Η δομή κάθε πολιτεύματος δεν θα είχε νόημα, αν δε λαμβανόταν υπόψη η επικρατούσα κοινωνική αντίληψη για την ευτυχία, αφού η πολιτική οργάνωση ενός τόπου δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να καθορίζεται σύμφωνα με τα πρότυπα που υιοθετεί η πλειοψηφία του τόπου αυτού. Ένα πολίτευμα που δεν ικανοποιεί τις επιθυμίες των πολλών είναι επίφοβο και μάλλον θα αποδειχθεί βραχύβιο (ανάλογα βέβαια, με τις δυνάμεις που διαθέτει, για να καταστείλει τη λαϊκή δυσαρέσκεια).
Με δεδομένο ότι η τρέχουσα αντίληψη της ηθικής διαμορφώνεται και αλλάζει ανάλογα με τις δυνατότητες της παραγωγής ή τις ιστορικές και γεωγραφικές συγκυρίες (και όχι μόνο), αυτό που μένει στην αναζήτηση του άριστου πολιτεύματος είναι να καθοριστεί ποιος ακριβώς είναι ο άριστος βίος, ώστε να δημιουργηθούν και οι αντίστοιχες πολιτειακές συνθήκες: «Ο ερευνητής που προτίθεται να ασχοληθεί με το άριστο πολίτευμα, οφείλει να προσδιορίσει πρώτα ποιος τρόπος ζωής είναι προτιμότερος». (1323a 14 – 16).
Με άλλα λόγια, για τον Αριστοτέλη το ζήτημα τίθεται ανάποδα. Πρώτα καθορίζεται το υγιές πρότυπο ζωής που θα κατευθύνει τις επιθυμίες των ανθρώπων και ακολούθως δημιουργούνται οι πολιτειακές δομές που θα το υπηρετήσουν. Μια πόλη με στρεβλά πρότυπα ευτυχίας δεν μπορεί παρά να μεταφέρει τις στρεβλώσεις και στο πολίτευμα: «… αν μείνει αδιευκρίνιστος αυτός,» (ενν. ο προτιμότερος τρόπος ζωής) «τότε αναγκαστικά αδιευκρίνιστο είναι και το πολίτευμα, διότι είναι αναμενόμενο να ευημερούν οι άνθρωποι που ζουν στο πλαίσιο μιας άριστα συντεταγμένης και πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας, σε σχέση πάντα με αυτά που έχουν στη διάθεσή τους, με εξαίρεση βέβαια τις απρόβλεπτες καταστάσεις. Γι’ αυτό ενδείκνυται αρχικά να συμφωνήσουμε ποιον τρόπο ζωής κρίνουν όλοι γενικά ως τον πλέον κατάλληλο, και στη συνέχεια αν αυτός ο τρόπος ζωής είναι ο ίδιος για όλη τη συμβιωτική κοινότητα και για τον κάθε άνθρωπο χωριστά ή διαφορετικός». (1323a 16 – 21).
Και βέβαια, η αναζήτηση του ιδανικού τρόπου ζωής συνδέεται με την κατάκτηση της ηθικής αρετής, που μοιραία λειτουργεί ως προϋπόθεση της ευτυχίας. Η ανδρεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η ουσιαστική επαφή με τους άλλους ανθρώπους, το αίσθημα της ισότιμης συνύπαρξης, όλα αυτά που πρωτίστως συμβάλλουν στη συναισθηματική ολοκλήρωση των ανθρώπων αποτελούν προτεραιότητες της ηθικής αρετής: «Γιατί κανείς δε θα έλεγε ευτυχισμένο εκείνον που δεν έχει ίχνος ανδρείας, σωφροσύνης, δικαιοσύνης και φρόνησης, αλλά φοβάται τις μύγες γύρω του, και από την άλλη δεν μπορεί να συγκρατήσει καθόλου την επιθυμία του για φαγητό ή ποτό ή για τα πλέον βλαβερά». (1323a 26 – 31).
Η παρουσίαση των υλικών επιθυμιών (φαγητού – ποτού) ως πλέον βλαβερές, δεν πρέπει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Αριστοτέλης προτάσσει τον ασκητισμό ή τη στέρηση ως αντίβαρο του υλιστικού πειρασμού. Η φράση «δεν μπορεί να συγκρατήσει καθόλου» είναι καθοριστική. Ο άνθρωπος που δεν έχει καμία αυτοσυγκράτηση είναι ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα μέτρο, εκλαμβάνοντας την ευτυχία ως κατανάλωση. Η ταύτιση της ευτυχίας με την άμετρη κατανάλωση απολαύσεων είναι η πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας, αφού μοιραία μετατρέπει το χρήμα σε σκοπό της ζωής: «Ούτε εκείνον επίσης» (ενν. θα έλεγε κανείς ευτυχισμένο) «που καταστρέφει τα πολυαγαπημένα πρόσωπα για ευτελές ποσό και είναι τέλος στο νου τόσο άμυαλος και ψεύτης όσο ένα παιδί ή ένας τρελός». (1323a 31 – 34).
Ο ηθικός αμοραλισμός, που νομιμοποιεί τα πάντα για το προσωπικό όφελος, είναι το δίκιο που μπορεί να έχει ένας άμυαλος ή ένας ψεύτης. Η ισοπέδωση των πάντων είναι η έκφανση της τρέλας που προσπαθεί να σταθεί ιδεολογικά. Οπωσδήποτε, δεν έχει καμία σχέση με την ευτυχία. Το ζήτημα είναι ότι, ενώ δύσκολα θα μπορούσε να φέρει κανείς αντίρρηση σ’ αυτά, είναι εξίσου δύσκολο (αν όχι δυσκολότερο) και να τα εφαρμόσει: «Παρόλο που όλοι θα συμφωνούσαν με αυτά τα λόγια, διαφοροποιούνται ωστόσο στην εκτίμηση της ποσότητας και του βαθμού υπεροχής της κάθε αξίας. Νομίζουν δηλαδή ότι τους αρκεί η αρετή που έχουν, όση έχουν, αν και η επιδίωξή τους για χρήμα, δύναμη, δόξα και τα παρόμοια είναι διαρκής, αχαλίνωτη και απεριόριστη». (1323a 34 – 38).
Το δίπολο της ηθικής αρετής (που ταυτίζεται με το μέτρο) και της επιθυμίας για πλούτο (που είναι ακόρεστη) καταφέρνει να συνυπάρχει σ’ ένα παράλογο πάντρεμα με την προϋπόθεση της στρεβλής αυτογνωσίας. Η επισήμανση ότι οι άνθρωποι αρκούνται με την αρετή που έχουν, καταδεικνύει την απαξίωση της αρετής, αφού το δεδομένο της ηθικής επάρκειας λειτουργεί ως δικαιολόγηση όλων των ενεργειών.
Από αυτή την άποψη, η ηθική αρετή αντί να χαράζει την πορεία της ανθρώπινης ευτυχίας θέτοντας την προτεραιότητα της αρμονικότητας στη συνύπαρξη αποτελεί το άλλοθι στην προσήλωση της απόκτησης του πλούτου, που δρα απομονωτικά. (Αφού αποκτήσαμε την αρετή, ας αποκτήσουμε και χρήμα). Κι αυτός είναι ο μηχανισμός που επιφέρει την απόλυτη αντιστροφή: «… οι άνθρωποι αποκτούν και προστατεύουν όχι τις αρετές με τη βοήθεια των υλικών αγαθών αλλά αντίθετα τα υλικά αγαθά με τη βοήθεια των αρετών». (1323a 40 – 41). Τα υλικά αγαθά από μέσο για τη διασφάλιση της καλής ζωής που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να καλλιεργήσει την αρετή, ώστε να κατακτήσει την ευτυχία, γίνονται αυτοσκοπός ματαιώνοντας όλες τις ηθικές αξίες.
Βρισκόμαστε μπροστά στη θεοποίηση του εργαλείου, που σε τελική ανάλυση υπόκειται επίσης σε αχρηστία, αφού καλείται να παίξει ένα ρόλο καταδικασμένο εξαρχής. Η συσσώρευση του πλούτου δεν ισοδυναμεί με την αυτόματη απόκτηση της ευτυχίας, αφού η ευτυχία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την αληθινή επαφή με τους άλλους ανθρώπους. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να εξαγοράσει κάτι που δεν εξαγοράζεται: «… τα εξωτερικά αγαθά έχουν όριο, όπως κάθε εργαλείο, και καθετί το χρήσιμο είναι χρήσιμο ως προς κάτι το συγκεκριμένο». (1323b 7 – 8).
Με δεδομένο ότι η κατάκτηση του άμετρου πλούτου αποτελεί εμμονή – ο άμετρος πλούτος είναι άχρηστος για τον κάτοχό του – γίνεται σαφές ότι ο άνθρωπος είναι παγιδευμένος μέσα στα δόκανα που ο ίδιος έστησε. Οι εμμονές, ως ψυχικές στρεβλώσεις, απορροφούν όλη τη δράση των κατόχων τους σηματοδοτώντας την ύψιστη υπερβολή. Τελικά, αυτό που απομένει είναι η συγκομιδή απολαύσεων ως αντιστάθμισμα της αποξένωσης απέναντι στους άλλους.
Ο Marc Roche στο βιβλίο του «Καπιταλισμός εκτός Νόμου» αναφέρεται στον επικεφαλής της εταιρίας Glencore, Ιβάν Γκλέιζενμπεργκ, πρώην χρηματιστή και νυν πολυεκατομμυριούχο: «… ο Ιβαν Γκλέιζενμπεργκ δεν ανέχεται να του αντιστέκονται και απεχθάνεται την ήττα. Η ένταση και το πάθος που χαρακτηρίζουν την επαγγελματική του ζωή τον καθιστούν έναν ξεχωριστό επιχειρηματία. Είναι ένας δύσκολος στην επικοινωνία επαγγελματίας, με άσχημους τρόπους και υπαινικτικό χιούμορ. Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, το αφεντικό έχει υιοθετήσει στη ζωή του χαμηλούς τόνους. Η βίλα του δεν είναι πολυτελής και δεν τη διακοσμούν έργα γνωστών καλλιτεχνών. Είναι επίσης απίστευτο ότι ο δισεκατομμυριούχος αυτός δεν έχει ούτε γιοτ ούτε ιδιωτικό αεροπλάνο!… Δυνατός σαν τον ταύρο καθώς είναι, ο μάνατζερ αυτός δε θέλει να μένει πίσω. Δουλεύει σαν τρελός. “Πρέπει να θυσιάσουμε πολλά πράγματα στην αρχή της καριέρας μας, αν θέλουμε να πετύχουμε” έγραψε στο περιοδικό της παλιάς εμπορικής σχολής του στην Καλιφόρνια… είναι η ενσάρκωση της προσήλωσης στην εργασία. Δε φεύγει ποτέ το Σαββατοκύριακο, δουλεύει τα Σάββατα και περνά την Κυριακή του στο τηλέφωνο. Οι πραγματικές διακοπές, εκείνες χωρίς μέιλ και τηλέφωνα, έχουν προ πολλού ξεχαστεί… Συναντηθήκαμε στο «Four Seasons» του Σεμινιάκ, το σικ παραθαλάσσιο θέρετρο του ινδονησιακού νησιού, για ένα βιαστικό πρόγευμα. Η όψη του δεν ήταν καλή, ενώ το χλωμό του πρόσωπο κάνει αντίθεση με τους μαυρισμένους τουρίστες που συνωστίζονται μπροστά στο μπουφέ. Δεν τίθεται θέμα να ξεκουραστεί στην αμμουδιά ή να περάσει το βράδυ του στα μπαρ… Αυτός ο αιώνια ξεριζωμένος περνά τη ζωή του παντού και πουθενά, από πολυτελή ξενοδοχεία σε σάλες business class και από αίθουσες συσκέψεων σε κέντρα αναζωογόνησης». (σελ. 125 – 128).
Κι εδώ δε χρειάζεται να γίνει λόγος για τις ατασθαλίες, τη διαπλοκή και το αδίστακτο που συνοδεύουν τα υπέρογκα κέρδη των εταιρειών, όπως είναι η πρόθεση του Roche. Εδώ αρκεί να σταθεί κανείς στον τρόπο ζωής, όπως τουλάχιστον περιγράφεται, για να αναρωτηθεί για το είδος της ευτυχίας που αναζητείται: «Αν και δηλώνει ότι δεν αγχώνεται, το σφίξιμο στο στομάχι συχνά δεν τον αφήνει να κοιμηθεί. Πρέπει να έχεις γερά νεύρα, γιατί το “μαγαζί” επενδύει σε πολλές επικίνδυνες χώρες, όπου οι άλλοι δεν πηγαίνουν καν». (σελ. 129).
Έχοντας υπόψη τα δισεκατομμύρια που υπάρχουν στην άκρη, ως απόλυτο εχέγγυο για την εξασφάλιση όλων των απολαύσεων, γίνεται αντιληπτό ότι τελικά η απόλαυση είναι η ίδια η συσσώρευση του πλούτου: «Αλλά αξίζει τον κόπο. Κατά τη συζήτησή μας μία λέξη επανέρχεται συνεχώς: το χρήμα». (σελ. 128).
Άραγε τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης αν συναντούσε ανθρώπους σαν το Γκλέιζενμπεργκ; Το σίγουρο είναι ότι στις πρώτες σελίδες του έβδομου βιβλίου των Πολιτικών του αναφέρει: «… ευτυχισμένη ζωή, είτε με την έννοια της χαράς είτε της αρετής είτε και των δύο, έχουν όσοι άνθρωποι κοσμούνται σε μεγαλύτερο βαθμό με υψηλό ήθος και πνεύμα ανώτερο, κατέχουν όμως μέτρια υλική περιουσία, και όχι όσοι κατέχουν περισσότερα υλικά αγαθά από όσα πραγματικά χρειάζονται, υστερούν όμως στα πρώτα». (1323b 1 – 6).
Η κοινωνία που έχει τους Γκλέινζενμπεργκς ως πρότυπα είναι η κοινωνία που πλέον στερείται αξιών. Κι αυτή είναι η πιο κραυγαλέα χρεοκοπία. Η μετατροπή της ψύχωσης σε αντικείμενο μίμησης σηματοδοτεί το σύνδρομο που παίρνει ομαδικές διαστάσεις. Με αυτούς τους όρους, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από τη βαρβαρότητα, αφού οι Γκλέινζενμπεργκς είναι αδύνατο να υποχωρήσουν μπροστά σε οτιδήποτε, αν μυριστούν κέρδος. Η αποδοχή της επιτυχίας και της επαγγελματικής καταξίωσης με τέτοια κριτήρια είναι η νεύρωση που γίνεται ιδεολογία. Κι αυτός είναι ο πιο επαίσχυντος αμοραλισμός.
Ο κυνισμός και η χυδαιότητα της επιβολής δεν μπορούν παρά να στραφούν και στην ελαστικοποίηση της νομοθεσίας προκειμένου να διευκολυνθούν. Η καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων, η διάλυση του περιβάλλοντος, η διαφθορά πολιτικών προσώπων, η φορολόγηση των φτωχών, η διαπλοκή των μέσων, η κοινωνική βία, με δυο λόγια το δίκιο του οικονομικά ισχυρού, που πλέον γίνεται με τρόπο απροκάλυπτο, σηματοδοτούν τη νέα εποχή (ή μήπως είναι έτσι από παλιά;) των εταιρειών που ελέγχουν τον κόσμο (όπως και να ‘χει οι εταιρείες είναι σύγχρονο φαινόμενο).
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης τονίζει ότι τα πρότυπα που κυριαρχούν στην κοινωνία θα ρυθμίσουν εν πολλοίς και το πολίτευμα. Γιατί όταν το κυρίαρχο πρότυπο ζωής στηρίζεται στη δυνατότητα της κατανάλωσης δεν μπορεί παρά να κυριαρχήσουν οι Γκλέινζενμπεργκς. Κι όταν κυριαρχεί αυτό το μοντέλο τότε και τα πολιτεύματα, που καθορίζουν την οικονομική οργάνωση, δεν μπορούν παρά να στραφούν σ’ αυτό.
Ο άνθρωπος δεν κατάφερε να ιεραρχήσει τις αξίες που θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία: «… με τις ίδιες αποδείξεις ευδαίμων πόλη είναι η άριστη και η ευημερούσα πόλη. Είναι αδύνατο να ευημερούν οι άνθρωποι που δεν προβαίνουν στις σωστές ενέργειες. Τίποτε καλό δεν μπορεί να κάνει ούτε άνθρωπος ούτε πόλη χωρίς αρετή και φρόνηση. Ανδρεία, δικαιοσύνη και φρόνηση <και σωφροσύνη> ως γνωρίσματα της πόλης έχουν την ίδια σημασία και μορφή που έχουν και οι αρετές για τις οποίες, όποιος άνθρωπος τις διαθέτει χαρακτηρίζεται <ανδρείος και> δίκαιος, φρόνιμος και συνετός». (1323b 29 – 36)
Αν, λοιπόν, κανείς αναρωτιέται γιατί η πολιτειακή οργάνωση δεν είναι δίκαιη, ο Αριστοτέλης θα απαντούσε γιατί πριν απ’ όλα οι άνθρωποι που αποτελούν την πόλη δεν είναι δίκαιοι. Με βήματα σταθερά κινούμαστε προς την ανάδειξη της παιδείας σε φλέγον πολιτικό ζήτημα, αφού θα λειτουργήσει ως ύψιστος διαμορφωτικός παράγοντας των πολιτών, που, μοιραία, θα καθορίσει και το χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Με δεδομένο ότι η τρέχουσα αντίληψη της ηθικής διαμορφώνεται και αλλάζει ανάλογα με τις δυνατότητες της παραγωγής ή τις ιστορικές και γεωγραφικές συγκυρίες (και όχι μόνο), αυτό που μένει στην αναζήτηση του άριστου πολιτεύματος είναι να καθοριστεί ποιος ακριβώς είναι ο άριστος βίος, ώστε να δημιουργηθούν και οι αντίστοιχες πολιτειακές συνθήκες: «Ο ερευνητής που προτίθεται να ασχοληθεί με το άριστο πολίτευμα, οφείλει να προσδιορίσει πρώτα ποιος τρόπος ζωής είναι προτιμότερος». (1323a 14 – 16).
Με άλλα λόγια, για τον Αριστοτέλη το ζήτημα τίθεται ανάποδα. Πρώτα καθορίζεται το υγιές πρότυπο ζωής που θα κατευθύνει τις επιθυμίες των ανθρώπων και ακολούθως δημιουργούνται οι πολιτειακές δομές που θα το υπηρετήσουν. Μια πόλη με στρεβλά πρότυπα ευτυχίας δεν μπορεί παρά να μεταφέρει τις στρεβλώσεις και στο πολίτευμα: «… αν μείνει αδιευκρίνιστος αυτός,» (ενν. ο προτιμότερος τρόπος ζωής) «τότε αναγκαστικά αδιευκρίνιστο είναι και το πολίτευμα, διότι είναι αναμενόμενο να ευημερούν οι άνθρωποι που ζουν στο πλαίσιο μιας άριστα συντεταγμένης και πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας, σε σχέση πάντα με αυτά που έχουν στη διάθεσή τους, με εξαίρεση βέβαια τις απρόβλεπτες καταστάσεις. Γι’ αυτό ενδείκνυται αρχικά να συμφωνήσουμε ποιον τρόπο ζωής κρίνουν όλοι γενικά ως τον πλέον κατάλληλο, και στη συνέχεια αν αυτός ο τρόπος ζωής είναι ο ίδιος για όλη τη συμβιωτική κοινότητα και για τον κάθε άνθρωπο χωριστά ή διαφορετικός». (1323a 16 – 21).
Και βέβαια, η αναζήτηση του ιδανικού τρόπου ζωής συνδέεται με την κατάκτηση της ηθικής αρετής, που μοιραία λειτουργεί ως προϋπόθεση της ευτυχίας. Η ανδρεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η ουσιαστική επαφή με τους άλλους ανθρώπους, το αίσθημα της ισότιμης συνύπαρξης, όλα αυτά που πρωτίστως συμβάλλουν στη συναισθηματική ολοκλήρωση των ανθρώπων αποτελούν προτεραιότητες της ηθικής αρετής: «Γιατί κανείς δε θα έλεγε ευτυχισμένο εκείνον που δεν έχει ίχνος ανδρείας, σωφροσύνης, δικαιοσύνης και φρόνησης, αλλά φοβάται τις μύγες γύρω του, και από την άλλη δεν μπορεί να συγκρατήσει καθόλου την επιθυμία του για φαγητό ή ποτό ή για τα πλέον βλαβερά». (1323a 26 – 31).
Η παρουσίαση των υλικών επιθυμιών (φαγητού – ποτού) ως πλέον βλαβερές, δεν πρέπει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Αριστοτέλης προτάσσει τον ασκητισμό ή τη στέρηση ως αντίβαρο του υλιστικού πειρασμού. Η φράση «δεν μπορεί να συγκρατήσει καθόλου» είναι καθοριστική. Ο άνθρωπος που δεν έχει καμία αυτοσυγκράτηση είναι ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα μέτρο, εκλαμβάνοντας την ευτυχία ως κατανάλωση. Η ταύτιση της ευτυχίας με την άμετρη κατανάλωση απολαύσεων είναι η πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας, αφού μοιραία μετατρέπει το χρήμα σε σκοπό της ζωής: «Ούτε εκείνον επίσης» (ενν. θα έλεγε κανείς ευτυχισμένο) «που καταστρέφει τα πολυαγαπημένα πρόσωπα για ευτελές ποσό και είναι τέλος στο νου τόσο άμυαλος και ψεύτης όσο ένα παιδί ή ένας τρελός». (1323a 31 – 34).
Ο ηθικός αμοραλισμός, που νομιμοποιεί τα πάντα για το προσωπικό όφελος, είναι το δίκιο που μπορεί να έχει ένας άμυαλος ή ένας ψεύτης. Η ισοπέδωση των πάντων είναι η έκφανση της τρέλας που προσπαθεί να σταθεί ιδεολογικά. Οπωσδήποτε, δεν έχει καμία σχέση με την ευτυχία. Το ζήτημα είναι ότι, ενώ δύσκολα θα μπορούσε να φέρει κανείς αντίρρηση σ’ αυτά, είναι εξίσου δύσκολο (αν όχι δυσκολότερο) και να τα εφαρμόσει: «Παρόλο που όλοι θα συμφωνούσαν με αυτά τα λόγια, διαφοροποιούνται ωστόσο στην εκτίμηση της ποσότητας και του βαθμού υπεροχής της κάθε αξίας. Νομίζουν δηλαδή ότι τους αρκεί η αρετή που έχουν, όση έχουν, αν και η επιδίωξή τους για χρήμα, δύναμη, δόξα και τα παρόμοια είναι διαρκής, αχαλίνωτη και απεριόριστη». (1323a 34 – 38).
Το δίπολο της ηθικής αρετής (που ταυτίζεται με το μέτρο) και της επιθυμίας για πλούτο (που είναι ακόρεστη) καταφέρνει να συνυπάρχει σ’ ένα παράλογο πάντρεμα με την προϋπόθεση της στρεβλής αυτογνωσίας. Η επισήμανση ότι οι άνθρωποι αρκούνται με την αρετή που έχουν, καταδεικνύει την απαξίωση της αρετής, αφού το δεδομένο της ηθικής επάρκειας λειτουργεί ως δικαιολόγηση όλων των ενεργειών.
Από αυτή την άποψη, η ηθική αρετή αντί να χαράζει την πορεία της ανθρώπινης ευτυχίας θέτοντας την προτεραιότητα της αρμονικότητας στη συνύπαρξη αποτελεί το άλλοθι στην προσήλωση της απόκτησης του πλούτου, που δρα απομονωτικά. (Αφού αποκτήσαμε την αρετή, ας αποκτήσουμε και χρήμα). Κι αυτός είναι ο μηχανισμός που επιφέρει την απόλυτη αντιστροφή: «… οι άνθρωποι αποκτούν και προστατεύουν όχι τις αρετές με τη βοήθεια των υλικών αγαθών αλλά αντίθετα τα υλικά αγαθά με τη βοήθεια των αρετών». (1323a 40 – 41). Τα υλικά αγαθά από μέσο για τη διασφάλιση της καλής ζωής που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να καλλιεργήσει την αρετή, ώστε να κατακτήσει την ευτυχία, γίνονται αυτοσκοπός ματαιώνοντας όλες τις ηθικές αξίες.
Βρισκόμαστε μπροστά στη θεοποίηση του εργαλείου, που σε τελική ανάλυση υπόκειται επίσης σε αχρηστία, αφού καλείται να παίξει ένα ρόλο καταδικασμένο εξαρχής. Η συσσώρευση του πλούτου δεν ισοδυναμεί με την αυτόματη απόκτηση της ευτυχίας, αφού η ευτυχία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την αληθινή επαφή με τους άλλους ανθρώπους. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να εξαγοράσει κάτι που δεν εξαγοράζεται: «… τα εξωτερικά αγαθά έχουν όριο, όπως κάθε εργαλείο, και καθετί το χρήσιμο είναι χρήσιμο ως προς κάτι το συγκεκριμένο». (1323b 7 – 8).
Με δεδομένο ότι η κατάκτηση του άμετρου πλούτου αποτελεί εμμονή – ο άμετρος πλούτος είναι άχρηστος για τον κάτοχό του – γίνεται σαφές ότι ο άνθρωπος είναι παγιδευμένος μέσα στα δόκανα που ο ίδιος έστησε. Οι εμμονές, ως ψυχικές στρεβλώσεις, απορροφούν όλη τη δράση των κατόχων τους σηματοδοτώντας την ύψιστη υπερβολή. Τελικά, αυτό που απομένει είναι η συγκομιδή απολαύσεων ως αντιστάθμισμα της αποξένωσης απέναντι στους άλλους.
Ο Marc Roche στο βιβλίο του «Καπιταλισμός εκτός Νόμου» αναφέρεται στον επικεφαλής της εταιρίας Glencore, Ιβάν Γκλέιζενμπεργκ, πρώην χρηματιστή και νυν πολυεκατομμυριούχο: «… ο Ιβαν Γκλέιζενμπεργκ δεν ανέχεται να του αντιστέκονται και απεχθάνεται την ήττα. Η ένταση και το πάθος που χαρακτηρίζουν την επαγγελματική του ζωή τον καθιστούν έναν ξεχωριστό επιχειρηματία. Είναι ένας δύσκολος στην επικοινωνία επαγγελματίας, με άσχημους τρόπους και υπαινικτικό χιούμορ. Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, το αφεντικό έχει υιοθετήσει στη ζωή του χαμηλούς τόνους. Η βίλα του δεν είναι πολυτελής και δεν τη διακοσμούν έργα γνωστών καλλιτεχνών. Είναι επίσης απίστευτο ότι ο δισεκατομμυριούχος αυτός δεν έχει ούτε γιοτ ούτε ιδιωτικό αεροπλάνο!… Δυνατός σαν τον ταύρο καθώς είναι, ο μάνατζερ αυτός δε θέλει να μένει πίσω. Δουλεύει σαν τρελός. “Πρέπει να θυσιάσουμε πολλά πράγματα στην αρχή της καριέρας μας, αν θέλουμε να πετύχουμε” έγραψε στο περιοδικό της παλιάς εμπορικής σχολής του στην Καλιφόρνια… είναι η ενσάρκωση της προσήλωσης στην εργασία. Δε φεύγει ποτέ το Σαββατοκύριακο, δουλεύει τα Σάββατα και περνά την Κυριακή του στο τηλέφωνο. Οι πραγματικές διακοπές, εκείνες χωρίς μέιλ και τηλέφωνα, έχουν προ πολλού ξεχαστεί… Συναντηθήκαμε στο «Four Seasons» του Σεμινιάκ, το σικ παραθαλάσσιο θέρετρο του ινδονησιακού νησιού, για ένα βιαστικό πρόγευμα. Η όψη του δεν ήταν καλή, ενώ το χλωμό του πρόσωπο κάνει αντίθεση με τους μαυρισμένους τουρίστες που συνωστίζονται μπροστά στο μπουφέ. Δεν τίθεται θέμα να ξεκουραστεί στην αμμουδιά ή να περάσει το βράδυ του στα μπαρ… Αυτός ο αιώνια ξεριζωμένος περνά τη ζωή του παντού και πουθενά, από πολυτελή ξενοδοχεία σε σάλες business class και από αίθουσες συσκέψεων σε κέντρα αναζωογόνησης». (σελ. 125 – 128).
Κι εδώ δε χρειάζεται να γίνει λόγος για τις ατασθαλίες, τη διαπλοκή και το αδίστακτο που συνοδεύουν τα υπέρογκα κέρδη των εταιρειών, όπως είναι η πρόθεση του Roche. Εδώ αρκεί να σταθεί κανείς στον τρόπο ζωής, όπως τουλάχιστον περιγράφεται, για να αναρωτηθεί για το είδος της ευτυχίας που αναζητείται: «Αν και δηλώνει ότι δεν αγχώνεται, το σφίξιμο στο στομάχι συχνά δεν τον αφήνει να κοιμηθεί. Πρέπει να έχεις γερά νεύρα, γιατί το “μαγαζί” επενδύει σε πολλές επικίνδυνες χώρες, όπου οι άλλοι δεν πηγαίνουν καν». (σελ. 129).
Έχοντας υπόψη τα δισεκατομμύρια που υπάρχουν στην άκρη, ως απόλυτο εχέγγυο για την εξασφάλιση όλων των απολαύσεων, γίνεται αντιληπτό ότι τελικά η απόλαυση είναι η ίδια η συσσώρευση του πλούτου: «Αλλά αξίζει τον κόπο. Κατά τη συζήτησή μας μία λέξη επανέρχεται συνεχώς: το χρήμα». (σελ. 128).
Άραγε τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης αν συναντούσε ανθρώπους σαν το Γκλέιζενμπεργκ; Το σίγουρο είναι ότι στις πρώτες σελίδες του έβδομου βιβλίου των Πολιτικών του αναφέρει: «… ευτυχισμένη ζωή, είτε με την έννοια της χαράς είτε της αρετής είτε και των δύο, έχουν όσοι άνθρωποι κοσμούνται σε μεγαλύτερο βαθμό με υψηλό ήθος και πνεύμα ανώτερο, κατέχουν όμως μέτρια υλική περιουσία, και όχι όσοι κατέχουν περισσότερα υλικά αγαθά από όσα πραγματικά χρειάζονται, υστερούν όμως στα πρώτα». (1323b 1 – 6).
Η κοινωνία που έχει τους Γκλέινζενμπεργκς ως πρότυπα είναι η κοινωνία που πλέον στερείται αξιών. Κι αυτή είναι η πιο κραυγαλέα χρεοκοπία. Η μετατροπή της ψύχωσης σε αντικείμενο μίμησης σηματοδοτεί το σύνδρομο που παίρνει ομαδικές διαστάσεις. Με αυτούς τους όρους, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από τη βαρβαρότητα, αφού οι Γκλέινζενμπεργκς είναι αδύνατο να υποχωρήσουν μπροστά σε οτιδήποτε, αν μυριστούν κέρδος. Η αποδοχή της επιτυχίας και της επαγγελματικής καταξίωσης με τέτοια κριτήρια είναι η νεύρωση που γίνεται ιδεολογία. Κι αυτός είναι ο πιο επαίσχυντος αμοραλισμός.
Ο κυνισμός και η χυδαιότητα της επιβολής δεν μπορούν παρά να στραφούν και στην ελαστικοποίηση της νομοθεσίας προκειμένου να διευκολυνθούν. Η καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων, η διάλυση του περιβάλλοντος, η διαφθορά πολιτικών προσώπων, η φορολόγηση των φτωχών, η διαπλοκή των μέσων, η κοινωνική βία, με δυο λόγια το δίκιο του οικονομικά ισχυρού, που πλέον γίνεται με τρόπο απροκάλυπτο, σηματοδοτούν τη νέα εποχή (ή μήπως είναι έτσι από παλιά;) των εταιρειών που ελέγχουν τον κόσμο (όπως και να ‘χει οι εταιρείες είναι σύγχρονο φαινόμενο).
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης τονίζει ότι τα πρότυπα που κυριαρχούν στην κοινωνία θα ρυθμίσουν εν πολλοίς και το πολίτευμα. Γιατί όταν το κυρίαρχο πρότυπο ζωής στηρίζεται στη δυνατότητα της κατανάλωσης δεν μπορεί παρά να κυριαρχήσουν οι Γκλέινζενμπεργκς. Κι όταν κυριαρχεί αυτό το μοντέλο τότε και τα πολιτεύματα, που καθορίζουν την οικονομική οργάνωση, δεν μπορούν παρά να στραφούν σ’ αυτό.
Ο άνθρωπος δεν κατάφερε να ιεραρχήσει τις αξίες που θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία: «… με τις ίδιες αποδείξεις ευδαίμων πόλη είναι η άριστη και η ευημερούσα πόλη. Είναι αδύνατο να ευημερούν οι άνθρωποι που δεν προβαίνουν στις σωστές ενέργειες. Τίποτε καλό δεν μπορεί να κάνει ούτε άνθρωπος ούτε πόλη χωρίς αρετή και φρόνηση. Ανδρεία, δικαιοσύνη και φρόνηση <και σωφροσύνη> ως γνωρίσματα της πόλης έχουν την ίδια σημασία και μορφή που έχουν και οι αρετές για τις οποίες, όποιος άνθρωπος τις διαθέτει χαρακτηρίζεται <ανδρείος και> δίκαιος, φρόνιμος και συνετός». (1323b 29 – 36)
Αν, λοιπόν, κανείς αναρωτιέται γιατί η πολιτειακή οργάνωση δεν είναι δίκαιη, ο Αριστοτέλης θα απαντούσε γιατί πριν απ’ όλα οι άνθρωποι που αποτελούν την πόλη δεν είναι δίκαιοι. Με βήματα σταθερά κινούμαστε προς την ανάδειξη της παιδείας σε φλέγον πολιτικό ζήτημα, αφού θα λειτουργήσει ως ύψιστος διαμορφωτικός παράγοντας των πολιτών, που, μοιραία, θα καθορίσει και το χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου