίζεται η καρδιά εκείνων που γνωρίζουν την ελευθερία και δεν την έχουν. Εκείνοι στ’ αλήθεια τυραννιούνται, κι επομένως μόνον αυτοί γνωρίζουν εντελώς την ανάγκη τέτοιου καλού. Σ’ αυτούς πρέπει να ελπίζουν οι λαοί που είναι υπόδουλοι, επειδή αυτοί, κατά κάποιον τρόπο, μετριάζουν την ασχήμια τους, όπως μερικά κτίρια στολίζουν μια κατεδαφισμένη πόλη.
Αυτοί λοιπόν ας διδάξουν την αλήθεια κι ας καταπείσουν μια φορά τους αγαπητούς μου Έλληνες, ώστε να γνωρίσουν πως μόνο η δουλεία προξενεί τα κακά από τα οποία πάσχουν, κι ας καταλάβουν πόσο ανάγκη έχουν την ελευθερία, για να ζήσουν όσο το δυνατόν ευτυχισμένοι· γιατί, χωρίς αυτήν, δεν μπορούν να έχουν ούτε δικαιοσύνη, ούτε ισότητα (ομοιότητα), ούτε αγάπη, μ’ έναν λόγο, ούτε καμμιά άλλη αρετή. Αντιθέτως δε (τουναντίον), στην ελεύθερη ζωή τιμάται η αξιοσύνη κι έκαστος συμπολίτης βρίσκει το καλό του στο καλό των άλλων. Εκεί, ο καθένας είναι μέρος του όλου, η αρετή δοξάζεται, εκεί αναγνωρίζεται η ανδρεία, εκεί γίνεται πράξη η αγαθότητα, εκεί φυλάσσεται η φιλία, εκεί τιμάται ως άξιο πράγμα η τιμή, ο δικαστής (κριτής) δεν έχει προκαταλήψεις για τα πρόσωπα και ο κρινόμενος είναι μοναδικός· εκεί διαφεντεύουν οι νόμοι, και οι νόμοι είναι δικαστές, η αθωότητα είναι αδιαμφισβήτητη (απτόητος), η τιμωρία δίκαιη, η ανταμοιβή κοινή, και μύρια άλλα χρηστά κατορθώματα, που δεν τ’ αναφέρω χάρη συντομίας.
Και ποιός δε βλέπει πόσο αναγκαία είναι η ελευθερία; Ο ενάρετος θ’ αναγνωρίσει την ανάγκη της και θα προτιμήσει (προκρίνει) την ελεύθερη ζωή, όπου βλέπει να είναι η αρετή τιμημένη και δοξάζονται οι ενάρετοι. Και ο γενναίος στην ψυχή δε θα διστάσει καθόλου, βλέποντας τους ελεύθερους λαούς να τιμούν αιώνια τους γενναίους άνδρες και τους ήρωες.
Επιτέλους, ποιός, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται, δε θ’ αναγνωρίσει τη μεγάλη ωφέλεια της ελεύθερης ζωής; Σ’ αυτήν, ο πραματευτής βρίσκει ασφάλεια στην περιουσία του (εις το έχειν του), ο τεχνίτης έπαινο για τα έργα του κι ο παντρεμένος βεβαιότητα για την τιμή του· ο νέος έχει ευρύχωρο δρόμο για ν’ αναπτύξει τη φυσική κλίση του και να δείξει την εξυπνάδα του· αναμφίβολα, ο στρατιώτης θα ευεργετηθεί για τις ηρωικές πράξεις του· ο φτωχός δε φοβάται την ατιμία, αλλά βρίσκει συμπάθεια και βοήθεια στις δυστυχίες του και όχι ανυποληψία και ύβρεις· τέλος πάντων, κάθε καλός άνθρωπος βλέπει φανερά την ανάγκη της ελεύθερης ζωής και μόνον ο κακός θα διαλέξει τη δουλεία· αδελφοί μου, αυτό είναι φανερό, κι εσείς πολύ καλά πρέπει να το καταλάβετε.
Αφού λοιπόν είναι προφανές, ότι μόνον η ελευθερία κάνει τους ανθρώπους ενάρετους κι εμφυτεύει στις καρδιές όλων των πολιτών την άμιλλα, ώστε να κάνουν αγαθές πράξεις (ευ πράττειν), γι’ αυτό και μόνο στις ελεύθερες πολιτείες γεννιούνται μεγάλοι άνθρωποι και ιδού πώς η ελεύθερη πολιτεία είναι η αιτία για μεγάλα κατορθώματα.
Όπως ένα μυρωδάτο λουλούδι (ευώδες άνθος), όταν γεννιέται ανάμεσα στα δάση, όπου κανείς δεν το βλέπει, ή κατατρώγεται από τα ζώα ή σαπίζει τελείως με τον καιρό, τέτοιας λογής πράγματα συμβαίνουν και στις υποδουλωμένες πόλεις, στις οποίες, όταν βρεθεί κάποιος άξιος άνθρωπος (άξιον υποκείμενον) , αφού δεν έχει τρόπο ν’ αναδειχθεί, πεθαίνει, χωρίς κανένας να γνωρίσει την αξιοσύνη του.
Για τούτο, και η ιστορία, σχεδόν καθόλου ή πολύ σπάνια, μνημονεύει άξιους ανθρώπους που έζησαν σε καθεστώς δουλείας, ενώ, αντίθετα, εξιστορεί πλουσιοπάροχα μύρια ονόματα ανδρών που έζησαν σε πολιτείες ελεύθερες· λοιπόν, η ελευθερία είναι για τους άξιους πολίτες της ό,τι είναι το καλλιεργημένο περιβόλι για τα ωραία λουλούδια του, τα οποία είναι χρήσιμα, επαινούνται και αναγνωρίζονται απ’ όλους.
Αλλά, πόσες φορές πρέπει να το φωνάξω, πως η ελευθερία στον άνθρωπο είναι πιο αναγκαία κι από την ίδια την ύπαρξή του! Γιατί αυτή κάνει τη ζωή γλυκιά, αυτή γεννά τους υπερασπιστές της πατρίδας, αυτή φτιάχνει νομοθέτες, ενάρετους, σοφούς ανθρώπους και τεχνίτες, αυτή μόνη, τέλος πάντων, τιμά την ανθρωπότητα.
Λοιπόν, αδελφοί μου, τρεις είναι οι αιτίες της ανομοιότητας των ανθρώπων, αν και αυτοί διαφέρουνε με πολλούς τρόπους. Πρώτη απ’ αυτές είναι η ίδια η φύση τους, η οποία άλλους έκανε με δυνατή κράση και άλλους με αδύνατη, σε μερικούς χάρισε περισσότερο πνεύμα και σε άλλους λιγότερο, κι έτσι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους κατά τρόπο φυσικό.
Δεύτερη αιτία είναι η ανατροφή, διά της οποίας ο άνθρωπος αποκτά τις αρετές και τη σοφία, δηλαδή τα καλά ήθη.
Τέλος πάντων, τρίτη είναι η τύχη, κι έτσι ο φτωχός διαφέρει από τον πλούσιο.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, η αναρχία κατέστησε ανυπόφορη τη φυσική ανομοιότητα, κι ακολούθως η μοναρχία και μετά απ’ αυτήν η τυραννία θέλησαν κάπως να μετριάσουν την φυσική ανομοιότητα, κι αιφνιδιαστικά προξένησαν στην ανθρωπότητα τη φοβερή διαφορά των ηθών και τη τύχης· επομένως, βλέποντας σήμερα κάποιος τους ανθρώπους, πρέπει ν’ ανατριχιάζει από ένα τέτοιο ελεεινό θέαμα, βρίσκοντας μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους, παρά μεταξύ ενός ανθρώπου κι ενός ζώου.
Λοιπόν, άλλο μέσο δεν υπήρχε να παρηγορήσει την ανθρωπότητα, η οποία βρισκόταν σε τόσο κακή κατάσταση, παρά μια καλή διοίκηση· γι’ αυτό η νομαρχία, χωρίς να θέλει μάταια να τους κάνει όλους δυνατούς, όλους μορφωμένους, όλους πλούσιους ή το αντίθετο, μετρίασε μόνο με τους νόμους τη φυσική ανομοιότητα των ανθρώπων, και τόσο καλά εξίσωσε τις υπόλοιπες διαφορές, ώστε κατάφερε να χαίρονται οι άνθρωποι μια τέλεια (εντελή) ομοιότητα, αν και κατά τη φύση τους ήταν ανόμοιοι. Αυτή έδωσε αμέσως τόπο στους δυνατούς, ώστε να διαφεντεύουν την πατρίδα τους, παρηγόρησε τους αδύνατους, με το σκήπτρο της δικαιοσύνης, δίδαξε στους απείθαρχους (ατάκτους) να βρουν την ευτυχία τους στα χρηστά ήθη, επιβράβευσε τους φρόνιμους (καλοήθεις) και, τέλος πάντων, χωρίς να μπορεί να εμποδίσει τυχόν απρόβλεπτα γεγονότα, τίμησε μόνο την αξιοσύνη του κάθε ανθρώπου· κι έτσι, χωρίς να καταφρονεί τους φτωχούς, έδιωξε από τον πλούσιο τη λύσσα των χρημάτων.
Και ιδού, πάραυτα, ο στρατιώτης γίνεται ήρωας, ο πολίτης κερδίζει όσα είναι απαραίτητα για να ζήσει και να τραφεί, χωρίς να ζημιώνει τον αδελφό του, ο φτωχός δε βλέπει τη φτώχεια του ως ατιμία και ο πλούσιος δε σκέφτεται πλέον τα πλούτη του ως κιβωτό της αρετής (αρετοδοχείον), αλλά οι πάντες βρίσκουν την ευδαιμονία χωρίς τον παραμικρό κόπο και ζουν ευτυχισμένοι.
Διότι φανερό είναι ότι, όταν ο αδύνατος δεν βλάπτεται από τον δυνατό, η αδυναμία του δεν τον θλίβει, ο δε φτωχός, βλέποντας την αδιαφορία των υπόλοιπων για της τύχης τ’ αποκτήματα, δεν τον λυπεί η στέρησή τους· και μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκονται όλοι ευχαριστημένοι, ζούνε μαζί σαν ελεύθεροι και ίσοι (όμοιοι) όπως τ’ αδέλφια στο πατρικό τους σπίτι· κι όπως τα παιδιά φροντίζουν και αγαπούν τους γονείς τους, έτσι κι εκείνοι χύνουν το αίμα τους για την αγάπη της πατρίδας και για τη φύλαξη των νόμων της.
Αγαπητοί μου, οι νόμοι, με τους οποίους στη νομαρχία οι άνθρωποι χαίρονται μιαν απόλυτη πολιτική ισότητα (ομοιότητα), είναι για τη διοίκηση ό,τι είναι η ψυχή μας για το σώμα· αυτοί δίνουν την κίνηση στα πολιτικά σώματα και ο καλός νομοθέτης (νομοδότης) είναι ο αξιότερος κι ο πιο τίμιος από τους ανθρώπους.
Δια των καλών νόμων αποκαθίστανται τα χρηστά ήθη των πολιτών, κι όσο περισσότερο φρόνιμος είναι ο λαός, τόσο ευκολότερα υπακούει στους νόμους. Με θαυμαστή τέχνη, αυτοί ενώνουν τη μερική με την κοινή ωφέλεια και προετοιμάζουν τους πολίτες για την αρετή και τη δόξα, από την πλέον τρυφερή τους ηλικία, με μέσο μιαν ανατροφή αληθινή και γλυκιά.
Η ανατροφή των νέων είναι ο κυριότερος στοχασμός των ανθρώπων που νομοθετούν (νομοδότων). Ο πιο θαυμαστός και μυαλωμένος (νουνεχής) νομοθέτης που φάνηκε μέχρι σήμερα στον κόσμο στάθηκε βέβαια ο μέγας Λυκούργος, ο οποίος δεν απατήθηκε, ώστε να στοχαστεί τους ανθρώπους όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά, γνωρίζοντας τι λογής είναι στ’ αλήθεια, τους έκανε όσο το δυνατόν καλύτερους.
Για να το πω έτσι, η ανατροφή είναι δεύτερη φύση για τον άνθρωπο και γι’ αυτό πρέπει ν’ αρχίσει μαζί με τη ζωή του. Η Ελλάς μάς δίνει μύρια παραδείγματα καλής ανατροφής των προγόνων μας. Τα γυμναστήρια ήταν ανοιχτά σε όλους, κοινά κι αδιαχώριστα, για τον φωτισμό όλων.
Αλλά, ίσως κάποιος να ρωτήσει πώς μπορεί ένας φτωχός πατέρας να δώσει στα τέκνα του μιαν ανατροφή τέτοια; Ε! ξέρω από ποιούς θα ξεκινούσε μια παρόμοια ερώτηση· αυτοί, βέβαια, ζουν σε καθεστώς τυραννικό. Ας μάθουν λοιπόν οι φτωχοί πατεράδες όλοι, ότι στη νομαρχία ο καθένας μπορεί να ζήσει καλά, και χωρίς να είναι πλούσιος· οι νόμοι προβλέπουν και για τους μη έχοντες. Τα τέκνα όλων είναι τέκνα της πατρίδας, κι εκείνη τ’ ανατρέφει, τα γυμνάζει και τα βοηθάει να προκόψουν, για τούτο κι αυτά την αγαπούν από ευγνωμοσύνη, και γι’ αυτό, τέλος πάντων, προτιμάται αυτό το πολίτευμα, που όχι μόνο δεν έχει τα κακά που έχουν τ’ άλλα πολιτεύματα, αλλά είναι γεμάτο από πράγματα καλά, επιθυμητά, ωφέλιμα και αναγκαία.
Αδελφοί μου, ποιός δεν καταλαβαίνει τώρα, ότι μόνο στη νομαρχία βρίσκεται η ευτυχία μας κι ότι η ελευθερία και η ισότητα (ομοιότης) είναι τα πρώτα και κύρια μέσα της ανθρώπινης ευδαιμονίας; Βέβαια, ουδείς. Πολλοί όμως, αν και καταλαβαίνουν πως είναι καλό πράγμα η ελευθερία, δεν μπορούν με την ίδια ευκολία να καταλάβουν πόσο αναγκαία είναι στον άνθρωπο. Και γι’ αυτό, σας παρακαλώ να με ακούσετε.
Όπως λέει ο φιλόσοφος ποιητής Όμηρος, ο Ζεύς στερεί το μισό του λογικού από έναν υποδουλωμένο λαό, με τρόπο που δείχνει φανερά ότι νόμιζε πως οι δούλοι είναι άνθρωποι διαφορετικής φύσης και πολύ κατώτερης ικανότητας σε σχέση με τους ελεύθερους. Και τόσο αναγκαία έκρινε την ελευθερία στον άνθρωπο, που χωρίς αυτήν δεν μπορούσε να ονομαστεί άνθρωπος.
Ω Έλληνες, η ελευθερία είναι για μας όπως η όραση στους οφθαλμούς. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος δεν είναι δυνατό να γνωρίσει τη διαφορά του από τον δούλο, κι επομένως, είναι αναγκαίο πράγμα στον δούλο να γνωρίσει την ελευθερία, για να μισήσει τη δουλεία και να την αποστραφεί.
Ας μη σας φανεί λοιπόν παράξενο, αν ο σκλάβος δεν γνωρίζει αμέσως (παραχρήμα) τη γλυκύτητα της ελεύθερης ζωής. Αυτός μπορεί να παρομοιαστεί μ’ έναν άρρωστο, που αποστρέφεται κάθε νόστιμο φαγητό, σα να μην ήταν πλέον φτιαγμένο από τα ίδια υλικά, που πρωτύτερα του άρεσαν. Αναγκαία λοιπόν του είναι η υγεία.
Η ελευθερία είναι περισσότερο αναγκαία στον δούλο, που ασθενεί στην ψυχή, και μη γνωρίζοντας σε τι συνίσταται η πρόσκαιρη αυτή ζωή, ζει μόνο για να τρώει, και υπάρχει σα να μην υπάρχει (είναι ωσάν να μην είναι).
Αγαπητοί μου, στοχαστείτε ότι, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται ο δούλος, πρέπει εξ ανάγκης να είναι δυστυχής. Αν μεν είναι πλούσιος, φοβάται να μη φτωχύνει, κι αν είναι φτωχός, λυπάται που δεν είναι πλούσιος.
Σε καθεστώς δουλείας, ο ενάρετος χλευάζεται, ο φιλαλήθης δεν εισακούεται, η τιμή συνοδεύεται από τη φτώχεια και η αρετή από την αδιαφορία· η δυσπιστία, ο φθόνος και το μίσος είναι αναπόφευκτα γεννήματα της δουλείας και στο μυαλό των δούλων αντικαθιστούν την εμπιστοσύνη, τη φιλία, κι αυτήν ακόμα τη φιλανθρωπία, ανώφελη εντελώς και πολλές φορές επιζήμια.
Λοιπόν, πώς είναι δυνατόν ο ταλαίπωρος δούλος, ο οποίος, απ’ όταν γεννήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, άλλο δεν έμαθε παρά να υποτάσσεται σ’ έναν άλλο, πώς, λέω, μπορεί να καταλάβει ότι η φύση μας έκανε όλους όμοιους και ότι οι νόμοι πρέπει να βλέπουν αδιαχώριστα (αδιάφορα) όλους τους πολίτες; Πώς είναι δυνατόν, εκείνος ο σκληροτράχηλος τύραννος να στοχαστεί ποτέ και να καταπεισθεί, ότι όποιος θέλει ν’ ανέβει στον θρόνο, για να γίνει μεγαλύτερος από τους άλλους, γίνεται στο τέλος υποδεέστερος;
Πώς, τέλος πάντων, είναι δυνατόν, αγαπητοί μου, -ε! ταλαίπωρη ανθρωπότητα!- πώς είναι δυνατόν, λέω, εκείνος ο σκλάβος που πάντοτε χτυπιέται (τύπτεται) γυμνός, πεινασμένος κι αδικημένος και υπακούει όπως το βόδι τον γεωργό, από χρέος και συνήθεια, συχνά μάλιστα ο κύριος είναι πιο ποταπός από τον δούλο του, πώς, λέω, είναι δυνατόν να γνωρίσει αυτός, ότι ο ίδιος πρέπει να είναι μέρος του όλου και η ζωή του χρησιμεύει σε όλους, όπως κι ο θάνατός του; Πώς μ’ έναν λόγο, όντας δούλος, ν’ αγαπήσει την ελευθερία και να γνωρίσει την ανάγκη για την απόκτησή της;
Αλίμονο! (φεύ!) Αυτός νομίζει, και αναπόφευκτα μάλιστα νομίζει, ότι γεννήθηκε σκλάβος και ούτε καν τολμά να κακοτυχήσει τη γέννα του. Ω! πόσο εκστατικός θα έμενε ένας τέτοιος άνθρωπος, αν ένας ελεύθερος του έλεγε: τυφλέ και ανόητε άνθρωπε, μάθε ότι μία είναι η φύση και δεν διαφέρει σε τίποτα ο τύραννός σου από σένα. Τα περιστατικά της ζωής και η κακή διοίκηση μόνο σε κατέστησαν τόσο διαφορετικό, ώστε να διαφέρεις από τον αφέντη σου σχεδόν όσο διαφέρει ο χαλκός από το ασήμι. Άνοιξε τα μάτια του νου σου, δύστυχε θνητέ, και δες ότι ο ουρανός βρέχει για όλους, η γη βλασταίνει για όλους και τα φυσικά χαρίσματα είναι κοινά· κι εσύ, ταλαίπωρε, πιστεύεις σαν θεό έναν άλλον άνθρωπο, ίδιον μ’ εσένα, τρέμεις μπροστά του και του πουλάς το αξιότερο δώρο της φύσης, την ελευθερία σου! Πώς μπορείς… και άλλα τέτοια.
Τι στοχάζεστε θα του αποκρινόταν ο σκλάβος, αγαπητοί μου; Σίγουρα, ή θα τον νόμιζε για τρελό ή δε θα καταλάβαινε τίποτες· και πώς θα μπορούσε να υποφέρει τις αλυσίδες του, αν γνώριζε για μια στιγμή την αλήθεια; Πώς θα ήταν δυνατόν να δει ο φυλακωμένος ανοιχτή τη θύρα της φυλακής του και να μη φύγει; Βεβαίως, αδύνατον είναι να συμβεί παρόμοιο πράγμα.
Ιδού λοιπόν, πόσο απαραίτητη είναι η ελευθερία στον άνθρωπο, για να γνωρίσει το είναι του. Αδελφοί μου, ο δούλος δε γίνεται ποτέ ελεύθερος, αν δε γνωρίσει τι εστί ελευθερία, κι όποιος αγνοεί την ελευθερία, αγνοεί την ύπαρξή του (το είναι του). Πιστέψτε με, αδελφοί μου, ο δούλος ποτέ δε στοχάζεται πως είναι όμοιος με τον κύριο του, αλλά είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός πρέπει να είναι δούλος κι εκείνος αφέντης. Τι δυστυχία! (Βαβαί!)
Όμως, πώς φλογίζεται η καρδιά εκείνων που γνωρίζουν την ελευθερία και δεν την έχουν. Εκείνοι στ’ αλήθεια τυραννιούνται, κι επομένως μόνον αυτοί γνωρίζουν εντελώς την ανάγκη τέτοιου καλού. Σ’ αυτούς πρέπει να ελπίζουν οι λαοί που είναι υπόδουλοι, επειδή αυτοί, κατά κάποιον τρόπο, μετριάζουν την ασχήμια τους, όπως μερικά κτίρια στολίζουν μια κατεδαφισμένη πόλη.
Αυτοί λοιπόν ας διδάξουν την αλήθεια κι ας καταπείσουν μια φορά τους αγαπητούς μου Έλληνες, ώστε να γνωρίσουν πως μόνο η δουλεία προξενεί τα κακά από τα οποία πάσχουν, κι ας καταλάβουν πόσο ανάγκη έχουν την ελευθερία, για να ζήσουν όσο το δυνατόν ευτυχισμένοι· γιατί, χωρίς αυτήν, δεν μπορούν να έχουν ούτε δικαιοσύνη, ούτε ισότητα (ομοιότητα), ούτε αγάπη, μ’ έναν λόγο, ούτε καμμιά άλλη αρετή. Αντιθέτως δε (τουναντίον), στην ελεύθερη ζωή τιμάται η αξιοσύνη κι έκαστος συμπολίτης βρίσκει το καλό του στο καλό των άλλων. Εκεί, ο καθένας είναι μέρος του όλου, η αρετή δοξάζεται, εκεί αναγνωρίζεται η ανδρεία, εκεί γίνεται πράξη η αγαθότητα, εκεί φυλάσσεται η φιλία, εκεί τιμάται ως άξιο πράγμα η τιμή, ο δικαστής (κριτής) δεν έχει προκαταλήψεις για τα πρόσωπα και ο κρινόμενος είναι μοναδικός· εκεί διαφεντεύουν οι νόμοι, και οι νόμοι είναι δικαστές, η αθωότητα είναι αδιαμφισβήτητη (απτόητος), η τιμωρία δίκαιη, η ανταμοιβή κοινή, και μύρια άλλα χρηστά κατορθώματα, που δεν τ’ αναφέρω χάρη συντομίας.
Και ποιός δε βλέπει πόσο αναγκαία είναι η ελευθερία; Ο ενάρετος θ’ αναγνωρίσει την ανάγκη της και θα προτιμήσει (προκρίνει) την ελεύθερη ζωή, όπου βλέπει να είναι η αρετή τιμημένη και δοξάζονται οι ενάρετοι. Και ο γενναίος στην ψυχή δε θα διστάσει καθόλου, βλέποντας τους ελεύθερους λαούς να τιμούν αιώνια τους γενναίους άνδρες και τους ήρωες.
Επιτέλους, ποιός, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται, δε θ’ αναγνωρίσει τη μεγάλη ωφέλεια της ελεύθερης ζωής; Σ’ αυτήν, ο πραματευτής βρίσκει ασφάλεια στην περιουσία του (εις το έχειν του), ο τεχνίτης έπαινο για τα έργα του κι ο παντρεμένος βεβαιότητα για την τιμή του· ο νέος έχει ευρύχωρο δρόμο για ν’ αναπτύξει τη φυσική κλίση του και να δείξει την εξυπνάδα του· αναμφίβολα, ο στρατιώτης θα ευεργετηθεί για τις ηρωικές πράξεις του· ο φτωχός δε φοβάται την ατιμία, αλλά βρίσκει συμπάθεια και βοήθεια στις δυστυχίες του και όχι ανυποληψία και ύβρεις· τέλος πάντων, κάθε καλός άνθρωπος βλέπει φανερά την ανάγκη της ελεύθερης ζωής και μόνον ο κακός θα διαλέξει τη δουλεία· αδελφοί μου, αυτό είναι φανερό, κι εσείς πολύ καλά πρέπει να το καταλάβετε.
Αφού λοιπόν είναι προφανές, ότι μόνον η ελευθερία κάνει τους ανθρώπους ενάρετους κι εμφυτεύει στις καρδιές όλων των πολιτών την άμιλλα, ώστε να κάνουν αγαθές πράξεις (ευ πράττειν), γι’ αυτό και μόνο στις ελεύθερες πολιτείες γεννιούνται μεγάλοι άνθρωποι και ιδού πώς η ελεύθερη πολιτεία είναι η αιτία για μεγάλα κατορθώματα.
Όπως ένα μυρωδάτο λουλούδι (ευώδες άνθος), όταν γεννιέται ανάμεσα στα δάση, όπου κανείς δεν το βλέπει, ή κατατρώγεται από τα ζώα ή σαπίζει τελείως με τον καιρό, τέτοιας λογής πράγματα συμβαίνουν και στις υποδουλωμένες πόλεις, στις οποίες, όταν βρεθεί κάποιος άξιος άνθρωπος (άξιον υποκείμενον) , αφού δεν έχει τρόπο ν’ αναδειχθεί, πεθαίνει, χωρίς κανένας να γνωρίσει την αξιοσύνη του.
Για τούτο, και η ιστορία, σχεδόν καθόλου ή πολύ σπάνια, μνημονεύει άξιους ανθρώπους που έζησαν σε καθεστώς δουλείας, ενώ, αντίθετα, εξιστορεί πλουσιοπάροχα μύρια ονόματα ανδρών που έζησαν σε πολιτείες ελεύθερες· λοιπόν, η ελευθερία είναι για τους άξιους πολίτες της ό,τι είναι το καλλιεργημένο περιβόλι για τα ωραία λουλούδια του, τα οποία είναι χρήσιμα, επαινούνται και αναγνωρίζονται απ’ όλους.
Αλλά, πόσες φορές πρέπει να το φωνάξω, πως η ελευθερία στον άνθρωπο είναι πιο αναγκαία κι από την ίδια την ύπαρξή του! Γιατί αυτή κάνει τη ζωή γλυκιά, αυτή γεννά τους υπερασπιστές της πατρίδας, αυτή φτιάχνει νομοθέτες, ενάρετους, σοφούς ανθρώπους και τεχνίτες, αυτή μόνη, τέλος πάντων, τιμά την ανθρωπότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου